Επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης 10.000 ευρώ υπέρ εκάστου των εναγόντων Προέδρων Δικηγορικών Συλλόγων – Ευθύνη του ιδιοκτήτη του εντύπου και του συντάκτη του δημοσιεύματος
Σε υπόθεση προσβολής προσωπικότητας διά του τύπου, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών έκρινε πως αν τα γεγονότα που αναφέρονται δεν είναι αληθή, δεν αίρεται ο άδικος χαρακτήρας της πράξης του δημοσιογράφου λόγω του δικαιολογημένου ενδιαφέροντος της ενημέρωσης (ΤρΕφΑθ 6202/2022).
Κατά το σκεπτικό του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, για τη στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της δυσφήμησης απαιτείται γνώση ότι το ισχυριζόμενο ή διαδιδόμενο ενώπιον τρίτου γεγονός είναι κατάλληλο να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη άλλου και θέληση του δράστη να ισχυρισθεί ενώπιον τρίτου ή να διαδώσει το βλαπτικό γεγονός, για δε τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφημήσεως, απαιτείται επιπλέον και γνώση του δράστη ότι το γεγονός είναι ψευδές. Ωστόσο, σε περίπτωση που ο δράστης δεν γνώριζε το ψευδές του γεγονότος, που ισχυρίσθηκε ή διέδωσε ή είχε αμφιβολίες γι’ αυτό, δεν στοιχειοθετείται το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης, παραμένει όμως η απλή δυσφήμηση, ως προσβάλλουσα επίσης την προσωπικότητα σε βαθμό μη ανεκτό, εκτός αν συντρέχει κάποια από τις προβλεπόμενες από το άρθρο 367 παρ. 1 ΠΚ περιπτώσεις, οι οποίες αίρουν τον άδικο χαρακτήρα της πράξεως, γεγονός που προτείνεται κατ’ ένσταση.
Προσβολή της τιμής και της υπόληψης του προσώπου μπορεί να προέλθει και από δημοσίευμα εφημερίδας, αφού η κατοχυρωμένη ελευθερία του τύπου υπόκειται στους περιορισμούς του νόμου που καθιστούν μη ανεκτή την προσβολή της τιμής και υπόληψης ατόμου με δημοσιεύματα δυσφημιστικά ή εξυβριστικά για το άτομο, το οποίο μπορεί είτε να αναφέρεται από το δράστη ονομαστικά, είτε να προκύπτει με βεβαιότητα η ταυτότητά του με τη μετάδοση στοιχείων επαρκών, κατ’ αντικειμενική κρίση, για τον προσδιορισμό και την εξατομίκευσή του.
Περαιτέρω, κατά το άρθρο 367 παρ. 1 α’ – δ’ ΠΚ, το άδικο των προβλεπόμενων στα άρθρα 361 επ. του ίδιου Κώδικα πράξεων αίρεται, μεταξύ των άλλων περιπτώσεων που προβλέπονται στο άρθρο αυτό, και όταν πρόκειται για εκδηλώσεις που γίνονται για την εκτέλεση νόμιμων καθηκόντων, την άσκηση νόμιμης εξουσίας ή για τη διαφύλαξη (προστασία) δικαιώματος ή από άλλο δικαιολογημένο ενδιαφέρον ή σε ανάλογες περιπτώσεις (περ. γ’ και δ’).
Δικαιολογημένο ενδιαφέρον, που πηγάζει από την συνταγματικά κατοχυρωμένη ελευθερία και την κοινωνική αποστολή του τύπου, έχουν τα πρόσωπα που συνδέονται με τη λειτουργία του, όπως, προπάντων, είναι οι δημοσιογράφοι. Έτσι, είναι επιτρεπτά για τα πρόσωπα αυτά δημοσιεύματα προς ενημέρωση του κοινού, ακόμη και αν περιέχουν οξεία κριτική και δυσμενείς σε βάρος τους χαρακτηρισμούς. Όμως, ο δημοσιογράφος οφείλει να εξακριβώνει, πριν από τη δημοσίευσή τους την αλήθεια των δυσφημιστικών γεγονότων που κοινολογεί σε βάρος ενός προσώπου, χωρίς να μπορεί να θεωρηθεί, σε αντίθετη περίπτωση, ότι η παράδοση σε δημόσια ανυποληψία του δυσφημούμενου προσώπου τελεί σε αναλογία με την κοινωνική αποστολή του τύπου για ενημέρωση του κοινού ή ότι αποτελεί αυτή το επιβεβλημένο μέσο άσκησης του έργου της ενημέρωσης. Συνεπώς, αν συντρέχει τέτοια περίπτωση, δηλαδή τα γεγονότα που αναφέρονται δεν είναι αληθή, ο άδικος χαρακτήρας της πράξης του δημοσιογράφου λόγω του δικαιολογημένου ενδιαφέροντος της ενημέρωσης δεν αίρεται.
