Περίληψη
Πολιτική δικονομία. Δικαίωμα ασκήσεως ενδίκου μέσου κατά της αποφάσεως που εκδόθηκε επί των συνεκδικαζομένων δικών έχει κάθε διάδικος εκάστης από τις αυτοτελείς συνεκδικαζόμενες δίκες, ο οποίος οφείλει να απευθύνει αυτό κατά του αντιδίκου του στην ίδια αυτοτελή δίκη και όχι κατά των διαδίκων των άλλων συνεκδικαζομένων δικών. Αυτοκινητικό ατύχημα. Το Επικουρικό Κεφάλαιο (Ε.Κ.) έχει δικαίωμα να ασκήσει εξ υποκαταστάσεως αναγωγή, που διενεργείται και με την άσκηση παρεμπίπτουσας αγωγής, όμως, το Ε.Κ. δεν δικαιούται να απαιτήσει από τον υπόχρεο ό,τι αυτό κατέβαλε στον δικαιούχο, αφού το σχετικό ποσό θα εξαρτηθεί από το αποτέλεσμα της μεταξύ τους δίκης. Μάλιστα, είναι δυνατό να υπάρχει διαφορά μεταξύ του ποσού που οφείλει το Ε.Κ. να καταβάλει στον παθόντα τρίτο και αυτού που τελικά θα καταβάλει ο υπόχρεος στο Ε.Κ. Ο ισχυρισμός του μη κατόχου ιδιοκτήτη του ζημιογόνου οχήματος περί ποσοτικού περιορισμού της ευθύνης του (άρθρο 4 του ν. ΓπΝ/1911), αποτελεί γνήσια αυτοτελή ένσταση, η οποία είναι προσωποπαγής και προβάλλεται μόνον κατά του ζημιωθέντος τρίτου και όχι κατά του εξ αναγωγής συνοφειλέτη, όπως το Ε.Κ.
Αριθμός 188/2021
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από το Δικαστή Ιωάννη Αποστολόπουλο Εφέτη, τον οποίο όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Δικαστηρίου τούτου, και από τη Γραμματέα Τ.Λ..
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 80, 88, 89, 277 και 517 του ΚΠολΔ συνάγεται ότι αν ο εναγόμενος προσεπικαλέσει στη δίκη εκείνον κατά του οποίου, σε περίπτωση ήττας του, δικαιούται να αναχθεί και ζητήσει αποζημίωση για το ποσό που ενδεχομένως θα υποχρεωθεί να καταβάλει στον ενάγοντα και συγχρόνως ενώσει μαζί με την προσεπίκληση και αγωγή αποζημιώσεως, ο δε προσεπικληθείς και με την παρεμπίπτουσα αγωγή εναγόμενος δεν προσήλθε στη δίκη, ούτε παρενέβη σε αυτή, δεν καθίσταται διάδικος στην κύρια δίκη μεταξύ του ενάγοντος και του εναγομένου, ούτε δημιουργείται ομοδικία μεταξύ αυτού (προσεπικληθέντος) και του προσεπικαλέσαντος αυτόν εναγομένου (βλ. ΑΠ 485/2010 ΝοΒ 2010 2055, ΕφΑθ 2416/2010 ΕλλΔνη 2011 850, ΕφΑθ 6841/2008 ΕΦΑΔ 2009 597). Εξάλλου, με την συνεκδίκαση περισσότερων αγωγών δεν μεταβάλλονται οι ενάγοντες ή οι εναγόμενοι κλπ των συνεκδικαζομένων υποθέσεων σε ομόδικους. Έτσι, δικαίωμα ασκήσεως ενδίκου μέσου κατά της αποφάσεως που εκδόθηκε επί των συνεκδικαζομένων δικών έχει κάθε διάδικος εκάστης από τις αυτοτελείς συνεκδικαζόμενες δίκες, ο οποίος οφείλει να απευθύνει αυτό κατά του αντιδίκου του στην ίδια αυτοτελή δίκη και όχι κατά των διαδίκων των άλλων συνεκδικαζομένων δικών (βλ. ΑΠ 1355/2004 ΕλλΔνη 2005 1448, ΕφΘεσ 1810/2009 ΕΦΑΔ 2010 718).
Στην προκείμενη περίπτωση, η κρινόμενη από 14-12-2018 (υπ’ αριθ. ……………./17-12-2018 έκθεσης κατάθεσης) έφεση των παρεμπιπτόντως εναγομένων και ήδη εκκαλούντων (…….. και …………..), η οποία στρέφεται κατά της υπ’ αριθ. 5403/2017 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε, κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών για ζημιές από αυτοκίνητο (άρθρο 681Α του ΚΠολΔ σε συνδυασμό με τα άρθρα 666, 667 και 670 έως 676 του ΚΠολΔ, όπως αυτά ίσχυαν πριν τροποποιηθούν από το ν. 4335/2015, ενόψει του ότι η ένδικη αγωγή κατατέθηκε στις 15-12-2015), ερήμην των παρεμπιπτόντως εναγομένων και ήδη εκκαλούντων και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων, επί των συνεκδικασθεισών Α)από 6-11-2015 (υπ’ αριθ. ………../15-12-2015 έκθεσης κατάθεσης) αγωγής του ενάγοντος και ήδη πρώτου εφεσίβλητου (…………….) κατά του δεύτερου εκκαλούντος (…………….και του δεύτερου εφεσίβλητου («ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΑΠΟ ΑΤΥΧΗΜΑΤΑ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ») και Β)από 4-1-2016 (υπ’ αριθ. ………./14-1-2016 έκθεσης κατάθεσης) ανακοίνωσης δίκης με προσεπίκληση σε αναγκαστική παρέμβαση και παρεμπίπτουσας αγωγής κατά των παρεμπιπτόντως εναγομένων και ήδη εκκαλούντων,έχει ασκηθεί εμπροθέσμως, ενόψει του ότι η εκκαλούμενη απόφαση επιδόθηκε στους εκκαλούντες στις 6-12-2018 (βλ. τη με την ίδια ημερομηνία σημείωση επί των αντιγράφων της εκκαλούμενης αποφάσεως του δικαστικού επιμελητή …….) και η έφεση κατατέθηκε στις 17-12-2018 (βλ. την υπ. αριθ. ………./17-12-2018 έκθεση κατάθεσης ενδίκου μέσου της γραμματέως του Πρωτοδικείου Πειραιώς) και κατά τις νόμιμες διατυπώσεις, δεδομένου του ότι καταβλήθηκε το ανάλογο παράβολο (άρθρα 19, 495 παρ. 1 και 4, 511, 513 παρ. 1 περ. β, 516 παρ. 1, 517 και 518 παρ. 1 και 519 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Ωστόσο, όσον αφορά τον πρώτο των εφεσίβλητων, δηλαδή τον ενάγοντα της ως άνω υπό στοιχείο Α΄ κύριας αγωγής (…………..), αυτός δεν ήταν αντίδικος των εκκαλούντων στη σχετική αυτοτελή δίκη, που αφορά στην προαναφερθείσα κύρια αγωγή. Ειδικότερα, πρωτοδίκως, ο ενάγων της ως άνω υπό στοιχείο Α΄ κύριας αγωγής παραιτήθηκε, νομοτύπως, από το δικόγραφο της αγωγής αυτής (κύριας) ως προς τον πρώτο εναγόμενο και ήδη δεύτερο εκκαλούντα (……………..) και με την εκκαλούμενη απόφαση (ανεξαρτήτως του ότι δεν αναφέρεται στο διατακτικό της, αφού περιλαμβάνεται σαφώς στο σκεπτικό της) έγινε δεκτό ότι η κύρια αγωγή θεωρείται ότι δεν ασκήθηκε ως προς αυτόν (……………), επιπλέον, οι παρεμπιπτόντως εναγόμενοι και ήδη εκκαλούντες δεν συμμετείχαν σε κάποιο στάδιο της πρωτόδικης δίκης, αλλά δικάσθηκαν ερήμην. Ως εκ τούτου, σύμφωνα με τις προεκτεθείσες σκέψεις (υπό στοιχείο Ι), η έφεση ασκήθηκε απαραδέκτως κατά του πρώτου των εφεσίβλητων (……………) και πρέπει να απορριφθεί ως προς αυτόν, καθώς και κατά το μέρος της (έφεσης), το οποίο αφορά στην ως άνω κύρια αγωγή αυτού, όμως, τα σχετικά δικαστικά έξοδα πρέπει να συμψηφισθούν μεταξύ των ανωτέρω διαδίκων, λόγω του ότι η ερμηνεία των σχετικών κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν ήταν ιδιαιτέρως δυσχερής (άρθρα 179 και 183 του ΚΠολΔ).
