ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από το Δικαστή Ιωάννη Αποστολόπουλο Εφέτη, τον οποίο όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Δικαστηρίου τούτου, και από τη Γραμματέα Τ.Λ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του την …………….. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται νομίμως από τον Υπουργό Οικονομικών (Α.Φ.Μ. ………..), ο οποίος κατοικοεδρεύει στην Αθήνα (οδός …………….), το οποίο εκπροσωπήθηκε από τη δικαστική πληρεξούσια του Ν.Σ.Κ. Δέσποινα Ντουρντουρέκα, με δήλωση κατ’ άρθρον 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ.
ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: ……………… η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Αργυρώ Φρατζέσκου, με δήλωση κατ’ άρθρον 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ.
Η εφεσίβλητη– ενάγουσα άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 6-11-2013 (υπ’ αριθ. …../13-11-2013 έκθεσης κατάθεσης) αγωγή της κατά του εκκαλούντος– εναγομένου. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε, η υπ’ αριθ. 2940/2018 απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (που διορθώθηκε με την υπ’ αριθ. 391/2019 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου), με την οποία έγινε δεκτή η ανωτέρω αγωγή. Κατόπιν, το εκκαλούν– εναγόμενο, με την από 8-3-2019 (υπ’ αριθ. …/…/15-3-2019 έκθεσης κατάθεσης) έφεσή του προσέβαλε την προαναφερθείσα πρωτόδικη απόφαση. Η ανωτέρω έφεση, με την από 1-4-2019 πράξη, προσδιορίσθηκε να δικαστεί στην αναφερθείσα στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και αφού γράφτηκε στο πινάκιο, συζητήθηκε.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης η δικαστική πληρεξούσια (Ν.Σ.Κ.) του εκκαλούντος και η πληρεξούσια δικηγόρος της εφεσίβλητης, οι οποίες παραστάθηκαν με την ανωτέρω δήλωση, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν, αντιστοίχως.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη έφεση, η οποία στρέφεται κατά της υπ’ αριθ. 2940/2018 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς(όπως αυτή διορθώθηκε με την υπ’ αριθ. 391/2019 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου), που εκδόθηκε, κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων, επί της από 6-11-2013 (υπ’ αριθ. ……../13-11-2013 έκθεσης κατάθεσης) αγωγής της ενάγουσας και ήδη εφεσίβλητης κατά του εναγομένου και ήδη εκκαλούντος, έχει ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και εμπροθέσμως (άρθρα 495 παρ. 1 και 2, 499, 511, 513 παρ. 1 εδ. β΄, 516 παρ. 1, 517 εδ. α΄, 518 παρ. 2 και 520 παρ. 1 του ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά την τροποποίηση με το ν. 4335/2015), ενόψει του ότι οι διάδικοι δεν επικαλούνται την επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης, ούτε προκύπτει αυτή από κάποιο στοιχείο, σε συνδυασμό με το ότι η έφεση ασκήθηκε εντός προθεσμίας που δεν υπερβαίνει τα δύο έτη από τη δημοσίευση της εκκαλούμενης απόφασης. Σημειωτέον ότι δεν απαιτείται η κατάθεση από το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο του προβλεπόμενου από το άρθρο 495 παρ. 2 του ΚΠολΔ παραβόλου (άρθρο 19 παρ. 1 του κ.δ. της 26-6/10-7-1944 «περί κώδικος των νόμων περί των δικών του Δημοσίου», που διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΚΠολΔ). Επομένως, πρέπει η υπό κρίση έφεση να γίνει τυπικώς δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ), κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, που εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση.
Με την προαναφερθείσα αγωγή (όπως αυτή παραδεκτά διορθώθηκε κατ’ άρθρο 224 ΚΠολΔ), η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη εξέθεσε ότι, δυνάμει τόσο του υπ’αριθ. ………../15-11-1961 συμβολαίου αγοραπωλησίας του συμβολαιογράφου Αθηνών …………., νομίμως μεταγραφέντος, όσο και με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, απέκτησε κατά πλήρη κυριότητα από τον προηγούμενο κύριο, …………., ένα οικόπεδο έκτασης 118,95 τ.μ., μετά της επ’ αυτού ισόγειας οικίας, που βρίσκεται στη θέση «Δραπετσώνα» του Δήμου Κερατσινίου Αττικής, εντός σχεδίου πόλεως, τα όρια του οποίου αναφέρονται αναλυτικώς, εμφαινόμενο στο από Φεβρουάριο του 2012 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού …………, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα σ’ αυτή (αγωγή). Ότι, κατά τη διαδικασία κτηματογράφησης της αντίστοιχης περιοχής και την έναρξη του κτηματολογίου στο Δήμο Κερατσινίου Αττικής, στις 11-6-2007, το εν λόγω ακίνητο έλαβε ΚΑΕΚ …………, πλην όμως καταχωρήθηκε, ανακριβώς, με δικαιούχο κυριότητας το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο, θέτοντας το σχετικό δικαίωμα κυριότητάς της υπό αμφισβήτηση. Επίσης, βάσει των προεκτεθέντων, η ενάγουσα, επικαλούμενη έννομο συμφέρον από την προσβολή του ανωτέρω εμπραγμάτου δικαιώματός της, λόγω της ανωτέρω ανακριβούς εγγραφής, ζήτησε : α) να αναγνωριστεί πλήρης και αποκλειστική κυρία του εν λόγω οικοπέδου υπό ΚΑΕΚ ………… και β)να διαταχθεί η αντίστοιχη με την αναγνώριση αυτή διόρθωση της ανακριβούς αρχικής εγγραφής στο κτηματολογικό φύλλο του ανωτέρω ακινήτου, ώστε να καταχωρηθεί η ενάγουσα ως δικαιούχος κυριότητας. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, δέχθηκε την ανωτέρω αγωγή, ως ουσιαστικά βάσιμη, κατά τη βάση της περί του παραγώγου τρόπου κτήσης της σχετικής κυριότητας, αναγνώρισε την ενάγουσα ως κυρία του ένδικου ακινήτου και διέταξε τη διόρθωση της σχετικής ανακριβούς εγγραφής στα οικεία κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Κερατσινίου Αττικής, με την καταχώρηση της ενάγουσας ως δικαιούχου πλήρους κυριότητας, σε ποσοστό 100%, δυνάμει του υπ’ αριθ. ……../15-11-1961 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Αθηνών ……….., νομίμως μεταγραφέντος. Κατά της απόφασης αυτής του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, παραπονείται το εναγόμενο και ήδη εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο με την υπό κρίση έφεσή του για τους διαλαμβανόμενους σ’ αυτήν λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, και ζητεί την εξαφάνισή της, ώστε να απορριφθεί, στο σύνολό της, η ανωτέρω αγωγή, όπως ειδικότερα εκτίθεται στην έφεση.
