ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Αριθμός απόφασης :434/2021
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Δημήτριο Καβαλλάρη, Εφέτη, που ορίστηκε από ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Τ.Λ..
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ……………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ : ………………. ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο του Δικηγόρο Αντώνιο Ανούστη (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.).
ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ : 1) ………….. ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια του Δικηγόρο Μαριάννα Σουκάκου (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.) και 2) Της εταιρείας περιορισμένης ευθύνης ……………… η οποία εκπροσωπήθηκε στο Δικαστήριο από τον πληρεξούσιο της Δικηγόρο Νικόλαο Κάσση (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 § 2 Κ.Πολ.Δ.).
Ο εκκαλών άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από με την από 09.10.2014 (αρ. εκ.καταθ. ……………./2014) ανακοπή, και τον από 09.03.2015 (αρ. εκθ. κατ. …………./2015) πρόσθετο λόγο του, επί των οποίων εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία η με αρ. 3125/2019 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.
Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου ο ανακόπτων με την από 04-10-2019 και με αριθμό κατάθεσης …………./2019 έφεσή του, η συζήτησης της οποίας ορίστηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, αφού εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι πληρεξούσιοι Δικηγόροι των διαδίκων παραστάθηκαν με δήλωση του άρθρου 242 § 2 ΚΠολΔ και αναφέρθηκαν στις προτάσεις που είχαν προκαταθέσει.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η από 04-10-2019 και με αριθμό κατάθεσης ………../2019 έφεση των εκκαλούντος – καθ΄ού η ανακοπή κατά της με αρ. 3125/2019 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία έχει ασκηθεί νομότυπα κι εμπρόθεσμα, δεδομένου ότι δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης, ούτε παρήλθε τριετία από τη δημοσίευσή της (άρθρα 495 §§ 1 και 2, 511, 513 § 1 εδ. β`, 516 § 1 517 § 1 Κ.Πολ.Δ.), ενώ, επίσης, έχει κατατεθεί από τον εκκαλούντα το νόμιμο παράβολο κατ’ άρθρο 495 παρ. 4 ΚΠολΔ (βλ. το με αρ. …………………. e παράβολο ποσού 100 €). Πρέπει, επομένως, η έφεση αυτή να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 § 1 ΚΠολΔ).
Ο εκκαλών με την από 09.10.2014 (αρ. εκ.καταθ. …………/2014) ανακοπή, και τον από 09.03.2015 (αρ. εκθ. κατ. …………./2015) πρόσθετους λόγους του προς το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς ζήτησε να ακυρωθεί η υπ’ αριθμ. …../11.7.2014 Περίληψη Κατακυρωτικής Έκθεσης της Συμβολαιογράφου Αθηνών ……….., η οποία συντάχθηκε κατόπιν του πλειστηριασμού που διενεργήθηκε δυνάμει της υπ’ αριθμ. ……../2012 Έκθεσης Αναγκαστικής Κατάσχεσης Ακινήτου σε εκτέλεση της υπ’ αριθμ. 95/2011 απόφασης του Εφετείου Πειραιώς. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ’ αρ. 3125/2019 απόφασή του απέρριψε το κύριο δικόγραφο της ανακοπής και τους προσθέτους λόγου αυτής. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ο εκκαλών με την έφεσή του για λόγους που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία κι εφαρμογή του νόμου κι εκτίμησης των αποδείξεων.