ΙΙ. Στο άρθρο 528 του ΚΠολΔ (όπως ισχύει μετά την αντικατάσταση του από το άρθρο 44 παρ. 2 του ν. 3994/2011) ορίζεται: «Αν ασκηθεί έφεση από τον διάδικο που δικάσθηκε ερήμην, η εκκαλούμενη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους, ανεξάρτητα από τη διαδικασία που τηρήθηκε. Ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως». Από την ανωτέρω διάταξη, με την οποία ρυθμίζονται τα αποτελέσματα της εφέσεως κατά αποφάσεως που εκδόθηκε ερήμην του εκκαλούντος, προκύπτει ότι στην περίπτωση αυτή η εκκαλούμενη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους και ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει (με το δικόγραφο της εφέσεως και τις προτάσεις του) όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσε να προβάλει και πρωτοδίκως. Ειδικότερα, παρέχεται η δυνατότητα στο διάδικο, που δεν εμφανίστηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, όπως, εντός των ορίων του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της εφέσεως, ακουστεί και προβάλει στο εφετείο όσους ισχυρισμούς μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως, επανορθώνοντας με την έφεση τις συνέπειες που η απουσία του ενδεχομένως επέφερε (βλ. αιτιολογική έκθεση του ν. 3994/2001). Συνεπώς για την εξαφάνιση της πρωτοδίκου αποφάσεως, όταν αυτή εκδόθηκε ερήμην του διαδίκου (εκκαλούντος), δεν απαιτείται να ευδοκιμήσει προηγουμένως κάποιος λόγος της εφέσεως, αλλά επαρκεί η τυπική παραδοχή της (βλ. ΑΠ 251/2009 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 866/2008 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 884/2007 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1015/2005 ΕλλΔνη 2005 1100, ΕφΑθ 3137/2009 ΕλλΔνη 2009 1520, ΕφΘεσ 603/2009 ΕΦΑΔ 2009 834, ΕφΠειρ 668/2009 ΝΟΜΟΣ, Β. Βαθρακοκοίλη «Η έφεση» σελ. 513 αρ. 2042).
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προαναφέρθηκε, με την κρινόμενη έφεση πλήττεται η υπ’ αριθ. 5403/2017 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε, ερήμην των παρεμπιπτόντως εναγομένων και ήδη εκκαλούντων, επί της συνεκδικασθείσας από 4-1-2016 (υπ’ αριθ. ……………./14-1-2016 έκθεσης κατάθεσης) παρεμπίπτουσας αγωγήςτου παρεμπιπτόντως ενάγοντος και ήδη δεύτερου εφεσίβλητου και έφεση αυτή ασκήθηκε σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και εμπροθέσμως, επομένως, πρέπει η υπό κρίση έφεση, κατά το μέρος της που αφορά τους ανωτέρω διαδίκους (δηλαδή πλην του 1ουεφεσίβλητου) και την ως άνω παρεμπίπτουσα αγωγή, να γίνει τυπικώς δεκτή. Περαιτέρω, με την κρινόμενη έφεση, οι εκκαλούντες ζητούν να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση, προκειμένου να απορριφθεί η ανωτέρω παρεμπίπτουσα αγωγή, που είχε γίνει δεκτή με την ανωτέρω απόφαση, για τους εκτιθέμενους σ’ αυτήν (έφεση) λόγους, που αφορούν την εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, όπως ειδικότερα εκτίθεται στο δικόγραφό της. Ως εκ τούτου, ενόψει του ότι η εκκαλούμενη απόφαση εκδόθηκε ερήμην των εκκαλούντων, πρέπει, σύμφωνα με τις προεκτεθείσες (υπό στοιχείο ΙΙ) σκέψεις, η έφεση να γίνει δεκτή και κατ’ ουσίαν και αφού εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση, αποκλειστικώς, κατά το μέρος της που αφορά στην ως άνω παρεμπίπτουσα αγωγή, να κρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο τούτο και να ερευνηθεί η ανωτέρω παρεμπίπτουσα αγωγή.
ΙΙΙ. Από τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 300, 330 εδ. β` και 914 του ΑΚ συνάγεται ότι η αδικοπρακτική ευθύνη προς αποζημίωση προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, επέλευση ζημίας και αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της ζημίας. Παράνομη είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε η συμπεριφορά αυτή να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή σε παράλειψη ορισμένης ενέργειας. Μορφή υπαιτιότητας είναι και η αμέλεια, η οποία υπάρχει, όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια, που απαιτείται στις συναλλαγές, δηλαδή αυτή που αν καταβαλλόταν, με μέτρο τη συμπεριφορά του μέσου συνετού και επιμελούς ανθρώπου του κύκλου δραστηριότητας του ζημιώσαντος, θα καθιστούσε δυνατή την αποτροπή του παράνομου και ζημιογόνου αποτελέσματος. Αιτιώδης σύνδεσμος υπάρχει, όταν η παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του δράστη ήταν, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή, κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων, να επιφέρει τη ζημία και την επέφερε στη συγκεκριμένη περίπτωση. Δεν αποκλείεται καταρχήν η ύπαρξη του αιτιώδους συνδέσμου από το γεγονός, ότι στο αποτέλεσμα συνετέλεσε και συνυπαιτιότητα του βλαβέντος, εφόσον δεν διακόπτεται ο αιτιώδης σύνδεσμος. Ειδικότερα, από τη διάταξη του άρθρου 300 του ΑΚ, η οποία εφαρμόζεται σε κάθε περίπτωση ζημίας και επομένως και σε αυτή από αδικοπραξία των άρθρων 914 επ. του ΑΚ, προκύπτει ότι, όταν στη γένεση ή στην επέλευση της ζημίας συντέλεσε και πταίσμα του ζημιωθέντος, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 330 του ΑΚ, το δικαστήριο της ουσίας μπορεί κατά την ελεύθερη κρίση του, αφού σταθμίσει τις περιστάσεις και ιδιαίτερα το βαθμό του πταίσματος του ζημιωθέντος, να μην επιδικάσει αποζημίωση ή να μειώσει το ποσό αυτής. Εξάλλου, η παράβαση των διατάξεων του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας (ν. 2696/1999 Κ.Ο.Κ.), δεν θεμελιώνει αυτή καθεαυτή υπαιτιότητα στην επέλευση αυτοκινητικού ατυχήματος, αποτελεί όμως στοιχείο, η στάθμιση του οποίου από το δικαστήριο της ουσίας θα κριθεί σε σχέση με την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συγκεκριμένης πράξης και του επελθόντος αποτελέσματος, ενώ μόνη η τήρηση των ελαχίστων υποχρεώσεων που επιβάλλει ο Κ.Ο.Κ. στους οδηγούς των οχημάτων κατά την οδήγησή τους, δεν αίρει την υποχρέωσή τους να συμπεριφέρονται και πέραν των ορίων τούτων, όταν οι περιστάσεις το επιβάλλουν για την αποτροπή ζημιογόνου γεγονότος ή τη μείωση των επιζήμιων συνεπειών (βλ. ΑΠ 553/2019, ΑΠ 424/2019, ΑΠ 270/2019, ΑΠ 204/2018, ΑΠ 62/2016 άπασες εις ΝΟΜΟΣ).
