Περίληψη
Νόμιμη η μετακύλιση της εισφοράς του ν. 128/1975 (α. 1 παρ. 3) στον δανειολήπτη και η προσαύξηση του επιτοκίου, καθώς και ο τοκισμός, κεφαλαιοποίηση και ανατοκισμός.
Η απαγόρευση αναγραφής στις συμβάσεις πίστωσης των κριθέντων με αμετάκλητες δικαστικές αποφάσεις καταχρηστικών όρων, όπως της παραίτησης του εγγυητή από τις ενστάσεις του ΑΚ ισχύει μόνο στα στεγαστικά δάνεια (ΥΑ Ζ1-74/2011(ΦΕΚ Β΄ 292/22.02.2011).
Όχι καταχρηστική η άσκηση δικαιώματος της τράπεζας για καταγγελία και λήψη διαταγής πληρωμής στην περίπτωση που υπάρχει προσημείωση υποθήκης.
Αριθμός 115 /2021
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τον Δικαστή, Ηλία Σταυρόπουλο, Εφέτη, τον οποίο όρισε η Πρόεδρος Εφετών και τη Γραμματέα Τ.Λ.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η υπό κρίση έφεση κατά της υπ’ αριθ. 3749/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (ΚΠολΔ 518 παρ. 2). Είναι, συνεπώς, τυπικά δεκτή και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσία, μετά την καταβολή του σχετικού παραβόλου της έφεσης (ηλ. παρ. ……/2020).
Με την πρωτοδίκως κριθείσα ανακοπή τους, οι ανακόπτοντες ζήτησαν, για τους αναφερόμενους σε αυτήν λόγους, να ακυρωθεί η με αρ. ……/2018 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και η κάτωθι αντιγράφου εξ απογράφου αυτής επιταγή προς πληρωμή. Επί της ανωτέρω ανακοπής εκδόθηκε η με αριθμό 3749/2019 απόφαση η οποία έκανε δεκτή την ανακοπή και ακύρωσε την ως άνω διαταγή πληρωμής και την επιταγή προς πληρωμή. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η καθ ης η ανακοπή-εκκαλούσα, με την υπό κρίση έφεση, για τους περιεχόμενους σ` αυτήν λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και ζητεί να γίνει δεκτή η έφεση, να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη, ώστε να απορριφθεί η ανακοπή στο σύνολο της και να επικυρωθεί η διαταγή πληρωμής.
Σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 1 του ν. 128/1975 ’’επιβάλλεται, από το έτος 1976, εισφορά, βαρύνουσα τα πάσης φύσεως εν Ελλάδι λειτουργούντα πιστωτικά ιδρύματα, περιλαμβανόμενης και της Τραπέζης της Ελλάδος, υπέρ του εν τη παραγράφω 1 του παρόντος άρθρου λογαριασμού, ανερχομένη εις ποσοστόν ένα (1) επί τοις χιλίοις ετησίως επί του ετησίου ύψους εντός εκάστου ημερολογιακού έτους μηνιαίων υπολοίπων των χορηγουμένων υπ` αυτών πάσης φύσεως δανείων ή πιστώσεων, περιλαμβανόμενων και των δυνάμει της από 19 Μαρτίου 1962 μεταξύ των Τραπεζών συμβάσεως, ως αύτη ετροποποιήθη και συνεπληρώθη μεταγενεστέρως, συμφωνηθεισών εισφορών”. Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 174 ΑΚ, δικαιοπραξία που αντιβαίνει σε απαγορευτική διάταξη του νόμου, αν δεν συνάγεται κάτι άλλο, είναι άκυρη. Τέτοια δικαιοπραξία είναι αυτή που συνάπτεται κατά παράβαση απαγορευτικού κανόνα δικαίου, όταν δηλαδή ο ίδιος ο κανόνας δικαίου θεσπίζει ως έννομη συνέπεια την ακυρότητα ή όταν θεσπίζεται απαγόρευση με ταυτόχρονη αποδοκιμασία του περιεχομένου της δικαιοπραξίας, κατά το σκοπό του νόμου, ο οποίος (σκοπός) πληρούται με την ακυρότητα ως έννομη συνέπεια της απαγορεύσεως. Όμως, από τη γραμματική διατύπωση της πιο πάνω διατάξεως του άρθρου 1 παρ. 3 του ν. 128/1975, δεν προκύπτει η θέσπιση απαγορευτικού, με την παραπάνω έννοια, κανόνα δικαίου, αφού ο νόμος ορίζει την επιβολή της εισφοράς και το υπόχρεο να την καταβάλει πρόσωπο, χωρίς όμως να ορίζει ούτε την υποχρεωτική μετακύλισή του ούτε όμως και την απαγόρευση μετακύλισής του. Ο χαρακτήρας, άλλωστε, της εισφοράς αυτής, ως είδος δημοσιονομικής επιβαρύνσεως, αρχικά για συγκεκριμένο σκοπό (επιδότηση δανείων προς εξαγωγικές επιχειρήσεις) και μετά την τροποποίηση που επέφερε ο ν. 2065/1992, ως, από οικονομική άποψη, γενικό έσοδο του Δημοσίου, δικαιολογεί την αναζήτηση της σημασίας λέξεως “βαρύνουσα” στη φορολογική νομοθεσία, όπως αυτή προκύπτει από τη χρήση της εν λόγω λέξεως σε νόμους που θεσπίζουν φόρους ή εισφορές. Αλλά ούτε και αντικειμενικά, από το ρυθμιστικό σκοπό του νόμου, προκύπτει βάση αποδοκιμασίας της συμβατικής μετακύλισης της εν λόγω εισφοράς, αφού σκοπός του νόμου παραμένει η έμμεση ενίσχυση, μέσω της εισφοράς αυτής, της επιδοτήσεως των επιτοκίων συγκεκριμένων δανείων επ’ ωφελεία της εθνικής οικονομίας, χωρίς να προκύπτει ότι το πρόσωπο που πρέπει να επιβαρυνθεί τελικά είναι τα πιστωτικά ιδρύματα. Εξάλλου, από μακρού χρόνου τα τραπεζικά επιτόκια διαμορφώνονται ελευθέρως (ΑΠ 756/2015, ΑΠ 2037/2014), οπότε υπό το καθεστώς αυτό η θέσπιση απαγορεύσεως μετακύλισης της άνω εισφοράς από τα τραπεζικά ιδρύματα στους πιστούχους δεν είναι εφικτή και από τη φύση του πράγματος. Και τούτο διότι, στο μέτρο που οι Τράπεζες μπορούν ελεύθερα να καθορίζουν τα επιτόκια των χορηγήσεων, θα μπορούν και να υπολογίσουν το ποσοστό της εισφοράς του ν. 128/1975 στο ύψος του επιτοκίου που προσφέρουν, χωρίς ειδική αναφορά της εισφοράς αυτής στη σύμβαση. Τότε όμως η απαγόρευση, αν γινόταν δεκτό