ΑΠΟΦΑΣΗ
Ainis κ.α. κατά Ιταλίας της 14.09.2023 (αρ. προσφ. 2264/12)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Δικαίωμα στη ζωή. Παράλειψη των εθνικών αρχών να προστατεύσουν επαρκώς τη ζωή του συγγενή των προσφευγόντων, τοξικομανή, που πέθανε από υπερβολική δόση ναρκωτικών, ενώ βρισκόταν υπό αστυνομική κράτηση μετά τη σύλληψή του.
Ο συγγενής των προσφευγόντων, C.C.,είχε συλληφθεί στο πλαίσιο επιχείρησης κατά της διακίνησης ναρκωτικών. Η αυτοψία που ακολούθησε το θάνατό του κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η αιτία θανάτου ήταν η οξεία μέθη από κοκαΐνη. Δεδομένης της παρουσίας του φαρμάκου στο γαστρικό υγρό, συνήχθη το συμπέρασμα ότι ο C.C. είχε λάβει τη θανατηφόρα δόση με κατάποση, και μάλιστα σε χρόνο “πολύ κοντά στο θάνατό του”.Τα εθνικά δικαστήρια δεν διαπίστωσαν καμία ευθύνη εκ μέρους των εθνικών και αστυνομικών αρχών.
Το Δικαστήριο του Στρασβούργουεπανέλαβε ότι το δικαίωμα στη ζωή είναι μια από τις πιο θεμελιώδεις διατάξεις της Σύμβασης.διαπίστωσε συγκεκριμένα ότι ο C.C. δεν έλαβε την παραμικρή ιατρική βοήθεια μετά τη σύλληψή του. Δεν υπήρχε κανένα αρχείο που να αποδεικνύει ότι είχε πραγματοποιηθεί σωματική έρευνα στο αρχηγείο της αστυνομίας του Μιλάνου.
Συνεπώς, το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 2 της Σύμβασης.
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 2
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Οι προσφεύγοντες, RosalbaAinis, NancyCalogero και GiuseppaDammicela, είναι τρεις Ιταλοί υπήκοοι οι οποίοι γεννήθηκαν το 1974, 1994 και 1946 αντίστοιχα και ζουν στο Μιλάνο. Είναι η σύντροφος, κόρη και μητέρα του C.C., αντίστοιχα.
Τα ξημερώματα της 10ης Μαΐου 2001 ο C.C. συνελήφθη μαζί με άλλα τρία άτομα στο πλαίσιο επιχείρησης κατά της διακίνησης ναρκωτικών, ενώ έβγαινε από το διαμέρισμά του στο Μιλάνο. Ο C.C. φαινόταν να είναι σε καλή σωματική και ψυχολογική κατάσταση, πιθανώς λόγω χρήσης ναρκωτικών. Αντιμετώπιζε κάτι σαν κρίσεις πανικού και ξαφνικές εναλλαγές της διάθεσής του και έκανε κάτι που έμοιαζε ως απόπειρα αυτοτραυματισμού χτυπώντας το κεφάλι του στον τοίχο. Ενώ τον συνόδευαν έξω από το κτίριο, χρειάστηκε να τον μεταφέρουν οι αστυνομικοί επειδή δεν ήταν συνεργάσιμος και έπεφτε συνεχώς κάτω σαν “νεκρός”.
Στις 3.15 π.μ. έφτασαν στο σημείο δύο αστυνομικοί που είχαν κληθεί ως ενισχύσεις. Σύμφωνα με την έκθεση περιπολίας τους, κατά την άφιξή τους ο C.C., ο οποίος φορούσε χειροπέδες, οδηγήθηκε από τους αστυνομικούς που τον συνέλαβαν στο περιπολικό τους, ώστε να τον μεταφέρουν στο αστυνομικό τμήμα. Μόλις κάθισε στο όχημα, ο C.C. παραπονέθηκε στους αστυνομικούς ότι δεν αισθανόταν καλά και ζήτησε να μην τον μετακινήσουν άμεσα. Του επέτρεψαν να καθίσει στο περιπολικό με το κεφάλι και τα πόδια του έξω από το όχημα για κάποιο χρονικό διάστημα. Φαινόταν ιδρωμένος, ενώ από το στόμα του έτρεχαν διαφανή υγρά. Μόλις ο C.C. δήλωσε ότι αισθανόταν καλύτερα, οι αστυνομικοί του πέρασαν χειροπέδες και τον οδήγησαν στο αστυνομικό μέγαρο. Οι αστυνομικοί ανέφεραν ότι, δεδομένης της “κατάστασης της υγείας” του C.C., όπως αναφέρθηκε, δυνάμωσαν τον κλιματισμό και οδήγησαν αργά.