ΙV. Κατά το άρθρο 298 εδ. α΄ του ΑΚ η αποζημίωση περιλαμβάνει τη μείωση της υπάρχουσας περιουσίας του δανειστή (θετική ζημία), καθώς και το διαφυγόν κέρδος. Επίσης, κατά το άρθρο 929 εδ. α΄ του ΑΚ, σε περίπτωση βλάβης του σώματος ή της υγείας προσώπου η αποζημίωση περιλαμβάνει, εκτός από τα νοσήλια και τη ζημία που ήδη έχει επέλθει, οτιδήποτε ο παθών θα στερείται στο μέλλον ή θα ξοδεύει επιπλέον εξαιτίας της αύξησης των δαπανών του. Ως νοσήλια νοούνται οι δαπάνες που είναι αναγκαίες για την αποκατάσταση της υγείας του παθόντος, όπως είναι, εκτός των άλλων, και η δαπάνη για την πρόσληψη αποκλειστικής νοσοκόμου – βοηθού, είτε στην οικία του, είτε στο νοσοκομείο, όταν οι περιστάσεις το επιβάλλουν. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 930 παρ. 3 του ΑΚ, που ορίζει ότι η αξίωση αποζημίωσης δεν αποκλείεται από το λόγο ότι κάποιος άλλος έχει την υποχρέωση να αποζημιώσει ή να διατρέφει αυτόν που αδικήθηκε και η οποία αποτελεί εκδήλωση της νομοθετικής βούλησης να μην αποβεί προς όφελος του ζημιώσαντος το γεγονός ότι κάποιος άλλος υποχρεούται από το νόμο ή από άλλο λόγο να αποζημιώσει ή να διατρέφει τον παθόντα, συνάγεται ότι στην περίπτωση που, εξαιτίας του είδους και της σοβαρότητας του τραυματισμού του τελευταίου, αυτός αδυνατεί να αυτοεξυπηρετηθεί και έχει ανάγκη πρόσληψης αποκλειστικής νοσοκόμου – οικιακής βοηθού, για τη φροντίδα και την εξυπηρέτησή του, έργο το οποίο αναλαμβάνει, με εντατικοποίηση των δυνάμεων του, συγγενικό ή φιλικό του πρόσωπο, το οποίο, με τις προς τον παθόντα υπηρεσίες του, καλύπτει την ανωτέρω ανάγκη πρόσληψης οικιακής βοηθού ή αποκλειστικής νοσοκόμου, θεμελιώνεται αξίωση αποζημίωσης του παθόντος κατά του υπόχρεου. Τέτοια συγγενικά πρόσωπα, κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως, μπορεί να είναι και η σύζυγος, οι γονείς, ή άλλοι στενοί συγγενείς, αλλά και φιλικά πρόσωπα. Συνεπώς, ο τραυματισθείς από αδικοπραξία τρίτου, ο οποίος δέχεται τις αναγκαίως αυξημένες περιποιήσεις και φροντίδες των ανωτέρω προσώπων, προς αποκατάσταση της υγείας του, δικαιούται να απαιτήσει από τον υπόχρεο προς αποζημίωση, το ποσό που θα ήταν υποχρεωμένος να καταβάλει σε τρίτο πρόσωπο, που θα προσλάμβανε για το σκοπό αυτόν, έστω και αν στη συγκεκριμένη περίπτωση, δεν κατέβαλε κανένα ποσό στους ως άνω οικείους του, οι οποίοι με υπερένταση των δυνάμεών τους και εις βάρος άλλων ενασχολήσεών τους, ασχολούνται με τη φροντίδα για την αποκατάσταση της υγείας του παθόντος συγγενούς ή φίλου τους (βλ. ΑΠ 553/2019 ο.π., ΑΠ 1207/2017, ΑΠ 1622/2013, ΑΠ 132/2010 άπασες εις ΝΟΜΟΣ).
V. Κατά το άρθρο 932 του ΑΚ, σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη, κατά την κρίση του, χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Αυτό ισχύει ιδίως για εκείνον που έπαθε προσβολή της υγείας, της τιμής ή της αγνείας του ή στερήθηκε την ελευθερία του. Σε περίπτωση θανάτωσης προσώπου η χρηματική ικανοποίηση μπορεί να επιδικασθεί στην οικογένεια του θύματος λόγω ψυχικής οδύνης. Κατά την έννοια του άρθρου αυτού, το δικαστήριο της ουσίας, αφού δεχθεί ότι συνεπεία αδικοπραξίας προκλήθηκε σε κάποιο πρόσωπο ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη, καθορίζει στη συνέχεια το ύψος της οφειλόμενης γι` αυτήν χρηματικής ικανοποίησης, βάσει των κανόνων της κοινής πείρας και της λογικής, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη, ως κριτήριο, το είδος της προσβολής, την έκταση της βλάβης, τις συνθήκες τέλεσης της αδικοπραξίας, τη βαρύτητα του πταίσματος του υπόχρεου, το τυχόν συντρέχον πταίσμα του δικαιούχου και την οικονομική και κοινωνική κατάσταση των διαδίκων μερών. Εξάλλου, κατά τον καθορισμό του σχετικώς επιδικαζόμενου ποσού, επιβάλλεται να τηρείται η αρχή της αναλογικότητας ως γενική νομική αρχή και μάλιστα αυξημένης τυπικής ισχύος (άρθρα 2 παρ. 1 και 25 του Συντάγματος), με την έννοια ότι η σχετική κρίση του δικαστηρίου, δεν πρέπει να υπερβαίνει τα όρια, όπως αυτά διαπιστώνονται από τα δεδομένα της κοινής πείρας και την κοινή περί δικαίου συνείδηση σε ορισμένο τόπο και χρόνο, που αποτυπώνονται στη συνήθη πρακτική των δικαστηρίων (βλ. ΟλΑΠ 9/2015 ΧρΙΔ 2015 575, ΑΠ 553/2019 ο.π., ΑΠ 604/2018 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1207/2017 ο.π.).
Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 19 παρ. 1 του ν.489/1976 το «Επικουρικό Κεφάλαιο Ασφάλισης Ευθύνης από Ατυχήματα Αυτοκινήτων» («Επικουρικό Κεφάλαιο») είναι υποχρεωμένο να καταβάλει στα πρόσωπα που ζημιώθηκαν την οριζόμενη στην παρ. 2 του ίδιου άρθρου αποζημίωση, λόγω θανατώσεως ή σωματικών βλαβών ή υλικών ζημιών από αυτοκινητικά ατυχήματα, μεταξύ άλλων και στην περίπτωση που το ατύχημα προήλθε από ανασφάλιστο αυτοκίνητο. Από τις ανωτέρω διατάξεις, σε συνδυασμό με το άρθρο 2 του ν. 489/1976 και 7 και 9 Κ4/585/1978 Α.Υ.Ε προκύπτει ότι ανασφάλιστο είναι το ζημιογόνο αυτοκίνητο, όταν δεν καταρτίστηκε ποτέ σύμβαση ασφαλίσεως ή η καταρτισθείσα ακυρώθηκε ή έληξε ή ανεστάλη η ισχύς της κατά νόμιμο τρόπο, χωρίς να συναφθεί νέα σύμβαση ασφαλίσεως. Επίσης, στις περιπτώσεις ευθύνης του «Επικουρικού Κεφαλαίου» (Ε.Κ.) το ζημιωθέν πρόσωπο έχει ιδίαν αξίωση κατ’ αυτού (παράγραφος 3 του ίδιου άρθρου 19) και το τελευταίο (Ε.Κ.) με την καταβολή της αποζημίωσης υποκαθίσταται σε όλα τα εξαιτίας του ατυχήματος δικαιώματα του ζημιωθέντος, έναντι του υπόχρεου προς αποζημίωση ή του ασφαλιστή,(πλην της περιπτώσεως πτώχευσης του ασφαλιστή κλπ κατά την παράγραφο 4 του ίδιου άρθρου 19). Ακόμη, το Ε.Κ. έχει δικαίωμα να ασκήσει εξ υποκαταστάσεως επικουρική αναγωγή, που διενεργείται και με την άσκηση παρεμπίπτουσας αγωγής, όταν αυτό συνενάγεται με άλλους υπόχρεους (κύριο, κάτοχο ή οδηγό του ζημιογόνου αυτοκινήτου), απαιτώντας από αυτούς, σε περίπτωση ήττας του, κάθε ποσό το οποίο τούτο θα υποχρεωθεί να καταβάλει στον παθόντα (βλ. ΑΠ 97/2014, ΑΠ 1989/2011, ΑΠ 1711/2010, ΕφΑθΜον 152/2017, ΕφΠειρΜον 503/2015 άπασες εις ΝΟΜΟΣ). Πάντως, υποκατάσταση δεν σημαίνει ότι το Ε.Κ. δικαιούται να απαιτήσει από τον υπόχρεο ό,τι αυτό κατέβαλε στον δικαιούχο, αφού το σχετικό ποσό θα εξαρτηθεί από το αποτέλεσμα της μεταξύ τους (Ε.Κ. και υποχρέου) δίκης. Μάλιστα, είναι δυνατό να υπάρχει διαφορά μεταξύ του ποσού που οφείλει το Ε.Κ. να καταβάλει στον παθόντα τρίτο και αυτού που τελικά θα καταβάλει ο υπόχρεος στο Ε.Κ. (βλ. ΑΠ 681/2014 ΝοΒ 2014 1913, Α. Κρητικό «Αποζημίωση από αυτοκινητικά ατυχήματα», εκδ. 4η σελ. 767 παρ. 137-138). Επιπροσθέτως, η υποκατάσταση αυτή, έχει την έννοια της ex lege μεταβίβασης της απαίτησης αποζημιώσεως στο Ε.Κ. και η μεταβίβαση συνοδεύεται με όλα τα κατά το χρόνο της μεταβίβασης πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα της απαίτησης που μεταβιβάζεται. Έτσι, ο υπόχρεος προς αποζημίωση δικαιούται να αντιτάξει κατά του Ε.Κ. τις εντάσεις που θα μπορούσε να προβάλει, αν ενήγετο όχι από το Ε.Κ, αλλά από τον παθόντα. Ωστόσο, ο ισχυρισμός του μη κατόχου ιδιοκτήτη του ζημιογόνου οχήματος περί ποσοτικού περιορισμού της ευθύνης του, κατ’ άρθρον 4 του ν. ΓπΝ/1911, αποτελεί γνήσια αυτοτελή ένσταση, η οποία είναι προσωποπαγής και προβάλλεται μόνον κατά του ζημιωθέντος τρίτου και όχι κατά του εξ αναγωγής συνοφειλέτη, όπως το Ε.Κ. (βλ. ΑΠ 681/2014 ο.π., ΑΠ 306/2005 ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, Α. Κρητικό «Αποζημίωση από αυτοκινητικά ατυχήματα» τόμος Ιεκδ. 5η σελ. 160 παρ. 8).
Στην προκείμενη περίπτωση, με την προαναφερθείσα υπό στοιχείο Β΄ προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή, το προσεπικαλούν – παρεμπιπτόντως ενάγον αυτής και ήδη δεύτερο εφεσίβλητο, αφού προσεπικάλεσε τους καθων και ήδη εκκαλούντες, ως ιδιοκτήτη (1ο) και οδηγό (2ο), αντιστοίχως,της υπ’ αριθ. κυκλοφορίας ……. δίκυκλης μοτοσυκλέτας, η οποία ήταν ανασφάλιστη για την ευθύνη που αφορά ζημιές προς τρίτους,εξέθεσε ότι, κατά τα αναφερόμενα στην ως άνω υπό στοιχείο Α΄ κύρια αγωγή, η οποία στρέφεται κατ’ αυτού (παρεμπιπτόντως ενάγοντος),ο δεύτερος παρεμπιπτόντως εναγόμενος, οδηγώντας την προαναφερθείσα δίκυκλη μοτοσυκλέτα (……..), προκάλεσε, από υπαιτιότητά του, βλάβες στην υπ’ αριθ. κυκλοφορίας ….. δίκυκλη μοτοσυκλέτα, της ιδιοκτησίας του ενάγοντος της κύριας αγωγής (……………), καθώς και τον τραυματισμό του τελευταίου, κατά το τροχαίο ατύχημα, που έγινε στο χρόνο, τόπο και με τις συνθήκες, που αναφέρονται στην αγωγή. Βάσει των προεκτεθέντων, το προσεπικαλούν – παρεμπιπτόντως ενάγον, κατόπιν παραδεκτού περιορισμού του αιτήματος της αγωγής αυτής (από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό), ζήτησε αφενός να παρέμβουν οι προσεπικληθέντες υπέρ αυτού στη δίκη, η οποία αφορά στην προαναφερθείσα κύρια αγωγή (υπό στοιχείο Α΄), και να αναγνωρισθεί ότι οι παρεμπιπτόντως εναγόμενοι οφείλουν να του καταβάλουν, εις ολόκληρον έκαστος, το αιτούμενο με την ως άνω υπό στοιχείο Α΄ κύρια αγωγή, ποσό των 29.957,96 ευρώ, άλλως οποιοδήποτε άλλο χρηματικό ποσό επιδικασθεί και υποχρεωθεί να καταβάλει στον ενάγοντα της ανωτέρω κύριας αγωγής, για κεφάλαιο, τόκους και δικαστικά έξοδα,σε περίπτωση που αυτή ευδοκιμήσει, με το νόμιμο τόκο από την καταβολή του ως άνω ποσού από αυτό (ενάγον), καθώς και να καταδικαστούν οι παρεμπιπτόντως εναγόμενοι στην καταβολή των δικαστικών εξόδων του. Η αγωγή αυτή παραδεκτώς και αρμοδίως εισήχθη προς συζήτηση ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών για ζημιές από αυτοκίνητα (άρθρο 681Α του ΚΠολΔ σε συνδυασμό με τα άρθρα 666, 667 και 670 έως 676 του ΚΠολΔ, όπως αυτά ίσχυαν πριν τροποποιηθούν από το ν. 4335/2015, ενόψει του ότι η ένδικη αγωγή κατατέθηκε στις 15-12-2015), και είναι νόμιμη, γιατί στηρίζεται στις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 299, 330 εδ. β΄, 345, 346, 481, 914, 926, 929, 930 παρ. 3, 932 του ΑΚ, 2, 4, 9, 10 του ν. ΓπΝ/1911, 19 του ν. 489/1976,69 παρ. 1 , 70και 283 του ΚΠολΔ. Σημειωτέον ότι η ανωτέρω αγωγή είναι ορισμένη, αφού περιέχονται σ’ αυτή, με σαφήνεια, τα στοιχεία, που αφορούν την εφαρμογή των προαναφερθεισών διατάξεων, χωρίς να είναι αναγκαία, η αναφορά επιπλέον στοιχείων για το ορισμένο αυτής, όπως αντίθετα αλλά αβάσιμα ισχυρίζονται οι εκκαλούντες -παρεμπιπτόντως εναγόμενοι. Ειδικότερα, εκτίθενται στην εν λόγω αγωγή οι συνθήκες του σχετικού τροχαίου ατυχήματος, τα περιστατικά που θεμελιώνουν την ευθύνη για το ατύχημα στο πρόσωπο του οδηγού του αναφερομένου ζημιογόνου οχήματος (2ου εκκαλούντος), τη ζημιά του ενάγοντος της ως άνω κύριας αγωγής και τα αντιστοίχως αιτούμενα από τον τελευταίο χρηματικά ποσά (ενόψει του ότι περιλαμβάνεται στην παρεμπίπτουσα αγωγή αυτή ολόκληρο το κείμενο της ως άνω υπό στοιχείο Α΄ κύριας αγωγής), η ιδιότητα των παρεμπιπτόντως εναγομένων ως ιδιοκτήτη και οδηγού του ζημιογόνου οχήματος, καθώς και ότι αυτό ήταν ανασφάλιστο για την ευθύνη που αφορά ζημιές προς τρίτους (βλ. ΑΠ 779/2007 ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαρ 1/2004 Δικογραφία 2004 151). Επομένως, πρέπει η ανωτέρω παρεμπίπτουσα αγωγή να ερευνηθεί στη συνέχεια ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της.
Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης της μάρτυρος, που εξετάσθηκε ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη απόφαση πρακτικά του ίδιου Δικαστηρίου, και όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, που οι διάδικοι νομίμως προσκομίζουν και επικαλούνται είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε ως δικαστικά τεκμήρια, (μεταξύ των οποίων περιλαμβάνοντα οι νομίμως προσκομισθείσες φωτογραφίες, των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητείται),καθώς και από την υπ’αριθ. …../17-11-2016 ένορκη βεβαίωση, η οποία συντάχθηκε ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς, με την επιμέλεια του ενάγοντος της ως άνω (υπό στοιχείο Α΄) κύριας αγωγής, κατόπιν νομότυπης κλήτευσης του δευτέρου εναγομένου αυτής (βλ. την υπ’αριθ. …./14-11-2016 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ……….), η οποία λήφθηκε στα πλαίσια άλλης δίκης (δηλαδή της αυτοτελούς δίκης επί της ως άνω κύριας αγωγής) και εκτιμάται για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (βλ. ΑΠ 1605/2001 ΕλλΔνη 2002 393), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Περί την 15.00 ώρα της 15ης-7-2011, η οδηγούμενη από τον……………. (ενάγοντα της ως άνω υπό στοιχείο Α΄ κύριας αγωγής), με αριθμό κυκλοφορίας ………. δίκυκλη μοτοσυκλέτα, της ιδιοκτησίας του, εκινείτο επί της λεωφόρου Φανερωμένης, στην περιοχή του Αγίου Γεωργίου της Σαλαμίνας, με κατεύθυνση από την παραλία «Ψιλή Άμμος» προς το κέντρο της ανωτέρω περιοχής (Αγίου Γεωργίου της Σαλαμίνας) και με ταχύτητα που δεν υπερέβαινε τα 50 χιλιόμετρα ανά ώρα. Μάλιστα, η ανωτέρω μοτοσυκλέτα ευρίσκετο στο τμήμα του οδοστρώματος, της λεωφόρου αυτής, η οποία είναι διπλής κατευθύνσεως (με μία λωρίδα κυκλοφορίας ανά κατεύθυνση), που προορίζεται για τα οχήματα της ως άνω κατεύθυνσης της. Κατά τον ίδιο ως άνω χρόνο, ο δεύτερος παρεμπιπτόντως εναγόμενος (……….) οδηγώντας τη με αριθμό κυκλοφορίας …….. δίκυκλη μοτοσυκλέτα, της ιδιοκτησίας του πρώτου παρεμπιπτόντως εναγομένου (………………), η οποία ήταν ανασφάλιστη για την ευθύνη που αφορά ζημιές προς τρίτους, εκινείτο επί της ίδιας ως άνω λεωφόρου Φανερωμένης, με κατεύθυνση αντίθετη αυτής της προαναφερθείσας μοτοσυκλέτας του ……………. (δηλαδή από το κέντρο της περιοχής του Αγίου Γεωργίου Σαλαμίνας προς την παραλία «Ψιλή Άμμος») και με ταχύτητα που υπερέβαινε τα 50 χιλιόμετρα ανά ώρα. Όταν, ο ……………., με την ανωτέρω μοτοσυκλέτα που οδηγούσε, προσέγγισε στο σημείο που βρίσκεται σε απόσταση περίπου 150 μέτρων από τον Ιερό Ναό του Αγίου Γεωργίου, εισήλθε στο τμήμα του οδοστρώματος της ανωτέρω λεωφόρου, που αφορά στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας της ως άνω κατεύθυνσής του, όπου, όπως προαναφέρθηκε,εκινείτο με τη μοτοσυκλέτα του ο ……………. και επέπεσε με σφοδρότητα με το εμπρόσθιο τμήμα της μοτοσυκλέτας αυτής στο εμπρόσθιο τμήμα της μοτοσυκλέτας του (……………. ). Επίσης, λόγω της σύγκρουσης αυτής, ανετράπησαν οι ανωτέρω μοτοσυκλέτες και ο ……………. έπεσε βιαίως επί του οδοστρώματος, με αποτέλεσμα να προκληθεί ο τραυματισμός του, καθώς και διάφορες βλάβες στη μοτοσυκλέτα του, όπως ακολούθως αναφέρεται. Υπαίτιος για την πρόκληση του προαναφερθέντος τροχαίου ατυχήματος και του συνακόλουθου τραυματισμού του……………. καθώς και των βλαβών στη μοτοσυκλέτα του, είναι ο ……………. (2ος εναγόμενος), γιατί δεν επέδειξε την απαιτούμενη επιμέλεια και προσοχή κατά την οδήγηση, όπως όφειλε και μπορούσε ως μέσος οδηγός να επιδείξει. Ειδικότερα, ο προαναφερθείς (2ος εναγόμενος) οδηγούσε πλημμελώς την ως άνω μοτοσυκλέτα, μη έχοντας σύνεση και διαρκώς τεταμένη την προσοχή, αφού δεν ρύθμισε την ταχύτητά της, η οποία υπερέβαινε το ανώτατο επιτρεπόμενο όριο (50 χλμ.), ανάλογα με τις περιστάσεις (σε κατοικημένη περιοχή), εισήλθε δε αντικανονικά στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας και συγκρούσθηκε με την ως άνω μοτοσυκλέτα του παθόντος. Ως εκ τούτου, ο …………… (2ος εναγόμενος), επιδεικνύοντας την ανωτέρω αμέλεια, η οποία συνίσταται στις προαναφερθείσες ενέργειες και παραλείψεις του, και παραβιάζοντας τις διατάξεις των άρθρων 12 παρ. 1, 16 παρ. 4, 19 παρ. 1 και 20 παρ. 1 του ν. 2696/1999 «Κ.Ο.Κ.», προκάλεσε το εν λόγω ατύχημα. Τα προαναφερθέντα προκύπτουν ιδίως από την ανωτέρω ένορκη βεβαίωση του Κωνσταντίνου Καλογήρου ο οποίος έχει ίδια αντίληψη περί των συνθηκών του εν λόγω ατυχήματος. Ειδικότερα, ο προαναφερθείς (………..), κατά τον ως άνω χρόνο του ατυχήματος, οδηγώντας την υπ’ αριθ. κυκλοφορίας …….. δίκυκλη μοτοσυκλέτα του, εκινείτο επί της ίδιας ως άνω οδού (λεωφόρου Φανερωμένης), ομόρροπα με τον……………., αλλά προπορευόμενος ολίγα αυτού μέτρα, και όταν αντιλήφθηκε τη μοτοσυκλέτα που οδηγούσε ο ……………. να διέρχεται πλησίον αυτού και να έχει κατεύθυνση προς το ρεύμα κυκλοφορίας της πορείας τους, παρατήρησε τη σχετική κίνηση της, δηλαδή την ως άνω σύγκρουσή της με την ανωτέρω μοτοσυκλέτα του ……………., μάλιστα, αυτός (…………..), άμεσα διέκοψε την πορεία του και μετέβη στο σημείο της σύγκρουσης αυτής και έσυρε την ανατραπείσα μοτοσυκλέτα, που οδηγούσε ο δεύτερος παρεμπιπτόντως εναγόμενος, στην άκρη του οδοστρώματος. Επίσης, η ως άνω ταχύτητα της μοτοσυκλέτας του ……………. (υπερβαίνουσα τα 50 χλμ. ανά ώρα) συνάγεται και από το ότι, μετά την ως άνω πρόσκρουσή της επί της μοτοσυκλέτας του παθόντος, αυτός (…………….) απώλεσε τον έλεγχό της, αφού αυτή ανατράπηκε και σύρθηκε επί του οδοστρώματος