ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(4o τμήμα)
Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Δημήτριο Καβαλλάρη, Εφέτη, που ορίστηκε από τον προϊστάμενο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Εφετείου Πειραιώς και τη Γραμματέα Τ.Λ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ………….., για να δικάσει τις υποθέσεις, μεταξύ :
ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ – ΑΝΤΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: ……………..που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο Δικηγόρο της Θεόδωρο Κυριακόπουλο – Κόλλια (με δήλωση κατ΄άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ).
ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ – ΑΝΤΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: ………………… που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια Δικηγόρο της Αλεξάνδρα Κρεμιζά (με δήλωση κατ΄άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ).
Ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος – αντεκκαλών, ………….. άσκησε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς την από 15.01.2018 και με αρ. καταθ. ………/2018 αγωγή του και η ενάγουσα ………… την από 16.11.2018 και με αρ. καταθ. …………./2018 αντίθετη αγωγή στο ίδιο Δικαστήριο. Επί των αγωγών αυτών, που συνεκδικάσθηκαν, εκδόθηκε η με αρ. 3041/2019 απόφαση του ανωτέρω δικαστηρίου, με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η πρώτη και απορρίφθηκε η δεύτερη. Την απόφαση αυτή προσέβαλε η εκκαλούσα ……… ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου με την από 12.11.2019 και με αρ. καταθ. ………../2019 έφεσή της και ο αντεκκαλών ………. με την από 2.11.2020 και με αρ. καταθ. …………/2020 αντέφεση, των οποίων δικάσιμος ορίστηκε αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.
Κατά τη συζήτηση των υποθέσεων, αφού συνεκφωνήθηκαν από το πινάκιο, οι πληρεξούσιοι Δικηγόροι των διαδίκων, αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη από 12.11.2019 και με αρ. καταθ. ……../2019 έφεση που εκδόθηκε κατά της με αρ. 3041/2019 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών από την οικογένεια γάμο και έγγαμη συμβίωση, έχει ασκηθεί κι εμπρόθεσμα, νομότυπα στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (άρθρα 495 επ., 511, 516 ΚΠολΔ), καθώς δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης (άρθρα 495 παρ. 1, 2, 496, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 1, 520 παρ. 1 και 591 παρ.1 του ΚΠολΔ), ενώ δεν υφίσταται υποχρέωση καταβολήςς παραβόλου, όπως ρητά ορίζει η διάταξη του άρθρου 495 § .3Γ εδ. τελ. ΚΠολΔ. Είναι συνεπώς παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθεί ως προς την καθώς βασιμότητα των λόγων της. Εξάλλου ο εφεσίβλητος άσκησε την από 12.11.2019 και με αρ. καταθ. ………./2019 αντέφεση, η οποία είναι παραδεκτή, αφού κατατέθηκε με δικόγραφο στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου πρίν από 30 ημέρες από τη συζήτηση της έφεσης (άρθρα 592 και 523 ΚΠολΔ).Πρέπει συνεπώς να ερευνηθεί και αυτή ως προς τη βασιμότητά της, συνεκδικαζόμενη με την έφεση (άρθρο 246 ΚΠολΔ).
