ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Χρυσή Φυντριλάκη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα ΕΤ..
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη με ειδικό αριθμό καταθ. …../2019 έφεση κατά της υπ΄αριθμόν 5201/2018 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα καθώς η εκκαλουμένη απόφαση δημοσιεύτηκε στις 3-12-2018, επιδόθηκε στις εκκαλούσες στις 11-2-2019 (όπως συνομολογείται από την εφεσίβλητη) και η έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά στις 5-3-2019 (άρθρα 495,511,513,516 παρ 1, 517 εδαφ α, 518 παρ 1 και 147 ΚΠολΔ). Συνεπώς, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων αυτής κατά την αυτή διαδικασία δοθέντος ότι έχει καταβληθεί και το προβλεπόμενο από την διάταξη του άρθρου 495 παρ 3 ΚΠολΔ παράβολο άσκησης έφεσης (βλ. υπ΄αριθμόν …………/2019 παράβολο ).
Από τη διάταξη του άρθρου 914 του ΑΚ, κατά την οποία όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει, προκύπτει ότι μεταξύ των προϋποθέσεων της αδικοπρακτικής ευθύνης είναι ο παράνομος χαρακτήρας της πράξεως και ο αιτιώδης σύνδεσμος με την αξίωση από την επιταγή από τα άρθρα 40-47 του Ν. 5960/1933 και απόκειται στον δικαιούχο να ασκήσει αυτήν που προκρίνει. Δικαιούχος της αποζημιώσεως είναι όχι μόνον ο κομιστής της επιταγής κατά το χρόνο της εμφανίσεως της (τελευταίος κομιστής), αλλά και κάθε υπογραφέας που πλήρωσε την επιταγή, ως εξ αναγωγής υπόχρεος και έγινε κομιστής, αφού αυτός υφίσταται τελικά τη ζημία από τη μη πληρωμή της επιταγής, η δε ζημία αυτού είναι απότοκος της παράνομης συμπεριφοράς του μεταξύ του ζημιογόνου γεγονότος και της ζημίας. Παράνομη είναι και η έκδοση ακάλυπτης επιταγής σύμφωνα με το άρθρο 79 παρ. 1 του Ν.5960/1933, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του ΝΔ. 1325/1972, κατά το οποίο τιμωρείται με τις προβλεπόμενες σε αυτό ποινές εκείνος που εκδίδει επιταγή χωρίς να έχει αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια στην πληρώτρια Τράπεζα κατά το χρόνο της έκδοσης ή της πληρωμής της επιταγής. Από την ποινική αυτή διάταξη, που θεσπίστηκε για την προστασία όχι μόνον του δημοσίου, αλλά και του ιδιωτικού συμφέροντος, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 297, 298 και 914 επ. ΑΚ, προκύπτει ότι εκείνος που εκδίδει ακάλυπτη επιταγή, ζημιώνοντας έτσι παράνομα και υπαίτια άλλον, υποχρεούται να τον αποζημιώσει. Ο εκδότης ακάλυπτης επιταγής είναι υποχρεωμένος να αποζημιώσει τον κομιστή της, ακόμη και αν αυτή είναι μεταχρονολογημένη, οπότε ευθύνεται κατά τα άρθρα 28, 29 §§ 1 & 4 και 56 του Ν. 5960/1933, αν η επιταγή εμφανισθεί προς πληρωμή οποτεδήποτε εντός του χρονικού διαστήματος, που αρχίζει από την επομένη της ημέρας που πραγματικώς εκδόθηκε και λήγει την όγδοη ημέρα μετά την αναγραφόμενη στο σώμα της επιταγής ημεροχρονολογία εκδόσεως (Ολομ. ΑΠ 29/2007, Ολομ.ΑΠ 25/2007, ΑΠ 29/2020, ΑΠ 179/2019, ΑΠ 687/2010).