της ανωτέρω οδού, ενώ, σε περίπτωση που η ταχύτητα της μοτοσυκλέτας ήταν περιορισμένη, ο ……………. θα μπορούσε ευχερώς να διατηρήσει τον έλεγχο της πορείας αυτής, όμως, η προαναφερθείσα σημαντική ταχύτητά της δυσχέρανε τέτοια ενέργεια. Ακόμη, η ως άνω κρίση περί της πλημμελούς οδηγήσεως της μοτοσυκλέτας από το δεύτερο παρεμπιπτόντως εναγόμενο ενισχύεται και από την εν γένει έλλειψη εμπειρίας του στην οδήγηση, η οποία συνάγεται από το γεγονός ότι αυτός δεν διέθετε την κατά το νόμο άδεια ικανότητος οδήγησης, σε συνδυασμό με το νεαρό της ηλικίας του (17 ετών), κατά το χρόνο του εν λόγω ατυχήματος. Εξάλλου, δεν προέκυψε από κάποιο στοιχείο ότι, κατά τον ως άνω χρόνο του εν λόγω ατυχήματος, η μοτοσυκλέτα του ……………. κινούμενη, με ταχύτητα που υπερέβαινε τα 50 χλμ. ανά ώρα, ήταν αυτή που εισήλθε στο ρεύμα κυκλοφορίας της ως άνω κατεύθυνσης της μοτοσυκλέτας του δεύτερου παρεμπιπτόντως εναγομένου και συγκρούσθηκε με αυτήν, που οδηγούσε ο τελευταίος, όπως αβάσιμα ισχυρίζονται οι εκκαλούντες. Επιπροσθέτως, προέκυψε ότι η ως άνω πορεία της προαναφερθείσας ζημιογόνου μοτοσυκλέτας (που οδηγούσε ο ……………. ), η οποία αφορά στην είσοδό της στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας, ήταν απότομη και όχι προοδευτική, δηλαδή αυτή κινήθηκε εντελώς αιφνιδίως προς το σημείο που ευρίσκετο ο παθών, έτσι, ο τελευταίος δεν μπορούσε να αντιληφθεί εγκαίρως τη μοτοσυκλέτα και να διενεργήσει κάποιο αποφευκτικό ελιγμό ή τροχοπέδηση. Επομένως, ενόψει του ότι δεν προέκυψε κάποια υπαιτιότητα του ……………. ως προς την πρόκληση του εν λόγω ατυχήματος, το οποίο, όπως προαναφέρθηκε, οφείλεται σε αποκλειστική υπαιτιότητα του ……………. (2ου εναγόμενου), είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο ισχυρισμός των εκκαλούντων περί αποκλειστικής υπαιτιότητας αυτού (παθόντος), άλλως περί συνυπαιτιότητάς του (παθόντος) στην πρόκληση του ατυχήματος (που αποτελεί και τον 1ο λόγο της εφέσεως).
Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι, από το εν λόγω ατύχημα, ο ……………. τραυματίσθηκε και διακομίσθηκε στο Κέντρο Υγείας Σαλαμίνας, όπου μετά από κλινικό έλεγχο προέκυψε ότι είχε υποστεί εκδορές (ΔΕ) άνω άκρου και δεξιού κάτω άκρου και περιτραυματική αμνησία,και του τοποθετήθηκε «RINGERS» (βλ. την υπ’αριθ.πρωτ. …./20-7-2011 βεβαίωση εξέτασης του Κέντρου Υγείας Σαλαμίνας). Κατόπιν, την ίδια ημέρα (15-7-2011) περί ώρα 16.40,ο ……………. . μεταφέρθηκε με ασθενοφόρο (ΕΚΑΒ), αρχικώς, στο Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο Αθηνών «Γ. Γεννηματάς» και στη συνέχεια στο θεραπευτήριο «METROPOLITAN HOSPITAL» όπου, αφού υποβλήθηκε σε εξέταση ακτινολογική και υπερήχων διαγνώστηκε ότι παρουσίαζε κακώσεις άκρας δεξιάς χειρός, δεξιού λαγώνιου, δεξιάς κνήμης και πολλαπλές εκδορές, καθώς και στη δεξιά άκρα χείρα αποσπαστικό κάταγμα κεφαλής του δεύτερου μετακαρπίου (ΜΤΚ), για το οποίο ετέθη νάρθηκας τύπου «COBRA» και φάκελος ανάρτησης (βλ. τη με αριθμό ….. πρόσκληση και πιστοποίηση επίσκεψης ιατρού ειδικότητας του Θεραπευτηρίου «METROPOLITAN HOSPITAL»). Επίσης, στις 21-7-2011, ο ……………. υποβλήθηκε σε αξονική τομογραφία σκαφοειδούς κατά την οποία διαγνώσθηκε κάταγμα της κεφαλής του δεύτερου μετακαρπίου (δείκτη), το οποίο αφορά την αρθρική επιφάνεια (βλ. το με αριθμό πρωτ. ……../21-07-2011 πόρισμα αξονικής τομογραφίας του θεραπευτηρίου «METROPOLITAN HOSPITAL»).Ακόμη, στις 27-7-2011, ο ……………. υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση για την αποκατάσταση του ως άνω κατάγματος σκαφοειδούς και συγκεκριμένα σε ανοικτή ανάταξη εσωτερικής οστεοσύνθεσης με την τοποθέτηση βίδας «HERBERT» και μοσχεύματα και νοσηλεύθηκε προς τούτο στο θεραπευτήριο «METROPOLITAN HOSPITAL», από 26-7-2011 έως 28-7-2011, επιπλέον, συνεστήθη σ’ αυτόν από τους θεράποντες ιατρούς του η τοποθέτηση νάρθηκα σκαφοειδούς για 30 ημέρες και αποχή από την εργασία του για δύο μήνες (βλ. το από 27-11-2011 ιατρικό σημείωμα του Ορθοπαιδικού Χειρουργού ……….., και το εξιτήριο του προαναφερθέντος θεραπευτηρίου). Στις 17-8-2011, ο ……………. υποβλήθηκε σε ακτινολογική εξέταση προκειμένου να διαπιστωθεί η μετεγχειρητική κατάστασή του και συνεστήθη σ’ αυτόν η χρήση νάρθηκα σκαφοειδούς για 20 ημέρες (βλ. τα προσκομιζόμενα ιατρικά σημειώματα). Τέλος, στην υπ’αριθ. ………./13-11-2012 Απόφαση Ειδικού Στρατολογικού Συμβουλίου, του Γενικού Επιτελείου Αεροπορίας (Μονάδα 124 ΠΒΕ), αναφέρεται ότι, μετά από εξέταση του ……………. και αφού λήφθηκε υπόψη η γνωμοδότηση του υγειονομικού μέλους του Συμβουλίου, αυτός κρίθηκε ικανότητας «Ι3ΜΟ», διότι διαπιστώθηκε ότι πάσχει από πορωθέν κάταγμα σκαφοειδούς (ΔΕ) ΠΧΚ και φέρει υλικό οστεοσύνθεσης και μέτρια παχυσαρκία. Σημειωτέον ότι το ως άνω κάταγμα, το οποίο υπέστη ο ……………. . στο δεξιό χέρι του, δεν θα μπορούσε να αποφευχθεί ακόμα και αν, κατά το εν λόγω ατύχημα, αυτός έφερε προστατευτικό κράνος, κατά συνέπεια είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο ισχυρισμός των εκκαλούντων περί συνυπαιτιότητάς του στην έκταση της ζημίας του (που αποτελεί και τον υπό στοιχείο 4α λόγο της εφέσεως). Επίσης, από τα προαναφερθέντα στοιχεία προκύπτει ότι η ως άνω κατάσταση της υγείας του ……………. ., συνδέεται με τον τραυματισμό του κατά το εν λόγω ατύχημα, όπως και το ως άνω κάταγμα, έτσι, δεν απαιτείται προς τούτο η διενέργεια ιατρικής πραγματογνωμοσύνης, όπως αντίθετα αλλά αβάσιμα ισχυρίζονται οι εκκαλούντες (με τον 4ο λόγο της εφέσεως).