Κατά το άρθρο 1439 παρ. 1 του ΑΚ «Καθένας από τους συζύγους μπορεί να ζητήσει το διαζύγιο, όταν οι μεταξύ τους σχέσεις έχουν κλονισθεί τόσο ισχυρά, από λόγο που αφορά το πρόσωπο του εναγομένου ή και των δύο συζύγων, ώστε βάσιμα η εξακολούθηση της έγγαμης σχέσης να είναι αφόρητη για τον ενάγοντα». Με τη διάταξη αυτή καθιερώνεται, ως λόγος διαζυγίου, ο αντικειμενικός κλονισμός της έγγαμης σχέσης χωρίς να απαιτείται το στοιχείο της υπαιτιότητας για να δύναται να ζητηθεί το διαζύγιο. Έτσι ο ενάγων, για τη θεμελίωση και παραδοχή της αγωγής του, θα πρέπει να επικαλεσθεί και αποδείξει ότι ο γάμος έχει κλονισθεί από ορισμένα γεγονότα που αναφέρονται στο πρόσωπο του εναγόμενου ή και των δύο συζύγων, με την έννοια της ύπαρξης αιτιώδους συνδέσμου ανάμεσα στα αντικειμενικώς πρόσφορα κλονιστικά της έγγαμης σχέσης γεγονότα και στο πρόσωπο του εναγομένου συζύγου του ή και των δύο και ότι ο κλονισμός είναι τόσο ισχυρός, ώστε βασίμως η εξακολούθηση της έγγαμης συμβίωσης να έχει καταστεί γι` αυτόν αφόρητη. Αν το κλονιστικό γεγονός αφορά και τους δύο συζύγους, το προς διάζευξη δικαίωμα γεννάται ανεξαρτήτως από το ποιόν από τους δύο βαρύνει περισσότερο η ύπαρξή του και από το αν υπάρχει υπαιτιότητα στο πρόσωπο του ενός μόνο. Αν, όμως, το κλονιστικό γεγονός συνδέεται αποκλειστικώς με το πρόσωπο του ενάγοντος, δεν γεννάται υπέρ αυτού δικαίωμα διάζευξης, με βάση την ως άνω διάταξη του άρθρου 1439 § 1 ΑΚ. Το ότι για τη λύση του γάμου είναι πλέον αδιάφορο αν ο κλονισμός οφείλεται σε υπαίτιο ή ανυπαίτιο κλονιστικό γεγονός, σημαίνει ότι στη δίκη διαζυγίου δε δικαιολογείται σε καμία πλευρά έννομο συμφέρον για την έρευνα της υπαιτιότητας, το δε δεδικασμένο της διαπλαστικής απόφασης του διαζυγίου δεν εκτείνεται σε ζητήματα υπαιτιότητας σε καμία περίπτωση, ούτε και στη δίκη διατροφής μετά το διαζύγιο, όπως προβλέπει το άρθρο 1442 ΑΚ, ενόψει της διάταξης του άρθρου 1444 § 1 ΑΚ. Αντικείμενο δε της δίκης διαζυγίου είναι όχι η δικαστική διάγνωση του λόγου διαζυγίου, που δικαιολογεί την απαγγελία του διαζυγίου, αλλά το διαπλαστικό αποτέλεσμα της λύσης του γάμου (ΑΠ 730/2019, ΑΠ 921/2018, ΑΠ 428/2016, ΑΠ 1228/2015, ΕφΑθ 467/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επομένως στην περίπτωση συνεκδίκασης αντίθετων αγωγών διαζυγίου, με τις οποίες καθένας από τους συζύγους ζητεί τη λύση του γάμου για ισχυρό κλονισμό της έγγαμης σχέσης από λόγο που αφορά το πρόσωπο του άλλου συζύγου, αν η μία από αυτές (αγωγές) γίνει δεκτή και η άλλη απορριφθεί, ο διάδικος του οποίου η αγωγή απορρίφθηκε δεν έχει έννομο συμφέρον, κατά τα άρθρα 68 και 516 ΚΠολΔ, να ασκήσει έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης και να ζητήσει την εξαφάνισή της, με σκοπό να απορριφθεί η αγωγή του αντιδίκου του και να γίνει δεκτή η δική του αγωγή, καθώς η έννομη συνέπεια που και αυτός επιδίωξε με την αγωγή του, δηλαδή η λύση του γάμου, στην οποία εμμένει, έχει ήδη επέλθει, και, ως εκ τούτου, το εκατέρωθεν υποβληθέν αίτημα δικαστικής διάπλασης έχει ικανοποιηθεί με την απαγγελία διαζυγίου, έστω και με βάση διάφορα περιστατικά, που συγκροτούν όμως τον ίδιο λόγο, ήτοι τον αντικειμενικό κλονισμό του γάμου (ΑΠ 921/2018, ΑΠ 599/2015, ΑΠ 50/2013, ΑΠ 1242/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 491/2010 ΝοΒ 2011.947, ΕφΑθ 480/2020, ΕφΑθ 467/2018, ΕφΑθ 217/2018, ΕφΘεσ 354/2019, ΕφΠειρ 208/2016, ΕφΠειρ 741/2015 δημοσιευμένες στην ΝΟΜΟΣ). Τέλος από τις διατάξεις των άρθρων 68, 73 και 532 ΚΠολΔ προκύπτει ότι το έννομο συμφέρον αποτελεί διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης και η συνδρομή του ερευνάται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, η δε έλλειψή του συνεπάγεται την απόρριψη του ενδίκου μέσου ως απαράδεκτου (ΑΠ 471/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 613/2020).
