Αριθμός 868/2021
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α1′ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Αλτάνα Κοκκοβού, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χρήστο Τζανερρίκο – Εισηγητή, Γεώργιο Χριστοδούλου, Βασίλειο Μαχαίρα και Ευδοξία Κιουπτσίδου – Στρατουδάκη, Αρεοπαγίτες. ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στις 25 Ιανουαρίου 2021, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Κ. (Α.) Κ. του Ι., κατοίκου …, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Αικατερίνη Βούλγαρη και κατέθεσε προτάσεις.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Ι. Κ. του Μ., κατοίκου …, ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου του Ανδρέα Φίλη και κατέθεσε προτάσεις, 2) Β. χήρας Μ. Κ., το γένος Γ. Χ., κατοίκου …, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ανδρέα Φίλη και κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με τις από 14/5/2012 και από 28/5/2012 αγωγές των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκαν στο Ειρηνοδικείο Καρδίτσας και συνεκδικάστηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 282/2014 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 99/2017 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Καρδίτσας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 29/1/2018 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η πληρεξούσια της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως, ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της και καθένας την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 560 παρ.1 εδ. α’ του ΚΠολΔ, αναίρεση κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, καθώς και κατά των αποφάσεων των πρωτοδικείων που εκδίδονται σε εφέσεις κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, επιτρέπεται μόνο, αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή εάν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και εάν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου, δηλαδή όταν το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σε αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε ως κακή εφαρμογή, ήτοι εσφαλμένη υπαγωγή σ` αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού (ΟλΑΠ 1/2016, ΟλΑΠ 2/2013, ΟλΑΠ 7/2006). Στην τελευταία δε περίπτωση, η παραβίαση του κανόνα αυτού ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο αποκλειστικώς και μόνο με βάση τα πραγματικά περιστατικά που δέχεται το δικαστήριο της ουσίας ότι αποδείχθηκαν ή ότι δεν αποδείχθηκαν (ΑΠ 171/2019, ΑΠ 130/2016). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 974 ΑΚ, όποιος απέκτησε τη φυσική εξουσία πάνω στο πράγμα (κατοχή) είναι νομέας του αν ασκεί την εξουσία αυτή με διάνοια κυρίου. Άσκηση φυσικής εξουσίας επί ακινήτου, που συνιστά νομή, αποτελούν όλες οι πράξεις που προσιδιάζουν στη φύση και τον προορισμό του ακινήτου και είναι εκδηλωτικές της εξουσίασής του (ΑΠ 110/2011). Τέτοιες πράξεις, κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως, είναι η εποπτεία, επίβλεψη, επίσκεψη, φροντίδα, περίφραξη, φύλαξη, καλλιέργεια, συλλογή καρπών, η εκμίσθωσή του σε τρίτους κ. ά. (ΑΠ 1376/2014, ΑΠ 1183/2011). Εξάλλου, κατά το άρθρο 785 ΑΚ, “Αν ένα δικαίωμα ανήκει σε περισσότερους από κοινού, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, υπάρχει ανάμεσά τους κοινωνία κατ’ ιδανικά μέρη. Σε περίπτωση αμφιβολίας λογίζεται ότι τα μέρη είναι ίσα”. Από τη διατύπωση της διάταξης αυτής, προκύπτει ότι αντικείμενο της κοινωνίας μπορεί να είναι μόνο δικαιώματα. Επομένως, δεν μπορεί να υπάρξει σχέση κοινωνίας σε υποχρεώσεις ή σε συμφέροντα. Ο ΑΚ δεν προσδιορίζει τη φύση και τα χαρακτηριστικά των δικαιωμάτων, που μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο κοινωνίας ούτε εξαιρεί, ρητά, συγκεκριμένη κατηγορία δικαιωμάτων από αυτή. Επομένως, κατ’ αρχάς κοινωνία μπορεί να υπάρξει σε κάθε δικαίωμα ιδιωτικού ή δημόσιου δικαίου, περιουσιακού ή μη χαρακτήρα. Εξαιρούνται, όμως, εκείνα τα δικαιώματα, που από τη φύση τους είναι ανεπίδεκτα κοινωνίας, όπως π.