Ι. Στο άρθρο 1 του ν. 4223/2013, στον οποίο προβλέφθηκε η επιβολή του Ενιαίου Φόρου Ιδιοκτησίας Ακινήτων (ΕΝ.Φ.Ι.Α.), ορίζεται ότι: «1. Από το έτος 2014 και για κάθε επόμενο έτος επιβάλλεται Ενιαίος Φόρος Ιδιοκτησίας Ακινήτων (ΕΝ.Φ.Ι.Α.) στα δικαιώματα της παραγράφου 2 του παρόντος, σε ακίνητα που βρίσκονται στην Ελλάδα και ανήκουν σε Φυσικά ή Νομικά Πρόσωπα ή κάθε είδους νομικές οντότητες την 1η Ιανουαρίου κάθε έτους. 2. Ο ΕΝ.Φ.Ι.Α. επιβάλλεται στα εμπράγματα δικαιώματα της πλήρους κυριότητας, της ψιλής κυριότητας, της επικαρπίας, της οίκησης και της επιφανείας επί του ακινήτου … Εξαιρετικά, επιβάλλεται και στο δικαίωμα της νομής ή οιονεί νομής, της κατοχής, …» , στο άρθρο 2 αυτού ορίζεται ότι «1. Υποκείμενο του ΕΝ.Φ.Ι.Α. είναι κάθε πρόσωπο ή οντότητα του άρθρου 1, ανάλογα με το δικαίωμα και το ποσοστό του, και ειδικότερα: α) Αυτός που αποκτά δικαίωμα σε ακίνητο από οποιαδήποτε αιτία, από την ημερομηνία σύνταξης του οριστικού συμβολαίου κτήσης ή από την ημερομηνία τελεσιδικίας της δικαστικής απόφασης με την οποία αναγνωρίζεται δικαίωμα ή καταδικάζεται ο δικαιοπάροχος σε δήλωση βουλήσεως … ζ) Ο νομέας επιδίκου ακινήτου. Αν το ακίνητο εκνικηθεί με τελεσίδικη απόφαση, ο ΕΝ.Φ.Ι.Α., που καταβλήθηκε, δεν επιστρέφεται … 3. Ο πλήρης κύριος υποχρεούται στην καταβολή του συνολικού ΕΝ.Φ.Ι.Α. που βαρύνει το ακίνητο κατά το ποσοστό συνιδιοκτησίας του …». Επίσης, στη διάταξη του άρθρου 9 παρ. 2 του ν. 4223/2013, όπως αυτή ήδη τροποποιήθηκε με το άρθρο 3 παρ. γ` αριθ. 5 του ν. 4254/2014, ορίζεται ότι «Μετά το άρθρο 54 του Ν. 4174/2013 προστίθεται νέο άρθρο 54Α που έχει ως εξής: «Άρθρο 54Α Υποχρεώσεις τρίτων για τον Ενιαίο Φόρο Ιδιοκτησίας Ακινήτων. 1.Είναι αυτοδικαίως άκυρη κάθε υποσχετική ή εκποιητική δικαιοπραξία με την οποία συστήνονται, μεταβάλλονται, αλλοιώνονται ή μεταβιβάζονται, από οποιαδήποτε αιτία δικαιώματα επί ακινήτου ή παρέχεται δικαίωμα προσημείωσης ή υποθήκης σε αυτό, αν δεν μνημονεύεται και δεν επισυνάπτεται από το Συμβολαιογράφο στο συμβόλαιο που συντάσσει, πιστοποιητικό της Φορολογικής Διοίκησης, με το οποίο πιστοποιείται ότι το ίδιο ακίνητο, με τα ίδια στοιχεία, περιλαμβάνεται στη δήλωση Ενιαίου Φόρου Ιδιοκτησίας Ακινήτων, καθώς και ότι ο φορολογούμενος έχει καταβάλει, ή νόμιμα απαλλαγεί από τον ΕΝ.Φ.Ι.Α. για το συγκεκριμένο ακίνητο και έχει καταβάλει τις ληξιπρόθεσμες δόσεις, έχει ρυθμίσει ή έχει νόμιμα απαλλαγεί από τον ΕΝ.Φ.Ι.Α. για τα υπόλοιπα ακίνητα, για τα οποία είναι υπόχρεος για τα πέντε (5) προηγούμενα έτη. Αυτοδικαίως άκυρος είναι ο συμβολαιογραφικός τίτλος και για τη σύνταξη κατακυρωτικής έκθεσης επί εκούσιου πλειστηριασμού … 3. Εάν δεν είναι δυνατή η επισύναψη στο συμβολαιογραφικό έγγραφο του πιστοποιητικού του ΕΝ.Φ.Ι.Α. της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού για τα πέντε (5) προηγούμενα της μεταβίβασης έτη, επισυνάπτεται για τα υπόλοιπα έτη το πιστοποιητικό του άρθρου 48 του Ν. 3842/2010 (Α΄ 58) με το οποίο πιστοποιείται ότι το ίδιο ακίνητο, με τα ίδια στοιχεία, περιλαμβάνεται στη δήλωση φόρου ακίνητης περιουσίας (Φ.Α.Π.), καθώς και ότι ο φορολογούμενος έχει καταβάλει το Φ.Α.Π. για το συγκεκριμένο ακίνητο και ότι έχει καταβάλει τις ληξιπρόθεσμες δόσεις του Φ.Α.Π. ή έχει ρυθμίσει το Φ.Α.Π. για τα υπόλοιπα ακίνητα, για τα οποία είναι υπόχρεος για τα προηγούμενα έτη … 5. Είναι απαράδεκτη η συζήτηση ενώπιον Δικαστηρίου εμπράγματης αγωγής επί ακινήτου, πλην της μονομερούς εγγραφής υποθήκης ή προσημείωσης υποθήκης ή της άρσης κατάσχεσης, αν δεν προσκομισθεί από τον υπόχρεο σε ΕΝ.Φ.Ι.Α., το πιστοποιητικό των παραγράφων 1 και 3 του άρθρου αυτού». Ωστόσο, η τελευταία αυτή διάταξη, περί απαραδέκτου της συζητήσεως εμπράγματης αγωγής, που είναι προφανές ότι είναι φορολογικής φύσης, θίγει, παραβιάζει και έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών (Ε.Σ.Δ.Α.) και τις διατάξεις των άρθρων 17, 20 και 25 του Συντάγματος (δικαίωμα της ιδιοκτησίας, δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας και αρχή της αναλογικότητας). Ειδικότερα, στο άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος, το οποίο συνάδει και με το άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, κατοχυρώνεται το θεμελιώδες δικαίωμα του πολίτη για παροχή έννομης προστασίας από τα Δικαστήρια, αποτελεί δε θεμελιώδη αρχή του κράτους δικαίου. Οι δικονομικές λεπτομέρειες που είναι επιτρεπτό να καθορίζει κάθε κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν επιτρέπεται να καθιστούν πρακτικώς αδύνατη ή δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων των πολιτών. Εξάλλου, στο άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, που κυρώθηκε μαζί με τη Σύμβαση με το άρθρο πρώτο του ΝΔ 53/1974 ορίζεται ότι «Παν Φυσικόν ή Νομικόν Πρόσωπον δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του. Ουδείς δύναται να στερηθή της ιδιοκτησίας αυτού ει μη δια λόγους δημοσίας ωφελείας και υπό τους προβλεπόμενους υπό του Νόμου και των γενικών αρχών του Διεθνούς Δικαίου όρους. Αι προαναφερόμεναι διατάξεις δεν θίγουσι το δικαίωμα παντός Κράτους όπως θέση εν ισχύϊ νόμους ους ήθελε κρίνει αναγκαίον προς ρύθμισιν της χρήσεως αγαθών συμφώνως προς το δημόσιον συμφέρον ή προς εξασφάλισιν της καταβολής φόρων ή άλλων εισφορών ή προστίμων». Με τις διατάξεις αυτές, με τις οποίες κατοχυρώνεται ο σεβασμός της περιουσίας του προσώπου, αναγνωρίζεται παράλληλα η εξουσία των Κρατών προς επιβολή φόρων και θέσπιση μέτρων προς εξασφάλιση της καταβολής τους. Τα Κράτη διαθέτουν ευρύτατη εξουσία ως προς τον προσδιορισμό των φόρων και τους τρόπους εισπράξεως τους κατ’ εκτίμηση των πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών ζητημάτων τους. Ωστόσο, εφόσον η επιβολή φορολογίας αποτελεί επέμβαση στην περιουσία του προσώπου, πρέπει η σχετική ρύθμιση να αποτελεί μια δίκαιη ισορροπία μεταξύ των απαιτήσεων του δημοσίου συμφέροντος και των επιταγών προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων υπό την έννοια της ύπαρξης αναλογίας μεταξύ χρησιμοποιουμένων μέσων και επιδιωκομένων σκοπών, ενόψει μάλιστα και της, κατά το χρόνο θέσπισης της ως άνω φορολογικής διάταξης, ιδιαιτέρως δυσμενούς οικονομικής συγκυρίας (συνεχούς μείωσης μισθών και συντάξεων και επιβολής αλλεπαλλήλων φορολογικών βαρών επί εισοδημάτων και περιουσιών). Ο δικονομικός φραγμός, που τίθεται από τις προαναφερθείσες διατάξεις, ήδη σε πρώιμο στάδιο της διαδικασίας, ενόψει των εν γένει σύγχρονων οικονομικών συνθηκών, σε συνδυασμό με την υφιστάμενη ιδιαίτερη φορολογική επιβάρυνση της ακίνητης περιουσίας των πολιτών, ουσιαστικά στερεί αυτούς της απλής δυνατότητας προσφυγής στο δικαστήριο. Αντιθέτως, το απλό ταμειακό συμφέρον, που προκύπτει από την εφαρμογή των σχετικών διατάξεων, δεν συνιστά λόγο γενικότερου δημοσίου συμφέροντος, για τον οποίο θα μπορούσε να δικαιολογείται η θέσπιση της προσκόμισης του εν λόγω πιστοποιητικού, ως αναγκαίας προϋπόθεσης του παραδεκτού κάθε εμπράγματης αγωγής. Επιπροσθέτως, στην περίπτωση αυτή, δεν υφίσταται η προσήκουσα αναλογία, που επιβάλλεται να τηρείται, μεταξύ του νομοθετικώς προστατευόμενου δικαιώματος του ατόμου και του σκοπού που το αντίστοιχο νομοθέτημα εξυπηρετεί. Επομένως, η ανωτέρω ρύθμιση συντελεί απλώς στην άνιση μεταχείριση των πολιτών του, από το ίδιο το κράτος, που τίθεται σε πλεονεκτική θέση έναντι αυτών, εξασφαλίζοντας πρωταρχικώς και κυρίως το δικό του δημοσιονομικό οικονομικό συμφέρον, συρρικνώνοντας το ατομικό δικαίωμα των πολιτών του για την ευχερή πρόσβαση στα δικαστήρια, την οποία θα έπρεπε να εγγυάται και όχι να χρησιμοποιεί τη Δικαιοσύνη και την ευχέρεια προσφυγής σε αυτήν ως μέσο πίεσης για την τακτοποίηση των φορολογικών υποχρεώσεων των πολιτών. Επιπλέον, η επιβολή φόρου ακίνητης περιουσίας, παράλληλα προς υφιστάμενους άλλους φόρους, δεν πρέπει να θίγει τον πυρήνα του δικαιώματος της ιδιοκτησίας και δεν πρέπει να εξαρτά το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα του πολίτη να προσφύγει στη Δικαιοσύνη από τις συγκεκριμένες φορολογικές του υποχρεώσεις. Διαφορετικά, ελλοχεύει ο κίνδυνος ο υπερχρεωμένος ιδιοκτήτης να μην είναι σε θέση να προσκομίσει το ως άνω πιστοποιητικό και η εμπράγματη αγωγή του, με την οποία επιδιώκει να προστατεύσει το δικαίωμα της κυριότητάς του, που του παρέχει άμεση, απόλυτη και καθολική εξουσία επί ακινήτου (άρθρα 973 και 1000 του ΑΚ), να μην εκδικασθεί για λόγους μη ουσιαστικούς, αφού το δικαστήριο δεν θα υπεισέρχεται στην ουσία της ένδικης διαφοράς και έτσι ο πολίτης θα στερείται ουσιαστικώς της εξουσίας να απαγορεύει απολύτως κάθε επέμβαση τρίτου στο ακίνητό του, χωρίς την άδεια του, και θα βρίσκεται εκτεθειμένος και απροστάτευτος απέναντι στην αυθαιρεσία του οποιουδήποτε καταπατητή. Από τα προεκτεθέντα συνάγεται ότι δεν δικαιολογείται η ανωτέρω φορολογικού χαρακτήρα διάταξη, η οποία δεν αφορά στην προστασία των συναλλασσομένων σε σχέση με τα ακίνητα, ούτε συμβάλλει στην παροχή της σχετικής δικαστικής προστασίας, να αποτελεί ειδική διαδικαστική προϋπόθεση μιας εμπράγματης αγωγής και προαπαιτούμενο προκειμένου να εκδοθεί δικαστική απόφαση επί της ουσίας. Άλλωστε, στόχος της δίκης πρέπει να είναι πάντοτε η έκδοση απόφασης επί της ουσίας και οι διαδικαστικές προϋποθέσεις πρέπει να έχουν σκοπό να εξασφαλίσουν την ομαλή και απρόσκοπτη ροή της διαδικασίας και να αποτελούν εγγυήσεις ορθής δικαστικής απόφασης (βλ. ΟλΣτΕ 601/2012 NοB 2012376, ΟλΣτΕ 3087/2011, ΟλΕλΣυν 2006/2008, ΑΠ 293/2014, ΑΠ 1164/2009, ΑΠ 205/2006, ΕφΠειρΜ 459/2020 ΝΟΜΟΣ, ΕφΚρητΜ 19/2016 2016 901).
