321/2022 ΔΠΡΗΡΑΚΛΕΙΟΥ (ΤΡΙΜΕΛΕΣ) – Μη ύπαρξη συνάφειας μεταξύ διαφορετικών καταλογιστικών πράξεων, εκ μόνου του γεγονότος ότι ασκήθηκε κοινή ενδικοφανής προσφυγή κατά αυτών, ακόμα κι αν το αρμόδιο διοικητικό όργανο στο οποίο απευθύνεται η ενδικοφανής αυτή προσφυγή απάντησε με ενιαίο έγγραφο ή παρέλειψε να απαντήσει, οπότε τεκμαίρεται η απόρριψή της. Ύπαρξη περισσότερων πράξεων ή απαντήσεων ή τεκμαιρόμενων απορριπτικών αποφάσεων της αρμόδιας αρχής. Δεν συντρέχει περίπτωση συνάφειας μεταξύ καταλογιστικών πράξεων με τις οποίες επιβάλλονται διαφορετικά φορολογικά βάρη ή πρόστιμα, έστω και αν αφορούν την ίδια διαχειριστική περίοδο, γιατί στηρίζονται σε διαφορετική νομική βάση και η νομιμότητα της μιας δεν ασκεί επιρροή στη νομιμότητα της άλλης. Χωρισμός του δικογράφου. Επίδοση με θυροκόλληση λόγω μη εύρεσης του προς ον η επίδοση και των προσώπων στα οποία κατά νόμο δύναται να γίνει η παράδοση του επιδοτέου εγγράφου, η παράλειψη μνείας της ώρας επίδοσης στην σχετική έκθεση συνεπάγεται την ακυρότητά της, καθόσον στην περίπτωση αυτή δεν μπορεί να ελεγχθεί αν η επίδοση έγινε εντός των επιτρεπόμενων χρονικών ορίων (7 το πρωί έως 7 το βράδυ, ενώ για την ταυτότητα του νομικού λόγου σε ημέρα ημιαργίας εφόσον διενεργείται μετά τη 13η μεταμεσημβρινή ώρα), και επιπλέον δεν μπορεί να συναχθεί συναίνεση του προς ον η επίδοση, η οποία και μόνον θα καθιστούσε έγκυρη την επίδοση ακόμη και εκτός των επιτρεπομένων από το νόμο χρονικών ορίων. Άκυρη επίδοση, μη νόμιμη διακοπή της πενταετούς παραγραφής της επίδικης φορολογικής αξίωσης.
ΤΟ
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ
Α΄ ΤΜΗΜΑ
ΤΡΙΜΕΛΕΣ
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό στις 17 Νοεμβρίου 2021, με δικαστές τις: Κωνσταντίνα Γκαβαρδίνα, Πρόεδρο Πρωτοδικών Δ.Δ., Κατερίνα Τσιμινάκη και Μαρία Εξηνταβελώνη (Εισηγήτρια), Πρωτοδίκες Δ.Δ., και γραμματέα την Αριστέα Καλογεράκη, δικαστική υπάλληλο,
για να δικάσει την προσφυγή με ημερομηνία κατάθεσης 14.12.2020 (ΠΡ …/…),
τ ο υ ……… ……… του ……, κατοίκου Ηρακλείου (……. ………), ο οποίος παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του Εμμανουήλ Βοργιά,
κ α τ ά του Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται από τον Προϊστάμενο της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών (ΔΕΔ) της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ), ο οποίος δεν παραστάθηκε,
Κατά τη συζήτηση, ο διάδικος που παραστάθηκε, ανέπτυξε τους ισχυρισμούς του και ζήτησε όσα αναφέρονται στα πρακτικά.
Μετά τη συνεδρίαση το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη.
Αφού μελέτησε τη δικογραφία.
Σκέφθηκε κατά τον Νόμο.
1.Επειδή, με την κρινόμενη προσφυγή, για την οποία καταβλήθηκε παράβολο συνολικού ύψους 831,28 ευρώ (βλ. τα με αριθμό 361124991951 0212 0070 και 438754086952 0117 0087 e-Παράβολα της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων, ποσού 277,09 ευρώ και 554,19 ευρώ, αντίστοιχα), ο προσφεύγων ζητεί την ακύρωση, της 2038/30.9.2020 απόφασης του Προϊσταμένου της ΔΕΔ της ΑΑΔΕ, με την οποία απορρίφθηκε η 2829/22.1.2020 ενδικοφανής προσφυγή του κατά των: α) 1533/19.12.2019 οριστικής πράξης διορθωτικού προσδιορισμού φόρου εισοδήματος, οικονομικού έτους 2014, του Προϊσταμένου της ΔΟΥ Ηρακλείου, με την οποία καταλογίστηκε σε βάρος του διαφορά κύριου φόρου εισοδήματος ύψους 17.658,54 ευρώ, πρόσθετος φόρος ύψους 17.981,69 ευρώ, λόγω υποβολής ανακριβούς δήλωσης, ειδική εισφορά αλληλεγγύης ύψους 1.835,94 ευρώ και συνολικά ποσό 37.476,17 ευρώ, β) 1534/19.12.2019 οριστικής πράξης διορθωτικού προσδιορισμού φόρου προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ) διαχειριστικής περιόδου 01.01.2013 – 31.12.2013 του Προϊσταμένου της ΔΟΥ Ηρακλείου, με την οποία καταλογίστηκε σε βάρος του χρεωστικό υπόλοιπο ΦΠΑ ύψους 20.562,99 ευρώ, κατά την ως άνω διαχειριστική περίοδο, πρόσθετος φόρος ύψους 21.089,41 ευρώ, λόγω υποβολής ανακριβούς δήλωσης και συνολικά ποσό 41.652,40 ευρώ και γ) 1535/19.12.2019 πράξης επιβολής προστίμου του άρθρου 7 παρ. 3 και 5 του ν. 4337/2015 (Α΄ 129) του ίδιου ως άνω Προϊσταμένου, με την οποία επιβλήθηκε σε βάρος του πρόστιμο ύψους 4.000,00 ευρώ, λόγω παραβάσεως των διατάξεων του άρθρου 13 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας.
2. Επειδή, εξάλλου, νομίμως εχώρησε η συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, χωρίς να παρίσταται το καθ’ ου η προσφυγή, το οποίο κλητεύθηκε νομίμως και εμπροθέσμως για την παρούσα δικάσιμο (βλ. τo από 17.8.2021 αποδεικτικό κοινοποίησης του Υπαρχιφύλακα ……. …….).
