ΑΠΟΦΑΣΗ
Hysa κατά Αλβανίας της 21.02.2023(αρ. προσφ. 52048/16)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Η προσφεύγουσα τέθηκε υπό προσωρινή κράτηση με την κατηγορία ότι διέπραξε το αδίκημα της κατάχρησης εξουσίας όταν ενεργούσε ως διευθύντρια του Τμήματος Επιθεώρησης Τιράνων της Περιφερειακής Φορολογικής Διεύθυνσης. Αμφισβήτησε ανεπιτυχώς την προσωρινή της κράτηση της ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων. Τελικά καταδικάστηκε από τα εθνικά δικαστήρια για κατάχρηση εξουσίας σε συνέργεια με άλλους.
Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, διατάσσοντας την προσωρινή κράτηση της προσφεύγουσας, είχε αναφερθεί στον κίνδυνο να διαφύγει αυτή χωρίς να παράσχει καμία αιτιολογίαγια ύπαρξη κινδύνου φυγής ή για τυχόν προσωπικές συνθήκες της προσφεύγουσας που οδηγούσαν σε αυτό το συμπέρασμα. Το Εφετείο, όταν απέρριψε την έφεση της προσφεύγουσας κατά της προσωρινής κράτησής της, βασίστηκε ουσιαστικά στο ίδιο σκεπτικό με το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αλλά δεν αναφέρθηκε στο γεγονός ότι η προσφεύγουσα φέρεται ύποπτη κινδύνου φυγής.
Στη συνέχεια, το Συνταγματικό Δικαστήριο βασίστηκε αποκλειστικά στο γεγονός ότι είχε διακοπεί η προσωρινή κράτηση της προσφεύγουσας.Μέχρι την ημερομηνία κατά την οποία το Συνταγματικό Δικαστήριο έλαβε την απόφασή του, η προσφεύγουσα είχε ήδη υποστεί στέρηση της ελευθερίας της.
Tα εθνικά δικαστήρια δεν είχαν παράσχει συναφή και επαρκή αιτιολογία για να υποστηρίξουν τις αποφάσεις τους σχετικά με την πρώτη περίοδο προσωρινής κράτησης της προσφεύγουσας.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 5 § 3 καιεπιδίκασε στην προσφεύγουσα 4.500 ευρώ για ηθική βλάβη, απορρίπτοντας της αξίωση για αποζημίωση.
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 5
Άρθρο 5-3
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Άρθρο 5 § 3:
(α) Διαδικασίες ενώπιον των δικαστηρίων ουσίας:
Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, διατάσσοντας την προσωρινή κράτηση της προσφεύγουσας, είχε αναφερθεί στον κίνδυνο να διαφύγει η προσφεύγουσα χωρίς να παράσχει καμία αιτιολογίαγια την ύπαρξηκινδύνου φυγής ή για οποιεσδήποτε προσωπικές συνθήκες της προσφεύγουσας που οδήγησαν σε αυτό το συμπέρασμα. Το Εφετείο, όταν απέρριψε την έφεση της προσφεύγουσας κατά της προσωρινής κράτησής της, βασίστηκε ουσιαστικά στην ίδια αιτιολογία με το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αλλά δεν αναφέρθηκε στο γεγονός ότι η προσφεύγουσα φέρεται να παρουσίαζε κίνδυνο φυγής. Μολονότι είχε κρίνει ότι υπήρχε ο κίνδυνος να διαπράξει εκ νέου το αδίκημα εάν αποφυλακιζόταν, δεν εξήγησε ποια στοιχεία το οδήγησαν στο συμπέρασμα αυτό, ιδίως, εκτός από την αναφορά στη βαρύτητα των κατηγοριών, τι σημασία είχε προσδώσει στο ποινικό μητρώο της προσφεύγουσας, εάν υπάρχει, και στον χαρακτήρα ή τη συμπεριφορά της. Ο ισχυρισμός της προσφεύγουσας ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου ότι δεν υπήρχε κίνδυνος να επαναλάβει το έγκλημα, καθώς είχε τεθεί σε προσωρινή αργία από την θέση της, αποτελούσε μία απάντηση και έναν ισχυρισμό. Δεν ήταν σαφές γιατί το εν λόγω δικαστήριο έκρινε ότι εξακολουθούσε να παρουσιάζει κίνδυνο υποτροπής, παρά την καθαίρεσή της από το αξίωμα κατά την άσκηση του οποίου είχε κατηγορηθεί ότι διέπραξε το επίμαχο αδίκημα. Οι αποφάσεις και των δύο δικαστηρίων βασίστηκαν σε μεγάλο βαθμό στις σοβαρές οικονομικές συνέπειες του αδικήματος και στο γεγονός ότι η προσφεύγουσα είχε υποπτευθεί ότι το διέπραξε μέσω της κατάχρησης του δημόσιου αξιώματός της. Ωστόσο, αυτές οι σκέψεις δεν αποτελούσαν μεμονωμένους λόγους ώστε να δικαιολογούν την προσωρινή κράτηση και δεν θα μπορούσαν, από μόνες τους, να δικαιολογήσουν τη στέρηση της ελευθερίας της προσφεύγουσας, εκτός εάν ελήφθησαν υπόψη κατά την αξιολόγηση της ύπαρξης επιτρεπόμενων λόγων βάσει των οποίων θα μπορούσε να επιβληθεί προσωρινή κράτηση, σύμφωνα με τη νομολογία του ΕΔΔΑ .