Σύμφωνα με το άρθρο 934 § 1 περ. γ’ του ΚΠολΔ, όπως ίσχυε πριν το ν 4335/2015, η ανακοπή του άρθρου 933 είναι παραδεκτή αν αφορά την εγκυρότητα της τελευταίας πράξης εκτέλεσης και πρόκειται για ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων και πλειστηριασμό (ή αναπλειστηριασμό) ακινήτων, εφόσον ασκηθεί μέσα σε ενενήντα (90) ημέρες από τη μεταγραφή περιλήψεως της κατακυρωτικής εκθέσεως, κατά δε την παρ. 2 του ίδιου άρθρου του Κώδικα, τελευταία στην περίπτωση αυτή πράξη εκτέλεσης είναι η σύνταξη έκθεσης πλειστηριασμού (ή αναπλειστηριασμού) και κατακύρωσης. Αν μέσα στην προθεσμία αυτή ο πλειστηριασμός (ή αναπλειστηριασμός) δεν προσβληθεί, με την άσκηση της εκ του άρθρου 933 του ΚΠολΔ ανακοπής, στρεφόμενης κατά των ως άνω αναγκαίων ομοδίκων, ως άσκηση δε νοείται, όχι μόνον η κατάθεση αλλά και η επίδοση της ανακοπής (άρθρα 585 § 1 και 215 § 1 ΚΠολΔ), καθίσταται απρόσβλητος. Οι κατά το άρθρο 934 § 1 ΚΠολΔ οριζόμενες προθεσμίες, για το παραδεκτό του κυρίου δικογράφου της ανακοπής του άρθρο 933, αλλά και αυτού των πρόσθετων λόγων αυτής (εντός της ίδιας προθεσμίας) είναι δικονομικές, εξετάζονται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο και η πάροδός τους συνεπάγεται έκπτωση από το δικαίωμα προσβολής της σχετικής πράξεως της εκτελεστικής διαδικασίας (Ολ.ΑΠ 12/2009, ΑΠ 959/2019, ΑΠ 905/2011, ΑΠ 261/2017, ΑΠ 214/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου ατά τη διάταξη του άρθρου 76 § 1 του ΚΠολΔ, στην οποία ορίζονται η έννοια και οι συνέπειες της αναγκαστικής ομοδικίας, “όταν η διαφορά επιδέχεται ενιαία μόνο ρύθμιση ή η ισχύς της απόφασης που θα εκδοθεί εκτείνεται σε όλους τους ομοδίκους ή όταν οι ομόδικοι μόνον από κοινού μπορούν να ασκήσουν αγωγή ή να εναχθούν ή, εξ αιτίας των περιστάσεων που συνοδεύουν την υπόθεση, δεν μπορούν να υπάρξουν αντίθετες αποφάσεις απέναντι στους ομοδίκους, οι πράξεις του καθενός, ωφελούν και βλάπτουν τους άλλους οι ομόδικοι που μετέχουν νόμιμα στη δίκη ή έχουν προσεπικληθεί, αν δεν παραστούν, θεωρούνται ότι αντιπροσωπεύονται από εκείνους που παρίστανται”. Περίπτωση αναγκαστικής ομοδικίας καθιερώνεται και με τη διάταξη του άρθρου 933 του ΚΠολΔ, από την οποία προκύπτει, ότι η ανακοπή κατά της αναγκαστικής εκτέλεσης που ασκείται μετά την κατακύρωση, πρέπει να απευθύνεται κατά του υπερθεματιστή και του επισπεύδοντος δανειστή, αφού η διαφορά επιδέχεται ως προς αυτούς ενιαία μόνο ρύθμιση και δεν νοείται έγκυρος πλειστηριασμός για τον έναν και άκυρος για τον άλλον. Αν δεν απευθύνεται κατά όλων των ανωτέρω, η ανακοπή είναι απαράδεκτη, ανεξαρτήτως του λόγου προβολής (Ολομ. ΑΠ 6/2005, ΑΠ 1132/2012, ΑΠ 214/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στην προκείμενη περίπτωση, η περίληψη της κατακυρωτικής έκθεσης, συντάχθηκε την 11-07-2014 και μεταγράφηκε την 17-07-2014, οι δε από 09.03.2015 (αρ. εκθ. κατ. ……………/2015) πρόσθετοι λόγοι ανακοπής κατατέθηκαν στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και επιδόθηκαν στον καθ’ού την 09-03-2015, όπως προκύπτει από την υπ’αριθμ. …………./09-03-2015 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά ………………, δηλαδή πέραν της προθεσμίας των 90 ημερών, το δε δικόγραφο των προσθέτων λόγων δεν έχει απευθυνθεί και κατά του επισπεύδοντος δανειστή παρά μόνο της υπερθεματίστριας «Εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «………………», ώστε το δικόγραφο των πρόσθετων λόγων ανακοπής έπρεπε να απορριφθεί ως απαράδεκτο. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που απέρριψε ως απαράδεκτο το δικόγραφο αυτό ορθά ερμήνευσε το νόμο, ώστε οι 1ος και 2ος λόγος της έφεσης πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.
