Γ΄ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Περίληψη
Σε περίπτωση τροχαίου ατυχήματος, η ευθύνη προς αποζημίωση προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, επέλευση ζημίας και ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του οδηγού και της ζημίας. Μορφή υπαιτιότητας είναι και η αμέλεια, η οποία υπάρχει, όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια, που απαιτείται στις συναλλαγές, δηλαδή αυτή, που, αν είχε καταβληθεί, με μέτρο τη συμπεριφορά του μέσου συνετού και επιμελούς οδηγού αυτοκινήτου, θα καθιστούσε δυνατή την αποτροπή της σύγκρουσης. Η ύπαρξη της υπαιτιότητας δεν αποκλείεται κατ` αρχήν από το γεγονός, ότι στο αποτέλεσμα του ατυχήματος συνετέλεσε και συντρέχον πταίσμα του ζημιωθέντος, εφόσον δεν διακόπτεται ο αιτιώδης σύνδεσμος, αλλά η ύπαρξη αυτού, προβαλλόμενη από τον υπαίτιο κατ` ένσταση, συνεπάγεται τη μη επιδίκαση από το δικαστήριο αποζημίωσης ή τη μείωση του ποσού της (άρθρο 300 ΑΚ).
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 332 /2023
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τη Δικαστή Ελένη Σκριβάνου, Εφέτη, η οποία ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Κ.Σ.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις …………………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Α΄ ΕΦΕΣΗ
Της ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρίας µε την επωνυµία «…………………», που εδρεύει στο …. Αττικής (………………), όπως νόµιµα εκπροσωπείται, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Μαρινέττα Γούναρη (µε δήλωση, κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ).
Της ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: ………………. η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Παναγιώτη Διαλινάκη (µε δήλωση, κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ).
Β΄ ΕΦΕΣΗ
Των ΕΚΚΑΛΟΥΣΩΝ: 1) …………. και 2) της ανώνυµης ασφαλιστικής εταιρίας µε την επωνυµία «………………», που εδρεύει στο ….. Αττικής (…………..), όπως νόμιμα εκπροσωπείται, οι οποίες (αμφότερες) εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Μαρινέττα Γούναρη (µε δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ).
Του ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: Νοµικού Προσώπου Δηµοσίου Δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.) µε την επωνυµία «ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟΣ ΕΘΝΙΚΟΣ ΦΟΡΕΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ e-ΕΦΚΑ», όπως µετονοµάστηκε το Νοµικό Πρόσωπο Δηµοσίου Δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.) µε την επωνυµία «ΕΝΙΑΙΟΣ ΦΟΡΕΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ», που εδρεύει στην Αθήνα (οδός ………….) όπως εκπροσωπείται νόµιµα από τον Διοικητή του, ως οιονεί καθολικός διάδοχος του Ν.Π.Δ.Δ. µε την επωνυµία «ΙΔΡΥΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ – ΕΝΙΑΙΟ ΤΑΜΕΙΟ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ ΜΙΣΘΩΤΩΝ ΙΚΑ-ΕΤΑΜ», που εδρεύει στην Αθήνα (οδός ……………), όπως εκπροσωπείται νόµιµα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Νίκη Βασιλοπούλου.
ΑΝΤΕΦΕΣΗ
Της ΑΝΤΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: …………………. η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Παναγιώτη Διαλινάκη (µε δήλωση, κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ).
Της ΑΝΤΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρίας µε την επωνυµία «………………..», που εδρεύει στο ……………… Αττικής (……………..), όπως νόµιµα εκπροσωπείται, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Μαρινέττα Γούναρη (µε δήλωση, κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ).
Η ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗ ΣΤΗΝ Α΄ ΕΦΕΣΗ – ΑΝΤΕΚΑΛΟΥΣΑ άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς κατά των: 1) ………………, 2) …………. και 3) ανώνυµης ασφαλιστικής εταιρίας µε την επωνυµία «………….» (εκκαλούσας στην Α΄ έφεση – αντεφεσίβλητης), την από 1-7-2020, με Γενικό Αριθμό Κατάθεσης και Ειδικό Αριθμό Κατάθεσης, αντίστοιχα (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.) …………./7-7-2020 αγωγή.
Επίσης, το εφεσίβλητο στη Β΄ έφεση Ν.Π.Δ.Δ., άσκησε ενώπιον του ίδιου ως άνω Δικαστηρίου κατά των: 1) ………. (ενάγουσας στην ανωτέρω αγωγή), 2) ………. (πρώτης εναγόμενης στην ως άνω αγωγή – ήδη πρώτης εκκαλούσας στη Β΄ έφεση), 3) ……… και 4) ανώνυµης ασφαλιστικής εταιρίας µε την επωνυµία «…………» (τρίτης εναγόμενης στην ως άνω αγωγή – ήδη δεύτερης εκκαλούσας στη Β΄ έφεση), την από 24-11-2020, με Γενικό Αριθμό Κατάθεσης και Ειδικό Αριθμό Κατάθεσης, αντίστοιχα (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.) ……………./26-11-2020 κύρια παρέμβαση – αγωγή.
Το παραπάνω Δικαστήριο με την υπ΄αρ. 1005/31-3-2022 οριστική απόφασή του, δικάζοντας κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών και ειδικότερα των διαφορών για ζημίες από αυτοκίνητα (άρθρα 614 περ.6 επ. ΚΠολΔ), αφού θεώρησε την αγωγή ως μη ασκηθείσα ως προς τους πρώτη και δεύτερο των ως άνω αρχικών εναγόμενων ……. και ……….., λόγω παραίτησης εκ μέρους της ενάγουσας, από του δικογράφου της αγωγής όσον αφορά σε αυτούς, έκανε εν μέρει δεκτή την ως άνω από 1-7-2020 αγωγή ως προς την ανωτέρω αρχικά τρίτη και πλέον μοναδική εναγόμενη ασφαλιστική εταιρία με την επωνυμία «. …………». Επίσης, έκανε εν μέρει δεκτή την ως άνω από 24-11-2020 κύρια παρέμβαση, την οποία εκτίμησε ως αυτοτελή αγωγή, ως προς τους δεύτερη και τέταρτη των εναγόμενων αυτής, ήτοι την ……… και την ανωτέρω ασφαλιστική εταιρία (θεωρούμενης ως μη ασκηθείσας ως προς τον αρχικό τρίτο εναγόμενο …………., λόγω παραίτησης από του δικογράφου της ως προς αυτόν και απορριπτομένης ως μη νόμιμης ως προς την πρώτη εναγόμενη …………….).
Την απόφαση αυτή προσβάλλει η εναγόμενη ασφαλιστική εταιρία στην ως άνω από 1-7-2020 αγωγή, με την κρινόμενη από 18-5-2022 (υπό στοιχείο Α΄) έφεσή της, απευθυνόμενη στο παρόν Δικαστήριο, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. ………/26-5-2022, αντίγραφο της οποίας κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. ………/30-6-2022.
Επίσης την ίδια απόφαση προσβάλλουν οι καθ΄ών η κύρια παρέμβαση – αγωγή (εναγόμενοι), με την κρινόμενη από 18-5-2022 (υπό στοιχείο Β΄) έφεσή τους, απευθυνόμενη στο παρόν Δικαστήριο, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. ………/26-5-2022, αντίγραφο της οποίας κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. …………./30-6-2022.
Τέλος, επί της ως άνω υπό στοιχείο Α΄ έφεσης, η εφεσίβλητη αυτής άσκησε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου με αυτοτελές δικόγραφο, την από 21-7-2022 αντέφεση, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του ίδιου Δικαστηρίου με αριθμό κατάθεσης (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.) …………./27-7-2022.
Οι ως άνω Α΄ και Β΄ εφέσεις, καθώς και η αντέφεση, προσδιορίστηκαν για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκαν στο πινάκιο με αρ…………
ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ της υπόθεσης και κατά την εκφώνηση των εφέσεων αυτών και της αντέφεσης από το πινάκιο, η πληρεξούσια δικηγόρος του εφεσίβλητου στη Β΄ έφεση παραστάθηκε ως ανωτέρω και ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις προτάσεις της, ενώ οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των λοιπών διαδίκων, ύστερα από δήλωσή τους που έγινε σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 παρ.2 ΚΠολΔ, ως επίσης ανωτέρω αναφέρθηκε, δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αλλά προκατέθεσαν προτάσεις.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Φέρονται προς εκδίκαση, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου: Α) η από 18-5-2022 και με Ε.Α.Κ. …/2022 έφεση, Β) η από 18-5-2022 και με Ε.Α.Κ. …/2022 έφεση και Γ) η από 21-7-2022, με Ε.Α.Κ. …../2022 αντέφεση, οι οποίες πρέπει να συνεκδικαστούν, λόγω της πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας, καθώς αφορούν στην ίδια απόφαση (άρθρα 31, 246 ΚΠολΔ).
Οι ανωτέρω υπό κρίση εφέσεις κατά της υπ΄αρ. 1005/31-3-2022 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών και ειδικότερα των διαφορών για ζημίες από αυτοκίνητα (άρθρα 614 περ.6 επ. ΚΠολΔ), έχουν ασκηθεί νομότυπα (άρθρα 495 επ., 511, 513, 516 παρ.1, 591 παρ.1 ΚΠολΔ) και εντός της οριζόμενης από το άρθρο 518 παρ.1 ΚΠολΔ προθεσμίας των 30 ημερών, δεδομένου ότι η εκκαλουμένη επιδόθηκε στη μεν εκκαλούσα της πρώτης έφεσης στις 9-5-2022 (βλ. υπ΄αρ. ……… Δ/9-5-2022 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιώς ………….), στις δε εκκαλούσες της δεύτερης έφεσης στις 17-5-2022 (βλ. υπ΄αρ. …./Α΄ και …./Α΄/ 17-5-2022 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών …………., αντίστοιχα) και οι ένδικες εφέσεις κατατέθηκαν ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 26-5-2022, όπως προκύπτει από τις σχετικές εκθέσεις κατάθεσης, που αναφέρθηκαν ανωτέρω. Έχουν κατατεθεί δε τόσο από την εκκαλούσα της Α΄ έφεσης, όσο και από τις εκκαλούσες της Β΄ έφεσης, τα οριζόμενα από το άρθρο 495 παρ.3 εδ.α ΚΠολΔ παράβολα του Δημοσίου, όπως προκύπτει από τη σχετική σημείωση της Γραμματέα του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κάτωθεν των προαναφερθεισών εκθέσεων κατάθεσης των δικογράφων των ως άνω εφέσεων, αντίστοιχα.