Τέλος, ενώ και τα δύο δικαστήρια είχαν αναφέρει στις αποφάσεις τους ότι τα εναλλακτικά μέτρα για την προσωρινή κράτηση είχαν κριθεί ανεπαρκή, δεν αναφέρθηκαν ουσιαστικά στο βαθμό της εκτίμησης που είχαν δώσει σε τυχόν εναλλακτικά μέτρα διασφάλισης της εμφάνισής της στο δίκη.
(β) Διαδικασίες ενώπιον Συνταγματικού δικαστηρίου
Το Συνταγματικό δικαστήριο δεν εξέτασε τα επιχειρήματά της επί της ουσίας και είχε απορρίψει την συνταγματική προσφυγή της με το μόνο επιχείρημα ότι δεν κρατούνταν πλέον στη φυλακή, καθώς η προσωρινή κράτησή της είχε αντικατασταθεί από κατ’ οίκον περιορισμό.
Το ανωτέρωδικαστήριο βασίστηκε αποκλειστικά στο γεγονός ότι είχε διακοπεί η προφυλάκιση της προσφεύγουσας. Ωστόσο, η απόφαση του Επαρχιακού δικαστηρίου να την βάλει σε κατ’ οίκον περιορισμό δεν είχε ως αποτέλεσμα κανένα προσδιορισμό της νομιμότητας εκείνης της πρώτης περιόδου. Μέχρι την ημερομηνία κατά την οποία το Συνταγματικό Δικαστήριο έλαβε την απόφασή του, η προσφεύγουσα είχε ήδη υποστεί στέρηση της ελευθερίας της. Συνεπώς, θα μπορούσε να έχει νόμιμα ωφεληθεί από μια εκ των υστέρων συνταγματική αναθεώρηση της πρώτης περιόδου κράτησής της, η οποία θα μπορούσε να οδηγήσει στη διαπίστωση ότι είχε κρατηθεί κατά παράβαση του δικαιώματός της στην προσωπική ελευθερία. Εκτός από το ηθικό συμφέρον για την επίτευξη αυτού του αποτελέσματος, μια τέτοια δήλωση θα μπορούσε επίσης να είχε ανοίξει το δρόμο για αξίωση αποζημίωσης για παράνομη κράτηση σύμφωνα με το άρθρο 5 § 5 της ΕΣΔΑ.
Εν πάση περιπτώσει, η άρνηση του Συνταγματικού Δικαστηρίου να εξετάσει το βάσιμο της καταγγελίας της προσφεύγουσας είχε ως αποτέλεσμα ότι οι ελλείψεις στο σκεπτικό του πρωτόδικου και δευτεροβάθμιουδικαστηρίου δεν είχαν διορθωθεί και ότι δεν είχε αποκατασταθεί η προσβολή του δικαιώματος προσωπικής ελευθερίας της προσφεύγουσας. Ως εκ τούτου, τα εθνικά δικαστήρια δεν είχαν παράσχει συναφής και επαρκήαιτιολογία για να υποστηρίξουν τις αποφάσεις τους σχετικά με την πρώτη περίοδο προσωρινής κράτησης της προσφεύγουσας.
Δίκαιη ικανοποίηση (Άρθρο 41)
Το ΕΔΔΑ επιδίκασε στην προσφεύγουσα το ποσό των 4.500 ευρώ για ηθική βλάβη. Η αξίωση για αποζημίωση απορρίφθηκε
(επιμέλεια: echrcaselaw.com).