Επεμβάσεις στον πυρήνα της σύμβασης εργασίας προϋποθέτουν συμφωνία των μερών και μπορούν να επιδιωχθούν μόνο με προσφυγή στην τροποποιητική καταγγελία, η οποία υπόκειται σε ευρύ δικαστικό έλεγχο.
Οι ρήτρες ανάκλησης μισθολογικών παροχών δεν είναι έγκυρες όταν θίγουν τον πυρήνα της σύμβασης εργασίας και όταν η αυξομείωση αυτών αφήνεται στην απόλυτη κρίση του εργοδότη.
Ο πυρήνας της σύμβασης θίγεται όταν ουσιώδη στοιχεία της υπόκεινται στη μονομερή από την πλευρά του εργοδότη μεταβολή, μέσω της οποίας διαταράσσεται σημαντικά η ισορροπία παροχής και αντιπαροχής.
Επεμβάσεις στον πυρήνα της σύμβασης εργασίας προϋποθέτουν συμφωνία των μερών και μπορούν να επιδιωχθούν μόνο με προσφυγή στην τροποποιητική καταγγελία, η οποία υπόκειται σε ευρύ δικαστικό έλεγχο.
Εάν, αντίθετα, δεχθούμε ότι ως προς όλες τις παροχές, ανεξάρτητα από το είδος, την έκτασή τους και τη σημασία που έχουν για την ανταλλακτική σχέση, μπορεί εγκύρως να συμφωνείται δικαίωμα ανάκλησης, τότε θα οδηγούμασταν στην ανεξέλεγκτη μετακύλιση οικονομικών κινδύνων στον εργαζόμενο και στην καταστρατήγηση του δικαίου της καταγγελίας ως δικαίου προστασίας της υπόστασης και του περιεχομένου της σύμβασης.
Ο απόλυτα προστατευμένος πυρήνας της σύμβασης εργασίας, ως προς τον οποίο δεν επιτρέπεται να επιφυλάξει ο εργοδότης για τον εαυτό του δικαίωμα μονομερούς διαμόρφωσης και διάκρισής του από όρους που ανήκουν στην περιφέρεια της σύμβασης, ως προς την οποία η δυνατότητα αυτή είναι επιτρεπτή, δεν μπορεί να προσδιορισθεί γενικά και αφηρημένα για όλες τις συμβάσεις εργασίας, αλλά πάντα εν όψει μιας συγκεκριμένης σύμβασης.
Κρίσιμα κριτήρια είναι το είδος της παροχής, το ύψος της, το ύψος του μισθού που παραμένει μετά την ανάκληση, καθώς και η θέση του εργαζομένου στην επιχείρηση.
Θα μπορούσε να γίνει δεκτός ο κανόνας, ότι ο πυρήνας της σύμβασης εργασίας θίγεται όταν οι ρήτρες ανάκλησης αφορούν παροχές που υπερβαίνουν το 25% των συνολικών αποδοχών.
Με τον περιορισμό αυτόν, αφενός, παραμένει ένα όχι ασήμαντο τμήμα του μισθού ανακλητό ώστε να ικανοποιούνται τα εργοδοτικά συμφέροντα για ελαστικοποίηση στη διαμόρφωση της μισθολογικής πολιτικής και, αφετέρου, προστατεύεται ο εργαζόμενος από την επιδίωξη μετακύλισης σε σημαντικό βαθμό κινδύνων που πρέπει να φέρει ο εργοδότης.
Ρήτρες που επιφυλάσσουν στον εργοδότη δικαίωμα ανάκλησης μισθολογικών παροχών σε μεγαλύτερη έκταση είναι καταχρηστικές και συνεπώς άκυρες.
Σε ένα επόμενο στάδιο ρήτρες που επιφυλάσσουν στον εργοδότη δικαίωμα ανάκλησης είναι άκυρες ως καταχρηστικές όταν δεν εξαρτούν το δικαίωμα ανάκλησης από τη συνδρομή αντικειμενικών λόγων, οι οποίοι θα πρέπει να είναι ειδικοί και σοβαροί.
Οι ρήτρες επιφύλαξης ελευθεριότητας, όπως και οι ρήτρες που περιέχουν δικαίωμα ανάκλησης, θα πρέπει να είναι διατυπωμένες έτσι, ώστε να ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις που θέτει η αρχή της διαφάνειας, θα πρέπει δηλαδή να είναι σαφές για τον εργαζόμενο ότι ως προς τη συγκεκριμένη παροχή ο εργοδότης θέλει να αποκλείσει κάθε αξίωση για το μέλλον.
Έτσι, θα πρέπει να είναι σαφές ποιες παροχές καλύπτονται από ελευθεριότητα και ποιες όχι.
Ρήτρες που συχνά συναντώνται σε έντυπες συμβάσεις εργασίας και ορίζουν αόριστα ότι παροχές πέρα από τις νόμιμες καταβάλλονται από ελευθεριότητα και ανακαλούνται οποτεδήποτε ελεύθερα δεν πληρούν τις απαιτήσεις της αρχής της διαφάνειας και για τον λόγο αυτό είναι άκυρες ως καταχρηστικές.
Κρίση ότι είναι άκυρη ως καταχρηστική ρήτρα η οποία έδινε στον εργοδότη τη δυνατότητα να περικόψει τον μισθό υπαλλήλου του σε ποσοστό πάνω από 60%, η γενομένη δε μισθολογική περικοπή δυνάμει της εν λόγω ρήτρας συνιστά μονομερή βλαπτική μεταβολή.
Και τούτο, όχι μόνο διότι δι’ αυτής θιγόταν ο πυρήνας της σύμβασης εργασίας, αλλά και επειδή παραβιαζόταν η αρχή της διαφάνειας (Απόφαση Μον. Πρωτ. Πειραιά «Επιθεώρησις Εργατικού Δικαίου», τόμος 81ος (2022), σελ. 217 και Μελέτη Δημήτρη Ζερδελή, ΕΕργΔ 2022, σ. 105 επ.).