Κατά τα άρθρα 933 επ., 583 επ., 585 §§ 1,2 ΚΠολΔ το δικόγραφο της ανακοπής πρέπει να περιέχει τα στοιχεία της αγωγής, ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς, κατά τρόπο σαφή, ορισμένο και ευσύνοπτο και τους λόγους της ανακοπής, δηλαδή τις ελλείψεις που δικαιολογούν την ακύρωση της ανακοπτόμενης πράξης. Νέοι λόγοι ανακοπής μπορούν να προταθούν μόνο με πρόσθετο δικόγραφο, που κατατίθεται στη γραμματεία του δικαστηρίου προς το οποίο απευθύνεται η ανακοπή, κάτω από το οποίο συντάσσεται έκθεση και κοινοποιείται στον αντίδικο μέσα στην ίδια προθεσμία ασκήσεως της ανακοπής. Έτσι, νέοι λόγοι ανακοπής δεν μπορούν να προταθούν για πρώτη φορά με τρόπο διάφορο από αυτόν που ορίζεται στις ως άνω διατάξεις, όπως με τις έγγραφες προτάσεις του ανακόπτοντος στην πρωτόδικη ή την κατ’ έφεση δίκη ή με το δικόγραφο της έφεσής του κατά της απορριπτικής της ανακοπής απόφασης και αν ακόμη πρόκειται για λόγους που συνίστανται σε ενστάσεις οψιγενείς, των οποίων ο χρόνος γένεσης δεν καθιστούσε δυνατή την προγενέστερη προβολή τους, με την τήρηση της ως άνω διάταξης του άρθρου 585 παρ. 2 εδ. β’ ΚΠολΔ., η οποία ως ειδική κατισχύει έναντι των γενικών διατάξεων των άρθρων 269 και 527 ΚΠολΔ (ΑΠ 640/2017, ΑΠ 1491/2012, ΑΠ 169/2012, ΑΠ 1390/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας (-Μάζης) άρθρο 933 αρ.24). Στην προκείμενη περίπτωση ο εκκαλών ισχυρίζεται στην αρχή της έφεσής του (χωρίς να αριθμήσει ως λόγο έφεσης) ότι ο πρώτος εφεσίβλητος με το αρ. 317/2017 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιά ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πειραιά τις κακουργηματικές πράξεις της για πλαστογραφίας από κοινού κατ’εξακολούθηση κατ’επάγγελμα με όφελος άνω των 30.000 ευρώ και για απάτη στο δικαστήριο τετελεσμένη και σε απόπειρα, κατ’επάγγελμα και κατά συνήθεια με όφελος άνω των 30.000 ευρώ, για πλαστά δελτία αποστολής τιμολόγια που εξέδωσε στα οποία βασίσθηκε η με αρ. 95/2011 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς, που αποτελεί τον εκτελεστό τίτλο αυτού. Από την επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων της δίκης προκύπτει ότι για πρώτη φορά με τις προτάσεις του στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ο ανακόπτων ισχυρίστηκε για πλαστότητα των τιμολογίων – δελτίων αποστολής χωρίς να προταθεί ο ισχυρισμός του αυτός ως λόγος ανακοπής με το δικόγραφο αυτής ή αυτό των πρόσθετων λόγων. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε ορθώς τον συγκεκριμένο λόγο ανακοπής ως απαράδεκτο, ώστε και ο σχετικός λόγος της έφεσης (αν θεωρηθεί λόγος) πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
