Η ταυτότητα διαδίκων ως αναγκαία προϋπόθεση του δεδικασμένου απαιτείται και όταν το αντικείμενο της νέας δίκης διαφέρει μεν εκείνου της προηγούμενης, έχει όμως ως αναγκαία προϋπόθεση την ύπαρξη του δικαιώματος που κρίθηκε στην προηγούμενη δίκη, καθώς επίσης και όταν η έννομη σχέση της οποίας η ύπαρξη ή η ανυπαρξία κρίθηκε παρεμπιπτόντως στην προηγούμενη δίκη, αποτέλεσε δηλαδή προδικαστικό ζήτημα αυτής, αποτελεί προδικαστικό ζήτημα και της νέας δίκης. Μη νόμιμος ισχυρισμός περί δεδικασμένου καθώς λείπει η προϋπόθεση της ταυτότητας των διαδίκων. Η αναγνωριστική αγωγή, αφού με αυτή δεν επιδιώκεται αξίωση, δεν υπόκειται σε παραγραφή. Αν όμως έχει παραγραφεί η αξίωση, την οποία πρόκειται να προπαρασκευάσει η εν λόγω αγωγή, λείπει το έννομο συμφέρον για την άσκησή της. Στο αναιρετήριο πρέπει να αναφέρεται ότι ο ισχυρισμός που στηρίζει τον λόγο αναίρεσης είχε προταθεί παραδεκτά στο δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση. Ο ισχυρισμός πρέπει να παρατίθεται στο αναιρετήριο όπως προτάθηκε στο δικαστήριο της ουσίας. Απόρριψη αναιρετικών λόγων από τους αριθ. 1, 8, 14 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ.
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Πέτρο Σαλίχο, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, Ιωάννη Φιοράκη, Παρασκευή Καλαϊτζή, Γεώργιο Παπανδρέου, Λάμπρο Καρέλο, εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 5 Δεκεμβρίου 2018, με την παρουσία και της γραμματέως Σπυριδούλας Τζαβίδη, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: α) … και γ) …, από τους οποίους η πρώτη παραστάθηκε αυτοπροσώπως, ως δικηγόρος και οι λοιποί εκπροσωπήθηκαν από την πρώτη.
Των αναιρεσιβλήτων: α) Δήμου Αθηναίων, που εκπροσωπείται νόμιμα από τον κατοικοεδρεύοντα στην Αθήνα Δήμαρχο Αθηναίων, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Στέλιο Μπεζαντέ, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, β) Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται νόμιμα από τον κατοικοεδρεύοντα στην Αθήνα Υπουργό των Οικονομικών και γ) ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «Εταιρεία Ύδρευσης και Αποχέτευσης Πρωτευούσης ΑΕ» και έδρα το Γαλάτσι Αττικής (Ωροπού 156), όπως νόμιμα εκπροσωπείται, οι οποίοι δεν παραστάθηκαν.
Η ένδικη διαφορά, κατά το μέρος που αφορά την προκείμενη δίκη, άρχισε με την από 16-4-2007 αγωγή του δικαιοπαρόχου των αναιρεσειόντων … στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 138/2010 του παραπάνω Δικαστηρίου, 1788/2011 μη οριστική και 666/2017 οριστική του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 10-11-2017 αίτησή τους, η συζήτηση της οποίας ορίστηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης αυτής.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης, που έγινε με τη σειρά εγγραφής της στο πινάκιο, παραστάθηκαν οι διάδικοι, όπως αναφέρεται παραπάνω και η πληρεξούσια δικηγόρος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη των αντιδίκων τους στη δικαστική τους δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1. Από τις διατάξεις των άρθρων 108, 110 παρ. 2, 498 παρ. 1, 568 παρ. 1 κ’ 2 και 576 παρ. 1-3 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι, αν, κατά τη συζήτηση της αίτησης αναίρεσης, δεν εμφανισθεί ή εμφανισθεί, αλλά δεν μετάσχει με τον προσήκοντα τρόπο σ-‘ αυτή κάποιος διάδικος, το δικαστήριο ερευνά αυτεπάγγελτα ποιος από τους διαδίκους επέσπευσε τη συζήτηση της