Διανομή με σύσταση οριζόντιας ιδιοκτησίας, καθορισμό μερίδων και επιδίκαση χρηματικού ποσού για την εξίσωση των άνισων μερίδων. 559 αρ.1 ΚΠολΔικ. Δεν ιδρύεται όταν υπό την επίφαση της παραβιάσεως ουσιαστικών διατάξεων πλήττεται η περί τα πράγματα αναιρετικά ανέλεγκτη ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου. 559 αρ.19 ΚΠολΔικ. Δεν ιδρύεται όταν οι ελλείψεις αφορούν στην αιτιολόγηση του πορίσματος που προέκυψε από τις αποδείξεις. Μόνο τι αποδείχθηκε πρέπει να αναφέρεται στην απόφαση και όχι γιατί αποδείχθηκε. 559 αρ.8 ΚΠολΔικ. Τι είναι «πράγμα». Τα συμπεράσματα του δικαστηρίου ή τα προκύψαντα από τις αποδείξεις δε συνιστούν πράγματα. Επίσης δεν ιδρύεται ο λόγος όταν το δικαστήριο έλαβε υπόψη περιστατικά που προέκυψαν από τις αποδείξεις, τα οποία δεν διαλαμβάνονται στην ιστορική βάση της αγωγής, εφόσον δεν επέρχεται μεταβολή τους.
Αριθμός 284/2014
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 20 Νοεμβρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Κ. Π. του Κ. , κατοίκου … , η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Χαρίκλεια Μιχαλοπούλου, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.
Του αναιρεσιβλήτου: Α. Π. του Κ. , κατοίκου … , ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Χρήστο Σαχπατζίδη.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 16/11/2010 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Γιαννιτσών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 75/2011 του ίδιου Δικαστηρίου και 1862/2012 του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 4/2/2013 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 6/11/2013 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης.
Ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη του.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 799 και 800 ΑΚ, 480 παρ.1, 3 και 480 Α ΚΠολΔ, προκύπτει ότι επί αγωγής διανομής κοινού ακινήτου, το δικαστήριο αποφασίζει την αυτούσια διανομή, αν είναι δυνατή η διαίρεση του διανεμητέου σε μέρη ανάλογα προς τις μερίδες των κοινωνών δίχως να μειώνεται η αξία του. Περαιτέρω και υπό την προϋπόθεση του εφικτού της αυτούσιας διανομής του κοινού πράγματος, κάθε συγκύριος οικοπέδου στο οποίο υπάρχει οικοδομή ή χωριστές οικοδομές έχει το δικαίωμα να ζητήσει την αυτούσια διανομή του οικοπέδου, με σύσταση χωριστής ιδιοκτησίας κατ’ορόφους ή σε μέρη ορόφων κατά τους όρους του ν.3741/1929 “περί της ιδιοκτησίας κατ’ορόφους” ή με σύσταση χωριστής ιδιοκτησίας σε διακεκριμένα μέρη του ενιαίου οικοπέδου, στα οποία έχουν ανεγερθεί οι χωριστές οικοδομές κατά τους όρους του ν.δ.1024/1971 “περί διηρημένης ιδιοκτησίας επί οικοδομημάτων ανεγειρομένων επί του ενιαίου οικοπέδου”, με την επιφύλαξη των πολεοδομικών διατάξεων. Το δικαστήριο αποφασίζει τη διανομή με τον τρόπο αυτό όχι μόνο υπό την προεκτεθείσα προϋπόθεση ότι είναι εφικτή, αλλά και αν αυτή δεν αντιβαίνει στο συμφέρον των λοιπών συγκυριών. Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με αυτή του άρθρου 481 αρ.1 ΚΠολΔ, κατά την οποία το δικαστήριο δεν είναι υποχρεωμένο να διατάξει απόδειξη αν κρίνει ότι η αυτούσια διανομή είναι προδήλως δυνατή, αδύνατη ή ασύμφορη, συνάγεται ότι η κρίση περί αδυνάτου ή ασυμφόρου της αυτούσιας διανομής ή αντιθέτως περί του δυνατού αυτής είναι κρίση περί πραγματικών γεγονότων και γι’αυτό είναι αναιρετικώς ανέλεγκτη. Εξάλλου, στο άρθρο 481 περ.2 ορίζεται ότι στις περιπτώσεις των άρθρων 480 και 480Α το δικαστήριο “μπορεί για την εξίσωση άνισων μερίδων να αποφασίσει ότι οι κοινωνοί που λαμβάνουν ορισμένα μέρη θα καταβάλουν σε ορισμένους κοινωνούς ορισμένο χρηματικό ποσό ή να συστήσει δουλεία σε ορισμένα μέρη υπέρ άλλων κοινωνών”. Ακόμη με το άρθρο 486 παρ.2 ΚΠολΔ, όπως αυτό ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 14 του ν.1562/1985 ορίζεται ότι “αν τα μέρη του σχηματίστηκαν κατά τα άρθρα 480 ή 480Α είναι άνισα, η αυτούσια διανομή γίνεται με επιδίκασή τους στους συγκυρίους ή στις ομάδες εκείνων που ζήτησαν κοινή μερίδα, κατά το λόγο των μερίδων τους”. Εξάλλου ο από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ για παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου λόγος αναιρέσεως είναι δυνατό να φέρεται ότι πλήττει την προσβαλλομένη απόφαση για παραβίαση τέτοιου κανόνα, αλλά στην πραγματικότητα, υπό το πρόσχημα ότι κατά την εκτίμηση των αποδείξεων παραβιάσθηκε κανόνας δικαίου, να πλήττει την απόφαση κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, οπότε ο λόγος αναίρεσης θα απορριφθεί ως απαράδεκτος, σύμφωνα με το άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔ, γιατί πλήττει την ανέλεγκτη, περί την εκτίμηση πραγματικών γεγονότων ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου. Περαιτέρω ο από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ αναιρετικός λόγος για έλλειψη νομίμου βάσεως δεν ιδρύεται, όταν η απόφαση του δικαστηρίου περιέχει ελλείψεις στην αξιολόγηση του αποδεικτικού υλικού και μάλιστα στην ανάλυση ή στάθμιση ή αιτιολόγηση του πορίσματος που προκύπτει από αυτές, εφόσον το αποδεικτικό πόρισμα εκτίθεται με σαφήνεια, αλλά όταν οι ελλείψεις αναφέρονται στα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά και είναι αναγκαία για την κρίση στη συγκεκριμένη περίπτωση της συνδρομής των όρων της διατάξεως που εφαρμόσθηκε, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής και ερμηνείας της. Δηλαδή μόνο τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Στην προκειμένη περίπτωση, από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (άρθρ.561 παρ.2 ΚΠολΔ) προκύπτει ότι το Εφετείο, μετά από συνεκτίμηση των νομίμως επικληθέντων και προσκομισθέντων σ’αυτό, από τους διαδίκους, αποδεικτικών στοιχείων, δέχθηκε, κατ’ανέλεγκτη κρίση ως προς την αγωγή διανομής του επικοίνου ακινήτου των διαδίκων – αδελφών και κατά το μέρος που αυτή είχε κριθεί τελεσίδικα νόμιμη (λόγω μη εκκλήσεως του απορριπτικού κεφαλαίου περί διανομής των μελλόντων να ανεγερθούν ορόφων του επικοίνου), τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: “Οι διάδικοι που είναι αδέλφια, είναι συγκύριοι, όπως συνομολογείται, κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου ο καθένας ενός οικοπέδου, εμβαδού 900 τ.μ. και μετά από πρόσφατη ρυμοτόμηση 755 τ.