Αριθμός 441/2020
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ασπασία Μαγιάκου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Παρασκευή Καλαϊτζή, Αναστασία Περιστεράκη-Εισηγήτρια Λάμπρο Καρέλο, Ανθή Γκάμαρη Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, την 4η Δεκεμβρίου 2019 με την παρουσία και της γραμματέως Σπυριδούλας Τζαβίδη, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Α. Τ. του Α., κατοίκου … που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Νικόλαο Μαλάκο.
Του αναιρεσίβλητου: Δ. Τ. του Λ., κατοίκου …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Γεώργιο Ποντίκα, που ανακάλεσε την από 13-11-2019 δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ και παραστάθηκε στο ακροατήριο.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 1-11-2013 αγωγή του ήδη αναιρεσίβλητου, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Γρεβενών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 145/2017 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου, 112/2018 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Γρεβενών.
Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 26-11-2018 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείουσας ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση αναίρεσης, ο πληρεξούσιος του αναιρεσίβλητου να απορριφθεί, καθένας δει να καταδικασθεί το αντίδικο μέρος στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 70 ΚΠολΔ, όποιος έχει έννομο συμφέρον να αναγνωρισθεί η ύπαρξη ή μη ύπαρξη κάποιας έννομης σχέσης, μπορεί να εγείρει σχετική αγωγή. Η συνδρομή του εννόμου συμφέροντος, που αξιώνει η παραπάνω διάταξη για την άσκηση αναγνωριστικής αγωγής και το οποίο πρέπει να είναι άμεσο, επιτελεί νομιμοποιητική λειτουργία στην αναγνωριστική αγωγή και συνιστά ειδική προϋπόθεση του παραδεκτού της. Ως εκ τούτου, ενόψει και των διατάξεων του άρθρου 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, για το ορισμένο της αγωγής αυτής, πρέπει το έννομο συμφέρον να εκτίθεται με επίκληση από τον ενάγοντα στο δικόγραφό της. Το έννομο συμφέρον μπορεί να είναι υλικό ή ηθικό και θεωρείται, ότι υπάρχει, όταν, από τη συμπεριφορά του εναγομένου ή τρίτου, η οποία μπορεί να συνίσταται και σε προφορική άρνηση ή και αμφισβήτηση του οικείου δικαιώματος, δημιουργείται αντικειμενικά αβεβαιότητα ως προς την ύπαρξη ή ανυπαρξία του δικαιώματος αυτού του ενάγοντα, η οποία αβεβαιότητα δημιουργεί άμεσα ή έμμεσα κινδύνους για τα συμφέροντά του, που δεν μπορούν να αποτραπούν, παρά μόνο με την αναγνωριστική απόφαση.
Συνεπώς, για το ορισμένο, ως προς το έννομο συμφέρον, της αναγνωριστικής αγωγής, απαιτείται, αλλά και αρκεί, να εκτίθεται στο δικόγραφό της, η άρνηση ή αμφισβήτηση από τον εναγόμενο του δικαιώματος του ενάγοντα, την προστασία του οποίου ζητά, με την αιτούμενη με την αγωγή αναγνώρισή του (ΑΠ 1701/2018, 1181/13). Περαιτέρω, νομιμοποίηση των διαδίκων είναι η εξουσία διεξαγωγής συγκεκριμένης δίκης για συγκεκριμένη έννομη σχέση, καθοριζόμενη κατά κανόνα ως προς το αντικείμενό της και τους φορείς της από το ουσιαστικό δίκαιο (Ολ. ΑΠ 18/2005). Το υποκείμενο που εμφανίζεται κατά το δίκαιο ως δικαιούχος, νομιμοποιείται ενεργητικά για την άσκηση του συγκεκριμένου ενδίκου βοηθήματος, ενώ ο φερόμενος ως υπόχρεως νομιμοποιείται παθητικά. Για τη νομιμοποίηση του διαδίκου αρκεί μόνον ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι αυτός και ο εναγόμενος είναι τα υποκείμενα της επίδικης έννομης σχέσης, χωρίς, κατ’ αρχή, να ασκεί επιρροή, το αν ο ισχυρισμός αυτός είναι αληθής ή αναληθής, αφού αν δεν αποδειχθούν τα περιστατικά που τη θεμελιώνουν η αγωγή απορρίπτεται ως ουσιαστικά αβάσιμη. (ΑΠ 772/2014). Η νομιμοποίηση του διαδίκου και το έννομο συμφέρον αποτελούν ουσιαστικές προϋποθέσεις για την παροχή δικαστικής προστασίας και η εσφαλμένη κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή ή μη των προϋποθέσεων αυτών ελέγχεται αναιρετικά με το λόγο αναίρεσης από το άρθ. 559 αρ. 1 ή 560 αρ. 1 ΚΠολΔ. Εξάλλου, η νομική αοριστία της αγωγής, που