αίτησης και, αν μεν τη συζήτηση της επέσπευσε έγκυρα ο απολειπόμενος διάδικος, κλητεύοντας νόμιμα και εμπρόθεσμα τους λοιπούς ή κλητεύθηκε ο ίδιος νόμιμα,και εμπρόθεσμα από τον επισπεύδοντα τη συζήτηση άλλο διάδικο, η υπόθεση συζητείται σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι. Διαφορετικά, αν, δηλαδή, δεν προκύπτει έγκυρη επίσπευση της συζήτησης της αίτησης ή δεν μπορεί να διαπιστωθεί ποιος διάδικος επέσπευσε τη συζήτηση της, αυτή κηρύσσεται απαράδεκτη ως προς όλους τους διαδίκους και η υπόθεση επαναφέρεται για συζήτηση με νέα κλήση, εκτός αν πρόκειται για απλή ομοδικία, πολύ δε περισσότερο αν δεν πρόκειται καν για ομοδικία, όπως μεταξύ του διαδίκου που ανακοίνωσε τη δίκη, κατά το άρθρο 91 ΚΠολΔ και εκείνου προς τον οποίο έγινε η ανακοίνωση, οπότε, κατά το άρθρο 62 του νόμου 4139/2013, που προσέθεσε δεύτερο εδάφιο στην παρ. 3 του άρθρου 576 ΚΠολΔ, η υπόθεση χωρίζεται και η συζήτηση της αίτησης αναίρεσης χωρεί παραδεκτά ως προς όσους από τους διαδίκους εκπροσωπούνται από πληρεξούσιο δικηγόρο ή έχουν νόμιμα κλητευθεί, ενώ κηρύσσεται απαράδεκτη ως προς τους λοιπούς (ΑΠ 720, 592/2017). Εν προκειμένω, από τα πρακτικά της δίκης προκύπτει, ότι, κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, που έγινε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου με τη σειρά εγγραφής της στο πινάκιο, στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης αυτής, δεν παρέστησαν οι δυο τελευταίοι αναιρεσίβλητοι, ήτοι το Ελληνικό Δημόσιο και η Εταιρεία Ύδρευσης και Αποχέτευσης Πρωτευούσης, προς τους οποίους ο πρώτος αναιρεσίβλητος Δήμος Αθηναίων, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων της δίκης (άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ), είχε ανακοινώσει τη δίκη εξαιτίας της κατωτέρω, εναντίον αυτού, αγωγής του δικαιοπαρόχου των αναιρεσειόντων …. Ο πρώτος αναιρεσίβλητος Δήμος Αθηναίων, που επισπεύδει τη συζήτηση, όπως και οι αναιρεσείοντες, δεν επικαλούνται, ούτε και προσκομίζουν εκθέσεις επίδοσης στους παραπάνω αναιρεσιβλήτους που απολείπονται αντιγράφου της αίτησης αναίρεσης και της κλήσης για συζήτηση της. Επομένως, αφού δεν αποδεικνύεται νόμιμη κλήτευση των απολειπομένων δυο τελευταίων αναιρεσιβλήτων, πρέπει, σύμφωνα με τη σκέψη που προεκτέθηκε, να κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση της αίτησης αναίρεσης ως προς αυτούς να προχωρήσει ως προς τους λοιπούς διαδίκους.
2. Η υπό κρίση αίτηση στρέφεται κατά της 668/2017 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Με την απόφαση αυτή, κατά το μέρος που προσβάλλεται με λόγους αναίρεσης, έγινε δεκτή, αντιμωλία των διαδίκων, έφεση του πρώτου αναιρεσιβλήτου κατά της 138/2010 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και, αφού εξαφανίστηκε η απόφαση αυτή, απορρίφθηκε, λόγω παραγραφής, αγωγή του …, μετά το θάνατο του οποίου υπεισήλθαν στη θέση του οι αναιρεσείοντες και η οποία αγωγή είχε γίνει εν μέρει δεκτή με την ανωτέρω 138/2010 απόφαση και είχε αναγνωριστεί ο … συγκύριος των αναφερομένων εκτάσεων, όπως και η υποχρέωση του πρώτου αναιρεσιβλήτου να του καταβάλει, ως αποζημίωση, λόγω αδυναμίας αυτούσιας απόδοσης των εκτάσεων αυτών, το ποσό των 291.240 ευρώ. Η αίτηση, κατά το μέρος που στρέφεται κατά του πρώτου αναιρεσιβλήτου, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495, 552, 553, 556, 558, 564, 566 παρ. 1 ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 577 παρ. 3 ΚΠολΔ).
3. Κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 106, 321, 322, 324, 325 αρ. 1 και 331 ΚΠολΔ, η ταυτότητα διαδίκων, ως αναγκαία προϋπόθεση του δεδικασμένου, απαιτείται σε κάθε σχετική περίπτωση, άρα και όταν το αντικείμενο της νέας δίκης διαφέρει μεν εκείνου της προηγούμενης, έχει, όμως, ως αναγκαία προϋπόθεση την ύπαρξη του δικαιώματος που κρίθηκε στην προηγούμενη δίκη, καθώς επίσης και όταν η έννομη σχέση, της οποίας η ύπαρξη ή η ανυπαρξία κρίθηκε παρεμπιπτόντως στην προηγούμενη δίκη, αποτέλεσε δηλαδή προδικαστικό ζήτημα αυτής, αποτελεί προδικαστικό ζήτημα και της νέας δίκης (ΟλΑΠ 10/2002). Εξάλλου, ο λόγος αναίρεσης του άρθρου 559 αρ. 8β ΚΠολΔ δεν ιδρύεται και όταν ο ισχυρισμός που προτάθηκε και δεν λήφθηκε υπόψη, είναι μη νόμιμος, αφού ο ισχυρισμός αυτός δεν ασκεί, όπως απαιτείται, ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, δεν επάγεται, δηλαδή, ως μη νόμιμος, την παραδοχή αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης και, γενικά, αυτοτελούς αίτησης ή ανταίτησης παροχής έννομης προστασίας (ΟλΑΠ 14/2004). Ενόψει τούτων, ο πρώτος λόγος αναίρεσης, από το άρθρο 559 αρ. 8β ΚΠολΔ και όχι τους αρ. 1 και 19 που αναφέρεται, για εσφαλμένη παραδοχή από το Εφετείο ισχυρισμού παραγραφής της ένδικης αξίωσης ου δικαιοπαρόχου των αναιρεσειόντων, παρά την ύπαρξη αντιθέτου δεδικασμένου από την 1463/2010 απόφαση του Αρείου Πάγου, που, όμως, εκδόθηκε και κατά το λόγο που ερευνάται, όχι μεταξύ των διαδίκων της προκείμενης δίκης, αλλά μεταξύ του … και του πρώτου αναιρεσιβλήτου, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι ο παραπάνω, περί δεδικασμένου, ισχυρισμός, είναι μη νόμιμος, αφού λείπει η προϋπόθεση της ταυτότητας των διαδίκων των δυο δικών και, συνεπώς, το Εφετείο, μη λαμβάνοντας τον υπόψη, δεν υπέπεσε στην ανωτέρω πλημμέλεια, αφού και αν τον είχε λάβει υπόψη του, θα τον είχε απορρίψει ως μη νόμιμο.
4. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 70 ΚΠολΔ, «όποιος έχει έννομο συμφέρον να αναγνωριστεί η ύπαρξη ή μη ύπαρξη κάποιας έννομης σχέσης, μπορεί να εγείρει σχετική αγωγή». Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 247 ΑΚ, σε παραγραφή υπόκεινται οι αξιώσεις και, συνεπώς, η αναγνωριστική αγωγή, αφού μ’ αυτή δεν επιδιώκεται αξίωση, δεν υπόκειται σε παραγραφή. Αν, όμως, έχει παραγραφεί η αξίωση, την οποία πρόκειται να προπαρασκευάσει η εν λόγω αγωγή, λείπει πλέον το έννομο συμφέρον για την άσκηση της και, έτσι, η αγωγή αυτή απορρίπτεται τότε για έλλειψη εννόμου συμφέροντος του ενάγοντος (ΑΠ 1041/2017, 72/2013, 810/2007), αφού, κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 68 και 73 ΚΠολΔ, το έννομο συμφέρον αποτελεί ουσιαστική προϋπόθεση παροχής δικαστικής προστασίας (ΑΠ 772/2014) και, συνεπώς, προϋπόθεση του παραδεκτού κάθε αίτησης παροχής έννομης προστασίας, η οποία έπρεπε να υπάρχει, όχι μόνο κατά την έναρξη της δίκης, αλλά και κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, μετά την οποία εκδίδεται η οριστική απόφαση (ΑΠ 1420, 1406/2011). Εν προκειμένω, από ν παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης (άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ) προκύπτει, ότι απορρίφθηκε μ’ αυτή, ελλείψει εννόμου συμφέροντος, λόγω παραγραφής της σχετικής αξίωσης, η αγωγή, με την οποία ο παραπάνω δικαιοπάροχος των αναιρεσειόντων ζήτησε, να αναγνωρισθούν η συγκυριότητα του στα επίδικα ακίνητα, η υποχρέωση του πρώτου αναιρεσιβλήτου να του τα αποδώσει και, αν αδυνατεί, η υποχρέωση του να τον αποζημιώσει για την αξία τους. Επομένως, ο δεύτερος, από το άρθρο S59 αρ. 14 ΚΠολΔ, λόγος αναίρεσης, για εσφαλμένη απόρριψη, λόγω παραγραφής, της παραπάνω αγωγής, αν και, ως αναγνωριστική, δεν υπόκειται σε παραγραφή, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, πρωτίστως, διότι στηρίζεται στην εσφαλμένη προϋπόθεση της απόρριψης της αγωγής, λόγω παραγραφής, ενώ αυτή απερρίφθη για έλλειψη εννόμου συμφέροντος του ενάγοντος, εξαιτίας της παραγραφής της σχετικής αξίωσης του.