Στην προκείμενη περίπτωση, ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος – αντεκκαλών, ……………. με την από 15.01.2018 και με αρ. καταθ. …………../2018 (α) αγωγή του ζητούσε να λυθεί ο γάμος του με την εναγόμενη σύζυγό του λόγω ισχυρού κλονισμού της έγγαμης σχέσης από περιστατικά που αφορούσαν αποκλειστικά το πρόσωπο αυτής και να αναγνωριστεί επιπλέον (αφού περιόρισε το καταψηφιστικό του αίτημα σε αναγνωριστικό, άρθρο 223 ΚΠολΔ) ότι η ίδια οφείλει να του καταβάλει ως χρηματική του ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης, που υπέστη από τα ειδικότερα αναφερόμενα στην αγωγή κλονιστικά περιστατικά, που συνιστούσαν ταυτόχρονα και προσβολή της προσωπικότητάς του, το ποσό των 67.000 €. Η ενάγουσα ………. με την από 16.11.2018 και με αρ. καταθ. …………/2018 αντίθετη (β) αγωγή στο ίδιο Δικαστήριο ζητούσε να λυθεί ο μεταξύ τους γάμος με τον σύζυγό της ………….. λόγω ισχυρού κλονισμού της έγγαμης σχέσης από περιστατικά που αφορούσαν αποκλειστικά το πρόσωπο του. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του, αφού συνεκδίκασε αντιμωλία των διαδίκων τις παραπάνω αγωγές, έκανε εν μέρει δεκτή την (α) αγωγή, απαγγέλλοντας τη λύση του γάμου μεταξύ των διαδίκων και αναγνώρισε επιπλέον την υποχρέωση της εναγόμενης να καταβάλλει στον ενάγοντα το ποσό των 5.000 €, ενώ απέρριψε την (β) αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται με την έφεσή της η εκκαλούσα ………………., για κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση, στο σύνολό της, τόσο κατά τη διάταξή της, με την οποία αναγνωρίστηκε χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, όσο και αυτής περί λύσης του γάμου, με την οποία κρίθηκε ότι επήλθε ισχυρός κλονισμός της έγγαμης συμβίωσης από περιστατικά που αφορούσαν το πρόσωπό της.