Επίσης, αποδείχθηκε ότι ο ……………. ., κατά το χρονικό διάστημα από 16-7-2011 έως και 26-7-2011, οπότε και εισήλθε στο προαναφερθέν θεραπευτήριο για να υποβληθεί στην ως άνω χειρουργική επέμβαση, και κατά το χρονικό διάστημα από τότε που εξήλθε του θεραπευτηρίου, στις 28-7-2011 έως και 15-9-2011, δηλαδή για συνολικό χρονικό διάστημα 60ημερών, λόγω της ως άνω κατάστασης της υγείας του, και ειδικότερα του ότι αυτός έφερε νάρθηκα στο δεξί χέρι του και το είχε τοποθετημένο σε φάκελο ανάρτησης, και της συνδεόμενης με τη ανωτέρω θεραπεία του σημαντικώς μειωμένης κινητικής και λειτουργικής αυτοδυναμίας του, είχε την ανάγκη υπηρεσιών τρίτου προσώπου για την εξυπηρέτηση των προσωπικών αναγκών του, τις οποίες παρείχε σ’ αυτόν η μητέρα του ………., με την οποία συγκατοικεί, με υπερένταση των δυνάμεων της. Έτσι, σε περίπτωση που ο ενάγων προσλάμβανε τρίτο πρόσωπο για την παροχή των ως άνω υπηρεσιών υπολογίζεται ότι θα δαπανούσε ημερησίως το ποσό των 25 ευρώ, δηλαδή θα δαπανούσε για ολόκληρο το ως άνω χρονικό διάστημα (60 ημερών) το ποσό των 1.500 ευρώ (25 ευρώ Χ 60 ημέρες= 1.500) και όχι των 3.600 ευρώ, όπως καθ’ υπερβολήν αναφέρεται στην αγωγή, ενόψει του ότι για την παροχή των σχετικών υπηρεσιών, οι οποίες δεν ήταν εξειδικευμένες, επαρκούσε η απασχόληση τρίτου επί μερικές ώρες ημερησίως, όμως, το ποσό των 300 ευρώ, μηνιαίως, κρίνεται ότι δεν επαρκεί για την κάλυψη της ανωτέρω δαπάνης, όπως αντίθετα αλλά αβάσιμα ισχυρίζονται οι εκκαλούντες (με τον 2ο λόγο της εφέσεως). Ωστόσο, δεν αποδείχθηκε ότι ο ……………. ., λόγω του ως άνω τραυματισμού του, λάμβανε τροφή βελτιωμένη της συνήθους, αφού δεν προέκυψε από κάποια ιατρική βεβαίωση η αναγκαιότητα αυτής για το επικαλούμενο χρονικό διάστημα, εξάλλου, είναι κοινώς γνωστό ότι η σύγχρονη συνήθης διατροφή του μέσου κοινωνικώς ανθρώπου περιέχει τις αναγκαίες θρεπτικές ουσίες. Έτσι, το κονδύλιο της αγωγής περί της δαπάνης για βελτιωμένη τροφή (ποσού 354 ευρώ) είναι απορριπτέο κατά το σχετικό βάσιμο ισχυρισμό των εκκαλούντων (που αποτελεί τον 3ο λόγο της εφέσεως).
Ακόμη, από το προαναφερθέν ατύχημα η ανωτέρω δίκυκλη μοτοσυκλέτα του ……………. . υπέστη διάφορες βλάβες, για την αποκατάσταση των οποίων, ο τελευταίος δαπάνησε το συνολικό ποσό των 415,51 ευρώ για ανταλλακτικά, (δύο γρανάζια, φανάρι εμπρός, φανάρι οπίσθιο, φλας εμπρός, δύο σωληνάκια βενζίνης, ρόδα εμπρός κομπλέ, πετάλι φρένου, τιμόνι με βάση, σταντ διπλό, μασπιεδέρα σπαστή κομπλέ, κιθάρα πο. ταμπ., ρεζερβουαρ, ντίζα οπ. φρένου ζεύγος σιαγώνες οπισθ., σετ λάστιχα οπ. ταμπ., σετ καπάκια κεφαλής, βάση εξάτμισης, σετ, δίσκων συμπλέκτη, σετ ελατηρίων συμπλέκτη, τέσσερεις φλάντζες διάφορες, μπουζί, ζευγάρι τακάκια εμπρός, πλαίσιο αλουμινίου, ρεγουλατόρο αλυσίδας, αξονάκι κιθάρα πίσω φρένου, τακάκι εμπρόσθιου φρένου, λάστιχο εξωτερικό πίσω, λάστιχο εξωτερικό εμπρός, δύο αεροθάλαμοι τροχού, στρόφαλο μοτέρ,πλέον Φ.Π.Α. προς 23%, χωρίς να περιλαμβάνονται τα κονδύλια ποσού 60 ευρώ, 57 ευρώ, και 7,40 ευρώ, τα οποία αφορούν σε πλαστικό κουστούμι, κράνος και ένα λίτρο λάδι, αντίστοιχα, τα οποία είναι απορριπτέα, εφόσον αυτά δεν αποτελούν ανταλλακτικά και δεν υπάρχει αγωγικό αίτημα αποζημίωσης για καταστροφή προσωπικών ειδών) και για εργατική αμοιβή τοποθέτησης των ανωτέρω ανταλλακτικών (βλ. τα με αριθμούς … και …/28-9-2011 τιμολόγια του ……….,το με αριθμό …/26-9-2011 τιμολόγιο του ………. και τη με αριθμό …./10-9-2011 απόδειξη της εταιρίας «……….», καθώς και τη με αριθμό …./26-9-2011 απόδειξη παροχής υπηρεσιών του ………..). Επίσης, η ανωτέρω δίκυκλη μοτοσυκλέτα του ……………. είναι τύπου «DAYTONA DY 50a», κυλινδρισμού 50 κ. εκ., και είχε κυκλοφορήσει για πρώτη φορά στις 23-6-2010, έτσι, η εμπορική αξία αυτής προσδιορίζεται στο ποσό των 1.000 ευρώ. Ακόμη, όπως προαναφέρθηκε, από το εν λόγω ατύχημα προκλήθηκαν στην ανωτέρω μοτοσυκλέτα οι προαναφερθείσες βλάβες, οι οποίες, παρά τη διενέργεια της ως άνω επισκευής, εξακολουθούν να προσδίδουν μειονεκτήματα σ’ αυτήν. Έτσι, ενόψει της εν γένει δυσπιστίας των υποψήφιων αγοραστών προς οχήματα τα οποία έχουν εμπλακεί σε τροχαίο ατύχημα,η εμπορική αξία της μοτοσυκλέτας αυτής,λόγω των ανωτέρω βλαβών μειώθηκε κατά ποσοστό που προσδιορίζεται σε 10%, δηλαδή ο ……………. ζημιώθηκε από την εν λόγω αιτία κατά το ποσό των 100 ευρώ (1.000Χ10%=100). Επομένως, η θετική ζημία που υπέστη ο ……………., λόγω των ως άνω βλαβών της δίκυκλη μοτοσυκλέτας του, ανέρχεται στο ποσό των 515,51 ευρώ (415,51 + 100 =515,51 ευρώ). Σημειωτέον ότι το ανωτέρω ποσό (515,51 ευρώ) επιδικάσθηκε με την εκκαλούμενη απόφαση, χωρίς να προσβληθεί αυτή κατά το αντίστοιχο μέρος της.