ότι έχει απαγορευτικό χαρακτήρα η διάταξη του άρθρου 1 παρ. 3 του ν. 128/1975, θα εξαρτάτο από το εάν θα αναφερόταν ή όχι στη σύμβαση ο τρόπος υπολογισμού του επιτοκίου και, συνεπώς, η εν λόγω εισφορά. Αλλά και εάν η μετακύλιση της εν λόγω εισφοράς έχει, εν όψει και της διατάξεως του άρθρου 293 ΑΚ, ως συνέπεια την κατά το ποσοστό της εισφοράς αύξηση του συμβατικά καθοριζόμενου επιτοκίου πέραν του προβλεπομένου ανωτάτου ορίου και τότε η απαγόρευση δεν θα προέκυπτε από τον ν. 128/1975, αλλά από τη διάταξη που θα όριζε ανώτατο όριο τραπεζικού επιτοκίου. Συμπερασματικά εν όψει των προαναφερθέντων, προκύπτει ότι από το ν. 128/1975 δεν απαγορεύεται η συμβατική μετακύλιση της εισφοράς που θεσπίζεται με το νόμο αυτό. Η ρυθμιστική ισχύς του ως άνω νόμου εξαντλείται στον καθορισμό του υπόχρεου έναντι του Δημοσίου προσώπου στο πλαίσιο της εννόμου σχέσεως που ιδρύεται με τη σχετική διάταξη και αφορά, επομένως, αποκλειστικά στην κάθετη σχέση μεταξύ κράτους και πιστωτικών ιδρυμάτων και όχι στην οριζόντια τοιαύτη μεταξύ πιστωτικών ιδρυμάτων και πιστούχων – δανειοληπτών. Η μετακύλιση της εισφοράς στους τελευταίους επιτρέπεται με βάση την αρχή της ιδιωτικής αυτονομίας και εφόσον δεν απαγορεύεται από άλλη διάταξη, ως τοιαύτης νοούμενης της θεσπίσεως ανωτέρου ορίου επιτοκίου, το οποίο θα υπερέβαινε η εισφορά αυτή και μόνο αν δεν υπήρχε αντίθετη ρύθμιση. Επομένως, ο υπολογισμός του ποσοστού της εισφοράς του ν. 128/1975 για τον καθορισμό του επιτοκίου συμβάσεως πιστώσεως, με έμμεσο αποτέλεσμα τη συμβατική μετακύλιση της εισφοράς αυτής στον πιστούχο, είναι νόμιμη, διότι δεν αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 3 του ν. 128/1975, η οποία δεν καθιερώνει απαγορευτικό κανόνα δικαίου κατ` άρθρο 174 του ΑΚ, ούτε σε άλλον απαγορευτικό κανόνα δικαίου, εντάσσεται δε στο πλαίσιο του ελευθέρου καθορισμού των τραπεζικών επιτοκίων. Άλλωστε, η επίρριψη της σχετικής επιβαρύνσεως στο δανειολήπτη αποτέλεσε από την ισχύ του ν. 128/1975, συναλλακτική πρακτική των τραπεζών, στην παγίωση της οποίας συνετέλεσαν: α) Το ότι τα μεταγενέστερα νομοθετήματα, που τροποποίησαν τον ως άνω νόμο, ανέφεραν γενικά, ότι η εισφορά βαρύνει τη συναλλαγή (δάνεια-πιστώσεις). Με τη διάταξη δε του άρθρου 22 του ν. 2515/1997 καθορίστηκε ρητά, ότι για τα δάνεια από πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα του εξωτερικού, υπόχρεος για την απόδοση της εισφοράς είναι ο δανειολήπτης, εξαλείφοντας έτσι το