Αριθμός απόφασης :
121/ 2021
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Δημήτριο Καβαλλάρη, Εφέτη, που ορίστηκε από ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Τ.Λ.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η από 20.12.2018 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………../2019 έφεση του εκκαλούντος, κατά της με αρ. 4333/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, καθώς και της συννεκαλουμένης με αυτήν με αριθμό 2405/2014 εν μέρει μη οριστικής απόφασης του ιδίου Δικαστηρίου, οι οποίες εκδόθηκαν κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων, έχει ασκηθεί νομότυπα κι εμπρόθεσμα, δεδομένου ότι η εκκαλούμενη απόφαση επιδόθηκε στο εκκαλούν στις 22.11.2018 (βλ. την επισημείωση του δικ. επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ……..), η δε κρινόμενη έφεση ασκήθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 20.12.2018 (άρθρο 518 § 1 του ΚΠολΔ). Είναι, συνεπώς, παραδεκτή και πρέπει να ακολουθήσει η ουσιαστική έρευνα των λόγων της. Σημειωτέον ότι για το παραδεκτό της έφεσης δεν απαιτείται η καταβολή παραβόλου, που προβλέπεται από το άρθρο 495 § 3 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι το Δημόσιο δεν προκαταβάλλει τέτοιο παράβολο (βλ. Μιχάλης και Άντα Μαργαρίτη, ΕρμΚΠολΔ, τόμ. Α΄, έκδοση 2018, άρθρο 495, αρ. 19, σελ. 849765).
Οι ενάγοντες ισχυρίστηκαν στην αγωγή τους, επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση (από 29-07-2009 και με αρ. αριθ. έκθ. κατάθεσης: ………/31-07-2009) ότι έχουν καταστεί συγκύριοι, κατά ποσοστό 25%, 37,50% και 37,50% εξ αδιαιρέτου, αντίστοιχα, του αναλυτικά περιγραφόμενου ακινήτου – αγροτεμαχίου, το οποίο βρίσκεται στην κτηματική περιφέρεια του Δήμου Νίκαιας Αττικής. Ότι τη συγκυριότητα αυτού, κατά τα ανωτέρω ποσοστά, απέκτησαν με παράγωγο τρόπο, και συγκεκριμένα λόγω κληρονομικής διαδοχής του συζύγου και πατέρα τους, αντίστοιχα, ………., ο οποίος απεβίωσε την 01-08-1999, χωρίς να αφήσει διαθήκη, καταλίποντας τους ενάγοντες ως πλησιέστερους συγγενείς του, εξ αδιαθέτου κληρονόμους του, την κληρονομία του οποίου αποδέχθηκαν με την υπ’ αριθ. …./05-11-1999 δήλωσης αποδοχής κληρονομιάς, ενώπιον της συμβολαιογράφου Ξυλοκάστρου ………., που μεταγράφηκε νόμιμα. Ότι ο πατέρας αυτών είχε αποκτήσει ομοίως το επίδικο ακίνητο με παράγωγο τρόπο, όπως προσδιορίζονται οι δικαιοπάροχοι αυτού και οι απώτεροι δικαιοπάροχοί του με αναφορά των οικείων συμβολαιογραφικών εγγράφων και της μεταγραφής τους, με την προσθήκη των προτάσεών του. Ότι κατά τη διαδικασία κτηματογράφησης της περιοχής, το ανωτέρω ακίνητο τους καταχωρίστηκε με ΚΑΕΚ …, ανακριβώς, ως ανήκοντας στην κυριότητα του εναγόμενου Ελληνικού Δημοσίου. Με βάση το ιστορικό αυτό ζήτησαν να αναγνωρισθεί η συγκυριότητα αυτών κατά ποσοστό 25%, 37,50% και 37,50% εξ αδιαιρέτου, αντίστοιχα, και να διαταχθεί η διόρθωση της ανακριβούς πρώτης εγγραφής. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκαν οι με αρ. 2661/2014 μη οριστική και η με αρ. 4333/2018 οριστική απόφαση του Δικαστηρίου, η οποία έκανε δεκτή την αγωγή. Κατά της απόφασης αυτής βάλλει το εναγόμενο και ήδη εκκαλούν, για λόγους που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία κι εφαρμογή του νόμου κι εκτίμηση των αποδείξεων.
