Αγωγή των άρθρων 105 και 106 του ΕισΝΑΚ κατά Δήμου λόγω παραβίασης προσωπικών δεδομένων συνεπεία χορήγησης πιστοποιητικού πλησιεστέρων συγγενών – Απαράδεκτο το αίτημα προσωρινής εκτελεστότητας λόγω μετατροπής του αρχικού καταψηφιστικού αιτήματος σε αναγνωριστικό – Εφαρμοστέες ενωσιακές και εθνικές διατάξεις – Η τήρηση δημοτολογίου από Ο.Τ.Α. συνιστά συλλογή και επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και, επομένως, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του Κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 και του ν. 4624/2019 – Η χορήγηση από τον εναγόμενο Δήμο πιστοποιητικού πλησιεστέρων συγγενών σε τρίτο πρόσωπο, το οποίο δεν αναφέρεται σε αυτό, χωρίς τη συγκατάθεση του υποκειμένου των δεδομένων ή τη συνδρομή των προϋποθέσεων που δικαιολογούν την άνευ συγκατάθεσης χορήγησή του και χωρίς να τηρηθούν τα ενδεικνυόμενα μέτρα ασφαλείας, είναι μη νόμιμη – Ορισμένο της προβολής του κονδυλίου της ηθικής βλάβης – Η αοριστία του μοναδικού αιτούμενου κονδυλίου καθιστά την αγωγή απαράδεκτη λόγω αοριστίας.
ΤΟ
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ
ΤΜΗMΑ Γ΄ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 8 Δεκεμβρίου 2022 με Δικαστή τον Γεώργιο Μαρμαρίδη, Πρωτοδίκη Δ.Δ., και γραμματέα την Στυλιανή Γάκου, δικαστική υπάλληλο,
για να δικάσει την με ημερομηνία κατάθεσης και αριθμό καταχώρησης ΑΓ…/7.10.2020 αγωγή,
τ ο υ … του …, κατοίκου …, ο οποίος παραστάθηκε διά του πληρεξουσίου του δικηγόρου, Ευστάθιου Παχιαδάκη,
κ α τ ά του Δήμου …, που εκπροσωπείται από τον Δήμαρχό του, ο οποίος παραστάθηκε διά του πληρεξουσίου του δικηγόρου, Ιωάννη Σωμαράκη, με την κατατεθείσα από αυτόν στις 5.12.2022 δήλωση του άρθρου 133 παρ. 2 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (Κ.Δ.Δ., ν. 2717/1999, Α΄ 97).
Η κρίση του Δικαστηρίου είναι η εξής:
1. Επειδή, με την κρινόμενη αγωγή, όπως το αίτημα αυτής νομοτύπως μετατράπηκε από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό με προφορική δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου του ενάγοντος στο ακροατήριο κατά την παρούσα δικάσιμο, η οποία περιλαμβάνεται στα οικεία πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης και επαναλαμβάνεται στο νομίμως κατατεθέν στις 8.12.2022 υπόμνημά του, ο ενάγων ζητεί, κατ’ επίκληση των άρθρων 105 και 106 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα (ΕισΝΑΚ, π.δ. 456/1984, Α΄ 164), να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του εναγόμενου Δήμου να του καταβάλει ως αποζημίωση, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής, το ποσό των 25.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη την οποία υπέστη, σύμφωνα με τα άρθρα 57 και 932 του Αστικού Κώδικα (ΑΚ, π.δ. 456/1984, Α΄ 164).
2. Επειδή, το αίτημα του ενάγοντος περί κήρυξης της απόφασης που θα εκδοθεί ως προσωρινώς εκτελεστής, είναι απορριπτέο ως απαράδεκτο, λόγω της μετατροπής του αιτήματος της κρινόμενης αγωγής από καταψηφιστικό σε (έντοκο) αναγνωριστικό (βλ. άρθρα 80 παρ. 3 και 199 παρ. 1 του Κ.Δ.Δ.).
3. Επειδή, στο άρθρο 105 του ΕισΝΑΚ ορίζεται ότι: «Για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του δημοσίου κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί, το δημόσιο ενέχεται σε αποζημίωση, εκτός αν η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά παράβαση διάταξης, που υπάρχει για χάρη του γενικού συμφέροντος. …» και στο άρθρο 106 αυτού ότι: «Οι διατάξεις των δύο προηγούμενων άρθρων εφαρμόζονται και για την ευθύνη των δήμων, των κοινοτήτων ή άλλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου από πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων που βρίσκονται στην υπηρεσία τους». Επιπρόσθετα, στο άρθρο 299 του ΑΚ ορίζεται ότι: «Για μη περιουσιακή ζημία οφείλεται χρηματική ικανοποίηση στις περιπτώσεις που ορίζει ο νόμος», στο άρθρο 932 αυτού ότι: «Σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. …», στο άρθρο 57 ότι: «Όποιος προσβάλλεται παράνομα στην προσωπικότητά του έχει δικαίωμα να απαιτήσει να αρθεί η προσβολή και να μην επαναληφθεί στο μέλλον. … Αξίωση αποζημίωσης σύμφωνα με τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες δεν αποκλείεται» και στο άρθρο 59 του ίδιου Κώδικα ότι: «Στις περιπτώσεις των δύο προηγούμενων άρθρων το δικαστήριο με την απόφασή του, ύστερα από αίτηση αυτού που έχει προσβληθεί και αφού λάβει υπόψη το είδος της προσβολής, μπορεί επιπλέον να καταδικάσει τον υπαίτιο να ικανοποιήσει την ηθική βλάβη αυτού που έχει προσβληθεί. Η ικανοποίηση συνίσταται σε πληρωμή χρηματικού ποσού, …».
4. Επειδή, κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 105 και 106 του ΕισΝΑΚ, ευθύνη προς αποζημίωση γεννάται όχι μόνο από την έκδοση μη νόμιμης εκτελεστής διοικητικής πράξης ή από τη μη νόμιμη παράλειψη έκδοσης τέτοιας πράξης, αλλά και από μη νόμιμες υλικές ενέργειες των οργάνων του Δημοσίου ή Ν.Π.Δ.Δ. ή από παραλείψεις οφειλόμενων νόμιμων υλικών ενεργειών των οργάνων αυτών, εφόσον οι υλικές ενέργειες ή παραλείψεις συνάπτονται με την οργάνωση και λειτουργία των δημοσίων υπηρεσιών ή των υπηρεσιών Ν.Π.Δ.Δ. (πρβ. ΑΕΔ 5/1995, ΣτΕ 1210/2019, 2433/2018, 969/2018, 1140/2017, 2727/2003, 740/2001, 2774/1999, 2463/1998 κ.ά.). Εξάλλου, κατά την έννοια των ίδιων διατάξεων, ευθύνη του Δημοσίου ή Ν.Π.Δ.Δ. συντρέχει, τηρουμένων και των λοιπών προϋποθέσεων του νόμου, όχι μόνον όταν παραβιάζεται συγκεκριμένη διάταξη νόμου με σχετική πράξη ή παράλειψη οργάνου του Δημοσίου ή του Ν.Π.Δ.Δ., αλλά και όταν παραλείπονται ιδιαίτερα καθήκοντα και υποχρεώσεις που προσιδιάζουν στη συγκεκριμένη δημόσια υπηρεσία και προσδιορίζονται από την κείμενη εν γένει νομοθεσία, τα διδάγματα της κοινής πείρας και τις αρχές της καλής πίστης (πρβ. ΣτΕ 1210/2019, 484/2018, 596/2017, 4097/2015, 523, 2429, 3793/2014, 1184, 1398, 1810/2013, 4133/2011 7μ. κ.λπ.). Ο κατά τα ανωτέρω παράνομος χαρακτήρας της ζημιογόνου πράξης, παράλειψης, υλικής ενεργείας ή παράλειψης υλικής ενέργειας αρκεί για να στοιχειοθετηθεί ευθύνη του Δημοσίου ή του Ν.Π.Δ.Δ., χωρίς να απαιτείται και η διαπίστωση πταίσματος του οργάνου του. Απαραίτητη, πάντως, προϋπόθεση για την επιδίκαση αποζημίωσης είναι, μεταξύ άλλων, η ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της παράνομης πράξης ή παράλειψης ή υλικής ενέργειας ή παράλειψης υλικής ενέργειας του δημόσιου οργάνου και της ζημίας που επήλθε. Αιτιώδης δε σύνδεσμος υπάρχει όταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, η πράξη ή η παράλειψη είναι επαρκώς ικανή (πρόσφορη) και μπορεί αντικειμενικά, κατά τη συνήθη και κανονική πορεία των πραγμάτων και χωρίς τη μεσολάβηση άλλου περιστατικού, να επιφέρει τη ζημία και πράγματι την επέφερε στη συγκεκριμένη περίπτωση (πρβ. ΣτΕ 2224/2014, 877/2013, 322/2009). Περαιτέρω, από τις ανωτέρω αναφερθείσες διατάξεις, σε συνδυασμό με το άρθρο 932 του ΑΚ, προκύπτει ότι, ανεξαρτήτως της αποζημίωσης για την περιουσιακή ζημία, παρέχεται στο δικαστήριο η ευχέρεια, αφού εκτιμήσει τα πραγματικά περιστατικά που θέτουν υπόψη του οι διάδικοι (βαθμό πταίσματος του υπόχρεου, είδος προσβολής, περιουσιακή και κοινωνική κατάσταση των μερών κ.λπ.) και με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και λογικής, να επιδικάσει εύλογη, κατά την κρίση του, χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, δηλαδή χρηματική ικανοποίηση ανάλογη με τις περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης. Επίσης, χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, μπορεί να επιδικασθεί, σύμφωνα με τις προπαρατεθείσες διατάξεις, και υπέρ εκείνου του οποίου έχει προσβληθεί η προσωπικότητα, σε οποιαδήποτε από τις επιμέρους εκφάνσεις της, από παράνομη πράξη, παράλειψη ή υλική ενέργεια ή παράλειψη υλικής ενέργειας οργάνων του Δημοσίου ή Ν.Π.Δ.Δ. κατά την άσκηση των καθηκόντων τους ή καθ’ υπέρβαση αυτών (βλ. ΣτΕ 3292, 1326/2017, 410/2016, 1970/2009, 2536/2008, 2891/1999 7μ., 4913/1998). Ειδικότερα, με τις διατάξεις των άρθρων 59 και 932 του ΑΚ παρέχεται στο δικαστήριο η εξουσία, αφού εκτιμήσει τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης και βάσει των κανόνων της κοινής πείρας και λογικής, να επιδικάσει χρηματική ικανοποίηση και να καθορίσει το εύλογο ποσό αυτής, αν κρίνει ότι επήλθε ηθική βλάβη (βλ. ΣτΕ 3292/2017 κ.ά. πρβ. ΣτΕ 1210/2019, 484/2018, 596/2017 κ.ά.).