χ. στα κοινόχρηστα πράγματα, το δικαίωμα χρήσης των οποίων απορρέει από το δικαίωμα της προσωπικότητας (ΑΚ 57). Κατά τα άλλα, δικαιώματα επιδεκτικά κοινωνίας είναι ενδεικτικά: εμπράγματα δικαιώματα, όπως η κυριότητα πάνω σε οποιοδήποτε πράγμα, κινητό ή ακίνητο, πραγματικές και περιορισμένες προσωπικές δουλείες, η επικαρπία, το ενέχυρο και η υποθήκη, αρκεί οι εμπράγματες αυτές ασφάλειες να αφορούν σε απαιτήσεις στις οποίες υπάρχει ομοίως κοινωνία. Αντικείμενο κοινωνίας, όμως, μπορεί να αποτελέσει και η νομή, αφού το δίκαιο παρέχει στο δικαιούχο της, έστω και περιορισμένη, χρονικά, προστασία και δεν αποτελεί καθεαυτό εμπράγματο δικαίωμα, δοθέντος ότι δεν αναφέρεται στο άρθρο 973 ΑΚ, πλην όμως ανήκει στην ενδιάμεση μορφή του σχήματος ενοχικό – εμπράγματο δικαίωμα. Τούτο δε, κατά μείζονα λόγο, αφού επιδεκτικές κοινωνίας είναι η συγκατοχή, η οιονεί συννομή, η οιονεί συγκατοχή, η συννομή μέρους πράγματος και η συγκατοχή μέρους πράγματος (βλ. σχετ. ΑΠ 2267/2013, ΑΠ 590/1980). Περαιτέρω, στα άρθρ. 786-787 ρυθμίζονται τα δικαιώματα των κοινωνών του κοινού, που, μπορεί, όπως ανωτέρω αναφέρθηκε, να είναι και η νομή ακινήτου, επί των καρπών του, καθώς και το δικαίωμα χρήσης αυτού (κοινού). Κάθε κοινωνός έχει ανάλογη μερίδα στους καρπούς του κοινού αντικειμένου. Ως καρποί νοούνται τα ωφελήματα γενικώς του πράγματος, δηλαδή όχι μόνο οι κυρίως καρποί, είτε φυσικοί είτε πολιτικοί είναι αυτοί, στους οποίους αναφέρεται αλλά και κάθε όφελος που παρέχει η χρήση του πράγματος, κατ’ άρθρ. 962, όπως προκειμένου περί αστικού ακινήτου, που από την κατασκευή του είναι προορισμένο να χρησιμοποιείται ως κατοικία, γραφείο, κατάστημα, η αναλογία την οποία δικαιούται ο κοινωνός να απαιτήσει από τα μισθώματα. Περαιτέρω, από τις ίδιες διατάξεις προκύπτει ότι κάθε κοινωνός έχει δικαίωμα να κάνει χρήση του κοινού αντικειμένου, εφόσον αυτή δεν εμποδίζει τη σύγχρηση των λοιπών. Κάθε κοινωνός δικαιούται να χρησιμοποιεί το κοινό σε όλες τις χρησιμότητές του, με όριο να μην παρεμποδίζεται και η αντίστοιχη χρήση των λοιπών κοινωνών. Τούτο προϋποθέτει ότι εκ των πραγμάτων είναι δυνατή η ταυτόχρονη σύγχρησή του από όλους τους κοινωνούς και ότι δεν έχει αποφασιστεί άλλως, κατά τα άρθρ. 788-791, λ.χ. με την εκ περιτροπής χρήση του κοινού. Σε περίπτωση δε, αποκλειστικής χρήσης του κοινού αντικειμένου από τον ένα από τους κοινωνούς, δικαιούνται οι υπόλοιποι και αν δεν πρόβαλαν αξίωση για σύγχρηση, να απαιτήσουν από αυτόν που κάνει αποκλειστική χρήση, ανάλογη μερίδα από το όφελος, που αυτός αποκόμισε και το οποίο συνίσταται στην αξία της χρήσης του κοινού (ΑΠ 1694/13, ΑΠ 564/12, 362, 1671/11, 362/10, 2348/09, 1362, 1761/08). Τούτο οφείλεται και όταν η αποκλειστική χρήση, από τον κοινωνό, έγινε μετά από απόφαση των κοινωνών ή του δικαστηρίου κατά τα άρθρ. 788-791 (ΑΠ 1480/2000). Προκειμένου δε, ειδικότερα, περί κοινωνών στη νομή αστικού ακινήτου, το όφελος αυτό συνίσταται στην κατά το χρόνο της αποκλειστικής χρήσης μισθωτική αξία της μερίδας των εκτός χρήσης κοινωνών, η οποία δεν αποτελεί μίσθωμα, αφού δεν υπάρχει μισθωτική σχέση, αλλά αποδοτέα, ως αποζημίωση, κατά τις ανωτέρω διατάξεις, ωφέλεια (ΑΠ 1694/2013, 564/2012, 2191/2007. 1302/2006). Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 560 αρ. 5 ΚΠολΔ, κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, καθώς και των αποφάσεων των πρωτοδικείων, που εκδίδονται σε εφέσεις κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, επιτρέπεται αναίρεση αν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπ’ όψη πράγματα, που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα, που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, η οποία ταυτίζεται με αυτή του αρ. 8 του άρθρου 559 ίδιου Κώδικα, ως “πράγματα” θεωρούνται οι πραγματικοί ισχυρισμοί των διαδίκων, που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος, που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο και άρα στηρίζουν το αίτημα αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης (ΟλΑΠ 25/2003, ΟλΑΠ 3/1997, ΟλΑΠ 11/1996).