συγκριτικό μειονέκτημα που είχε διαμορφωθεί σε βάρος του δανεισμού από το εσωτερικό, τερματίζοντας την απώλεια εσόδων υπέρ του κοινού λογαριασμού και αποκαθιστώντας ίσους όρους ανταγωνισμού μεταξύ δανεισμού από το εσωτερικό και το εξωτερικό, β) Το ότι το ύψος του συντελεστή καθ’ όλο το χρονικό διάστημα από την καθιέρωση της εν λόγω εισφοράς κλιμακώθηκε ποσοστιαία, κατά τρόπο που αποσκοπεί στην ελάφρυνση ή και απαλλαγή ορισμένων κατηγοριών δανειοληπτών, όπως με το άρθρο 8 ν. 2459/1997 απαλλάσσονται της εισφοράς οι δανειοδοτήσεις προς φυσικά και νομικά πρόσωπα, κοινοπραξίες και κοινωνίες αστικού δικαίου που κατοικούν ή έχουν έδρα σε νησιά με πληθυσμό κάτω από 3100 κατοίκους και το άρθρο 19 παρ. 4β` του ν. 3152/2003, κατά το οποίο απαλλάσσονται της εισφοράς οι δανειοδοτήσεις, προς τις I. Μονές του Αγίου Όρους και οι δανειοδοτήσεις από την Τράπεζα Ανάπτυξης του Συμβουλίου της Ευρώπης. Αν η εν λόγω εισφορά επιβάρυνε τα πιστωτικά ιδρύματα δεν θα θεσπίζονταν οι παραπάνω εξαιρέσεις και γ) Η Τράπεζα της Ελλάδος, ήδη από την έναρξη εφαρμογής του ν.128/1975, ουδέποτε θεώρησε, ότι η εν λόγω εισφορά επιβαρύνει τα πιστωτικά ιδρύματα, ώστε να έχει ληφθεί υπόψη κατά το χρονικό διάστημα που ίσχυε ο διοικητικός καθορισμός από μέρους της, του περιθωρίου μεταξύ των επιτοκίων καταθέσεων – χορηγήσεων, δηλαδή μέχρι το 1993. Εξάλλου, και υπό το καθεστώς ελεύθερης διαμόρφωσης των επιτοκίων, η Τράπεζα της Ελλάδος επέβαλε την υποχρέωση για ξεχωριστή αναφορά της σχετικής επιβαρύνσεως με αποφάσεις της (ΠΔ/ΤΕ 1969/1991 και 2501/2002). Η ΠΔ/ΤΕ 2501/2002, στο άρθρο 82 αυτής, επεκτείνει την υποχρέωση ενημέρωσης του πελάτη από την Τράπεζα και στην επιβολή “ειδικών εισφορών” και η εισφορά του ν. 128/1975 είναι μια τέτοια ειδική εισφορά. Ωστόσο, η μετακύλιση αυτή της ανωτέρω εισφοράς στον πιστούχο – δανειολήπτη, ενόψει και της ανωτέρω ΠΔ/ΤΕ 2501/2002, μπορεί να ελεγχθεί μόνο από άποψη διαφάνειας, ιδίως όταν επιβάλλεται χωρίς προηγούμενη επαρκή ενημέρωση ή κατά τρόπο κεκαλυμμένο (ΑΠ 430/2005 δημ ΝΟΜΟΣ). Έτσι, σε περίπτωση που στη σύμβαση γίνεται, κατά τον καθορισμό του επιτοκίου, ειδική αναφορά για τη χρέωση του δανειολήπτη και με την εισφορά του ν. 128/1975, προσδιοριζομένη σε ποσοστό επί τοις εκατό και αποτελούσα ουσιαστικά μέρος του επιτοκίου, οι απαιτήσεις διαφάνειας και ενημέρωσης έχουν ικανοποιηθεί και, κατά συνέπεια, η σχετική ρήτρα είναι έγκυρη (ΑΠ 669/2020, ΑΠ 999/2019, ΑΠ 368/2019 δημ ΝΟΜΟΣ).
Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο της ανακοπής οι ανακόπτοντες ισχυρίστηκαν ότι η προσβαλλομένη διαταγή πληρωμής και η επιταγή προς πληρωμή κάτωθι αντιγράφου εξ απογράφου αυτής τυγχάνουν ακυρωτέες, διότι η καθ’ ης μετά την, βάσει σχετικού όρου της ενδίκου δανειακής συμβάσεως, προσαύξηση του επιτοκίου της χορηγηθείσης πιστώσεως με το ποσοστό της εισφοράς του ν. 128/1975 και τον γενόμενο με βάση και αυτή υπολογισμό των τόκων, προέβη παρανόμως σε ανατοκισμό των ποσών της εισφοράς, διότι κεφαλαιοποιούσε, τόκιζε και ανατόκιζε τα ποσά αυτής, αφού στο κάθε φορά προκύπτον υπόλοιπο κεφαλαίο υπολόγιζε τόκους (εκτοκισμός) περιέχοντες και ποσά εισφοράς του ν. 128/1975, στο νέο δε προκύπτον εκάστοτε κεφάλαιο υπολόγιζε νέους τόκους περιέχοντες και εισφορά, ο δε παράνομος αυτός εκτοκισμός και ανατοκισμός των ποσών της εισφοράς γινόταν με την ενσωμάτωσή της στο επιτόκιο υπολογισμού των πάσης φύσεως τόκων, καθώς το ισχύον νομικό καθεστώς επιβάλλει ανατοκισμό των τόκων και όχι ανατοκισμό εξόδων, εισφορών ή προμηθειών, με αποτέλεσμα, αφενός να μην υφίσταται έγγραφη απόδειξη του ποσού, για το οποίο εκδόθηκε η προσβαλλομένη διαταγή πληρωμής και αφετέρου η οφειλή της να καθίσταται μη ορισμένη και μη εκκαθαρισμένη και έτσι να καθίσταται άκυρη η ανακοπτομένη διαταγή πληρωμής και η κάτωθι αντιγράφου εξ απογράφου αυτής επιταγή προς πληρωμή. Ο ως άνω λόγος ανακοπής ήταν μη νόμιμος, αφού, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην ως άνω μείζονα σκέψη, η μετακύλιση της εισφοράς του ν. 128/1975 είναι νόμιμη και εντάσσεται στα πλαίσια του ελεύθερου καθορισμού των επιτοκίων, καθώς προσαυξάνει το ποσοστό τους, λογίζεται, κατά το άρθρο 293 παρ. 1 εδ. α` ΑΚ, ως τόκος και, συνεπώς, νομίμως ανατοκίζεται και κεφαλαιοποιείται μετά των λοιπών καθυστερούμενων τόκων, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 12 του ν. 2601/1998, αφού αποτελεί μέρος του ετήσιου πραγματικού επιτοκίου. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που έκρινε αντίθετα ότι, δηλαδή, δεν είναι νόμιμη η μετακύλιση της εν λόγω εισφοράς, η προσαύξηση του επιτοκίου, η κεφαλαιοποίηση και ο ανατοκισμός του ποσού της εισφοράς του ν. 128/1975 και έτσι δέχθηκε την ανακοπή και ακύρωσε τη διαταγή πληρωμής και την επιταγή προς πληρωμή, έσφαλε, ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου. Πρέπει, επομένως, δεκτού γενομένου του σχετικού λόγους της έφεσης, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη και στη συνέχεια να κρατηθεί η υπόθεση και να ερευνηθεί η ανακοπή, πέραν του πρώτου λόγου, που κρίθηκε ως μη νόμιμος, και ως προς τους άλλους λόγους της ανακοπής, που δεν ερευνήθηκαν πρωτοδίκως και για τους οποίους δεν υπάρχει παράπονο στην έφεση, όπως όφειλε να κάνει και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, στη θέση του οποίου υπεισέρχεται αυτό το Δικαστήριο, μετά την εξαφάνιση της εκκαλουμένης αποφάσεως (522, 535 και 536 ΚΠολΔ, ΑΠ 959/2019 ΝΟΜΟΣ).
Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο μόνο της ΥΑ Ζ1-798/2011(ΦΕΚ Β΄ 292/22.02.2011) απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης, όπως αυτή συμπληρώθηκε και τροποποιήθηκε με την Ζ1-21/2011 όμοια, περί της απαγόρευσης αναγραφής των Γενικών Όρων Συναλλαγών, που έχουν κριθεί ως καταχρηστικοί με αμετάκλητες δικαστικές αποφάσεις επί αγωγών ενώσεων καταναλωτών, σε συμβάσεις που συνάπτουν τα Πιστωτικά Ιδρύματα με τους καταναλωτές, ορίζεται ότι απαγορεύεται η αναγραφή « 1) Σε συμβάσεις στεγαστικών δανείων : α)…, β)…, γ)…, δ)…, ε) όρος που προβλέπει την παραίτηση του εγγυητή από τα ευεργετήματα και τις ενστάσεις που του αναγνωρίζουν τα άρθρα 862 – 868 Α.Κ., όπως εκάστοτε ισχύουν,…».