Με το άρθρο 934 του Κ.Πολ.Δ. καθιερώνεται το σύστημα της κατά στάδια προσβολής με ανακοπή του άρθρου 933 Κ.Πολ.Δ. των επί μέρους πράξεων της εκτελεστικής διαδικασίας,. Παρά δε την μεταξύ αυτών αυτοτέλεια των διαδοχικών πράξεων εκτέλεσης, από άποψη τόπου και χρόνου ενέργειας, αυτές συνδέονται οργανικώς και αποτελούν τους συνδετικούς κρίκους της αναγκαστικής εκτέλεσης, ώστε η ανυπαρξία ή η ελαττωματικότητα οποιασδήποτε από τις διατυπώσεις να επιδρά ακυρωτικά στην επόμενη, όμως η ακυρότητα αυτή δεν επέρχεται αυτοδικαίως, αλλά απαιτείται να προσβληθεί με ανακοπή και αυτή, εφόσον υπάρχει ακόμη η από το άρθρο 934 ΚΠολΔ προθεσμία για την προσβολή της, και κηρυχθεί από το δικαστήριο η ακυρότητα της. Για να κηρυχθεί όμως άκυρος ο πλειστηριασμός πρέπει να προσβληθεί με ανακοπή από οποιοδήποτε έχει έννομο συμφέρον εντός της προθεσμίας του άρθρου 934 παρ. 1 περ. γ.` του ΚΠολΔ, άλλως η ακυρότητα αυτού θεραπεύεται. (Ολ. ΑΠ 9/2010, ΑΠ 1119/2011). Εξάλλου κατά το άρθρο 1019 ΚΠολΔ, αν δεν ακολούθησε πλειστηριασμός μέσα σε ένα έτος, αφότου επιβλήθηκε ή αναπλειστηριασμός μέσα σε έξι μήνες από τον πλειστηριασμό, ανατρέπεται, αν το ζητήσει οποιοσδήποτε έχει έννομο συμφέρον, με απόφαση του Ειρηνοδικείου, στην περιφέρεια του οποίου επιβλήθηκε η κατάσχεση, το οποίο δικάζει κατά την διαδικασία των άρθρων 686 επ. Το δικαστήριο γνωστοποιεί χωρίς υπαίτια καθυστέρηση αμέσως την απόφαση στον υπάλληλο του πλειστηριασμού, ο οποίος οφείλει να σταματήσει κάθε περαιτέρω ενέργεια και να ζητήσει να εγγραφεί η σχετική σημείωση στο βιβλίο κατασχέσεως. Η ανατροπή λογίζεται ότι έχει επέλθει ως προς όλους, αφότου δημοσιευθεί η απόφαση. Με τη διάταξη αυτή, εισάγεται ο θεσμός της ανατροπής της κατασχέσεως, εφόσον ο πλειστηριασμός δεν γίνει μέσα στο καθοριζόμενο από αυτήν χρονικό διάστημα, με σκοπό την επίσπευση της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως, την αποφυγή της παρελκύσεώς της από τον επισπεύδοντα, που ενδεχομένως αδρανεί, και την αποτροπή της μακροχρόνιας δεσμεύσεως των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη. Η ανατροπή της κατασχέσεως δεν επέρχεται αυτοδικαίως, αλλά απαγγέλλεται με δικαστική απόφαση του Ειρηνοδικείου του τόπου εκτέλεσης που δικάζει με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων. (ΑΠ 1508/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Άμεση συνέπεια της εκδιδόμενης αποφάσεως, που έχει διαπλαστικό χαρακτήρα, είναι η κατάργηση της εκτελεστικής διαδικασίας ex nunc, δηλαδή για το μέλλον, από το χρόνο έκδοσης της απόφασης, ενώ οι έννομες συνέπειες αυτής έως τότε διατηρούνται. Μόνη η απλή πάροδος της προθεσμίας του άρθρου 1019 δεν καθιστά την κατάσχεση άκυρη, η οποία συνεχίζει να αναδίδει κανονικά τις συνεπειές της ως την έκδοση της περί ανατροπής απόφασης, τυχόν δε διενεργηθείς πλειστηριασμός παρά την πάροδο της προθεσμίας, αλλά πριν από την έκδοση της απόφασης περί ανατροπής του, είναι καθ΄όλα έγκυρος. Σε περίπτωση δε που η δικαστική απόφαση ανατροπής απαγγελθεί μετά τη διεξαγωγή του, ο πλειστηριασμός διατηρεί κανονικά τα αποτελέσματά του, η δε ανατροπή της κατάσχεσης είναι άνευ αντικειμένου, καθώς με την διενέργεια του πλειστηριασμού έχει καταργηθεί η κατάσχεση, εκτός αν συντρέχουν προϋποθέσεις αναπλειστηριασμού (Μπρίνιας Αναγκαστική Εκτέλεσις, τόμος Ε, άρθρο 1019 σ.2206 – 2208, Γέσιου Φαλτσή Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτέλεσης 1998 τόμος ΙΙ σ. 306, Βαθρακοκοίλης ΚΠολΔ, άρθρο 1019 αρ. 27). Yποστηρίζεται όμως και η άποψη