Στην προκειμένη περίπτωση, το Μονομελές Πρωτοδικείο, που δίκασε ως Εφετείο, όπως προκύπτει, από την, κατ’ άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ, επισκόπηση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασής του, δέχθηκε, αναιρετικά ανέλεγκτα, τα ακόλουθα: “…Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων, που περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, και από όλα τα έγγραφα που επαναπροσκομίζουν νομίμως μετ’ επικλήσεως οι διάδικοι, για κάποια από τα οποία γίνεται ειδικότερη αναφορά κατωτέρω, χωρίς όμως να παραλείπεται κάποιο για την ουσιαστική διερεύνηση της υπόθεσης, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο αποβιώσας στις 22-11-2004, Μ. Κ., πατέρας του πρώτου ενάγοντος, σύζυγος της δεύτερης ενάγουσας και αδελφός της εναγομένης, ήταν συγκύριος, συννομέας και συγκάτοχος με την αδελφή του, Α. Κ. (εναγόμενη) και τον έτερο αδελφό του, Α. Κ., κατά ποσοστό 107/245 εξ αδιαιρέτου, ενός οικοπέδου, συνολικής έκτασης 2.458,84 τ.μ., μετά της επ’ αυτού διώροφης οικίας, συνολικού εμβαδού 216 τ.μ. το οποίο (οικόπεδο) βρίσκεται στην πόλη της …, στο με αριθμό … Οικοδομικό Τετράγωνο. Ο Μ. Κ., κατά τον θάνατό του άφησε την από 11-11-2003 ιδιόγραφη διαθήκη του, η οποία δημοσιεύθηκε με το υπ’ αριθ. 444/22-12-2004 πρακτικό δημόσιας συνεδρίασης του δικαστηρίου τούτου και με την οποία κατέλιπε στον πρώτο ενάγοντα ποσοστό 3/8 εξ αδιαιρέτου και στη δεύτερη ενάγουσα, ποσοστό 2/8 εξ αδιαιρέτου από το εξ αδιαιρέτου ποσοστό (107/245) συγκυριότητάς του επί του προπεριγραφόμενου ακινήτου.
Συνεπώς, από τον θάνατο του Μ. Κ., η νομή του ως άνω ακινήτου μεταβιβάστηκε αυτοδικαίως στους ενάγοντες, κατά το εξ αδιαιρέτου ποσοστό του κληρονομούμενου. Αποδείχθηκε περαιτέρω, ότι ο Μ. Κ. (πατέρας του πρώτου των εναγόντων και σύζυγος της δεύτερης εξ αυτών), όσο ζούσε έκανε σύγχρηση του χώρου της κατοικίας που είναι χτισμένη στο ανωτέρω περιγραφόμενο ακίνητο μαζί με τα αδέλφια του, ήτοι την εναγομένη (εκκαλούσα της α’ έφεσης) και τον εν ζωή τότε αδελφό του, Α. Κ.. Ειδικότερα, διέθετε κλειδιά της κατοικίας αυτής, την οποία και χρησιμοποιούσε για την εξυπηρέτηση προσωπικών του αναγκών (όπως φαγητό και ανάπαυση) κυρίως κατά τα διαλλείματα από την εργασία του, που ήταν σε χώρο δίπλα από την οικία αυτή. Μετά το θάνατο του Μ. Κ. συνέχισαν να διαμένουν στην οικία αυτή η εναγομένη (εκκαλούσα της α’ έφεσης) και ο εν ζωή τότε αδελφός της, Α. Κ., ο οποίος απεβίωσε στις 23-11-2009, ενώ μετά τον θάνατο του τελευταίου, η εκκαλούσα της α’ έφεσης είναι αυτή που μέχρι και τουλάχιστον την συζήτηση της υπόθεσης, συνέχιζε να έχει μόνο αυτή την αποκλειστική χρήση του επίκοινου ακινήτου. Ειδικότερα, διαμένει εντός της οικίας, που υπάρχει στο ακίνητο αυτό και η οποία, ως προαναφέρθηκε, είναι διώροφη, συνολικού εμβαδού 216 τ.μ. (με καθένα από τους ορόφους να έχει εμβαδόν 108 τ.μ.), ενίοτε δε φιλοξενεί στην κατοικία αυτή – ως άλλωστε και η ίδια εκθέτει στο δικόγραφο της κρινόμενης έφεσής της – τον ανιψιό της, Γ. Κ.. Ταυτόχρονα, η εναγομένη κάνει αποκλειστική χρήση και του περιβάλλοντος χώρου της οικίας στον οποίο υπάρχουν πέραν των καλλωπιστικών φυτών και οπορωφόρα δένδρα, έχοντας μάλιστα προσλάβει κηπουρό για την περιποίηση του χώρου αυτού. Οι ενάγοντες, αντιθέτως, δεν μπορούν να κάνουν σύγχρηση της οικίας αυτής η οποία παρά το ότι είναι διώροφη, μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως μονοκατοικία και μόνο, αφού δεν πρόκειται για αυτοτελή διαμερίσματα (οριζόντιες ιδιοκτησίες) ώστε να μπορούν να συστεγαστούν περισσότερες της μίας οικογένειες, αλλά για μονοκατοικία που είναι διαμορφωμένη ως εξής: … Η χρήση δηλαδή της κατοικίας από την εκκαλούσα αποκλείει εκ των πραγμάτων την δυνατότητα σύγχρησης του ακινήτου από τους ενάγοντες, είτε υπό την έννοια της συστέγασης αυτών και ιδίως της δεύτερης των εναγόντων που διαμένει σε διαμέρισμα της πόλης της … – είτε υπό την έννοια της εκμίσθωσης της κατοικίας αυτής σε τρίτο άτομο.