Εξάλλου ο εφεσίβλητος και ήδη αντεκκαλών ………….. παραπονείται ως προς το κεφάλαιο χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, που εκκαλείται με την έφεση, για την μερική μόνο ικανοποίηση του αιτήματός του με την απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και την απόρριψή του κατά τα λοιπά. Ωστόσο, με δεδομένο ότι με την εκκαλούμενη απόφαση κατά παραδοχή εν μέρει της (α) αγωγής έχει απαγγελθεί ήδη η λύση του γάμου των διαδίκων, δεν υπάρχει έννομο συμφέρον κατά τα άρθρα 68, 516 παρ.2 και 556 παρ.2 Κ.Πολ.Δ στην εκκαλούσα …………… να ζητήσει την εξαφάνιση της απόφασης κατά το κεφάλαιό της, ζητώντας να γίνει δεκτή η αγωγή αυτής και να κριθεί ότι ο γάμος λύθηκε από λόγους που αφορούσαν μόνο το πρόσωπο του εναγόμενου (ήδη εφεσίβλητου), αφού η έννομη συνέπεια που και αυτή επιδίωξε με την αγωγή της, δηλαδή η λύση του γάμου, στην οποία εμμένει, έχει ήδη επέλθει, ώστε το εκατέρωθεν υποβληθέν αίτημα δικαστικής διαπλάσεως έχει ήδη ικανοποιηθεί. Το γεγονός δε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση περιέχει δυσμενείς για την εκκαλούσα (ενάγουσα – εναγόμενη) αιτιολογίες, δεν έχει καμία δυσμενή επίδραση στις έννομες σχέσεις της, ώστε να δικαιολογείται έννομο συμφέρον για άσκηση του ενδίκου μέσου της έφεσης, αφού, όπως εκτέθηκε στην ίδια ως άνω νομική σκέψη, από τις αιτιολογίες αυτές, που δεν έχουν προσόντα διατακτικού, δεν δημιουργείται δεδικασμένο. Κατόπιν αυτών ο πρώτος λόγος της έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος.
Κατά την διάταξη του άρθρου 216 εδ. α’ ΚΠολΔ, η αγωγή, εκτός από τα στοιχεία που ορίζονται στα άρθρα 118 ή 117, πρέπει να περιέχει: α) σαφή έκθεση των γεγονότων που την θεμελιώνουν, σύμφωνα με το νόμο και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, χωρίς την επίκληση των οποίων δεν είναι εφικτή η διάγνωση της επιδίκου σχέσεως, β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς, γ) ορισμένο αίτημα. Η αναγραφή των περιστατικών αυτών είναι απαραίτητη για να μπορέσει ο μεν εναγόμενος ν’ αμυνθεί, το δε Δικαστήριο να κρίνει τη νομική βασιμότητα της αγωγής. Η έλλειψη των στοιχείων αυτών καθιστά την αγωγή αόριστη και κατά συνέπεια απορριπτέα ως απαράδεκτη, η αοριστία δε αυτή με την έννοια της ποιοτικής ή ποσοτικής αοριστίας, δεν μπορεί να θεραπευτεί ούτε με τις προτάσεις ούτε με παραπομπή στο περιεχόμενο άλλου εγγράφου. Περαιτέρω, κατά τις διατάξεις των άρθρων 914, 297, 298, 932 του ΑΚ η αδικοπρακτική ευθύνη για τη θεμελίωση υποχρέωσης προς αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, από δόλο ή αμέλεια, επέλευση περιουσιακής ζημίας και ηθικής βλάβης, καθώς και ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της, περιουσιακού ή μη χαρακτήρα, ζημίας. Επίσης, αδικοπραξία, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, αποτελεί και η παράνομη ιδιοποίηση ξένου κινητού πράγματος, όπως και χρηματικού ποσού, που περιήλθε οπωσδήποτε στην κατοχή του δράστη, σύμφωνα με το άρθρο 375 παρ. 1 του ΠΚ. Εξάλλου με την διάταξη του άρθρου 1394 εδ. β Α.