Αριθμός 626/2020
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
B2′ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Πηνελόπη Ζωντανού, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Νικόλαο Πιπιλίγκα, Όλγα Σχετάκη – Μπονάτου, Θεόδωρο Μαντούβαλο – Εισηγητή και Πελαγία Ακάσογλου, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 14 Ιανουαρίου 2020, με την παρουσία και της Γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: ανωνύμου τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία “… ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΙΑ”, και το διακριτικό τίτλο “…”, έχει την έδρα της στην … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Σουμέλα, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., που κατέθεσε προτάσεις. Του αναιρεσιβλήτου: Β. Κ. του Θ., κατοίκου …, ο οποίος ανακάλεσε την από 23/12/2019 δήλωσή του κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., παραστάθηκε αυτοπροσώπως με την ιδιότητα του δικηγόρου και κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 22/12/2011 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Λαρίσης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 124/2014 του ίδιου Δικαστηρίου και 510/2018 του Μονομελούς Εφετείου Λαρίσης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα εταιρεία με την από 3/4/2019 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο αυτοπροσώπως παραστάς αναιρεσίβλητος ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη της αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη του.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την από 3-4-2019 και με αριθ. κατάθεσης 18/2019 αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η αντιμωλία των διαδίκων εκδοθείσα κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών εξ αμοιβών εργασίας υπ’ αριθ. 510/2018 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Λάρισας. Με την απόφαση αυτή, το Εφετείο, ως δευτεροβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε κατ’ ουσία την από 30-4-2015 έφεση της αναιρεσείουσας κατά της υπ’ αριθ. 124/2014 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λάρισας, με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η από 22-12-2011 αγωγή επιδικάσεως δικηγορικών αμοιβών του αναιρεσίβλητου κατ’ αυτής (αναιρεσείουσας). Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (ΚΠολΔ 552, 553, 556, 558, 564 § 3, 566 § 1, 144). Είναι συνεπώς παραδεκτή (ΚΠολΔ 577 § 1) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητα των λόγων της (ΚΠολΔ 577 § 3).
Κατά το άρθρο 281 ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικώς, όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν την γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, αφού τείνει στην ανατροπή καταστάσεως που δημιουργήθηκε υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο, με επακόλουθο να συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο. Απαιτείται δηλαδή, για να χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος, να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, από την συμπεριφορά του δικαιούχου, σε συνάρτηση και με εκείνη του υποχρέου και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του. Απαιτείται ακόμη οι πράξεις του υποχρέου και η υπ’ αυτού δημιουργηθείσα κατάσταση, επαγομένη ιδιαιτέρως επαχθείς για τον υπόχρεο επιπτώσεις, να τελούν σε αιτιώδη σύνδεσμο με την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου. Μόνη η μακροχρόνια αδράνεια του δικαιούχου και όταν ακόμη δημιούργησε την εύλογη πεποίθηση στον υπόχρεο ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται αυτό να ασκηθεί, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική την μεταγενέστερη άσκηση αυτού, αλλά απαιτείται να συντρέχουν, προσθέτως, ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες, κυρίως, από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου και του υποχρέου, ενόψει των οποίων και της αδράνειας του δικαιούχου, η επακολουθούσα άσκηση του δικαιώματος, τείνουσα στην ανατροπή της διαμορφωθείσης καταστάσεως υπό τις ανωτέρω ειδικές συνθήκες