Περαιτέρω, ενόψει της ως άνω αδικοπραξίας, των συνθηκών που έγινε το ένδικο ατύχημα, του βαθμού του πταίσματος του δευτέρου παρεμπιπτόντως εναγόμενου, της κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης των διαδίκων φυσικών προσώπων, και του είδους των σωματικών βλαβών του παθόντος (…………….), οι οποίες είχαν δυσμενή επιρροή στην επαγγελματική δραστηριότητα του παθόντος ως τεχνίτη (ηλεκτρολόγου), καθώς και των εν γένει περιστάσεων, όπως τα στοιχεία αυτά προαναφέρθηκαν και εκτιμώνται βάσει των κανόνων της κοινής πείρας και λογικής, οπαθών υπέστη ηθική βλάβη, για την οποία ο τελευταίος δικαιούται ως χρηματική ικανοποίηση το ποσό των 5.000 ευρώ, το οποίο, μετά τη στάθμιση των προαναφερθέντων στοιχείωνκαι σύμφωνα με τις προεκτεθείσες σκέψεις (υπό στοιχείο VΙ), κρίνεται εύλογο (άρθρο 932 ΑΚ), απορριπτομένου ως αβάσιμου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού των εκκαλούντων, δηλαδή περί επιδικάσεως μικρότερου του ως άνω ποσού χρηματικής ικανοποίησης, (που αποτελεί τον 4ολόγο της εφέσεως).
Κατ’ ακολουθίαν των προεκτεθέντων, πρέπει η προαναφερθείσα παρεμπίπτουσα αγωγή να γίνει μερικώς δεκτή ως και ουσιαστικώς βάσιμη, και να αναγνωρισθεί ότι οι εκκαλούντες -εναγόμενοι οφείλουν να καταβάλουν, εις ολόκληρον έκαστος, στο εφεσίβλητο – ενάγον, στην περίπτωση μόνον καταβολής από αυτό, το συνολικό ποσό των 7.015,51 ευρώ (1.500 + 515,51 + 5.000 = 7.015,51), το οποίο αποτελεί μέρος αυτού που επιδικάσθηκε στον ενάγοντα της ως άνω υπό στοιχείο Α΄ κύριας αγωγής (…………….) με την εκκαλούμενη απόφαση, επιπλέον δε τους σχετικούς νόμιμους τόκους και τη δικαστική δαπάνη, με το νόμιμο τόκο από την καταβολή του. Εξάλλου, όσον αφορά τον ισχυρισμό περί περιορισμού της σχετικής ευθύνης του πρώτου παρεμπιπτόντως εναγομένου μέχρι την αξία της ως άνω μοτοσυκλέτας του (που αποτελεί τον 5ο λόγο της εφέσεως),κατ’ άρθρον 4 του ν. ΓπΝ/1911, αυτός είναι απορριπτέος γιατί, όπως προεκτέθηκε (υπό στοιχείο VI), η ένσταση αυτή είναι προσωποπαγής και προβάλλεται μόνον κατά του ζημιωθέντος τρίτου και όχι κατά του εξ αναγωγής συνοφειλέτη, όπως στην προκείμενη περίπτωση το Επικουρικό Κεφάλαιο. Επιπροσθέτως, το ότι το τελευταίο (Ε.Κ.), όπως επικαλείται, ήδη, κατέβαλε στον παθόντα (………………) το ποσό (9.469 ευρώ), που επιδικάσθηκε με την εκκαλούμενη απόφαση ως προς την ανωτέρω κύρια αγωγή, το οποίο είναι διαφορετικό του προαναφερθέντος δεν έχει κάποια επιρροή στην υπόθεση αυτή, ενόψει του ότι, όπως προεκτέθηκε (υπό στοιχείο VI), είναι δυνατό να υπάρχει διαφορά μεταξύ του ποσού που οφείλει το Ε.Κ. να καταβάλει στον παθόντα τρίτο και αυτού που τελικά θα καταβάλει ο υπόχρεος στο Ε.Κ. . Ακόμη, η δικαστική δαπάνη,και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, πρέπει να κατανεμηθεί μεταξύ των ανωτέρω διαδίκων, αναλόγως της μερικής νίκης και ήττας τους (άρθρο 178 παρ. 1 του ΚΠολΔ), και να επιβληθεί μέρος των δικαστικών εξόδων του παρεμπιπτόντως ενάγοντος, κατόπιν σχετικού αιτήματός του (άρθρο 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), εις βάρος των παρεμπιπτόντως εναγομένων (άρθρα 176, 183 του ΚΠολΔ), κατά τα εκτιθέμενα στο διατακτικό της παρούσας.Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου που κατατέθηκε για την άσκηση της εφέσεως στους εκκαλούντες (άρθρο 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
Απορρίπτει όσα στο σκεπτικό κρίθηκαν ως απορριπτέα και την έφεση ως προς τον πρώτο των εφεσίβλητων (………………….).
Συμψηφίζει τα σχετικά δικαστικά έξοδα (μεταξύ των εκκαλούντων και του πρώτου των εφεσίβλητων).
Δέχεται τυπικώς και κατ’ ουσίαν την έφεση ως προς το δεύτερο των εφεσίβλητων.
Εξαφανίζει την εκκαλούμενη υπ’αριθ.5403/2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, αποκλειστικώς, όσον αφορά στην από 4-1-2016 (υπ’ αριθ. ……………./14-1-2016 έκθεσης κατάθεσης) παρεμπίπτουσα αγωγή.
Κρατεί και δικάζει επί της ουσίας την υπόθεση, κατά το ως άνω μέρος της ως προς το οποίο εξαφανίσθηκε η εκκαλούμενη απόφαση.
Δέχεται κατά ένα μέρος την ανωτέρω παρεμπίπτουσα αγωγή.
Αναγνωρίζει ότι οι εναγόμενοι – εκκαλούντες (. …………… και ………..) οφείλουν να καταβάλουν, εις ολόκληρον έκαστος, στο εφεσίβλητο – ενάγον (Επικουρικό Κεφάλαιο), στην περίπτωση μόνον καταβολής από αυτό, το ποσό των επτά χιλιάδων δεκαπέντε και πενήντα ενός λεπτών (7.015,51) ευρώ, επιπλέον δε τους σχετικούς νόμιμους τόκους και τη δικαστική δαπάνη, με το νόμιμο τόκο από την καταβολή του.
Καταδικάζει τους εκκαλούντες – εναγόμενους στην καταβολή μέρους των δικαστικών εξόδων του δεύτερου εφεσίβλητου – ενάγοντος, το οποίο ορίζει στο ποσό των τετρακοσίων (400) ευρώ.
Διατάσσει την επιστροφή στους εκκαλούντες του παραβόλου (υπ’ αριθ.κωδ. ………, ποσού 100 ευρώ), που κατατέθηκε για την άσκηση της εφέσεως.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά στις 24-3-2021 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