5. Επειδή, επιπλέον, στο άρθρο 71 παρ. 1 του Κ.Δ.Δ. ορίζεται ότι: «Αγωγή μπορεί να ασκήσει εκείνος ο οποίος έχει, κατά του Δημοσίου ή άλλου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, χρηματική αξίωση από έννομη σχέση δημοσίου δικαίου» και στο άρθρο 73 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα ότι: «Το δικόγραφο της αγωγής, εκτός από τα στοιχεία που προβλέπει το άρθρο 45, πρέπει να περιέχει και: α) καθορισμό της έννομης σχέσης από την οποία απορρέει η αξίωση, β) σαφή έκθεση των πραγματικών περιστατικών, καθώς και τους λόγους που θεμελιώνουν κατά νόμο την αξίωση και γ) σαφώς καθορισμένο αίτημα». Από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται ότι ο ενάγων πρέπει, μεταξύ άλλων, να προσδιορίζει στο δικόγραφο της αγωγής με τρόπο ειδικό και συγκεκριμένο σε τι έγκειται η ηθική βλάβη, την οποία, κατά τους ισχυρισμούς του, υπέστη από τη φερόμενη ως παράνομη πράξη ή παράλειψη της Διοίκησης (βλ. ΣτΕ 2208/2014), μη αρκούσης της γενικής αναφοράς ότι επλήγη η προσωπικότητά του (βλ. ΔΕφΑθ 1189/2021) ή ότι υπέστη μεγάλη στενοχώρια και διαταράχθηκε η ψυχική του γαλήνη (βλ. ΔΕφΤριπ 234/2020).
6. Επειδή, περαιτέρω, ο Κώδικας Δήμων και Κοινοτήτων, που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 3463/2006 (Α΄ 114), ορίζει στο μεν άρθρο 14 ότι: «Κάθε Έλληνας πολίτης είναι δημότης ενός μόνο Δήμου ή μιας μόνο Κοινότητας. Δημότες ενός Δήμου ή Κοινότητας είναι όσοι είναι εγγεγραμμένοι στο Δημοτολόγιο», στο δε άρθρο 18 ότι: «1.α. Δημοτολόγιο τηρείται σε κάθε Δήμο και Κοινότητα, στο οποίο καταχωρούνται, με αίτηση των ενδιαφερόμενων ή αυτεπάγγελτα, οι δημότες και των δύο φύλων, κατά οικογένεια, με ιδιαίτερο, για κάθε οικογένεια, αύξοντα αριθμό (οικογενειακή μερίδα). β. … 2. Στους Δήμους και Κοινότητες που προέρχονται από ένωση καταργηθέντων Δήμων και Κοινοτήτων το Δημοτολόγιο είναι ενιαίο και τηρείται κατά τοπικό διαμέρισμα. 3. …». Επιπλέον, στο άρθρο 58 παρ. 1 του ν. 3852/2010 (Α΄ 87) ορίζεται ότι: «Ο … δήμαρχος: α) Εκπροσωπεί το δήμο στα δικαστήρια και σε κάθε δημόσια αρχή. β) … δ) Είναι προϊστάμενος των υπηρεσιών του δήμου. … ε) … η) Εκδίδει πιστοποιητικά προσωπικής και οικογενειακής κατάστασης των δημοτών, καθώς και τις βεβαιώσεις μόνιμης κατοικίας. θ) …». Επιπρόσθετα, στο π.δ. 497/1991 «Κωδικοποίηση σε ενιαίο κείμενο, με τον τίτλο “Κώδικας Διαταγμάτων για τα Δημοτολόγια”, των διατάξεων που ισχύουν και αναφέρονται στα δημοτολόγια …» (Α΄ 180), με το οποίο (βλ. άρθρο 14 παρ. 2) καταργήθηκαν το από 6.10/10.11.1954 β.δ. περί δημοτολογίων (Α΄ 280) και τα τροποποιητικά αυτού διατάγματα, ορίζεται στο άρθρο 1 ότι: «1. Δημοτολόγιο τηρείται σε κάθε δήμο και κοινότητα, στο οποίο γράφονται, με αίτηση των ενδιαφερομένων ή αυτεπαγγέλτως, οι δημότες και των δύο φύλων, κατά οικογένεια, με ιδιαίτερο για κάθε οικογένεια αριθμό. 2. … 3. Για διευκόλυνση των υπηρεσιών και καλλίτερη εξυπηρέτηση των δημοτών επιτρέπεται τα στοιχεία του δημοτολογίου και των άλλων βιβλίων να τηρούνται παράλληλα και με σύστημα καρτελλών ή άλλα σύγχρονα τεχνικά μέσα», στο άρθρο 2, όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 3 του άρθρου 10 του ν. 4625/2019 (Α΄ 139/31.8.2019), ότι: «Στο δημοτολόγιο αναγράφονται ο αριθμός της οικογενειακής μερίδας, ο αύξων αριθμός εγγραφής κάθε μέλους στην οικογενειακή μερίδα, η χρονολογία εγγραφής, το επώνυμο, το κύριο όνομα, το όνομα του πατέρα, το όνομα της μητέρας, η χρονολογία και ο τόπος γέννησης, η κατοικία, το θρήσκευμα, ο τρόπος και η χρονολογία κτήσης της ελληνικής ιθαγένειας και της ιδιότητας του δημότη, το έτος και ο τρόπος εγγραφής στα μητρώα αρρένων, η χρονολογία διαγραφής και η αιτιολογία αυτής, ο αριθμός μητρώου κοινωνικής ασφάλισης (ΑΜΚΑ) και κάθε άλλο σχετικό στοιχείο που προβλέπει ο τύπος των φύλλων του δημοτολογίου. …», στο άρθρο 5 ότι: «Οι δήμοι και οι κοινότητες τηρούν φάκελλο για κάθε οικογένεια με υποφακέλλους για κάθε μέλος της οικογένειας, στους οποίους τίθενται αντίγραφα των ληξιαρχικών πράξεων γεννήσεως και γάμου των συζύγων, ληξιαρχικής πράξεως γεννήσεως κάθε τέκνου, θανάτου των μελών της οικογένειας, πιστοποιητικά εγγραφής των αρρένων μελών της οικογένειας στα μητρώα αρρένων, αντίγραφα τυχόν υφισταμένων τίτλων περί τιμητικών διακρίσεων και κάθε άλλο στοιχείο που αναφέρεται στην προσωπική και οικογενειακή κατάσταση του δημότη», στο άρθρο 6 παρ. 1 ότι: «Κάθε εγγραφή, διαγραφή, μεταφορά από τη μία σε άλλη οικογενειακή μερίδα, προσθήκη ελλειπόντων στοιχείων, διόρθωση εσφαλμένων στοιχείων καθώς και κάθε άλλη μεταβολή στο δημοτολόγιο ενεργείται, εφόσον συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις, είτε αυτεπαγγέλτως, βάσει επίσημων στοιχείων που υπάρχουν στο δήμο ή την κοινότητα, είτε κατόπιν αιτήσεως του ενδιαφερομένου, πάντοτε με πράξη του δημάρχου ή του προέδρου της κοινότητας. Η πράξη αυτή του δημάρχου ή του προέδρου της κοινότητας προσυπογράφεται από τον προϊστάμενο του δημοτολογίου, δημοτικό υπάλληλο για τους δήμους και από τον κοινοτικό υπάλληλο για τις κοινότητες, καταχωρίζεται στο δημοτολόγιο και είναι αμέσως εκτελεστή», στο άρθρο 9 ότι: «1. Η εγγραφή στο δημοτολόγιο αποτελεί την απόδειξη της ιδιότητας του δημότη του δήμου ή της κοινότητας. 2. Τα στοιχεία του ονόματος, η οικογενειακή κατάσταση, ο τόπος, η ημερομηνία και το έτος γεννήσεως καθώς και η Ελληνική ιθαγένεια προκύπτουν από το δημοτολόγιο» και στο άρθρο 11, όπως οι παρ. 1 και 2 αυτού καταργήθηκαν με την παρ. 12 του άρθρου 9 και η παρ. 3 αντικαταστάθηκε με την παρ. 13 του άρθρου 3 του ν. 2307/1995 (Α΄ 113), ότι: «Οι εγγραφές, διαγραφές, μεταδημοτεύσεις και οι πάσης φύσεως μεταβολές, που επέρχονται με πράξη του δημάρχου ή προέδρου κοινότητας, καταχωρίζονται αμέσως στο δημοτολόγιο με μέριμνα και ευθύνη, για μεν τους δήμους του προϊσταμένου του δημοτολογίου δημοτικού υπαλλήλου και του δημάρχου, για δε τις κοινότητες του αρμόδιου κοινοτικού υπαλλήλου και του προέδρου της κοινότητας».