Με την αγωγή επί της οποίας εξεδόθη η εκκαλουμένη απόφαση η υπο εκκαθάριση ενάγουσα εταιρία και ήδη εφεσίβλητη ιστορούσε ότι η πρώτη εναγόμενη δια της νομίμου εκπροσώπου αυτής, δεύτερης εναγόμενης, εξέδωσε την αναφερόμενη σ΄αυτή μεταχρονολογημένη επιταγή ποσού 150.000 δολαρίων ΗΠΑ, η οποία έφερε χρόνο εκδόσεως 15-5-2012, πληρωτέα από την τράπεζα “…….” (……., σε διαταγή της ενάγουσας η οποία την κατέθεσε στην Τράπεζα «………….» ως αξία σε πίστωση λογαριασμού πλην, όμως δεν πληρώθηκε λόγω έλλειψης διαθεσίμων κεφαλαίων στο λογαριασμό της πρώτης εναγόμενης με συνέπεια να υποστεί ισόποση ζημία η ενάγουσα. Ζήτησε δε, να υποχρεωθεί τόσο η πρώτη όσο και η δεύτερη εναγόμενη, η οποία γνώριζε ότι η πρώτη εξ αυτών δεν διέθετε κεφάλαια στην πληρώτρια Τράπεζα και παρά ταύτα εξέδωσε την επιταγή αυτή, να καταβάλουν εις ολόκληρον ο καθένας το ισόποσο κατά την 15-5-2012 σε ευρώ των 150.000 δολαρίων ΗΠΑ ανερχόμενο σε 116.795,14 ευρώ κατά το οποίο και ζημιώθηκε από την άδικη πράξη της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής των εναγομένων, με το νόμιμο τόκο από της εμφανίσεως της επιταγής σε πληρωμή, άλλως από της επιδόσεως της αγωγής μέχρις εξοφλήσεως με απαγγελία προσωπικής κράτησης ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης. Ζήτησε, επίσης, την καταδίκη των εναγομένων στα δικαστικά της έξοδα. Επί της νομίμου αυτής αγωγής (άρθρα 79 του ν 5960/1933, 914, 71, 297, 298 ΑΚ, 176,1047 σε συνδυασμό με προαναφερόμενες διατάξεις) εξεδόθη η εκκαλουμένη απόφαση με την οποία υποχρεώθηκαν οι εναγόμενες να καταβάλουν εις ολόκληρον η καθεμία το αιτούμενο ποσό των 116.795,14 ευρώ με το νόμιμο τόκο από της επιδόσεως της αγωγής μέχρις εξοφλήσεως με απαγγελία προσωπικής κράτησης διάρκειας δυο (2) μηνών ως μέσο αναγκαστικής εκτελέσεως και επιβολή δικαστικών εξόδων ύψους 3500 ευρώ, ενώ απορρίφθηκε το αίτημα περί τοκοφορίας από της επομένης της εμφανίσεως προς πληρωμή ως μη νόμιμο καθώς και η ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος που προέβαλαν οι εναγόμενες ως αβάσιμη κατ΄ουσίαν .
΄Ηδη, κατά της απόφασης αυτής βάλλουν οι εναγόμενες παραπονούμενες για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν την εξαφάνιση της εκκαλουμένης και την απόρριψη της αγωγής της υπό εκκαθάριση αντιδίκου τους εταιρίας.
Από τα έγγραφα που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε για την συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η πρώτη εναγόμενη εταιρία δια της νομίμου εκπροσώπου αυτής, δεύτερης εναγόμενης, εξέδωσε στον Πειραιά την με αριθμό … μεταχρονολογημένη επιταγή της …… ποσού 150.000 δολαρίων ΗΠΑ σε διαταγή της ενάγουσας σε χρέωση του με αριθμό ………. λογαριασμού που τηρούσε η πρώτη εναγόμενη στην Τράπεζα αυτή, την οποία κατέθεσε η ενάγουσα στις 18-5-2012 ως αξία σε πίστωση λογαριασμού της σε κατάστημα της τράπεζας «…….» στην πλατεία .. Γλυφάδα και εμφανίστηκε προς πληρωμή στις 21-5-2012, πλην, όμως δεν πληρώθηκε λόγω έλλειψης διαθεσίμων κεφαλαίων στο λογαριασμό της εκδότριας εταιρίας, γεγονός που βεβαιώθηκε στο σώμα της επιταγής, το οποίο και ανέλαβε η ενάγουσα. Στην έκδοση της επιταγής αυτής η δεύτερη εναγόμενη προέβη ενώ γνώριζε ότι η πρώτη εναγόμενη δεν διέθετε κεφάλαια στην πληρώτρια τράπεζα, καθώς η ιδιότητα του νομίμου εκπροσώπου της εκδότριας εταιρίας πιστοποιεί πλήρη γνώση των οικονομικών της τελευταίας και των κεφαλαίων στους τραπεζικούς λογαριασμούς που διατηρούσε λαμβανομένου υπόψη ότι από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ούτε και ισχυρίζεται η δεύτερη εναγόμενη ότι συνεπεία συγκεκριμένων συνθηκών στερούνταν της γνώσης των κεφαλαίων των τραπεζικών λογαριασμών της πρώτης εναγόμενης. Κρίνεται δε, απορριπτέα η ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος που προέβαλαν οι εναγόμενες συνιστάμενη στο ότι η κρινόμενη αγωγή κατατέθηκε λίγες ημέρες προ της συμπληρώσεως πενταετίας από της εμφανίσεως της επιταγής προς πληρωμή με συνέπεια να προκληθεί σ΄αυτές η πεποίθηση ενόψει του ότι δεν είχε ζητηθεί ούτε η έκδοση διαταγή πληρωμής βάσει της επίδικης επιταγής, ότι δεν πρόκειται η ενάγουσα να ασκήσει τα δικαιώματα της καθόσον από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι η ενάγουσα δήλωσε ρητά ή σιωπηρά ότι δεν πρόκειται ν΄ασκήσει τα δικαιώματα της, ούτε άφησε να εννοηθεί έλλειψη