ΑΠΟΦΑΣΗ
Stativka κατά Ουκρανίας της 07.09.2023 (αρ. προσφ. 64305/12)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Στις 4 Μαΐου 2011 ο προσφεύγων κατέθεσε προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου κατά του τοπικού Στρατολογικού Γραφείου, αμφισβητώντας την άρνηση του τελευταίου να επανυπολογίσειτην μισθοδοσία του.Η προσφυγή απερρίφθη ως εκπρόθεσμη.Μετά από έφεση το Διοικητικό Εφετείο ακύρωσε την πρωτόδικη απόφαση και έκρινε ότι η αξίωση του προσφεύγοντος που αφορούσε τους όρους αμοιβής δεν υπόκειται σε καμία παραγραφή, όπως προβλέπεται στο άρθρο 233 § 2 του εργατικού κώδικα.
Επιστράφηκε η υπόθεση στο Διοικητικό Δικαστήριο που έκανε δεκτή την προσφυγή. Το Εφετείο όμως την ακύρωσε με την αιτιολογία ότι ο προσφεύγων είχε ασκήσει εκπρόθεσμη προσφυγή. Έκρινε ότι η αναφορά του δικαστηρίου στο άρθρο 233 § 2 του Εργατικού Κώδικα ήταν εσφαλμένη, καθώς η διάταξη αφορούσε μόνο τις υφιστάμενες ληξιπρόθεσμες οφειλές και όχι τις αμφισβητούμενες. Ο προσφεύγων άσκησε αναίρεση, η οποία απορρίφθηκε.
Στις 15 Οκτωβρίου 2015 το Συνταγματικό Δικαστήριο ερμήνευσετο άρθρο 233 § 2 λόγω της αντιφατικής εφαρμογής του από τα δικαστήρια και διαπίστωσε ότι εφαρμόζεται τόσο στις υφιστάμενες όσο και στις αμφισβητούμενες μισθολογικές πληρωμές.
Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι το δικαίωμα προσφυγής στο δικαστήριο, του οποίου το δικαίωμα πρόσβασης αποτελεί μία πτυχή, δεν είναι απόλυτο. Μπορεί να υπόκειται σε περιορισμούς που επιτρέπονται σιωπηρά, ιδίως όσον αφορά τις προϋποθέσεις του παραδεκτού της προσφυγής. Ωστόσο, οι περιορισμοί αυτοί δεν πρέπει να περιορίζουν την άσκηση του δικαιώματος κατά τρόπο ή σε βαθμό που να θίγεται ο πυρήνας του.Ωστόσο, οι εν λόγω κανόνες ή η εφαρμογή τους δεν πρέπει να εμποδίζουν τους διαδίκους να κάνουν χρήση ενός διαθέσιμου ένδικου μέσου.
Το Δικαστήριο θεώρησε ότι στην παρούσα υπόθεση η εφαρμογή διαδικαστικών περιορισμών από το Εφετείο δεν ήταν σαφής και προβλέψιμη στην επίδικη υπόθεση και, ως εκ τούτου, δεν ήταν σύμφωνη με την αρχή της ασφάλειας δικαίου. Η συμπεριφορά του προσφεύγοντος δεν δικαιολογούσε σε καμία περίπτωση την επιβάρυνσή του με τις συνέπειες αυτής της αβεβαιότητας.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του δικαιώματος πρόσβασης σε δικαστήριο (άρθρο 6 § 1)και επιδίκασε 1.500 ευρώ για ηθική βλάβη και 500 ευρώ για έξοδα.
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 6 § 1
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Η υπόθεση αφορά τον φερόμενο ως ασυνεπή και απρόβλεπτο τρόπο με τον οποίο τα εθνικά δικαστήρια αρνήθηκαν τελικά να εξετάσουν τις προσφυγές του προσφεύγοντος για επανυπολογισμό των μισθολογικών πληρωμών του. Ο προσφεύγων παραπονέθηκε για την έλλειψη πρόσβασης σε δικαστήριο σύμφωνα με το άρθρο 6 § 1 της Σύμβασης.
Στις 4 Μαΐου 2011 ο προσφεύγων κατέθεσε προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου του Luhansk κατά του πρώην εργοδότη του, του τοπικού Στρατολογικού Γραφείου, αμφισβητώντας την άρνηση του τελευταίου να επανυπολογίσειτην μισθοδοσία του.
