ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τη Δικαστή Ελένη Σκριβάνου, Εφέτη, η οποία ορίστηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Τ.Λ.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις ……………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ – ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ – ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: ……………..ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Ελευθερία Τσιουβάρα (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ).
Του ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ – ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ – ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ: ………………, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ανδρέα Βασιλείου.
Ο ΕΚΚΑΛΩΝ – ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΣ – ΕΝΑΓΩΝ, άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά του εναγόμενου – εφεσίβλητου – εκκαλούντος, την από 23-3-2018, με Γενικό Αριθμό Κατάθεσης και Ειδικό Αριθμό Κατάθεσης αντίστοιχα (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.) ………./4-12-2019, αγωγή. Το παραπάνω Δικαστήριο με την υπ΄αρ. 1997/27-5-2020 οριστική απόφασή του, δικάζοντας κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών (εργατικών) διαφορών, έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή.
Την απόφαση αυτή προσβάλλει ο ενάγων με την κρινόμενη από 11-1-2022 (υπό στοιχείο Α΄) έφεσή του, κατά του εναγόμενου – εφεσίβλητου, απευθυνόμενη στο παρόν Δικαστήριο, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.) ……./16-3-2022, αντίγραφο της οποίας κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό κατάθεσης (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.) ………./17-3-2022.
Επίσης, την ίδια απόφαση προσβάλλει ο εναγόμενος με την κρινόμενη από 2-7-2020 (υπό στοιχείο Β΄) έφεσή του κατά του ενάγοντος- εφεσίβλητου, απευθυνόμενη στο παρόν Δικαστήριο, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.) ………/9-7-2020, αντίγραφο της οποίας κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, με επιμέλεια της πληρεξούσιας δικηγόρου του ενάγοντος – εφεσίβλητου, με αριθμό κατάθεσης (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.) …………./17-3-2022.
Οι ανωτέρω εφέσεις προσδιορίστηκαν για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκαν στο πινάκιο με αρ. 38 και 39, αντίστοιχα.
ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ της υπόθεσης και κατά την εκφώνησή των εφέσεων αυτών από το πινάκιο, ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εφεσίβλητου – εκκαλούντος – εναγόμενου ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις προτάσεις του, ενώ η πληρεξούσια δικηγόρος του εκκαλούντος – εφεσίβλητου – ενάγοντος, ύστερα από δήλωσή της, που έγινε σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 παρ.2 ΚΠολΔ, δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, αλλά προκατέθεσε προτάσεις.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Φέρονται προς εκδίκαση, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, οι κάτωθι εφέσεις: Α) η από 11-1-2022 και με Ειδικό Αριθμό Κατάθεσης (Ε.Α.Κ.) …../2022 και Β) η από 2-7-2020 και με Ε.Α.Κ. ……/2022, οι οποίες πρέπει να συνεκδικαστούν, λόγω της πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας, καθώς αφορούν στην ίδια απόφαση (άρθρα 31, 246 ΚΠολΔ).
Οι ανωτέρω υπό κρίση εφέσεις κατά της υπ΄αρ. 1997/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών (εργατικών) διαφορών (άρθρα 614 περ. 3 επ. ΚΠολΔ), έχουν ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 επ., 511, 513, 516 παρ.1, 518 παρ.2, 591 παρ.1 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι οι διάδικοι δεν επικαλούνται, ούτε προκύπτει ότι έγινε επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης και από τη δημοσίευσή της μέχρι την άσκηση των εφέσεων, δεν έχει παρέλθει διετία. Πρέπει, επομένως, να γίνουν τυπικά δεκτές και να εξεταστούν περαιτέρω, από το Δικαστήριο τούτο, που είναι καθ΄ύλη και κατά τόπο αρμόδιο, στην ουσία τους, κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους (άρθρα 19, 533 παρ.1,2 ΚΠολΔ) και μέσα στα πλαίσια που καθορίζονται από αυτούς (άρθρο 522 ΚΠολΔ).
Σημειωτέον δε ότι, εκ του περισσού κατατέθηκε από τους εκκαλούντες, το προβλεπόμενο, από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3 εδ. α΄ του ΚΠολΔ, παράβολο (όπως προκύπτει από τη σχετική σημείωση της Γραμματέα του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κάτωθεν των προαναφερθεισών εκθέσεων κατάθεσης των δικογράφων των εφέσεων, αντίστοιχα), αν και στην ένδικη περίπτωση δεν απαιτείται η κατάθεσή του, διότι, σύμφωνα με το εδ. στ΄ της παρ. 3 του ίδιου άρθρου, από την υποχρέωση αυτή εξαιρούνται, μεταξύ άλλων, οι διαφορές του άρθρου 614 παρ.3 ΚΠολΔ (εργατικές). Ως εκ τούτου και ανεξάρτητα από την κρίση του Δικαστηρίου επί της ουσιαστικής βασιμότητας των εφέσεων, θα διαταχθεί η απόδοση των κατατεθέντων παραβόλων στους εκκαλούντες αυτών, αντίστοιχα, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας.