Επίσης παραδεκτά έχει ασκηθεί και η ένδικη αντέφεση (άρθρα 523, 591 παρ.1ζ ΚΠολΔ), καθώς κατατέθηκε με αυτοτελές δικόγραφο ενώπιον της Γραμματείας του Δικαστηρίου τούτου, προς το οποίο απευθύνεται, όπως προκύπτει από την αναφερθείσα στην αρχή της παρούσας έκθεση κατάθεσης και επιδόθηκε στην αντεφεσίβλητη τουλάχιστον προ 8 ημερών πριν από τη συζήτηση της έφεσης (βλ. υπ΄αρ. …………/28-7-2022 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιώς ………..).
Πρέπει, επομένως, οι ένδικες εφέσεις και η αντέφεση, που αφορά στα προσβαλλόμενα με την ως άνω έφεση κεφάλαια της εκκαλουμένης απόφασης, να γίνουν τυπικά δεκτές και να εξεταστούν περαιτέρω, από το Δικαστήριο τούτο, που είναι καθ΄ύλη και κατά τόπο αρμόδιο στην ουσία τους κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους (άρθρα 19, 533 παρ.1,2 ΚΠολΔ) και μέσα στα πλαίσια που καθορίζονται από αυτούς (άρθρο 522 ΚΠολΔ).
Από τις διατάξεις των άρθρων 10 του ΓΠΝ/1911, 297, 298, 300, 330 και 914 ΑΚ προκύπτει ότι, σε περίπτωση τροχαίου ατυχήματος, η ευθύνη προς αποζημίωση προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, επέλευση ζημίας και ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του οδηγού και της ζημίας. Μορφή υπαιτιότητας είναι και η αμέλεια, η οποία υπάρχει, όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια, που απαιτείται στις συναλλαγές, δηλαδή αυτή, που, αν είχε καταβληθεί, με μέτρο τη συμπεριφορά του μέσου συνετού και επιμελούς οδηγού αυτοκινήτου, θα καθιστούσε δυνατή την αποτροπή της σύγκρουσης. Η ύπαρξη της υπαιτιότητας δεν αποκλείεται κατ` αρχήν από το γεγονός, ότι στο αποτέλεσμα του ατυχήματος συνετέλεσε και συντρέχον πταίσμα του ζημιωθέντος, εφόσον δεν διακόπτεται ο αιτιώδης σύνδεσμος, αλλά η ύπαρξη αυτού, προβαλλόμενη από τον υπαίτιο κατ` ένσταση, συνεπάγεται τη μη επιδίκαση από το δικαστήριο αποζημίωσης ή τη μείωση του ποσού της (άρθρο 300 ΑΚ). Αν η ζημία οφείλεται σε αποκλειστική υπαιτιότητα του παθόντος, δεν οφείλεται αποζημίωση, ενώ, αν διαπιστωθεί οικείο πταίσμα αυτού, το δικαστήριο μπορεί, σύμφωνα με το άρθρο 300 ΑΚ, να μην επιδικάσει αποζημίωση ή να μειώσει το ποσό της. Η παράνομη συμπεριφορά, ως όρος της αδικοπραξίας, μπορεί να συνίσταται όχι μόνο σε θετική πράξη, αλλά και σε παράλειψη, εφόσον στην τελευταία αυτή περίπτωση εκείνος που υπέπεσε στην παράλειψη ήταν υποχρεωμένος σε πράξη από το νόμο ή τη δικαιοπραξία ή από την καλή πίστη, κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη. Αιτιώδης συνάφεια υπάρχει, όταν η πράξη ή η παράλειψη του ευθυνόμενου προσώπου ήταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή και μπορούσε αντικειμενικά να επιφέρει, κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων, το επιζήμιο αποτέλεσμα. Μόνη δε η παράβαση διατάξεων του Κ.Ο.Κ. δεν θεμελιώνει αυτή καθ` εαυτή υπαιτιότητα στην επέλευση αυτοκινητικού ατυχήματος, αποτελεί όμως στοιχείο, η στάθμιση του οποίου από το δικαστήριο της ουσίας θα κριθεί σε σχέση με την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συγκεκριμένης πράξης και του αποτελέσματος που επήλθε, ενώ μόνη η τήρηση των ελαχίστων υποχρεώσεων που επιβάλλει ο Κ.Ο.Κ. στους οδηγούς των οχημάτων κατά την οδήγησή τους, δεν αίρει την υποχρέωσή τους να συμπεριφέρονται και πέραν των ορίων τούτων, όταν οι περιστάσεις το επιβάλλουν για την αποτροπή ζημιογόνου γεγονότος ή τη μείωση των επιζήμιων συνεπειών (ΑΠ 309/2019, ΑΠ 49/2019, ΑΠ 270/2019, ΑΠ 146/2018, ΑΠ 199/2018, ΑΠ 1754/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, ο τρόπος και η έκταση της αποζημίωσης, η οποία οφείλεται από αδικοπραξία (άρθρο 914 ΑΚ), προσδιορίζεται στις διατάξεις των άρθρων 297, 298 ΑΚ, καθώς και στη διάταξη του άρθρου 929 ΑΚ, σύμφωνα με την οποία, σε περίπτωση βλάβης του σώματος ή της υγείας προσώπου, η αποζημίωση, περιλαμβάνει, εκτός των άλλων, και τα νοσήλια. Στην έννοια των νοσηλίων περιλαμβάνονται οι δαπάνες που είναι αναγκαίες για την αποκατάσταση της υγείας του παθόντος, όπως είναι, κατά ενδεικτική αναφορά, οι δαπάνες για αγορά φαρμάκων, αμοιβές ιατρών, παραμονής στο νοσοκομείο ή την κλινική, φυσικοθεραπείας (ιδίως στις περιπτώσεις καταγμάτων και εξαρθρώσεων), μίσθωσης αυτοκινήτου-TAXI προς μεταφορά του παθόντος σε νοσοκομείο ή για τη μετάβασή του σε εξετάσεις και παρακολούθηση, πρόσληψης αποκλειστικής νοσοκόμου είτε στην οικία του, είτε στο νοσοκομείο, λήψης βελτιωμένης τροφής, όσο τούτο επιβάλλεται στη συγκεκριμένη περίπτωση, τα εν γένει έξοδα του συνοδού του, που μπορεί να είναι και στενό συγγενικό του πρόσωπο, σε περίπτωση μετακίνησής του σε άλλη πόλη, εφόσον η παρουσία του συνοδού κρίνεται αναγκαία (ΑΠ 1572/2018, ΑΠ 1207/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) κ.λπ., καθώς και οι πλασματικές δαπάνες του παθόντος προσώπου για τις υπηρεσίες που του προσφέρουν οι οικείοι του, σε περίπτωση αδυναμίας του προς αυτοεξυπηρέτηση και έτσι, με κριτήριο την αναγκαιότητα ή όχι πραγματοποίησης της δαπάνης, θα υποχρεωθεί ή όχι ο υπόχρεος σε αποζημίωση να καταβάλει τη συγκεκριμένη δαπάνη ως οφειλόμενη ζημία (ΑΠ 1572/2018, ΑΠ 80/2018, ΑΠ 1543/2017, Εφ.Δωδ. 215/2018, Μ.Εφ.Αιγ.28/2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τέλος, στο πλαίσιο της διάταξης του άρθρου 932 του ΑΚ, παρέχεται αποζημίωση όταν τελείται αδικοπραξία ή θεμελιώνεται αντικειμενική ευθύνη από το νόμο και επί πλέον προκαλείται ηθική βλάβη. Σκοπός της διάταξης αυτής είναι να επιτυγχάνεται μία υπό ευρεία έννοια αποκατάσταση του παθόντος για την ηθική του βλάβη, λόγω της αδικοπραξίας, ώστε αυτός να απολαύει μία δίκαιη και επαρκή ανακούφιση και παρηγοριά, χωρίς, από το άλλο μέρος, να εμπορευματοποιείται η προσβληθείσα ηθική αξία και να επεκτείνεται υπέρμετρα το ύψος της αποζημίωσης για ηθική βλάβη, που δεν μπορεί να αποτιμηθεί επακριβώς σε χρήμα. Έτσι, το Δικαστήριο της ουσίας, αφού αναιρετικά ανέλεγκτα δεχθεί ότι συνεπεία αδικοπραξίας προκλήθηκε σε κάποιο πρόσωπο ηθική βλάβη, καθορίζει στη συνέχεια το ύψος της οφειλόμενης γι` αυτήν χρηματικής ικανοποίησης, κατά τις αρχές της εύλογης αποζημίωσης, χωρίς να είναι απαραίτητο να τάξει ειδική απόδειξη ως προς το ύψος της, αντλώντας, με βάση τον άνω σκοπό, ως ουσιώδη χαρακτηριστικά της έννοιας του ‘’ευλόγου’’, εκείνα τα στοιχεία που αποτελούν τα πλέον πρόσφορα μέσα για την εκπλήρωση του εν λόγω σκοπού της διάταξης. Τέτοια καθοριστικά στοιχεία είναι κυρίως, το είδος και η βαρύτητα της ηθικής προσβολής, η περιουσιακή, κοινωνική και προσωπική κατάσταση των μερών και κυρίως του παθόντος, η βαρύτητα του πταίσματος του δράστη (στον βαθμό που επηρεάζει την ένταση της ηθικής βλάβης), η βαρύτητα του τυχόν συντρέχοντος πταίσματος του παθόντος, όλες ειδικότερες συνθήκες πρόκλησης της ηθικής βλάβης, όπως η συμπεριφορά του υπεύθυνου μετά την τέλεση της αδικοπραξίας κ.λπ. Τα στοιχεία αυτά οδηγούν το δικαστή να σχηματίσει την κατά το άρθρο 932 ΑΚ εύλογη κρίση του (όχι κατά τις υποκειμενικές του ανέλεγκτες αντιλήψεις), αλλά κατ’ εφαρμογή του αντικειμενικού μέτρου που θα εφάρμοζε και ο νομοθέτης, αν έθετε ο ίδιος τον κανόνα αποκατάστασης της ηθικής βλάβης στην ατομική περίπτωση. Συνάγεται δε το αντικειμενικό αυτό μέτρο από τον ανωτέρω σκοπό του άρθρου 932 ΑΚ και, μέσω αυτού, από την όλη κλίμακα των υπερκειμένων σκοπών του συστήματος αποζημίωσης λόγω αδικοπραξίας του ΑΚ. Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, όσον αφορά το ύψος της επιδικαστέας χρηματικής ικανοποίησης αποφασίζεται (κατ’αρχήν αναιρετικώς ανέλεγκτα), με βάση τους ισχυρισμούς και τα αποδεικτικά στοιχεία που θέτουν στη διάθεσή του οι διάδικοι. Επιβάλλεται όμως, σε κάθε περίπτωση να τηρείται, κατά τον καθορισμό του επιδικαζόμενου ποσού, η αρχή της αναλογικότητας, ως γενική νομική αρχή και δη αυξημένης τυπικής ισχύος (άρθρα 2 παρ.1 και 25 του ισχύοντος Συντάγματος), με την έννοια ότι, η σχετική κρίση του δικαστηρίου, δεν πρέπει να υπερβαίνει τα όρια όπως αυτά διαπιστώνονται από τα δεδομένα της κοινής πείρας και την κοινή περί δικαίου συνείδηση σε ορισμένο τόπο και χρόνο. Άλλωστε την αρχή αυτή εκφράζει και η υπερνομοθετικής ισχύος διάταξη του άρθρου 1 του πρώτου πρόσθετου πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α., υπό την έννοια ότι πρέπει να υπάρχει μια ανεκτή σχέση αναλογικότητας μεταξύ των χρησιμοποιούμενων μέσων και του σκοπού που επιδιώκει κάθε μέτρο, το οποίο αποστερεί ένα άτομο από θεμελιακό δικαίωμά του, όπως από την ιδιοκτησία του (Ολ.ΑΠ 9/2015, Ολ.ΑΠ 26/1995, ΑΠ 929/2020, ΑΠ 211/2017, ΑΠ 90/2017, ΑΠ 459/2016, ΑΠ 76/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Εξάλλου, το Ι.Κ.Α. (μετέπειτα Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ.), δυνάμει του άρθρου 18 Ν. 1654/1986, γίνεται αυτοδικαίως, χωρίς άλλη διατύπωση, δικαιούχος της απαίτησης, που έχει ο ασφαλισμένος – παθών κατά του υπόχρεου τρίτου. Στο Ι.Κ.Α. μεταβιβάζονται όσες αξιώσεις αποζημίωσης του παθόντος αντιστοιχούν στις ασφαλιστικές παροχές (ΑΠ 803/2004, ΕλλΔνη (2004). 1361, Α. Κρητικού, Αποζημίωση από αυτοκινητικά ατυχήματα, δ’ εκδ. 2008, σελ. 444 επ.). Η αξίωση του Ι.Κ.Α. κατά του υπόχρεου αποζημίωσης μπορεί να επιδιωχθεί είτε με την έγερση αυτοτελούς αγωγής, είτε με την άσκηση κύριας παρέμβασης από αυτό στα πλαίσια της ήδη εκκρεμούς δίκης του παθόντος κατά του υπόχρεου σε αποζημίωση, εφόσον βέβαια, στην τελευταία περίπτωση, ο παθών ζητεί για δικό του λογαριασμό μέρος ή το σύνολο των παροχών που έλαβε ή δικαιούται να λάβει από το Ι.Κ.Α. Δυνάμει δε του άρθρου 51 παρ. 1 εδ. Β’ του Ν. 4387/2016 συστάθηκε Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία «Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης (Ε.Φ.Κ.Α.)» στο οποίο από 1-1-2017, οπότε και αρχίζει η λειτουργία του ως φορέας κύριας κοινωνικής ασφάλισης, εντάχθηκαν αυτοδίκαια οι υφιστάμενοι φορείς κύριας κοινωνικής ασφάλισης, μεταξύ των οποίων και το Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «Ι.Κ.Α.- Ε.Τ.Α.Μ.» , σύμφωνα με τα άρθρα 53 επ. του ιδίου ως άνω νόμου και κατέστη οιονεί καθολικός διάδοχος αυτών, εισερχόμενος στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους. Επομένως, τα ανωτέρω εκτεθέντα περί του Ι.Κ.Α., έχουν εφαρμογή και για τον νεοσυσταθέντα φορέα κύριας κοινωνικής ασφάλισης. Ο Ε.Φ.Κ.Α. κατά το άρθρο 70 παρ. 9 του ίδιου ως άνω νόμου, συνεχίζει τις εκκρεμείς δίκες, που αφορούν διαφορές ή υποθέσεις των εντασσόμενων φορέων, τομέων, κλάδων και λογαριασμών, χωρίς να επέρχεται διακοπή της δίκης, από την ένταξη αυτών στον Ενιαίο Φορέα σύμφωνα με το άρθρο 53 του ίδιου ως άνω νόμου.
Στην προκείμενη περίπτωση, η ενάγουσα, ήδη εφεσίβλητη στην Α΄ έφεση – αντεκκαλούσα, εξέθετε στην ως άνω από 1-7-2020 (κύρια) αγωγή της, κατ΄ εκτίμηση του δικογράφου της και όπως αυτή παραδεκτά διορθώθηκε με τις πρωτόδικες προτάσεις της, ότι, στις 6-1-2020 και περί ώρα 15.20 μ.μ. επί της λεωφόρου Λαμπράκη στον Πειραιά, η πρώτη εναγόμενη οδηγώντας το υπ΄αρ. κυκλοφορίας …………. ΙΧΕ αυτοκίνητο ιδιοκτησίας του δεύτερου εναγόμενου, που είναι ασφαλισμένο έναντι του κινδύνου πρόκλησης ζημιών σε τρίτους στην τρίτη εναγόμενη ασφαλιστική εταιρία (ήδη μοναδική εναγόμενη – εκκαλούσα στην Α΄ έφεση), προκάλεσε από υπαιτιότητά της και κάτω από τις συνθήκες που αναφέρονται στην αγωγή, τον τραυματισμό της ενάγουσας, επί της οποίας επέπεσε με το εμπρόσθιο τμήμα του ως άνω οχήματος, ενώ αυτή επιχειρούσε να διασχίσει τη στιγμή εκείνη την ανωτέρω λεωφόρο. Ζητούσε δε, ακολούθως, όπως παραδεκτά (με δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου της ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που καταχωρίστηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά αυτού) παραιτήθηκε από του δικογράφου της αγωγής ως προς τους πρώτη και δεύτερο των εναγόμενων και κατόπιν επίσης παραδεκτού, με δήλωση ως ανωτέρω της πληρεξούσιας δικηγόρου της, αλλά και με τις πρωτόδικες προτάσεις της, περιορισμού του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής σε έντοκο αναγνωριστικό, να αναγνωριστεί ότι υποχρεούται η τρίτη εναγόμενη να της καταβάλει το συνολικό ποσό των 53.203,06 ευρώ, εκ των οποίων το ποσό των 3.203,06 ευρώ ως αποζημίωση (όπως τα επιμέρους κονδύλια αναλύονται στην αγωγή) και το υπόλοιπο ποσό των 50.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίησή της λόγω ηθικής βλάβης, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση.
Το κυρίως παρεμβαίνον – ενάγον Ν.Π.Δ.Δ. (e-ΕΦΚΑ), ήδη εφεσίβλητο στη Β΄ έφεση, εξέθετε στην ως άνω από 24-11-2020 κύρια παρέμβαση – αγωγή του, ότι η δεύτερη των καθ΄ών η κύρια παρέμβαση – εναγόμενη ………….., οδηγώντας το με αριθμό κυκλοφορίας ………. ΙΧΕ αυτοκίνητο, κυριότητας του τρίτου των καθ΄ών – εναγόμενου …………… (ως προς τον οποίο παραιτήθηκε του δικογράφου της κύριας παρέμβασης – αγωγής, με τις πρωτόδικες προτάσεις του), που ήταν ασφαλισμένο, κατά τον χρόνο του ατυχήματος, έναντι του κινδύνου πρόκλησης ζημιών σε τρίτους στην τέταρτη των καθ΄ών ασφαλιστική εταιρία (……………….), προκάλεσε, από αποκλειστική υπαιτιότητά της (αμέλεια), το ένδικο τροχαίο ατύχημα της ανωτέρω (κύριας) αγωγής, υπό τις συνθήκες που περιγράφονται σε αυτήν, κατά το οποίο τραυματίστηκε η ασφαλισμένη σε αυτό (Ε.Φ.Κ.Α.) – πρώτη των καθ’ων – εναγόμενη ………… Ότι, εξαιτίας του εν λόγω τραυματισμού της ασφαλισμένης του και της ένεκα αυτού αδυναμίας της να εργαστεί, το κυρίως παρεμβαίνoν – ενάγον δαπάνησε για επιδόματα ασθενείας για το χρονικό διάστημα από 7-1-2020 έως 6-4-2020, το συνολικό ποσό των 1078,70 ευρώ, όπως τα επιμέρους κονδύλια αναλύονται στην αγωγή. Ότι, επήλθε νόμιμη υποκατάσταση αυτού στα δικαιώματα της παθούσας ασφαλισμένης του, της οποίας οι αντίστοιχες αξιώσεις αποζημίωσης μεταβιβάστηκαν σ΄αυτό. Ζητούσε δε, ακολούθως, να υποχρεωθούν οι καθ΄ών η κύρια παρέμβαση – εναγόμενοι, ο καθένας εις ολόκληρο, να του καταβάλουν το ως άνω ποσό των 1078,70 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, επικουρικώς δε σε περίπτωση που δεν ήθελε γίνει δεκτή η κύρια παρέμβασή του, να γίνει δεκτή αυτή ως ευθεία αγωγή και να υποχρεωθούν η δεύτερη και η τέταρτη των εναγόμενων, να του καταβάλουν, η κάθε μία εις ολόκληρο, το ως άνω ποσό επίσης με το νόμιμο τόκο ως ανωτέρω.
Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ΄αρ. 1005/2022 (εκκαλουμένη) απόφασή του, αφού συνεκδίκασε την ως άνω (κύρια) αγωγή (εφεξής υπό στοιχείο α΄ αγωγή) και την ως άνω κύρια παρέμβαση, εκτιμώντας αυτήν ορθά ως αυτοτελή αγωγή (εφεξής υπό στοιχείο β΄ αγωγή), θεώρησε την υπό στοιχείο α΄ αγωγή ως μη ασκηθείσα ως προς τους πρώτη και δεύτερο των εναγόμενων, λόγω παραδεκτής παραίτησης ως προς αυτούς εκ μέρους της ενάγουσας, κατά τα προαναφερθέντα, από του δικογράφου της αγωγής, καθώς επίσης (θέωρησε) την υπό στοιχείο β΄ αγωγή ως μη ασκηθείσα ως προς τον τρίτο εναγόμενο, λόγω παραδεκτής παραίτησης όσον αφορά στον τελευταίο εκ μέρους του ενάγοντος, όπως προαναφέρθηκε, από του δικογράφου αυτής. Στη συνέχεια, έκρινε ορισμένες και νόμιμες τόσο την α΄ όσο και την β΄ αγωγή, καθώς περιέχει, παρά τους αβάσιμους περί του αντιθέτου ισχυρισμούς των εναγόμενων, τα απαιτούμενα από το νόμο για τη θεμελίωσή της στοιχεία, εκτός της πρώτης εναγόμενης της β΄ αγωγής ………., ως προς την οποία την απέρριψε ως μη νόμιμη (ορθότερα λόγω έλλειψης παθητικής νομιμοποίησης), καθώς αυτή, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στο αγωγικό δικόγραφο, δεν είναι υπόχρεη για την καταβολή κάποιου ποσού. Ακολούθως, έκανε εν μέρει δεκτή την α΄ (κύρια) αγωγή και ως ουσιαστικά βάσιμη και αναγνώρισε ότι η τρίτη εναγόμενη αυτής ασφαλιστική εταιρία (μοναδική πλέον εναγόμενη), υποχρεούται να καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των 11.621,73 ευρώ (εκ των οποίων το ποσό των 9.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης και το λοιπό ως αποζημίωση, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στην εκκαλουμένη), με το νόμιμο τόκο (επιδικίας), από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση. Επίσης, έκανε εν μέρει δεκτή τη β΄ αγωγή, ως προς τους δεύτερη και τέταρτη των εναγόμενων (…………… και ασφαλιστική εταιρία με την επωνυμία «……………») και υποχρέωσε τις τελευταίες, κηρύσσοντας, κατόπιν σχετικού αγωγικού αιτήματος, την απόφαση προσωρινώς εκτελεστή, να καταβάλουν, η κάθε μία εις ολόκληρο, στο ενάγον το ποσό 970,83 ευρώ, με το νόμιμο τόκο (επιδικίας), από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση.
Ήδη κατά της ως άνω οριστικής απόφασης παραπονείται η (τρίτη) εναγόμενη στην υπό στοιχείο α΄ αγωγή – ήδη εκκαλούσα στην Α΄ έφεση για τους λόγους που εκθέτει σ΄ αυτή και ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί δε την εξαφάνισή της, άλλως τη μεταρρύθμισή της, ώστε να απορριφθεί συνολικά η αγωγή της αντιδίκου της.
Ακόμη, κατά της ίδιας οριστικής απόφασης παραπονούνται η δεύτερη και η τέταρτη των εναγόμενων στην υπό στοιχείο β΄ αγωγή – ήδη εκκαλούσες στην κρινόμενη Β΄ έφεση, για τους λόγους που εκθέτουν σ΄ αυτήν, που ανάγονται επίσης σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητούν δε την εξαφάνισή της, άλλως τη μεταρρύθμισή της, ώστε να απορριφθεί η ως άνω αγωγή του αντιδίκου τους Ν.Π.Δ.Δ.
Επίσης κατά της ίδιας απόφασης παραπονείται η εφεσίβλητη στην Α΄ έφεση με την κρινόμενη αντέφεσή της για τους λόγους που εκθέτει σ΄ αυτήν, οι οποίοι αφορούν κεφάλαια της εκκαλουμένης απόφασης αναγκαίως συνεχόμενα με τα κεφάλαια τα οποία πλήττονται με την κρινόμενη ως άνω έφεση, και ανάγονται επίσης σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί δε τη μεταρρύθμισή της ως προς τα κεφάλαια αυτά, ώστε να γίνει συνολικά δεκτή η ανωτέρω αγωγή της κατά της αντιδίκου της εκκαλούσας – αντεφεσίβλητης.
Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης της μάρτυρα απόδειξης στην α΄ αγωγή ………, ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά αυτού, όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, της υπ΄αρ. ……../11-9-2020 ένορκης βεβαίωσης της ………. την οποία προσκομίζει η ενάγουσα και λήφθηκε, με επιμέλειά της, ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιά ………, κατόπιν, όπως αναφέρεται στο σώμα αυτής, νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης της αντιδίκου της (δια τη επίδοσης της αγωγής, δυνάμει της υπ΄αρ. ………./9-7-2020 έκθεσης επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιώς …………..), καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:
Στις 6-1-2020 και περί ώρα 15.20 μ.μ. η ενάγουσα στην α΄ (κύρια) αγωγή …………., βρισκόταν πεζή επί της λεωφόρου Γρηγορίου Λαμπράκη (στον Κορυδαλλό Αττικής), στη διασταύρωση αυτής με την οδό Νικηφορίδη, με πρόθεση να διασχίσει το οδόστρωμα της άνω λεωφόρου (Λαμπράκη) κινούμενη από αριστερά προς τα δεξιά ως προς την πορεία των κινούμενων οχημάτων στην κατεύθυνση προς Κερατσίνι. Στο σημείο αυτό η λεωφ. Γρηγορίου Λαμπράκη είναι δρόμος διπλής κατεύθυνσης (με δύο λωρίδες κυκλοφορίας ανά κατεύθυνση και νησίδα πλάτους 3,8 μέτρων στο μέσον) και συνολικό πλάτος οδοστρώματος 19 μέτρων, ενώ επίσης στο ίδιο σημείο υπάρχει διαγραμμιζόμενη διάβαση πεζών και φωτεινοί σηματοδότες. Η προαναφερθείσα οδός Νικηφορίδη, η οποία διασταυρώνεται κάθετα με τη λεωφ. Γρηγορίου Λαμπράκη, είναι μονής κατεύθυνσης με συνολικό πλάτος οδοστρώματος 8 μ., στη διασταύρωση δε αυτή η προτεραιότητα, ρυθμίζεται με φωτεινό σηματοδότη που ήταν σε λειτουργία. Περαιτέρω, κατά τον ως άνω τόπο και χρόνο, η κίνηση των πεζών και των οχημάτων ήταν κανονική, η ορατότητα δεν περιοριζόταν, πέραν του ότι επικρατούσε βροχόπτωση, υπήρχε φυσικός φωτισμός ημέρας, ενώ το ανώτατο δε όριο ταχύτητας ορίζεται κατ’ άρθρο 20 παρ. 1 του ΚΟΚ σε 50 χιλιόμετρα την ώρα ως κατοικημένη περιοχή (βλ. σχετικά με τα παραπάνω από 6-1-2020 Έκθεση Αυτοψίας Τροχαίου Ατυχήματος και το συνοδεύον αυτήν πρόχειρο σχεδιάγραμμα που συνέταξαν τα αρμόδια αστυνομικά όργανα). Η ενάγουσα, ηλικίας τότε 22 περίπου ετών (γεννηθείσα το έτος 1998), είχε ήδη διανύσει το ρεύμα κυκλοφορίας της λεωφόρου Λαμπράκη προς Αθήνα και βρισκόταν στη διαχωριστική μεταξύ των δύο ρευμάτων κυκλοφορίας νησίδα αυτής, ξεκίνησε να διασχίζει το οδόστρωμα από το ανωτέρω σημείο όπου υπάρχει διάβαση πεζών και φωτεινός σηματοδότης, ελέγχοντας ταυτόχρονα την κίνηση των κινούμενων κατά την κατεύθυνση προς Κερατσίνι οχημάτων. Κατά τον χρόνο που η ενάγουσα είχε διανύσει τη μία από τις δύο λωρίδες κυκλοφορίας του ρεύματος προς Κερατσίνι, έχοντας ωστόσο κόκκινο για τους πεζούς σηματοδότη, ξαφνικά δέχθηκε τη βίαιη πρόσκρουση επί του σώματός της, του υπ’ αρ. κυκλ. ………… ΙΧΕ αυτοκινήτου που οδηγούσε η …………., ιδιοκτησίας του . …. (αρχικών πρώτων δύο των εναγόμενων στην α΄ αγωγή), το οποίο ήταν ασφαλισμένο έναντι της πρόκλησης ζημιών σε τρίτους στην αρχικά τρίτη εναγόμενη και ήδη μοναδική εναγόμενη στην ίδια αγωγή ασφαλιστική εταιρία. Πιο συγκεκριμένα, η εν λόγω οδηγός οδηγούσε κατά το χρόνο του ατυχήματος το παραπάνω όχημα επί της λεωφόρου Λαμπράκη με κατεύθυνση προς Κερατσίνι, χωρίς ωστόσο να έχει διαρκώς τεταμένη την προσοχή της και χωρίς να ρυθμίσει την ταχύτητά της ώστε να μπορεί να ασκεί τον έλεγχο του οχήματός της, με αυξημένη κατά τις περιστάσεις ταχύτητα (έντονη βροχόπτωση, κατοικημένη περιοχή), φτάνοντας δε στη διασταύρωση της λεωφόρου αυτής με την οδό Νικηφορίδη, και ενώ είχε εκδηλώσει, ενεργοποιώντας τον δεξιό δείκτη πορείας (φλας), την πρόθεσή της να στρίψει δεξιά στην οδό αυτή, εντούτοις, τελευταία στιγμή άλλαξε γνώμη και συνέχισε ευθεία στη λεωφ. Λαμπράκη, με συνέπεια να επιπέσει επί της ενάγουσας στην α΄ αγωγή, που βάδιζε στη διάβαση πεζών, κατά τα προεκτεθέντα.