7. Επειδή, από τις προπαρατεθείσες διατάξεις προκύπτει ότι οι πρωτοβάθμιοι Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.) τηρούν και ενημερώνουν γενικά μητρώα δημοτών (δημοτολόγια), στα οποία εγγράφονται, κατ’ αίτηση των ενδιαφερόμενων ή αυτεπαγγέλτως, οι δημότες και των δύο φύλων κατά οικογένεια, με ιδιαίτερο για κάθε οικογένεια αριθμό. Η εγγραφή γίνεται στην πατρική οικογενειακή μερίδα, μετά δε την τέλεση γάμου και τη δημιουργία νέας οικογένειας γίνεται μεταφορά (ως μεταφορά νοείται η διαγραφή από τη μία οικογενειακή μερίδα δημοτολογίου και η εγγραφή σε άλλη) σε νέα αυτοτελή οικογενειακή μερίδα του ίδιου Δήμου, ενώ δυνατότητα μεταφοράς σε αυτοτελή οικογενειακή μερίδα άλλου Δήμου παρέχεται -με το περί μεταδημότευσης άρθρο 8 του π.δ. 497/1991- σε κάθε ενήλικο, ανεξαρτήτως εάν είναι έγγαμος ή όχι. Περαιτέρω, βάσει των οικογενειακών μερίδων του δημοτολογίου, στις οποίες εγγράφονται τα πρόσωπα τα οποία κατά τις περί γενικών μητρώων διατάξεις συγκροτούν την αυτή οικογένεια, εκδίδονται τα πιστοποιητικά οικογενειακής κατάστασης και πλησιεστέρων συγγενών των δημοτών. Με τις ανωτέρω δε διατάξεις δεν καθιερώνεται δημοσιότητα των δημοτολογίων, δυνατότητα δηλαδή πρόσβασης σε αυτά οποιουδήποτε ενδιαφερόμενου, ούτε υποχρέωση χορήγησης πιστοποιητικών οικογενειακής κατάστασης ή πλησιεστέρων συγγενών δημοτών σε τρίτους, αλλά προς τούτο απαιτείται η απόδειξη έννομου συμφέροντος του ενδιαφερόμενου τρίτου, που δικαιολογεί την κατά τα ανωτέρω πρόσβαση ή χορήγηση σχετικού πιστοποιητικού (πρβ. ΣτΕ 3135/2015).
8. Επειδή, εξάλλου, ο Κανονισμός (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 27ης Απριλίου 2016 για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ [Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων (Γ.Κ.Π.Δ.)] (L 119/1), ο οποίος έχει άμεση ισχύ στα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης (βλ. ΣτΕ 1386/2021 7μ.), ορίζει στο άρθρο 1 ότι: «1. Ο παρών κανονισμός θεσπίζει κανόνες που αφορούν την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και κανόνες που αφορούν την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. 2. Ο παρών κανονισμός προστατεύει θεμελιώδη δικαιώματα και ελευθερίες των φυσικών προσώπων και ειδικότερα το δικαίωμά τους στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. 3. …», στο άρθρο 2 ότι: «1. Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται στην, εν όλω ή εν μέρει, αυτοματοποιημένη επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, καθώς και στη μη αυτοματοποιημένη επεξεργασία τέτοιων δεδομένων τα οποία περιλαμβάνονται ή πρόκειται να περιληφθούν σε σύστημα αρχειοθέτησης. 2. Ο παρών κανονισμός δεν εφαρμόζεται στην επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα: α) … γ) από φυσικό πρόσωπο στο πλαίσιο αποκλειστικά προσωπικής ή οικιακής δραστηριότητας, δ) από αρμόδιες αρχές για τους σκοπούς της πρόληψης, της διερεύνησης, της ανίχνευσης ή της δίωξης ποινικών αδικημάτων ή της εκτέλεσης ποινικών κυρώσεων, συμπεριλαμβανομένης της προστασίας και πρόληψης έναντι κινδύνων που απειλούν τη δημόσια ασφάλεια. 3. …», στο άρθρο 4 ότι: «Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού νοούνται ως: 1) “δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα”: κάθε πληροφορία που αφορά ταυτοποιημένο ή ταυτοποιήσιμο φυσικό πρόσωπο («υποκείμενο των δεδομένων»)· το ταυτοποιήσιμο φυσικό πρόσωπο είναι εκείνο του οποίου η ταυτότητα μπορεί να εξακριβωθεί, άμεσα ή έμμεσα, ιδίως μέσω αναφοράς σε αναγνωριστικό στοιχείο ταυτότητας, όπως όνομα, σε αριθμό ταυτότητας, σε δεδομένα θέσης, σε επιγραμμικό αναγνωριστικό ταυτότητας ή σε έναν ή περισσότερους παράγοντες που προσιδιάζουν στη σωματική, φυσιολογική, γενετική, ψυχολογική, οικονομική, πολιτιστική ή κοινωνική ταυτότητα του εν λόγω φυσικού προσώπου, 2) “επεξεργασία”: κάθε πράξη ή σειρά πράξεων που πραγματοποιείται με ή χωρίς τη χρήση αυτοματοποιημένων μέσων, σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα ή σε σύνολα δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, όπως η συλλογή, η καταχώριση, η οργάνωση, η διάρθρωση, η αποθήκευση, η προσαρμογή ή η μεταβολή, η ανάκτηση, η αναζήτηση πληροφοριών, η χρήση, η κοινολόγηση με διαβίβαση, η διάδοση ή κάθε άλλη μορφή διάθεσης, η συσχέτιση ή ο συνδυασμός, ο περιορισμός, η διαγραφή ή η καταστροφή, 3) … 6) “σύστημα αρχειοθέτησης”: κάθε διαρθρωμένο σύνολο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα τα οποία είναι προσβάσιμα με γνώμονα συγκεκριμένα κριτήρια, είτε το σύνολο αυτό είναι συγκεντρωμένο είτε αποκεντρωμένο είτε κατανεμημένο σε λειτουργική ή γεωγραφική βάση, 7) “υπεύθυνος επεξεργασίας”: το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, η δημόσια αρχή, η υπηρεσία ή άλλος φορέας που, μόνα ή από κοινού με άλλα, καθορίζουν τους σκοπούς και τον τρόπο της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα· όταν οι σκοποί και ο τρόπος της επεξεργασίας αυτής καθορίζονται από το δίκαιο της Ένωσης ή το δίκαιο κράτους μέλους, ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή τα ειδικά κριτήρια για τον διορισμό του μπορούν να προβλέπονται από το δίκαιο της Ένωσης ή το δίκαιο κράτους μέλους, 8) “εκτελών την επεξεργασία”: το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, η δημόσια αρχή, η υπηρεσία ή άλλος φορέας που επεξεργάζεται δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα για λογαριασμό του υπευθύνου της επεξεργασίας, 9) “αποδέκτης”: το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, η δημόσια αρχή, η υπηρεσία ή άλλος φορέας, στα οποία κοινολογούνται τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, είτε πρόκειται για τρίτον είτε όχι. Ωστόσο, οι δημόσιες αρχές που ενδέχεται να λάβουν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα στο πλαίσιο συγκεκριμένης έρευνας σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης ή κράτους μέλους δεν θεωρούνται ως αποδέκτες· η επεξεργασία των δεδομένων αυτών από τις εν λόγω δημόσιες αρχές πραγματοποιείται σύμφωνα