μ. που βρίσκεται στην πόλη των …στο οικοδομικό τετράγωνο με αριθμό …, επί της οδού …. …, το οποίο συνορεύει γύρωθεν βορειοανατολικά σε πλευρά τεθλασμένης γραμμής 35,89 γραμμικών μέτρων με δημοτική οδό, βορειοδυτικά σε πλευρά τεθλασμένης γραμμής 17,64 γραμμικών μέτρων με ακίνητο Α. Γ. , νοτιοανατολικά σε πλευρά 31,37 γραμμικών μέτρων με οδό Μ. και νοτιοδυτικά σε πλευρά 24,43 γραμμικών μέτρων με ακίνητο -Α. Γ. . Επί του οικοπέδου αυτού, οι διάδικοι ανήγειραν οικοδομή, με κοινές δαπάνες, δυνάμει της υπ’ αριθ. 1740/1978 οικοδομικής άδειας, η οποία αποτελείται από 1) ισόγειο που αποτελείται από δύο καταστήματα, αναφερόμενα στην άνω άδεια υπό στοιχεία ΚΙ και Κ2 και 2) πρώτο όροφο που αποτελείται από δύο διαμερίσματα, αναφερόμενα στην άνω άδεια υπό στοιχεία Α1 και Α2, ενώ μέχρι σήμερα δεν έχει συσταθεί οριζόντια ιδιοκτησία. Το υπό στοιχείο Κ1 κατάστημα, εμβαδού καθαρού 116,56 τ.μ. και μικτού 116,56 τ.μ., έχει πρόσοψη επί της οδού Μ. σε μήκος 7,30 μέτρων και βάθος 15,40 μέτρων και βρίσκεται στα αριστερά της οικοδομής, όπως βλέπει κανείς την οικοδομή από την οδό Μ. και η αξία του ανέρχεται σε 500 ευρώ το τ.μ. και συνολικά σε 58.280 ευρώ. Το υπό στοιχείο Κ2 κατάστημα, εμβαδού καθαρού 151,86 τ.μ. και μικτού 151,86 τ.μ., είναι γωνιακό, έχει πρόσοψη επί της οδού Μ. σε μήκος 10,50 μέτρων και επί της υπό διάνοιξη οδού σε μήκος 15,40 μέτρων και βρίσκεται στα δεξιά της οικοδομής, όπως βλέπει κανείς την οικοδομή από την οδό Μ. , και η αξία του ανέρχεται σε 550 ευρώ το τ.μ. και συνολικά σε 83.523 ευρώ. Το υπό στοιχείο Α1 διαμέρισμα, εμβαδού καθαρού 132,67 τ.μ. και μικτού 152,60 τ.μ., έχει πρόσοψη επί της οδού Μ. σε μήκος 10,20 μέτρων και βρίσκεται στα αριστερά της οικοδομής, όπως βλέπει κανείς την οικοδομή από την οδό Μ. , και η αξία του ανέρχεται σε 750 ευρώ το τ.μ. και συνολικά σε 114.450 ευρώ. Το υπό στοιχείο Α2 διαμέρισμα, εμβαδού καθαρού 147,14 τ.μ. και μικτού 169,26 τ.μ., είναι γωνιακό, έχει πρόσοψη επί της οδού Μ. σε μήκος 10,60 μέτρων και επί της υπό διάνοιξη οδού σε μήκος 15,40 μέτρων και βρίσκεται στα δεξιά της οικοδομής, όπως βλέπει κανείς την οικοδομή από την οδό Μ. , και η αξία του ανέρχεται σε 825 ευρώ το τ.μ. και συνολικά σε 139.639,5 ευρώ. Δηλαδή, η συνολική αξία των διανεμητέων οριζόντιων ιδιοκτησιών ανέρχεται στο ποσό των (58.280 + 83.523 + 114.450 + 139-639,5 =) 395.892,5 ευρώ. Επομένως, καθένας από τους συγκοινωνούς, ο οποίος έχει ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου, δικαιούται να λάβει μερίδα αξίας (395.892,5 : 2=)197.946,25 ευρώ. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι κατά το έτος 1979, μετά την αποπεράτωση της ως άνω οικοδομής, οι διάδικοι προέβησαν σε εκούσια ρύθμιση της χρήσης της και συγκεκριμένα, μετά από κλήρωση που διενεργήθηκε ενώπιον των διαδίκων από τους γονείς τους, ο μεν ενάγων έλαβε την αριστερή πλευρά της οικοδομής όπως βλέπει κανείς την οικοδομή από την οδό Μ. , στην οποία αντιστοιχούν το υπό στοιχείο Α1 διαμέρισμα και το υπό στοιχείο Κ1 κατάστημα, ο δε εναγόμενος έλαβε την δεξιά πλευρά της οικοδομής όπως βλέπει κανείς την οικοδομή από την οδό Μ. , στην οποία αντιστοιχούν το υπό στοιχείο Α2 διαμέρισμα και το υπό στοιχείο Κ2 κατάστημα Έκτοτε ο καθένας από αυτούς χρησιμοποιεί το μεν διαμέρισμα ως κύρια κατοικία αυτού και της οικογενείας του, το δε κατάστημα ως χώρο στάθμευσης των αυτοκινήτων της οικογενείας του. Ο εναγόμενος δεν συναινεί στην εξώδικη διανομή του άνω ακινήτου. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι είναι εφικτή και συμφέρουσα η αυτούσια διανομή του επίδικου οικοπέδου μετά του επ’ αυτού κτίσματος, ώστε κάθε ένας από τους συγκυρίους να λάβει ανάλογο προς τη μερίδα του μέρος αυτού, χωρίς να μειωθεί η αξία του, με σύσταση οριζόντιας ιδιοκτησίας, που είναι σύμφωνη και με τις πολεοδομικές διατάξεις, έτσι ώστε να δημιουργηθούν αυτοτελείς και διακεκριμένες ιδιοκτησίες, με το αναφερόμενο παρακάτω ποσοστό συγκυριότητας, για κάθε μία από αυτές. Ειδικότερα 1) στο ισόγειο, που αποτελείται από δύο καταστήματα, θα συσταθούν ισάριθμες διαιρετές και διακεκριμένες ιδιοκτησίες, ήτοι α) το υπό στοιχείο Κ1 κατάστημα, εμβαδού καθαρού 116,56 τ.μ. και μικτού 116,56 τ.μ., με ποσοστό συγκυριότητας 6,43% εξ αδιαιρέτου, συνολικής αξίας 58.280 ευρώ και β) το υπό στοιχείο Κ2 κατάστημα, εμβαδού καθαρού 151,86 τ.μ. και μικτού 151,86 τ.μ., με ποσοστό συγκυριότητας 8,38% εξ αδιαιρέτου, συνολικής αξίας 83.523 ευρώ και 2) στον πρώτο όροφο, που αποτελείται από δύο διαμερίσματα θα συσταθούν ισάριθμες διαιρετές και διακεκριμένες ιδιοκτησίες, ήτοι α) το υπό στοιχείο Α1 διαμέρισμα, εμβαδού καθαρού 132,67 τ.μ. και μικτού 152,60 τ.μ., με ποσοστό συγκυριότητας 8,42% εξ αδιαιρέτου, συνολικής αξίας 114.450 ευρώ και β) το υπό στοιχείο Α2 διαμέρισμα, εμβαδού καθαρού 147,14 τ.μ. και μικτού 169,26 τ.μ., με ποσοστό συγκυριότητας 9,34% εξ αδιαιρέτου, συνολικής αξίας 139.639,5 ευρώ. Πρέπει να σημειωθεί ότι οι διάδικοι συνομολογούν τον τρόπο αυτό κατανομής των ποσοστών συγκυριότητας στις άνω αυτοτελείς ιδιοκτησίες, καθόσον, όπως συνομολογείται, υπάρχει δυνατότητα ανέγερσης επιπλέον ορόφων, μέχρι την εξάντληση του επιτρεπομένου συντελεστή δόμησης, στους οποίους θα αντιστοιχεί το εναπομένον 67,43% ποσοστό εξ αδιαιρέτου. Μετά τη σύσταση οριζόντιας ιδιοκτησίας επί της άνω οικοδομής, η διανομή των διακεκριμένων και αυτοτελών ιδιοκτησιών που προέκυψαν από αυτήν, θα γίνει με επιδίκαση, αφού προηγουμένως προσδιοριστούν τα χωριστά μέρη της οικοδομής που αναλογούν στις μερίδες των συγκυρίων (αρθρ. 480Α παρ. 1 ΚΠολΔ). Για το λόγο αυτό θα ληφθεί υπόψη το εμβαδόν και η αξία των καθεμίας εκ των αυτοτελών ιδιοκτησιών, ώστε να σχηματισθούν δύο μέρη (κατά το δυνατόν ίσα), που να αντιστοιχούν στο ποσοστό συγκυριότητας εκάστου των διαδίκων (1/2 εξ αδιαιρέτου έκαστος). Έτσι, η κατανομή των ακινήτων κατά μέρη (ομάδες) ισάριθμα των μερίδων μπορεί να γίνει ως εξής : Α) το πρώτο μέρος θα περιλαμβάνει 1) το υπό στοιχείο Κ1 κατάστημα, εμβαδού καθαρού 116,56 τ.μ. και μικτού 116,56 τ.μ., με ποσοστό συγκυριότητας 6,43% εξ αδιαιρέτου, αξίας 58.280 ευρώ και 2) το υπό στοιχείο Α2 διαμέρισμα, εμβαδού καθαρού 147,14 τ.μ. και μικτού 169,26 τ.μ., με ποσοστό συγκυριότητας 9,34% εξ αδιαιρέτου, 139.639,5 ευρώ, ήτοι συνολικά η αξία των άνω διανεμητέων ακινήτων που θα περιλαμβάνονται στο πρώτο μέρος ανέρχεται σε (58.280 + 139.639,5=) 197.919,5 ευρώ και Β) το δεύτερο μέρος (ομάδα) θα περιλαμβάνει 1) το υπό στοιχείο Κ2 κατάστημα, εμβαδού καθαρού 151,86 τ.μ. και μικτού 151,86 τ.μ., με ποσοστό συγκυριότητας 8,38% εξ αδιαιρέτου, αξίας 83.523 ευρώ και 2) το υπό στοιχείο Α1 διαμέρισμα, εμβαδού καθαρού 132,67 τ.μ. και μικτού 152,60 τ.