Στις 3.30 π.μ.ο C.C. μεταφέρθηκε δεμένος με χειροπέδες σε κελί στην αστυνομική διεύθυνση του Μιλάνου. Στις 5.50 π.μ. ζήτησε να χρησιμοποιήσει την τουαλέτα. Άρχισε να κάνει εμετό και κατέρρευσε. Η έκθεση σημείωσε ότι έβγαινε σάλιο από το στόμα του και αίμα από τη μύτη του. Ο αστυνομικός που τον είχε πάει στην τουαλέτα δήλωσε ότι δεν είχε δώσει «προσοχή στονC.C., καθώς ήταν απασχολημένος με την κράτηση και τη λήψη φωτογραφιών άλλων ατόμων».
Κλήθηκε ασθενοφόρο, με τον C.C. να είναι σε κυανωτική κατάσταση, με δυσκολία στην αναπνοή και με σπασμούς. Στις 6.07 π.μ. έφτασε ασθενοφόρο. Ο θάνατος του C.C. διαπιστώθηκε στις 6.16 π.μ. στο Νοσοκομείο Fatebenefratelli.
Πραγματοποιήθηκε αυτοψία, η οποία διαπίστωσε οίδημα εγκεφάλου και πνευμόνων που προκλήθηκε από υγρό αίμα, συμφόρηση στα εσωτερικά όργανα και πολυσκελετική συμφόρηση, τα οποία ήταν συμβατά με φυσικό θάνατο που χαρακτηρίζεται από αναπνευστικές δυσκολίες ή θάνατο από ασφυξία. Ο παθολόγος δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσει την ακριβή αιτία του θανάτου. Μια μεταγενέστερη έκθεση που εκδόθηκε το 2003 κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η αιτία θανάτου ήταν η οξεία μέθη από κοκαΐνη.Δεδομένης της παρουσίας του φαρμάκου στο γαστρικό υγρό, συνήχθη το συμπέρασμα ότι ο C.C. είχε λάβει τη θανατηφόρα δόση με κατάποση, και μάλιστα σε χρόνο “πολύ κοντά στο θάνατό του”. Κάθε άλλη αιτία θανάτου αποκλείστηκε. Ο παθολόγος δήλωσε ότι δεν υπήρχαν ενδείξεις τραύματος που θα μπορούσαν να συνδεθούν με το θάνατο, ή οποιασδήποτε άλλης ανιχνεύσιμης προϋπάρχουσας ιατρικής κατάστασης.
Τον Απρίλιο του 2003 οι εισαγγελείς αποφάσισαν να μην ξεκινήσουν έρευνα καθώς δεν υπήρχαν στοιχεία για εγκληματική πράξη εκ μέρους τρίτου.
Οι προσφεύγοντες κατέθεσαν αγωγή κατά του Υπουργείου Εσωτερικών με την αιτιολογία ότι δεν παρείχαν συνδρομή σε άτομο ευρισκόμενο σε κίνδυνο και αδυναμία επαρκούς επίβλεψης. Το Περιφερειακό Δικαστήριο του Μιλάνου έκρινε υπεύθυνο το Υπουργείο, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι η αστυνομία είτε αποτύχει να ερευνήσει τονC.C. κατά τη σύλληψη και ότι η επίβλεψή του ήταν ανεπαρκής, καθώς είτε είχε στην κατοχή του μεγάλη ποσότητα κοκαΐνης τη στιγμή της σύλληψής του, είτε την απέκτησε ενώ βρισκόταν στο αρχηγείο της αστυνομίας. Πρόσθεσε ότι υπήρχε ευθύνη των αστυνομικών σε αυτή την υπόθεση να ζητήσουν άδεια από το δικαστήριο για τη διεξαγωγή σωματικής έρευνας. Το δικαστήριο επιδίκασε 100.000 ευρώ ως αποζημίωση στη μητέρα του C.C. και 125.000 ευρώ στην κόρη του.