Σύμφωνα με το άρθρο 6 §§ 2, 3 του ν. 2664/1998 «Εθνικό Κτηματολόγιο» (όπως ίσχυε κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής), σε περίπτωση ανακριβούς πρώτης εγγραφής ως προς το δικαιούχο εμπράγματου δικαιώματος στα κτηματολογικά βιβλία, δηλαδή όταν στο κτηματολογικό φύλλο και συγκεκριμένα στις πρώτες εγγραφές αναγράφεται ως δικαιούχος κυριότητας διαφορετικό πρόσωπο από τον πραγματικό κύριο ή «άγνωστος», μπορεί, όποιος έχει έννομο συμφέρον στρεφόμενος κατά του αναγραφόμενου στο κτηματολογικό φύλλο ως κυρίου ή των καθολικών του διαδόχων και σε περίπτωση που εχώρησε μεταβίβαση και κατά του ειδικού διαδόχου, να ζητήσει την αναγνώριση του προσβαλλόμενου με την ανακριβή εγγραφή δικαιώματος και τη διόρθωση της πρώτης εγγραφής. Η αγωγή αυτή έχει διττό χαρακτήρα (αναγνωριστικό – διορθωτικό), και περιεχόμενο του αιτήματός της είναι η αναγνώριση του δικαιώματος, που ισχυρίζεται ότι έχει ο ενάγων επί του σχετικού ακινήτου και η διόρθωση της αντίστοιχης ανακριβούς εγγραφής. Η ανωτέρω αγωγή απευθύνεται ενώπιον του αρμοδίου καθ’ ύλην και κατά τόπο (Μονομελούς ή Πολυμελούς) Πρωτοδικείου, δικάζοντος κατά την τακτική διαδικασία (βλ. ΑΠ 277/2019 Επιθ.Ακιν. 2019521). Για το ορισμένο αυτής θα πρέπει, πέραν των λοιπών στοιχείων που απαιτούν οι διατάξεις των άρθρων 1094 του ΑΚ και 70, 216 § 1 του ΚΠολΔ, να αναφέρεται στο εισαγωγικό δικόγραφο η κυριότητα του ενάγοντος επί του σχετικού ακινήτου, του οποίου πρέπει να γίνεται ακριβής περιγραφή, με προσδιορισμό του κατά θέση, έκταση, είδος και όρια, ενώ, όταν το ακίνητο αυτό φέρεται, με την αγωγή, ως τμήμα μεγαλύτερου ακινήτου, πρέπει να εκτίθεται η θέση του μέσα σε αυτό και τα όριά του, ώστε να μην υπάρχει αμφιβολία ως προς την ταυτότητά του. Ωστόσο, δεν απαιτείται για το ορισμένο της εν λόγω αγωγής να αναφέρονται σ’ αυτήν οι όμοροι ιδιοκτήτες, οι πλευρικές διαστάσεις, το σχήμα και ο ακριβής προσανατολισμός του επίδικου ακινήτου, ούτε να επισυνάπτεται τοπογραφικό διάγραμμα, στο οποίο αυτό να εμφαίνεται (ΑΠ 1089/2019, ΑΠ 1052/2019, ΑΠ 479/2019 και ΑΠ 860/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ακόμη, εάν ο επικαλούμενος τρόπος κτήσης κυριότητας είναι η παράγωγη κτήση για το ορισμένο της αγωγής θα πρέπει να εκτίθεται στην ότι η κυριότητα του επίδικου ακινήτου μεταβιβάστηκε στον ενάγοντα για ορισμένη αιτία με συμβολαιογραφικό έγγραφο, το οποίο μεταγράφηκε νόμιμα, χωρίς και τη μνεία του τόμου μεταγραφής, καθώς και ότι ο δικαιοπάροχος του ήταν κύριος μεταβιβασθέντος ακινήτου, χωρίς να είναι αναγκαία και η αναφορά στο όνομα του τελευταίου. Δεν είναι απαραίτητο στοιχείο ο τρόπος κτήσης κυριότητας από το δικαιοπάροχο, εκτός αν ο εναγόμενος αμφισβητήσει την κυριότητα του τελευταίου, οπότε ο ενάγων κατά παραδεκτή συμπλήρωση της αγωγής με τις προτάσεις του της πρώτης συζήτησης να ισχυρισθεί και να αποδείξει τα περιστατικά που στηρίζουν την κτήση κάποτε του δικαιώματος από το δικαιοπάροχο του και ανάλογα με την έκταση της αμφισβήτησης και των απώτερων δικαιοπαρόχων μέχρι τη συμπλήρωση πρωτότυπου τρόπου κτήσης της κυριότητας αυτών (Α.Π. 23/2020, ΑΠ 403/2018, ΑΠ 78/2015, ΑΠ 1014/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜΕφΠατρών 87/2019 ΤΝΠ ΔΣΑ). Όμως, ο ιδιώτης δεν είναι υποχρεωμένος να επικαλεστεί και ότι το επίδικο ακίνητο είναι δεκτικό χρησικτησίας (επειδή π.χ. δεν είναι δημόσιο, μετά τη συμπλήρωση έκτακτης χρησικτησίας κατά το βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο σε βάρος του Δημοσίου, μέχρι τις 11/9/1915) ή ότι εξαιρείται από αυτή, ως δημόσιο κτήμα (άρθρα 21 του ν.δ. 22.4/16.5.1926 και 4 του ν.δ. 1539/1938), καθώς ο ισχυρισμός ότι το ακίνητο δεν είναι δεκτικό ή εξαιρείται της χρησικτησίας δεν αποτελεί στοιχείο του ορισμένου της πιο πάνω αγωγής, αλλά ένσταση, η οποία πρέπει να προταθεί και να αποδειχθεί από το Δημόσιο (ΑΠ 1125/2018, ΑΠ 325/2002, ΕφΑθ 5214/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση του δικογράφου της αγωγής, το επίδικο ακίνητο περιγράφεται επαρκώς κατά θέση, είδος, έκταση και όρια, με αναφορά μάλιστα και των πλευρικών διαστάσεών του και την αναφορά του ΚΑΕΚ αυτού, χωρίς να είναι αναγκαία η επισύναψη τοπογραφικού διαγράμματος. Το ακίνητο όπως περιγράφεται στην αγωγή είναι αυτοτελές και όχι τμήμα μεγαλύτερου