Ι. Κατά την έννοια του άρθρου 1 του Ν. 551/1914 ‘’περί ευθύνης προς αποζημίωση των εξ ατυχήματος εν τη εργασία παθόντων εργατών ή υπαλλήλων’’, ο οποίος κωδικοποιήθηκε με το Β.Δ. της 24.7/25.8.1920 και διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του Α.Κ. με το άρθρο 38 εδ. α΄ του Εισαγωγικού του Νόμου, ως ατύχημα από βίαιο συμβάν που επήλθε κατά την εκτέλεση της εργασίας ή εξ αφορμής αυτής σε εργάτη ή υπάλληλο των εργασιών ή επιχειρήσεων που αναφέρονται στο άρθρο 2 αυτού και για το οποίο ατύχημα παρέχεται δικαίωμα αποζημίωσης κατά τις διατάξεις και εντός των καθοριζομένων πλαισίων του νόμου αυτού, θεωρείται κάθε βλάβη του σώματος ή της υγείας του εργαζομένου που είναι αποτέλεσμα βίαιας και αιφνίδιας επενέργειας εξωτερικού αιτίου, μη αναγόμενου αποκλειστικά σε οργανική ή παθολογική προδιάθεση του παθόντος, το οποίο και δεν θα συνέβαινε αν δεν υπήρχε η σχέση παροχής των υπηρεσιών και η, υπό συγκεκριμένες περιστάσεις, προσφορά τους (Ολ.ΑΠ 1287/1986 ΕΕργΔ 46.73, ΑΠ 19/2014, ΑΠ 460/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 275/1991 ΕΕργΔ 52.163). Ακόμη, από τις διατάξεις του άρθρου 16 του ανωτέρω νόμου ερμηνευόμενες σε συνδυασμό με το άρθρο 2 αυτού, σαφώς προκύπτει ότι, εκείνος που από εργατικό ατύχημα έπαθε ανικανότητα, ή, σε περίπτωση θανάτου του, οι κατά το άρθρο 6 του ιδίου νόμου συγγενείς του, έχουν το εκλεκτικό δικαίωμα να εγείρουν κατά του εργοδότη αγωγή και να ζητήσουν, είτε την αποζημίωση του νόμου τούτου, επικαλούμενοι, απλώς ότι έλαβε χώρα εργατικό ατύχημα, κατά την παραπάνω έννοια του όρου, είτε πλήρη αποζημίωση κατά τις διατάξεις των άρθρων 297, 298 και 914 του Α.Κ. Την αποζημίωση όμως αυτή του κοινού δικαίου, μπορούν να τη ζητήσουν μόνον αν το ατύχημα οφείλεται σε δόλο του εργοδότη ή των προστηθέντων του, ή όταν πραγματοποιήθηκε σε εργασία ή επιχείρηση στην οποία δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις ισχυόντων νόμων, διαταγμάτων και κανονισμών για τους όρους ασφαλείας των εργαζομένων σ’ αυτές, βρίσκεται δε σε αιτιώδη συνάφεια με τη μη τήρηση των διατάξεων τούτων (Ολ.ΑΠ 26/1995 ΕλλΔνη 37.38, Ολ.ΑΠ 965/1985 ΕΕργΔ 45.779, ΑΠ 1185/1993 ΕλλΔνη 36. 359, ΑΠ 1029/1993 ΕΕργΔ 54. 325). Σε κάθε περίπτωση, πάντως, δηλαδή και όταν ασκούν την εκ του Ν.551/1914 αξίωση, καθώς και όταν εγείρουν αγωγή αποζημίωσης με βάση το κοινό δίκαιο, μπορούν επί πλέον να σωρεύσουν στην αγωγή τους και αίτημα χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης (ή ψυχικής οδύνης επί θανάτου του παθόντος), κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 299 και 932 του Α.Κ., οι οποίες δεν προσκρούουν στις διατάξεις του ανωτέρω νόμου, εφόσον το ατύχημα οφείλεται σε πταίσμα του εργοδότη ή των προστηθέντων από αυτόν, το οποίο, όμως, δεν απαιτείται να είναι το ειδικό πταίσμα της μη τήρησης των όρων ασφαλείας, αλλά αρκεί το κατά το κοινό δίκαιο πταίσμα (Oλ.ΑΠ 18/2008, ΑΠ 374/2018, 1048/2018, ΑΠ 182/2015, ΑΠ 931/2011, ΑΠ 814/2011, ΑΠ 52/2010 Τ.Ν.Π ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1185/1993 ο.π., Εφ.Δωδ. 130/2015 Τ.Ν.Π ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 217/2004, ΕΝΔ 32.345, Εφ.Λαρ. 158/2001 ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ 2001, 240).
II. Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 281 ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά, όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου, που προηγήθηκε ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε, κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε ή οι περιστάσεις που μεσολάβησαν, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου. Τούτο συμβαίνει, ιδίως, όταν από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν` πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμα του. Μόνη δε η αδράνεια του δικαιούχου ή του δικαιοπαρόχου του για μακρό χρόνο και πάντως μικρότερο απ` αυτόν της παραγραφής, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική την μετέπειτα άσκηση του δικαιώματος, ακόμη και όταν δημιούργησε στον οφειλέτη την πεποίθηση ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται πλέον να ασκηθεί, αλλά απαιτείται να συντρέχουν επιπλέον ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες κυρίως από τη συμπεριφορά των μερών και σε αιτιώδη μεταξύ τους συνάφεια ευρισκόμενες, με βάση τις οποίες, καθώς και την αδράνεια του δικαιούχου, η μεταγενέστερη άσκηση του δικαιώματος, που τείνει σε ανατροπή της κατάστασης, που δημιουργήθηκε υπό τις παραπάνω ειδικές συνθήκες και περιστάσεις και διατηρήθηκε για μακρό χρόνο, να εξέρχεται των ορίων που επιβάλλει η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ. Δεν είναι πάντως απαραίτητο, η επιχειρούμενη από το δικαιούχο ανατροπή της διαμορφωμένης αυτής κατάστασης να προκαλεί αφόρητες ή δυσβάστακτες συνέπειες στον οφειλέτη, αλλά αρκεί να έχει και απλώς δυσμενείς επιπτώσεις στα συμφέροντά του (Ολ.ΑΠ 2/2019 ΧρΙΔ 2019.504, Ολ.ΑΠ. 6/2016, Εφ.Πατρ. 51/2022 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Εφ.Αθ. 334/2021, Εφ.Πειρ. 118/2019 αδημ).
Στην προκείμενη περίπτωση, ο ενάγων – ήδη εκκαλών στην υπό στοιχείο Α΄ έφεση και εφεσίβλητος στην υπό στοιχείο Β ΄ έφεση, εξέθετε στην ως άνω από 23-3-2018 (με Ε.Α.Κ. ……../2019) αγωγή του, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ότι, στις 12-12-2014, κατά την εκτέλεση της εργασίας του στο ψητοπωλείο – οβελιστήριο, που διατηρεί ο εναγόμενος στον Κορυδαλλό, υπέστη ατύχημα, το οποίο είχε ως συνέπεια τον τραυματισμό του, που προκλήθηκε από υπαιτιότητα (αμέλεια) του εναγόμενου – εργοδότη του, με τον οποίο είχε συνάψει σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, καθώς και της προστηθείσας από αυτόν έτερης εργαζόμενης, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στην αγωγή. Ζητούσε δε, όπως παραδεκτά μετέτρεψε το αίτημα της αγωγής από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό, µε σχετική δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου του, ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθµα µε την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δηµόσιας συνεδρίασής του, αλλά και με τις πρωτόδικες προτάσεις του, να αναγνωρισθεί ότι ο εναγόμενος οφείλει να του καταβάλει, το ποσό των 50.000 ευρώ, ως χρηµατική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη από την ως άνω αδικοπρακτική συμπεριφορά του, µε το νόµιµο τόκο (επιδικίας) από την επίδοση αυτής έως την εξόφληση και να καταδικασθεί (ο εναγόµενος) στην καταβολή των δικαστικών του εξόδων.
Με την εκκαλουμένη απόφασή του (υπ΄αρ. 1997/2020), το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, αφού έκρινε την αγωγή ορισμένη, καθώς περιέχει όλα τα απαιτούμενα από το νόμο, για τη στοιχειοθέτηση της ένδικης αξίωσης, στοιχεία και νόμιμη, πλην του παρεπόμενου αιτήματός της περί κήρυξης της απόφασης που θα εκδοθεί προσωρινώς εκτελεστής, το οποίο, μετά την ως άνω τροπή του αιτήματος της αγωγής σε αναγνωριστικό, καθίσταται μη νόμιμο, καθώς συνάδει με τον καταψηφιστικό χαρακτήρα αυτής, ακολούθως, την έκανε εν μέρει δεκτή κι ως ουσιαστικά βάσιμη και αναγνώρισε την υποχρέωση του εναγόμενου να καταβάλει στον ενάγοντα, ως χρηματική ικανοποίηση το ποσό των 4.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο (επιδικίας) από την επίδοση της αγωγής.
Ήδη κατά της ως άνω οριστικής απόφασης, παραπονείται ο ενάγων- εκκαλών στην κρινόμενη υπό στοιχείο Α΄ έφεση, για τους λόγους που εκθέτει σ΄ αυτήν, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί δε την εξαφάνισή της, ώστε να γίνει συνολικά δεκτή η άνω αγωγή του και να καταδικαστεί ο αντίδικός του στην καταβολή της δικαστικής του δαπάνης.
Ακόμη, κατά της ίδιας οριστικής απόφασης (εκκαλουμένης) παραπονείται οι εναγόμενος – εκκαλών στην κρινόμενη υπό στοιχείο Β΄ έφεση, για τους λόγους που εκθέτει σ΄ αυτήν, οι οποίοι επίσης ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί δε την εξαφάνισή της, ώστε να απορριφθεί συνολικά η ως άνω αγωγή του αντιδίκου του και να καταδικαστεί αυτός στη δικαστική του δαπάνη.
Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα απόδειξης …………………., ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά αυτού, όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν, μεταξύ των οποίων και οι φωτογραφίες, που η γνησιότητά τους δεν αμφισβητείται, καθώς και των υπ’ αρ. ……………/27-1-2010 ένορκων βεβαιώσεων των ……………… αντίστοιχα, τις οποίες προσκομίζει ο εναγόμενος και λήφθηκαν, ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιώς …………., μετά από νομότυπη και εμπρόθεσμη (κατ΄ άρθρο 422 παρ. 1 ΚΠολΔ) κλήτευση του αντιδίκου του (βλ. υπ’ αρ. ………./22-1-2010 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ……………), απoδεικvύoνται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων προσλήφθηκε από τον εναγόμενο, που διατηρεί κατάστημα ψητοπωλείο – οβελιστήριο επί της οδού ……………. στον Κορυδαλλό Αττικής, στις 20-11-2014, δυνάμει σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, προκειμένου να εργαστεί με την ειδικότητα του τυλιχτή, για έξι ημέρες εβδομαδιαίως, και οκτώ ώρες ημερησίως από ώρα 5 μ.μ. έως 1 π.μ., αντί καθαρού ημερομισθίου 40 ευρώ. Οι ώρες και οι ημέρες εργασίας του, ως ανωτέρω, πέραν του ότι επιβεβαιώνονται από τον ως άνω μάρτυρα του ενάγοντος – αδερφού του, στην κατάθεσή του ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ο οποίος γνώριζε τους όρους και το ωράριο εργασίας αυτού, συνάδουν, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, με το ωράριο και τις ημέρες που εργάζεται ένας τυλιχτής – ψήστης σε ψητοπωλείο. Ο ισχυρισμός του εναγόμενου, τον οποίο προσπαθούν να ενισχύσουν η ……………. – σύζυγός του και η ………….., η οποία ως εργαζόμενη στο ψητοπωλείο του εναγόμενου είχε σχέση εργασιακής εξάρτησης από αυτόν, στις προαναφερθείσες υπ΄αρ. …… και ……/27-1-2020 αντίστοιχα, ένορκες βεβαιώσεις τους, ότι, η επιχείρηση λειτουργούσε κυρίως με προσωπική εργασία του εναγόμενου και της συζύγου του και ότι, ο ενάγων εργαζόταν στην εν λόγω επιχείρηση μόνο κάθε Πέμπτη, από ώρα 8 μ.μ. μέχρι ώρα 10 μ.μ., όπως (εικονικά, κατά την κρίση του πρωτοβάθμιου, αλλά και του παρόντος Δικαστηρίου) αναφέρει η σχετική αναγγελία πρόσληψης του, δεν κρίνονται πειστικά. Κι αυτό διότι, έρχονται σε αντίθεση με τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, λαμβανομένου περαιτέρω υπόψη ότι, δεν προκύπτει ότι ο ενάγων εργαζόταν, κατά το διάστημα εκείνο, σε κάποιον άλλον εργοδότη. Επίσης, αποδείχθηκε ότι, στις 12-12-2014 ημέρα Παρασκευή και περί ώρα 00:40 (προς 13η -12-2014), ενώ το ως άνω κατάστημα – ψητοπωλείο δεν είχε ακόμη κλείσει και ο ενάγων ασχολούνταν με την ετοιμασία την τελευταίων παραγγελιών της ημέρας, η έτερη εργαζόμενη στο κατάστημα ……………, κατόπιν σχετικής εντολής του εναγόμενου, ως προστηθείσα αυτού, ενόψει ότι το ψητοπωλείο θα έκλεινε σύντομα, άρχισε να σφουγγαρίζει το δάπεδο. Η ως άνω εργαζόμενη πράγματι σφουγγάρισε το δάπεδο του εν λόγω, μικρού σε εμβαδόν, καταστήματος και πίσω από τον πάγκο εργασίας, μπροστά από τις ψησταριές, όπου εργαζόταν ο ενάγων. Ο τελευταίος, ο οποίος είχε τη στιγμή εκείνη μεταβεί στο χώρο του ψυγείου για να πάρει σουβλάκια, επιστρέφοντας στο συνήθη χώρο εργασίας του, πίσω από τον πάγκο μπροστά από την ψησταριά και κινούμενος εντός αυτού, λόγω της ολισθηρότητας του δαπέδου, που είχε προηγουμένως σφουγγαριστεί, (χωρίς να το γνωρίζει ο ενάγων) και δεν είχε ακόμη στεγνώσει, γλίστρησε και έπεσε στο πάτωμα. Κατά την πτώση του, προκειμένου να προφυλαχτεί, στηρίχθηκε ενστικτωδώς στο αριστερό του χέρι, με αποτέλεσμα να προκληθεί κάταγμα στον αριστερό του καρπό, όπως ειδικότερα θα αναφερθεί παρακάτω. Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι, το ένδικο ατύχημα ήταν εργατικό, υπό την έννοια του Ν. 551/1915, δεδομένου ότι ο τραυματισμός του παθόντος ενάγοντος επήλθε λόγω της πτώσης του, ένεκα της ολισθηρότητας του δαπέδου του χώρου εργασίας του κατά την εκτέλεση της εξαρτημένης εργασίας του, χωρίς να αποδειχθεί άλλη οργανική ή παθολογική προδιάθεση του ενάγοντος. Το εν λόγω δε ατύχημα, δεν θα συνέβαινε χωρίς την παροχή της εργασίας αυτού και την εκτέλεσή της, υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες, κατά τα προεκτεθέντα στην υπό στοιχείο Ι νομική σκέψη. Ακόμη, προέκυψε ότι, το ατύχημα αυτό, κατά το οποίο υπέστη