συνδέεται με τη νομική εκτίμηση του κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που πρέπει να εφαρμοστεί, αποτελεί παράβαση που ελέγχεται με τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔ, αν το δικαστήριο αξίωσε περισσότερα στοιχεία από όσα απαιτεί ο νόμος για τη θεμελίωση του δικαιώματος που ασκείται, για να κρίνει νόμιμη την αγωγή ή, αντίθετα, αρκέστηκε σε λιγότερα από εκείνα που απαιτούνται. Η αοριστία, όμως, του δικογράφου της αγωγής μπορεί να μη είναι νομική, αλλά ποσοτική ή ποιοτική, όταν στο δικόγραφό της δεν αναφέρονται με πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποτελούν την προϋπόθεση εφαρμογής του κανόνα δικαίου στον οποίο στηρίζεται το αίτημά της (ποσοτική αοριστία) ή όταν στο δικόγραφο γίνεται απλώς επίκληση των όρων του νόμου, χωρίς να αναφέρονται τα περιστατικά που θεμελιώνουν την εφαρμογή του συγκεκριμένου κανόνα δικαίου (ποιοτική αοριστία). Στις περιπτώσεις αυτές της ποσοτικής ή ποιοτικής αοριστίας της αγωγής η απόφαση ελέγχεται με βάση τις διατάξεις του άρθρου 559 αρ. 8 και 14 ΚΠολΔ, αντίστοιχα (ΑΠ 45/2016, 1622/2009). Περαιτέρω, η αοριστία της αγωγής δεν μπορεί, κατά την πάγια θέση της νομολογίας, να θεραπευθεί με τις προτάσεις, ούτε με παραπομπή στο περιεχόμενο άλλων εγγράφων, ούτε από την εκτίμηση των αποδείξεων, ούτε με αναφορά απλή στη σχετική διάταξη του νόμου ή απλή μνεία αυτής, ούτε και με δικαστική ομολογία. Σε κάθε περίπτωση, η αοριστία του δικογράφου της αγωγής πρέπει να προτείνεται στο δικαστήριο της ουσίας για να δημιουργείται λόγος αναίρεσης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 562 παρ. 2 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι ο σχετικός ισχυρισμός δεν είναι από εκείνους, οι οποίοι κατ’ εξαίρεση λαμβάνονται υπόψη και χωρίς να προταθούν στα δικαστήρια της ουσίας και ειδικώς δεν αφορά τη δημόσια τάξη (ΑΠ 1914/2014) και να αναφέρεται στην αίτηση αναίρεσης, στην οποία πρέπει επίσης να παρατίθεται το περιεχόμενο της αγωγής που κρίθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση ως ορισμένη ή απορρίφθηκε ως αόριστη, ώστε σε αντιπαραβολή με τις αντίστοιχες παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, που επίσης πρέπει να παρατίθενται στο αναιρετήριο, να μπορεί να διαπιστωθεί το τυχόν σφάλμα της απόφασης, που πρέπει και αυτό να προσδιορίζεται με την αίτηση της αναίρεσης (ΑΠ 220/2012). Τέλος, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 560 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του ν.4335/2015 (που άρχισε να ισχύει από την 1.1.2016) και εφαρμόζεται στην προκείμενη περίπτωση ως εκ του χρόνου άσκησης της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης (20.10.2017), κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, καθώς και των αποφάσεων των πρωτοδικείων, που εκδίδονται σε εφέσεις κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, επιτρέπεται αναίρεση μόνο: 1) αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο, ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Η παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας αποτελεί λόγο αναίρεσης, μόνο, αν τα διδάγματα αυτά αφορούν την εφαρμογή των κανόνων του δικαίου ή την υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων σ’ αυτούς. Ο λόγος αυτός αναίρεσης δεν μπορεί να προβληθεί σε μικροδιαφορές, 2) αν το δικαστήριο δεν συγκροτήθηκε όπως όριζε ο νόμος, ή δίκασε ειρηνοδίκης του οποίου είχε γίνει δεκτή η εξαίρεση, 3) αν το δικαστήριο έχει υπερβεί τη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων ή δεν είχε καθ’ ύλην αρμοδιότητα, 4) αν παράνομα αποκλείστηκε η δημοσιότητα της διαδικασίας, 5) αν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και 6) αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και, ιδίως, αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Η απαρίθμηση των προαναφερόμενων λόγων αναίρεσης είναι περιοριστική, όπως συνάγεται από τη λέξη “μόνον”, και συνεπώς, δεν είναι δυνατόν να προβληθεί οποιοσδήποτε άλλος λόγος αναίρεσης κατά των ως άνω αποφάσεων (ΑΠ 1702/2018).