Ωστόσο, το Εφετείο του Μιλάνου ακύρωσε την απόφαση αυτή, μη διαπιστώνοντας καμία αστική ευθύνη εκ μέρους τουΥπουργείου. Τόνισε –χωρίς συγκεκριμένο σκεπτικό– ότι αν και η άμεση αιτία του θανάτου του C.C. ήταν η κατάποση μεγάλης ποσότητας κοκαΐνης λίγο πριν από το θάνατό του, προκλήθηκε επίσης από την κατάποση κοκαΐνης τη στιγμή της σύλληψης και ότι το θανατηφόρο γεγονός συνέβη ξαφνικά «επειδή είχε βρει εύφορο έδαφος σε έναν οργανισμό που είχε καταπονηθεί σοβαρά από προηγούμενη χρήση – ή κατάποση – φαρμάκων».
Το 2011 το Ακυρωτικό Δικαστήριο αποφάσισε ότι δεν μπορούσε να επανεξετάσει την ανασύνθεση των γεγονότων όπως ορίζεταιαπό το Εφετείο και ότι το τελευταίο δικαστήριο είχε καταλήξει στα συμπεράσματα με λογικό και αιτιολογημένο τρόπο.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι το δικαίωμα στη ζωή είναι μια από τις πιο θεμελιώδεις διατάξεις της Σύμβασης, και ότι οι αρχές ήταν υποχρεωμένες να λογοδοτούν για τη μεταχείριση ατόμων υπό αστυνομική κράτηση λόγω της ευάλωτης θέσης τους. Επανέλαβε ότι, όσον αφορά τους τραυματισμούς και τους θανάτους κατά τη διάρκεια της κράτησης, το βάρος της απόδειξης μπορεί να θεωρηθεί ότι βαρύνει τις αρχές να παρέχουν μια ικανοποιητική και πειστική εξήγηση.
Ανέφερε εξαρχής ότι, αν και δεν υπήρχαν επαρκή στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι οι αρχές γνώριζαν ή όφειλαν να γνωρίζουν ότι υπήρχε πραγματικός και άμεσος κίνδυνος ότι ο C.C. θα κάνει χρήση θανατηφόρας δόσης κοκαΐνης, είχαν καθήκον να λάβουν βασικές προφυλάξεις για να ελαχιστοποιήσουν τυχόν κινδύνους για την υγεία και την ευημερία του, ιδίως δεδομένου ότι ήταν σε εξασθενημένη κατάσταση, του είχε κατασχεθεί κοκαΐνη τη στιγμή της σύλληψής του και ήταν γνωστός στην αστυνομία ως τοξικομανής.
Ο C.C. δεν έλαβε την παραμικρή ιατρική βοήθεια μετά τη σύλληψή του. Δεν υπήρχε κανένα αρχείο που να αποδεικνύει ότι είχε πραγματοποιηθεί σωματική έρευνα στο αρχηγείο της αστυνομίας του Μιλάνου. Όσον αφορά το επιχείρημα της Κυβέρνησης ότι μια ενδελεχής σωματική έρευνα θα είχε εγείρει ζητήματα βάσει άλλων άρθρων της Σύμβασης, το δικαστήριο επιβεβαίωσε ότι θα ήταν υπερβολικό να ερευνώνται όλοι οι συλληφθέντες, αλλά αυτό δεν απαλλάσσει τις αρχές από οποιεσδήποτε υποχρεώσεις σχετικά με το θέμα, ιδίως για να διασφαλίσει ότι σε αυτήν την περίπτωση ο C.C. δεν μετέφερε ναρκωτικά όταν έφτασε στο αρχηγείο της αστυνομίας του Μιλάνου. Το ΕΔΔΑ δεν ήταν σε θέση να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι είχαν ληφθεί τέτοια μέτρα.
Επιπλέον, δεν ήταν σαφές εάν ο C.C. είχε λάβει σωστή εποπτεία και αν όλοι οι εμπλεκόμενοι στην υπόθεση αξιωματικοί είχαν ανακριθεί από τους εισαγγελείς. Η Κυβέρνηση απέτυχε να αντικρούσει τους ισχυρισμούς των προσφευγόντων με επαρκή επιχειρήματα ή αποδεικτικά στοιχεία.
Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι αρχές δεν είχαν προστατεύσει τη ζωή του C.C., κατά παράβαση του άρθρου 2 της Σύμβασης.
Δίκαιη ικανοποίηση (άρθρο 41)
Το ΕΔΔΑεπιδίκασε στους προσφεύγοντες από κοινού 30.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 10.000 ευρώ για έξοδα (επιμέλεια: echrcaselaw.com)