Κ. “Σε περίπτωση διακοπής της συμβίωσης, ο καθένας από τους συζύγους δικαιούται να παραλάβει τα κινητά που του ανήκουν, ακόμη και αν τα χρησιμοποιούσαν και οι δύο ή και μόνος ο άλλος σύζυγος. Υποχρεούται όμως να παραχωρήσει στον άλλο σύζυγο τη χρήση των οικιακών αντικειμένων που του είναι απολύτως απαραίτητα για τη χωριστή του εγκατάσταση, αν το επιβάλλουν οι περιστάσεις για λόγους επιεικείας. Στην έννοια των κινητών πραγμάτων νοούνται και τα χρήματα που ήταν αποθηκευμένα στον κοινό οίκο των διαδίκων. Τέλος το δευτεροβάθμιο δικαστήριο λόγω του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης (άρθρο 522 του ΚΠολΔ), έχει τη δυνατότητα να ερευνήσει, προτού ακόμη εξαφανίσει την εκκαλουμένη απόφαση, εφόσον ο εκκαλών παραπονείται για άλλο λόγο (λ.χ. για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων), το παραδεκτό, το ορισμένο, το νόμω βάσιμο αυτής και χωρίς ειδικό παράπονο να την απορρίψει, ως απαράδεκτη, αόριστη ή μη νόμιμη (ΑΠ 258/2015, ΑΠ 92/2015 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), με τις διακρίσεις που επιβάλλονται από τη λειτουργία του δεδικασμένου (άρθρο 322 του ΚΠολΔ) και την αρχή της απαγόρευσης της έκδοσης επιβλαβέστερης απόφασης για τον εκκαλούντα (άρθρο 536 § 1 του ΚΠολΔ). Έτσι, επί εφέσεως του εναγομένου, αν η αγωγή είναι αβάσιμη κατά νόμο, αόριστη ή απαράδεκτη και έγινε πρωτοδίκως δεκτή στο σύνολό της ή εν μέρει, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο μπορεί και χωρίς την υποβολή ειδικού παραπόνου να εξετάσει αυτεπάγγελτα τις ελλείψεις, αρκεί να ζητεί την απόρριψή της ο εναγόμενος, αφού με τον τρόπο αυτό δεν καθίσταται χειρότερη η θέση του (ΕφΠειρ 136/2015 ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΠειρ 97/2019, Σαμουήλ Σαμουήλ η έφεση 2003 αρ.851-852 σελ.332). Στην προκείμενη περίπτωση, ο ενάγων ………… εξέθετε μεταξύ άλλων στο δικόγραφο της αγωγής του, ως προς το δεύτερο σκέλος αυτής, αξίωσης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, ότι η εναγόμενη εν διαστάσει σύζυγός του, τις ημέρες αποχώρησής του από τη συζυγική οικία, αφαίρεσε ολόκληρο το αποταμιευθέν κατά τη διάρκεια του γάμου τους χρηματικό ποσό των 120.000 €, μέρος του οποίου περίπου 85.000 € τηρείτο αρχικά σε κοινούς λογαριασμούς των διαδίκων και είχαν αναλάβει το έτος 2015 με την επιβολή των «capital controls» και περίπου 35.000 € αποταμίευσαν μετά το άνω διάστημα. Ότι η εναγόμενη ανέλαβε όλο το ποσό, παρά την αντίθετη συμφωνία των διαδίκων ότι κανείς δεν θα λάμβανε οποιοδήποτε ποσό, πριν συμφωνήσουν για τον τρόπο διανομής του κι έκτοτε αρνείται να τον πληροφορήσει για την τύχη του και να του αποδώσει το αναλογούν σ΄αυτόν ποσοστό του 50 %. Η συμπεριφορά αυτή της εναγόμενης δε πληρεί τις προϋποθέσεις της αδικοπρακτικής ευθύνης, καθώς δεν αναφέρεται σαφώς ποιό τμήμα των χρημάτων αυτών ανήκε στον ενάγοντα, αλλά ότι δεν είχε καθορισθεί ο τρόπος διανομής αυτών, που οδηγεί στο συμπέρασμα ότι αυτά ανήκαν και στους δύο διαδίκους. Ο ενάγων ισχυρίζεται ότι το αναλογούν ποσοστό του ήταν 50 %, όμως ενόψει των όσων προηγήθηκαν, εξάγεται ότι ζητά το ποσοστό αυτό γιατί δεν υπήρξε συμφωνία για