ακινήτου. Ακόμα, ενόψει της αμφισβήτησης του τρόπου κτήσεως του δικαιοπαρόχου τους. Οι ενάγοντες με τις προτάσεις τους ανέφεραν ότι ο άμεσος δικαιοπάροχός τους νεμόταν με διάνοια κυρίου το επίδικο ακίνητο από το έτος 1962, ώστε να έχει καταστεί κύριος αυτού με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας (1962 – 1999 θάνατος αυτού – απόκτηση από τους ενάγοντες) και με τη προσθήκη των προτάσεών τους προσδιόριζαν τη σειρά τίτλων- διαδοχής των δικαιοπαρόχων τους έως το έτος 1875. Συνεπώς η αγωγή είναι πλήρως ορισμένη, όπως ορθώς έκρινε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ενώ δεν ήταν απαραίτητο να εκθέσουν σ΄αυτή οι ενάγοντες αν τα επίδικα ακίνητα ήταν δεκτικά χρησικτησίας έναντι του εναγόμενου Ελληνικού Δημοσίου, αν δηλαδή, είχαν αποκτήσει κυριότητα επ’ αυτών οι απώτεροι δικαιοπάροχοι τους με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας του ΒΡΔ πριν από τις 11/9/1915, αφού οι ισχυρισμοί αυτοί είναι αντικείμενο του εναγόμενου. Κατόπιν αυτών ο πρώτος λόγος της έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
Από τις ρυθμίσεις που περιέχονται στο πρωτόκολλο του Λονδίνου της 21-1/3-2-1830 “περί ανεξαρτησίας της Ελλάδος” και στα ερμηνευτικά αυτού πρωτόκολλα της 4/16-6-1830 και της 19-6/1-7-1830, σε συνδυασμό με τις ρυθμίσεις της από 27-6/9-7-1832 Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως “περί οριστικού διακανονισμού των ορίων της Ελλάδος” και του άρθρου 16 του νόμου της 21-6/10-7-1837 “περί διακρίσεως δημοσίων κτημάτων”, προκύπτει ότι στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου περιήλθαν εκείνα τα ακίνητα που βρίσκονταν εντός της ζώνης που μέχρι την 3-2-1830 είχε καταλάβει με τις στρατιωτικές του δυνάμεις και ανήκαν είτε στο Οθωμανικό Δημόσιο είτε σε Οθωμανούς ιδιώτες, καθώς και όσα εγκαταλείφθηκαν από τους Οθωμανούς ιδιοκτήτες τους και κατέστησαν αδέσποτα. Η κτήση των ακινήτων αυτών έγινε διά δημεύσεως «πολεμικώ δικαιώματι». Εξάλλου, όσον αφορά τα Οθωμανικά κτήματα τα ευρισκόμενα κατά τον χρόνο διακήρυξης της ανεξαρτησίας του νέου ελληνικού κράτους (3-2-1830) εντός εδαφών τελούντων υπό τουρκική στρατιωτική κατοχή, αλλά εν συνεχεία παραχωρηθέντων βάσει της Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως στην ελληνική κυριαρχία, όπως ειδικότερα η Αττική και τμήματα της Βοιωτίας και της Φθιώτιδας, όσα από αυτά ανήκαν στο Οθωμανικό Δημόσιο περιήλθαν βάσει της ίδιας συνθήκης στο Ελληνικό Δημόσιο, ενώ όσα ανήκαν σε Οθωμανούς ιδιώτες παρέμειναν στην ιδιοκτησία τους με δικαίωμα πώλησής τους εντός προθεσμίας. Περαιτέρω, όσον αφορά όσα ακίνητα βρίσκονταν είτε στην ελληνική είτε στην τουρκική ζώνη κατοχής, κατά την 3.2.1830, εκείνων των εδαφών που τελικά αποτέλεσαν το πρώτο ελληνικό κράτος και κατέχονταν από Έλληνες ιδιώτες με διάνοια κυρίου, έστω και με άκυρο κατά το οθωμανικό δίκαιο τίτλο, (ήτοι ταπί, χοτζέτι ή βουγιουρδί), αυτά αναγνωρίσθηκαν ως ανήκοντα στους τελευταίους. Ειδικά, όμως, για τα οθωμανικά κτήματα που βρίσκονται στην Αττική και στην περιοχή της Εύβοιας, δεν μπορεί να γίνει λόγος για περιέλευσή τους στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου με το δικαίωμα του πολέμου, αφού οι περιοχές αυτές δεν κατακτήθηκαν με τα όπλα, αλλά παραχωρήθηκαν στο Ελληνικό Κράτος στις 31-3-1833, με βάση την από 27-6/9-7-1832 Συνθήκη της Κωνσταντινούπολης και κατόπιν σχετικών συμφωνιών μεταξύ των ελληνικών και των τουρκικών αρχών (ΑΠ 279/2019, ΑΠ 7/2019, ΑΠ 73/2018, ΑΠ 222/2017, ΑΠ 638/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 161/2020). Περαιτέρω, με τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 και 3 του β.δ. της 17/29-11-1836 “περί ιδιωτικών δασών” αναγνωρίστηκε η κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου στις εκτάσεις που αποτελούν δάση, εκτός από εκείνες, οι οποίες, πριν από τον αγώνα για την ανεξαρτησία, κατέχονταν νόμιμα από ιδιώτες και για τις οποίες οι σχετικοί οθωμανικοί τίτλοι “ιδιοκτησίας” θα αναγνωρίζονταν από τη Γραμματεία των Οικονομικών κατόπιν υποβολής τους μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία ενός έτους από τη δημοσίευση του εν λόγω διατάγματος που είχε ισχύ νόμου. Κατά δε το οθωμανικό δίκαιο οι ιδιώτες μπορούσαν να αποκτήσουν σε δάση, που ανήκαν κατά κανόνα κατά κυριότητα στο