3. Επειδή, ο Κώδικας Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999, Α΄ 97, ΚΔΔ) ορίζει στο άρθρο 35 ότι: «Το δικαστήριο ελέγχει και αυτεπαγγέλτως τη συνδρομή των διαδικαστικών προϋποθέσεων» και στο άρθρο 63, μεταξύ άλλων, τα εξής: «1. Με την επιφύλαξη όσων ορίζονται σε ειδικές διατάξεις του Κώδικα, οι εκτελεστές ατομικές διοικητικές πράξεις ή παραλείψεις, από τις οποίες δημιουργούνται κατά νόμο διοικητικές διαφορές ουσίας, υπόκεινται σε προσφυγή. 2. … 3. Στις περιπτώσεις που από το νόμο προβλέπεται, κατά της πράξης ή παράλειψης, διοικητική προσφυγή, η οποία ασκείται, μέσα σε ορισμένη προθεσμία, ενώπιον του ίδιου ή ιεραρχικώς προϊσταμένου ή άλλου ειδικώς κατεστημένου, οργάνου, και συνεπάγεται τον έλεγχο της πράξης ή παράλειψης κατά το νόμο και την ουσία (ενδικοφανής προσφυγή), το ένδικο βοήθημα της προσφυγής ασκείται παραδεκτώς μόνο κατά της πράξης που εκδίδεται για την ενδικοφανή προσφυγή. … 4. Αν παρέλθει η προθεσμία που τάσσει τυχόν ειδικώς ο νόμος προς έκδοση απόφασης για την ενδικοφανή προσφυγή ή, σε περίπτωση που δεν τάσσεται τέτοια προθεσμία, αν παρέλθει άπρακτο τρίμηνο από την άσκησή της, το ένδικο βοήθημα της προσφυγής ασκείται κατά της, τεκμαιρόμενης από την πάροδο της προθεσμίας, απόρριψης της ενδικοφανούς προσφυγής. 5. …». Περαιτέρω, στο άρθρο 122 του ιδίου Κώδικα, όπως η παρ. 2 αυτού αντικαταστάθηκε από το άρθρο 26 του ν. 3900/2010 (Α’ 213), ορίζεται ότι: «1. Κοινό ένδικο βοήθημα μπορεί να ασκηθεί από τον ίδιο διάδικο για συναφείς πράξεις, παραλείψεις ή υλικές ενέργειες, εφόσον το δικαστήριο είναι ως προς όλες κατά τόπο αρμόδιο. 2. Συναφείς είναι οι πράξεις και οι παραλείψεις: α) όταν στηρίζονται στην ίδια νομική και στην ίδια κατά τα ουσιώδη στοιχεία πραγματική βάση ή β) όταν η νομιμότητα της μιας ασκεί επιρροή στη νομιμότητα της άλλης. Στις φορολογικές διαφορές, η συνάφεια δεν αίρεται εκ μόνου του λόγου ότι οι πράξεις αναφέρονται σε διαφορετικά έτη. 3. … 5. Αν δεν συντρέχουν, ως προς όλες τις πράξεις, παραλείψεις ή υλικές ενέργειες, οι προϋποθέσεις των παρ. 1 – 3 κατά περίπτωση, εφαρμόζονται αναλόγως όσα ορίζονται στην παρ. 2 του άρθρου 121. 6. Για το χωρισμό του κοινού δικογράφου εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις της παρ. 4 του άρθρου 115. …», στο άρθρο 121, όπως οι παρ. 2 και 3 αυτού αντικαταστάθηκαν από την παρ. 4 του άρθρου 22 του ν. 3226/2004 (Α’ 24), ότι: «1. … 2. Αν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις ομοδικίας, το ένδικο βοήθημα κρατείται ως προς τον πρώτο και τους ομοδίκους με αυτόν και διατάσσεται ο χωρισμός του ως προς τους υπόλοιπους. 3. Με την απόφαση που διατάσσει το χωρισμό προσδιορίζονται, κατά προτίμηση, σε συγκεκριμένη δικάσιμο, για να δικαστούν οι χωριζόμενες υποθέσεις.» και στο άρθρο 115, όπως η παρ. 1 αυτού αντικαταστάθηκε από το άρθρο 22 παρ. 1 του ν. 3226/2004 και η παρ. 4 αναριθμήθηκε σε 5 με την παρ.1 του άρθρου 11 του ν. 2944/2001 (Α’ 222), ότι: «1. Περισσότεροι μπορούν, με το ίδιο δικόγραφο, να ασκήσουν κοινή προσφυγή κατά της ίδιας πράξης ή παράλειψης, εφόσον οι λόγοι που προβάλλουν στηρίζονται σε όμοια κατά τα ουσιώδη στοιχεία νομική και πραγματική βάση, … 5. Κάθε ομόδικος έχει δικαίωμα, κατά χωρισμό του κοινού δικογράφου ως την πρώτη συζήτηση, να ασκήσει νέο ένδικο βοήθημα, οπότε ως χρονολογία άσκησής του θεωρείται εκείνη του κοινού δικογράφου».
4. Επειδή, από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται ότι, προκειμένου να συντρέχει συνάφεια περισσότερων διοικητικών πράξεων, πρέπει αυτές να στηρίζονται στην ίδια νομική και στην ίδια κατά τα ουσιώδη στοιχεία πραγματική βάση ή η νομιμότητα της μιας να ασκεί επιρροή επί της νομιμότητας της άλλης. Εξάλλου, ταυτότητα νομικής βάσης δεν συντρέχει στην περίπτωση που με διαφορετικές πράξεις καταλογίζονται διαφορετικοί φόροι ή πρόστιμα στον ίδιο υπόχρεο κατ’ εφαρμογή διαφορετικών διατάξεων, ενώ ταυτότητα κατά τα ουσιώδη στοιχεία πραγματικής βάσης δεν συντρέχει όταν οι διαφορετικές πράξεις του ίδιου φορολογικού αντικειμένου στηρίζονται σε εντελώς διαφορετικά πραγματικά περιστατικά, για τα οποία απαιτείται ιδιαίτερη εξέταση και κρίση από το δικαστήριο. Όταν διαπιστωθεί ότι δεν συντρέχουν οι κατά τα ανωτέρω προϋποθέσεις της συνάφειας μεταξύ των περισσοτέρων καταλογιστικών πράξεων της φορολογικής αρχής, κατά των οποίων έχει ασκηθεί ενδικοφανής προσφυγή, το δικαστήριο κρατεί και δικάζει την προσβληθείσα με την προσφυγή απορριπτική της ενδικοφανούς προσφυγής απόφαση ως προς την πρώτη από τις προσβαλλόμενες με την ενδικοφανή προσφυγή πράξεις και τις τυχόν συναφείς με αυτήν, όπως προβλέπεται από την παρ. 2 του άρθρου 121 του ίδιου Κώδικα, αναβάλλει δε σε ρητή δικάσιμο την εκδίκαση των υπόλοιπων κεφαλαίων της απορριπτικής απόφασης που αφορούν τις επόμενες μη συναφείς πράξεις, διατηρώντας, πάντως, την ευχέρεια να αναβάλει τις υποθέσεις για το σύνολο των προσβαλλόμενων πράξεων (βλ. ΣτΕ 4/2004 Διοικ. Ολομ., 3691/2004) και διατάσσει τον χωρισμό του αρχικού δικογράφου ως προς τα κεφάλαια αυτά, με κατάθεση αυτοτελούς δικογράφου, το οποίο αφορά κάθε μία μη συναφή καταλογιστική πράξη, εντός τριακονθήμερης προθεσμίας από την κοινοποίηση της σχετικής απόφασης. Σε περίπτωση που, εντός της εν λόγω προθεσμίας, δεν κατατεθεί νομοτύπως – με καταβολή και του αντίστοιχου παραβόλου – αυτοτελής προσφυγή, κατά χωρισμό της αρχικής, για τα ως άνω κεφάλαια της απορριπτικής απόφασης που αναφέρονται στις πράξεις που δεν είναι συναφείς με την προτασσόμενη στην ενδικοφανή προσφυγή, τότε, ως προς τα κεφάλαια αυτά, η προσφυγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη (βλ. ΣτΕ 4/2004 Διοικ. Ολομ, πρβλ. ΣτΕ 1874/2019 επταμ., 4354/2013, 2136/2011 επταμ., 1105/2009, κ.ά.).