Με το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου αναίρεσης ο αναιρεσείων αιτιάται την προσβαλλόμενη απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Γρεβενών που δίκασε ως Εφετείο, επί εφέσεως κατ’ αποφάσεως του Ειρηνοδικείου Γρεβενών, για την πλημμέλεια του άρθρου 560 αρ 1 ΚΠολΔ, ισχυριζόμενος ότι κατά παράβαση της ουσιαστικού δικαίου διάταξης του άρθρου 70 ΚΠολΔ κρίθηκε ορισμένη η άνω αγωγή, αν και δεν εκτέθηκε σ’αυτήν κάποια σοβαρή και συγκεκριμένη αμφισβήτηση εκ μέρους του που να δικαιολογεί το έννομο συμφέρον του ενάγοντος για την έγερσή της, καθώς και ότι κρίθηκε ορισμένη, αν και δεν προσδιορίζεται σ’ αυτήν επακριβώς το επίδικο ακίνητο, ως τμήμα μείζονος τμήματος της αυλής του περιγραφόμενου στην αγωγή οικοπέδου. Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος, αφού οι αποδιδόμενες ελλείψεις στην ένδικη αγωγή δεν συνιστούν νομική αλλά ποσοτική αοριστία, η οποία, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, ελέγχεται αναιρετικά από τον αριθμό 14 ή 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, δηλαδή, με λόγο ο οποίος δεν προβλέπεται από το άρθρο 560 ΚΠολΔ για τον αναιρετικό έλεγχο των αποφάσεων των ειρηνοδικείων ή των πρωτοδικείων που κρίνουν κατ’ έφεση τις αποφάσεις των ειρηνοδικείων, όπως είναι η προσβαλλόμενη απόφαση. Κατά το δεύτερο σκέλος του ο λόγος αυτός, με τον οποίο ο αναιρεσείων υποστηρίζει ότι δεν νομιμοποιείται παθητικά, αφού δεν έχει κάποιο έννομο συμφέρον, καθόσον κυρία του επίδικου τμήματος της αυλής είναι τρίτη και δη η μητέρα του, δηλαδή, αιτιάται για την πλημμέλεια του άρθρο 560 αρ 1 ΚΠολΔ, είναι αλυσιτελής, αφού ως προαναφέρθηκε, επί αναγνωριστικής αγωγής αρκεί για την νομιμοποίηση του εναγομένου ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι αυτός και ο εναγόμενος είναι υποκείμενα της επίδικης έννομης σχέσης, ανεξάρτητα από την αλήθεια ή αναλήθειά του, με την επίκληση ειδικότερων περιστατικών που συνδέονται με συγκεκριμένη συμπεριφορά του εναγομένου, η οποία μπορεί να συνίσταται και σε προφορική άρνηση ή και αμφισβήτηση του οικείου δικαιώματος με αποτέλεσμα να δημιουργείται, αντικειμενικά, αβεβαιότητα ως προς την ύπαρξη ή ανυπαρξία του δικαιώματος αυτού του ενάγοντα, η οποία αβεβαιότητα δημιουργεί άμεσα ή έμμεσα κινδύνους για τα συμφέροντά του, που δεν μπορούν να αποτραπούν, παρά μόνο με την αναγνωριστική απόφαση, περιστατικά, τα οποία επαρκώς διαλαμβάνονται στην ένδικη αναγνωριστική της ψιλής κυριότητας αγωγή όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση του δικογράφου της. Κατά δε την έννοια του άρθρου 560 αρ. 6 ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο τρίτο του Ν. 4335/2015, που είναι ταυτόσημος με το άρθρο 559 αρ. 19 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και, ιδίως, αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Από τη διάταξη αυτή, η οποία αποτελεί κύρωση της παραβάσεως του άρθρου 93 παρ. 3 εδαφ. α’ του Συντάγματος που επιτάσσει ότι κάθε δικαστική απόφαση πρέπει να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναιρέσεως ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά “έλλειψη αιτιολογίας”, ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της “ανεπαρκής αιτιολογία”, ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους “αντιφατική αιτιολογία” (Ολ ΑΠ 