Οθωμανικό Δημόσιο, δικαίωμα εξουσίασης (οιονεί επικαρπίας) με «ταπί», δηλαδή επίσημο τίτλο παραχώρησης, που εξέδιδε υπάλληλος του Οθωμανικού Δημοσίου (βλ. Κ. Παπαδόπουλος, Αγωγές Εμπραγμάτου Δικαίου, έκδ. 1989, τ. Α΄, σελ. 529). Έτσι με προαναφερόμενες διατάξεις θεσπίστηκε υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου μαχητό τεκμήριο κυριότητας επί των δασών που υπήρχαν στα όρια του Ελληνικού Κράτους, κατά το χρόνο ισχύος του ανωτέρω διατάγματος, εφόσον δεν αναγνωρίστηκε η κυριότητα ιδιώτη κατά τη διαδικασία του ίδιου διατάγματος. Προϋπόθεση, όμως, του τεκμηρίου τούτου είναι η ύπαρξη δάσους κατά το χρόνο ισχύος του διατάγματος. Έτσι, από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται ότι τα δάση είναι: α) ιδιωτικά, αν μετά την τήρηση της διαδικασίας του άρθρου 3 του άνω διατάγματος αναγνωρίστηκαν ως τέτοια επίσημα από το Υπουργείο Οικονομικών ή, σε αρνητική περίπτωση, από τα δικαστήρια και β) δημόσια (αδιαφιλονίκητα εθνικά), αν δεν υποβλήθηκαν, αρμόδια και εμπρόθεσμα, οι απαιτούμενοι τίτλοι προς αναγνώρισή τους ως ιδιωτικών, ανεξάρτητα αν υπήρχαν ή όχι οι εν λόγω τίτλοι. Εξάλλου, ο ορισμός της έννοιας του δάσους κατά το ελληνικό δίκαιο διατυπώθηκε για πρώτη φορά στο άρθρο 1 του Ν. ΑΧΝ΄/1888 «περί διακρίσεως και οριοθεσίας των δασών» (ήτοι εδαφική έκταση καλυπτομένη εν όλω ή εν μέρει από άγρια ξυλώδη φυτά, οποιωνδήποτε διαστάσεων και ηλικίας, η οποία προορίζεται για την παραγωγή ξυλείας ή άλλων προϊόντων), και επαναλήφθηκε έκτοτε σε όλους τους μεταγενέστερους σχετικούς νόμους, διευρυνόμενος ως προς τον δασικό χαρακτήρα των εδαφών και τις επιτελούμενες από αυτά λειτουργίες (ήτοι προσθήκη πέραν της οικονομικής και της οικολογικής λειτουργίας τους), ενώ βασικά δεν διαφέρει από τις διατάξεις του άρθρου 3 του Ν. 998/1979 (όπως ισχύουν μετά την τελευταία τροποποίησή τους από το Ν. 4280/2014), με τις οποίες ορίζεται ότι «Ως δάσος ή δασικό οικοσύστημα νοείται το οργανικό σύνολο άγριων φυτών με ξυλώδη κορμό πάνω στην αναγκαία επιφάνεια του εδάφους, τα οποία, μαζί με την εκεί συνυπάρχουσα χλωρίδα και πανίδα, αποτελούν μέσω της αμοιβαίας αλληλεξάρτησης και αλληλοεπίδρασής τους, ιδιαίτερη βιοκοινότητα (δασοβιοκοινότητα) και ιδιαίτερο φυσικό περιβάλλον (δασογενές)» (άρθρο 3 παρ. 1) και «Δασική έκταση υπάρχει όταν στο παραπάνω σύνολο η άγρια ξυλώδης βλάστηση, υψηλή ή θαμνώδης, είναι αραιά» (άρθρο 3 παρ. 2). Κρίσιμη, επομένως, για την έννοια του δάσους και της δασικής έκτασης είναι η οργανική ενότητα της δασικής (δενδρώδους ή θαμνώδους) βλάστησης, η οποία με τη συνύπαρξη της όλης δασογενούς χλωρίδας και πανίδας προσδίδει μόνη σ` αυτό την ιδιαίτερη ταυτότητα ως δασικού οικοσυστήματος. Στην έννοια του δάσους ή της δασικής έκτασης περιλαμβάνονται και οι εντός αυτών, οποιασδήποτε φύσεως, ασκεπείς εκτάσεις χορτολιβαδικές ή μη, βραχώδεις εξάρσεις και γενικά ακάλυπτοι χώροι, καθώς και οι πάνω από τα δάση ή τις δασικές εκτάσεις ασκεπείς κορυφές ή αλπικές ζώνες των βουνών και οι άβατες κλιτύες αυτών. Δεν ασκεί δε επιρροή στο πραγματικό γεγονός της δασικής μορφής του ακινήτου το ότι ορισμένα τμήματα αυτού κατά καιρούς εμφανίζονται χωρίς δασική βλάστηση (ΑΕΔ 27/1999 ΕλλΔνη 2000.945 και ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 636/2016, ΑΠ 479/2015, ΑΠ 384/2014). Τέλος, σε βάρος του Δημοσίου ήταν δυνατόν να αποκτηθεί κυριότητα από ιδιώτη σε δημόσιο δάσος, όπως και σε κάθε άλλο δημόσιο κτήμα, σύμφωνα με το ισχύσαν μέχρι την εισαγωγή του ΑΚ βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο, [ν.8 παρ.1 κωδ. (7.39), ν. 9 παρ.1 Πανδ. (50.14), ν. 2 παρ.20 Πανδ. (41.4), ν. 6 παρ.1 Πανδ. (44.3), ν. 76 παρ.1 Πανδ. (18.1), ν. 7 παρ.3 Πανδ. (23.3)], με έκτακτη χρησικτησία, προϋποθέσεις της οποίας ήταν η άσκηση νομής, έστω και χωρίς νόμιμο τίτλο, επί 30 τουλάχιστον χρόνια, με καλή, όμως, πίστη, δηλαδή με την ειλικρινή πεποίθηση ότι με την άσκηση της νομής δεν προσβάλλονται τα δικαιώματα κυριότητας τρίτων, [ν.20 παρ.12 Πανδ. (5.8), ν.27 Πανδ.(18.1), ν.10,18 και 48 Πανδ. (41.3), ν.3 Πανδ.(41.10) και ν.109 Πανδ.