5. Επειδή, περαιτέρω, όπως συνάγεται από τις διατάξεις του άρθρου 63 παρ. 3 και 4 του ΚΔΔ, σε περίπτωση άσκησης ενδικοφανούς προσφυγής κατά της διοικητικής πράξης ή παράλειψης, που συνεπάγεται τον έλεγχο της εν λόγω πράξης ή παράλειψης κατά το νόμο και την ουσία, η προσφυγή ασκείται παραδεκτώς μόνο κατά της πράξης που εκδίδεται για την ενδικοφανή προσφυγή, η οποία είναι και η μόνη εκτελεστή πράξη στην οποία ενσωματώνεται η αρχικώς εκδοθείσα πράξη ή παράλειψη (πρβλ. ΣτΕ 2042/2013, 1924/2013, 2960/2012, 2037/2011, Διοικ.Εφ.Αθ. 857/2021). Περαιτέρω, σε περίπτωση άσκησης κοινής ενδικοφανούς προσφυγής κατά περισσοτέρων καταλογιστικών πράξεων της φορολογικής αρχής, ακόμα κι αν το αρμόδιο διοικητικό όργανο στο οποίο απευθύνεται η ενδικοφανής αυτή προσφυγή απάντησε με ενιαίο έγγραφο ή παρέλειψε να απαντήσει, οπότε τεκμαίρεται η απόρριψή της, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, και στην περίπτωση αυτή, υπάρχουν περισσότερες πράξεις ή απαντήσεις ή τεκμαιρόμενες απορριπτικές αποφάσεις της αρμόδιας αρχής, οι οποίες δεν δύνανται να θεωρηθούν συναφείς εκ μόνου του λόγου ότι περιελήφθησαν στο ίδιο έγγραφο ή εκδόθηκαν με κοινό αριθμό πρωτοκόλλου ή θεωρείται ότι απορρίφθηκαν σιωπηρώς με την ίδια τεκμαιρόμενη απόρριψη της ενδικοφανούς προσφυγής που ασκήθηκε κατά αυτών (πρβλ. ΣτΕ 172/2018 επταμ., 2934/2017 επταμ., κ.ά.). Συνεπώς, δεν ασκείται παραδεκτώς κοινή προσφυγή κατά της απορριπτικής απόφασης ή της τεκμαιρόμενης απόρριψης από το αρμόδιο όργανο της ενδικοφανούς προσφυγής που ασκήθηκε κατά μη συναφών πράξεων (βλ. Διοικ.Εφ.Αθ. 4413/2020, 1504/2020, 1340/2019 κ.ά.). Εξάλλου, περίπτωση συνάφειας δεν συντρέχει μεταξύ καταλογιστικών πράξεων με τις οποίες επιβάλλονται διαφορετικά φορολογικά βάρη ή πρόστιμα, όπως π.χ. φόρος εισοδήματος και ΦΠΑ ή πρόστιμα του ΚΒΣ, έστω και αν αφορούν την ίδια διαχειριστική περίοδο, γιατί στηρίζονται σε διαφορετική νομική βάση και η νομιμότητα της μιας δεν ασκεί επιρροή στη νομιμότητα της άλλης (πρβλ. Διοικ.Εφ.Αθ. 4847/2017).
6. Επειδή, κατά τα εκτεθέντα ως άνω και σύμφωνα με τις προδιαληφθείσες διατάξεις, όπως αυτές ερμηνεύθηκαν, το Δικαστήριο λαμβάνει καταρχήν υπ’ όψιν ότι η προσβαλλόμενη 2038/30.9.2020 απόφαση του Προϊσταμένου της ΔΕΔ της ΑΑΔΕ, με την οποία απορρίφθηκε η 2829/22.1.2020 ενδικοφανής προσφυγή του ήδη προσφεύγοντος, αναλύεται σε τόσες επί μέρους ρητές απορριπτικές πράξεις όσες και οι προσβληθείσες με την ενδικοφανή προσφυγή. Οι πράξεις δε αυτές, με τις οποίες επιβάλλονται διαφορετικά φορολογικά βάρη ή πρόστιμα, κατ’ εφαρμογή διατάξεων διαφορετικών νομοθετημάτων, δεν παρίστανται συναφείς μεταξύ τους, καθότι ερείδονται σε διαφορετικές νομικές βάσεις, η δε νομιμότητα της μιας δεν ασκεί, καταρχήν, επιρροή στη νομιμότητα της άλλης. Συνακόλουθα, δεν είναι συναφείς μεταξύ τους ούτε οι επί μέρους ρητές απορριπτικές πράξεις επί της ασκηθείσας ενδικοφανούς προσφυγής, στις οποίες αναλύεται η προσβαλλόμενη απόφαση του Προϊσταμένου της ΔΕΔ της ΑΑΔΕ. Κατόπιν τούτων, το Δικαστήριο άγεται στην κρίση ότι πρέπει να κρατήσει την κρινόμενη προσφυγή, καθ’ ο μέρος με αυτήν προσβάλλεται η 2038/30.9.2020 απόφαση του Προϊσταμένου της ΔΕΔ της ΑΑΔΕ, με την οποία απορρίφθηκε η 2829/22.1.2020 ενδικοφανής προσφυγή του προσφεύγοντος κατά της – προτασσόμενης στο παρόν δικόγραφο – 1533/19.12.2019 οριστικής πράξης διορθωτικού προσδιορισμού φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων του Προϊσταμένου της ΔΟΥ Ηρακλείου και, περαιτέρω, να διατάξει τον χωρισμό του δικογράφου της προσφυγής ως προς τα λοιπά κεφάλαια της προσβαλλόμενης 2038/30.9.2020 απόφασης που αφορούν τις υπόλοιπες, μη συναφείς μεταξύ τους, καταλογιστικές πράξεις επιβολής προστίμου ΦΠΑ και επιβολής προστίμου του άρθρου 7 του ν. 4337/2015 του ιδίου, ως άνω, Προϊσταμένου. Για τα κεφάλαια δε αυτά, απαιτείται η κατάθεση αυτοτελών δικογράφων – με πιστή μεταφορά του αντίστοιχου μέρους του υπό κρίση αρχικού δικογράφου (πρβλ. ΣτΕ 2519/2002, Διοικ.Εφ.Αθ. 3439/2021) – εντός προθεσμίας τριάντα (30) ημερών από την κοινοποίηση της παρούσας απόφασης στον προσφεύγοντα, με την καταβολή του αντίστοιχου οφειλόμενου αναλογικού παραβόλου και την προσκόμιση του οικείου ειδικού σημειώματος υπολογισμού παραβόλου, κατ’ άρθρο 277 παρ. 3 του ΚΔΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 37 του ν. 4446/2016 (Α΄ 240), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό. Περαιτέρω, όσον αφορά το ως άνω κρατηθέν κεφάλαιο της προσφυγής, ενόψει του ότι αυτή έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, έχει δε καταβληθεί το νόμιμο αναλογικό παράβολο ύψους 374,76 ευρώ (37.476,17 ευρώ Χ 1%), πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί στην ουσία. Το δε επιπλέον ποσό των 456,52 ευρώ (831,28 ευρώ – 374,76 ευρώ) πρέπει να επιστραφεί στον προσφεύγοντα, ως αχρεωστήτως καταβληθέν (άρθρο 277 παρ. 11 ΚΔΔ), ανεξάρτητα από την έκβαση της δίκης.