Στην προκείμενη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο της έφεσης, το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο ισχυρίζεται ότι η αγωγή έπρεπε να απορριφθεί ως απαράδεκτη σύμφωνα με το άρθρο 54Α παρ. 5 του ν. 4174/2013, επειδή δεν προσκομίστηκε από την ενάγουσα το αντίστοιχο πιστοποιητικό περί καταβολής του ΕΝΦΙΑ, για το παραδεκτό της συζήτησής της. Ωστόσο, σύμφωνα με τις προεκτεθείσες σκέψεις (υπό στοιχείο Ι), η ανωτέρω διάταξη (άρθρου54Α παρ. 5 του ν. 4174/2013), έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τα άρθρα 17, 20 και 25 του Συντάγματος, καθώς και με το άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ και δεν πρέπει να εφαρμοστεί. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του, αφού δέχθηκε ότι η ανωτέρω διάταξη αντίκειται στο σύνταγμα και είναι μη εφαρμοστέα, δεν απέρριψε την αγωγή ως απαράδεκτη, δεν έσφαλε, κατά συνέπεια ο περί του αντιθέτου λόγος (1ος) της εφέσεως, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
ΙΙ. Σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. 2 και 3 του ν. 2664/1998 «Εθνικό Κτηματολόγιο» (όπως ίσχυε κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής), σε περίπτωση ανακριβούς πρώτης εγγραφής ως προς το δικαιούχο εμπράγματου δικαιώματος στα κτηματολογικά βιβλία, δηλαδή όταν στο κτηματολογικό φύλλο και συγκεκριμένα στις αρχικές εγγραφές αναγράφεται ως δικαιούχος κυριότητας διαφορετικό πρόσωπο από τον πραγματικό κύριο ή «άγνωστος», μπορεί, όποιος έχει έννομο συμφέρον στρεφόμενος κατά του αναγραφόμενου στο κτηματολογικό φύλλο ως κυρίου ή των καθολικών του διαδόχων και σε περίπτωση που εχώρησε μεταβίβαση και κατά του ειδικού διαδόχου, να ζητήσει την αναγνώριση του προσβαλλόμενου με την ανακριβή εγγραφή δικαιώματος και τη διόρθωση της εγγραφής αυτής. Η εν λόγω αγωγή έχει διττό χαρακτήρα (αναγνωριστικό – διορθωτικό), και περιεχόμενο του αιτήματός της είναι η αναγνώριση του δικαιώματος, που ισχυρίζεται ότι έχει ο ενάγων επί του σχετικού ακινήτου και η διόρθωση της αντίστοιχης ανακριβούς εγγραφής. Η ανωτέρω αγωγή απευθύνεται ενώπιον του αρμοδίου καθ’ ύλην και κατά τόπο (Μονομελούς ή Πολυμελούς) Πρωτοδικείου, δικάζοντος κατά την τακτική διαδικασία (βλ. ΑΠ 277/2019 Επιθ.Ακιν. 2019521). Σημειωτέον, ότι κρίσιμος χρόνος για την ύπαρξη του εμπραγμάτου δικαιώματος που προσβάλλεται με τις ανακριβείς αρχικές εγγραφές, είναι εκείνος της έναρξης του κτηματολογίου στην περιοχή όπου βρίσκεται το ακίνητο, όπως καθορίζεται με σχετική απόφαση του Ο.Κ.Χ.Ε. (βλ. ΕφΑθ 5848/2010 ΕλλΔνη 2011 566).
ΙΙΙ. Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις των από 3 Φεβρουαρίου, 4/16 Ιουνίου και 1 Ιουλίου 1830 πρωτοκόλλων του Λονδίνου, με τα οποία αναγνωρίσθηκε η ανεξαρτησία του Ελληνικού Κράτους και ρυθμίσθηκαν οι σχέσεις του Ελληνικού Δημοσίου ως προς τις περιουσίες των Οθωμανών, σε συνδυασμό με την από 9-7-1932 Συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως, με την οποία αναγνωρίσθηκε η ύπαρξη της Ελλάδας ως ανεξάρτητου Κράτους, το Ελληνικό Δημόσιο απέκτησε την κατοχή βάσει του κυριαρχικού του δικαιώματος επί όλων των κτημάτων των Οθωμανών, τα οποία κατέλαβε και δήμευσε κατά τη διάρκεια του πολέμου, καθώς και εκείνων τα οποία κατά το χρόνο υπογραφής των ανωτέρω πρωτοκόλλων, είχαν εγκαταλειφθεί από τους μέχρι τότε κυρίους τους Οθωμανούς, που αποχώρησαν από τις περιοχές, που αποτέλεσαν το Ελληνικό Κράτος (βλ. ΟλΑΠ 75/1987, ΑΠ 85/2003 ΕλλΔνη 44 1291, ΑΠ 1741/2002 ΕλλΔνη 44 1587, ΑΠ 1812/2001 ΕλλΔνη 43 1432). Ακόμα, στο εμπράγματο δίκαιο, γίνεται λόγος περί αδέσποτων ακινήτων, το νομικό καθεστώς των οποίων ρυθμίζεται από τις διατάξεις των άρθρων 972 ΑΚ και 2 παρ. 1 του ΑΝ 1539/1938, που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 53 του ΕισΝΑΚ, από τις οποίες η μεν πρώτη προβλέπει ότι τα αδέσποτα ακίνητα ανήκουν κατά κυριότητα στο Δημόσιο και η δεύτερη ότι το Δημόσιο θεωρείται νομέας αυτών, έστω και αν δεν έχει ενεργήσει ουδεμία πράξη νομής. Υπό το ισχύον νομικό καθεστώς τα ακίνητα καθίστανται αδέσποτα με την παραίτηση του κυρίου αυτών από την κυριότητά τους, που αναπτύσσει τα αποτελέσματά της μόνο μετά τη μεταγραφή της σχετικής συμβολαιογραφικής δήλωσης παραίτησης. Όμως, κατά το προϊσχύσαν δίκαιο, το άρθρο 16 του νόμου «περί διακρίσεως κτημάτων» της 10-7-1837, ο οποίος καταργήθηκε με το άρθρο 49 του ΕισΝΑΚ, όριζε ότι «όλα τα παρ’ ιδιωτών ή κοινοτήτων μη δεσποζόμενα, δηλαδή όλα τα αδέσποτα υπό των κληρονόμων κτήματα, επί των οποίων δεν υπάρχουν άλλων αποδεδειγμέναι απαιτήσεις, ανήκουν εις το δημόσιον». Ο νόμος αυτός «περί διακρίσεως κτημάτων» τροποποίησε τον προϊσχύσαντα αυτού κανόνα του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, κατά τον οποίο όποιος καταλάμβανε αδέσποτο αποκτούσε την κυριότητά του (Πανδ. 41.1), έτσι, ώστε να μην ήταν απαιτούμενη πλέον η πραγματική κατάληψη των αδέσποτων ακινήτων, προκειμένου να επέλθει κτήση της κυριότητάς τους, νομοθετική μεταβολή που υπαγορεύτηκε από την ανάγκη να καταστεί ευχερής η κτήση από το Δημόσιο της κυριότητας των κτημάτων, τα οποία είχαν τότε εγκαταλειφθεί από τους Οθωμανούς ιδιοκτήτες τους, οι οποίοι αποχώρησαν από την Ελλάδα, λόγω του απελευθερωτικού αγώνα. Συγχρόνως, ο ίδιος νόμος δεν μετέβαλε τις προϋποθέσεις για να καταστεί ένα ακίνητο αδέσποτο, διότι η εγκατάλειψη των κτημάτων από τους Οθωμανούς που αποχώρησαν από την ελεύθερη πλέον Ελλάδα, θεωρούνταν οριστική (χωρίς πρόθεση επιστροφής τους) και επομένως ότι γινόταν με πρόθεση οριστικής παραίτησης από την κυριότητα. Ο νόμος αυτός θέσπιζε, όπως και το άρθρο 972 του ΑΚ, έναν πρωτότυπο τρόπο κτήσης κυριότητας, με συνέπεια από το χρόνο ισχύος του (1837) όλα τα ανωτέρω αδέσποτα ακίνητα να περιέλθουν στο Δημόσιο, ενώ η κυριότητα των λοιπών ακινήτων, δηλαδή είτε αυτών που ήδη ανήκαν στο Ελληνικό Δημόσιο λόγω της κατά τα ως άνω διαδοχής του Οθωμανικού Δημοσίου είτε αυτών που τότε ανήκαν στην κυριότητα των ιδιωτών (Ελλήνων ή Οθωμανών), παρέμεινε ως είχε (βλ. Κ. Παπαδόπουλο «Αγωγές Εμπραγμάτου Δικαίου» εκδ. 1989 τομ. Α’ παρ. 144 σελ. 355 επ., Β. Βαθρακοκοίλη ΕΡΝΟΜΑΚ τομ. Δ’ αρθρ. 1045 αρ. 33 και 34).