(50.16)] και με δυνατότητα προσμέτρησης στον χρόνο νομής του χρησιδεσπόζοντος, του χρόνου όμοιας νομής του δικαιοπαρόχου του, εάν είχε γίνει με νόμιμο τρόπο καθολικός ή ειδικός διάδοχος αυτού, εφόσον, όμως, ο χρόνος της χρησικτησίας είχε συμπληρωθεί το αργότερο μέχρι και την 11.9.1915, όπως συνάγεται από τις προαναφερθείσες διατάξεις σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 18 και 21 του Ν. της 21.6/3.7.1837 «περί διακρίσεως δημοσίων κτημάτων», καθώς και από τις διατάξεις του Ν. ΔΞΗ΄/1912 «περί δικαιοστασίου», σε συνδυασμό με τα εκτελεστικά αυτού διατάγματα και με το άρθρο 21 του ν.δ. της 22.4/16.5.1926 «περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης». Ειδικότερα, με την απόδειξη συμπλήρωσης έκτακτης χρησικτησίας κατά τον ανωτέρω τρόπο, ήτοι συμπληρωθείσας μέχρι και την 11.9.1915, επέρχεται ανατροπή του ανωτέρω τεκμηρίου κυριότητας του Δημοσίου επί δασικών εκτάσεων. Μετά το χρονικό αυτό σημείο έχουν εφαρμογή οι διατάξεις των μεταγενέστερων διατάξεων του άρθρου 49 του Ν. 2052/1920, κατά τις οποίες τα δικαιώματα του Δημοσίου επί δασικών εκτάσεων παραμένουν ισχυρά, του άρθρου 215 Ν. 4173/1929 (όπως τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε μεταγενέστερα), του άρθρου 58 του ν.δ. 86/1969 «περί Δασικού Κώδικα» και των άρθρων 2 και 4 του Αν.Ν. 1539/1938 «περί προστασίας των δημόσιων κτημάτων», με τις οποίες ορίζεται ότι επί των δημοσίων εν γένει δασών θεωρείται νομέας το Δημόσιο, έστω και αν δεν ενήργησε επ’ αυτών οποιαδήποτε πράξη νομής, ότι ουδείς δύναται να αποκτήσει δικαιώματα νομής με εκχέρσωση, υλοτομία, σπορά ή οποιαδήποτε άλλη πράξη επί δημόσιων δασών κλπ., η βοσκή επί δημοσίων δασών κλπ, ουδέποτε θεωρείται πράξη νομής και μόνη η ύπαρξη οιουδήποτε τίτλου δεν θεωρείται καθεαυτή διακατοχική πράξη και, τέλος, ότι τα δικαιώματα του Δημοσίου επί ακινήτων κτημάτων δεν υπόκεινται σε καμία παραγραφή. Ενόψει αυτών, προκείμενου για δημόσια δάση, για την κτήση κυριότητας πάνω σε αυτά με έκτακτη χρησικτησία, πρέπει η τριακονταετής νομή να έχει συμπληρωθεί μέχρι και την 11-9-1915, ενώ από την ημερομηνία αυτή και εφεξής πράξεις νομής δεν έχουν οποιαδήποτε αξία (ΑΠ 279/2019, ΑΠ 850/2019, ΑΠ 7/2019, ΑΠ 8/2019, ΑΠ 826/2018, ΑΠ 1753/2017, ΑΠ 638/2016, ΑΠ 629/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 384/2014 ΕλλΔνη 2015.705).
Στην προκείμενη περίπτωση, με τον δεύτερο και τρίτο λόγους της έφεσής του το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο επαναφέρει ένσταση ιδίας κυριότητας που είχε προβάλει στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ισχυριζόμενο, ότι το επίδικο ακίνητο ανήκει στην κυριότητά του : α) καθώς έχει δασικό χαρακτήρα αφού εμπίπτει σε ευρύτερη δασική έκταση, όπως αποτυπώνεται στο δασικό χάρτη του Δήμου Νίκαιας, εμφανίζοντας διαχρονικά κάλυψη σε ποσοστό άνω του 25 %, την μορφή δε αυτή είχε ανέκαθεν, ενώ δεν αναγνωρίστηκε ως ιδιωτικό δάσος, β) επικουρικά η ευρύτερη έκταση περιήλθε σ΄αυτό δυνάμει της Συνθήκης της Κωνσταντινούπολης του 1932 και των πρωτοκόλλων του Λονδίνου του 1830, ως ανήκουσα πριν την επανάσταση του 1821 σε Οθωμανούς υπηκόους, την οποία κατέλαβε, κατά τη διάρκεια του αγώνα της ανεξαρτησίας, οι οποίοι κατά τον χρόνο της υπογραφής των πρωτοκόλλων το είχαν εγκαταλείψει, άλλως ως περιουσία του τουρκικού δημοσίου, που κατέλαβε και δήμευσε «δικαιώματι πολέμου», γ) άλλως, δυνάμει των διατάξεων του ΒΔ 3/15-12-1833, δεδομένου ότι αποτελούσε από του έτους 1820 και έως την άσκηση της αγωγής βοσκότοπο ή λιβάδι, χωρίς ποτέ μέσα στις νόμιμες προθεσμίες να αναγνωρισθεί κανένας, συμπεριλαμβανομένων του ενάγοντος και των δικαιοπαρόχων του, κύριος κατά την προβλεπόμενη διαδικασία, δ) άλλως, με τα προσόντα της τακτικής, άλλως της έκτακτης χρησικτησίας, καθώς το νέμεται, ασκώντας τις αναφερόμενες πράξεις νομής, που προσιδιάζουν στη φύση του επιδίκου, με διάνοια κυρίου και καλή πίστη, από την επανάσταση του 1821 μέχρι και την άσκηση της αγωγής, ε) άλλως, ως αδέσποτο, χωρίς να απαιτείται κατάληψη της νομής ή μεταγραφή της κτήσης, δυνάμει των διατάξεων του προϊσχύσαντος βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, των άρθρων 16 του από Ιουνίου 1837 νόμου περί διάκρισης κτημάτων και των διατάξεων των άρθρων 2 § 1 του ΑΝ 1539/1938 και 972 ΑΚ. Ο ισχυρισμός αυτό κατά το με στοιχ. (β ii) (ως διάδοχο του Οθωμανικού Δημοσίου) σκέλος του είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος, με δεδομένο ότι η Αττική δεν κατακτήθηκε με τα όπλα, αλλά