7. Επειδή, περαιτέρω, στο άρθρο 68 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (ΚΦΕ), που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2238/1994 (Α΄ 151) και ίσχυε κατά τον κρίσιμο, εν προκειμένω, χρόνο, μετά την τροποποίησή του με την παράγραφο 1 του άρθρου 13 του ν. 3522/2006 (Α΄ 276), ορίζεται ότι: «1. Με βάση τα αποτελέσματα του ελέγχου ο προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας εκδίδει φύλλα ελέγχου προσδιορισμού του φόρου, … 2. Φύλλο ελέγχου και αν ακόμη έγινε οριστικό δεν αποκλείει την έκδοση και κοινοποίηση συμπληρωματικού φύλλου ελέγχου, αν: α) από συμπληρωματικά στοιχεία, που περιήλθαν σε γνώση του προϊσταμένου της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας, εξακριβώνεται ότι το εισόδημα του φορολογουμένου υπερβαίνει αυτό που έχει περιληφθεί στο προηγούμενο φύλλο ελέγχου, β) η δήλωση που υποβλήθηκε ή τα έντυπα ή οι καταστάσεις που τη συνοδεύουν αποδεικνύονται ανακριβή ή γ) περιέλθουν σε γνώση του προϊσταμένου της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας στοιχεία βάσει της αμοιβαίας διοικητικής συνδρομής από φορολογικές ή τελωνειακές αρχές άλλων Κρατών – Μελών της Ε.Ε. ή τρίτων χωρών που αποδεικνύονται ανακριβείς οι συναλλαγές, έστω και αν αυτά ζητήθηκαν πριν από την έκδοση του οριστικού φύλλου ελέγχου ή δ) (όπως η περίπτωση αυτή προστέθηκε με την παρ.7 άρθρου 37 Ν. 4141/2013, Α΄ 81) περιέλθουν στις φορολογικές αρχές στοιχεία κατ` εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου 9 του άρθρου 26 του ν. 3728/2008 (Α` 258). …». Περαιτέρω, στο άρθρο 84 του ΚΦΕ ορίζεται ότι: «1. Η κοινοποίηση φύλλου ελέγχου… δεν μπορεί να γίνει μετά την πάροδο πενταετίας από το τέλος του έτους μέσα στο οποίο λήγει η προθεσμία για την επίδοση της δήλωσης. Το δικαίωμα του Δημοσίου για επιβολή του φόρου παραγράφεται μετά την πάροδο της πενταετίας. 2. … 4. Το δικαίωμα του Δημοσίου για την ενέργεια αρχικής ή συμπληρωματικής φορολογικής εγγραφής και την επιβολή φόρων, πρόσθετων φόρων, για φορολογικές παραβάσεις, παραγράφεται μετά την πάροδο δεκαετίας, εφόσον η μη ενάσκησή του, έστω και κατά ένα μέρος, οφείλεται: α) … β) Σε οποιαδήποτε από τις περιπτώσεις που αναφέρονται στην παρ.2 του άρθρου 68. Όταν τα συμπληρωματικά στοιχεία περιέρχονται στον προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας το τελευταίο έτος της παραγραφής, ο χρόνος αυτής παρατείνεται για ένα ακόμη ημερολογιακό έτος. 5. Αν δεν υποβληθεί δήλωση φορολογίας εισοδήματος ή δήλωση απόδοσης παρακρατουμένων φόρων … το δικαίωμα του Δημοσίου να κοινοποιήσει το φύλλο ελέγχου … παραγράφεται μετά την πάροδο δεκαπέντε (15) ετών από τη λήξη της προθεσμίας για την επίδοση της δήλωσης …». Με την παράγραφο 6 του άρθρου 13 του ν. 3522/2006 (Α΄ 276) που ισχύει, σύμφωνα με την περ. ιγ του άρθρου 39, από την δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης, η περίπτωση β της παραγράφου 4 του άρθρου 84 του ΚΦΕ αντικαταστάθηκε ως εξής: «β) Σε οποιαδήποτε από τις περιπτώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του άρθρου 68, ανεξάρτητα από το εάν έχει εκδοθεί και κοινοποιηθεί ή όχι αρχικό φύλλο ελέγχου». Εξάλλου, διατάξεις που αφορούν παραγραφή αξιώσεων παρελθόντων ετών περιέλαβε και ο Κώδικας Φορολογικής Διαδικασίας (ν. 4174/2013, Α΄ 170/26.07.2013 – έναρξη ισχύος του, από την 01.01.2014, σύμφωνα με το άρθρο 67 του νόμου αυτού, που αναριθμήθηκε στην συνέχεια σε άρθρο 73, ΚΦΔ). Ειδικότερα, σύμφωνα με τον κανόνα της παραγράφου 1 του άρθρου 36 του εν λόγω Κώδικα, η έκδοση πράξεως διοικητικού, εκτιμώμενου ή διορθωτικού προσδιορισμού του φόρου εκδίδεται εντός πέντε ετών από την λήξη του έτους εντός του οποίου λήγει η προθεσμία υποβολής δήλωσης, ενώ με το άρθρο 72 παρ. 1 και 11 του ίδιου Κώδικα (πρώην άρθρο 66 που αναριθμήθηκε σε άρθρο 72 με το άρθρο 8 του ν. 4337/2015, Α΄ 129), όπως η παράγραφος 11 προστέθηκε με το άρθρο 50 παρ. 1 του ν. 4223/2013 (Α΄ 287) και συμπληρώθηκε με την περίπτωση 18 β της υποπαραγράφου Δ.2 του άρθρου πρώτου του ν. 4254/2014 (Α΄ 85/07.04.2014), προβλέπεται ότι: «1. Μετά την 1.1.2014, για υποθέσεις προσωρινού ή οριστικού φορολογικού ελέγχου, που αφορά χρήσεις, περιόδους, φορολογικές υποθέσεις ή υποχρεώσεις πριν από την έναρξη ισχύος του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας, εκδίδεται πράξη διορθωτικού προσδιορισμού του φόρου. Για όσα αφορούν τα σχετικά με την έκδοση της πράξης εφαρμόζονται οι διατάξεις του Κώδικα. … 11. Διατάξεις περί παραγραφής του δικαιώματος του Δημοσίου να κοινοποιεί φύλλα ελέγχου και πράξεις προσδιορισμού φόρου, τελών, εισφορών, προστίμων, προϊσχύουσες του άρθρου 36 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας, εξακολουθούν να έχουν εφαρμογή για τις χρήσεις, τις περιόδους, τις υποθέσεις και τις φορολογικές υποχρεώσεις τις οποίες αφορούν. …».