5. Επίσης, απορριπτέος, ως απαράδεκτος, είναι ο τρίτος λόγος αναίρεσης, καθόσον, υπό την επίκληση της παράβασης του άρθρου 559 αρ. 1 και 19 ΚΠολΔ, πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη, κατ’ άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ, επειδή αναφέρεται σε πραγματικό γεγονός, παραδοχή του Εφετείου, ότι η κατάληψη των επιδίκων από τον πρώτο αναιρεσίβλητο, αφότου άρχισε και η εικοσαετής παραγραφή της σχετικής αξίωσης, έγινε το 1979 (αντί του 1987 που υποστηρίζουν οι αναιρεσείοντες), δεδομένου ότι αναφέρεται σχετικά στο λόγο αυτό ότι «με τον λόγο αυτόν επίσης αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, γιατί το εφετείο, με το να δεχθεί ότι υπήρξε έναρξη/αφετηρίαση παραγραφής του δικαιώματος του ενάγοντος δικαιοπαρόχου μας από το έτος 1979, δεχόμενη αυθαίρετα χωρίς να προκύπτει αυτό από τις δυο πραγματογνωμοσύνες, ότι υπήρξε διαμόρφωση του χώρου λόγω του διακριτού, που υπήρχε στην εν γένει επίδικη έκταση από την έκταση της παλαιάς οικίας, διέλαβε αυθαίρετα μόνο του αντιφατικές αιτιολογίες η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση του Εφετείου αβασάνιστα δέχτηκε ότι υπήρξε διαμόρφωση χώρου από το 1979, παρόλη την ομολογία της εισηγήτριας της αρμόδιας Υπηρεσίας του αντιδίκου Δήμου και των μαρτύρων όλων των αντιδίκων και έσφαλε παραβιάζοντας την ως άνω διάταξη δεχόμενη αυθαίρετα χωρίς να προκύπτει αυτό από τις 2 πραγματογνωμοσύνες ότι υπήρξε διαμόρφωση του χώρου λόγω του διακριτού, που υπάρχει στην εν γένει επίδικη έκταση από την έκταση της παλαιάς οικίας. Εάν ορθά έκρινε η αναιρεσιβαλλομένη θα δεχόταν, ότι το δικαίωμα μας με την άσκηση αγωγής ήδη το έτος 2007 δεν παραγράφηκε, καθόσον ούτε ο Δήμος απέδειξε πότε τελείωσαν οι εργασίες διαμόρφωσης χώρου. Έσφαλε επομένως η προσβαλλόμενη… για ευθεία παράβαση των περί έναρξης του χρόνου παραγραφής διατάξεων…».
6. Τέλος, κατά το άρθρο 562 παρ. 2 ΚΠολΔ, είναι απαράδεκτος λόγος αναίρεσης, που στηρίζεται σε ισχυρισμό, ο οποίος δεν προτάθηκε νόμιμα στο δικαστήριο της ουσίας, εκτός αν πρόκειται: α) για παράβαση που δεν μπορεί να προβληθεί στο δικαστήριο της ουσίας, β) για σφάλμα που προκύπτει από την ίδια την απόφαση, ήτοι αϊτό την ανάγνωση μόνο της απόφασης, χωρίς να απαιτείται και επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων και γ) για ισχυρισμό που αφορά τη δημόσια τάξη. Η διάταξη αυτή, η οποία αποτελεί εκδήλωση της θεμελιώδους αρχής ότι ο ’ρειος Πάγος ελέγχει τη νομιμότητα της απόφασης του δικαστηρίου της ουσίας με βάση την πραγματική και νομική κατάσταση που όφειλε να λάβει υπόψη του ο ουσιαστικός δικαστής, καθιερώνει την ειδική προϋπόθεση του παραδεκτού των λόγων αναίρεσης, η συνδρομή της οποίας πρέπει να προκύπτει από το αναιρετήριο. Π-ρέπει, δηλαδή, να αναφέρεται στο αναιρετήριο, ότι ο ισχυρισμός που στηρίζει το λόγο αναίρεσης, είχε προταθεί και, μάλιστα, νόμιμα στο δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση. Εξάλλου, το ότι ο ισχυρισμός έπρεπε να ληφθεί αυτεπάγγελτα υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας, δεν έχει σημασία, διότι, στην περίπτωση αυτή, το δικαστήριο παραβίασε μεν το νόμο, όμως, λόγος αναίρεσης δεν μπορεί να ιδρυθεί, αν ο σχετικός ισχυρισμός δεν είχε προταθεί νόμιμα από τον διάδικο, εκτός αν συντρέχει κάποια από τις παραπάνω εξαιρέσεις. Και στις