Εν προκειμένω, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έκρινε ότι τα αναφερόμενα στο επίδικο δημοσίευμα πραγματικά περιστατικά είναι απολύτως ψευδή και συκοφαντικά, δημοσιεύτηκαν δε από τον ανώνυμο συντάκτη — ειδικό συνεργάτη της πρώτης εναγόμενης με σκοπό την προσβολή της τιμής και της υπόληψης των εναγόντων Προέδρων Δικηγορικών Συλλόγων.
Περαιτέρω, έκρινε πως η κατά τα ανωτέρω προσβολή του δικαιώματος της προσωπικότητας των εναγόντων οφείλεται και στην υπαιτιότητα του δεύτερου, εκδότη της εφημερίδας αλλά και του τρίτου των εναγομένων, διευθυντή του εντύπου, οι οποίοι, από έλλειψη της προσοχής που όφειλαν και μπορούσαν να καταβάλουν κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, δεν προέβησαν στην εξακρίβωση της αλήθειας των δυσφημιστικών γεγονότων πριν από τη δημοσίευση. Αντιθέτως, αν και γνώριζαν ως εκ των ανωτέρω ιδιοτήτων τους το υβριστικό και προσβλητικό περιεχόμενο του δημοσιεύματος, πριν αυτό δημοσιευθεί, εντούτοις ενέκριναν και επέτρεψαν την δημοσίευσή του, αποδεχόμενοι με τον τρόπο αυτό την προσβολή της προσωπικότητας των εναγόντων, οι οποίοι, μολονότι δεν κατονομάζονται ρητά στο επίμαχο δημοσίευμα ήταν άμεσα αναγνωρίσιμοι, ιδίως στους νομικούς κύκλους.
Κατόπιν των ανωτέρω, το δικαστήριο έκρινε ότι η εύλογη χρηματική ικανοποίηση ενός εκάστου των εναγόντων για την ηθική βλάβη που υπέστη από το επίδικο δημοσίευμα ανέρχεται στο ποσό των δέκα χιλιάδων ευρώ.
Απόσπασμα απόφασης
Προσβολή της τιμής και της υπόληψης του προσώπου με τις διακρίσεις των άνω διατάξεων μπορεί να προέλθει και από δημοσίευμα εφημερίδας, αφού η κατοχυρωμένη ελευθερία του τύπου (άρθρο 14 ξ 1 του Συντάγματος) υπόκειται στους περιορισμούς του νόμου που καθιστούν μη ανεκτή την προσβολή της τιμής και υπόληψης ατόμου με δημοσιεύματα δυσφημιστικά ή εξυβριστικά για το άτομο, το οποίο μπορεί είτε να αναφέρεται από το δράστη ονομαστικά, είτε να προκύπτει με βεβαιότητα η ταυτότητά του με τη μετάδοση στοιχείων επαρκών, κατ’ αντικειμενική κρίση, για τον προσδιορισμό και την εξατομίκευσή του (ΑΠ 1095/2010, ΑΠ 311/2009 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 367 παρ. 1 α’ – δ’ ΠΚ, το άδικο των προβλεπόμενων στα άρθρα 361 επ. του ίδιου Κώδικα πράξεων αίρεται, μεταξύ των άλλων περιπτώσεων που προβλέπονται στο άρθρο αυτό, και όταν πρόκειται για εκδηλώσεις που γίνονται για την εκτέλεση νόμιμων καθηκόντων, την άσκηση νόμιμης εξουσίας ή για τη διαφύλαξη (προστασία) δικαιώματος ή από άλλο δικαιολογημένο ενδιαφέρον ή σε ανάλογες περιπτώσεις (περ. γ’ και δ’). Η τελευταία αυτή διάταξη (367 ΠΚ), για την ενότητα δικαίου της έννομης τάξης εφαρμόζεται αναλογικά και στο χώρο του Ιδιωτικού δικαίου, όπως αυτός οριοθετείται από τις προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 57 — 59 και 914 επ. ΑΚ. Επομένως, εφόσον αίρεται ο άδικος χαρακτήρας των προαναφερόμενων αξιόποινων πράξεων, αποκλείεται και το στοιχείο του παρανόμου της επιζήμιας συμπεριφοράς ως όρος της αντίστοιχης αδικοπραξίας του αστικού δικαίου, εκτός αν περιέχουν τα στοιχεία της συκοφαντικής δυσφήμησης, καθώς και όταν από τον τρόπο εκδήλωσης ή από τις περιστάσεις υπό τις οποίες τελέστηκε η πράξη προκύπτει σκοπός εξυβρίσεως (άρθρο 367 ξ 2 ΠΚ). Τέτοιος σκοπός