την κατανομή τους. Η εναγόμενη συνεπώς με το να αναλάβει το σύνολο των χρημάτων ενήργησε αντισυζυγικά (και αντισυμβατικά σε άλλη περίπτωση), όμως καθώς τα χρήματα ήταν κοινά των διαδίκων, (ήταν κυρία και η ίδια αυτών) δεν διέπραξε το αδίκημα της υπεξαίρεσης, εκτός του ότι οφείλει να καταβάλει το ανάλογο ποσοστό αυτών στον ενάγοντα, ο οποίος έχει αξίωση σε βάρος της κατά τις διατάξεις του ενοχικού δικαίου. Αντίστοιχα και σε ανάληψη του συνόλου των χρημάτων από κοινό τραπεζικό λογαριασμό δεν διαπράττεται το αδίκημα της υπεξαίρεσης, αλλά ο δικαιούχος έχει ενοχική αξίωση για την απόδοση του ποσοστού του και σε περίπτωση δε έλλειψης μιας τέτοιας συμφωνίας, του ημίσεως των χρημάτων (ΑΠ 1022/2019, ΑΠ 529/2015, ΑΠ 380/2006, ΕφΠειρ 136/2021). Συνακόλουθα, αφού δεν αναφέρεται σαφώς ότι η εναγόμενη παρακράτησε με πρόθεση παράνομης ιδιοποίησης χρήματα που ανήκαν ατομικά στον ενάγοντα (και το ποσό τους) η αξίωση αυτού χρηματικής ικανοποίησης κατά το δεύτερο σκέλος αυτής ποσού 20.000 € έπρεπε να απορριφθεί ως αόριστη. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε αυτή ορισμένη και νόμιμη έσφαλε. Κατόπιν αυτών μετά από αυτεπάγγελτη έρευνα του παρόντος Δικαστηρίου, στα πλαίσια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης και αφού η εκκαλούσα ………… παραπονείται ως προς το κεφάλαιο αυτό για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, θα πρέπει να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση ως προς το αίτημα αυτής χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης κατά το δεύτερο σκέλος αυτής και να απορριφθεί η αγωγή κατά το σκέλος αυτό ως αόριστη.
Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων, που εξετάσθηκαν στο ακροατήριο του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (βλ. πρακτικά συνεδρίασης αυτού), όλα τα έγγραφα, τα οποία οι διάδικοι νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται, μεταξύ των οποίων και η υπ’ αριθ. ………/2017 ένορκη βεβαίωση της μάρτυρος του ενάγοντος – εναγομένου που ελήφθη ενώπιον του συμβολαιογράφου Πειραιά, …….. ., επ’ ευκαιρία άλλης δίκης ασφαλιστικών μέτρων μεταξύ των ίδιων διαδίκων και λαμβάνεται υπόψη ως δικαστικό τεκμήριο (βλ. ΑΠ 1312/2019, ΑΠ 1506/2003 σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), αποδείχθηκαν ως προς την αξίωση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Οι διάδικοι τέλεσαν νόμιμο πολιτικό γάμο στις 12-6-2009, στο Δημαρχείο ………… Αττικής, ο οποίος ιερολογήθηκε στις 21-9-2014, στον Ιερό Ναό …….. Πειραιά, από τον οποίο γάμο τους απέκτησαν ένα τέκνο, τον ………., ο οποίος γεννήθηκε στην Αθήνα, στις 18-5-2013. Συμβίωσαν σε μισθωμένο διαμέρισμα έως τα τέλη Νοεμβρίου 2017, οπότε διασπάσθηκε οριστικά η έγγαμή τους συμβίωση με την αποχώρηση του …….. από τη συζυγική οικία. Aποδείχθηκε περαιτέρω ότι η …….., τρέφοντας αισθήματα ζήλειας προς τον …….. …… και υποπτευόμενη ότι αυτός διατηρούσε εξωσυζυγικές σχέσεις, απευθυνόταν σ΄αυτόν συχνά με εξυβριστικούς και μειωτικούς χαρακτηρισμούς, όπως «παλιομαλάκα», «πούστη», «καριόλη». Ο μάρτυρας αποδείξεως φίλος και