περιπτώσεις, όμως, αυτές, για να είναι παραδεκτός ο σχετικός ισχυρισμός, που προτείνεται για πρώτη φορά στον ’ρειο Πάγο, όταν αφορά τη δημόσια τάξη ή όταν το σφάλμα προκύπτει από την ίδια την απόφαση, πρέπει τα πραγματικά γεγονότα στα οποία στηρίζεται, να είχαν υποβληθεί στο δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση και να γίνεται στο αναιρετήριο επίκληση της υποβολής αυτής. Επομένως, ο ισχυρισμός πρέπει να παρατίθεται στο αναιρετήριο, όπως προτάθηκε στο δικαστήριο της ουσίας, ενώ πρέπει να αναφέρεται και ο χρόνος και ο τρόπος πρότασης του ή επαναφοράς του στο ανώτερο δικαστήριο, ώστε να μπορεί να κριθεί, με βάση το αναιρετήριο, αν ήταν παραδεκτός και νόμιμος. Το απαράδεκτο αυτό αφορά όλους τους λόγους αναίρεσης (ΑΠ 1059/2017). Εν προκειμένω, από την επισκόπηση των προτάσεων και των προσθηκών-αντικρούσεων σ’ αυτές των αναιρεσειόντων στο πρωτοβάθμιο και δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, προκύπτει, όπως, άλλωστε και από τον ερευνούμενο λόγο τους, ότι αυτοί δεν πρόβαλαν ισχυρισμό για καταχρηστική άσκηση της ανωτέρω ένστασης παραγραφής του πρώτου αναιρεσιβλήτου. Επομένως, ο τέταρτος, από το άρθρο 559 αρ. 8 και όχι 1 που αναφέρεται, λόγος αναίρεσης, που αφορά τη μη λήψη υπόψη του παραπάνω ισχυρισμού, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος (άρθρο 562 παρ. 2 ΚΠολΔ), αφού ο εν λόγω ισχυρισμός, που μπορεί να προταθεί και κατά ένστασης παραγραφής (ΑΠ 1207/1979, επίσης ΑΠ 519/1965), δεν προτάθηκε, ενώ δεν υπάγεται σε κάποια από τις εξαιρέσεις απαραδέκτου του ανωτέρω άρθρου (ΑΠ 444/2006) και, κατ’ αρχήν, πρέπει να προβάλλεται ορισμένως, κατά την πρώτη συζήτηση στον πρώτο βαθμό (ΟλΑΠ 472/1983) ή, με τις προϋποθέσεις του άρθρου 527 ΚΠολΔ και στο δεύτερο βαθμό (ΑΠ 298/2012).
Μετά απ’ αυτά, αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναίρεσης, η αίτηση πρέπει να απορριφθεί ως προς τον πρώτο αναιρεσίβλητο, να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο (άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ) και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες, αφού ηττώνται, στη δικαστική δαπάνη του πρώτου αναιρεσιβλήτου, κατά παραδοχή του σχετικού νομίμου αιτήματος αυτού (άρθρα 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), μειωμένη, όμως, σύμφωνα με το άρθρο 22 παρ. 1 νόμου 3693/1957 και την, κατ’ εξουσιοδότησή του, 134423 Οικ/8.12.1992/20.1.1993 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, σε συνδυασμό με το άρθρο 276 παρ. 1 εδ. τελ. νόμου 3463/2006, σύμφωνα με το διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση της από 10-11-2017 αίτησης των …, για αναίρεση της 666/2017 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, ως προς τους αναιρεσιβλήτους Ελληνικό Δημόσιο και Εταιρεία Ύδρευσης και Αποχέτευσης Πρωτευούσης ΑΕ.
Απορρίπτει την παραπάνω αίτηση αναίρεσης ως προς τον αναιρεσίβλητο Δήμο Αθηναίων.
Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου που κατέθεσαν οι αναιρεσείοντες στο Δημόσιο Ταμείο. Και
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσιβλήτου Δήμου Αθηναίων, που ορίζει σε τριακόσια (300) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 6 Φεβρουαρίου 2019.
Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 20 Φεβρουαρίου 2019.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