Στην προκειμένη περίπτωση με το δεύτερο λόγο της ανακοπής τους, οι ανακόπτοντες ισχυρίστηκαν ότι μεταξύ της …. (εκχωρήτρια της καθ’ ης η ανακοπή) και της πρώτης εξ αυτών συνήφθη η από 3.12.2010 σύμβαση πίστωσης με ανοιχτό αλληλόχρεο λογαριασμό, δυνάμει της οποίας της χορηγήθηκε πίστωση μέχρι του ποσού των 105.000 ευρώ, ότι την ολοσχερή αποπληρωμή αυτής εγγυήθηκε προς αυτήν ο δεύτερος ανακόπτων, παραιτούμενος όλων των ενστάσεων των άρθρων 862 – 868 ΑΚ και ότι αυτή η παραίτηση είναι άκυρη ως καταχρηστική, σύμφωνα με τη διάταξη της ως άνω ΥΑ Ζ1-798/2011. Ο λόγος αυτός είναι μη νόμιμος και πρέπει να απορριφθεί, αφού η ένδικη σύμβαση δανείου, όπως προκύπτει από το σχετικό έγγραφο που προσκομίζεται με επίκληση από τους διαδίκους, δεν είναι στεγαστικό δάνειο, για τα οποία προβλέπεται από την ως άνω υπουργική απόφαση η απαγόρευση αναγραφής της σχετικής ρήτρας παραίτησης του εγγυητή από τις ενστάσεις των άρθρων 862-868 ΑΚ, αλλά σύμβαση πίστωσης με αλληλόχρεο λογαριασμό ξενοδοχειακής επιχείρησης (της πρώτης ανακόπτουσας) για τις ανάγκες της εμπορίας της, για την οποία δεν προβλέπεται απαγόρευση αναγραφής της ως άνω σχετικής ρήτρας.
Με τον τρίτο λόγο της ανακοπής οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται ότι η επίδικη ενοχή τους προέρχεται από τραπεζική πίστωση, που είναι αισχροκερδής, γιατί υπάρχει φανερή δυσαναλογία μεταξύ παροχής και αντιπαροχής, που προκύπτει από την παράνομη μετακύλιση, κεφαλαιοποίηση, τοκογονία και ανατοκισμό της εισφοράς του ν. 128/1975, καθώς και της εγγύησης. Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, αφού στηρίζεται στις εσφαλμένες προϋποθέσεις περί ακυρότητας της ένδικης σύμβασης για τους λόγους που προβλήθηκαν με τους σχετικούς πρώτο και δεύτερο λόγους.