Συνεπώς, η εκκαλούσα που κάνει αποκλειστική χρήση του ακινήτου υποχρεούται να αποδώσει στους ενάγοντες το ανάλογο με την ιδανική τους μερίδα επί του εν λόγω κοινού ακινήτου, μέρος του οφέλους, που αυτή (η εναγομένη και εκκαλούσα της α’ έφεσης) αποκόμισε από την χρήση της κατοικίας, όφελος, το οποίο, όπως προεκτέθηκε στην προηγηθείσα νομική σκέψη, συνίσταται στην μισθωτική αξία του επίκοινου ακινήτου και το οποίο δικαιούνται οι ενάγοντες χωρίς να είναι ανάγκη η παρεμπόδισή τους στην σύγχρηση να προέρχεται από παράνομη και υπαίτια, πράξη της εναγομένης (εκκαλούσας της α’ έφεσης)… Ως προκύπτει από τα προσκομιζόμενα νομίμως μετ’ επικλήσεως από την εκκαλούσα της α’ έφεσης, Α. Κ., έγγραφα, οι ενάγοντες (εκκαλούντες της β’ έφεσης) άσκησαν αρχικά ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Καρδίτσας, την από 5-10-2007 αγωγή τους (με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 123/2008), στρεφόμενοι κατά της Α. Κ. αλλά και του εν ζωή τότε, Α. Κ., ζητώντας την ωφέλεια που οι τελευταίοι αποκόμισαν από την αποκλειστική χρήση του κοινού ακινήτου…
Εν προκειμένω όμως, η από 14-5-2012 (αριθμός έκθεσης κατάθεσης 107/2012) αγωγή των εναγόντων, με το δικόγραφο της οποίας και παραιτήθηκαν από την από 15-6-2010 προγενέστερη αγωγή τους, έλαβε χώρα μετά την παρέλευση εξαμήνου από την έκδοση της υπ’ αριθμ. 105/30-5-2011 απόφασης του Ειρηνοδικείου Καρδίτσας – η οποία και λαμβάνεται υπόψη ως αφετηρία για την έναρξη του εξαμήνου επανέγερσης της νέας αγωγής – και για τον λόγο αυτό η παραγραφή της αξίωσης των εναγόντων για τα έτη 2005-2006 θεωρείται ότι δεν διακόπηκε με την προγενέστερη από 15-6-2010 αγωγή.
Συνεπώς, κατά τον χρόνο που επιδόθηκε στην εκκαλούσα η από 14-5-2012 αγωγή, ήτοι στις 5-6-2012, είχαν παραγραφεί οι αξιώσεις των εναγόντων για τα έτη 2005 και 2006, κατά μερική αποδοχή του ισχυρισμού της εναγομένης περί παραγραφής των αξιώσεων των εναγόντων (που προέβαλλε παραδεκτώς και ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου), που επαναπροβάλλει στο παρόν δικαστήριο με σχετικό λόγο έφεσης…
Συνεπώς, οι αξιώσεις των εναγόντων για τα έτη 2004 έως και 2006, είχαν υποπέσει στην πενταετή παραγραφή – στην οποία υπόκεινται οι αξιώσεις του κοινωνού πράγματος κατά του συγκοινωνού, που έκανε αποκλειστική χρήση του κοινού, για απόδοση ανάλογης μερίδας των ωφελημάτων από τη χρήση αυτή…και συνεπώς, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εσφαλμένως απέρριψε (εν όλω) τον ισχυρισμό της εναγομένης περί παραγραφής των αξιώσεων των εναγόντων, κρίνοντας επίσης εσφαλμένως, ότι υπήρξε διακοπή της παραγραφής. Περαιτέρω και δη όσον αφορά την μισθωτική αξία του κοινού αυτού ακινήτου, με βάση την οποία και θα προσδιορισθούν τα ωφελήματα που αποκόμισε η εναγομένη από την αποκλειστική χρήση του κοινού ακινήτου, λεκτέα τα ακόλουθα: ως προαναφέρθηκε, το ακίνητο αυτό βρίσκεται σε κεντρικό σημείο της πόλης της …, επί της οδού … και έχει συνολική έκταση περίπου 2.458,84 τ.μ. Εντός αυτού είναι χτισμένη μία αρχοντική διώροφη οικία, συνολικού εμβαδού 216 τ.μ., η οποία κατασκευάσθηκε το έτος 1922 και έχει μεγάλη αντικειμενική αξία, πλην όμως απαιτεί μεγάλες δαπάνες συντήρησης και λειτουργίας και χρήζει ανακαίνισης, καθόσον δεν προέκυψε από κάποιο αποδεικτικό στοιχείο ότι η οικία επί του κοινού ακινήτου ανακαινίσθηκε, παρά απλά συντηρείται από την εναγομένη κατά περίπτωση. Η οικία, ως προαναφέρθηκε, αποτελείται από δύο ορόφους που συνδέονται μεταξύ τους με εσωτερική σκάλα, έκαστος των οποίων έχει εμβαδόν 108 τ.