και διατηρηθείσης για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα, να εξέρχεται των υπό της ανωτέρω διατάξεως διαγραφομένων ορίων. Η ειρημένη αδράνεια του δικαιούχου, που δεν είναι απαραίτητο να προκαλεί αφόρητες ή δυσβάστακτες για τον υπόχρεο συνέπειες, αρκούσης της επελεύσεως δυσμενών απλώς για τα συμφέροντά του επιπτώσεων, πρέπει να υφίσταται επί μακρό χρονικό διάστημα, πλην ελάσσονα του δια την παραγραφή του δικαιώματος υπό του νόμου προβλεπομένου, από τότε που ο δικαιούχος μπορούσε να ασκήσει το δικαίωμά του (ΟλομΑΠ 8/2001, ΟλομΑΠ 17/1995, ΟλομΑΠ 62/1990). Το δε ζήτημα αν οι συνέπειες που συνεπάγεται η άσκηση του δικαιώματος είναι επαχθείς για τον υπόχρεο πρέπει ναι αντιμετωπίζεται και σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες συνέπειες που μπορεί να επέλθουν εις βάρος του δικαιούχου από την παρακώλυση της ασκήσεως του δικαιώματός του (ΑΠ 321/2002). Στην περίπτωση αυτή η άσκηση του δικαιώματος μπορεί να καταστεί μη ανεκτή κατά την καλή πίστη και τα χρηστά ήθη και συνεπώς καταχρηστική και απαγορευμένη. Σε κάθε περίπτωση τα περιστατικά που έγιναν ανελέγκτως δεκτά από το δικαστήριο της ουσίας υπόκεινται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου αν συνιστούν ή όχι κατάχρηση δικαιώματος με την προαναφερθείσα έννοια (ΑΠ 1126/2013, ΑΠ 971/2004). Εξ’ άλλου, η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, που έχει έντονο τον χαρακτήρα δημοσίας τάξεως, εφαρμόζεται και επί δικαιωμάτων που απορρέουν από άλλες, επίσης δημοσίας τάξεως διατάξεις, όπως είναι οι αξιώσεις των δικηγόρων προς καταβολή της ελάχιστης αμοιβής τους για την παροχή των νομικών υπηρεσιών τους, που ορίζεται από τις διατάξεις των άρθρων 92 § 1, 98, 100 επ. του ΝΔ 3026/1954 “περί Κώδικος των Δικηγόρων”. Ειδικότερα (α) κατ’ αρθ. 91 § 1 του ως άνω Κώδικος ο δικηγόρος δικαιούται να λάβει από τον εντολέα του, πλην της δικαστηριακής ή άλλης δαπάνης, την οποία κατέβαλε εξ ιδίων και αμοιβή για κάθε εργασία του δικαστική ή εξώδικη, (β) κατ’ άρθ. 92 § 1 του ίδιου Κώδικος (όπως ισχύει μετά την προσθήκη του εδ. β’ αυτής με το άρθρο 5 § 3 του ν.δ. 4272/1962 και την αντικατάστασή του με το άρθρο 8 ν. 1093/1980), η δικηγορική αμοιβή κανονίζεται με συμφωνία του δικηγόρου και του εντολέα ή αντιπροσώπου του, η οποία περιλαμβάνει είτε όλη την διεξαγωγή της δίκης είτε μέρος της είτε μεμονωμένες πράξεις ή άλλης φύσεως εργασίες, σε καμία περίπτωση όμως, δεν επιτρέπεται να υπολείπεται των ελαχίστων ορίων που καθορίζονται από τα άρθρα 98 επ. του ως άνω Κώδικος, κάθε δε συμφωνία για λήψη κατώτερης αμοιβής από τα ως άνω καθοριζόμενα όρια είναι άκυρη ανεξάρτητα από τον χρόνο συνάψεώς της. Από τις προαναφερόμενες διατάξεις, οι οποίες αποσκοπούν όχι μόνο στην προστασία του δικηγόρου ως εργαζομένου αλλά και στην κατοχύρωση του κύρους του δικηγόρου ως θεράποντος του δημοσίου συμφέροντος, συνάγεται, ότι η συμφωνία μεταξύ του εντολέως και του δικηγόρου για την λήψη αμοιβής κατώτερης των ελαχίστων ορίων που καθορίζονται στα άρθρα 98 επ. του Κώδικος των Δικηγόρων, ανεξάρτητα από το χρόνο συνάψεώς της (πριν ή μετά την εκτέλεση της συμφωνημένης εργασίας) και την μορφή υπό την οποία συνάπτεται, όπως άφεση χρέους του άρθρου 456 ΑΚ ή άλλη συμφωνία, είναι άκυρη και θεωρείται ως μη γενομένη (ΑΚ 174, 180). Ο δικηγόρος, παρά την συμφωνία αυτή, δικαιούται να λάβει από τον εντολέα του για κάθε εργασία του, δικαστική ή εξώδικη, τα από το νόμο οριζόμενα ελάχιστα όρια αμοιβής, ο δε εντολέας του δεν μπορεί ν’ αντιτάξει κατά της απαιτήσεώς του προς καταβολή της εν λόγω αξιώσεως, ότι είχε συμφωνηθεί μικρότερη αμοιβή, αφού η συμφωνία αυτή είναι άκυρη. Όμως, η αφορμή ή οι συνθήκες, με τις οποίες έγινε η παραίτηση του δικηγόρου από κάθε απαίτησή του για δικηγορική αμοιβή, μπορούν να ασκήσουν επιρροή για την εκτίμηση της αντιθέσεως της συμπεριφοράς του στην καλή πίστη, αφού, ανεξάρτητα από την ακυρότητα της παραιτήσεως, η αβίαστη παραίτηση του δικηγόρου από την καταβολή της επιπλέον αμοιβής, που προκύπτει από τις περιστάσεις, καθιστά κακόπιστη την εν συνεχεία διεκδίκησή της (ΟλομΑΠ 10/2012, ΟλομΑΠ 33/2005).