θεωρείται ότι υπάρχει, όταν ο τρόπος εκδήλωσης δεν ήταν πραγματικά αναγκαίος για να αποδοθεί, όπως έπρεπε, το περιεχόμενο της σκέψης του δράστη προς προστασία δικαιολογημένου ενδιαφέροντος και ο τελευταίος, μολονότι γνώριζε την έλλειψη αναγκαιότητας του τρόπου αυτού, εντούτοις τον χρησιμοποίησε για να προσβάλει την τιμή άλλου. Η προβολή περιπτώσεως του άρθρου 367 παρ. 1 ΠΚ αποτελεί αυτοτελή ισχυρισμό καταλυτικό (ένσταση) της αγωγής του ατόμου που προσβλήθηκε στην προσωπικότητά του. Δικαιολογημένο ενδιαφέρον (άρθρο 367 παρ. 1 ΠΚ) που πηγάζει από την συνταγματικά κατοχυρωμένη ελευθερία και την κοινωνική αποστολή του τύπου έχουν τα πρόσωπα που συνδέονται με τη λειτουργία του, όπως προπάντων είναι οι δημοσιογράφοι αλλά και γενικότερα όσοι κάνουν χρήση του τύπου για τη δημοσίευση ειδήσεων και σχολίων σχετικών με τις πράξεις και τη συμπεριφορά φυσικών ή νομικών προσώπων ή ομάδων προσώπων που παρουσιάζουν ενδιαφέρον για το κοινωνικό σύνολο. Έτσι, είναι επιτρεπτά για τα πρόσωπα αυτά δημοσιεύματα προς ενημέρωση του κοινού, ακόμη και αν περιέχουν οξεία κριτική και δυσμενείς σε βάρος τους χαρακτηρισμούς (ΑΠ 1251/2015 ΝΟΜΟΣ). Όμως, ο δημοσιογράφος οφείλει να εξακριβώνει, πριν από τη δημοσίευσή τους την αλήθεια των δυσφημιστικών γεγονότων που κοινολογεί σε βάρος ενός προσώπου, χωρίς να μπορεί να θεωρηθεί, σε αντίθετη περίπτωση, ότι η παράδοση σε δημόσια ανυποληψία του δυσφημούμενου προσώπου τελεί σε αναλογία με την κοινωνική αποστολή του τύπου για ενημέρωση του κοινού ή ότι αποτελεί αυτή το επιβεβλημένο μέσο άσκησης του έργου της ενημέρωσης. Συνεπώς, αν συντρέχει τέτοια περίπτωση, δηλαδή τα γεγονότα που αναφέρονται δεν είναι αληθή, ο άδικος χαρακτήρας της πράξης του δημοσιογράφου λόγω του δικαιολογημένου ενδιαφέροντος της ενημέρωσης δεν αίρεται (ΑΠ 1587/2017, ΑΠ 179/2011, ΑΠ 576/2006, ΕφΑΘ 422/2016, ΕφΑΘ 272/2016 ΝΟΜΟΣ). Τέλος, κατά το άρθρο μόνο του ν. 1178/1981, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με τους νόμους 1941/1991 και 2243/1994, ο ιδιοκτήτης παντός εντύπου υποχρεούται σε πλήρη αποζημίωση για την παράνομη περιουσιακή ζημία, καθώς και σε χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη, οι οποίες υπαιτίως προξενήθηκαν με δημοσίευμα που θίγει την τιμή ή την υπόληψη παντός ατόμου, έστω και αν η κατά το άρθρο 914 ΑΚ υπαιτιότητα, η κατά το άρθρο 919 ΑΚ πρόθεση και η κατά το άρθρο 920 ΑΚ γνώση ή υπαίτια άγνοια συντρέχει στον συντάκτη του δημοσιεύματος ή αν αυτός είναι άγνωστος στον εκδότη ή τον διευθυντή σύνταξης του εντύπου (παρ. 1). Η παραπάνω διάταξη είναι σαφές ότι αναφέρεται μόνο στην ευθύνη του ιδιοκτήτη του εντύπου, ο οποίος υποχρεούται έτσι σε περίπτωση δυσφημιστικού δημοσιεύματος σε πλήρη αποζημίωση του παθόντος και σε χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης του, και ακόμα, σε περίπτωση που γίνει δεκτή η αγωγή με καταψηφιστικό αίτημα, σε καταχώριση περίληψης στην εφημερίδα αυτή (παρ. 6). Η ευθύνη του συντάκτη του δημοσιεύματος ή αν αυτός είναι άγνωστος, του εκδότη ή του διευθυντή σύνταξης του εντύπου, εφόσον βέβαια αυτοί δεν ταυτίζονται ως πρόσωπα με τον ιδιοκτήτη του εντύπου, ρυθμίζεται από τις κοινές διατάξεις (ΑΠ 501/2018, ΑΠ 521/208, ΑΓΠ 271/2012, ΕφΠατρ 212/2018 ΝΟΜΟΣ).