1/1999). Το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος προτάσεως προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της αποφάσεως στο αποδεικτικό της πόρισμα και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες. Δηλαδή μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Τα επιχειρήματα δε του δικαστηρίου που σχετίζονται με την εκτίμηση των αποδείξεων δεν συνιστούν παραδοχές επί τη βάσει των οποίων διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και ως εκ τούτου δεν αποτελούν “αιτιολογία”, ώστε στο πλαίσιο της διατάξεως του αριθμού 6 του άρθρου 560 του ΚΠολΔ να επιδέχονται μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια. Εξάλλου, για να είναι ορισμένος ο λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο αποδίδεται ότι η προσβαλλομένη απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση εξ αιτίας ανεπαρκών ή αντιφατικών αιτιολογιών, πρέπει στο αναιρετήριο, να εξειδικεύονται οι ανεπάρκειες ή οι αντιφάσεις που προσάπτονται στις ως άνω παραδοχές, δηλαδή, να διαλαμβάνεται ποίες επιπλέον αιτιολογίες έπρεπε να περιλαμβάνει η απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας ή που εντοπίζονται οι αντιφάσεις (ΟλΑΠ 20/2005, ΑΠ 1184/2015).
Συνεπώς, η έλλειψη νόμιμης βάσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως για ελλιπείς, ανεπαρκείς ή αντιφατικές αιτιολογίες (αρθ. 560 αριθ.6 του ΚΠολΔ) πρέπει να προκύπτει από τη διατυπωθείσα προς στήριξη του διατακτικού της αποφάσεως ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δηλαδή, από τις παραδοχές της απόφασης του δικαστηρίου της ουσίας επί των ζητημάτων που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και βάσει των οποίων, ως αναγκαίων, το δικαστήριο κατέληξε στην κρίση περί παραδοχής ή απορρίψεως της αγωγής, της ενστάσεως ή της αντενστάσεως (ΑΠ 1420/2013) και κατά τούτο συνιστούν κατά τα ήδη προεκτεθέντα στοιχεία του ορισμένου του προβαλλομένου στο αναιρετήριο σχετικού λόγου αναίρεσης (ΟλΑΠ 27/1998). Επιπρόσθετα πρέπει, μεταξύ άλλων, να παρατίθεται, και μάλιστα ενάριθμα, ο κανόνας ουσιαστικού δικαίου που φέρεται ότι παραβιάστηκε, ενώ θα πρέπει να εκτίθεται στο αναιρετήριο ότι υποβλήθηκε στο Εφετείο ο ισχυρισμός για την αντιμετώπιση του οποίου εσφαλμένα εφαρμόστηκε ή, ενώ έπρεπε να εφαρμοστεί, εσφαλμένα δεν εφαρμόστηκε ο επικαλούμενος κανόνας ουσιαστικού δικαίου, ώστε από το αναιρετήριο να προκύπτει η προβαλλόμενη νομική πλημμέλεια, δοθέντος ότι η από την παράλειψη αυτή αοριστία του λόγου της αναιρέσεως, η οποία επάγεται την απόρριψη αυτή ως απαραδέκτου (άρθρ.577 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ), δεν μπορεί, όπως άλλωστε και κάθε αοριστία οποιουδήποτε εισαγωγικού δίκης δικογράφου, να συμπληρωθεί από στοιχεία που βρίσκονται εκτός του αναιρετηρίου (Ολ.Α.Π. 20/2005, 27/1998, ΑΠ24/2019). Με το τρίτο σκέλος του πρώτου λόγου του αναιρετηρίου ο αναιρεσείων υποστηρίζει ότι το δικαστήριο της ουσίας στέρησε την απόφασή του νόμιμης βάσης. Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος, καθόσον είναι παντελώς αόριστος, αφού πέραν του ότι δεν διαλαμβάνονται στο δικόγραφο της αίτησης αναίρεσης οι παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης δεν γίνεται επίσης αναφορά σε τι συνίσταται η έλλειψη νόμιμης βάσης της απόφασης και δη, αν στην προκειμένη περίπτωση υφίσταται έλλειψη, ανεπάρκεια ή αντιφατικότητα των αιτιολογιών αυτής. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 281 ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής το δικαίωμα, στην έννοια του οποίου περιλαμβάνεται και το εμπράγματο τοιούτο, θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικώς, όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, χωρίς κατά νόμο να εμποδίσουν τη γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την μεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, αφού εκείνη τείνει στην ανατροπή κατάστασης που δημιουργήθηκε υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο, με επακόλουθο να συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο. Απαιτείται, δηλαδή, για να χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος, να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, από τη συμπεριφορά του δικαιούχου, σε συνάρτηση και με εκείνη του υπόχρεου και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του. Απαιτείται ακόμη οι πράξεις του υπόχρεου και η υπ’ αυτού δημιουργηθείσα κατάσταση, επαγόμενη ιδιαιτέρως επαχθείς για τον υπόχρεο επιπτώσεις, να τελούν σε αιτιώδη σύνδεσμο με την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου. Μόνη η μακροχρόνια αδράνεια του δικαιούχου και όταν ακόμη δημιούργησε την εύλογη πεποίθηση στον υπόχρεο ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται αυτό να ασκηθεί, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική την μεταγενέστερη άσκηση αυτού, αλλά απαιτείται να συντρέχουν, προσθέτως, ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες, κυρίως, από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου και του υπόχρεου, ενόψει των οποίων και της αδράνειας του δικαιούχου, η επακολουθούσα άσκηση του δικαιώματος, τείνουσα στην ανατροπή της διαμορφωθείσας κατάστασης υπό τις ανωτέρω ειδικές συνθήκες και διατηρηθείσας για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα, να εξέρχεται των από την ανωτέρω διάταξη διαγραφομένων ορίων. Η ειρημένη δε αδράνεια του δικαιούχου, που δεν είναι απαραίτητο να προκαλεί αφόρητες ή δυσβάστακτες για τον υπόχρεο συνέπειες, ενώ αρκεί και η επέλευση δυσμενών απλώς για τα συμφέροντά του επιπτώσεων, πρέπει να υφίσταται επί μακρό χρονικό διάστημα, πλην ελάσσονα του για την παραγραφή του δικαιώματος από το νόμο προβλεπομένου, από τότε που ο δικαιούχος μπορούσε να ασκήσει το δικαίωμά του (Ολ ΑΠ 7/2002, Ολ ΑΠ 8/2001). Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 560 αριθ.5 εδ β ΚΠολΔ ιδρύεται λόγος αναίρεσης και όταν το δικαστήριο της ουσίας παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως <πράγματα> κατά την έννοια της διάταξης αυτής θεωρούνται οι αυτοτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί των διαδίκων που συγκροτούν την ιστορική βάση και επομένως θεμελιώνουν το αίτημα αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης, όπως και ο λόγος της έφεσης, που περιέχει παράπονο κατά της κρίσης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου (Ολ. Α.Π. 11/1996). Δεν στοιχειοθετείται, όμως, ο λόγος αυτός αναίρεσης όταν το δικαστήριο έλαβε υπόψη προταθέντα ισχυρισμό και τον απέρριψε ευθέως για οποιοδήποτε λόγο τυπικό ή ουσιαστικό (Ολ. Α.