Από τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά προκύπτει ότι, η πρόκληση του ένδικου ως άνω ατυχήματος, οφείλεται σε συγκλίνουσα υπαιτιότητα (αμέλεια) τόσο της οδηγού του αυτοκινήτου, όσο και της ενάγουσας στην α΄ αγωγή, οι οποίες δεν επέδειξαν η μεν πρώτη, την επιμέλεια της μέσης συνετής οδηγού, η δε δεύτερη της μέσης συνετής πεζής, που όφειλαν και μπορούσαν, υπό τις επικρατούσες συνθήκες, να επιδείξουν. Ειδικότερα, η αμέλεια της οδηγού συνίσταται στο ότι οδηγούσε το ζημιογόνο αυτοκίνητο, χωρίς σύνεση και χωρίς να έχει διαρκώς τεταμένη την προσοχή της, με αυξημένη κατά τις περιστάσεις ταχύτητα (βροχή, κατοικημένη περιοχή), κινούμενη δε επί της λεωφόρου Λαμπράκη, στο ύψος που αυτή διασταυρώνεται με την οδό Νικηφορίδη, ενώ είχε γνωστοποιήσει την πρόθεσή της να στρίψει δεξιά στην οδό αυτή, ανάβοντας δεξί φλας, αιφνιδίως αποφάσισε να μην στρίψει, αλλά συνέχισε ευθεία την πορεία της στη λεωφ. Λαμπράκη, με αποτέλεσμα να επιπέσει με το πρόσθιο μέρος του αυτοκινήτου της επί της πεζής – ενάγουσας, η οποία βάδιζε στη διάβαση πεζών διασχίζοντας την εν λόγω λεωφόρο, ενώ, όμως, ο φωτεινός σηματοδότης ήταν κόκκινος για τους πεζούς. Ωστόσο, αν η οδηγός του αυτοκινήτου, είχε τεταμένη την προσοχή της ως όφειλε, και ασκούσε τον έλεγχο του οχήματός της, ρυθμίζοντας την ταχύτητά της ανάλογα με τις ανωτέρω συνθήκες, θα ήταν εφικτό να αντιληφθεί εγκαίρως την ενάγουσα (δεδομένου ότι, κατά τα αναφερόμενα στην ως άνω έκθεση αυτοψίας, στο σημείο εκείνο η ως άνω οδός είναι ευθεία και η ορατότητα δεν περιοριζόταν), η οποία είχε ήδη διασχίσει το έτερο ρεύμα κυκλοφορίας της εν λόγω λεωφόρου και είχε επίσης, ξεκινώντας από τη διαχωριστική νησίδα, φτάσει στο μέσον του ρεύματος κυκλοφορίας που κινείτο η οδηγός του ως άνω οχήματος, αφού είχε διασχίσει τη μία εκ των δύο λωρίδων κυκλοφορίας αυτού (βλ. προαναφερθέν σχεδιάγραμμα). Επομένως, δεν ευσταθεί ο ισχυρισμός της εναγόμενης ότι η πεζή ‘’πετάχτηκε’’ ξαφνικά μπροστά στην οδηγό. Αντίθετα, η προσοχή της τελευταίας ήταν στραμμένη στο να στρίψει στην οδό Νικηφορίδη, όταν δε η συνοδηγός της την πληροφόρησε, φτάνοντας στη διασταύρωση, ότι δεν ήταν η οδός που έψαχναν, τελευταία στιγμή, όπως προεκτέθηκε, άλλαξε την πρόθεσή της και συνέχισε ευθεία, προσκρούοντας στην πεζή (ενάγουσα) την οποία δεν αντιλήφθηκε εγκαίρως ώστε να προβεί σε τροχοπέδηση ή επιτυχή αποφευκτικό του ατυχήματος ελιγμό. Η ως άνω συμπεριφορά της οδηγού του ζημιογόνου οχήματος συνιστά παραβίαση των διατάξεων των άρθρων 12 παρ. 1, 19 παρ. 1, 2 και 3 και 39 παρ.1 εδ. α’ του Κ.Ο.Κ., η οποία (παραβίαση), συνδέεται αιτιωδώς, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν ανωτέρω, με την επέλευση του ένδικου ατυχήματος. Από την άλλη αλευρά, η ενάγουσα βλέποντας ότι η οδηγός του ως άνω αυτοκινήτου είχε πρόθεση να στρίψει δεξιά, θεώρησε ότι μπορούσε να διασχίσει το οδόστρωμα της λεωφόρου Λαμπράκη, ωστόσο, όφειλε και μπορούσε υπό τις επικρατούσες συνθήκες, αφενός να μην επιχειρήσει να διασχίσει τον δρόμο αυτόν έχοντας ερυθρό για τους πεζούς σηματοδότη, αφετέρου, πριν επιχειρήσει τούτο, να βεβαιωθεί ότι το οδόστρωμα της ως άνω λεωφόρου ήταν ελεύθερο από οχήματα. Παραβίασε δηλ. τις διατάξεις των άρθρων 12 παρ. 1 και 38 παρ. 2 και 4 στοιχ. ε’ και ζ΄ του Κ.Ο.Κ., η παραβίαση δε των ως άνω διατάξεων επίσης συνδέεται αιτιωδώς με το ένδικο ατύχημα. Η ενάγουσα – παθούσα υποστηρίζει, όπως αναφέρει και στην από 13-2-2020 προανακριτική κατάθεσή της, ότι ο σηματοδότης ήταν πράσινος για τους πεζούς και κόκκινος για τα οχήματα. Παραταύτα, το Δικαστήριο οδηγείται στην αντίθετη κρίση, ότι δηλ. ο σηματοδότης για τους πεζούς ήταν κόκκινος, τόσο από τα αναφερόμενα στην, ληφθείσα στα πλαίσια της ποινικής διαδικασίας, από 11-3-2020 έκθεση ένορκης εξέτασης της μάρτυρα …………, η οποία ήταν συνοδηγός στο ζημιογόνο όχημα κατά το ατύχημα, όσο από τη σχετική συνομιλία της οδηγού του οχήματος αυτού με την παθούσα – ενάγουσα, αμέσως μετά το ατύχημα. Κατά τη συνομιλία αυτή, όπως αναφέρει η οδηγός ….. …. στην από 11-3-2020 προανακριτική έκθεση εξέτασής της, η παθούσα – πεζή τη ρώτησε γιατί δεν έστριψε αφού είχε ανάψει φλας για να στρίψει, εστιάζοντας δηλαδή στην κίνησή της αυτή, ενώ, αν η οδηγός είχε παραβιάσει ερυθρό σηματοδότη, λογικά θα ήταν αυτό για το οποίο πρωτίστως θα διαμαρτυρόταν η παθούσα. Σημειωτέον, ωστόσο, ότι η παράβαση εκ μέρους της ενάγουσας – παθούσας των ανωτέρω διατάξεων του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας και η ύπαρξη αιτιώδους συνδέσµου µεταξύ αυτής και του ένδικου ατυχήματος, δεν αναιρεί τη συνυπαιτιότητα στην πρόκληση αυτού της ως άνω οδηγού του ζημιογόνου αυτοκινήτου, καθώς, κατά τα προαναφερθέντα και στην οικεία μείζονα σκέψη, µόνη η τήρηση των ελαχίστων υποχρεώσεων που ο Κ.Ο.Κ. επιβάλλει στους οδηγούς οχηµάτων κατά την οδήγησή τους δεν αίρει την υποχρέωσή τους να συµπεριφέρονται και πέραν των ορίων τούτων όταν οι περιστάσεις το επιβάλλoυν για την αποτροπή ζημιογόνου γεγονότος ή τη µείωση των εξ αυτού επιζήµιων συνεπειών. Αντίθετα, υποχρέωση κάθε οδηγού είναι να επιδεικνύει ιδιαίτερη προσοχή στους πεζούς και να µειώνει την ταχύτητα του οχήµατός του όταν, κατά τη διέλευσή του από κατοικημένες περιοχές, βρίσκονται στην τροχιά του, επιτρέποντας σ’ αυτούς (πεζούς) να αποµακρυνθούν. Δεν αποδείχθηκε, τέλος, ότι τα ακουστικά που βρέθηκαν στο οδόστρωμα, δίπλα στην ενάγουσα, τα φορούσε η τελευταία κατά το ένδικο ατύχημα, καθώς μπορεί να έπεσαν από την τσέπη της κατά την πτώση της στο οδόστρωμα μετά το χτύπημα, σύμφωνα με τον ισχυρισμό της που επιβεβαιώνει η μάρτυράς της. Σε κάθε περίπτωση δεν προέκυψε ότι αυτά, καθώς και η κουκούλα που φορούσε η ενάγουσα για να προστατευθεί από τη βροχή κατά το χρόνο του ατυχήματος, επηρέασαν (μείωσαν) την αντιληπτική της ικανότητα. Με βάση τα ανωτέρω, το ποσοστό συνυπαιτιότητας της οδηγού του ζημιογόνου αυτοκινήτου (το οποίο ήταν ασφαλισμένο στην εναγόμενη στην α΄ αγωγή ασφαλιστικής εταιρία), προσδιορίζεται σε 70% και της ενάγουσας στην ίδια αγωγή σε 30%, γενομένης εν μέρει δεκτής και ως ουσιαστικά βάσιμης, κατά το ποσοστό αυτό, της σχετικής ένστασης (300 ΑΚ) της ως άνω εναγόμενης εταιρίας περί συνυπαιτιότητας της ενάγουσας, την οποία επαναφέρει με την ένδικη υπό στοιχείο Α΄ έφεσή της. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που, με την εκκαλουμένη, έκρινε ότι το ποσοστό συνυπαιτιότητας στην επέλευση του επίδικου ατυχήματος της ανωτέρω οδηγού ανέρχεται σε 90% και της ενάγουσας σε 10%, έσφαλε και δεν εκτίμησε ορθά τις αποδείξεις, όπως βάσιμα παραπονούνται τόσο η εναγόμενη στην α΄ αγωγή με τον πρώτο λόγο της κρινόμενης υπό στοιχείο Α΄ έφεσή της, όσο και οι εναγόμενες στη β΄ αγωγή με τον πρώτο επίσης λόγο της κρινόμενης υπό στοιχείο Β΄ έφεσης, oι οποίoι πρέπει να γίνουν εν μέρει δεκτοί, όσον αφορά στο ως άνω ποσοστό συνυπαιτιότητας της ως άνω οδηγού. Αντίθετα, απορριπτέος ως αβάσιμος τυγχάνει ο πρώτος λόγος της αντέφεσης της ενάγουσας με τον οποίο ισχυρίζεται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο θα έπρεπε να κρίνει αποκλειστικά υπαίτια του ατυχήματος, την οδηγό του ζημιογόνου οχήματος.
Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι, μετά το ατύχημα, η ενάγουσα διακομίστηκε στο Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο ‘’Αττικόν’’, στο Ορθοπεδικό Τμήμα των Επειγόντων Περιστατικών, όπου διαπιστώθηκε ότι είχε υποστεί κάταγμα θωρακικού σπονδύλου και κάταγμα της θωρακικής μοίρας της σπονδυλικής στήλης και εισήχθη αυθημερόν στην Ορθοπεδική Κλινική του ως άνω νοσοκομείου, στην οποία νοσηλεύτηκε επί δύο ημέρες και το κάταγμα αντιμετωπίστηκε συντηρητικά (με κλινοστατισμό). Εξήλθε δε από την κλινική αυτή στις 8-1-2020 με οδηγίες για κλινοστατισμό αρχικά για 15 ημέρες, φαρμακευτική και αντιπηκτική αγωγή, ενώ της συστήθηκε επανεξέταση στα Τακτικά Εξωτερικά Ιατρεία της Α΄ Ορθοπεδικής Κλινικής του ίδιου νοσοκομείου, όπως προκύπτει από την από 16-1-2020, ιατρική βεβαίωση της κλινικής αυτής, σε συνδυασμό με το από 8-1-2020 εξιτήριο ασθενούς του ως άνω νοσοκομείου. Ειδικότερα, χορηγήθηκε στην ενάγουσα ενέσιμη αγωγή, την οποία ελάμβανε για χρονικό διάστημα δύο μηνών, προκειμένου να προληφθούν φλεβικές θρομβώσεις και πνευμονικές εμβολές, που υπάρχει κίνδυνος να συμβούν λόγω της πλήρους ακινησίας με κλινοστατισμό, ο οποίος κρίθηκε απαραίτητος για τη θεραπεία του κατάγματος, που είχε υποστεί από τον τραυματισμό της στο επίμαχο ατύχημα. Για την ενέσιμη αυτή φαρμακευτική αγωγή, αξίας 54,30 ευρώ, η ενάγουσα κατέβαλε τη συμμετοχή της ως ασφαλισμένη ποσού 14,58 ευρώ, ενώ το υπόλοιπο ποσό καλύφθηκε από τον ασφαλιστικό της φορέα (βλ. σχετικά με τα παραπάνω την από 20-1-2020 συνταγή του ιατρού – καρδιολόγου ……………, καθώς και την από 21-1-2020 απόδειξη λιανικής πώλησης του φαρμακείου του ………… στο Κερατσίνι). Επίσης, για παραφάρμακα κατέβαλε η ενάγουσα το συνολικό ποσό των 7,10 ευρώ (βλ. τις από 9-1-2020 και 13-1-2020 αποδείξεις λιανικής πώλησης του ως άνω φαρμακείου ποσού 3,50 ευρώ και 4,10 ευρώ, αντίστοιχα), καθώς και το ποσό των 4,02 ευρώ για ειδικό σκούφο λουσίματος (βλ. την από 9-1-2020 απόδειξη του ίδιου φαρμακείου) και συνολικά το ποσό των 11,62 ευρώ. Εξάλλου, για τη συντηρητική αντιμετώπιση του τραυματισμού της η ενάγουσα ήταν υποχρεωμένη να βρίσκεται σε πλήρη ακινησία με κλινοστατισμό, όπως προεκτέθηκε, και να φέρει ορθοπεδικό κηδεμόνα τριών σημείων επί 2 μήνες μετά από αυτόν (τραυματισμό της). Για την αγορά του κηδεμόνα κατέβαλε το ποσό των 300 ευρώ, όπως προκύπτει από την υπ’ αρ. …/8-1-2020 απόδειξη λιανικής πώλησης της επιχείρησης ορθοπεδικών – ιατρικών ειδών της εταιρίας ‘…………’’ στο …….., για το οποίο δεν έχει λάβει καμία παροχή από τον ασφαλιστικό της φορέα (βλ. τη με αριθμό …………/19-10-2021 σχετική βεβαίωση του τελευταίου). Επίσης, κατά τον κλινοστατισμό της στην οικία της, αναγκάστηκε να προμηθευτεί ειδική νοσοκομειακή ηλεκτρική κλίνη, για την αλλαγή θέσης πλάτης, ποδιών κλπ. χωρίς αυτοδύναμη κίνηση, η οποία αφενός μεν δεν ήταν δυνατή, αφετέρου δεν ήταν ιατρικά ενδεδειγμένη. Την κλίνη αυτή μίσθωσε, αντί ποσού 80 ευρώ, για χρήση ενός μήνα (βλ. την υπ΄αρ………/8-1-2020 απόδειξη της επιχείρησης ενοικίασης και πώλησης ορθοπεδικών ειδών του ……. με την επωνυμία ‘…………. στο ……….), για το οποίο ομοίως δεν έχει λάβει καμία παροχή από τον ασφαλιστικό της φορέα. Συνολικά δηλ. για τις ανωτέρω αιτίες η ενάγουσα δαπάνησε το ποσό των (14,58 ευρώ + 6,86 ευρώ + 11,62 ευρώ + 300 ευρώ + 80 ευρώ=) 413,06 ευρώ. Τα υποστηριζόμενα δε από την εναγόμενη στην α΄ αγωγή – εκκαλούσα στην Α΄ έφεση, με τον δεύτερο λόγο αυτής, ότι θα έπρεπε να απορριφθούν τα ως άνω αγωγικά κονδύλια, διότι δεν προσκομίζεται σχετική ιατρική σύσταση που να προκύπτει το αναγκαίο της αγοράς των εν λόγω ορθοπεδικών ειδών, επικουρικώς δε να μειωθούν κατά το ποσό που έλαβε ή έπρεπε να λάβει η ενάγουσα από τον ασφαλιστικό της φορέα, δεν ευσταθούν, διότι η ανάγκη χρησιμοποίησης των προαναφερθέντων ειδών από την τελευταία (ενάγουσα), προκύπτει τόσο από την κατάσταση της υγείας της εξαιτίας του τραυματισμού της, όπως αυτή περιγράφηκε ανωτέρω με βάση τις ιατρικές βεβαιώσεις, όσο και από τα διδάγματα της κοινής πείρας σε παρόμοιες περιπτώσεις τραυματισμών (στην σπονδυλική στήλη). Επιπροσθέτως, προκειμένου να αποκατασταθεί κατά το δυνατόν το κάταγμα σπονδυλικής στήλης που υπέστη, η ενάγουσα υποβλήθηκε, κατόπιν σύστασης των θεραπόντων ιατρών της, σε κινησιοθεραπείες και φυσικοθεραπείες, λόγω πάθησης οσφυικού και άλλου μεσοσπονδύλιου δίσκου με ριζίτιδα. Ειδικότερα, σύμφωνα με την από 30-4-2020 γνωμάτευση παροχών ΕΚΠΥ του ΕΟΠΥΥ, της χορηγήθηκαν 10 συνεδρίες φυσικοθεραπειών, με διαθερμίες, υπέρηχα, κινησιοθεραπεία, χειρομάλαξη και TENS, με κάλυψη κατά 90% από τον ΕΟΠΥΥ. Μετά την πραγματοποίηση των ως άνω συνεδριών, κρίθηκε αναγκαίο κατά την αξιολόγηση του φυσικοθεραπευτή ……… (……….. – ………….), εξαιτίας της έντονης δυσκαμψίας στην περιοχή, του πόνου που αισθανόταν η ενάγουσα, καθώς και της απώλειας αισθητικότητας και κινητικότητας, να υποβληθεί σε επιπλέον 20 συνεδρίες αξίας 25 ευρώ έκαστη, με εφαρμογή αναλγητικής θεραπείας με χρήση φυσικών μέσων και κινητοποίηση της περιοχής, το κόστος των οποίων, ύψους 500 ευρώ, επιβαρύνθηκε εξ ολοκλήρου η ίδια (βλ. από 27-5-2020 αναφορά φυσικοθεραπευτικής αντιμετώπισης ασθενούς του ως άνω φυσικοθεραπευτή, σε συνδυασμό με τις υπ’ αρ. …/13-5-2020, και ……/27-5-2020 αποδείξεις παροχής υπηρεσιών του ιδίου, ποσού 250 ευρώ έκαστη). Με βάση τα παραπάνω, ο τρίτος λόγος της υπό στοιχείο Α΄ έφεσης με τον οποίο η εκκαλούσα – εναγόμενη ασφαλιστική εταιρία ισχυρίζεται ότι η ενάγουσα δεν προσκομίζει ιατρικές βεβαιώσεις για την αναγκαιότητα των προαναφερθέντων φυσικοθεραπειών, καθώς και αποδείξεις για τα ποσά που δαπανήθηκαν γι αυτές, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Επίσης, η ενάγουσα, για χρονικό διάστημα τριών μηνών από την έξoδό της από το νοσοκομείο χρειάστηκε να λαμβάνει, λόγω της φύσης του τραυματισμού της (κάταγμα), προκειμένου να καταστεί δυνατή η ταχύτερη αποθεραπεία της, βελτιωμένη διατροφή, πλούσια σε ασβέστιο, φώσφορο, σίδηρο, πρωτείνες και βιταμίνες, για την οποία δαπάνησε το ποσό των 5 ευρώ ημερησίως επιπλέον του ποσού που διέθετε για τη συνήθη διατροφή της και συνολικά (90 ημέρες χ 5 ευρώ=) 450 ευρώ. Το ότι δεν αναφέρεται στην αγωγή το ποσό που δαπανούσε η ενάγουσα