μ., δεν διαθέτει σύγχρονη μόνωση, έχει παλαιές υδραυλικές και ηλεκτρικές εγκαταστάσεις και διαθέτει κεντρική θέρμανση με λέβητα πετρελαίου. Το εν λόγω λοιπόν ακίνητο γειτνιάζει με το εργοστάσιο της εταιρίας “…” με αποτέλεσμα να υπάρχει όχληση των κατοικούντων σ’ αυτό από την λειτουργία των μηχανημάτων του κυλινδρόμυλου και την συχνή διέλευση των φορτηγών προς φόρτωση σιτηρών, ενώ ο περιβάλλον χώρος της οικίας είναι μεν μεγάλος, έκτασης 2.000 τ.μ., γεμάτος με άνθη, παρτέρια και οπορωφόρα δέντρα, χωρίς ωστόσο αυτό να αυξάνει την μισθωτική αξία του όλου ακινήτου και τούτο διότι ο εν λόγω χώρος είναι εκτεθειμένος στην σκόνη από την μεταφορά των σιτηρών και σε καυσαέριο από την συχνή διέλευση φορτηγών οχημάτων με αποτέλεσμα να χρειάζεται καθημερινή περιποίηση -καθαρισμό, ως άλλωστε πράττει μέχρι σήμερα η εναγομένη (εκκαλούσα της α’ έφεσης) απασχολώντας προς τούτο κηπουρό. Το εν λόγω ακίνητο μετά της επ’ αυτού οικίας, με βάση και τα διδάγματα της κοινής πείρας, απευθύνεται σε άτομα που ενδιαφέρονται μόνο για αγορά και ανακαίνιση – αναπαλαίωση της κατοικίας αυτής, προς ιδιοκατοίκηση και δεν υπάρχει ενδιαφέρον προς εκμίσθωσή του, τόσο λόγω της παλαιότητάς του, όσο και των δαπανών συντήρησης και λειτουργίας του, δεδομένου μάλιστα ότι διατίθενται προς ενοικίαση διαμερίσματα και μονοκατοικίες, που ικανοποιούν τις σύγχρονες απαιτήσεις διαβίωσης και με πολύ λιγότερα λειτουργικά έξοδα…Κατά τα ανωτέρω αναγραφόμενα, η μηνιαία μισθωτική αξία του κοινού ακινήτου κατά το χρονικό διάστημα από 1-1-2007 έως 31-6-2010 (χρονικό διάστημα α’ αγωγής κατά το οποίο και μόνο δεν παραγράφηκαν οι αξιώσεις των εναγόντων) ανέρχονταν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, στο ποσό των 500 ευρώ μηνιαίως. Για δε το χρονικό διάστημα της δεύτερης αγωγής, ήτοι από 1-7-2010 έως 31-5-2012 μειώθηκε η μισθωτική αξία στο ποσό των 300 ευρώ,… ως προαναφέρθηκε, η εκκαλούσα της α’ έφεσης έκανε σύγχρηση του ακινήτου αυτού με τον εν ζωή τότε αδελφό της, Α. Κ., μέχρι και τον επισυμβάντα, στις 23-11-2009, θάνατο του τελευταίου. Επίσης, ο Α. Κ., δυνάμει της υπ’ αριθμ. …/2008 δημόσιας διαθήκης ενώπιον του Συμβολαιογράφου Καρδίτσας, Νικολάου Βαλταδώρου, που δημοσιεύτηκε με τα υπ αριθμ …./10-03-2010 πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Καρδίτσας, εγκατέστησε μοναδικούς κληρονόμους του, την εναγομένη (εκκαλούσα της α’ έφεσης) ως προς την ισόβια επικαρπία όλης ανεξαιρέτως της κινητής και ακίνητης περιουσίας του και τον ανιψιό του, Γ. Κ. ως προς τη ψιλή κυριότητα της κινητής και ακίνητης περιουσίας του. Η εγκατάσταση της εκκαλούσας της α’ έφεσης στην επικαρπία ολόκληρης της κληρονομιαίας περιουσίας του αποβιώσαντος αποτελεί κατάληψη ειδικού αντικειμένου, ήτοι δήλου πράγματος, ο προσδιορισμός του ποσοστού επί της οποίας (κληρονομίας) προσδιορίζεται από το λόγο της αξίας του δήλου, σε σχέση προς την αξία της όλης κληρονομίας. Επομένως, εν προκειμένω, λαμβανομένης υπόψη της διατάξεως του άρθρου 1885 Α.