ότι η κατάσχεση καθίσταται ανενεργής μόνο μετά την καταβολή του πλειστηριάσματος, που ματαιώνει τον αναπλειστηριασμό, ώστε αν η καταβολή δεν γίνει έως την ανατροπή της κατάσχεσης, ο (προγενέστερος αυτής) πλειστηριασμός είναι έγκυρος, αλλά ανενεργής, καθώς επανακάμπτει το πράγμα στην εξουσία διαθέσεως του οφειλέτη και ματαιώνεται οριστικά η δυνατότητα του υπερθεματιστή να το αποκτήσει (Κεραμεύς ανατροπή της κατασχέσεως μετά την διεξαγωγή του πλειστηριασμού και εμπράγματη τύχη του εκπλειστηριασθέντος γνωμοδότηση και με ίδια επικεφαλίδα Γεωργιάδης Αρμ. 1987. 291 και 660 αντίστοιχα). Ο ανακόπτων στην προκείμενη περίπτωση με τον δεύτερο λόγο της ανακοπής του, τον οποίο επαναφέρει με το τρίτο λόγο της έφεσής του, ισχυρίζεται ότι η κατάσχεση δυνάμει της οποίας έλαβε χώρα ο πλειστηριασμός ανατράπηκε με απόφαση του Ειρηνοδικείου Πειραιώς (234/2014) η οποία δημοσιεύθηκε μετά τη διενέργεια του πλειστηριασμού, όμως είχε ασκήσει την σχετική αίτησή του και επιδώσει στον επισπεύδοντα πριν γίνει αυτός, ώστε ο πλειστηριασμός να είναι ελαττωματικός, εφόσον τα αποτελέσματα της απόφασης ανατρέχουν στο χρόνο κατάθεσης της αίτησης. Εφόσον όμως η έκδοση της απόφασης περί ανατροπής της κατασχέσεως δεν είχε δημοσιευθεί πριν την διενέργεια του πλειστηριασμού, αυτός με βάση τα όσα προεκτέθηκαν, διατηρεί κανονικά τις συνέπειές του. Μόνη δε η εκκρεμοδικία της αίτησης ανατροπής δεν καθιστά τον διενεργηθέντα πλειστηριασμό άκυρο, ούτε αναστέλλει την εκτελεστική διαδικασία, για την οποία απαιτείται υποβολή χωριστής αίτησης και έκδοση προσωρινής διαταγής, την οποία δεν επικαλείται ο ανακόπτων, ούτε προκύπτει από τα διαδικαστικά έγγραφα της δίκης. Δεν επικαλείται περαιτέρω ο ανακόπτων αν το πλειστηρίασμα καταβλήθηκε από τον επισπεύδοντα πριν ή μετά την απόφαση ανατροπής της κατάσχεσης. ¨Όπως δε προκύπτει από τα έγγραφα της δικογραφίας την 02-07-2014 διενεργήθηκε ο ένδικος πλειστηριασμός, (βλ. την με αριθμό ………/02-07-2014 έκθεση αναγκαστικού πλειστηριασμού ακινήτου της συμβολαιογράφου Αθηνών …………) και το ακίνητο κατακυρώθηκε στην δεύτερη, μονοπρόσωπη εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία “…………….», η οποία και κατέβαλε νομίμως κι εμπροθέσμως το πλειστηρίασμα (βλ. από την με αριθμό ………../11-07-2014 περίληψη κατακυρωτικής εκθέσεως ακινήτου της ως άνω συμβολαιογράφου και καταχωρήθηκε νόμιμα στο κτηματολογικό φύλλο του εκπλειστηριασθέντος ακινήτου με ΚΑΕΚ ………… την 17-07-2014 (βλ. το με αριθμό …………../17-07-2014 πιστοποιητικό καταχώρησης εγγραπτέας πράξης). Την 24-07-2014 δημοσιεύθηκε η υπ’αριθμ. 234/2014 απόφαση του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, που διέταξε την ανατροπή της κατάσχεσης, όμως την άνω ημερομηνία είχε όχι μόνο διενεργηθεί ο πλειστηριασμός, αλλά επιπλέον είχε καταβληθεί το πλειστηρίασμα και είχε περιέλθει το ακίνητο στην κυριότητα της επισπεύδουσας. Ενόψει των ανωτέρω η απόφαση ανατροπής της κατάσχεσης ήταν χωρίς έννομες συνέπειες, ώστε ο σχετικός λόγος ανακοπής έπρεπε να απορριφθεί ως μη νόμιμος. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε τον λόγο αυτό ως ουσιαστικά αβάσιμο το δε δευτεροβάθμιο Δικαστήριο έχει την εξουσία από το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα να ερευνήσει τη νομιμότητα του λόγου της ανακοπής, εφόσον ο εκκαλών παραπονείται για την απόρριψή του. Σημειώνεται ότι στην περίπτωση αυτή δεν επιτρέπεται η, σύμφωνα με το άρθρο 534 του ΚΠολΔ, αντικατάσταση αιτιολογίας, αφού οδηγεί αυτή σε διαφορετικό αποτέλεσμα (ΑΠ 356/2013, ΑΠ 1686/2010, ΑΠ 298/2010, ΑΠ 778/2009, ΑΠ 1951/2007, ΑΠ 1493/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Κατά συνέπεια θα πρέπει να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση, να διακρατηθεί η ανακοπή ως προς τον παρόντα λόγο ανακοπής και να απορριφθεί αυτός ως νόμω αβάσιμος. Κατόπιν αυτών θα πρέπει αφού γίνει δεκτή η έφεση και ως ουσιαστικά βάσιμη, να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση στο σύνολό της (για όλους τους λόγους ανακοπής) για λόγους ενότητας να διακρατηθεί η επίδικη ανακοπή από το παρόν Δικαστήριο και να απορριφθεί αυτή. Σε βάρος του εκκαλούντος θα πρέπει να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή του σχετικού νομίμου αιτήματός τη(άρθρα 106, 176, 183, 189 παρ. 1 και 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ, 69 παρ. 1 Ν. 4194/2013 «Κώδικας Δικηγόρων»), κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό. Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η απόδοση του κατατεθέντος από τον εκκαλούντα με αρ. ………….. e – παράβολο, σειράς Α’, παραβόλου άσκησης έφεσης του Δημοσίου, ποσού εκατό (100,00) ευρώ (άρθρο 495 αριθ. 3 Κ.Πολ.Δ.), δεδομένου ότι εφόσον έγινε δεκτή έστω εν μέρει δεκτή η έφεση και εξαφανίστηκε εν όλω ή εν μέρει η απόφαση, ο διάδικος που το άσκησε θεωρείται, για την τύχη του κατατεθέντος παραβόλου, νικήσας, κατ’ άρθρο 495 του Κ.Πολ.Δ. (εφόσον η νίκη του καταθέσαντος το παράβολο πρέπει να κρίνεται σε σχέση με το διατακτικό της απόφασης που εκδίδεται επί του ενδίκου μέσου) και δικαιούται να του επιστραφεί, ανεξαρτήτως αν η τελική κρίση του δικαστηρίου επί της ουσίας της υπόθεσης είναι ή όχι ευνοϊκή γι’ αυτόν (Α.Π. 532/2016 Τ.Ν.Π ΝΟΜΟΣ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσίαν την έφεση κατά της 3125/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (τακτικής διαδικασίας).
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του παραβόλου της έφεσης με αρ. ……………….
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την άνω εκκαλούμενη απόφαση.
ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 09.10.2014 (αρ. εκ.καταθ. …………./2014) ανακοπή, και τον από 09.03.2015 (αρ. εκθ. κατ. …………/2015) πρόσθετο λόγο αυτής.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του εκκαλούντος τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων, των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600,00) ευρώ για τον καθένα.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του παραβόλου της έφεσης στον καταθέσαντα εκκαλούντα.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, την 2-9-2021.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