την ως άνω σωματική βλάβη ο ενάγων, οφείλεται σε αποκλειστική υπαιτιότητα του εναγόμενου – εργοδότη του, ο οποίος δεν επέδειξε την απαιτούμενη επιμέλεια, που όφειλε και μπορούσε υπό τις περιστάσεις να επιδείξει. Ειδικότερα, ο εναγόμενος δεν μερίμνησε ώστε η καθαριότητα – σφουγγάρισμα του δαπέδου του ψητοπωλείου, διά της ως άνω προστηθείσας υπαλλήλου του, να λάβει χώρα μετά τη λήξη των εργασιών του. Σε κάθε περίπτωση, εφόσον ο χώρος σφουγγαρίστηκε σε ώρα λειτουργίας του καταστήματος, δεν ενημέρωσε τον ενάγοντα σχετικά, ούτε φρόντισε να τοποθετηθεί ειδική σήμανση (τρίγωνο) που να προειδοποιεί για το σφουγγάρισμα του χώρου και να αποκλείει την είσοδο των εργαζόμενων και των πελατών στην υγρή περιοχή. Περαιτέρω, δεν είχε επιστήσει την προσοχή στον ενάγοντα – ψήστη, ότι πρέπει να φορά κατάλληλα υποδήματα ασφαλείας αντιολισθητικού τύπου, όπως επισημαίνεται και στην Γραπτή Εκτίμηση Επαγγελματικού Κινδύνου που συντάχθηκε από τον μηχανικό ………….. Η παράλειψη του εναγόμενου να λάβει τα ως άνω προληπτικά μέτρα ασφάλειας, είχε ως αποτέλεσμα να συμβεί το επίδικο ατύχημα, από το οποίο προκλήθηκε ο τραυματισμός του ενάγοντος και το οποίο θα μπορούσε να αποφευχθεί, αν αυτά είχαν ληφθεί προκειμένου το δάπεδο να μην παρουσιάζει κινδύνους ολισθήματος, σύμφωνα με τα άρθρα 3,7.4 και 10 σε συνδ. με το Παράρτημα Ι παραγρ. 10.3.γ του Π.Δ. 16/96 (βλ. σχετικά και υπ΄αρ. πρωτ. …./17-7-2015 Έκθεση Έρευνας των Επιθεωρητριών Εργασίας …….. και ……….). Αντίθετα, δεν προέκυψε, βάσει των παραπάνω, ότι ο ενάγων βαρύνεται με συνυπαιτιότητα, όσον αφορά στον ως άνω τραυματισμό του, καθώς δεν είχε ενημερωθεί για το σφουγγάρισμα του καταστήματος, ώστε να είναι προσεκτικός να μην γλιστρήσει. Επομένως, η σχετική ένσταση περί συνυπαιτιότητας αυτού (300 Α.Κ.) που πρόβαλε πρωτοδίκως ο εναγόμενος και επαναλαμβάνει με την ένδικη (υπό στοιχείο Β΄) έφεσή του, είναι απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμη. Τα όσα υποστηρίζει δε ο εναγόμενος (και οι ως άνω ενόρκως βεβαιούσες), ότι δηλ. ο ενάγων, κατά την ώρα του ατυχήματος, δεν εργαζόταν, αλλά αυτός είχε τελειώσει τη βάρδια του από ώρα 10 μ.μ., επέστρεψε δε στο κατάστημα για να πάρει τα φαγητά (σουβλάκια), τα οποία περίσσευαν στο τέλος της καθημερινής λειτουργίας του και τα οποία προσφέρονταν στους εργαζόμενους αντί συμβολικού τιμήματος ή και δωρεάν, ενώ στεκόταν δε όρθιος και περίμενε να ξαναζεσταθούν, από απροσεξία του, έπεσε, χωρίς να είναι υγρό το πάτωμα, δεν κρίνονται πειστικά. Δεν είναι λογικό, αφενός μεν, ο τυλιχτής σε ψητοπωλείο – οβελιστήριο να περατώνει τη βάρδια εργασίας του στις δέκα το βράδυ και μάλιστα ημέρα Παρασκευή, ήτοι ώρα µε µεγάλη καταναλωτική κίνηση, αφετέρου δε, αυτός, ενώ είχε αποχωρήσει, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του εναγόμενου, στις 10 μ.μ., μετά το πέρας της εργασίας του, αντί να ξεκουραστεί και να κοιμηθεί, να προσέλθει ξανά στις 0.40 τη νύχτα στο ψητοπωλείο για να πάρει τα σουβλάκια που δεν είχαν καταναλωθεί. Ακόμη περισσότερο δεν αντέχει στην κοινή λογική, ο ισχυρισμός του εναγόμενου ότι, ο ενάγων, ενώ απλώς στεκόταν και περίμενε, έπεσε, χωρίς να γλιστράει το πάτωμα και χωρίς να μεσολαβήσει κάποια άλλη αιτία, δεδομένου μάλιστα ότι, δεν προέκυψε ότι (ο ενάγων) είχε κάποιο πρόβλημα υγείας, που να δικαιολογεί κάτι τέτοιο. Πρέπει να σημειωθεί εδώ ότι, αν και ο εναγόμενος ισχυρίζεται ότι ο ενάγων εργαζόταν μόνο κάθε Πέμπτη 8 – 10 μ.μ., εντούτοις παραδέχεται ότι στις 12-12-2014 είχε τελειώσει τη βάρδια του στις 10 μ.μ., ενώ η ημερομηνία αυτή δεν ήταν ημέρα Πέμπτη όπως διατείνεται (ο εναγόμενος), αλλά Παρασκευή. Επιπροσθέτως, στην από 15-1-2015 υπεύθυνη δήλωση του ενάγοντος, την οποία αυτός προσκομίζει, αναφέρεται ότι, αφού λάβει το ποσό των 1.900 ευρώ, ουδεµία άλλη απαίτηση έχει σε βάρος του εναγόμενου για οιαδήποτε αιτία, συµπεριλαµβανοµένου και του τραυµατισµού του. Πώς δικαιολογείται η καταβολή του ως άνω ποσού, αν ο ενάγων εργαζόταν μόνο μία φορά την εβδομάδα για 2 ώρες αντί 4 ευρώ την ώρα και ήταν ο ίδιος υπαίτιος του τραυματισμού του, όπως υποστηρίζει ο εναγόμενος. Η επιχειρούμενη από τον τελευταίο εξήγηση, ότι ήθελε απλώς να βοηθήσει τον ενάγοντα οικονομικά, χωρίς να έχει τέτοια υποχρέωση, δεν κρίνεται επίσης πειστική.