Στις 6 Μαΐου 2011 το Διοικητικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή ως εκπρόθεσμη.Στις 7 Οκτωβρίου 2011 το Διοικητικό Εφετείο του Ντόνετσκ ακύρωσε την πρωτόδικη απόφαση και έστειλε την υπόθεση στο Διοικητικό Δικαστήριο για επανεξέταση. Διαπίστωσε ότι η αξίωση του προσφεύγοντος αφορούσε τους όρους αμοιβής και, ως εκ τούτου, δεν υπόκειται σε καμία παραγραφή, όπως προβλέπεται στο άρθρο 233 § 2 του εργατικού κώδικα.
Στις 13 Δεκεμβρίου 2011 το Διοικητικό Δικαστήριο έκανε εν μέρει δεκτή την αίτηση, επικαλούμενο, ιδίως, το άρθρο 233 § 2 του Εργατικού Κώδικα, και διέταξε το Στρατολογικό Γραφείο να υπολογίσει εκ νέου διάφορες καθυστερούμενες αποδοχές που σχετίζονται με τον μισθό και να τις καταβάλει στον προσφεύγοντα.
Στις 15 Φεβρουαρίου 2012 το Εφετείο ακύρωσε την απόφαση της 13 Δεκεμβρίου 2011 με την αιτιολογία ότι ο προσφεύγων είχε απωλέσει την προθεσμία για την υποβολή της προσφυγής του. Έκρινε ότι η αναφορά του δικαστηρίου στο άρθρο 233 § 2 του Εργατικού Κώδικα ήταν εσφαλμένη, καθώς κατά τη γνώμη του η διάταξη αυτή αφορούσε μόνο τις υφιστάμενες ληξιπρόθεσμες οφειλές και όχι τις αμφισβητούμενες. Αντ’ αυτού, παρέπεμψε στο άρθρο 99 § 2 του Κώδικα Διοικητικής Δικαιοσύνης, το οποίο καθόριζε εξάμηνη προθεσμία παραγραφής για την υποβολή διοικητικών αξιώσεων.
Ο προσφεύγων άσκησε αναίρεση ενώπιον του Ανώτατου Διοικητικού Δικαστηρίου, υποστηρίζοντας, ειδικότερα, ότι η διαπίστωση του Εφετείου ότι το άρθρο 233 § 2 του Εργατικού Κώδικα δεν ήταν εφαρμοστέο ήταν εσφαλμένη, ιδίως ενόψει της οριστικής του απόφασης της 7ης Οκτωβρίου 2011, με την οποία είχε διαπιστώσει ότι η διάταξη αυτή ήταν εφαρμοστέα στην περίπτωσή του. Επικαλέστηκε επίσης άλλες παρόμοιες υποθέσεις στις οποίες τα εθνικά δικαστήρια, συμπεριλαμβανομένου του Ανώτατου Διοικητικού Δικαστηρίου (ΑΔΔ), δεν είχαν απορρίψει τις αξιώσεις ως κατατεθειμένες εκτός της προθεσμίας παραγραφής. Με συνοπτική απόφαση της 19ης Μαρτίου 2012, το ΑΔΔ απέρριψε την αίτηση αναίρεσης του προσφεύγοντος, δηλώνοντας ότι δεν υπήρχαν ενδείξεις εσφαλμένης εφαρμογής του εσωτερικού δικαίου και ότι τα επιχειρήματα του προσφεύγοντος δεν κατέληγαν στο συμπέρασμα ότι είχε παραβιαστεί το σχετικό ουσιαστικό ή δικονομικό δίκαιο.