κουμπάρος του ενάγοντος, ήταν μάρτυρας παρόμοιας συμπεριφοράς της εναγόμενης, όπως κατέθεσε, καθώς αποκάλεσε και μπροστά του τον ενάγοντα «μαλάκα». Τα ανωτέρω δεν αναιρούνται από την κατάθεση της μάρτυρος ανταποδείξεως, μητέρα της εναγόμενης, η οποία ανέφερε απλώς ότι δεν είχε ακούσει να βρίζει η εναγόμενη τον ενάγοντα και δεν ήταν παρούσα στις έριδες – διαπληκτισμούς των διαδίκων. Τα παραπάνω γεγονότα, ανεξαρτήτως του αν αποτελούν κλονιστική του γάμου αντισυζυγική συμπεριφορά της …………. συνιστούν επιπλέον αδικοπραξία και προσβολή της προσωπικότητας του . ……, ο οποίος είναι δικαιούχος χρηματικής ικανοποίησης. Από την παραπάνω παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά της τέως συζύγου του ο . ……. έχει υποστεί ηθική βλάβη, η εύλογη χρηματική ικανοποίηση της οποίας, αν ληφθούν υπόψη το είδος και η έκταση της προσβολής, ο βαθμός του πταίσματος της ……….. (δόλος) και η οικονομική και κοινωνική κατάστασης των διαδίκων, πρέπει καθορισθεί στο ποσό των 450 ευρώ. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο προσδιόρισε το ποσό της εύλογης χρηματικής ικανοποίησης που δικαιούται ο ………. σ΄αυτό των 5.000 € (και για τις δύο περιπτώσεις εξύβρισης – υπεξαίρεσης χρημάτων) έσφαλε. Κατόπιν αυτών θα πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η έφεση της …………. και να απορριφθεί η αντέφεση του ……….. Να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση στο σύνολό της προς τη διάταξή της αναγνώρισης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, να διακρατηθεί η αγωγή από το παρόν Δικαστήριο και να αναγνωρισθεί ότι η ……………. οφείλει να καταβάλει στον ……… το ποσό των 450 €. Τέλος τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, θα συμψηφισθούν στο σύνολό τους, ενόψει της εν μέρει νίκης και ήττας αυτών και της σχέσης τους ως συζύγων.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων την από 12.11.2019 και με αρ. καταθ. ………../2019 έφεση και την από την από 2.11.2020 και με αρ. καταθ. ………../2020 αντέφεση.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και στην ουσία της την έφεση.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και απορρίπτει κατ΄ουσίαν την αντέφεση.
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλούμενη απόφαση, μόνο ως προς τη διάταξη – κεφάλαιό της αναγνώρισης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης.
ΕΠΙΚΥΡΩΝΕΙ κατά τα λοιπά την εκκαλούμενη απόφαση, ως προς τη διάταξή περί απαγγελίας της λύσης του γάμου των διαδίκων.
ΔΙΚΑΖΕΙ επί της από 15.01.2018 και με αρ. καταθ. ………./2018 αγωγής του ……… ως προς το κεφάλαιο – αίτημα αναγνώρισης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ότι, κρίθηκε στο σκεπτικό ως απορριπτέο.
ΔΕΧΕΤΑΙ την αγωγή εν μέρει κατά τα λοιπά.
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι η εναγόμενη ………. οφείλει να καταβάλει στον ενάγοντα ………. το χρηματικό ποσό των τετρακοσίων πενήντα (450) €, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής.
ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις 21.10.2021.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