Εξάλλου, σύμφωνα με τον αρ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Έλλειψη δε ή ανεπάρκεια ή αντιφατικότητα της αιτιολογίας, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής υπάρχει όταν στο αιτιολογικό, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν αναφέρονται διόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του επί ζητήματος με ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης και έτσι δεν μπορεί να ελεγχθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόστηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρμόστηκε (ΟλομΑΠ 26/2004). Κατά τον αναιρετικό έλεγχο του άρθρου 281 ΑΚ εξετάζεται αν τα εκτιθέμενα στην απόφαση πραγματικά περιστατικά συνιστούν ή όχι (αθροιστικώς εκτιμώμενα) κατάχρηση δικαιώματος κατά την έννοια της διάταξης αυτής. Επομένως, εφόσον τα περιστατικά αυτά δεν αναφέρονται διόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, αυτή καθίσταται αναιρετέα για πλημμέλεια εκ του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔ.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή, κατ’ άρθρο 561 § 2 ΚΠολΔ, επισκόπηση της πρωτόδικης και της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Πρωτοδικείο όπως και το Εφετείο απέρριψαν την προβληθείσα από την ήδη αναιρσείουσα ένσταση περί καταχρηστικής ασκήσεως του αγωγικού δικαιώματος ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν. Ειδικότερα δε το Εφετείο, επί του κρίσιμου αυτού ζητήματος δέχθηκε επί λέξει τα εξής: “…Η εκκαλούσα με το μοναδικό λόγο έφεσης, χωρίς να αμφισβητεί τις γενόμενες δεκτές απαιτήσεις του εφεσίβλητου και το επιδικασθέν με την εκκαλουμένη απόφαση ποσό, ζητεί να απορριφθεί η αγωγή λόγω καταχρηστικής ασκήσεώς της, όπως ισχυρίστηκε και πρωτοδίκως και επαναφέρεται με τον σχετικό μοναδικό λόγο έφεσης. Όμως από το γεγονός ότι ο εφεσίβλητος δεν γνωστοποίησε την πρόθεσή του στην εκκαλούσα να ζητήσει τη νόμιμη αμοιβή για τις υποθέσεις που του ανέθεσε, αν και γνώριζε ότι η τελευταία είχε καθιερώσει βάσει πίνακα κατώτερες των νομίμων αμοιβές για τους συνεργαζόμενους δικηγόρους, δεν μπορεί να συναχθεί καταρχήν ότι αποδεχόταν τις αμοιβές αυτές και συμφωνούσε έτσι σιωπηρά να ενταχθεί στο καθιερωμένο από την εκκαλούσα σύστημα αμοιβών των συνεργαζομένων με αυτή δικηγόρων. Σε κάθε όμως περίπτωση, η παράλειψη του εφεσίβλητου να προβεί στην ανωτέρω γνωστοποίηση και αν ακόμη δημιούργησε στην εκκαλούσα την πεποίθηση ότι αυτός είχε αποδεχθεί τις μη νόμιμες αμοιβές του πίνακα που ήταν κατώτερες των καθοριζομένων από τον Κώδικα Δικηγόρων, δεν καθιστά καταχρηστική την άσκηση του δικαιώματός του να ζητήσει τη νόμιμη αμοιβή του, αφού η ως άνω παράλειψη και οι λοιπές περιστάσεις που επικαλείται η εκκαλούσα δεν δικαιολογούν τη δημιουργία τέτοιας πεποιθήσεως και μάλιστα σε σημείο που η μεταγενέστερη άσκηση των νόμιμων αξιώσεων του εφεσίβλητου και η απόκρουση των επιβαλλομένων από την εκκαλούσα μικρότερων των νόμιμων αμοιβών, αντικειμενικά εκτιμώμενη, να παρέχει την έντονη εντύπωση της αδικίας και να έρχεται σε προφανή αντίφαση προς τις αρχές της καλής πίστης και των χρηστών ηθών. Τα όρια των αρχών αυτών, εξάλλου, δεν υπερβαίνει η εν λόγω παράλειψη, έστω και αν είχε την επικαλούμενη από την εκκαλούσα συνέπεια, δηλαδή ότι την απέτρεψε να προσφύγει στις υπηρεσίες άλλου δικηγόρου, που θα αμειβόταν με τις αμοιβές του πίνακα της εκκαλούσας ή σε δικηγόρο που θα απασχολεί με πάγια αμοιβή, αφού η δυνατότητα αυτής να καταβάλει σε άλλο δικηγόρο μικρότερη από την οριζόμενη στο νόμο αμοιβή δεν