Π.25/2003), αλλά και όταν το δικαστήριο αντιμετωπίζει και απορρίπτει στην ουσία εκ των πραγμάτων προβληθέντα ισχυρισμό με την παραδοχή ως αποδειχθέντων γεγονότων αντίθετων προς αυτά που τον συγκροτούν η στην περίπτωση που αυτό τον απέρριψε ακόμη και σιωπηρώς, όταν είναι φανερό ότι όντως τον απέρριψε (ΑΠ 74/2019). Εξάλλου ισχυρισμοί που είναι μη νόμιμοι δεν συνιστούν ουσιώδες για την έκβαση της δίκης πράγμα, κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 560 αρ 5 ΚΠολΔ, και γι’ αυτό η παράλειψη του δικαστηρίου να απαντήσει σε τέτοιους ισχυρισμούς δεν συνιστά την πλημμέλεια, που προβλέπει η διάταξη αυτή (ΑΠ180/2006). Με τον δεύτερο λόγο του αναιρετηρίου ο αναιρεσείων μέμφεται την προσβαλλομένη απόφαση για την πλημμέλεια του άρθρου 560 αρ 5 ΚΠολΔ. Συγκεκριμένα, υποστηρίζει ότι το δικαστήριο της ουσίας δεν έλαβε υπόψη στην ένστασή του εκ του άρθρου 281 ΑΚ, την οποία πρότεινε ενώπιον του. Από την παραδεκτή επισκόπηση των προτάσεων του αναιρεσείοντος ενώπιον του δικαστηρίου της ουσίας προκύπτει ότι αυτός ισχυρίστηκε με τις προτάσεις του ότι ο αναιρεσίβλητος καταχρηστικά ενάγει αυτόν που δεν είναι καν κάτοχος του επιδίκου τμήματος και, συνάμα, ενώ γνωρίζει ότι ο αύλειος χώρος αποτελεί τμήμα ακινήτου, όπου ισχύουν οι διατάξεις της εξ αδιαιρέτου συγκυριότητας, επιχειρεί με αίολα, αβάσιμα και ψευδή γεγονότα και επιχειρήματα να αναγνωριστεί κύριος σε μια έκταση, όπου υπάρχει αφενός συγκυριότητα αφετέρου δεν είναι προσδιορισμένη επαρκώς και σαφώς.
Ο ισχυρισμός αυτός δεν είναι νόμιμος, καθόσον και αληθής υποτιθέμενος δεν συνιστά κατάχρηση δικαιώματος. Επομένως, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, η παράλειψη του δικαστηρίου να απαντήσει σ’ ένα τέτοιο ισχυρισμό δεν συνιστά την πλημμέλεια, που προβλέπει η διάταξη του άρθρου 560 αρ 5 ΚΠολΔ και, συνεπώς, ο πιο πάνω λόγος αναίρεσης είναι αβάσιμος. Με τον τελευταίο λόγο του αναιρετηρίου ο αναιρεσείων, κατ’ εκτίμηση αυτού, μέμφεται το ως Εφετείο δικάσαν Μονομελές Πρωτοδικείο ότι δεν έλαβε υπόψη τα επικληθέντα και προσκομισθέντα από αυτόν αποδεικτικά μέσα. Λόγω της περιοριστικής απαρίθμησης στο άρθρο 560 ΚΠολΔ των λόγων αναίρεσης και μη προβλεπομένου στην προκειμένη περίπτωση του αριθμού 11 εδ. γ’ του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος. Κατόπιν τούτων πρέπει ν’ απορριφθεί η ένδικη αίτηση αναίρεσης, να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου στο δημόσιο ταμείο (αρθ 495 παρ.3 ΚΠολΔ )και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου, λόγω της ήττας του (αρθ 176,183,191 παρ 2 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 26-11-2018 αίτηση αναίρεσης του Α. Τ. κατά της 112/2018 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Γρεβενών, που δίκασε ως Εφετείο. Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου στο δημόσιο ταμείο.
Επιβάλλει σε βάρος του αναιρεσείοντος τα δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου, που ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 11 Μαρτίου 2020..
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 29 Απριλίου 2020.
H ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ 441 / 2020 Κατά το άρθρο 70 ΚΠολΔ, όποιος έχει έννομο συμφέρον να αναγνωρισθεί η ύπαρξη ή μη ύπαρξη κάποιας έννομης σχέσης, μπορεί να εγείρει σχετική αγωγή.
Προηγούμενο άρθροΡαβασάκια από απλήρωτες κλήσεις και τέλη στέλνουν οι Δήμοι
Επόμενο άρθρο Τι δεν πρέπει να κάνετε σε περίπτωση τροχαίου ατυχήματος