για τη διατροφή της πριν το ατύχημα, δεν καθιστά το αγωγικό αυτό αίτημα αόριστο, ούτε το γεγονός ότι δεν υπήρχε έγγραφη ιατρική σύσταση για τη λήψη της βελτιωμένης αυτής διατροφής, οδηγεί στην απόρριψη του σχετικού αιτήματος ως ουσιαστικά αβάσιμου, όπως υποστηρίζει η εναγόμενη με τον τέταρτο λόγο της έφεσής της, καθώς η χρεία της διατροφής αυτής, δικαιολογείται, όπως προεκτέθηκε και στη μείζονα σκέψη, από το ως άνω αναφερόμενο είδος του τραυματισμού της (κάταγμα), σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας. Εξαιτίας δε της ανωτέρω περιγραφείσας κατάστασης της υγείας της ενάγουσας, που προκλήθηκε από τον τραυματισμό της στην ένδικη σύγκρουση, η τελευταία, για διάστημα 30 ημερών μετά από το ατύχημα, δεν μπορούσε να αυτοεξυπηρετηθεί πλήρως, καθώς έπρεπε να βρίσκεται σε ακινησία, αλλά χρειαζόταν προς τούτο τη φροντίδα τρίτου προσώπου. Τις υπηρεσίες αυτές της προσέφερε η μητέρα της, πέραν από τη συνήθη μητρική φροντίδα, με υπερένταση των προσπαθειών της. Το ποσό δε, που θα κατέβαλε η ενάγουσα για τις εν λόγω υπηρεσίες, αν είχε προσλάβει τρίτο πρόσωπο, ανέρχεται, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, για το παραπάνω διάστημα συνολικά σε 1.200 ευρώ, ήτοι 30 ημέρες χ 40 ευρώ ημερησίως (και όχι 50 ευρώ, που επεδίκασε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο κρίνεται υπερβολικό, δεδομένου ότι η μητέρα της ενάγουσας δεν είχε εξειδικευμένες προς τούτο γνώσεις). Ο ισχυρισμός της εναγόμενης στην α΄ αγωγή – εκκαλούσας στην Α΄ έφεσης, περί απόρριψης του σχετικού αγωγικού κονδυλίου, επειδή δεν προκύπτει από ιατρική γνωμάτευση ότι η ως άνω παθούσα είχε ανάγκη φροντίδας τρίτου προσώπου, δεν ελέγχεται ως βάσιμος, διότι, η παραπάνω αναφερθείσα κατάσταση της υγείας της καταδεικνύει το αντίθετο, σε συνδυασμό με το ως άνω από 8-1-2020 εξιτήριο του Γ.Ν. ‘’Αττικόν’’, αλλά και τις προσκομιζόμενες από αυτήν ιατρικές γνωματεύσεις. Επίσης απορριπτέος τυγχάνει ο ισχυρισμός της ως άνω εναγόμενης – εκκαλούσας, ότι σε κάθε περίπτωση θα μπορούσε (η ενάγουσα) να είχε προσλάβει οικιακή βοηθό αντί μηνιαίου μισθού 600 ευρώ μηνιαίως, καθώς, πέραν του ότι από τα διδάγματα της κοινής πείρας προκύπτει ότι, ο μηνιαίος μισθός για παροχή τέτοιου είδους υπηρεσιών επί 24ωρου βάσης είναι μεγαλύτερος, η αμοιβή με μηνιαίο μισθό συνήθως συμφωνείται για την παροχή υπηρεσιών σε μονιμότερη βάση και όχι μόνο για 30 ημέρες, όπως στην προκειμένη περίπτωση. Το πρωτοβάθμιο, επομένως, Δικαστήριο, στο βαθμό που επιδίκασε μεγαλύτερο ποσό αναφορικά με το εν λόγω αγωγικό κονδύλιο, έσφαλε και δεν εκτίμησε ορθώς τις αποδείξεις, γενομένου εν μέρει δεκτού ως βάσιμου του σχετικού πέμπτου λόγου της ένδικης (υπό στοιχείο Α΄) έφεσης της εναγόμενης στην α΄ αγωγή ασφαλιστικής εταιρίας. Ακόμη, όπως κρίθηκε και από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, η ενάγουσα δαπάνησε για τη μεταφορά της με ιδιωτικό ασθενοφόρο, συνοδεία νοσηλευτή, κατά την έξοδό της από το παραπάνω νοσοκομείο, προς στην οικία της, το ποσό των 40 ευρώ, όπως προκύπτει από την υπ’αρ. …../8-1-2020 απόδειξη του …………. (…………….). Ο ισχυρισμός της εναγόμενης ασφαλιστικής εταιρίας που επαναφέρει με τον έκτο λόγο της ανωτέρω έφεσής της, ότι το κονδύλι αυτό θα έπρεπε να απορριφθεί, διότι δεν υπήρχε συγκεκριμένη ιατρική γνωμάτευση που να συστήνει τέτοια μεταφορά, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, καθώς η αναγκαιότητα της μεταφοράς αυτής προκύπτει από την κατάσταση της ενάγουσας, η οποία έπρεπε να βρίσκεται σε πλήρη ακινησία, όπως αποδεικνύεται από τα προαναφερθέντα ιατρικά πιστοποιητικά. Συνεπώς, σύμφωνα με τα παραπάνω, η ενάγουσα αναγκάστηκε να καταβάλει για την αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη ένεκα του τραυματισμού της στο επίδικο ατύχημα, το συνολικό ποσό των (413,06 + 500 + 450 + 1200 + 40 =) 2.603,06 ευρώ. Το ποσό αυτό πρέπει να μειωθεί κατά το ποσοστό συνυπαιτιότητας της ενάγουσας στην επέλευση του ατυχήματος (2.603,06 χ 30 %=) 780,92 ευρώ και να διαμορφωθεί στο τελικό ποσό των (2.603,06 – 780,92=) 1.822,14 ευρώ, γενομένου εν μέρει δεκτού του σχετικού αιτήματος της αγωγής και ως ουσιαστικά βάσιμου, για το ως άνω ποσό. Εξάλλου, το παρόν Δικαστήριο από τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν, οδηγείται στην κρίση ότι η ενάγουσα της α΄ αγωγής, λόγω του τραυματισμού της εξαιτίας του ατυχήματος, όπως αυτός αναλυτικά περιγράφεται παραπάνω, υπέστη και ηθική βλάβη από την αδικοπραξία της προαναφερθείσας οδηγού του ως άνω αυτοκινήτου, το οποίο ήταν ασφαλισμένο έναντι του κινδύνου πρόκλησης ζημιών σε τρίτους στην εναγόμενη εταιρία. Λαμβάνοντας δε υπόψη τις συνθήκες τέλεσης της πράξης της οδηγού αυτής, το βαθμό του πταίσματός της, αλλά και τον βαθμό συνυπαιτιότητάς της ενάγουσας – πεζής, την ηλικία αυτής κατά το χρόνο του ατυχήματος, την κοινωνικοοικονομική κατάσταση των μερών, πλην της εναγόμενης ασφαλιστικής εταιρίας, της οποίας η ευθύνη είναι εγγυητική, κρίνει, με βάση τα διδάγματα της ανθρώπινης πείρας και της λογικής, ότι πρέπει να της επιδικασθεί ως χρηματική ικανοποίηση, το ποσό των 6.500 ευρώ. Το ποσό αυτό είναι εύλογο, με βάση τα ως άνω ληφθέντα υπόψη γεγονότα, το είδος και τη βαρύτητα του τραυματισμού της, την ταλαιπωρία που υπέστη και τον ψυχικό πόνο που δοκίμασε ένεκα αυτού, σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 του Συντάγματος, όπως εξειδικεύεται στη διάταξη του άρθρου 932 ΑΚ), κατά τα προεκτεθέντα στη σχετική μείζονα σκέψη. Πρέπει, επομένως, να γίνει εν μέρει δεκτό το σχετικό αίτημα της αγωγής και ως ουσιαστικά βάσιμο για το παραπάνω ποσό και όχι για το ποσό των 9.000 ευρώ, που επιδίκασε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με βάση τα ως άνω συνεκτιμώμενα από το Δικαστήριο στοιχεία κρίνεται υπερβολικό (δεδομένου και ότι, το παρόν Δικαστήριο δέχθηκε ότι την ενάγουσα βαρύνει μεγαλύτερο ποσοστό συνυπαιτιότητας ως προς την επέλευση του ατυχήματος, από αυτό που αναγνώρισε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο), γενομένου εν μέρει δεκτού ως βάσιμου, του σχετικού έβδομου λόγου της Α΄ έφεσης κι απορριπτομένου του δεύτερου και τελευταίου λόγου της αντέφεσης, με τον οποίο ζητείται η επιδίκαση μεγαλύτερου ποσού, ως αβάσιμου.