αποτελεί νόμιμο τρόπο αποφυγής της αμοιβής αυτής και μάλιστα τρόπο που όφειλε κατά την καλή πίστη και τα χρηστά ήθη να μην αποτρέψει ο εφεσίβλητος. Ενόψει των ανωτέρω, η άσκηση της ένδικης αξίωσης του εφεσίβλητου να αμειφθεί σύμφωνα με τα ελάχιστα όρια αμοιβής, όπως αυτά ορίζονται από τις διατάξεις των άρθρων 92 παρ. 1, 98, 100 επ. του ΝΔ 3062/1954 “περί Κωδικός Δικηγόρων”, δεν προσκρούει στη συγκεκριμένη περίπτωση στις περί δικαίου και ηθικές αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, ούτε υπερβαίνει κατ’ αντικειμενική κρίση προφανώς τα οριζόμενα όρια από τη διάταξη του άρθρου 281 Α.Κ. και επομένως η ένσταση της εκκαλούσας περί καταχρηστικής άσκησης του αγωγικού δικαιώματος, την οποία η τελευταία προέβαλε πρωτοδίκως και επαναφέρει εν προκειμένω με λόγο έφεσης είναι απορριπτέα ως ουσία αβάσιμη…”.
Έτσι που έκρινε το Εφετείο, διέλαβε στην απόφασή του ασαφείς και ανεπαρκείς αιτιολογίες, ως προς το προαναφερθέν ουσιώδες ζήτημα του ισχυρισμού της αναιρεσείουσας περί αντιθέσεως του αγωγικού δικαιώματος προς το άρθρο 281 ΑΚ, ώστε να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος ως προς την ορθή ή μη εφαρμογή της διατάξεως αυτής, την οποία δεν εφάρμοσε. Ειδικότερα, το Εφετείο απέρριψε την εν λόγω ένσταση της αναιρεσείουσας (ΑΚ 281), ως ουσία αβάσιμη, χωρίς ουσιαστικά να αναφέρει πραγματικά περιστατικά, αλλά περιορίζεται απλώς στην αναφορά στις “…λοιπές περιστάσεις που επικαλείται η εκκαλούσα…”, χωρίς να προσδιορίζει ποια ήταν τα περιστατικά που επικαλείται (η εκκαλούσα), αλλά ούτε και προέβη στην εξακρίβωση της αλήθειας ή μη των όσων αυτή επικαλέστηκε.
Συνεπώς είναι βάσιμος ο πρώτος λόγος της αίτησης αναίρεσης, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια από τον αρ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, δηλαδή της έλλειψης νόμιμης βάσης αυτής, λόγω ανεπαρκών και ασαφών αιτιολογιών ως προς το παραπάνω ουσιώδες ζήτημα.
Συνεπώς, πρέπει, κατά παραδοχή αυτού του λόγου, μετά την οποία παρέλκει η έρευνα των λοιπών, καθόσον η αναιρετική εμβέλεια τούτου καθιστά αλυσιτελή την εξέταση των άλλων, η παραδοχή των οποίων οδηγεί στο ίδιο αποτέλεσμα, να αναιρεθεί η πληττόμενη απόφαση εν μέρει, ήτοι κατά το κεφάλαιο αυτής που απέρριψε την ένσταση κατάχρησης του με την αγωγή αξιούμενου δικαιώματος (ΑΚ 281) και να παραπεμφθεί η υπόθεση κατά το μέρος τούτο για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλο δικαστή, εκτός από εκείνον που δίκασε προηγουμένως (ΚΠολΔ 580 § 3). Ο αναιρεσίβλητος που ηττήθηκε πρέπει να καταδικαστεί στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της αναιρεσείουσας, που κατέθεσε προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημά της (άρθρα 176, 183, 189 § 1, 191 § 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί εν μέρει την 510/2018 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Λάρισας, ήτοι κατά το κεφάλαιο αυτής που απέρριψε την ένσταση κατάχρησης του με την αγωγή αξιούμενου δικαιώματος (ΑΚ 281).
Παραπέμπει την υπόθεση κατά το μέρος τούτο για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλο δικαστή, πλην αυτού που εξέδωσε την παραπάνω απόφαση.
Καταδικάζει τον αναιρεσίβλητο στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσείουσας, την οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων τριακοσίων (2.300) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 14 Απριλίου 2020.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 4 Ιουνίου 2020.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