Εξάλλου, ο εναγόμενος παραπονείται με την ένδικη υπό στοιχείο Β΄ έφεσή του, ότι, εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε την ένσταση, που υπέβαλε περί καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος. Ο λόγος, όμως, αυτός της έφεσης, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι, αντίθετα με τους ισχυρισμούς του εκκαλούντος – εναγόμενου, αφενός μεν τα ιστορούμενα από τον ενάγοντα στην αγωγή του γεγονότα, σχετικά με τις συνθήκες του ατυχήματος, δεν είναι ψευδή, σύμφωνα με τα παραπάνω αποδειχθέντα, αφετέρου δε, η επικαλούμενη από τον εναγόμενο αδράνεια του ενάγοντος να ασκήσει την ένδικη αξίωση, για μακρό χρόνο και πάντως μικρότερο απ` αυτόν της παραγραφής, δεν αρκεί, κατά τα προαναφερθέντα στην υπό στοιχείο ΙΙ νομική σκέψη, για να καταστήσει καταχρηστική την μετέπειτα άσκηση του δικαιώματος, καθώς δεν προκύπτει ότι, πέραν αυτής, η προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου ενάγοντος, είχε εύλογα δημιουργήσει στον υπόχρεο εναγόμενο την πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμα του, δεδομένου μάλιστα ότι, ο ενάγων, πριν την άσκηση της ένδικης αγωγής, είχε προβεί τον Μάιο του έτους 2015 σε καταγγελία του ατυχήματος στις αρμόδιες αρχές. Αναφορικά δε με το επίδικο ατύχημα, ασκήθηκε ποινική δίωξη εις βάρος του εναγόμενου, για τις αξιόποινες πράξεις: α) της σωματικής βλάβης από αμέλεια, καθώς και β) της παράβασης του άρθρου 43 παρ. 2 περ. α του Ν.3850/2010 (δεν ανήγγειλε το ένδικο ατύχημα, εντός 24 ωρών, στο αρμόδιο Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας). Για αμφότερες τις πράξεις αυτές κηρύχθηκε ένοχος με την υπ΄αρ. 637/2018 απόφαση του Α΄ Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς και καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης 6 μηνών για κάθε πράξη και συνολική ποινή 9 μηνών. Σε δεύτερο δε βαθμό, με την υπ΄αρ. 5374/2019 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς, έπαυσε υφ΄ όρον, κατ΄ άρθρο 8 Ν. 4411/2016, η ποινική δίωξη εναντίον του εναγόμενου για την πρώτη ως άνω πράξη, ενώ αυτός κηρύχθηκε ένοχος, με το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ.2 εδ.α΄ για τη δεύτερη ως άνω πράξη, για την οποία του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 4 μηνών. Αντίθετα, η ασκηθείσα από τον εναγόμενο από 9-7-2015 με αρ. ΑΒΜ ……….. έγκληση εναντίον του ενάγοντος, για τις αξιόποινες πράξεις της ψευδούς κατάθεσης και της συκοφαντικής δυσφήμησης, σχετικά με τα όσα ο τελευταίος ανέφερε στην από 29-5-2015 αίτησή του με αρ. πρωτ. ……/654, για τη διενέργεια εργατικής διαφοράς, επέχουσας θέση έγκλησης, απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμη με την υπ΄αρ. …../6-4-2021 Διάταξη αρχειοθέτησης της Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιώς. Οι εν λόγω δε ποινικές αποφάσεις και Εισαγγελική Διάταξη, εκτιμώνται ελεύθερα από το παρόν Δικαστήριο.
Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι, μετά το ως άνω ατύχημα, ο ενάγων μεταφέρθηκε από τον εναγόμενο στο Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο «ΑΤΤΙΚΟΝ», όπου διαπιστώθηκε ότι είχε υποστεί κάταγμα αριστερής πηχεοκαρπικής και ειδικότερα κάταγμα του κάτω άκρου της κερκίδας του αριστερού του χεριού με συντριβή. Στο ως άνω νοσοκομείο τέθηκε απλή επίδεση στο αριστερό άνω άκρο του ενάγοντος με σκοπό την ακινητοποίησή του και παρέμεινε νοσηλευόμενος για 3 ημέρες, ενώ, στις 16-12-2014, εισήχθη στη Στ΄ ορθοπεδική κλινική του Γενικού Νοσοκομείου «ΑΣΚΛΗΠΙΕΙΟ ΒΟΥΛΑΣ», όπου την επομένη (17-12-2014) υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση κλειστής ανάταξης και εξωτερικής οστεοσύνθεσης του κατάγματος που υπέστη. Πήρε δε εξιτήριο από το παραπάνω νοσοκομείο στις 19-12-2014, με οδηγίες για συνέχιση της ενδεδειγμένης φαρμακευτικής αγωγής και αναρρωτική άδεια διάρκειας δύο μηνών (όπως προκύπτει από το υπ΄ αρ. πρωτ. …..-β/19-12-2014 πιστοποιητικό νοσηλείας του Δ/ντή του Στ΄ ορθοπεδικού τμήματος του ως άνω νοσοκομείου). Μετά την πάροδο ενός μηνός, ήτοι στις 22-12-2015, αφαιρέθηκε ο μηχανισμός της εξωτερικής οστεσύνθεσης και συστήθηκε στον ενάγοντα η υποβολή σε φυσικοθεραπείες, ενώ, κατά την από 12-3-2015 δε επανεξέτασή του στα εξωτερικά ιατρεία του ανωτέρω νοσοκομείου, διαπιστώθηκε η μετατραυματική δυσκαμψία του αριστερού καρπού του και του χορηγήθηκε περαιτέρω αναρρωτική άδεια 12 ημερών (βλ. σχετικό από 12-3-2015 έγγραφο του ίδιου ως άνω νοσοκομείου καθώς και το βιβλιάριο υγείας του ενάγοντος). Το τελευταίο ιατρικό έγγραφο, που προσκομίστηκε από τον ενάγοντα, ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, είναι το από 5-5-2015 παραπεμπτικό του Ι.Κ.Α. για παρακλινική εξέταση, στο οποίο αναφέρεται ως πιθανή διάγνωση ‘’συντριπτικό κάταγμα … αρ. κερκίδος, μετατραυματική δυσκαμψία’’. Η αποκατάσταση της λειτουργικότητας του χεριού του ενάγοντος, εκτιμάται ότι επήλθε στις αρχές του καλοκαιριού του έτους 2015, οπότε αυτός εργάστηκε, και πάλι με την ειδικότητα του τυλιχτή – ψήστη σε κατάστημα στο νησί της Μυκόνου. Μέχρι τότε εργαζόταν, λόγω επιτακτικών οικονομικών αναγκών αυτού και της οικογένειάς του, λίγες μόνο ώρες ημερησίως, λόγω της μη πλήρους ανάρρωσής του, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα. Από το καλοκαίρι του έτους 2015, όμως, και μετά, κρίνεται ότι ο ενάγων είχε αναρρώσει πλήρως και ήταν ικανός να εργαστεί κανονικά, όπως, άλλωστε και έκανε. Ο δε αγωγικός ισχυρισμός του, τον οποίο επαναφέρει με την (υπό στοιχείο Α΄) ένδικη έφεσή του, ότι δηλ. ακόμη και σήμερα το αριστερό του χέρι δεν είναι πλήρως λειτουργικό, τυγχάνει απορριπτέος ως αβάσιμος. Οι προσκομιζόμενες, για πρώτη φορά ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, ‘’Γνωματεύσεις παροχών’’ των ιατρών – ορθοπεδικών του Γ.Ν. Νίκαιας ‘’Αγ. Παντελεήμων’’ περί διενέργειας φυσικοπεραπειών, από τον ενάγοντα, οι οποίες λήφθηκαν τον Απρίλιο του 2022, ήτοι ένα περίπου μήνα πριν την δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας (ενώ δεν προσκομίζονται άλλες ιατρικές βεβαιώσεις για το ενδιάμεσο διάστημα από τον Μάιο του έτους 2015 έως και τον Απρίλιο του έτους 2022), δεν αναιρούν την παραπάνω κρίση περί λειτουργικότητας του χεριού του. Η κρίση αυτή ενισχύεται και από την υπ΄αρ. …./2020 ένορκη βεβαίωση του ………., ομόρρυθμου εταίρου και διαχειριστή της ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία ‘…………..’’, που διατηρεί ψητοπωλείο επί της οδού ………. στο Αιγάλεω Αττικής, όπου εργάστηκε ο ενάγων στον ‘’μπουφέ’’ και ως τυλιχτής, από 15-7-2016 έως 22-6-2018. Ο εν λόγω ενόρκως βεβαιών, η μαρτυρία του οποίου κρίνεται αξιόπιστη καθώς δεν συνδέεται με συγγενική ή σχέση οικονομικής εξάρτησης με τον εναγόμενο, αναφέρει ότι ο ενάγων, καθόλο το διάστημα αυτό που εργάστηκε στο ως άνω ψητοπωλείο, ανταποκρινόταν πλήρως στις απαιτητικές συνθήκες εργασίας του, χωρίς ποτέ να παραπονεθεί ότι αντιμετωπίζει πρόβλημα με το χέρι του, ούτε υπέπεσε στην αντίληψη του εργοδότη του κάτι τέτοιο.