παραχωρήθηκε στο Ελληνικό Κράτος την 31η Μαρτίου 1833 βάσει της από 27-6/9-7-1832 Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως, κατόπιν σχετικών συμφωνιών μεταξύ των Ελληνικών και Τουρκικών Αρχών ώστε δεν περιήλθε σ΄αυτό «δια δημεύσεως πολεμικώ δικαιώματι». Περαιτέρω κατά τα σκέλη του με στοιχ. (β i) από Οθωμανό ιδιώτη), (ε) (αδέσποτο) και δi (τακτική χρησικτησία) είναι απορριπτέος ως αόριστος, διότι το εναγόμενο δεν επικαλείται τα αναγκαία για την θεμελίωση αυτών περιστατικά (ποιός ήταν ο Οθωμανός κύριος του επιδίκου ή πότε έγινε εγκατάλειψη της νομής του επιδίκου από τον μέχρι τότε κύριο με πρόθεση παραιτήσεως από του δικαιώματος κυριότητας και ο νόμιμος τίτλος. Ο ίδιος ισχυρισμός κατά τα με υπό στοιχ. (α) (δημόσιο δάσος) γ) λιβάδι – βοσκότοπος είναι ορισμένος καθώς δεν είναι απαραίτητο να αναγραφεί ότι το επίδικο ήταν δάσος (λιβάδι/βοσκότοπος) κατά την κρίσιμες ημερομηνίες, λόγω του τεκμηρίου υπέρ του Δημοσίου, καθώς αναφερόταν (για το υπό στοιχ. α) ότι είχε ανέκαθεν το χαρακτήρα δασικής έκτασης (με προσδιορισμό του ποσοστού βλάστησης). Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση απέρριψε και τον (α) ισχυρισμό ως αόριστο (δημόσια δασική έκταση) έσφαλε. Σημειώνεται ότι το παρόν δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, κατά την έρευνα του σχετικού λόγου έφεσης του εναγόμενου, αν κρίνει ότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε την ένσταση ως αόριστη, δεν μπορεί να προβεί σε εξέταση του ουσιαστικά βασίμου αυτής, χωρίς να εξαφανίσει την εκκαλούμενη απόφαση, διότι με τον τρόπο αυτό υπερβαίνει τα όρια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης , εφόσον επί απόρριψης αγωγής ή ένστασης κατ’ ουσίαν το διατακτικό είναι διάφορο κατά το αποτέλεσμα (ΑΠ 829/2007, ΑΠ 135/2003 ΕλΔ 44.1320, ΑΠ 1253/2002 ΕλΔνη 44.163, ΜΕφΠειρ 26/2020, ΜΕφΠειρ 499/2014, ΕφΑθ 3135/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 435/2009 ΕΦΑΔ 2009.456, Πανταζόπουλος σε ΕρμΚΠολΔ2 Κεραμέας/Κονδύλης/ Νίκας 2020 αρ.3). Κατόπιν αυτών, πρέπει, αφού γίνει δεκτός, κατά τα ανωτέρω, ως ουσιαστικά βάσιμος ο δεύτερος λόγος έφεσης, πρέπει να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση, κατά το μεταβιβασθέν με την έφεση μέρος και το παρόν Δικαστήριο, αφού κρατήσει την υπόθεση και δικάσει την αγωγή, στην συνέχεια να ερευνήσει την ουσιαστική βασιμότητα της παραπάνω ένστασης του εναγομένου.
Από την επανεκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, (βλ. με αρ. 2661/2014 πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς) των εγγράφων που νόμιμα προσκομίζονται με νόμιμη επίκληση από τους διαδίκους, είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Το επίδικο ακίνητο αποτελεί αγροτεμάχιο εμβαδού 180 τ.μ., το οποίο βρίσκεται στην κτηματική περιφέρεια του Δήμου Νίκαιας Αττικής, εκτός σχεδίου πόλης, στην ειδικότερη θέση «……», στο οικοδομικό τετράγωνο Σ5, σύμφωνα με το από Ιουλίου 1957 τοπογραφικό διάγραμμα του μηχανικού ………., επί του οποίου φέρει τον αριθμό είκοσι (20), αποτυπώνεται με στοιχεία Α-Β-Γ-Δ-Α στο από Οκτωβρίου 2008 τοπογραφικό διάγραμμα του τοπογράφου μηχανικού …………, έχει καταχωριστεί με ΚΑΕΚ ………, και συνορεύει, κατά το ως άνω διάγραμμα, βόρεια με ανώνυμη οδό, νότια με το ακίνητο με ΚΑΕΚ …….., ανατολικά με ανώνυμη οδό, και δυτικά με ακίνητο με ΚΑΕΚ ……, πρώην κυριότητας …….. Το ακίνητο αυτό περιήλθε στους ενάγοντες από κληρονομία του συζύγου της πρώτης και πατέρα των λοιπών …………., ο οποίος απεβίωσε την 1.8.1999, χωρίς να αφήσει διαθήκη, καταλίποντας ως εξ αδιαθέτου κληρονόμους του, τους ενάγοντες, οι οποίοι αποδέχθηκαν την επαχθείσα σ’ αυτούς κληρονομιά, με την υπ’ αριθ. …/05-11-1999 δήλωσης αποδοχής κληρονομιάς, ενώπιον της συμβολαιογράφου Ξυλοκάστρου …………, που μεταγράφηκε νόμιμα (τόμος …. και αρ. …. των βιβλίων μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Νίκαιας), στην οποία περιλαμβανόταν και το επίδικο ακίνητο. Ο δικαιοπάροχος των εναγόντων είχε ως τίτλο κτήσεως το υπ’ αριθ. …../1962 συμβόλαιο αγοράς του συμβολαιογράφου Αθηνών ………, που μεταγράφηκε νόμιμα (τόμος 18 αρ. 309), από αγορά από τους ………… Στο συμβόλαιο αυτό μνημονεύεται εκτός από τους τίτλους των δικαιοπαρόχων αυτών (που θα γίνει λόγος παρακάτω) και το με αρ. 43098 