μ., με ποσοστό συγκυριότητας 8,42% εξ αδιαιρέτου, αξίας 114.450 ευρώ, ήτοι συνολικά η αξία των άνω δίανεμητέων ακινήτων που θα περιλαμβάνονται δεύτερο μέρος ανέρχεται σε (83.523 + 114.450=) 197.973 ευρώ. Με τον τρόπο αυτό δημιουργούνται’ δύο σχεδόν ίσης αξίας μέρη, αφού, όπως ήδη προαναφέρθηκε, καθένας από τους συγκυρίους, δικαιούται να λάβει μερίδα αξίας (395.892,5 : 2=) 197.946,25 ευρώ. Περαιτέρω, λόγω του ότι τα ως άνω μέρη δεν είναι ίσης αξίας, αλλά διαφέρουν κατά τι μεταξύ τους, πρέπει, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 481 παρ.2 ΚΠολΔ, προς εξίσωση των μερίδων, ο μεν κοινωνός που θα λάβει το δεύτερο μέρος, η συνολική αξία του οποίου, όπως προαναφέρθηκε ανέρχεται σε 197.973 ευρώ, δηλαδή κατά 26,75 ευρώ περισσότερο από την αξία της μερίδας που του αντιστοιχεί, να καταβάλει αυτό το ποσό (26,75 ευρώ) στον κοινωνό που θα λάβει το πρώτο μέρος και έτσι η μερίδα του τελευταίου θα ανέλθει σε (197.919,5 + 26,75=)197.946,25 ευρώ. Με την εξίσωση των μερών η αξία εκάστου μέρους ανέρχεται στο ίδιο ποσό, ήτοι σε 197.946,25 ευρώ. Περαιτέρω, οι διάδικοι συμφωνούν στην αυτούσια διανομή των διαμερισμάτων, έτσι ώστε ο ενάγων να λάβει το υπό στοιχείο Α1 διαμέρισμα του πρώτου ορόφου, στο οποίο κατοικεί με την οικογένεια του πέραν της τριακονταετίας και ο εναγόμενος να λάβει το υπό στοιχείο Α2 διαμέρισμα του πρώτου ορόφου, στο οποίο ομοίως και αυτός κατοικεί με την οικογένεια του πέραν της τριακονταετίας. Σχετικά όμως με τα καταστήματα – αποθήκες που υπάρχουν στο ισόγειο, προτείνουν διαφορετικό τρόπο διανομής και συγκεκριμένα ο μεν ενάγων ζητεί να επιδικασθεί σ’ αυτόν το υπό στοιχ. Κ2 κατάστημα και στον εναγόμενο το υπό στοιχ. Κ1 κατάστημα, ο δε εναγόμενος, αντίθετα, ζητεί να επιδικασθεί σ’ αυτόν το υπό στοιχ. Κ2 κατάστημα και στον ενάγοντα το υπό στοιχ. Κ1 κατάστημα. Ενόψει του ότι όμως τα καταστήματα αυτά έχουν αυτοτελή είσοδο, χωρίς δηλαδή να έχουν εξάρτηση από τα διαμερίσματα, χρησιμοποιούνται ανέκαθεν ως χώροι στάθμευσης των αυτοκινήτων των διαδίκων και επιπλέον δεν αποδείχθηκε, ούτε και οι διάδικοι επικαλούνται, όχι έγιναν εκ μέρους τους κάποιες εργασίες βελτίωσης σ’ αυτά, δεν συντρέχει λόγος να επιδικασθεί στον καθένα από αυτούς το κατάστημα το οποίο χρησιμοποιούσε μέχρι σήμερα. Εξάλλου, η προτεινόμενη ως άνω από τον εναγόμενο λύση δεν κρίνεται συμφέρουσα και δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή από το Δικαστήριο, διότι με τον τρόπο αυτό ο τελευταίος θα λάβει το Κ2 κατάστημα και το Α2 διαμέρισμα, συνολικής αξίας 223.162,5 ευρώ και ο ενάγων το Κ1 κατάστημα και το Α1 διαμέρισμα, συνολικής αξίας 172.730 ευρώ, δηλαδή θα δημιουργηθούν δύο άνισες μερίδες, με σημαντική διαφορά στην αξία τους, με αποτέλεσμα να απαιτείται η καταβολή του σημαντικού ποσού των 25.216,25 ευρώ από τον εναγόμενο προς τον ενάγοντα για την εξίσωση των μερίδων. Σε κάθε περίπτωση, η μέχρι σήμερα χρήση των καταστημάτων – αποθηκών κατά τον προαναφερθέντα τρόπο δεν μπορεί να οδηγήσει σε διαφορετικό από τον αναφερόμενο ως άνω τρόπο προσδιορισμού των διανεμητέων μερών, καθόσον κατά την αυτούσια διανομή των επικοίνων σκοπείται ο σχηματισμός μερών ανάλογων, κατά το δυνατόν, με την μερίδα συγκυριότητας σ’ αυτά κάθε κοινωνού, επιπλέον δε λαμβάνεται υπόψη το συμφέρον όλων των συγκυρίων. Επομένως, ανεξάρτητα από το ποιος χρησιμοποιούσε το καθένα από τα άνω καταστήματα, η επιδίκαση θα γίνει με τέτοιο τρόπο ώστε ο κάθε διάδικος να λάβει το μέρος εκείνο στο οποίο συμπεριλαμβάνεται το διαμέρισμα στο οποίο κατοικεί.
Συνεπώς, θα πρέπει να επιδικασθεί η πρώτη μερίδα στον εναγόμενο και η δεύτερη μερίδα στον ενάγοντα, καθόσον στην πρώτη από αυτές περιλαμβάνεται το διαμέρισμα στο οποίο κατοικεί ο εναγόμενος, ενώ στη δεύτερη το διαμέρισμα στο οποίο κατοικεί ο ενάγων, λύση που εξυπηρετεί προδήλως το συμφέρον τους. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η αγωγή και ως κατ’ ουσίαν βάσιμη και να διαταχθεί η κατά τον άνω τρόπο αυτούσια διανομή του επιδίκου ακινήτου. Επίσης, πρέπει να υποχρεωθεί ο ενάγων να καταβάλει στον εναγόμενο το ποσό των 26,75 ευρώ, το οποίο απαιτείται για την εξίσωση των μερίδων.” Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που με την εκκαλουμένη απόφαση του κατέληξε σε διαφορετική κρίση και διέταξε τη διανομή των επικοίνων, μετά τη σύσταση οριζόντιας ιδιοκτησίας, επιδικάζοντας στον ενάγοντα τα υπό στοιχ. Κ1 κατάστημα και Α1 διαμέρισμα, συνολικής αξίας 172.730 ευρώ και στον εναγόμενο τα υπό στοιχ. Κ2 κατάστημα και Α2 διαμέρισμα, συνολικής αξίας 223.162,5 ευρώ, υποχρεώνοντας τον τελευταίο να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 25.216,25 ευρώ, για την εξίσωση των μερίδων, έσφαλε στην ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, καθώς και την εκτίμηση των αποδείξεων και επομένως, οι σχετικοί δύο πρώτοι λόγοι της έφεσης, πρέπει να γίνουν δεκτοί, ενώ παρέλκει η έρευνα του τρίτου και τελευταίου λόγου της, που προβάλλεται επικουρικά”. Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο δέχθηκε την έφεση του αναιρεσίβλητου – εναγομένου ως βάσιμη κατ’ουσίαν, εξαφάνισε την εκκαλουμένη απόφαση που είχε δεχθεί διαφορετικό τρόπο διανομής και αναδικάζοντας την υπόθεση δέχθηκε κατά ένα μέρος την αγωγή και αφού διέταξε την αιτούσα διανομή του επικοίνου, συνέστησε επ’αυτού οριζόντια ιδιοκτησία και αφού κατένειμε σε δύο τις συσταθείσες αυτοτελείς ιδιοκτησίες, προσδιόρισε την αξία της κάθε απονεμητέας μερίδας και όρισε το απαιτούμενο από τον ενάγοντα – αναιρεσείοντα για την εξίσωση την εν λόγω μερίδων ποσό. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν παραβίασε τις μνημονευθείσες και παραλλήλως ισχύουσες ουσιαστικού δικαίου περί διανομής διατάξεις του ΑΚ και του ΚΠολΔ (799, 800 ΑΚ, 480 παρ.1 480Α παρ.1, 481 εδ.2 και 486 παρ.2 ΚΠολΔ), αφού εξέθεσε σ’αυτήν (απόφαση) χωρίς αντιφάσεις και με πληρότητα και σαφήνεια τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ως αποδειχθέντα και που ήταν αναγκαία για την ουσιαστική βασιμότητα της αγωγής για σύσταση οριζόντιας ιδιοκτησίας επί του επικοίνου ακινήτου, για αυτούσια διανομή των καθορισθεισών ανίσων μερίδων και επιδίκασή τους στους συνιδιοκτήτες – κοινωνούς – αδελφούς – διαδίκους με καθορισμό της οφειλομένης – δικαιουμένης για την εξίσωση των ανίσων αυτών μερών, αποζημίωσης. Ενόψει τούτων οι υποστηρίζοντες τα