Περαιτέρω, η ενάγουσα της α΄ αγωγής ……., η οποία εργαζόταν κατά το χρόνο του ατυχήματος με σύμβαση μερικής απασχόλησης στην επιχείρηση ‘’ ……………’’ στον Κορυδαλλό, με την ειδικότητα της πωλήτριας και μικτό ημερομίσθιο 21,86 ευρώ, κατέστη, ένεκα του τραυματισμού της στο ένδικο ατύχημα, ανίκανη για εργασία κατά το χρονικό διάστημα από 7-1-2020 έως 6-4-2020. Έτσι, το ενάγον της β΄ αγωγής e-ΕΦΚΑ (ήδη εφεσίβλητο στη Β΄ έφεση), στο οποίο ήταν ασφαλισμένη η ως άνω ενάγουσα, της κατέβαλε, ως επίδομα ατυχήματος για το χρονικό διάστημα, από 7-1-2020 έως 6-4-2020, το συνολικό ποσό των 1.078,70 ευρώ και ειδικότερα από 7-1-2020 έως 6-2-2020 το ποσό των 247,23 ευρώ, από 7-2-2020 έως 26-2-2020, το ποσό των 241,20 ευρώ, από 27-2-2020 έως 7-3-2020 το ποσό των 120,60 ευρώ, από 8-3-2020 έως 6-4-2020 το ποσό των 361,80 ευρώ, καθώς και 107,87 ευρώ (βλ. υπ΄αρ. πρωτοκ. 048/202013661/4-9-2020 απόφαση του Διευθυντή του Β Τοπικού υποκαταστήματος ΕΦΚΑ Μισθωτών Αττικής, Πειραιώς και Νήσων). Με βάση τα παραπάνω και όσα εκτέθηκαν στη σχετική μείζονα σκέψη, το ενάγον στη β΄ αγωγή υποκαταστάθηκε για τo προαναφερθέν συνολικό ποσό που δαπάνησε για την παθούσα ασφαλισμένη του ………, στα δικαιώματα της τελευταίας και δικαιούται να αξιώσει, νομιμοτόκως, την καταβολή του, εις ολόκληρο από την κάθε μία από τη δεύτερη και τέταρτη των εναγόμενων στη β΄ αγωγή – εκκαλουσών στη Β΄ έφεση (………. και «…………..»), μειωμένο ωστόσο κατά το ανωτέρω ποσοστό συνυπαιτιότητας της παθούσας – ασφαλισμένης του στο ένδικο ατύχημα (30%), ήτοι κατά (1.078,70 χ 30%=) 323,61 ευρώ και διαμορφούμενο τελικά στο ποσό των (1.078,70 – 323,61=) 755.09 ευρώ.
Κατόπιν τούτων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, στο βαθμό που, με την εκκαλουμένη απόφαση, κατέληξε σε διαφορετική κρίση με το παρόν, εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις. Πρέπει, συνεπώς, κατά τους βάσιμους περί τούτου σχετικούς λόγους των ένδικων εφέσεων, όπως παραπάνω αναφέρθηκαν και μέσα στα όρια που καθορίζονται τους τελευταίους, αυτή (εκκαλουμένη), να εξαφανισθεί. Ακολούθως, πρέπει να γίνουν εν μέρει δεκτές οι κρινόμενες εφέσεις και ως βάσιμες και κατ΄ ουσία και να απορριφθεί κατ΄ ουσία η αντέφεση. Αφού κρατηθεί δε η υπόθεση στο Δικαστήριο αυτό και ερευνηθεί τόσο η υπό στοιχείο α΄ (κύρια) αγωγή, όσο και η από υπό στοιχείο β΄ αγωγή, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η υπό στοιχεία α΄ αγωγή, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα και ως ουσιαστικά βάσιμη και να αναγνωρισθεί ότι η εναγόμενη ασφαλιστική εταιρία, οφείλει να καταβάλει στην ενάγουσα, για τις προαναφερθείσες αιτίες, το συνολικό ποσό των 8.322,14 ευρώ (1.822,14 ευρώ ως αποζημίωση και 6.500 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης). Εκ του ποσού αυτού το ποσό των 1.822,14 ευρώ θα επιδικασθεί με το νόμιμο τόκο επιδικίας, ενώ το υπόλοιπο ποσό των 6.500 ευρώ, που αφορά την χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης (θα επιδικαστεί) με το νόμιμο τόκο υπερημερίας, όπως ζήτησε η εναγόμενη πρωτοδίκως και επαναφέρει το αίτημά της αυτό με τον όγδοο και τελευταίο λόγο της έφεσής της, ο οποίος είναι βάσιμος για το ποσό αυτό, καθώς πρόκειται για χρηματική απαίτηση επιδικαζόμενη κατ΄ εύλογη κρίση του Δικαστηρίου (άρθρο 346 ΑΚ). Επίσης, πρέπει να γίνει να γίνει εν μέρει δεκτή η υπό στοιχείο β΄ αγωγή, και ως ουσιαστικά βάσιμη και να υποχρεωθούν οι εναγόμενες σε αυτήν …………… και ασφαλιστική εταιρία με την επωνυμία «…………………….», η κάθε μία εις ολόκληρο, να καταβάλουν στο ενάγον, το συνολικό ποσό των 755.09 ευρώ με το νόμιμο τόκο επιδικίας και όχι υπερημερίας, όπως ζητούν οι εναγόμενες με τον δεύτερο λόγο της (υπό στοιχείο Β΄) έφεσης, ο οποίος είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, καθώς δεν συντρέχουν οι προς τούτο προυποθέσεις του άρθρου 346 ΑΚ, αφού δεν πρόκειται για χρηματική απαίτηση επιδικαζόμενη κατ΄ εύλογη κρίση του Δικαστηρίου. Εξάλλου, ο τρίτος λόγος της Β΄ έφεσης με τον οποίο οι εκκαλούσες παραπονούνται ότι, κακώς το πρωτοβάθμιο κήρυξε προσωρινώς εκτελεστή την εκκαλουμένη ως προς την ως άνω (β) αγωγή, είναι επίσης απορριπτέος ως αλυσιτελώς προβαλλόμενος, διότι, με την έκδοση της παρούσας τελεσίδικης απόφασης παράγεται εκτελεστότητα. Τα δικαστικά έξοδα, και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων των ανωτέρω αγωγών, αντίστοιχα, λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας τους και ανάλογα με την έκταση αυτής (άρθρα 178, 183 ΚΠολΔ) και να επιβληθεί μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας στην α΄ αγωγή – εφεσίβλητης στη Α΄ έφεση, κατόπιν σχετικού αιτήματός της, εις βάρος της εναγόμενης – εκκαλούσας στην Α΄ έφεση, καθώς επίσης (να επιβληθούν) μέρος από τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος στη β΄ αγωγή – εφεσίβλητου στη Β΄ έφεση, κατόπιν σχετικού αιτήματός του, εις βάρος των εναγόμενων – εκκαλουσών στη Β΄ έφεση, όπως ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό. Τέλος, θα διαταχθεί η απόδοση των αναφερόμενων επίσης στο διατακτικό, παραβόλων, στις καταθέσασες αυτά εκκαλούσες των ένδικων εφέσεων, αντίστοιχα, (κατ΄ άρθρο 495 παρ. 3 εδ. ε ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει κατ΄αντιμωλία των διαδίκων: Α) την από 18-5-2022 και με Ε.Α.Κ. …/2022 έφεση Β) την από 18-5-2022 και με Ε.Α.Κ. …../2022 έφεση και Γ) την από 21-7-2022 και με Ε.Α.Κ. …./2022 αντέφεση.
Δέχεται τυπικά τις εφέσεις αυτές, καθώς και την αντέφεση.
Δέχεται τις ως άνω εφέσεις εν μέρει και κατ΄ουσία.
Απορρίπτει την αντέφεση κατ΄ ουσία.
Εξαφανίζει την εκκαλουμένη υπ΄αρ. 1005/2022 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που δίκασε τη διαφορά των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών και ειδικότερα των διαφορών για ζημίες από αυτοκίνητα, μέσα στα όρια που καθορίστηκαν από τις ως άνω εφέσεις.
Κρατεί: α) την από 1-7-2020 και με Ε.Α.Κ. …/2020 αγωγή και β) την από 24-11-2020 και με Ε.Α.Κ. …../2020 κύρια παρέμβαση (αυτοτελή αγωγή).
Συνεκδικάζει επί της ουσίας αυτές.
Απορρίπτει ότι έκρινε ως απορριπτέο.
Δέχεται εν μέρει την ως άνω από 1-7-2020 με Ε.Α.Κ. …../2020 (υπό στοιχείο α΄) αγωγή.
Αναγνωρίζει την υποχρέωση της εναγόμενης ασφαλιστικής εταιρίας να καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των οκτώ χιλιάδων τριακοσίων είκοσι δύο ευρώ και δεκατεσσάρων λεπτών (8.322,14 ευρώ), εκ των οποίων το ποσό των χιλίων οκτακοσίων είκοσι δύο ευρώ και δεκατεσσάρων λεπτών (1.822,14 ευρώ), με το νόμιμο τόκο επιδικίας από την επομένη τηςεπίδοσης της αγωγής έως την εξόφληση, ενώ το υπόλοιπο ποσό των έξι χιλιάδων πεντακοσίων (6.500) ευρώ, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας, επίσης από την επομένη τηςεπίδοσης της αγωγής έως την εξόφληση.
Δέχεται εν μέρει την ως άνω από 24-11-2020 με Ε.Α.Κ. …../2020 (υπό στοιχείο β΄) αγωγή.
Υποχρεώνει τις εναγόμενες (………. και ασφαλιστική εταιρία με την επωνυμία «………..»), να καταβάλουν, η κάθε μία εις ολόκληρο, στο ενάγον, το συνολικό ποσό των επτακοσίων πενήντα πέντε ευρώ και εννέα λεπτών (755,09 ευρώ), με το νόμιμο τόκο (επιδικίας) από την επομένη τηςεπίδοσης της αγωγής αυτής έως την εξόφληση.
Επιβάλλει μέρος από τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας στην α΄ αγωγή – εφεσίβλητης στην Α΄ έφεση και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, εις βάρος της εναγόμενης – εκκαλούσας, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων πενήντα (650) ευρώ.
Επιβάλλει μέρος από τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος στη β΄ αγωγή – εφεσίβλητου στη Β΄ έφεση και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, εις βάρος των εναγόμενων – εκκαλουσών, τα οποία ορίζει στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.
Διατάσσει την απόδοση των παραβόλων του Δημοσίου στις καταθέσασες αυτά εκκαλούσες των ως άνω εφέσεων, αντίστοιχα, (ήτοι του παραβόλου με αρ. ………/2022, ποσού 100 ευρώ, στην εκκαλούσα της Α΄ έφεσης και του παραβόλου με αρ. …………../2022, ποσού 100 ευρώ, στις εκκαλούσες της Β΄ έφεσης).
KPIΘHKE, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση στις 14 Ιουνίου 2023, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ H ΓPAMMATEAΣ