με τους ισχύοντες κανόνες προστασίας των δεδομένων ανάλογα με τους σκοπούς της επεξεργασίας, 10) “τρίτος”: οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, δημόσια αρχή, υπηρεσία ή φορέας, με εξαίρεση το υποκείμενο των δεδομένων, τον υπεύθυνο επεξεργασίας, τον εκτελούντα την επεξεργασία και τα πρόσωπα τα οποία, υπό την άμεση εποπτεία του υπευθύνου επεξεργασίας ή του εκτελούντος την επεξεργασία, είναι εξουσιοδοτημένα να επεξεργάζονται τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, 11) “συγκατάθεση” του υποκειμένου των δεδομένων: κάθε ένδειξη βουλήσεως, ελεύθερη, συγκεκριμένη, ρητή και εν πλήρει επιγνώσει, με την οποία το υποκείμενο των δεδομένων εκδηλώνει ότι συμφωνεί, με δήλωση ή με σαφή θετική ενέργεια, να αποτελέσουν αντικείμενο επεξεργασίας τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν, 12) “παραβίαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα”: η παραβίαση της ασφάλειας που οδηγεί σε τυχαία ή παράνομη καταστροφή, απώλεια, μεταβολή, άνευ άδειας κοινολόγηση ή πρόσβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που διαβιβάστηκαν, αποθηκεύτηκαν ή υποβλήθηκαν κατ’ άλλο τρόπο σε επεξεργασία, 13) … 21) “εποπτική αρχή”: ανεξάρτητη δημόσια αρχή που συγκροτείται από κράτος μέλος σύμφωνα με το άρθρο 51, 22) …», στο άρθρο 5 ότι: «1. Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα: α) υποβάλλονται σε σύννομη και θεμιτή επεξεργασία με διαφανή τρόπο σε σχέση με το υποκείμενο των δεδομένων («νομιμότητα, αντικειμενικότητα και διαφάνεια»), β) συλλέγονται για καθορισμένους, ρητούς και νόμιμους σκοπούς και δεν υποβάλλονται σε περαιτέρω επεξεργασία κατά τρόπο ασύμβατο προς τους σκοπούς αυτούς· η περαιτέρω επεξεργασία για σκοπούς αρχειοθέτησης προς το δημόσιο συμφέρον ή σκοπούς επιστημονικής ή ιστορικής έρευνας ή στατιστικούς σκοπούς δεν θεωρείται ασύμβατη με τους αρχικούς σκοπούς σύμφωνα με το άρθρο 89 παράγραφος 1 («περιορισμός του σκοπού»), γ) … ε) διατηρούνται υπό μορφή που επιτρέπει την ταυτοποίηση των υποκειμένων των δεδομένων μόνο για το διάστημα που απαιτείται για τους σκοπούς της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα· … στ) υποβάλλονται σε επεξεργασία κατά τρόπο που εγγυάται την ενδεδειγμένη ασφάλεια των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, μεταξύ άλλων την προστασία τους από μη εξουσιοδοτημένη ή παράνομη επεξεργασία και τυχαία απώλεια, καταστροφή ή φθορά, με τη χρησιμοποίηση κατάλληλων τεχνικών ή οργανωτικών μέτρων («ακεραιότητα και εμπιστευτικότητα»). 2. Ο υπεύθυνος επεξεργασίας φέρει την ευθύνη και είναι σε θέση να αποδείξει τη συμμόρφωση με την παράγραφο 1 («λογοδοσία»)», στο άρθρο 6 ότι: «1. Η επεξεργασία είναι σύννομη μόνο εάν και εφόσον ισχύει τουλάχιστον μία από τις ακόλουθες προϋποθέσεις: α) το υποκείμενο των δεδομένων έχει συναινέσει στην επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα του για έναν ή περισσότερους συγκεκριμένους σκοπούς, β) … γ) η επεξεργασία είναι απαραίτητη για τη συμμόρφωση με έννομη υποχρέωση του υπευθύνου επεξεργασίας, δ) … ε) η επεξεργασία είναι απαραίτητη για την εκπλήρωση καθήκοντος που εκτελείται προς το δημόσιο συμφέρον ή κατά την άσκηση δημόσιας εξουσίας που έχει ανατεθεί στον υπεύθυνο επεξεργασίας, στ) … 2. Τα κράτη μέλη μπορούν να διατηρούν ή να θεσπίζουν πιο ειδικές διατάξεις για την προσαρμογή της εφαρμογής των κανόνων του παρόντος κανονισμού όσον αφορά την επεξεργασία για τη συμμόρφωση με την παράγραφο 1 στοιχεία γ) και ε), καθορίζοντας ακριβέστερα ειδικές απαιτήσεις για την επεξεργασία και άλλα μέτρα προς εξασφάλιση σύννομης και θεμιτής επεξεργασίας, μεταξύ άλλων για άλλες ειδικές περιπτώσεις επεξεργασίας όπως προβλέπονται στο κεφάλαιο ΙΧ. 3. Η βάση για την επεξεργασία που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχεία γ) και ε) ορίζεται σύμφωνα με: α) το δίκαιο της Ένωσης, ή β) το δίκαιο του κράτους μέλος στο οποίο υπόκειται ο υπεύθυνος επεξεργασίας. Ο σκοπός της επεξεργασίας καθορίζεται στην εν λόγω νομική βάση ή, όσον αφορά την επεξεργασία που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο ε), είναι η αναγκαιότητα της επεξεργασίας για την εκπλήρωση καθήκοντος που εκτελείται προς το δημόσιο συμφέρον ή κατά την άσκηση δημόσιας εξουσίας που έχει ανατεθεί στον υπεύθυνο επεξεργασίας. … 4. …», στο άρθρο 7 παρ. 1 ότι: «Όταν η επεξεργασία βασίζεται σε συγκατάθεση, ο υπεύθυνος επεξεργασίας είναι σε θέση να αποδείξει ότι το υποκείμενο των δεδομένων συγκατατέθηκε για την επεξεργασία των δεδομένων του προσωπικού χαρακτήρα», στο άρθρο 15 ότι: «1. Το υποκείμενο των δεδομένων έχει το δικαίωμα να λαμβάνει από τον υπεύθυνο επεξεργασίας επιβεβαίωση για το κατά πόσον ή όχι τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν υφίστανται επεξεργασία και, εάν συμβαίνει τούτο, το δικαίωμα πρόσβασης στα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα και στις ακόλουθες πληροφορίες: α) τους σκοπούς της επεξεργασίας, β) τις σχετικές κατηγορίες δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, γ) τους αποδέκτες ή τις κατηγορίες αποδεκτών στους οποίους κοινολογήθηκαν ή πρόκειται να κοινολογηθούν τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, … δ) εάν είναι δυνατόν, το χρονικό διάστημα για το οποίο θα αποθηκευτούν τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα ή, όταν αυτό είναι αδύνατο, τα κριτήρια που καθορίζουν το εν λόγω διάστημα, ε) … 2. … 3. Ο υπεύθυνος επεξεργασίας παρέχει αντίγραφο των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που υποβάλλονται σε επεξεργασία. … 4. …», στο άρθρο 24 ότι: «1. Λαμβάνοντας υπόψη τη φύση, το πεδίο εφαρμογής, το πλαίσιο και τους σκοπούς της επεξεργασίας, καθώς και τους κινδύνους διαφορετικής πιθανότητας επέλευσης και σοβαρότητας για τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των φυσικών προσώπων, ο υπεύθυνος επεξεργασίας εφαρμόζει κατάλληλα τεχνικά και οργανωτικά μέτρα προκειμένου να διασφαλίζει και να μπορεί να αποδεικνύει ότι η επεξεργασία διενεργείται σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό. Τα εν λόγω μέτρα επανεξετάζονται και επικαιροποιούνται όταν κρίνεται απαραίτητο. 