αντίθετα και από τους αριθμούς 1 και 19 αντίστοιχα τρίτος και τέταρτος από τους λόγους της αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Περαιτέρω με τον τρίτο λόγο της αναιρέσεως αποδίδεται στην προσβαλλομένη, ότι κατά παραβίαση των προαναφερθεισών περί διανομής διατάξεων (αρθρ. 559 αρ.1 ΚΠολΔ) μολονότι δέχθηκε πραγματικά περιστατικά που αφορούσαν στο συμφέρον όλων των κοινωνών, προέβη στη διανομή της επίκοινης ένδικης οικοδομής “με αποκλειστικό γνώμονα τον σχηματισμό μερίδων επακριβώς ίσης αξίας, χωρίς να λάβει υπόψη εάν η διανομή και οι δημιουργηθείσες με αυτών μερίδες, ανταποκρινόντουσαν στο συμφέρον των κοινωνών, ενώ θα έπρεπε να προβεί σε αυτούσια διανομή…” με τον οριζόμενο στο αναιρετήριο τρόπο. Η αιτίαση όμως αυτή είναι απαράδεκτη, γιατί αφορά αποκλειστικά σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων και υπό την επίφαση της παραβιάσεως των παραπάνω διατάξεων πλήττει την αναιρετικά ανέλεγκτη, κατά το άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔ, ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου, ως προς την εκτίμηση πραγματικών γεγονότων. Με τον τέταρτο λόγο της αναιρέσεως αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση ότι με εκ πλαγίου παραβίαση των ίδιων διατάξεων (αρθρ.559 αρ.19 ΚΠολΔ) “δεν φέρει καμμιά αιτιολογία για τον τρόπον υπολογισμού της αξίας της επίκοινης οικοδομής, παρά διατυπώνει απλώς κάποιες αξίες (58280 ευρώ το Κ1 διαμέρισμα, 83523 ευρώ το Κ2 κατάστημα 114450 ευρώ το Α1 διαμέρισμα και 139639,5 το Α2 διαμέρισμα) χωρίς να προκύπτει και να καθίσταται σαφές, με ποιο σκεπτικό κατέληξε σ’αυτές”. Η αιτίαση αυτή αφορά σε ελλείψεις ως προς την αιτιολόγηση του πορίσματος (αναφορικά με την αξία των επικοίνων ακινήτων) που προέκυψε από τις αποδείξεις, η οποία όμως αιτίαση δεν ιδρύει τον ερευνώμενο λόγο, καθόσον κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη μόνο τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Ακόμη οι αιτιάσεις του ίδιου λόγου, κατά τις οποίες το Εφετείο έχει υποπέσει στις πλημμέλειες των αριθμών 8 και 10 του άρθρου 559 ΚΠολΔ “καθόσον οι αξίες που έκρινε ότι αποδείχθηκαν, ουδέποτε προβλήθηκαν από τους διαδίκους και συνεπώς ουδέποτε αποδείχθηκαν από αυτούς” είναι απαράδεκτες, καθόσον αφορούν σε συμπέρασμα του δικαστηρίου ως προς την αξία των επικοίνων ενδίκων ακινήτων, που προέκυψε από τις αποδείξεις, τα οποία δεν είναι “πράγμα” κατά την έννοια του αριθμού 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ (ΑΠ 87/2013, ΑΠ 835/2013, ΑΠ 1259/2013), ενώ οι αποδείξεις από την εκτίμηση των οποίων το δικαστήριο κατέληξε στο επίμαχο συμπέρασμα προσδιορίζονται αναλυτικά στην απόφαση. Ενόψει τούτων οι προεκτεθείσες αιτιάσεις του τετάρτου λόγου είναι απορριπτέες και δή οι δύο πρώτες ως απαράδεκτες και η τρίτη ως αβάσιμη.