Στην προκείμενη περίπτωση, το εκκαλούν, με την έφεση του, επαναφέρει τους και πρωτοδίκως προβληθέντες ισχυρισμούς του περί του ότι το ένδικο ακίνητο έχει περιέλθει στην κυριότητά του: α)δυνάμει της από 9-7-1832 Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως «περί οριστικού διακανονισμού των ορίων της Ελλάδος» και των από 3-2-1830, 4/16-6-1830 και 19-6/1-7-1830 Πρωτοκόλλων του Λονδίνου, λόγω κατάληψης και δήμευσης της σχετικής ευρύτερης εκτάσεως, δηλαδή ως διαδόχου του Τουρκικού Δημοσίου, είτε ως ανήκον σε Οθωμανούς υπηκόους, καθώς και λόγω εγκατάλειψης του από τους τελευταίους, β) άλλως ως δασική έκταση κατά τα άρθρα 1,2,3, του από 17/29-11-1836 Β.Δ «περί ιδιωτικών δασών», αφού οι τυχόν πρώην ιδιοκτήτες του δεν προσήγαγαν εντός της νόμιμης προθεσμίας του τίτλους ιδιοκτησίας τους, γ)βάσει των διατάξεων του Β.Δ. της 3/15-12-1833, ως λιβάδι ή βοσκότοπος, για το οποίο δεν αναγνωρίσθηκε κάποιος ως κύριος δυνάμει έγγραφου τίτλου, δ)λόγω τακτικής ή έκτακτης χρησικτησίας, γιατί νεμόταν ανέκαθεν και εξακολουθεί να νέμεται το ακίνητο αυτό με διανοία κυρίου, καλή πίστη και νόμιμο τίτλο, συνεχώς και αδιαλείπτως από τη σύσταση του Ελληνικού Κράτους μέχρι σήμερα ασκώντας επί αυτού τις αναφερόμενες διακατοχικές πράξεις και ε)με την κατάληψή του ως αδέσποτου κατά την απελευθέρωση δυνάμει του άρθρου 16 του από 21-6/10-7-1837 Νόμου «περί διακρίσεως κτημάτων». Ωστόσο, ο ως άνω υπό στοιχείο α΄ ισχυρισμός, ως προς το μέρος του περί διαδοχής του Οθωμανικού Δημοσίου ή του τέως κυρίου Οθωμανού υπηκόου, είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος, ενόψει του ότι η περιοχή της Αττικής, στην οποία βρίσκεται το ένδικο ακίνητο (Κερατσίνι), δεν κατακτήθηκε από τις ένοπλες δυνάμεις (με τα όπλα), αλλά παραχωρήθηκε στο Ελληνικό Κράτος, την 31η Μαρτίου 1833, βάσει της από 27-6/9-7-1832 Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως, κατόπιν σχετικών συμφωνιών μεταξύ των Ελληνικών και Τουρκικών Αρχών, έτσι, δεν περιήλθε σ’ αυτό (Ελληνικό Δημόσιο) «δια δημεύσεως πολεμικώ δικαιώματι». Επίσης, ο ως άνω υπό στοιχείο α΄ ισχυρισμός, ως προς το μέρος του περί εγκαταλείψεως αυτού από τους τέως κύριους Οθωμανούς υπηκόους, και ο ως άνω υπό στοιχείο ε΄ περί του χαρακτήρα του εν λόγω ακινήτου ως αδέσποτου, καθώς και ο ως άνω υπό στοιχείο δ΄ ως προς το μέρος του περί τακτικής χρησικτησίας, αυτοί είναι απορριπτέοι ως αόριστοι, διότι το εκκαλούν – εναγόμενο δεν επικαλείται τα αναγκαία για την θεμελίωση αυτών περιστατικά και ειδικότερα δεν προσδιορίζει τα στοιχεία του Οθωμανού υπηκόου τέως κυρίου του ενδίκου ακινήτου, ούτε τον ακριβή χρόνο της επικληθείσας εγκατάλειψης της νομής του ακινήτου από τον μέχρι τότε κύριο με πρόθεση παραιτήσεως από του δικαιώματος κυριότητας, επιπροσθέτως, δεν επικαλείται σχετικό νόμιμο ή νομιζόμενο τίτλο. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του, απέρριψε (έστω και χωρίς ειδική αιτιολογία) τους ως άνω (υπό στοιχεία α΄ , ε΄ και δ΄ εν μέρει) ισχυρισμούς, δεν έσφαλε, κατά συνέπεια, ο περί του αντιθέτου λόγος (3ος) της εφέσεως, κατά το αντίστοιχο μέρος του, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Αντιθέτως, οι υπόλοιποι ως άνω ισχυρισμοί περί ιδίας κυριότητας του εκκαλούντος Ελληνικού Δημοσίου είναι νόμιμοι και πρέπει να εξετασθούν κατ’ ουσίαν.