8. Επειδή, κατά συνέπεια, η προβλεπόμενη ως κανόνας από τις προαναφερθείσες διατάξεις του ΚΦΕ προθεσμία παραγραφής του δικαιώματος του Δημοσίου για τη βεβαίωση φόρων εισοδήματος, για υποθέσεις αναγόμενες στη διαχειριστική περίοδο 1/1 – 31/12/2013 είναι πενταετής, αρχίζει στις 31/12/2014 και λήγει στις 31/12/2019, διακόπτεται δε μόνο εφόσον εντός της προθεσμίας αυτής λάβει χώρα έκδοση και έγκυρη κοινοποίηση στον υπόχρεο της οικείας, κατά περίπτωση, καταλογιστικής πράξης. Σε περίπτωση, όμως, που η γενόμενη κοινοποίηση πάσχει λόγω ακυρότητας, η διαδρομή του χρόνου της παραγραφής δεν διακόπτεται και το δικαίωμα του Δημοσίου παραγράφεται με τη συμπλήρωση της πενταετίας, στις 31/12/2019.
9. Επειδή, εξάλλου, ο Κώδικας Φορολογικής Διαδικασίας ορίζει στο άρθρο 5, όπως αυτό αντικαταστάθηκε από το άρθρο 39 παρ. 8 του ν. 4223/2013, ότι: «1. Η κοινοποίηση πράξεων που εκδίδει, σύμφωνα με τον Κώδικα, η Φορολογική Διοίκηση προς φορολογούμενο ή άλλο πρόσωπο, γίνεται εγγράφως ή ηλεκτρονικώς. 2. Εάν η πράξη αφορά φυσικό πρόσωπο, η κοινοποίηση συντελείται εφόσον: α) κοινοποιηθεί ηλεκτρονικά, σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις του ν. 3979/2011 ή στο λογαριασμό του εν λόγω προσώπου ή του νομίμου αντιπροσώπου του ή του φορολογικού εκπροσώπου του στο πληροφοριακό σύστημα της Φορολογικής Διοίκησης, την οποία ακολουθεί ηλεκτρονική ειδοποίηση στη δηλωθείσα διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου του, β) αποσταλεί με συστημένη επιστολή στην τελευταία δηλωθείσα ταχυδρομική διεύθυνση κατοικίας ή επαγγελματικής εγκατάστασης του εν λόγω προσώπου, ή γ) επιδοθεί στο εν λόγω πρόσωπο, κατά τις διατάξεις του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, μόνο εφόσον δεν είναι δυνατή η επίδοση με άλλον τρόπο. Η κοινοποίηση σύμφωνα με τον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, κατά το προηγούμενο εδάφιο, θεωρείται νόμιμη, εφόσον γίνει στην τελευταία δηλωθείσα στη Φορολογική Διοίκηση διεύθυνση κατοικίας ή επαγγελματικής εγκατάστασης του εν λόγω προσώπου. 3. … ». Περαιτέρω, στο άρθρο 44 του ΚΔΔ ορίζεται ότι: «1. Για κάθε πράξη της διαδικασίας, που διενεργεί δικαστής, δικαστικός υπάλληλος ή άλλο αρμόδιο όργανο, μόνος ή κατά σύμπραξη, συντάσσεται έκθεση, εφόσον ο Κώδικας δεν ορίζει διαφορετικά. 2. Η έκθεση συντάσσεται αμέσως μετά τη διενέργεια της πράξης. … 3. Με την επιφύλαξη όσων ορίζουν ειδικότερες διατάξεις, η έκθεση πρέπει να μνημονεύει : α) τον τόπο και το χρόνο που διενεργήθηκε η πράξη και β) το ονοματεπώνυμο και την ιδιότητα του οργάνου που διενέργησε την πράξη, εκείνων που συνέπραξαν ή παραστάθηκαν κατά τη διενέργειά της, καθώς και εκείνου που συνέταξε την έκθεση. 4. Αν ο τόπος ή ο χρόνος σύνταξης της έκθεσης διαφέρει από εκείνον της διενέργειας της πράξης, γίνεται γι` αυτό μνεία στην έκθεση. 5…», στο άρθρο 47 παρ. 1 ότι: « …… η επίδοση επιτρέπεται οπουδήποτε και οποτεδήποτε βρεθεί το πρόσωπο προς το οποίο αυτή μπορεί να γίνει. Αν η επίδοση διενεργηθεί σε τόπο ή χρόνο άλλο από εκείνον που προβλέπεται για κάθε περίπτωση, είναι άκυρη μόνο αν δεν συναινεί το πρόσωπο προς το οποίο αυτή γίνεται. Το ίδιο ισχύει και όταν η επίδοση διενεργείται σε ημέρα αργίας ή κατά τη διάρκεια της νύκτας, η οποία και θεωρείται ότι διαρκεί από τις επτά (7) το βράδυ ως τις επτά (7) το πρωί. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, η συναίνεση πρέπει να μνημονεύεται στην έκθεση». Στο δε άρθρο 55 του ίδιου Κώδικα ορίζεται ότι: «1. Η επίδοση γίνεται με θυροκόλληση: α) αν τα πρόσωπα προς τα οποία προβλέπεται ότι διενεργείται η παράδοση του εγγράφου, δεν βρίσκονται στην κατοικία ή στο χώρο της εργασίας τους ή αρνούνται την παραλαβή του ή την υπογραφή της έκθεσης ή δεν μπορούν να υπογράψουν την έκθεση, ή (όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 6 του ν.3659/2008, Α΄ 77), β) … 2. Η θυροκόλληση συνίσταται στην επικόλληση του επιδοτέου εγγράφου εντός σφραγισμένου και αδιαφανούς φακέλου, επί του οποίου αναγράφονται μόνο τα στοιχεία της επιδίδουσας υπηρεσίας και του προς η κοινοποίηση προσώπου από μέρους του οργάνου της επίδοσης, με την παρουσία ενός μάρτυρα, στη θύρα της κατοικίας ή του χώρου εργασίας ή του υπηρεσιακού καταστήματος όπου κατοικεί ή εργάζεται, κατά περίπτωση, το πρόσωπο προς το οποίο έπρεπε να διενεργηθεί η παράδοση του εγγράφου.», (όπως αντικαταστάθηκε με τα άρθρα 49 παρ. 4 και 113 του ν.4055/2012, Α΄ 51), ενώ στο άρθρο 56 ότι: «1. Για κάθε επίδοση, το όργανο που τη διενεργεί συντάσσει έκθεση. 2. Η έκθεση, εκτός από τα στοιχεία που ορίζονται στην παρ. 3 του άρθρου 44, πρέπει να μνημονεύει: α) την παραγγελία προς επίδοση, β) σαφή προσδιορισμό του επιδοτέου εγγράφου και των προσώπων τα οποία αφορά, γ) την ημέρα και την ώρα της επίδοσης, δ) το πρόσωπο στο οποίο παραδόθηκε το έγγραφο και την ιδιότητα, με την οποία το παρέλαβε, καθώς και ε) τους λόγους που προκάλεσαν τη θυροκόλληση. 3. Η έκθεση υπογράφεται από το όργανο της επίδοσης, καθώς και από το πρόσωπο στο οποίο παραδόθηκε το έγγραφο. Σε περίπτωση θυροκόλλησης, η έκθεση υπογράφεται από το όργανο και το μάρτυρα. 4. Το όργανο της επίδοσης οφείλει να σημειώνει, στο έγγραφο, και να βεβαιώνει την ημέρα και την ώρα της παράδοσης ή της θυροκόλλησης. Σε περίπτωση διαφοράς ανάμεσα στην έκθεση και στη σημείωση, επικρατεί η ημέρα και ώρα που μνημονεύονται στην έκθεση» και στο άρθρο 57 ότι: «1. Η επίδοση συντελείται, κατά περίπτωση, από το χρόνο της παράδοσης ή της θυροκόλλησης του επιδοτέου εγγράφου, ο οποίος και προκύπτει από την έκθεση. 2. …».
10. Επειδή, περαιτέρω, η Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου της 29ης Δεκεμβρίου 1980, η οποία κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 1157/1981 (Α΄ 126), όρισε στο άρθρο 1 παρ. 11 ότι: «Ημέραι αργίας και ημιαργίας των δημοσίων υπηρεσιών, οργανισμών τοπικής αυτοδιοικήσεως και λοιπών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ορίζονται αι εξής: α) Ημέραι αργίας: …… β) Ημέραι ημιαργίας: Η παραμονή των Χριστουγέννων και η παραμονή του Νέου Έτους. Κατά τας ως άνω ημιαργίας η εργασία διακόπτεται την 13ην μεταμεσημβρινήν ώραν. γ) …».
11. Επειδή, από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται ότι σε περίπτωση επίδοσης με θυροκόλληση λόγω μη εύρεσης του προς ον η επίδοση και των προσώπων στα οποία κατά νόμο δύναται να γίνει η παράδοση του επιδοτέου εγγράφου, η παράλειψη μνείας της ώρας επίδοσης στην σχετική έκθεση συνεπάγεται την ακυρότητά της, καθόσον στην περίπτωση αυτή δεν μπορεί να ελεγχθεί αν η επίδοση έγινε εντός των επιτρεπόμενων χρονικών ορίων (7 το πρωί έως 7 το βράδυ, ενώ για την ταυτότητα του νομικού λόγου σε ημέρα ημιαργίας εφόσον διενεργείται μετά τη 13η μεταμεσημβρινή ώρα), και επιπλέον δεν μπορεί να συναχθεί συναίνεση του προς ον η επίδοση, η οποία και μόνον θα καθιστούσε έγκυρη την επίδοση ακόμη και εκτός των επιτρεπομένων από το νόμο χρονικών ορίων (πρβλ. ΣτΕ 1421/2008, 2398/2005, 2824/2003, βλ. ΔΕφΑθ 2744/2020).
12. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση από τα στοιχεία του φακέλου της δικογραφίας προκύπτουν τα εξής: Βάσει της 3666/11.10.2019 πληροφοριακής έκθεσης εισοδήματος και ΦΠΑ της Υπηρεσίας Ερευνών και Διασφάλισης Δημοσίων Εσόδων (ΥΕΔΔΕ) Ηρακλείου, εκδόθηκε η 1709/0/8110/30.10.2019 εντολή μερικού φορολογικού ελέγχου του Προϊσταμένου της ΔΟΥ Ηρακλείου, για την διενέργεια ελέγχου στα βιβλία και στοιχεία της επιχειρηματικής δραστηριότητας του προσφεύγοντος, καθώς και εάν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 48 παρ. 3 του ν. 2238/1994, κατόπιν επεξεργασίας του ηλεκτρονικού αρχείου των τραπεζικών λογαριασμών του προσφεύγοντος, για την διαχειριστική περίοδο 1/1 – 31/12/2013 (χρήση 2013). Κατόπιν τούτου, συντάχθηκε, μεταξύ άλλων, η από 19.12.2019 έκθεση ελέγχου φορολογίας εισοδήματος, με βάση την οποία, ακολούθως εκδόθηκε σε βάρος του προσφεύγοντος η 1533/19.12.2019 οριστική πράξη διορθωτικού προσδιορισμού φόρου εισοδήματος, οικονομικού έτους 2014, του Προϊσταμένου της ΔΟΥ Ηρακλείου, με την οποία καταλογίστηκε σε βάρος του διαφορά κύριου φόρου εισοδήματος ύψους 17.658,54 ευρώ, πρόσθετος φόρος ύψους 17.981,69 ευρώ, λόγω υποβολής ανακριβούς δήλωσης, ειδική εισφορά αλληλεγγύης ύψους 1.835,94 ευρώ και συνολικά ποσό 37.476,17 ευρώ. Η ως άνω πράξη επιδόθηκε την 24.12.2019 στον προσφεύγοντα με θυροκόλληση, κατά τις διατάξεις του άρθρου 55 του ΚΔΔ, συντάχθηκε δε σχετικώς η από 24.12.2019 έκθεση επίδοσης του αρμοδίου εφοριακού υπαλλήλου. Ειδικότερα, στην έκθεση αυτή αναφέρονται επί λέξει τα εξής: «ΕΚΘΕΣΗ ΕΠΙΔΟΣΗΣ (θυροκόλληση λόγω απουσίας) Σήμερα, στις 24 του μήνα Δεκεμβρίου του έτους 2019 ημέρα Τρίτη και ώρα . . .., ο υπογράφων …… ………, εφοριακός υπάλληλος με βαθμό ΔΕ/Α, μετά τη με αριθμό Δ.ΟΡΓ.Α 1115805 ΕΞ 2017 (ΦΕΚ Β΄ 2743/04-08-2017) απόφαση του Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων, όπως ισχύει, και την με αριθμό 606/24-12-2019 παραγγελία του Προϊσταμένου της ΔΟΥ ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ ΚΡΗΤΗΣ, πήγα να επιδώσω στον ………… ……… ………, με την ιδιότητα επιτηδευματία, με Α.Φ.Μ. ……….., κάτοχο του Α.Δ.Τ. ……………., κάτοικο Δήμου Ηρακλείου Κρήτης, στην οδό ………….., αριθμός …… Τ.Κ. …………, όπου βρίσκεται η επαγγελματική του έδρα, το με αριθμό: 1533/2019 – χρήσης/έτους : 01/01/2013 – 31/12/2013 /(2013) – ποσού: 37.476,17 €, Οριστική Πράξη Διορθωτικού Προσδιορισμού Φόρου Εισοδήματος και αφού δεν βρήκα αυτόν στη πιο πάνω διεύθυνση, ούτε άλλο σύνοικο συγγενή ή μέλος του προσωπικού ή άλλο σύνοικο / ούτε συνεργάτη ή υπάλληλο ή συνέταιρο της εταιρείας, θυροκόλλησα τα παραπάνω, αφού πρώτα τα εσώκλεισα σε αδιαφανή και σφραγισμένο φάκελο, στην κύρια είσοδο, παρουσία και του μάρτυρα ………………………., κάτοχο του Α.Δ.Τ ………………. o οποίος έχει την ιδιότητα του εφοριακού υπαλλήλου με βαθμό ΤΕ/Α και υπέγραψε το παρόν. Προς απόδειξη των ανωτέρω συντάχθηκε η παρούσα έκθεση και υπογράφεται όπως ακολουθεί. Ο επιδόσας υπάλληλος Ο μάρτυρας». Κατά της ως άνω καταλογιστικής πράξης, ο προσφεύγων άσκησε, εμπροθέσμως, στις 22.1.2020 την προβλεπόμενη από το άρθρο 63 παρ. 1 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας, ενδικοφανή προσφυγή (με αρ. πρωτ. 2829/221.2020) ενώπιον της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών της ΑΑΔΕ, προβάλλοντας, μεταξύ άλλων, ότι αυτή δεν του κοινοποιήθηκε νομίμως, με συνέπεια να συμπληρωθεί, στις 31.12.2019, ο χρόνος της πενταετούς παραγραφής του δικαιώματος του Δημοσίου προς κοινοποίηση της ένδικης καταλογιστικής πράξης. Οι λόγοι της ακυρότητας της γενόμενης επίδοσης ήταν, κατά τον προσφεύγοντα, δύο και συγκεκριμένα: α) η παράλειψη του ενεργήσαντος την επίδοση οργάνου να βεβαιώσει στην έκθεση που συνέταξε την ακριβή ώρα επίδοσης και β) η μη αναφορά στην ως άνω έκθεση των λόγων που οδήγησαν στην θυροκόλληση. Με την 2038/30.9.2020 απόφαση του Προϊσταμένου της ΔΕΔ της ΑΑΔΕ, απορρίφθηκε ως αβάσιμος ο ως άνω λόγος περί παραγραφής, με την αιτιολογία ότι η σχετική καταλογιστική πράξη επιδόθηκε νομίμως στον προσφεύγοντα δια θυροκολλήσεως, την 24.12.2019. Ήδη, με την υπό κρίση προσφυγή και το νομίμως από 22.11.2021 κατατεθέν υπόμνημα, ο προσφεύγων ζητεί την ακύρωση της ως άνω απόφασης, κατά το μέρος που απέρριψε την ενδικοφανή προσφυγή κατά της 1533/19.12.2019 οριστικής πράξης διορθωτικού προσδιορισμού φόρου εισοδήματος, οικονομικού έτους 2014, του Προϊσταμένου της ΔΟΥ Ηρακλείου, επαναφέροντας, μεταξύ άλλων, τον ισχυρισμό της ενδικοφανούς προσφυγής περί παραγραφής του δικαιώματος του Δημοσίου να κοινοποιήσει την ένδικη καταλογιστική πράξη, εξαιτίας της ακυρότητας, για τους προεκτεθέντες λόγους, της επίδοσης της. Προς απόδειξη δε των ισχυρισμών του επικαλείται και προσκομίζει το πρωτότυπο της από 24.12.2019 έκθεσης επίδοσης. Αντιθέτως, το καθ՚ ου η προσφυγή με την κατ՚ άρθρο 129 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας έκθεση των απόψεών του επί των λόγων της προσφυγής (βλ. το από 29.1.2021 έγγραφο του Προϊσταμένου της ΔΕΔ της ΑΑΔΕ) ισχυρίζεται ότι η σχετική καταλογιστική πράξη κοινοποιήθηκε νομίμως στον προσφεύγοντα, κατά τα προβλεπόμενα στις διατάξεις του ν. 4174/2013, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, με συνέπεια ο σχετικός αντίθετος ισχυρισμός του, όπως και εκείνος περί παραγραφής της επίδικης φορολογικής αξίωσης, να είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
