Σε νέα μείωση των ασφαλιστικών εισφορών από το 36,16% στο 35,16% προχωρεί η κυβέρνηση, όπως έχει δεσμευθεί ο Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης.
Η σχετική εξαγγελία θα γίνει από τον Πρωθυπουργό στα εγκαίνια της ΔΕΘ.
Οι ασφαλιστικές εισφορές μειώθηκαν κατά 4,4 μονάδες και εκκρεμεί το υπόλοιπο ποσοστό μείωσης. Ειδικότερα εκκρεμεί η εφαρμογή της επιπλέον μείωσης κατά 0,6 ποσοστιαίες μονάδες, ως υπόλοιπο από την προηγούμενη κυβερνητική δέσμευση για μείωση των εισφορών κατά πέντε μονάδες το διάστημα από 2019 έως 2023.
Συγκεκριμένα, οι εισφορές μειώθηκαν κατά 0,9 ποσοστιαίες μονάδες τον Ιούνιο του 2020 (0,42 π.μ. για τον εργαζόμενο και 0,48 π.μ. για τον εργοδότη) και κατά 3 π.μ. τον Ιανουάριο του 2021 (1,21 π.μ. για τον εργαζόμενο και 1,79 π.μ. για τον εργοδότη). Επίσης, από 1/06/2022 μειώθηκε το ύψος των εισφορών επικουρικής ασφάλισης από 6,5% σε 6%, ισόποσα για εργοδότες και μισθωτούς.
Σύμφωνα με το υπουργείο Εργασίας, ως αποτέλεσμα αυτών των μειώσεων της λεγόμενης «φορολογικής σφήνας» (tax wedge), αυξάνεται το διαθέσιμο εισόδημα των εργαζομένων και, ταυτόχρονα, επέρχεται ελάφρυνση στο μη μισθολογικό κόστος των επιχειρήσεων. Όλα αυτά με τη σειρά τους οδηγούν σε αύξηση της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων και ενίσχυση της απασχόλησης.
Όπως αναφέρουν τα στοιχεία της Eurostat, ειδικά για τους χαμηλόμισθους εργαζομένους, ενώ το 2019, με βάση το μέγεθος της «φορολογικής σφήνας», η Ελλάδα βρισκόταν στη 14η θέση μεταξύ των κρατών – μελών της ΕΕ, το 2021 ανέβηκε στην 5η καλύτερη θέση και με τη σημερινή μείωση αναμένεται περαιτέρω βελτίωση της κατάταξής της. Δηλαδή, το ποσοστό των ασφαλιστικών εισφορών, που ήταν 40,56% τον Ιούλιο του 2019, μειώθηκε αρχικά στο 39,16% και με τη νέα μείωση των ασφαλιστικών εισφορών από 1/01/2021 κατέβηκε στο 36,16%.
Ωστόσο αυτή η βελτίωση αφορά μόνο τους αμειβόμενους με τον κατώτατο μισθό, καθώς στους μέσους και υψηλούς μισθούς το μη μισθολογικό κόστος εξακολουθεί να επιβαρύνει τις επιχειρήσεις και να στερεί διαθέσιμο εισόδημα από τους μισθωτούς.
Επισημαίνεται ότι την ανάγκη ελάφρυνσης του φορολογικού και ασφαλιστικού βάρους της μισθωτής εργασίας έχει υπογραμμίσει και η Επιτροπή Πισσαρίδη, η οποία καλεί την κυβέρνηση να αναλάβει δράση για τη μείωση του μη μισθολογικού κόστους στην Ελλάδα.
Ενδεικτικά, μισθωτός που λαμβάνει καθαρό μισθό ύψους 1.000 ευρώ μηνιαίως (δηλαδή 14.000 ευρώ ετησίως) κοστίζει περίπου 23.000 ευρώ ετησίως στον εργοδότη. Σε περίπτωση μάλιστα που ο τελευταίος θελήσει να δώσει καθαρή αύξηση στον εργαζόμενο, ύψους 1.000 ευρώ ετησίως, τότε αυτό θα κοστίσει περίπου 2.000 ευρώ. Την ίδια ώρα, μισθωτός που λαμβάνει καθαρό μισθό 2.500 ευρώ μηνιαίως (35.000 ευρώ ετησίως) κοστίζει 76.000 ευρώ ετησίως στον εργοδότη, ενώ το κόστος του εργοδότη για καθαρή αύξηση 1.000 ευρώ ανέρχεται σε 3.000 ευρώ.