VI. Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 62 παρ. 1 του ν. 998/1979 οποιοσδήποτε επικαλείται ή αξιώνει δικαίωμα εμπράγματο ή μη επί των δασών, των δασικών εκτάσεων ή των αναφερόμενων στο άρθρο 74 του νόμου αυτού εδαφών, οφείλει να αποδείξει την ύπαρξη του δικαιώματος του. Με τη διάταξη αυτή, δηλαδή, εισάγεται διαδικαστικό προνόμιο υπέρ του Δημοσίου το οποίο συνίσταται στην απαλλαγή του από το βάρος απόδειξης της ιδίας του κυριότητας επί των δασών, δασικών εκτάσεων κ.α. και μετατίθεται το βάρος απόδειξης στον επικαλούμενο υπέρ αυτού δικαίωμα κυριότητας. Επίσης, με τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 και 3 του Β.Δ. της 17/29-11-1836 «περί ιδιωτικών δασών» αναγνωρίσθηκε η κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου στις εκτάσεις που αποτελούν δάση, εκτός από εκείνες οι οποίες πριν από τον αγώνα της ανεξαρτησίας κατέχονταν νόμιμα από ιδιώτες και για τις οποίες οι σχετικοί οθωμανικοί τίτλοι «ιδιοκτησίας» θα αναγνωρίζονταν από την Γραμματεία των Οικονομικών κατόπιν υποβολής τους μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία ενός έτους από τη δημοσίευση του εν λόγω διατάγματος που είχε ισχύ νόμου. Ακόμη, στο άρθρο 24 παρ.1 του Συντάγματος, όπως αναθεωρήθηκε με το ψήφισμα της 6ης Απριλίου 2001 της Ζ΄ Αναθεωρητικής Βουλής, ορίζονται τα εξής: «Η προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος αποτελεί υποχρέωση του Κράτους και δικαίωμα του καθενός … Νόμος ορίζει τα σχετικά με την προστασία των δασών και γενικά των δασικών εκτάσεων … Απαγορεύεται η μεταβολή του προορισμού των δασών και των δημοσίων δασικών εκτάσεων, εκτός εάν προέχει για την Εθνική Οικονομία η αγροτική εκμετάλλευση ή άλλη τους χρήση που την επιβάλλει το δημόσιο συμφέρον». Επιπλέον, στο άρθρο 3 του ν.998/1979 «Περί προστασίας των δασών και των δασικών εν γένει εκτάσεων της χώρας», όπως οι παράγραφοι 1 έως 5 του άρθρου αυτού αντικαταστάθηκαν από την παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 3208/2003 «Προστασία των δασικών οικοσυστημάτων, κατάρτιση δασολογίου, ρύθμιση εμπραγμάτων δικαιωμάτων επί δασών και δασικών εν γένει εκτάσεων και άλλες διατάξεις», ορίζονται τα εξής: «1 … 5. Στις διατάξεις του παρόντος νόμου υπάγονται και τα εντός των πόλεων και των οικιστικών περιοχών πάρκα και άλση, καθώς και οι εκτάσεις που κηρύσσονται ή έχουν κηρυχθεί με πράξη της αρμόδιας αρχής ως δασωτέες ή αναδασωτέες. 6. Δεν υπάγονται οπωσδήποτε εις τας διατάξεις του παρόντος νόμου: α) … β) … γ)… δ)… ε) Αι περιοχαί δια τας οποίας υφίστανται εγκεκριμένα έγκυρα σχέδια πόλεως ή καταλαμβάνονται υπό οικισμών προϋφισταμένων του έτους 1923 ή πρόκειται περί οικοδομήσιμων εκτάσεων των οικιστικών περιοχών του ν. 947/1979 και στ) …». Στο άρθρο 4 παρ. 2 του ίδιου νόμου ορίζεται ότι «Από της απόψεως της θέσεως των δασών και δασικών εκτάσεων εν σχέσει προς τους χώρους ανθρώπινης εγκαταστάσεως και δραστηριότητος, διακρίνονται: α)Πάρκα και άλση εντός των πόλεων ή των οικιστικών περιοχών…» και στο άρθρο 49 παρ. 1 ότι «Τα εντός εγκεκριμένου σχεδίου πόλεως ή πολεοδομικής ζώνης ή εντός οικιστικής περιοχής υφιστάμενα πάρκα, άλση και δενδροστοιχίαι, … δεν δύνανται να μεταβάλουν προορισμόν ή χρήσιν». Περαιτέρω, στο άρθρο 9 παρ. 2 του ν. 3208/2003 ορίζεται ότι «Απαγορεύεται η μεταβολή του προορισμού των δασών και των εν γένει δασικών εκτάσεων, δημοσίων και ιδιωτικών, εκτός εάν προέχει για την εθνική οικονομία η αγροτική εκμετάλλευση ή άλλη τους χρήση που την επιβάλλει το δημόσιο συμφέρον κατά τις ειδικές προβλέψεις της εν γένει δασικής νομοθεσίας». Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, ως πάρκα ή άλση, που βρίσκονται σε περιοχές εντός εγκεκριμένων σχεδίων πόλεων και υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 24 του Συντάγματος και των διατάξεων του ν. 998/1979, θεωρούνται οι αντίστοιχοι χώροι που προβλέπονται από το ισχύον στην περιοχή ρυμοτομικό σχέδιο ως κοινόχρηστοι χώροι πρασίνου. Οι ανωτέρω προστατευτικές των δασών και δασικών εκτάσεων συνταγματικές και νομοθετικές διατάξεις δεν καταλαμβάνουν, κατά συνέπεια, χώρους, οι οποίοι χαρακτηρίζονται στο οικείο ρυμοτομικό σχέδιο ως οικοδομήσιμοι, έστω και αν η τυχόν υφιστάμενη επ’ αυτών βλάστηση θα δικαιολογούσε, ενδεχομένως, την εισαγωγή ρυμοτομικής ρυθμίσεως περί χαρακτηρισμού των ως κοινοχρήστων χώρων πρασίνου. Και τούτο, διότι για να θεωρηθεί μια ρυμοτομική ρύθμιση ως μη ισχύουσα, δεν αρκεί η συνδρομή λόγων που θα δικαιολογούσαν ή θα επέβαλαν την άρση της, αλλά απαιτείται, σύμφωνα άλλωστε και με γενική αρχή του διοικητικού δικαίου, η έκδοση αντίθετης πράξης από την αρμόδια διοικητική αρχή (βλ. ΑΠ 487/2014, ΕφΠατρΜ 370/2020 άπασες εις ΝΟΜΟΣ).
Στην προκείμενη περίπτωση, από την επανεκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα αποδείξεως, που εξετάσθηκε ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, η οποία περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη απόφαση πρακτικά του ίδιου Δικαστηρίου, και όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, που οι διάδικοι νομίμως προσκομίζουν και επικαλούνται είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε ως δικαστικά τεκμήρια, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει του υπ’ αριθ. ………./15-11-1961 πωλητηρίου συμβολαίου του συμβολαιογράφου Αθηνών ………, νομίμως μεταγραφέντος στα οικεία βιβλία του υποθηκοφυλακείου Πειραιώς(σε τόμο … και με α.α. …), η ενάγουσα (………..) αγόρασε από το ……….., ένα οικόπεδο κείμενο στο Δήμο Κερατσινίου Αττικής, επί της οδού ….., εντός σχεδίου πόλης, έκτασης 120 τ.