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών ….., όπου έχει προσαρτηθεί από Ιούλιο του 1957 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού ………., το οποίο επιγράφεται : «ρυμοτομικόν διάγραμμα τεμαχίων γης περιοχής Γ’ ……. Δήμου Νίκαιας (δυτικώς χωματερής ………) ιδιοκτησίας .. …, κληρονόμοι ……». Στον .. είχε περιέλθει κατά ποσοστό 50 % εξ αδιαιρέτου από κληρονομία της μητέρας του ………, χωρίς αυτή να αφήσει αυτή διαθήκη, στους δε λοιπούς, ……….. κατά το άλλον ποσοστό 50 % εξ αδιαιρέτου, ως κληρονόμους από διαθήκη μητέρας τους ………….., δυνάμει της από 02-09-1941 ιδιόγραφης διαθήκης της, που δημοσιεύτηκε νόμιμα και κηρύχθηκε κυρία με την υπ’ αριθ. 7075/18-08-1949 απόφαση του Πρωτοδικείου Αθηνών, την οποία αποδέχθηκαν με την υπ’ αριθ. …./1949 δήλωση αποδοχής κληρονομιάς, ενώπιον του συμβολαιογράφου Αθηνών …………, που μεταγράφηκε νόμιμα (τόμος … αύξ. αριθμό …. Υποθηκοφυλακείου Πειραιώς). Στην ως άνω αποδοχή κληρονομίας αναφέρεται το «50 % εξ αδιαιρέτου ακινήτου στη θέση Κορυδαλλού «… ή …. του Δήμου …., όσης εκτάσεως και αν είναι μετά τις γενόμενες μέχρι σήμερον μεταβιβάσεις, αρχικής έκτασης περίπου 11.000 στρεμμάτων, ως εμφαίνεται επακριβώς στο από Ιουνίου 1939 σχεδιάγραμμα του μηχανικού …….». Η ………… και ……… …….. είχαν καταστεί κληρονόμοι εκ διαθήκης του πατέρα τους ………., με βάση την από 22-11-1912 ιδιόγραφη διαθήκη του, που δημοσιεύτηκε νόμιμα και κηρύχθηκε κυρία με την υπ’ αριθ. 370/08-07-1913 απόφαση του Πρωτοδικείου Αθηνών. Εξάλλου, ο τελευταίος είχε καταστεί κύριος ακινήτου στην ίδια περιοχή με το με αρ. ………/16-10-1875 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών ……….., που μεταγράφηκε νόμιμα (τόμος 4 και αρ. 16 στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Αθηνών) από τον ……… (κτήμα «……….»), χωρίς όμως να αναγράφεται η έκταση αυτού. Πρέπει να σημειωθεί επίσης ότι η διαθήκη του ….., ως κείμενο δεν προσκομίζεται, ούτε επίσης το με αρ. 43098 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών …………, με το οποίο έγινε η διανομή της ευρύτερης έκτασης, ώστε να προκύψει η αλληλουχία των τίτλων και πώς από το αρχικό ακίνητο 11.000 περίπου στρεμμάτων διανέμεται η αναγραφόμενη έκταση στο τοπογραφικό του πολ. Μηχανικού ……….. (όπου αναγράφεται έκταση 21.265,772 στρεμμάτων, με βάση την άθροιση των οικοδομικών τετραγώνων). Όμως με βάση τα έγγραφα που επικαλείται το εναγόμενο – εκκαλούν, η επίδικη έκταση αποτελεί τμήμα της δασικής έκτασης με κωδ. ΔΔ 5944, η οποία έφερε τα στοιχεία της δασικής έκτασης, τόσο κατά τις αεροφωτογραφίες του έτους 1945, όσο και κατά τις αεροφωτογραφίες του έτους 1998 (βλ. σχετ. το υπ’ αριθ. 51/27-01-2011 έγγραφο της Διεύθυνσης Δασών Πειραιώς). Ειδικότερα, αποτελεί τμήμα ευρύτερης δασικής επιφάνειας, που περιλαμβάνεται στην με αρ. 108424/1934 απόφαση κήρυξης αναδασωτέας του Υπουργείου Γεωργίας για την προστασία του Λεκανοπεδίου Αττικής. Η εξεταζόμενη έκταση στις Α/Φ του 1937 βρίσκεται σε πρόποδες λόφου και αποτελεί τμήμα ευρύτερης επιφάνειας που φέρει κάλυψη από αείφυλλα πλατύφυλλα και άτομα χαλεπίου πεύκης, κυρίως στα υψηλότερα υψόμετρα, σε ποσοστό 30 %, χωρίς ίχνη καλλιέργειας ή ανθρώπινης παρουσίας. Στις Α/Φ του έτους 1945 η ευρύτερη έκταση καλύπτεται από χορτολιβαδική βλάστηση και αείφυλλα πλατύφυλλα, με χαμηλό ποσοστό συγκόμωσης και απουσία ατόμων πεύκης, προφανώς λόγω υλοτόμευσης, στις Α/Φ των ετών 1969 η έκταση, όπως και οι όμορες, φέρει χορτολιβαδική και θαμνώδη βλάστηση, ενώ στην ευρύτερη περιοχή παρατηρείται η διαμόρφωση με διάνοιξη δρόμων, λειτουργία λατομείου. Στις Α/Φ του έτους 1979 φέρει κάλυψη από χαμηλή θαμνώδη βλάστηση, η δε ευρύτερη περιοχή προς νότο έχει οικοδομηθεί, ενώ σ΄αυτές του 1984 παρατηρούνται επεμβάσεις με διάνοιξη δρόμων, ανέγερση οικοδομών. Όμως η εξεταζόμενη έκταση εξακολουθεί και σήμερα να φέρει κάλυψη από θαμνώδη βλάστηση σε ποσοστό 25 % (βλ. το με αρ. πρωτ. 6144/17.11.2011 έγγραφο του Δασαρχείου Πειραιά). Κατόπιν αυτών προκύπτει σαφώς ότι η ευρύτερη έκταση, εντός της οποίας βρίσκεται και το επίδικο, ήταν ενταγμένη ανέκαθεν σε δασική έκταση – ευρύτερη δασοβιοκοινότητα, με αραιή άγρια ξυλώδη (στα υψηλότερα επίπεδα) – θαμνώδη βλάστηση, με ποσοστό συγκόμωσης αείφυλλων πλατύφυλλων άνω του 25 % (30 % στις παλαιότερες αεροφωτογραφίες του 1937), ώστε εκτιμάται ότι είχε τον ίδιο χαρακτήρα και κατά την κρίσιμη ημερομηνία, την έναρξη του χρόνου ισχύος του β.