Με τον τέταρτο λόγο οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται ότι η καταγγελία της σύμβασης και η έκδοση της διαταγής πληρωμής από την καθ’ ης έγιναν καταχρηστικά, διότι α) αυτή γνώριζε ότι η πρόσκαιρη οικονομική αδυναμία τους οφείλεται στην οικονομική κρίση που μαστίζει τη χώρα από την υπογραφή του πρώτου Μνημονίου, το Μάιο του 2010 και μετά, που δεν μπορούσε να προβλεφθεί, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, και άλλαξε τις πραγματικές συνθήκες που τα μέρη είχαν στηρίξει τη μεταξύ τους συναφθείσα σύμβαση, β) επιδίωξε να ικανοποιήσει την εν γνώσει της παράνομη, άκυρη και καταχρηστική, σύμφωνα με τους τρεις πρώτους λόγους της ανακοπής τους, απαίτησή της, η οποία όμως δεν θα είχε καταρτιστεί ούτε και ως προς το νόμιμο σκέλος της (κεφάλαιο και νόμιμους τόκους με ανατοκισμό) χωρίς το άκυρο μέρος της, γ) είχε ήδη δοθεί προς εξασφάλιση της απαίτησης της καθ’ ης προσημείωση υποθήκης σε ακίνητο του δεύτερου ανακόπτοντος αξίας 3.100.000 ευρώ και, παρά ταύτα, ζήτησε και έλαβε πέντε διαταγές πληρωμής εκδοθείσες σε βάρος τους, συνολικής αξίας 3.214.706,12 ευρώ. Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί, γιατί: Ως προς το πρώτο (α) σκέλος του, η οικονομική κρίση με την υπογραφή του πρώτου μνημονίου (Μάιος 2010), ήταν σε γνώση των ανακοπτόντων, αφού η επίδικη σύμβαση πίστωσης συνήφθη στις 3.12.2010 και η πρόσθετη πράξη στις 31.10.2011, δηλαδή μετά την υπογραφή του Μνημονίου και την επελθούσα ύφεση και υπό αυτές τις συνθήκες υπεγράφη. Επομένως η οικονομική κρίση δεν πρόκειται για απρόσμενη εξέλιξη των πραγματικών συνθηκών, που ανέτρεψε το δικαιοπρακτικό θεμέλιο της σύμβασης και τις συνθήκες, πάνω στις οποίες αυτή βασίστηκε. Άλλωστε, πουθενά στο δικόγραφο δεν αναφέρονται ειδικά οικονομικά στοιχεία για το πώς επηρέασε η οικονομική ύφεση τους συγκεκριμένους ανακόπτοντες για το μετά τη σύναψη της σύμβασης διάστημα σε σύγκριση με την οικονομική τους κατάσταση κατά το χρόνο σύναψης αυτής. Ως προς το δεύτερο (β) σκέλος του, ο λόγος ανακοπής στηρίζεται στην εσφαλμένη προϋπόθεση της ακυρότητας των όρων της σύμβασης, που προβλήθηκε με τους τρεις πρώτους λόγους της ανακοπής, που ήδη κρίθηκαν απορριπτέοι. Ως προς το τρίτο (γ) σκέλος του, ο λόγος ανακοπής τυγχάνει μη νόμιμος, γιατί και αληθή υποτιθέμενα τα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν αυτόν, δεν υπάρχει προφανή υπέρβαση των ορίων της καλής πίστης, των χρηστών ηθών και του κοινωνικού και οικονομικού σκοπού του δικαιώματος της καθ’ ης για την έκδοσης και εκτέλεση της διαταγής πληρωμής προς ικανοποίηση νόμιμης αξίωσής της, αφού σε κάθε περίπτωση η καθ’ ης δανείστρια δύναται να επιδιώξει την ικανοποίηση της αξίωσής της, ακόμα και στην περίπτωση που η απαίτηση είναι εξασφαλισμένη με προσημείωση υποθήκης, αφού αυτό το σκοπό (την εγγύηση ικανοποίησης της αξίωσης) επιτελεί αυτό το ασφαλιστικό μέτρο και όχι την αποτροπή του δανειστή απ’ αυτή τη διαδικασία.
Μετά ταύτα και, εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος ανακοπής προς διερεύνηση, πρέπει η ανακοπή να απορριφθεί και να συμψηφιστεί η δικαστική δαπάνη και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας λόγω της δυσχερούς ερμηνείας των εφαρμοσθέντων κανόνων δικαίου (ΚΠολΔ 179, 183). Τέλος πρέπει να επιστραφεί και το παράβολο της έφεσης στον καταθέσαντα αυτό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται την έφεση.
Εξαφανίζει την με αρ. 3749/2019 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά.
Κρατεί και τη συζητεί την ανακοπή.
Απορρίπτει αυτήν.
Επικυρώνει την με αρ. …./2018 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά.
Διατάσσει την επιστροφή του παραβόλου της έφεσης στον καταθέσαντα αυτό.
Συμψηφίζει τη δικαστική δαπάνη και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις 19 Φεβρουαρίου 2021.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