2. Όταν δικαιολογείται σε σχέση με τις δραστηριότητες επεξεργασίας, τα μέτρα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 περιλαμβάνουν την εφαρμογή κατάλληλων πολιτικών για την προστασία των δεδομένων από τον υπεύθυνο επεξεργασίας. 3. …», στο άρθρο 30 ότι: «1. Κάθε υπεύθυνος επεξεργασίας και, κατά περίπτωση, ο εκπρόσωπός του, τηρεί αρχείο των δραστηριοτήτων επεξεργασίας για τις οποίες είναι υπεύθυνος. Το εν λόγω αρχείο περιλαμβάνει όλες τις ακόλουθες πληροφορίες: α) … β) τους σκοπούς της επεξεργασίας, γ) περιγραφή των κατηγοριών υποκειμένων των δεδομένων και των κατηγοριών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, δ) τις κατηγορίες αποδεκτών στους οποίους πρόκειται να γνωστοποιηθούν ή γνωστοποιήθηκαν τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, περιλαμβανομένων των αποδεκτών σε τρίτες χώρες ή διεθνείς οργανισμούς, ε) … στ) όπου είναι δυνατό, τις προβλεπόμενες προθεσμίες διαγραφής των διάφορων κατηγοριών δεδομένων, ζ) … 2. … 3. Τα αρχεία που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 υφίστανται γραπτώς, μεταξύ άλλων σε ηλεκτρονική μορφή. 4. Ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή ο εκτελών την επεξεργασία και, κατά περίπτωση, ο εκπρόσωπος του υπευθύνου επεξεργασίας ή του εκτελούντος την επεξεργασία θέτουν το αρχείο στη διάθεση της εποπτικής αρχής κατόπιν αιτήματος. 5. Οι υποχρεώσεις που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 δεν ισχύουν για επιχείρηση ή οργανισμό που απασχολεί λιγότερα από 250 άτομα, εκτός εάν η διενεργούμενη επεξεργασία ενδέχεται να προκαλέσει κίνδυνο για τα δικαιώματα και τις ελευθερίες του υποκειμένου των δεδομένων, η επεξεργασία δεν είναι περιστασιακή ή η επεξεργασία περιλαμβάνει ειδικές κατηγορίες δεδομένων κατά το άρθρο 9 παράγραφος 1 ή επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που αφορούν ποινικές καταδίκες και αδικήματα που αναφέρονται στο άρθρο 10», στο άρθρο 32 ότι: «1. Λαμβάνοντας υπόψη τις τελευταίες εξελίξεις, το κόστος εφαρμογής και τη φύση, το πεδίο εφαρμογής, το πλαίσιο και τους σκοπούς της επεξεργασίας, καθώς και τους κινδύνους διαφορετικής πιθανότητας επέλευσης και σοβαρότητας για τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των φυσικών προσώπων, ο υπεύθυνος επεξεργασίας και ο εκτελών την επεξεργασία εφαρμόζουν κατάλληλα τεχνικά και οργανωτικά μέτρα προκειμένου να διασφαλίζεται το κατάλληλο επίπεδο ασφάλειας έναντι των κινδύνων, περιλαμβανομένων, μεταξύ άλλων, κατά περίπτωση: α) … β) της δυνατότητας διασφάλισης του απορρήτου, της ακεραιότητας, της διαθεσιμότητας και της αξιοπιστίας των συστημάτων και των υπηρεσιών επεξεργασίας σε συνεχή βάση, γ) … 2. Κατά την εκτίμηση του ενδεδειγμένου επιπέδου ασφάλειας λαμβάνονται ιδίως υπόψη οι κίνδυνοι που απορρέουν από την επεξεργασία, ιδίως από τυχαία ή παράνομη καταστροφή, απώλεια, αλλοίωση, άνευ αδείας κοινολόγηση ή προσπέλαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που διαβιβάστηκαν, αποθηκεύτηκαν ή υποβλήθηκαν κατ’ άλλο τρόπο σε επεξεργασία. 3. … 4. Ο υπεύθυνος επεξεργασίας και ο εκτελών την επεξεργασία λαμβάνουν μέτρα ώστε να διασφαλίζεται ότι κάθε φυσικό πρόσωπο που ενεργεί υπό την εποπτεία του υπευθύνου επεξεργασίας ή του εκτελούντος την επεξεργασία το οποίο έχει πρόσβαση σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα τα επεξεργάζεται μόνο κατ’ εντολή του υπευθύνου επεξεργασίας, εκτός εάν υποχρεούται προς τούτο από το δίκαιο της Ένωσης ή του κράτους μέλους», στο άρθρο 33 ότι: «1. Σε περίπτωση παραβίασης δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, ο υπεύθυνος επεξεργασίας γνωστοποιεί αμελλητί και, αν είναι δυνατό, εντός 72 ωρών από τη στιγμή που αποκτά γνώση του γεγονότος την παραβίαση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στην εποπτική αρχή που είναι αρμόδια σύμφωνα με το άρθρο 55, εκτός εάν η παραβίαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα δεν ενδέχεται να προκαλέσει κίνδυνο για τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των φυσικών προσώπων. Όταν η γνωστοποίηση στην εποπτική αρχή δεν πραγματοποιείται εντός 72 ωρών, συνοδεύεται από αιτιολόγηση για την καθυστέρηση. 2. Ο εκτελών την επεξεργασία ενημερώνει τον υπεύθυνο επεξεργασίας αμελλητί, μόλις αντιληφθεί παραβίαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. 3. … 5. Ο υπεύθυνος επεξεργασίας τεκμηριώνει κάθε παραβίαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, που συνίστανται στα πραγματικά περιστατικά που αφορούν την παραβίαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τις συνέπειες και τα ληφθέντα διορθωτικά μέτρα. Η εν λόγω τεκμηρίωση επιτρέπει στην εποπτική αρχή να επαληθεύει τη συμμόρφωση προς το παρόν άρθρο», στο άρθρο 34 παρ. 1 ότι: «Όταν η παραβίαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ενδέχεται να θέσει σε υψηλό κίνδυνο τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των φυσικών προσώπων, ο υπεύθυνος επεξεργασίας ανακοινώνει αμελλητί την παραβίαση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στο υποκείμενο των δεδομένων» και στο άρθρο 82 ότι: «1. Κάθε πρόσωπο το οποίο υπέστη υλική ή μη υλική ζημία ως αποτέλεσμα παραβίασης του παρόντος κανονισμού δικαιούται αποζημίωση από τον υπεύθυνο επεξεργασίας ή τον εκτελούντα την επεξεργασία για τη ζημία που υπέστη. 2. Κάθε υπεύθυνος επεξεργασίας που συμμετέχει στην επεξεργασία είναι υπεύθυνος για τη ζημία που προκάλεσε η εκ μέρους του επεξεργασία που παραβαίνει τον παρόντα κανονισμό. … 3. Ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή ο εκτελών την επεξεργασία απαλλάσσεται από την ευθύνη που έχουν δυνάμει της παραγράφου 2, εάν αποδεικνύει ότι δεν φέρει καμία ευθύνη για το γενεσιουργό γεγονός της ζημίας. 4. … 6. Οι δικαστικές διαδικασίες για την άσκηση του δικαιώματος αποζημίωσης υποβάλλονται ενώπιον των αρμόδιων δικαστηρίων δυνάμει του δικαίου του κράτους μέλους …».