δ. της 17/29-11-1836 «περί ιδιωτικών δασών», ενώ δεν αναγνωρίστηκε ως ιδιωτικό δάσος με τη διαδικασία του ιδίου διατάγματος. Σημειωτέον ότι στην έννοια της δασικής έκτασης περιλαμβάνονται και οι εντός αυτής χορτολιβαδικές εκτάσεις κατ’ άρθρο 3 του ν. 998/1979. Οι ενάγοντες δεν επικαλέστηκαν (ως ιστορική βάση από έκτακτη χρησικτησία στην αγωγή τους) ότι οι απώτατοι δικαιοπάροχοί τους είχαν ασκήσει πράξεις διακατοχής στο επίδικο, πριν από την 11-9-1915 και για χρονικό διάστημα τριάντα (30) ετών τουλάχιστον, (από το έτος 1885), ώστε να καταλύσουν την κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου. Η μάρτυρας αποδείξεως δεν αναφέρθηκε σε πράξεις νομής (τοποθέτηση περίφραξης) πριν τον άμεσο δικαιοπάροχο των εναγόντων, (δηλαδή από το έτος 1962), ενώ όπως κατάθεσε ο μάρτυρας ανταποδείξεως δασολόγος, η ευρύτερη περιοχή, φωτοερμηνευτικά, δηλαδή από τις Α/Φ του έτους 1937 έως το 1998 ήταν ακαλλιέργητη, αδόμητη και απείραχτη. Για την ευρύτερη έκταση, εντός της οποίας βρίσκεται και το επίδικο (δασικές εκτάσεις του Δήμου Νίκαιας) ο Γ. Γ. της Περιφέρειας Αττικής υπέβαλε τη δήλωση ιδιοκτησίας του άρθρου 2 του ν. 2308/1995 προς το κτηματολογικό γραφείο του Δήμου Νίκαιας (βλ. τη με αρ. πρωτ. …../6.6.2002 δήλωση). Σημειωτέον ότι το Δημόσιο, κατά τα άρθρα 2 και 4 του α.ν. 1539/1938, θεωρείται νομέας επί των δημοσίων δασών, έστω κι αν ουδεμία πράξη νομής ενήργησε επ’ αυτών, ενώ το γεγονός της μη κύρωσης των δασικών χαρτών δεν στερεί από αυτό το δικαίωμα προάσπισης των συμφερόντων του, αφού δικαιούται και οφείλει να επικαλείται οποιοδήποτε πρόσφορο αποδεικτικό στοιχείο για τη φύση της δεδομένης έκτασης ως δάσους, δασικής ή χορτολιβαδικής, καθώς και για την τυχόν κυριότητά του επ’ αυτής, ακόμη κι αν δεν έχει κυρωθεί δασικός χάρτης ή δεν έχει προηγηθεί χαρακτηρισμός με τη διαδικασία του άρθρου 14 του ν. 998/1979 (ΜΕφΠειρ. 3/2015 και Γν.Ν.Σ.Κ. 173/2002 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Ακόμα το ιδιοκτησιακό καθεστώς των δασών και των δασικών εκτάσεων που περιλαμβάνονταν στην έκταση των κληρονόμων του κτήματος …. παρά την με αρ. 95/1939 Γνωμοδότηση του Γνωμοδοτικού Συμβουλίου Δημοσίων Κτημάτων δεν μπορεί να θεωρηθεί λυμένο υπέρ των κληρονόμων του ……… (ΓνΝΣΚ 697/2000 (Τμ.Ε). Με βάση τις παραπάνω παραδοχές, αφού αποδεικνύεται ότι το επίδικο ακίνητο εμπίπτει σε ευρύτερη δημόσια δασική έκταση, κατά το χρόνο ενάρξεως της ισχύος του από 17/29-11-1836 διατάγματος, το Ελληνικό Δημόσιο είχε αποκτήσει την κυριότητα αυτού, ενώ δεν ασκεί έννομη επιρροή η παράγωγη κτήση των εναγόντων (που δεν προέκυψε και αυτή πέραν πάσης αμφιβολίας, ιδίως ως προς τη διαδοχή των παλαιότερων τίτλων), εφόσον δεν συνοδεύεται από πρωτότυπη κτήση με τα προσόντα του ΒΡΔ δικαίου, όπως προεκτέθηκε, επί 30 έτη πριν το έτος 1915, με καλή πίστη. Με βάση τις παραπάνω παραδοχές, η αγωγή έπρεπε να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την με αρ. 4333/2018 οριστική του απόφαση έκρινε διαφορετικά, αναγνώρισε την κυριότητα των εναγόντων στο επίδικο και διέταξε τη διόρθωση της πρώτης εγγραφής, ώστε να φαίνεται ότι είναι συγκύριοι οι ενάγοντες, κατά το ποσοστό εξ αδιαιρέτου, που ζητούσαν στην αγωγή τους, έσφαλε. Κατά συνέπεια θα πρέπει να απορριφθεί η αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη (σημ. έχει ήδη εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση σε προηγούμενη σκέψη της παρούσας). Τέλος, τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων πρέπει να συμψηφισθούν στο σύνολό τους, καθώς η ερμηνεία των κανόνων δικαίου, που εφαρμόσθηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρο 179 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ’ ουσίαν την έφεση.
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλούμενη υπ’ αριθμ. 4333/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, και την συνεκκαλούμενη αυτής 2661/2014 απόφαση του ιδίου Δικαστηρίου.
ΔΙΚΑΖΕΙ επί της από 29-07-2009 και με αρ. αριθ. έκθ. κατάθεσης: ………/31-07-2009 αγωγής.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν.
ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις 24.2.2021
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