μ., συνορευόμενο ανατολικώς με ιδιοκτησία πωλητή (…….), δυτικώς με ιδιοκτησία ………, βορείως με ιδιοκτησία ……….. και νοτίως με την οδό Τυμφρηστού. Επίσης, δυνάμει του ανωτέρω συμβολαίου, μεταβιβάσθηκε στην ενάγουσα η κυριότητα του εν λόγω οικοπέδου από τον προαναφερθέντα πωλητή, δοθέντος ότι ο τελευταίος, δικαιοπάροχός της ενάγουσας, ήταν κύριος του ακινήτου αυτού, το οποίο περιλαμβάνεται σε μείζονα έκταση εμβαδού 852 τ.μ., δυνάμει της υπ’αριθ. ……/15-5-1961 πράξης αποδοχής κληρονομιάς του ιδίου προαναφερθέντος συμβολαιογράφου, νομίμως μεταγραφείσης στα οικεία βιβλία του υποθηκοφυλακείου Πειραιώς (σε τόμο …. και με α.α. …), με την οποία αυτός (δικαιοπάροχός της ενάγουσας) είχε αποδεχθεί την κληρονομιά του θανόντος αδελφού του ………. Ακόμη, ο τελευταίος (…… .) είχε αγοράσει το ως άνω ακίνητο από τον …..και την ………., δυνάμει του υπ’αριθ. …./19-6-1957 πωλητηρίου συμβολαίου νομίμως μεταγραφέντος στα οικεία βιβλία του υποθηκοφυλακείου Πειραιά (σε τόμο …. και με α.α. ….). Όπως προκύπτει από την υπ’αριθ.πρωτ. …./22-11-2017 βεβαίωση της Διεύθυνσης Υπηρεσίας Δόμησης- Τμήμα Πολεοδομικών Εφαρμογών του Δήμου Κερατσινίου – Δραπετσώνας Αττικής, το ένδικο ακίνητο, που βρίσκεται εντός οικοδομικού τετραγώνου περικλειόμενου από τις οδούς ……………. της Δημοτικής Ενότητας του Κερατσινίου Αττικής, είχε ενταχθεί στο σχέδιο πόλης ως οικόπεδο, ήδη από το έτος 1935,με το από 31.8.1935 (ΦΕΚ 393Α/5-9-1935) Διάταγμα ρυμοτομίας της Δημοτικής Ενότητας Κερατσινίου και την από 13-9-1959 (ΦΕΚ 223Α/16-10-1959) τροποποίησή του. Επιπλέον, με επιμέλεια και ενέργειες της ενάγουσας, εκδόθηκε η υπ’ αριθ. ……./25-10-1966 άδεια του γραφείου Πολεοδομίας Πειραιώς, δυνάμει της οποίας η τελευταία (ενάγουσα) προέβη, με δαπάνες της, στην κατασκευή επί του εν λόγω οικοπέδου, ισόγειας οικίας εμβαδού 97 τ.μ., την οποία συνέδεσε νομίμως με παροχές κοινής ωφέλειας και την οποία αυτή (ενάγουσα) έκτοτε νέμεται, αδιαλείπτως, εκμεταλλευόμενη οικονομικώς αυτήν με την εκμίσθωση της προς τρίτους, μάλιστα, περιέλαβε την ιδιοκτησία της αυτή στις σχετικές φορολογικές δηλώσεις της. Επιπροσθέτως, με εντολή της ενάγουσας το ένδικο ακίνητο αποτυπώθηκε, υπό στοιχεία ΑΒΓΔΕΑ, στο από Φεβρουάριο του 2012 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού …………, ως άρτιο και οικοδομήσιμο οικόπεδο με έκταση 118,95 τ.μ.. Ως εκ τούτου, η ενάγουσα υπήρξε καλόπιστη κυρία του εν λόγω ακινήτου, έναντι κάθε τρίτου φυσικού ή νομικού προσώπου, δοθέντος ότι αυτή προέβη στην ως άνω νόμιμη κτήση της κυριότητάς του, η οποία ουδέποτε αμφισβητήθηκε. Ωστόσο, κατά τη διαδικασία κτηματογράφησης της ανωτέρω περιοχής και την έναρξη του σχετικού κτηματολογίου, στις 11-6-2007, με τη μεταφορά από τους κτηματολογικούς πίνακες στις αρχικές εγγραφές των κτηματολογικών βιβλίων, το ένδικο ακίνητο, κείμενο επί της οδού ………., καταχωρήθηκε, υπό ΚΑΕΚ ………….. και με έκταση 119 τ.μ., με δικαιούχο κυριότητας το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο.Περαιτέρω, στις βεβαιώσεις υπ’αριθ. πρωτ. ………./19-11-2014 του Τμήματος Δασικών Χαρτογραφήσεων της Διεύθυνσης Δασών Πειραιώς και υπ’αριθ. ………/20-1-2015 του Δασαρχείου Πειραιώς, αναφέρεται ότι το ένδικο ακίνητο εμπίπτει σε ευρύτερη δασική έκταση, με κωδικό ΔΑ 1048 (δασική έκταση στις αεροφωτογραφίες του 1945 – άλλης μορφής έκταση σήμερα), αποτελεί μέρος του όρους Αιγάλεω και αποτελεί τμήμα ευρύτερης δασικής επιφάνειας, που περιλαμβάνεται στην υπ’ αριθ. 108424/1934 απόφαση κήρυξης αναδασωτέας του Υπουργού Γεωργίας για την προστασία του Λεκανοπεδίου Αττικής, προς τούτο δε ο Γενικός Γραμματέας Περιφέρειας Αττικής, κατά τη σχετική διαδικασία κτηματογράφησης είχε υποβάλλει την υπ’αριθ.κατάθεσης ………./16-9-2002 δήλωση ιδιοκτησίας του ν.2308/1995 για τις δημόσιες δασικές εκτάσεις του ΟΤΑ Κερατσινίου, για τις οποίες (όπως αναγράφεται στην ανωτέρω υπ’ αριθ. πρωτ. ………./19-11-2014 βεβαίωση) «… ισχύει το Μαχητό Τεκμήριο Κυριότητας του Δημοσίου σύμφωνα με τη Δασική Νομοθεσία». Ωστόσο, όπως προαναφέρθηκε, ήδη από το έτος 1935, το ένδικο ακίνητο είχε ενταχθεί στο σχετικό σχέδιο πόλης ως οικόπεδο. Ως εκ τούτου, από την ένταξη του ένδικου ακινήτου στο σχέδιο πόλεως, σε συνδυασμό με το ότι το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο δεν ισχυρίστηκε, για το εν λόγω ακίνητο, ότι σύμφωνα με το ισχύον πολεοδομικό σχέδιο πρόκειται για κοινόχρηστο χώρο ή χώρο πρασίνου, ούτε προέκυψε από κάποιο στοιχείο τούτο, σύμφωνα με τις προεκτεθείσες σκέψεις (υπό στοιχείο IV), δεν υπάγεται στις ανωτέρω διατάξεις του ν.998/1979 «Περί προστασίας των δασών και των δασικών εν γένει εκτάσεων της Χώρας», στις οποίες προβλέπεται διαδικαστικό προνόμιο υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου, συνιστάμενο στην απαλλαγή του από το βάρος απόδειξης της ιδίας του κυριότητας επί των δασών, δασικών εκτάσεων κ.α..Εξάλλου, η ανωτέρω υπ’ αριθ. πρωτ. ………./19-11-2014 βεβαίωση συνοδεύεται από το απόσπασμα του δασικού χάρτη Δήμου Κερατσινίου (φύλλο χάρτη 4640-42000/5), σε υπόβαθρο ορθοφωτοχάρτη έτους λήψης 2007 – 2009, στο οποίο το ένδικο ακίνητο εντοπίζεται μεν στην ως άνω δασική έκταση, με κωδικό ΔΑ 1048, εμφαίνεται, όμως, εντός πυκνά δομηθείσας και οικοπεδοποιηθείσας περιοχής. Επιπλέον, όσον αφορά στα όμορα ακίνητα του ενδίκου, τα οποία εμφαίνονται στο ως άνω απόσπασμα δασικού χάρτη να περιλαμβάνονται ως μέρος της ίδιας ως άνω έκτασης (με κωδικό ΔΑ ….), κατά τη σχετική διαδικασία κτηματογράφησης, δηλαδή μετά τον έλεγχο των εμπραγμάτων δικαιωμάτων και των τίτλων ιδιοκτησίας, αυτά καταχωρήθηκαν, κατά τις αρχικές εγγραφές στα οικεία βιβλία του αντίστοιχου κτηματολογίου με φερόμενους δικαιούχους φυσικά πρόσωπα ιδιώτες, με τίτλους κτήσης συμβολαιογραφικές πράξεις, και όχι το Ελληνικό Δημόσιο, παρά την υποβολή σχετικής δήλωσης ιδιοκτησίας εκ μέρους του. Ειδικότερα, κατά τις ως άνω κτηματολογικές εγγραφές, το όμορο στο ένδικο προς τα δυτικά ακίνητο, με ΚΑΕΚ ………., φέρεται να ανήκει κατά πλήρη κυριότητα στην …………, δυνάμει του υπ’αριθ. ………/13-7-1961 συμβολαίου πώλησης του συμβολαιογράφου Αθηνών ………. νομίμως μεταγραφέντος, το όμορο στο ένδικο προς τα ανατολικά ακίνητο, με ΚΑΕΚ ……., φέρεται ως ανήκον στην ………., δυνάμει της υπ’αριθ. ……/7-10-1988 πράξης σύστασης διηρημένης ιδιοκτησίας της συμβολαιογράφου Αθηνών ………. νομίμως μεταγραφείσης, και το όμορο στο ένδικο προς τα βόρεια ακίνητο, με ΚΑΕΚ ………, φέρεται ως ανήκον κατά πλήρη κυριότητα στον …….., δυνάμει του υπ’αριθ. ……/15-6-1989 συμβολαίου πώλησης της συμβολαιογράφου Πειραιώς ………, νομίμως μεταγραφέντος. Ακόμη, πρέπει να σημειωθεί ότι, κατά τις ανωτέρω εγγραφές, το ακίνητο με ΚΑΕΚ ……….., που κείται στην ίδια ως άνω περιοχή, στη συμβολή των οδών …………. και …………, έκτασης 135 τ.μ., καταχωρήθηκε ως ανήκον στην πλήρη και αποκλειστική κυριότητα της ενάγουσας, δυνάμει του προαναφερθέντος συμβολαίου (υπ’ αριθ. ……../15-11-1961), όμως το ακίνητο αυτό, ανήκει στο Ελληνικό Δημόσιο, όπως και τα όμορα αυτού ακίνητα, τα οποία φέρονται στα κτηματολογικά φύλλα με δικαιούχο το Ελληνικό Δημόσιο υπό ΚΑΕΚ ………, ΚΑΕΚ ……… και ΚΑΕΚ …….., που έχει ανεγερθεί σχολικό κτήριο και στεγάζει το …° Νηπιαγωγείο Κερατσινίου και το … Ειδικό Δημοτικό σχολείο Κερατσινίου. Επιπροσθέτως, η προαναφερθείσα κρίση περί του ως άνω δικαιώματος κυριότητας της ενάγουσας, δεν αναιρείται από τις ανωτέρω βεβαιώσεις της Διεύθυνσης Δασών Πειραιώς, ενόψει του ότι δεν προσκομίζονται οι αεροφωτογραφίες της σχετικής περιοχής του έτους 1945, στις οποίες, όπως αναφέρεται στηνυπ’ αριθ. πρωτ. ………/19-11-2014βεβαίωση της Διεύθυνσης αυτής, το εν λόγω ακίνητο φέρεται να συμπεριλαμβάνεται εντός ευρύτερης δασικής εκτάσεως, αφού μόνον η ανωτέρω αναφορά δεν αρκεί για την απόδειξη του δασικού χαρακτήρα του εν λόγω ακινήτου, καθόσον αυτή δεν συνοδεύεται από σχετική αεροφωτογραφία μετά φωτοερμηνείας, η οποία να προσδιορίζει τα τυχόν επ’ αυτής δασοπονικά είδη και το ποσοστό κάλυψής της με αντίστοιχη βλάστηση. Αντιθέτως, όπως προαναφέρθηκε, το ένδικο ακίνητο περιλαμβάνεται σε περιοχή, η οποία εν γένει έχει οικοδομηθεί κυρίως με κατοικίες, και ευρίσκεται σ’ αυτήν το ανωτέρω σχολικό κτήριο. Ακόμη, πρέπει να σημειωθεί ότι, η έκδοση από τα αρμόδια Όργανα του Ελληνικού Δημοσίου του ως άνω διατάγματος για τη ρυμοτόμηση της σχετικής περιοχής, θεωρουμένης προφανώς της εκτάσεως αυτής ως οικιστικής, και η χορήγηση στη συνέχεια σχετικών οικοδομικών αδειών για τη δόμηση της και την κατάρτιση αντίστοιχων δικαιοπραξιών, επί σημαντικό χρονικό διάστημα, ενισχύει ότι αυτή είχε χαρακτήρα οικιστικό, και όχι δασικό ή χορτολιβαδικό, όπως αβασίμως ισχυρίζεται το εναγόμενο με τους σχετικούς λόγους (2ο και 3ο υπό στοιχείο β΄ και γ΄) της εφέσεως. Τέλος, δεν αποδείχθηκε από κάποιο στοιχείο ότι το εναγόμενο διενήργησε επί του ενδίκου ακινήτου διακατοχικές πράξεις, όπως αυτό αβασίμως ισχυρίζεται με το σχετικό λόγο της εφέσεως (3ο υπό στοιχείο δ΄), αντιθέτως, όπως προαναφέρθηκε, η ενάγουσα προέβη με δικές της δαπάνες και εν γένει επιμέλεια στην ανωτέρω έκδοση οικοδομικής άδειας, στην κατασκευή της σχετικής ισόγειας οικίας, στη σύνταξη τοπογραφικού διαγράμματος του ακινήτου αυτού, το οποίο εκμίσθωσε προς τρίτους και το περιέλαβε στις σχετικές φορολογικές δηλώσεις της, καθώς και της σύνδεσης του με τις παροχές κοινής ωφελείας, ασκώντας την εν γένει εποπτεία επί της αντίστοιχης ιδιοκτησίας της. Από τα προαναφερθέντα προκύπτει ότι η ενάγουσα, κατά το έτος 1961,δυνάμει του ως άνω παραγώγου τρόπου, απέκτησε κατά κυριότητα το ένδικο ακίνητο, κατά συνέπεια, η ως άνω κτηματολογική εγγραφή με την οποία το εν λόγω ακίνητο καταχωρήθηκε με δικαιούχο κυριότητας το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο είναι ανακριβής και προσβάλλει το ως άνω δικαίωμα κυριότητας της ενάγουσας. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του, δέχθηκε την ανωτέρω αγωγή, ως ουσιαστικά βάσιμη, κατά τη βάση της περί του παραγώγου τρόπου κτήσης της σχετικής κυριότητας, αναγνώρισε την ενάγουσα ως κυρία του ένδικου ακινήτου και διέταξε τη διόρθωση της σχετικής ανακριβούς εγγραφής στα οικεία κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Κερατσινίου Αττικής, με την καταχώρηση της ενάγουσας ως δικαιούχου πλήρους κυριότητας σε ποσοστό 100%, δυνάμει του υπ’ αριθ. ……/15-11-1961 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Αθηνών …………, νομίμως μεταγραφέντος, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και την εφαρμογή του νόμου, καθώς και την εκτίμηση των αποδείξεων, κατά συνέπεια οι περί του αντιθέτου λόγοι της εφέσεως είναι απορριπτέοι.
Κατ’ ακολουθίαν των προεκτεθέντων, πρέπει, συμπληρουμένης της αιτιολογίας της εκκαλούμενης αποφάσεως με αυτήν της παρούσας αποφάσεως (άρθρο 534 ΚΠολΔ), η ένδικη έφεση να απορριφθεί στο σύνολο της ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη. Τέλος, η δικαστική δαπάνη, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, πρέπει να συμψηφισθεί στο σύνολο της μεταξύ των διαδίκων, λόγω του ότι η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν ήταν ιδιαιτέρως δυσχερής (άρθρα 179 και 183 του ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται τυπικώς και απορρίπτει την έφεση κατ’ ουσίαν.
Συμψηφίζει τη δικαστική δαπάνη των διαδίκων, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά στις 3-9-2021 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους, τη δικαστική πληρεξούσια (Ν.Σ.Κ.) του εκκαλούντος και την πληρεξούσια δικηγόρο της εφεσίβλητης.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