Κ., (κατά την οποία “οι απαιτήσεις και τα χρέη της κληρονομίας διαιρούνται αυτοδικαίως μεταξύ των συγκληρονόμων ανάλογα με τη μερίδα του καθενός”), καθώς και εκείνης του άρθρου 1801 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα (που ορίζει ότι “ο κληρονόμος επί δήλου πράγματος που δεν εξαντλεί τον κλήρο ευθύνεται για τα χρέη της κληρονομίας κατά το προαναφερόμενο ποσοστό της, το οποίο και αποτελεί την κληρονομική του μερίδα”) και δεδομένου ότι η εκκαλούσα της α’ έφεσης δεν αποδεικνύει ότι το ποσοστό του δήλου αντικειμένου που της κατέλιπε ο κληρονομούμενος σε σχέση με την αξία της όλης κληρονομιαίας περιουσίας, είναι μικρότερο του 1/2 από την ευθύνη της, ως μίας εκ των δύο κληρονόμων της κληρονομιαίας περιουσίας του Α. Κ., υποχρεούται να καταβάλει πλέον της δικής της ωφέλειας και την ωφέλεια που αποκόμισε από την σύγχρηση του κοινού ακινήτου ο εν ζωή τότε Α. Κ. και συγκεκριμένα το ήμισυ της ωφέλειας αυτής (αφού ευθύνεται για την καταβολή των χρεών της κληρονομίας κατά το 1/2) κατ’ αποδοχή του σχετικού – πρώτου – λόγου της υπό στοιχ. Β’ έφεσης. Ειδικότερα, η εναγομένη – συγκοινωνός, που έκανε αρχικά σύγχρηση μαζί με τον Α. Κ. του κοινού πράγματος και στην συνέχεια, μετά τον θάνατο του τελευταίου αποκλειστική χρήση, οφείλει να καταβάλει στους ενάγοντες τα ακόλουθα ωφελήματα: Α) για το χρονικό διάστημα της πρώτης αγωγής (το οποίο και δεν υπέπεσε στην πενταετή παραγραφή κατά τα ανωτέρω αναγραφόμενα), ήτοι 1) από 1-1-2007 έως και τον Νοέμβριο του 2009, οπότε και απεβίωσε ο αδελφός της, Α. Κ.: α) στον πρώτο των εναγόντων εκκαλούντων της β’ έφεσης, το ποσό των 1.432,37 ευρώ {35 μήνες Χ 250 ευρώ, αφού κατά το χρονικό αυτό διάστημα η εναγομένη έκανε σύγχρηση του ακινήτου αυτού με τον αδελφό της, υπολογιζομένης αντιστοίχως της ωφέλειας: της μόνο κατά το ήμισυ της μισθωτικής αξίας του ακινήτου = 8.750 ευρώ 16,37% (3/8 Χ 107/245)} ευρώ, και β) στην δεύτερη των εφεσιβλήτων το των 954,62 ευρώ {35 μήνες Χ 250 ευρώ = 8.750 ευρώ Χ 10,91% (2/8 Χ 1071245)} 2) για το χρονικό διάστημα από 1-12-2009 ήτοι από τότε που η εναγομένη άρχισε να κάνει πλέον αποκλειστική χρήση του ακινήτου, μέχρι και 31-6-2010: α) στον πρώτο των εναγόντων – εφεσιβλήτων της α’ έφεσης, το ποσό των 572,95 ευρώ {7 μήνες Χ 500 ευρώ η μηνιαία μισθωτική αξία του ακινήτου = 3.500 ευρώ Χ 16,37% (3/8 Χ 107/245)} και β) στην δεύτερη των εναγόντων το ποσό των 381,85 ευρώ {7 μήνες Χ 500 ευρώ η μηνιαία μισθωτική αξία του ακινήτου = 3.500 ευρώ Χ 10,91°/ο (2/8 Χ 107/245)} και 3) για το χρονικό διάστημα της δεύτερης αγωγής, ήτοι από 1-7-2010 έως 31-5-2012: 1) στον πρώτο των εναγόντων (εκκαλούντων της β’ έφεσης), το ποσό των 1.129,53 ευρώ {23 μήνες Χ 300 ευρώ, που είναι η μηνιαία μισθωτική αξία του κοινού ακινήτου = 6.900 ευρώ Χ 16,37°/ο (3/8 Χ 107/245)} και β) στην δεύτερη των εναγόντων – εκκαλούντων της β’ έφεσης ( εφεσίβλητης της α’ έφεσης), το ποσό των 752,79 ευρώ {23 μήνες Χ 300 ευρώ που είναι η μηνιαία μισθωτική αξία του ακινήτου = 6.900 Χ 10,91% (2/8 Χ 107/245)}. Επιπροσθέτως, ως προαναφέρθηκε η εναγομένη (εκκαλούσα της α’ έφεσης) υποχρεούται να καταβάλει στους ενάγοντες (εκκαλούντες της β’ έφεσης) υπό την ιδιότητά της ως συγκληρονόμου του Α. Κ. και το ήμισυ της ωφέλειας που είχε αποκομίσει ο εν ζωή τότε Α. Κ. για το χρονικό διάστημα από 1-1-2007 (ας σημειωθεί ότι για το προηγούμενο χρονικό διάστημα οι αξιώσεις των εναγόντων έχουν υποπέσει στην πενταετή παραγραφή, κατά τα ανωτέρω αναγραφόμενα) έως και τον Νοέμβριο του 2009 και συγκεκριμένα: α) στον πρώτο των εφεσιβλήτων, το ποσό των 716,18 ευρώ { 35 μήνες Χ 250 ευρώ = 8750 ευρώ Χ 16,37% (3/8 Χ 107/245) Χ 1/2 η ευθύνη της για τα χρέη ως συγκληρονόμου της κληρονομιαίας περιουσίας του Α. Κ.