Στο αρχείο άνευ αυτομάτως και άνευ αιτιολογίας όλες οι ανώνυμες ή με ανύπαρκτο όνομα μηνύσεις- Τσουχτερά παράβολα 600 ευρώ για επανεξέταση της αρχειοθέτησης, μεγάλα δικαστικά έξοδα στους “ψευδο-μηνυτές”.
Ακριβά θα πληρώνουν την “δικομανία” τους , οι καθ΄έξιν μηνυτές που σκορπάνε είτε δολίως είτε για άλλους λόγους μηνύσεις κατά πάντων, υπερφορτώνοντας το δικαστικό σύστημα της χώρας και δημιουργώντας ένα απίστευτο “στοκ” υποθέσεων. Είναι η πρώτη φορά που η “δικομανία” αναφέρεται ως νομικός όρος και κυρίως που διακρίνεται ευθέως ως ροπή προς εγκληματική πράξη, η οποία αντιμετωπίζεται με βαρύ χρηματικό αντίτιμο. Η διάκριση αυτή αποτελεί ουσιαστικά μια δέσμευση του υπουργού Δικαιοσύνης Γιώργου Φλωρίδη, ως πρόκριμα για την επιτάχυνση της Δικαιοσύνης. Αψευδής μάρτυρας του φαινομένου είναι τα στατιστικά στοιχεία που θα παρουσιάσει σε ρεπορτάζ του το dikastiko.gr και αποκαλύπτουν ένα χαώδες σκηνικό εκατοντάδων χιλιάδων μηνύσεων ανά έτος , η πλειονότητα των οποίων είναι αβάσιμες και μη στέρεες. Όμως απορροφούν τεράστια ενέργεια και έξοδα του δικαστικού συστήματος αποστερώντας τα ταυτόχρονα από σοβαρές υποθέσεις που εν τοις πράγμασι καθυστερούν.
Κόστος
Με τις νέες διατάξεις που θα περιλαμβάνονται στις εκτεταμένες (άνω των 60) αλλαγές στον Ποινικό Κώδικα και τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας προβλέπεται:
ADVERTISING
-Ότι ανώνυμες μηνύσεις ή καταγγελίες (πολλαπλώς συμβαίνει αυτό το φαινόμενο) ή μηνύσεις που δεν υποβάλλονται με τον δέοντα τρόπο (π.χ στέλνονται με μέιλ χωρίς παρουσία στην δημόσια αρχή) τίθενται αυτομάτως στο αρχείο άνευ ετέρας εισαγγελικής ενέργειας. Ετσι στο άρθρο 43 του σχεδιάζεται αλλαγή που θα αναφέρει :
“Μήνυση ή αναφορά η οποία υποβάλλεται με οποιονδήποτε τρόπο ανωνύμως ή με ανύπαρκτο όνομα, ή χωρίς να τηρούνται οι προυποθέσεις των παρ.2 και 4 του άρθρου 42, τίθεται αμέσως στο αρχείο με πράξη του αρμοδίου εισαγγελέα πλημμελειοδικών και δεν εφαρμόζονται αναλόγως όσα ορίζονται στην παρ. 3. Όταν συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι που μνημονεύονται ειδικά στην παραγγελία του εισαγγελέα πλημμελειοδικών, διατάσσεται η διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης”.
-Επανέρχεται το παράβολο των 100 ευρώ (που ίσχυε προ του 2019) για να υποβληθεί μήνυση. Αν δεν υποβληθεί, τότε η μήνυση απορρίπτεται ως απαράδεκτη και ο μηνυτής δεν έχει καν δικαίωμα να προσφύγει κατά της απόρριψης.
Έτσι στο άρθρο 51 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας σχεδιάζεται παρ.1 Α και στην παρ.2 προστίθεται δεύτερο εδάφιο και το άρθρο διαμορφώνεται ως εξής:
1Α. Ο εγκαλών κατά την υποβολή της έγκλησης, για τα απολύτως κατ` έγκληση διωκόμενα εγκλήματα, ενώπιον κάθε αρμόδιας αρχής καταθέτει παράβολο υπέρ του Δημοσίου ποσού εκατό (100) ευρώ. Το ύψος του ποσού αναπροσαρμόζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Αν δεν κατατεθεί παράβολο η έγκληση απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Εξαιρούνται από την κατάθεση παραβόλου οι δικαιούχοι νομικής βοήθειας, όπως αυτοί προσδιορίζονται στο άρθρο 1 του ν. 3226/2004. Δεν απαιτείται κατάθεση παραβόλου για τα εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας και οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής και τα εγκλήματα κατά της ενδοοικογενειακής βίας και τα εγκλήματα ρατσιστικών διακρίσεων (άρθρα 81Α και 361Β του Ποινικού Κώδικα) και τα εγκλήματα παραβιάσεων της ίσης μεταχείρισης. Για αξιόποινες πράξεις που τελούνται σε βάρος δημοσίων οργάνων και υπαλλήλων κατά την άσκηση των ανατεθειμένων σε αυτούς καθηκόντων, ο παθών υποβάλλει την έγκληση ατελώς και χωρίς την κατάθεση παραβόλου”.
- Ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών εξετάζει την έγκληση που έλαβε και αν κρίνει ότι αυτή δεν στηρίζεται στον νόμο ή είναι προφανώς αβάσιμη στην ουσία της ή ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης, την απορρίπτει με διάταξή του, η οποία περιλαμβάνει συνοπτική αιτιολογία και επιδίδεται στον εγκαλούντα.