Ακολούθως, από τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά, το Δικαστήριο οδηγείται περαιτέρω στην κρίση ότι ο ενάγων, υπέστη ηθική βλάβη από την αδικοπραξία του εναγόμενου και της προστηθείσας αυτού. Λαμβάνοντας δε υπόψη τις συνθήκες τις οποίες συνέβη το εν λόγω ατύχημα, την ηλικία του ενάγοντος κατά το χρόνο αυτού (45 ετών), τη βαρύτητα και το είδος του τραυματισμού του, όπως ανωτέρω αναφέρθηκαν, την ταλαιπωρία και τη στεναχώρια που δοκίμασε ένεκα αυτού, τον χρόνο που αδυνατούσε να εργαστεί, καθώς και τον χρόνο που ήταν μερικώς ικανός για εργασία, κατά τα επίσης παραπάνω ειδικότερα εκτεθέντα, τον βαθμό του πταίσματος του εναγόμενου και της προστηθείσας αυτού, την κοινωνικοοικονομική κατάσταση των μερών, σταθμίζοντας και το γεγονός ότι ο εναγόμενος έχει καταβάλλει στον ενάγοντα το ποσό των 1.900 ευρώ, το οποίο, όπως συνάγεται από την προαναφερθείσα υπεύθυνη δήλωση του ενάγοντος, αφορούσε εν μέρει και στον τραυματισμό του, το Δικαστήριο κρίνει, με βάση τα διδάγματα της ανθρώπινης εμπειρίας και της λογικής, ότι πρέπει να επιδικασθεί στον ενάγοντα, ως χρηματική ικανοποίηση, το ποσό των 4.000 ευρώ. Το ποσό αυτό, κρίνεται εύλογο, με βάση τα ως άνω ληφθέντα υπόψη γεγονότα και σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 του Συντάγματος), απορριπτομένων ως αβάσιμων, των περί του αντιθέτου ισχυρισμών, τόσο του εκκαλούντος στην πρώτη έφεση – ενάγοντος, ο οποίος ζητεί με τον μοναδικό λόγο αυτής, να του επιδικαστεί μεγαλύτερο ποσό, όσο και του εκκαλούντος στη δεύτερη έφεση – εναγόμενου, ο οποίος υποστηρίζει με τον σχετικό λόγο αυτής, ότι το ποσό αυτό είναι υπερβολικό.
Κατόπιν των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που, με την εκκαλουμένη απόφασή του, κατέληξε στην ίδια κρίση με το παρόν και έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή κι ως ουσιαστικά βάσιμη, αναγνωρίζοντας ότι o εναγόμενoς οφείλει να καταβάλει στον ενάγοντα, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση, το ποσό των 4.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη, κατά τα προαναφερθέντα, δεν έσφαλε και ορθώς εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις. Συνεπώς, οι κρινόμενες εφέσεις, πρέπει ν΄ απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμες. Τα δε δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων στις ως άνω (υπό στοιχείο Α΄ και Β΄ εφέσεις), για τον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, κατόπιν σχετικού αιτήματός τους, θα επιβληθούν εις βάρος των εκκαλούντων των εφέσεων αυτών, αντίστοιχα, λόγω της ήττας τους (άρθρα 176, 183, 191 παρ.2 ΚΠολΔ), όπως προδιορίζονται στο διατακτικό της παρούσας απόφασης.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει, κατ΄ αντιμωλία των διαδίκων, τις κάτωθι εφέσεις: Α) την από 11-1-2022 (με Ε.Α.Κ. …../2022) και Β) την από 2-7-2020 (με Ε.Α.Κ. …../2022), κατά της υπ’αρ. 1997/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών (εργατικών) διαφορών.
Διατάσσει την απόδοση των παραβόλων του Δημοσίου, στους καταθέσαντες αυτά εκκαλούντες των ως άνω εφέσεων, αντίστοιχα, ήτοι του υπ’ αρ. …../2022 παραβόλου, στον καταθέσαντα αυτό εκκαλούντα της υπό στοιχείο Α΄ έφεσης, και του υπ΄αρ. ……/2020 (e-)παραβόλου, στον καταθέσαντα αυτό εκκαλούντα της υπό στοιχείο Β΄ έφεσης.
Δέχεται τυπικά τις ως άνω εφέσεις και
Απορρίπτει αυτές στην ουσία.
Επιβάλλει τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου στην υπό στοιχείο Α΄ έφεση, για τον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, εις βάρος του εκκαλούντος στην έφεση αυτή, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.
Επιβάλλει τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου στην υπό στοιχείο Β΄ έφεση, για τον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, εις βάρος του εκκαλούντος στην έφεση αυτή, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ .
KPIΘHKE, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση στις 29 Αυγούστου 2022, απόντων των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ H ΓPAMMATEAΣ