} ευρώ, και β) στην δεύτερη των εφεσιβλήτων το ποσό των 447,31 ευρώ { 35 μήνες Χ 250 ευρώ = 8.750 ευρώ Χ 10,91% (2/8 Χ 107/245) Χ 1/2). Συνακόλουθα, για όλα τα παραπάνω χρονικά διαστήματα η αποδοτέα από την εναγομένη εκκαλούσα της α’ έφεσης στους ενάγοντες ωφέλεια ανέρχεται: α) για τον πρώτο των εφεσιβλήτων στο συνολικό ποσό των 3.851,03 ευρώ (1.432,37 + 572,95 + 1.129,53 +716,18 ) και β) για την δεύτερη των εναγόντων στο συνολικό ποσό των 2.566,57 ευρώ (954,62 + 381,85 + 752,79 + 477,31). ….”. Με τις σκέψεις του αυτές, το Μονομελές Πρωτοδικείο, που δίκασε ως Εφετείο, αφού έκρινε ότι “…το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που: α) απέρριψε (εν όλω) την ένσταση της εναγομένης περί παραγραφής των αξιώσεων των εναγόντων, δεχόμενο εν όλω την αντένσταση των εναγόντων περί διακοπής της παραγραφής, β) που έκρινε ότι η μισθωτική αξία του κοινού ακινήτου ήταν υψηλότερη επιδικάζοντας μεγαλύτερο ποσό ωφέλειας στους ενάγοντες, και γ) που έκρινε ότι η εναγομένη δεν υποχρεούταν σε απόδοση της ωφέλειας με την ιδιότητά της, ως κληρονόμου του Α. Κ., έσφαλε, ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων…”, δέχθηκε, ως ουσιαστικά βάσιμες τις εφέσεις των ήδη αναιρεσιβλήτων, εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση, κράτησε και συνεκδίκασε τις ένδικες αγωγές, τις δέχθηκε ως, εν μέρει, ουσιαστικά βάσιμες και υποχρέωσε την ήδη αναιρεσείουσα, εναγομένη να καταβάλλει: α) στον πρώτο των ήδη αναιρεσιβλήτων, εναγόντων το ποσό των 3.851,03 και β) στην δεύτερη αυτών το ποσό των 2.566,57 ευρώ, νομιμοτόκως. Έτσι, που έκρινε το Μονομελές Πρωτοδικείο, ως Εφετείο και, ειδικότερα, με το να δεχθεί: α) ότι η νομή μπορεί ν’ αποτελέσει αντικείμενο κοινωνίας. Ότι οι ήδη αναιρεσίβλητοι, ενάγοντες, ως κοινωνοί νομής στο ένδικο ακίνητο, έχουν αγώγιμο δικαίωμα απόληψης ανάλογης μερίδας από το όφελος, που η ήδη αναιρεσείουσα, εναγομένη, αποκόμισε, από την αποκλειστική χρήση του επίδικου κοινού, εκ μέρους της, έστω και αν οι αντίδικοί της δεν πρόβαλαν αξίωση για σύγχρηση. Ότι το όφελος αυτό συνίσταται στην αξία της χρήσης του. Και, συνακόλουθα, να την υποχρεώσει να τους καταβάλει, για την αιτίαν αυτή, τα αναφερόμενα στην αναιρεσιβαλλομένη ποσά και συγκεκριμένα: 1) για το χρονικό διάστημα από 01-01-2007, στον πρώτο 1.432,37 ευρώ και στη δεύτερη 954,62 ευρώ. 2) για το χρονικό διάστημα από 01-12-2009 έως και 31-06-2010. Και, 3) για το χρονικό διάστημα από 01-07-2010 μέχρι τις 31-05-2012. Δεν παραβίασε, ευθέως, με την έννοια της ψευδούς ερμηνείας, τις ανωτέρω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις και, ιδίως αυτές των άρθρων 961,962, 786 και 787 ΑΚ. Επομένως, ο περί του αντιθέτου, πρώτος αναιρετικός λόγος, από τον αριθμό 1 άρθρου 560 ΑΚ, κρίνεται αβάσιμος. β) Με το να δεχθεί, όμως, το ανωτέρω Δικαστήριο, ότι η ήδη αναιρεσείουσα, εναγομένη, ευθύνεται ως κληρονόμος του αποβιώσαντος την 23.11.2009 αδελφού της Α. Κ., ο οποίος μέχρι τον θάνατό του έκανε σύγχρηση του κοινού ακινήτου, για τα χρέη και υποχρεώσεις της κληρονομιάς του, και να την υποχρεώσει να καταβάλει στους ήδη αναιρεσίβλητους, ενάγοντες, υπό την ιδιότητά της αυτή, το ήμισυ της ωφέλειας, που είχε αποκομίσει ο εν ζωή τότε ανωτέρω αδελφός της (Α. Κ.), από τη σύγχρηση, με αυτή, του ενδίκου κοινού, για το χρονικό διάστημα από 1-1-2007 μέχρι και