Στις 15 Οκτωβρίου 2015 το Συνταγματικό Δικαστήριο έδωσε επίσημη ερμηνεία του άρθρου 233 § 2 του Εργατικού Κώδικα λόγω της αντιφατικής εφαρμογής του από τα δικαστήρια και διαπίστωσε ότι εφαρμόζεται τόσο στις υφιστάμενες όσο και στις αμφισβητούμενες μισθολογικές πληρωμές. Το άρθρο 233 § 2 του Εργατικού Κώδικα τροποποιήθηκε ουσιαστικά τον Ιούλιο του 2022 και δεν προβλέπει πλέον τη δυνατότητα να ζητείται ο επανυπολογισμός των μισθολογικών πληρωμών χωρίς προθεσμίες.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι το δικαίωμα προσφυγής στο δικαστήριο, του οποίου το δικαίωμα πρόσβασης αποτελεί μία πτυχή, δεν είναι απόλυτο: μπορεί να υπόκειται σε περιορισμούς που επιτρέπονται σιωπηρά, ιδίως όσον αφορά τις προϋποθέσεις του παραδεκτού της προσφυγής. Ωστόσο, οι περιορισμοί αυτοί δεν πρέπει να περιορίζουν την άσκηση του δικαιώματος κατά τρόπο ή σε βαθμό που να θίγεται ο πυρήνας του. Πρέπει να επιδιώκουν θεμιτό σκοπό και να υπάρχει εύλογος βαθμός αναλογικότητας μεταξύ των χρησιμοποιούμενων μέσων και του επιδιωκόμενου σκοπού. Οι κανόνες για τις προθεσμίες άσκησης προσφυγής έχουν αναμφίβολα ως στόχο να διασφαλίσουν την ορθή απονομή της δικαιοσύνης και την ασφάλεια δικαίου. Οι ενδιαφερόμενοι πρέπει να αναμένουν την εφαρμογή των κανόνων αυτών. Ωστόσο, οι εν λόγω κανόνες ή η εφαρμογή τους δεν πρέπει να εμποδίζουν τους διαδίκους να κάνουν χρήση ενός διαθέσιμου ένδικου μέσου (βλ.Melnyk κατά Ουκρανίας της 28.03.2006, αριθ. προσφ. 23436/03 §§ 22 και 23και Kravchenko κατά Ουκρανίας της 30.06.2016, αριθ. προσφ. 46673/06 §§ 41 και 42).
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι, μολονότι οι διάδικοι διαφώνησαν ως προς την ερμηνεία και την εφαρμογή συγκεκριμένων δικονομικών διατάξεων, δεν είναι αναγκαίο να εξεταστεί αν οι σχετικοί κανόνες εφαρμόστηκαν με ακρίβεια από τα εθνικά δικαστήρια. Το Δικαστήριο θεώρησε ότι στην προκειμένη περίπτωση καθήκον του είναι να εξετάσει κατά πόσον η αμφισβητούμενη εφαρμογή των εσωτερικών δικονομικών κανόνων θα μπορούσε να θεωρηθεί προβλέψιμη από την άποψη του προσφεύγοντος (βλ. αποφάσεις Melnyk § 26, και Kravchenko§ 43).
Στο πλαίσιο αυτό, αναφέρθηκε το ΕΔΔΑ στις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης, στην οποία στο πλαίσιο της ίδιας διαδικασίας έλαβε αντίθετη θέση ως προς τις νόμιμες προθεσμίες που θα ήταν εφαρμοστέες. Επιπλέον, η ασυνέπεια των εγχώριων δικαστηρίων επί του θέματος αυτού επιβεβαιώθηκε από το γεγονός ότι αποτέλεσε λόγο για συνταγματική διαδικασία όσον αφορά την ερμηνεία του άρθρου 233 § 2 του εργατικού κώδικα.
Το Δικαστήριο θεώρησε ότι η εφαρμογή διαδικαστικών περιορισμών από το Εφετείο δεν ήταν σαφής και προβλέψιμη στην υπόθεση του προσφεύγοντος και, ως εκ τούτου, δεν ήταν σύμφωνη με την αρχή της ασφάλειας δικαίου. Η συμπεριφορά του προσφεύγοντος δεν δικαιολογούσε σε καμία περίπτωση την επιβάρυνσή του με τις συνέπειες αυτής της αβεβαιότητας.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση της πρόσβασης σε δικαστήριο (άρθρο 6 § 1 της ΕΣΔΑ).
Δίκαιη ικανοποίηση (άρθρο 41)
Το ΕΔΔΑ επιδίκασε 1.500 ευρώ για ηθική βλάβη και 500 ευρώ για έξοδα(επιμέλεια: echrcaselaw.com).