Επειδή κατά το άρθρο 559 αρ.8 εδ.α ΚΠολΔ ιδρύεται λόγος αναίρεσης αν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη του πράγματα που δεν προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Προς τους μη προταθέντες ισχυρισμούς, εξομοιώνονται και εκείνοι που προτάθηκαν απαραδέκτως. “Πράγματα” κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, είναι οι ασκούντες ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης αυτοτελείς ισχυρισμοί των διαδίκων, δηλαδή κάθε περιστατικό, το οποίο αφηρημένα λαμβανόμενο οδηγεί, κατά το νόμο, στη γέννηση ή την κατάλυση του δικαιώματος που ασκείται με την αγωγή ή την αντένσταση, ανεξάρτητα από τη βασιμότητά του, η οποία είναι ζητούμενο της αποδεικτικής διαδικασίας και όχι προϋπόθεση της αυτοτέλειας του ισχυρισμού. Έτσι “πράγματα” υπό την παραπάνω έννοια δεν αποτελούν τα επιχειρήματα ή τα συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου που αντλούνται από το νόμο ή από την εκτίμηση των αποδείξεων. Ενώ ως “πράγματα” νοούνται και οι λόγοι εφέσεως ή αντεφέσεως, εφόσον σ’αυτούς περιέχεται ισχυρισμός παραδεκτός, νόμιμος και ορισμένος. Ο παραπάνω λόγος δεν ιδρύεται αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη περιστατικά προκύψαντα από τις αποδείξεις, όπως από τις καταθέσεις των μαρτύρων, μη διαλαμβανόμενα στην ιστορική βάση της αγωγής, εφόσον δεν επέρχεται μεταβολή της, ούτε αν εκθέτει περιστατικά εκ περισσού και όχι προς στήριξη του διατακτικού του. Στην προκειμένη περίπτωση με τον πρώτο λόγο της αναίρεσης και με την επίκληση της παραπάνω διατάξεως του αριθμού 8 εδ.α του άρθρου 559 ΚΠολΔ αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι έλαβε υπόψη, το πρώτον προβληθέντα, με το δεύτερο λόγο της εφέσεως και χωρίς τις προϋποθέσεις του άρθρου 527 ΚΠολΔ ισχυρισμό του εκκαλούντος – αναιρεσιβλήτου, κατά τον οποίο τα επίκοινα ακίνητα θα έπρεπε να διανεμηθούν με βάση την ίση αξία των μερίδων και όχι με βάση την έως τότε χρήση των διανεμητέων, από τους διαδίκους. Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος, καθόσον ο επικαλούμενος ισχυρισμός δεν συνιστά “πράγμα”, υπό την εκτιθέμενη στη νομική σκέψη έννοια, αλλά σε επιχείρημα του αναιρεσίβλητου αντλούμενο από τις περί διανομής διατάξεις, που έγινε δεκτό από το δικαστήριο. Με τον δεύτερο λόγο της αναίρεσης, κατ’εκτίμηση του περιεχομένου του και με την επίκληση της ίδιας διατάξεως του αριθμού 8 εδ.α του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι έλαβε υπόψη του ισχυρισμό του αναιρεσιβλήτου – εκκαλούντος – ενάγοντος περί του ότι είχε λάβει χώρα μεταξύ των διαδίκων άτυπη διανομή με κλήρωση, χωρίς ο ισχυρισμός αυτός να περιέχεται στην ιστορική βάση της αγωγής. Ο λόγος αυτός είναι επίσης απαράδεκτος, γιατί η επικαλουμένη πλημμέλεια δεν αφορά σε “πράγμα” κατά την εκτεθείσα στη νομική σκέψη έννοια, αλλά σε περιστατικό που προέκυψε από τις αποδείξεις, το οποίο δεν μεταβάλλει την ιστορική βάση της αγωγής, στην οποία πράγματι δεν περιλαμβάνεται, ούτε στηρίζει το διατακτικό της αποφάσεως. Ενόψει τούτων και ο λόγος αυτός καθώς και η αναίρεση στο σύνολό της πρέπει να απορριφθούν και να διαταχθεί η εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του κατατεθέντος παραβόλου, σύμφωνα με το άρθρο 495 παρ.4 του ΚΠολΔ, που προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ.2 του ν.4055/2012. Ο αναιρεσείων, λόγω της ήττας του, πρέπει να καταδικασθεί στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσίβλητου (αρθρ.176 και 183 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 4-2-2013 αίτηση του Κ. Π. του Κ. κατά του Α. Π. του Κ. για αναίρεση της υπ’αριθμ.1862/2012 αποφάσεως του Εφετείου Θεσσαλονίκης.
Διατάσσει την εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσίβλητου, την οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2700) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 7 Ιανουαρίου 2014.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 5 Φεβρουαρίου 2014.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