9. Επειδή, συναφώς, ο ν. 4624/2019 «Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, μέτρα εφαρμογής του Κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 27ης Απριλίου 2016 για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και ενσωμάτωση στην εθνική νομοθεσία της Οδηγίας (ΕΕ) 2016/680 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 27ης Απριλίου 2016 και άλλες διατάξεις» (Α΄ 137), ο οποίος άρχισε να ισχύει, σύμφωνα με το άρθρο 87 αυτού, στις 29.8.2019, ορίζει στο άρθρο 2 ότι: «Οι διατάξεις του παρόντος εφαρμόζονται στην, εν όλω ή εν μέρει, αυτοματοποιημένη επεξεργασία δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, καθώς και στη μη αυτοματοποιημένη επεξεργασία τέτοιων δεδομένων, τα οποία περιλαμβάνονται ή πρόκειται να περιληφθούν σε σύστημα αρχειοθέτησης από: α) δημόσιους φορείς ή β) ιδιωτικούς φορείς, εκτός και εάν η επεξεργασία πραγματοποιείται από φυσικό πρόσωπο στο πλαίσιο αποκλειστικά προσωπικής ή οικιακής δραστηριότητας», στο άρθρο 4 ότι: «Για τους σκοπούς του παρόντος νοούνται: α) “δημόσιος φορέας”: οι δημόσιες αρχές, οι ανεξάρτητες και ρυθμιστικές διοικητικές αρχές, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης πρώτου και δεύτερου βαθμού και τα νομικά πρόσωπα και οι επιχειρήσεις αυτών, οι κρατικές ή δημόσιες επιχειρήσεις και οργανισμοί, τα νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου που ανήκουν στο κράτος ή επιχορηγούνται κατά 50% τουλάχιστον του ετήσιου προϋπολογισμού τους ή η διοίκησή τους ορίζεται από αυτό, β) “ιδιωτικός φορέας”: το φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή η ένωση προσώπων χωρίς νομική προσωπικότητα, που δεν εμπίπτει στην έννοια του “δημόσιου φορέα”, γ) “αρμόδια εποπτική αρχή”: η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (εφεξής: Αρχή)», στο άρθρο 5 ότι: «Οι δημόσιοι φορείς επιτρέπεται να επεξεργάζονται δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, όταν η επεξεργασία είναι απαραίτητη για την εκπλήρωση καθήκοντος που εκτελείται προς το δημόσιο συμφέρον ή κατά την άσκηση δημόσιας εξουσίας που έχει ανατεθεί στον υπεύθυνο επεξεργασίας», στο άρθρο 26 ότι: «1. … 2. Οι δημόσιοι φορείς επιτρέπεται να διαβιβάζουν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα σε ιδιωτικούς φορείς εφόσον: α) η διαβίβαση είναι απαραίτητη για την εκτέλεση των καθηκόντων του φορέα που διαβιβάζει και πληρούνται περαιτέρω και οι προϋποθέσεις του άρθρου 24· β) ο τρίτος στον οποίο διαβιβάζονται έχει έννομο συμφέρον να είναι σε γνώση της διαβίβασης και το υποκείμενο των δεδομένων δεν έχει έννομο συμφέρον να μην διαβιβασθούν τα δεδομένα που το αφορούν· ή γ) η επεξεργασία είναι απαραίτητη για τη θεμελίωση, άσκηση ή υποστήριξη νομικών αξιώσεων και ο τρίτος δεσμεύθηκε έναντι του δημόσιου φορέα που του διαβίβασε τα δεδομένα ότι θα τα επεξεργαστεί μόνο για τον σκοπό για τον οποίο διαβιβάσθηκαν. Η επεξεργασία για άλλους σκοπούς επιτρέπεται, εάν επιτρέπεται η διαβίβαση σύμφωνα με την παράγραφο 1 και ο φορέας διαβίβασης έχει παράσχει τη συγκατάθεσή του για τη διαβίβαση. 3. …», στο άρθρο 40 ότι: «1. Οι αγωγές του υποκειμένου των δεδομένων κατά του υπεύθυνου επεξεργασίας ή του εκτελούντος την επεξεργασία λόγω παραβίασης των διατάξεων για την προστασία των δεδομένων εντός του πεδίου εφαρμογής του ΓΚΠΔ ή των δικαιωμάτων του υποκειμένου που περιέχονται σε αυτόν εισάγονται στο πολιτικό δικαστήριο στην περιφέρεια του οποίου ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή ο εκτελών την επεξεργασία έχει την εγκατάστασή του. Οι αγωγές του προηγούμενου εδαφίου μπορούν να εισαχθούν και στο πολιτικό δικαστήριο, στην περιφέρεια του οποίου, το υποκείμενο των δεδομένων έχει τη συνήθη διαμονή του. 2. Η προηγούμενη παράγραφος δεν εφαρμόζεται στις αγωγές κατά δημοσίων αρχών, όταν οι αρχές αυτές ασκούν κυριαρχική δημόσια εξουσία που τους έχει ανατεθεί. 3. …» και στο άρθρο 42 ότι: «1. Η εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 5 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας που αφορούν στη χορήγηση εγγράφων από φορείς του δημόσιου τομέα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 1 του ανωτέρω Κώδικα, καθώς και των λοιπών διατάξεων που αφορούν στη χορήγηση εγγράφων από τον εκάστοτε φορέα ή αρχή ή υπηρεσία παραμένει ανεπηρέαστη, όταν περιεχόμενο των εγγράφων αυτών αποτελούν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα. 2. Η εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 22 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (ν. 1756/1988, Α 35) παραμένει ανεπηρέαστη». Ακολούθως, οι διατάξεις του Κεφαλαίου Δ΄ του εν λόγω νόμου (άρθρα 43 έως και 82) αφορούν στην ενσωμάτωση στην εθνική νομοθεσία της οδηγίας (ΕΕ) 2016/680 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 27ης Απριλίου 2016 για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από αρμόδιες αρχές για τους σκοπούς της πρόληψης, διερεύνησης, ανίχνευσης ή δίωξης ποινικών αδικημάτων ή της εκτέλεσης ποινικών κυρώσεων και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της απόφασης – πλαίσιο 2008/977/ΔΕΥ του Συμβουλίου (L 119/89).
10. Επειδή, όπως προκύπτει από προπαρατεθείσες διατάξεις του ν. 4624/2019, οι ρυθμίσεις του, με τις οποίες θεσπίσθηκαν μέτρα εφαρμογής του Κανονισμού (ΕΕ) 2016/679, καταλαμβάνουν κάθε επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, είτε αυτή εκτελείται από δημόσιες αρχές, ανεξάρτητες και ρυθμιστικές διοικητικές αρχές, νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης πρώτου και δεύτερου βαθμού και νομικά πρόσωπα και επιχειρήσεις αυτών, κρατικές ή δημόσιες επιχειρήσεις και οργανισμούς, νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου που ανήκουν στο κράτος ή επιχορηγούνται κατά 50% τουλάχιστον του ετήσιου προϋπολογισμού τους ή η διοίκησή τους ορίζεται από αυτό, είτε εκτελείται από φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή ένωση προσώπων χωρίς νομική προσωπικότητα, που δεν εμπίπτει στην έννοια του δημόσιου φορέα, όπως ειδικότερα ορίζεται στο άρθρο 4, με εξαίρεση την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, η οποία, σύμφωνα με το άρθρο 2 περ. β΄, «πραγματοποιείται από φυσικό πρόσωπο στο πλαίσιο αποκλειστικά προσωπικής ή οικιακής δραστηριότητας» (πρβ. ΣτΕ 3135/2015 σκ.13, 2280-1/2001 Ολ. σκ.12). Επομένως, τα στοιχεία τα οποία καταχωρούνται στο δημοτολόγιο που τηρεί ο οικείος Δήμος και, μεταξύ άλλων, αφορούν στην οικογενειακή κατάσταση των δημοτών, όπως ο αριθμός, η ταυτότητα (όνομα, επώνυμο κ.λπ.) και ο θάνατος των μελών της οικογένειας, αποτελούν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, κατά την έννοια της περ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) 2016/679, αφού πρόκειται για πληροφορίες που αναφέρονται σε φυσικό πρόσωπο, του οποίου η ταυτότητα είναι γνωστή ή μπορεί να εξακριβωθεί (βλ. ΣτΕ 3135/2015, ΔΕΚ απόφαση της 7.5.2009, Rijkeboer, C-553/07, σκ.42, ECLI:EU:C:2009:293). Εκ τούτου, παρέπεται ότι η τήρηση του δημοτολογίου και η χορήγηση πιστοποιητικών πλησιεστέρων συγγενών των δημοτών συνιστά επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα κατά την έννοια της περ. 2 του άρθρου 4 του ως άνω Κανονισμού, το δε δημοτολόγιο σύστημα αρχειοθέτησης, κατά την έννοια της περ. 6 του ιδίου άρθρου. Περαιτέρω, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων του εν λόγω Κανονισμού, η επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα επιτρέπεται, κατ’ αρχήν, μόνον όταν το υποκείμενο έχει δώσει τη συγκατάθεσή του, αφού προηγουμένως ενημερωθεί προσηκόντως («εν πλήρει επιγνώσει»). Η επεξεργασία επιτρέπεται, κατ’ εξαίρεση, και χωρίς τη συγκατάθεση, όταν είναι αναγκαία, μεταξύ άλλων, είτε για τη συμμόρφωση με έννομη υποχρέωση του υπευθύνου επεξεργασίας είτε για την εκπλήρωση καθήκοντος που εκτελείται προς το δημόσιο συμφέρον ή κατά την άσκηση δημόσιας εξουσίας που έχει ανατεθεί στον υπεύθυνο επεξεργασίας (πρβ. ΣτΕ 3135/2015, 3908/2004 7μ). Ο Κανονισμός (ΕΕ) 2016/679 (βλ. άρθρο 15) εγγυάται στο υποκείμενο των δεδομένων δικαίωμα ενημέρωσης για το εάν τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν υφίστανται επεξεργασία και, εάν τούτο συμβαίνει, δικαίωμα πρόσβασης σε αυτά, καθώς και δικαίωμα λήψης αντιγράφου των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που υποβάλλονται σε επεξεργασία. Εξάλλου, ο υπεύθυνος επεξεργασίας έχει ιδιαίτερο καθήκον επιμελούς διαφύλαξης αρχείου με δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα για τους καθορισμένους, σαφείς και νόμιμους σκοπούς και για την επιτρεπτή και θεμιτή επεξεργασία τους, καθώς και αποφυγής ενεργειών που έχουν αποτέλεσμα να θίγονται τα σχετικά δικαιώματα των ενδιαφερόμενων (πρβ. ΣτΕ 3135/2015, 749/2005 7μ. σκ.6, 1622/2012 Ολ.), όπως και καθήκον τήρησης και διαφύλαξης των στοιχείων, από τα οποία προκύπτουν τα πρόσωπα στα οποία παρασχέθηκαν προσωπικά δεδομένα τρίτων, προκειμένου να διασφαλίζεται η δυνατότητα άσκησης από το υποκείμενο των δεδομένων του δικαιώματός του παροχής πληροφοριών για τους αποδέκτες των δεδομένων του προσωπικού χαρακτήρα, καθώς και για το περιεχόμενο των δεδομένων που ανακοινώθηκαν (πρβ. ΣτΕ 3135/2015).