την ως άνω ημερομηνία θανάτου αυτού και συγκεκριμένα: α) στον πρώτο το ποσό των 716,18 ευρώ και στη δεύτερη το ποσό των 447,31 ευρώ, έλαβε υπόψη γεγονότα, που δεν περιείχοντο στην ένδικη αγωγή, για τη θεμελίωσή της, καθώς αυτή θεμελιωνόταν, αποκλειστικά, στην ευθύνη της ήδη αναιρεσείουσας, εναγομένης, ως κοινωνού προς απόδοση των ωφελημάτων, τα οποία έλαβε, προσωπικώς, από την, αποκλειστική, εκ μέρους της, χρήση του κοινού πράγματος, όχι δε και ως κληρονόμος του ανωτέρω, αποβιώσαντος, αδελφού της. Η πλημμέλεια αυτή έχει ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, αφού επηρεάζει το διατακτικό της αναιρεσιβαλλομένης, κατά το μέρος του, με βάση το οποίο υποχρεώθηκε η ήδη αναιρεσείουσα, εναγομένη, να καταβάλει στους ήδη αναιρεσίβλητους, ενάγοντες, με την ιδιότητά της ως κληρονόμου του Α. Κ., τα προαναφερθέντα χρηματικά ποσά. Επομένως, το Μονομελές Πρωτοδικείο, που δίκασε ως Εφετείο, υπέπεσε στην πλημμέλεια από τον αριθμό 5 άρθρου 560 ΚΠολΔ, που βάσιμα του αποδίδει η αναιρεσείουσα, με το δεύτερο αναιρετικό λόγο. Συνακόλουθα, πρέπει να αναιρεθεί, η αναιρεσιβαλλομένη, κατά το προαναφερθέν μέρος της.
Ακολούθως, η υπόθεση πρέπει να παραπεμφθεί, κατά το, ως άνω, αναιρεθέν μέρος της αναιρεσιβαλλομένης απόφασης, προς περαιτέρω εκδίκαση, στο ίδιο δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλον δικαστή, εκτός από εκείνη, που δίκασε, προηγουμένως (άρθρ. 580 παρ. 3 ΚΠολΔ). Περαιτέρω, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου, που έχει καταθέσει η αναιρεσείουσα, σ’ αυτήν (άρθρα 495 παρ. 3 εδαφ. ε’ του ΚΠολΔ, όπως ισχύει και εφαρμόζεται στην παρούσα υπόθεση μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του ν. 4335/2015, που ισχύει, κατ’ άρθρ. 1 άρθρο ένατο παρ. 2 και 4 αυτού, για τα κατατιθέμενα από την 1-1-2016 ένδικα μέσα). Τέλος, οι αναιρεσίβλητοι, που ηττήθηκαν, πρέπει να καταδικασθούν στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της αναιρεσείουσας, που νίκησε, κατά παραδοχή της βασιμότητας του σχετικού αιτήματος, που υπέβαλε αυτή, νομίμως, με τις ενώπιον του Αρείου Πάγου προτάσεις της (άρθρα 176, 183, 189 παρ. 1, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί, εν μέρει, την 99/2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Καρδίτσας, κατά το αναφερόμενο στο σκεπτικό της παρούσας απόφασης μέρος της.
Παραπέμπει την υπόθεση, κατά το, ως άνω, αναιρεθέν μέρος της, για περαιτέρω εκδίκαση, στο ίδιο, ως άνω, Δικαστήριο, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλο δικαστή, πλην εκείνης, που εξέδωσε την παραπάνω απόφαση. Διατάζει την επιστροφή στην αναιρεσείουσα του παραβόλου, που έχει καταθέσει, για την άσκηση της ένδικης αίτησης αναίρεσης.
Καταδικάζει τους αναιρεσίβλητους στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της αναιρεσείουσας, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων (1.000) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 12 Μαΐου 2021.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
(και τούτης αποχωρήσασας από την Υπηρεσία ο αρχαιότερος της συνθέσεως Αρεοπαγίτης και νυν Αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου)
Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 6 Ιουλίου 2021.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ
(και ήδη Αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου)
Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