13. Επειδή, με τα ανωτέρω δεδομένα και βάσει των διατάξεων που παρατέθηκαν και ερμηνεύθηκαν ως άνω, το Δικαστήριο λαμβάνοντας ειδικότερα υπ’ όψιν ότι: α) η προθεσμία παραγραφής της επίδικης φορολογικής αξίωσης του Δημοσίου, αναγόμενης στη χρήση 2013 (οικονομικό έτος 2014), είναι πενταετής, ενώ δεν τίθεται εν προκειμένω, ζήτημα εφαρμογής των διατάξεων περί παρέκτασης του χρόνου παραγραφής, β) η έναρξη του χρόνου της ως άνω πενταετούς παραγραφής άρχισε στις 31.12.2014 και έληξε στις 31.12.2019, γ) η κοινοποίηση της οικείας καταλογιστικής πράξης στις 24.12.2019 δεν έλαβε χώρα εγκύρως, καθώς αυτή έγινε δια θυροκολλήσεως, λόγω απουσίας του προσφεύγοντος, όπως προκύπτει από το σώμα της οικείας έκθεσης επιδόσεως, ωστόσο δεν προκύπτει από το προσκομιζόμενο πρωτότυπο, η ακριβής ώρα επίδοσης, προκειμένου να είναι δυνατή η συναγωγή της συναίνεσης ή μη του προς ον η επίδοση, η οποία όπως έγινε ως άνω ερμηνευτικώς δεκτό είναι απαραίτητη στην περίπτωση της επίδοσης με θυροκόλληση και δ) συνεπώς, ως εκ της ακυρότητας της γενόμενης επίδοσης, η κοινοποίηση της καταλογιστικής πράξης δεν επέφερε τη διακοπή της πενταετούς προθεσμίας παραγραφής και δεν απέτρεψε τη συμπλήρωσή της την 31.12.2019, (το Δικαστήριο) κρίνει ότι μη νομίμως βεβαιώθηκε σε βάρος του προσφεύγοντος η ένδικη φορολογική επιβάρυνση συνολικού ποσού 37.476,17 ευρώ, καθόσον το δικαίωμα του Δημοσίου προς επιβολή του υπέπεσε σε παραγραφή, γεγονός που καθιστά την 1533/19.12.2019 οριστική πράξη διορθωτικού προσδιορισμού φόρου εισοδήματος, οικονομικού έτους 2014, του Προϊσταμένου της ΔΟΥ Ηρακλείου, νομικώς πλημμελή. Επομένως, η προσβαλλόμενη απόφαση της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών της ΑΑΔΕ, με την οποία κρίθηκαν τα αντίθετα, πάσχει ακυρότητας, όπως βασίμως προβάλλεται από τον προσφεύγοντα, παρέλκει δε ως αλυσιτελής η εξέταση των λοιπών λόγων της προσφυγής.
14. Επειδή, κατʼ ακολουθίαν, η κρινόμενη προσφυγή πρέπει να γίνει δεκτή και να ακυρωθεί η 2038/30.9.2020 απόφαση του Προϊσταμένου της ΔΕΔ της ΑΑΔΕ, με την οποία απορρίφθηκε η 2829/22.1.2020 ενδικοφανής προσφυγή του προσφεύγοντος κατά το μέρος που αφορά την 1533/19.12.2019 οριστική πράξη διορθωτικού προσδιορισμού φόρου εισοδήματος, οικονομικού έτους 2014, του Προϊσταμένου της ΔΟΥ Ηρακλείου. Τέλος, πρέπει να αποδοθεί στον προσφεύγοντα το σύνολο του καταβληθέντος παραβόλου, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 277 παρ. 9 και 11 του Κ.Δ.Δ. και να καταλογιστούν τα δικαστικά έξοδά του σε βάρος του καθ’ ου, ανερχόμενα σε τετρακόσια πέντε (405,00) ευρώ (βλ. άρθρο 275 παρ. 1 του Κ.Δ.Δ. σε συνδυασμό με το Παράρτημα Γ’ του ν. 4194/2013, Α’ 208, όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 14 του άρθρου 7 του ν. 4205/2013, Α’ 242).
ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ
Κρατεί και δικάζει την προσφυγή κατά το μέρος που στρέφεται κατά της 2038/30.9.2020 απόφασης του Προϊσταμένου της ΔΕΔ της ΑΑΔΕ, με την οποία απορρίφθηκε η 2829/22.1.2020 ενδικοφανής προσφυγή του προσφεύγοντος κατά της 1533/19.12.2019 οριστικής πράξης διορθωτικού προσδιορισμού φόρου εισοδήματος, οικονομικού έτους 2014, του Προϊσταμένου της ΔΟΥ Ηρακλείου.
Δέχεται την προσφυγή κατά το μέρος αυτό.
Ακυρώνει την 2038/30.9.2020 απόφαση του Προϊσταμένου της ΔΕΔ της ΑΑΔΕ, με την οποία απορρίφθηκε η 2829/22.1.2020 ενδικοφανής προσφυγή του προσφεύγοντος κατά της 1533/19.12.2019 οριστικής πράξης διορθωτικού προσδιορισμού φόρου εισοδήματος, οικονομικού έτους 2014, του Προϊσταμένου της ΔΟΥ Ηρακλείου.
Διατάσσει την απόδοση του συνόλου του καταβληθέντος παραβόλου στον προσφεύγοντα.
Καταλογίζει σε βάρος του καθ’ ου τα δικαστικά έξοδα του προσφεύγοντος, ανερχόμενα σε τετρακόσια πέντε (405,00) ευρώ.
Διατάσσει τον χωρισμό του δικογράφου κατά το μέρος που στρέφεται κατά της 2038/30.9.2020 απόφασης του Προϊσταμένου της ΔΕΔ της ΑΑΔΕ, με την οποία απορρίφθηκε η 2829/22.1.2020 ενδικοφανής προσφυγή του προσφεύγοντος κατά των: α) 1534/19.12.2019 οριστικής πράξης διορθωτικού προσδιορισμού φόρου προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ) διαχειριστικής περιόδου 01.01.2013 – 31.12.2013 του Προϊσταμένου της ΔΟΥ Ηρακλείου και β) 1535/1912.2019 πράξης επιβολής προστίμου του άρθρου 7 παρ. 3 και 5 του ν. 4337/2015 (Α΄ 129) του ίδιου ως άνω Προϊσταμένου.
Τάσσει προθεσμία τριάντα (30) ημερών από την κοινοποίηση της παρούσας στον προσφεύγοντα για την κατάθεση δύο (2) νέων αυτοτελών δικογράφων (πιστών αντιγράφων των αρχικών), κατά τα ανωτέρω, με την καταβολή του προβλεπόμενου παραβόλου.
Η διάσκεψη του Δικαστηρίου έγινε στο Ηράκλειο στις 16 Φεβρουαρίου 2022 και η απόφαση δημοσιεύτηκε στο ακροατήριό του κατά τη δημόσια συνεδρίαση της 28.3.2022.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΕΙΣΗΓΗΤΡΙΑ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