11. Επειδή, επιπρόσθετα, η ύπαρξη ζημίας, την οποία υπέστη ένα πρόσωπο, συνιστά μία από τις προϋποθέσεις του προβλεπόμενου στο άρθρο 82 παρ. 1 του Γ.Κ.Π.Δ. δικαιώματος αποζημίωσης, όπως ακριβώς και η ύπαρξη παράβασης του εν λόγω Κανονισμού και αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της ζημίας και της παράβασης, δεδομένου ότι οι τρεις αυτές προϋποθέσεις είναι σωρευτικές. Ως εκ τούτου, δεν αρκεί απλώς και μόνον η παράβαση των διατάξεων του ανωτέρω Κανονισμού προς θεμελίωση δικαιώματος αποζημίωσης (βλ. ΔΕΕ απόφαση της 4.5.2023, UI, C-300/21, σκ.28 – 42, ECLI:EU:C:2023:370).
12. Επειδή, τέλος, στο άρθρο 5 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας (Κ.Δ.Δ/σίας), που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2690/1999 (Α΄ 45), ορίζεται ότι: «1. Κάθε ενδιαφερόμενος έχει το δικαίωμα, ύστερα από γραπτή αίτησή του, να λαμβάνει γνώση των διοικητικών εγγράφων. Ως διοικητικά έγγραφα νοούνται όσα συντάσσονται από τις δημόσιες υπηρεσίες, όπως εκθέσεις, μελέτες, πρακτικά, στατιστικά στοιχεία, εγκύκλιες οδηγίες, απαντήσεις της Διοίκησης, γνωμοδοτήσεις και αποφάσεις. 2. Όποιος έχει ειδικό έννομο συμφέρον δικαιούται, ύστερα από γραπτή αίτησή του, να λαμβάνει γνώση των ιδιωτικών εγγράφων που φυλάσσονται στις δημόσιες υπηρεσίες και είναι σχετικά με υπόθεσή του η οποία εκκρεμεί σε αυτές ή έχει διεκπεραιωθεί από αυτές. 3. [όπως συμπληρώθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 8 του ν. 2880/2001, Α΄ 9] Το κατά τις προηγούμενες παραγράφους δικαίωμα δεν υφίσταται στις περιπτώσεις που το έγγραφο αφορά την ιδιωτική ή οικογενειακή ζωή τρίτου, ή αν παραβλάπτεται απόρρητο το οποίο προβλέπεται από ειδικές διατάξεις. Η αρμόδια διοικητική αρχή μπορεί να αρνηθεί την ικανοποίηση του δικαιώματος τούτου αν το έγγραφο αναφέρεται στις συζητήσεις του Υπουργικού Συμβουλίου, ή αν η ικανοποίηση του δικαιώματος αυτού είναι δυνατόν να δυσχεράνει ουσιωδώς την έρευνα δικαστικών, διοικητικών, αστυνομικών ή στρατιωτικών αρχών σχετικώς με την τέλεση εγκλήματος ή διοικητικής παράβασης. 4. Το δικαίωμα των παρ. 1 και 2 ασκείται: α) με μελέτη του εγγράφου στο κατάστημα της υπηρεσίας, ή β) με χορήγηση αντιγράφου, εκτός αν η αναπαραγωγή τούτου μπορεί να βλάψει το πρωτότυπο. … 5. …» και στο άρθρο 22 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (ν. 1756/1988, Α΄ 35), όπως ο εν λόγω Κώδικας ίσχυε πριν την κατάργησή του με το άρθρο 130 του ν. 4938/2022 (Α΄ 109), ότι: «1. … 2. Έχουν δικαίωμα να λάβουν γνώση, αντίγραφα ή αποσπάσματα: α) των αποφάσεων και των εγγράφων κάθε άλλης διαδικασίας, εκτός από την ποινική, καθώς και των αποφάσεων, και γνωμοδοτήσεων για διοικητικά θέματα, οι διάδικοι, ενώ οι τρίτοι μόνο αν έχουν έννομο συμφέρον, κατά την κρίση του δικαστή που διευθύνει το δικαστήριο. β) των εγγράφων της ποινικής διαδικασίας, όσοι και όπως ορίζει το άρθρο 147 του κώδικα ποινικής δικονομίας. Με τους ίδιους όρους χορηγούνται πιστοποιητικά που βεβαιώνουν το χρόνο δημοσίευσης και το διατακτικό των αποφάσεων των πολιτικών και τακτικών διοικητικών δικαστηρίων».
13. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτουν τα εξής: Στις 20.9.2019 υποβλήθηκε στον εναγόμενο Δήμο η …/20.9.2019 αίτηση της δικηγόρου …, με την οποία ζητούσε τη χορήγηση πιστοποιητικού πλησιεστέρων συγγενών της θανούσας μητέρας του ενάγοντος, … . Επί της εν λόγω αίτησης εκδόθηκε και χορηγήθηκε στην ανωτέρω δικηγόρο το …/27.9.2019 σχετικό πιστοποιητικό των αρμοδίων υπαλλήλων του εναγόμενου Ο.Τ.Α. «για κάθε νόμιμη χρήση» (βλ. το …/24.7.2020 έγγραφο του Διευθυντή Διοικητικών Υπηρεσιών του Δήμου … με συνημμένη την …/20.9.2019 αίτηση και το …/27.9.2019 εκδοθέν πιστοποιητικό πλησιεστέρων συγγενών). Το αιτηθέν πιστοποιητικό χρησιμοποιήθηκε από τον εντολέα της ανωτέρω δικηγόρου, …, για την υποστήριξη αγωγής που είχε ασκήσει ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ηρακλείου κατά της …, με αντικείμενο αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα γάμου. Ειδικότερα, σύμφωνα με το κατατεθέν στο ανωτέρω Δικαστήριο στις 10.12.2019 δικόγραφο προτάσεων, που υπογράφει η ως άνω δικηγόρος, προς απόδειξη των προβαλλόμενων στην εν λόγω αστική δίκη ισχυρισμών του, ο … επικαλέσθηκε και προσκόμισε το επίμαχο …/27.9.2019 πιστοποιητικό πλησιεστέρων συγγενών της μητέρας του ενάγοντος (βλ. σελ. 6 των από 10.12.2019 προτάσεων, υπό στοιχείο 24, καθώς και τελευταία σελίδα με την υπογραφή της εν λόγω δικηγόρου και την τεθείσα σφραγίδα της γραμματέως του οικείου Δικαστηρίου).