Κατά της διάταξης του εισαγγελέα πλημμελειοδικών, με την οποία η έγκληση απορρίπτεται ως απαράδεκτη λόγω μη κατάθεσης παραβόλου, δεν επιτρέπεται άσκηση προσφυγής κατά το άρθρο 52”.
600 ευρώ
Όποιος όμως (από τις αβάσιμες σε επίπεδο ουσίας) παρά την αρχειοθέτηση επιμένει και θέλει η υπόθεσή του να προχωρήσει, θα πληρώνει παράβολο (από 230 σήμερα) 600 ευρώ.
Το άρθρο 52 ΚΠΔ σχεδιάζεται ως εξής:
- Ο εγκαλών έχει δικαίωμα μέσα σε δεκαπέντε ημέρες από την επίδοση της διάταξης του εισαγγελέα πλημμελειοδικών σύμφωνα «με τις παρ. 2 και 3 του προηγούμενου άρθρου», να προσφύγει κατά αυτής στον αρμόδιο εισαγγελέα εφετών. Η προσφυγή ασκείται με τον τρόπο που προβλέπεται στο άρθρο 474.
- Ο προσφεύγων υποχρεούται να καταθέσει παράβολο υπέρ του δημοσίου ποσού εξακοσίων (600), το οποίο επισυνάπτεται στην έκθεση που συντάσσει ο πιο πάνω γραμματέας. Σε περίπτωση που υποβλήθηκε μία έγκληση από περισσότερους εγκαλούντες, κατατίθεται μόνο ένα παράβολο. Το ύψος του ποσού αναπροσαρμόζεται με κοινή απόφαση των υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Αν δεν κατατεθεί το παράβολο, η προσφυγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη από τον εισαγγελέα εφετών. Εξαιρούνται από την υποχρέωση κατάθεσης παράβολου οι δικαιούχοι νομικής βοήθειας, όπως αυτοί προσδιορίζονται στο άρθρο 1 του ν. 3226/2004”.
Δικομανία και αυστηρά πρόστιμα
Επίσης για πρώτη φορά εισάγεται σε ποινικές διατάξεις ως πράξη απαξίας η “δικομανία” και οι μηνύσεις απορρίπτονται επιβάλλοντας υψηλότατα δικαστικά έξοδα. Στο άρθρο 580 ΚΠΔ σχεδιάζεται να αναφέρεται πως “…εισαγγελέας όταν αρχειοθετεί τη μήνυση (άρθρο 43) ή απορρίπτει την έγκληση (άρθρο 51) επιβάλλει τα δικαστικά έξοδα σε βάρος του μηνυτή ή του εγκαλούντος, αν πειστεί ότι η μήνυση ή η έγκληση ήταν προφανώς αβάσιμη στην ουσία της ή ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης ή εντελώς ψευδής και έγινε από δόλο ή από τάση δικομανίας, όπως αυτή προκύπτει από την υποβολή ασυνήθους αριθμού αβάσιμων προηγουμένων μηνύσεων ή εγκλήσεων του ίδιου προσώπου. Το ποσό των εξόδων είναι ίσο με το μέγιστο ποσό που επιβάλλεται στον κατηγορούμενο που καταδικάζεται από το Τριμελές Πλημμελειοδικείο.».
Το ποσό αυτό αναμορφώνεται σε ανώτατο επίπεδο στα χίλια πεντακόσια (1.500) ευρώ!
-Αν η υπόθεση προχωρήσει σε επίπεδο δικαστικού συμβουλίου ή δικαστηρίου τότε τα δικαστικά έξοδα επιβάλλονται στους “δικομανείς” αυξημένα:
‘1. Τα δικαστικά συμβούλια και τα ποινικά δικαστήρια, όταν αποφαίνονται για υποθέσεις όπου η δίωξη έγινε με έγκληση ή με μήνυση, επιβάλλουν τα δικαστικά έξοδα σε βάρος καθενός από εκείνους που έκαναν τη μήνυση ή την έγκληση, αν πειστούν ότι η μήνυση ή έγκληση ήταν εντελώς ψευδής και έγινε με δόλο ή βαριά αμέλεια ή από τάση δικομανίας, όπως αυτή προκύπτει από την υποβολή ασυνήθους αριθμού αβάσιμων προηγουμένων μηνύσεων ή εγκλήσεων του ίδιου προσώπου ή ότι παραμορφώθηκαν με αυτήν δολίως τα πράγματα, ώστε να δοθεί στην πράξη βαρύτερος χαρακτηρισμός ή να συμπεριληφθούν στην δίωξη πρόσωπα εντελώς αμέτοχα στην αξιόποινη πράξη. Η απαλλαγή ή η επιβολή πρέπει ειδικά να αιτιολογείται.
- Το ποσό των εξόδων που κατά την προηγούμενη παράγραφο επιβάλλεται από το δικαστήριο, σε βάρος καθενός από εκείνους που έκαναν ψευδή έγκληση ή μήνυση σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο, είναι ίσο με το διπλάσιο του μεγίστου ποσού που επιβάλλεται στον κατηγορούμενο που καταδικάζεται. Το ποσό των εξόδων που επιβάλλεται από το δικαστικό συμβούλιο είναι ίσο με το μέγιστο ποσό που επιβάλλεται από το αντίστοιχου βαθμού Τριμελές δικαστήριο”.