ενδιαφέροντος για τα δικαιώματά της, ενώ η μη επιλογή της άσκησης των δικαιωμάτων της μέσω της υποβολής αιτήσεως για έκδοση διαταγής πληρωμής σε προγενέστερο χρόνο ουδόλως επιτρέπει την οικειοποίηση σχετικού συμπεράσματος πέραν του ότι το ύψος του οφειλόμενου ποσού (150.000 δολάρια ΗΠΑ) επιτάσσει σαφή και καθαρή δήλωση της ενάγουσας περί μη άσκησης των δικαιωμάτων της η οποία δεν αποδείχθηκε στην προκειμένη περίπτωση. Συνακόλουθα, η ενάγουσα ζημιώθηκε κατά το ποσό των 150,000 δολαρίων ΗΠΑ, το οποίο με βάση την ισοτιμία του δολαρίου ΗΠΑ κατά το χρόνο μη πληρωμής της επιταγής (21-5-2012) κατά τον οποίο επήλθε η ζημία στην ενάγουσα, ανέρχεται σε 117.647,05 ευρώ δοθέντος ότι για την ανορθωτέα ζημία επί αλλοδαπού νομίσματος λαμβάνεται υπόψη η ισοτιμία του χρόνου της απώλειας (ΟλΑΠ 14/1997). Ως εκ τούτου πρέπει να υποχρεωθεί τόσο η πρώτη των εναγομένων όσο και η δεύτερη εξ αυτών η οποία υπέχει εις ολόκληρον ευθύνη ως νόμιμη εκπρόσωπος της πρώτης, να καταβάλουν εις ολόκληρον η καθεμία στην ενάγουσα το ποσό των 116795,14 ευρώ, το οποίο και ζητεί έναντι του ποσού των 117.647,05 ευρώ κατά το οποίο ζημιώθηκε, με το νόμιμο τόκο από της επιδόσεως της αγωγής μέχρις εξοφλήσεως, Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που δέχθηκε τα ίδια και υποχρέωσε τις εναγόμενες να καταβάλουν το ποσό αυτό εις ολόκληρον η καθεμία νομιμοτόκως από της επιδόσεως της αγωγής, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και χωρίς πλημμέλεια εκτίμησε τις αποδείξεις και όλα όσα αντίθετα υποστηρίζονται με σχετικό λόγο έφεσης είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Πρέπει, επίσης, ν΄απαγγελθεί σε βάρος της δεύτερης των εναγομένων προσωπική κράτηση ως μέσο αναγκαστικής εκτελέσεως της αποφάσεως η διάρκεια της οποίας, λαμβανομένου υπόψη του ύψους της ζημίας που υπέστη η ενάγουσα, της βαρύτητας της πράξης (έκδοση ακάλυπτης επιταγής εν γνώσει της νομίμου εκπροσώπου ότι δεν υφίστανται κεφάλαια και ως εκ τούτου ότι δεν επρόκειτο να πληρωθεί), της φερεγγυότητα της δεύτερης εναγομένης και των οικονομικών προβλημάτων αυτής καθώς και της οικονομικής κρίσης που διέρχεται η χώρα, πρέπει να οριστεί σε δυο μήνες. Επομένως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που δέχθηκε τα ίδια και απήγγειλε ως μέσο αναγκαστικής εκτελέσεως προσωπική κράτηση έως δυο μηνών, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και χωρίς πλημμέλεια εκτίμησε τις αποδείξεις και όλα όσα αντίθετα υποστηρίζονται με σχετικό λόγο έφεσης είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Με τον τελευταίο λόγο έφεση οι εκκαλούσες ισχυρίζονται ότι κατ΄εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου επιβλήθηκε σε βάρος τους υπέρογκη δικαστική δαπάνη ύψους 3.500 ευρώ. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος καθόσον η αμοιβή του δικηγόρου για την σύνταξη της αγωγής ανέρχεται 2% επι της αξίας του αντικειμένου της δίκης και για την σύνταξη των προτάσεων σε 1% (άρθρα 63,68 του ν 4194/2013), ήτοι σε 3503,85 ευρώ. Στο ποσό αυτό πρέπει να προστεθεί το αναλογούν δικαστικό ένσημο καθώς και η δαπάνη για την επικόλληση των ενσήμων και για τις επιδόσεις της αγωγής. Ως εκ τούτου επιδικάζοντας το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη δικαστικά έξοδα ύψους 3500 ευρώ δεν υπερέβη το οριζόμενο από το νόμο ποσό. Κατόπιν όλων αυτών πρέπει ν΄απορριφθεί η έφεση στο σύνολό της. Τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν σε βάρος των εκκαλουσών λόγω της ήττας αυτών (άρθρο 176, 191 παρ 2, 183 ΚΠολΔ και 69, 68 και 63 του ν. 4194/2013) κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό. Τέλος, πρέπει, ενόψει της απόρριψης της έφεσης, να διαταχθεί και η εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου άσκησης έφεσης στο Δημόσιο Ταμείο (άρθρο 495 παρ 3 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ουσία την έφεση
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τις εκκαλούσες στα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας της εφεσίβλητης τα οποία ορίζει στο ποσό των δυο χιλιάδων τριακοσίων πενήντα (2350 ) ευρώ
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου άσκησης έφεσης στο Δημόσιο Ταμείο.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, την 1η Μαρτίου 2021, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