14. Επειδή, με την υπό κρίση αγωγή, όπως αναπτύσσεται με το νομίμως κατατεθέν στις 8.12.2022 υπόμνημα, ο ενάγων προβάλλει ότι ο εναγόμενος Δήμος στις 20.9.2019 εξήγαγε από το τηρούμενο αρχείο του και κοινοποίησε στην πληρεξούσια δικηγόρο του … προσωπικά του δεδομένα, όπως η ημερομηνία γέννησής του, ο αριθμός δημοτολογίου του και τα στοιχεία των πλησιεστέρων συγγενών της θανούσας μητέρας του, για τα οποία ο τελευταίος δεν είχε εύλογο ενδιαφέρον, χωρίς τη συναίνεση και ενημέρωσή του και δίχως να υφίσταται σχετική εισαγγελική παραγγελία ή απόφαση ανακριτικού οργάνου ή δικαστικού συμβουλίου. Σύμφωνα με όσα αναγράφει περαιτέρω στο επίδικο δικόγραφο: «Από τις ανωτέρω παράνομες και υπαίτιες πράξεις … γνώρισα ψυχική αναστάτωση, ήτοι στεναχώρια, ντροπή, εκνευρισμό και έντονο θυμό, καθώς οι απόρρητες αυτές πληροφορίες μου βρίσκονται στην ανωτέρω δικογραφία του Πρωτοδικείου Ηρακλείου στην οποία ουδεμία συμμετοχή και ανάμειξη έχω. Έχουν ήδη αναγνωσθεί από πλήθος ατόμων, αγνώστων μάλιστα σε εμένα, ενώ δεν γνωρίζω τον ακριβή αριθμό τυχόν φωτοτυπικών αντιγράφων που έχουν εξαχθεί και σε ποια άλλη Δημόσια Αρχή ή φορέα ή ιδιώτη έχουν κοινοποιηθεί!». Στη συνέχεια δε υποστηρίζει ότι: «Κατόπιν των ανωτέρω … ο εναγόμενος τέλεσε σε βάρος μου αδικοπραξία, προσβάλλοντας μεταξύ άλλων την προσωπικότητά μου, στην ιδιαίτερη έκφανση της ανάγκης διασφάλισης της ιδιωτικότητάς μου ως ενός περιβάλλοντος που μπορώ να αναπτύξω την οικονομική μου πρωτοβουλία και δραστηριότητα, χωρίς παρεμβάσεις που δεν εγκρίνω και του δικαιώματός μου να μην καθίστανται τα προσωπικά μου δεδομένα, αντίθετα με τη ρητή βούλησή μου, αντικείμενο επεξεργασίας από τρίτους. … Επειδή από τα προπεριγραφόμενα … καθίσταται σαφές ότι ο εναγόμενος τέλεσε σε βάρος μου αδικοπραξία … προκαλώντας μου ηθική βλάβη …». Για την αποκατάσταση της επικαλούμενης ηθικής του βλάβης ζητεί να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του εναγόμενου Δήμου να του καταβάλει ως εύλογη χρηματική ικανοποίηση το ποσό των 25.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής στις 8.10.2020 (βλ. την …/8.10.2020 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Ανατολικής Κρήτης, …).
15. Επειδή, αντιθέτως, ο εναγόμενος Δήμος με την έκθεση απόψεών του που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 5.12.2022 και το νομίμως κατατεθέν την ίδια ημέρα (5.12.2022) υπόμνημά του, αρνείται την ευθύνη του, προβάλλοντας, κατ’ αρχάς, ότι το αιτούμενο κονδύλιο ηθικής βλάβης είναι αόριστο, καθώς στο δικόγραφο της κρινόμενης αγωγής δεν αναφέρονται όλα τα απαιτούμενα εκ των διατάξεων των άρθρων 45 και 73 παρ. 1 του Κ.Δ.Δ. στοιχεία. Περαιτέρω, ισχυρίζεται ότι η χορήγηση του επίμαχου πιστοποιητικού πλησιεστέρων συγγενών της μητέρας του ενάγοντος ήταν νόμιμη, ενόψει των διατάξεων του άρθρου 5 του Κ.Δ.Δ/σίας, καθώς ο …, ως διάδικος σε αστική δίκη, είχε έννομο συμφέρον ή τουλάχιστον εύλογο ενδιαφέρον για τη λήψη αυτού μέσω της πληρεξουσίας δικηγόρου του, διευκρινίζοντας ότι η χρήση του για την ανωτέρω (δικαστική) αιτία ομολογείται από τον ίδιο τον ενάγοντα. Τέλος, προβάλλει ότι δεν προκλήθηκε στον ενάγοντα ηθική βλάβη και δεν υφίσταται αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της φερόμενης ως παράνομης πράξης και της επικαλούμενης ζημίας, καθώς δεν προσβλήθηκε η προσωπικότητά του από την προσκόμιση του οικείου πιστοποιητικού ενώπιον του πολιτικού δικαστηρίου, από τη στιγμή που οι εκπρόσωποι της δικαστικής αρχής και οι γραμματείς των δικαστηρίων, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους (παραλαβή δικογράφων ή μηνύσεων, επεξεργασία δικογραφιών, έκδοση αποφάσεων κ.λπ.), δεν θεωρούνται ως τρίτοι αποδέκτες επεξεργασίας προσωπικών δεδομένων.
16. Επειδή, με τα πραγματικά αυτά δεδομένα, λαμβανομένων περαιτέρω υπόψη ότι: (α) σύμφωνα με όσα έγιναν ερμηνευτικώς δεκτά στη δέκατη (10η) σκέψη της παρούσας, η τήρηση δημοτολογίου από τον εναγόμενο Δήμο συνιστά συλλογή και επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και, επομένως, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του Κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 και του ν. 4624/2019, (β) η χορήγηση πιστοποιητικού πλησιεστέρων συγγενών σε τρίτο πρόσωπο, το οποίο δεν αναφέρεται σε αυτό, χωρίς τη συγκατάθεση του υποκειμένου των δεδομένων ή τη συνδρομή των προϋποθέσεων που δικαιολογούν την άνευ συγκατάθεσης χορήγησή του και χωρίς να τηρηθούν τα ενδεικνυόμενα μέτρα ασφαλείας, είναι μη νόμιμη (πρβ. ΣτΕ 3135/2015), (γ) με βάση όσα έγιναν ερμηνευτικώς δεκτά στις τέταρτη (4η) και πέμπτη (5η) σκέψεις της παρούσας, για την επιδίκαση αποζημίωσης δυνάμει των άρθρων 105 και 106 του ΕισΝΑΚ απαραίτητη, μεταξύ άλλων, προϋπόθεση συνιστά η επίκληση και απόδειξη συγκεκριμένης ζημίας, επί δε μη περιουσιακής ζημίας ο ενάγων πρέπει να προσδιορίζει στο δικόγραφο της αγωγής με τρόπο ειδικό και συγκεκριμένο σε τι έγκειται η ηθική βλάβη, την οποία, κατά τους ισχυρισμούς του, υπέστη από τη φερόμενη ως παράνομη πράξη της Διοίκησης, και (δ) εν προκειμένω, ο ενάγων δεν αναγράφει στην ένδικη αγωγή του –όπως προκύπτει από το αναφερόμενο στη δέκατη τέταρτη (14η) σκέψη της παρούσας περιεχόμενό της– τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που στοιχειοθετούν την ηθική βλάβη και την προσβολή της προσωπικότητάς του, την οποία -όπως υποστηρίζει- υπέστη εξαιτίας της χορήγησης του επίμαχου πιστοποιητικού πλησιεστέρων συγγενών, με εξειδικευμένη παράθεση των δυσμενών συνεπειών που επέφερε στον ίδιο η γνωστοποίηση των προσωπικών του δεδομένων που εμπεριέχονταν σε αυτό, ενόψει της φύσης και του είδους τους (αριθμός οικογενειακής μερίδας, τόπος και ημερομηνία γέννησης, χρόνος θανάτου της μητέρας του, πλησιέστεροι συγγενείς της κ.λπ.), η δε γενική αναφορά ότι επλήγη η προσωπικότητά του και ότι υπέστη ψυχική αναστάτωση (στενοχώρια, ντροπή, εκνευρισμό και έντονο θυμό), δεν αρκεί, για να καταστήσει ορισμένη την αγωγή σε σχέση με την επικαλούμενη (μη περιουσιακή) ζημία του, συνεκτιμώμενου και του ότι, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στην ενδέκατη (11η) σκέψη της παρούσας, η παράβαση απλώς και μόνο των διατάξεων του Κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 δεν αρκεί προς θεμελίωση δικαιώματος αποζημίωσης, το Δικαστήριο -ανεξαρτήτως του ορισμένου ή μη της προβαλλόμενης από τον εναγόμενο Δήμο σχετικής ένστασης- κρίνει αυτεπαγγέλτως, κατ’ άρθρο 35 του Κ.Δ.Δ., ότι η κρινόμενη αγωγή, μοναδικό αίτημα της οποίας είναι η επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, δεν περιέχει όλα τα απαιτούμενα, κατά το άρθρο 73 παρ. 1 του Κ.Δ.Δ., στοιχεία και, ως εκ τούτου, είναι απορριπτέα ως αόριστη.
17. Επειδή, κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, η κρινόμενη αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, κατ’ εκτίμηση δε των περιστάσεων, να απαλλαγεί ο ενάγων από τα δικαστικά έξοδα του εναγόμενου Ο.Τ.Α. (άρθρο 275 παρ. 1 εδ. ε΄ του Κ.Δ.Δ.).
ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ
Απορρίπτει την αγωγή.
Απαλλάσσει τον ενάγοντα από τα δικαστικά έξοδα του εναγόμενου Δήμου.
Η απόφαση δημοσιεύθηκε στο Ηράκλειο, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, στις 31.5.2023.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