ΑΠΟΦΑΣΗ
SEDRAKYAN κατά Αρμενίας της 26.09.2023 ( αριθ. προσφ. 5337/13)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Η κατοικία του προσφεύγοντος απαλλοτριώθηκε και εκπλειστηριάστηκε. Άσκησε αγωγή αποζημίωσης η οποία απορρίφθηκε ως απαράδεκτη στο Εφετείο λόγω μη καταβολής δικαστικών τελών παρά του ότι δεν είχαν προσδιοριστεί επακριβώς από το δικαστήριο.
Το ΕΔΔΑ δεν διαπίστωσε τίποτα παράτυπο σε ένα σύστημα στο οποίο τα δικαστικά τέλη για χρηματικές αξιώσεις εξαρτώνται από το ποσό της διαφοράς. Όμως εν προκειμένω το Εφετείο αναφέρθηκε αόριστα στην «αγοραία αξία του ακινήτου», έδωσε μικρή προθεσμία μόλις δύο εβδομάδων να προσδιοριστεί η αξία του παρά το ότι ήταν αντικειμενικά αδύνατο αφού το ακίνητο είχε κατεδαφιστεί.
Το ΕΔΔΑ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, υπό τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης, ο περιορισμός που επιβλήθηκε στην πρόσβαση του προσφεύγοντος στο Εφετείο ήταν δυσανάλογος και έθιξε την ίδια την ουσία του δικαιώματός του πρόσβασης σε δικαστήριο, διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 6 §1 της ΕΔΔΑ και επιδίκασε στον προσφεύγοντα ποσό 7.500 ευρώ για ηθική βλάβη.
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 6
Άρθρο 1 του ΠΠΠ
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΑ
Η υπόθεση αφορούσε την άρνηση στον προσφεύγοντος του δικαιώματος να ασκήσει έφεση κατά απόφασης κατώτερου δικαστηρίου που απέρριψε την αγωγή αποζημίωσής του για το διαμέρισμά του, που απαλλοτριώθηκε από το κράτος.
Από το 1999 ο προσφεύγων ήταν ιδιοκτήτης διαμερίσματος δύο δωματίων στο χωριό Gugark, το οποίο βρισκόταν σε κτίριο που υπέστη ζημιές από σεισμό το 1988.
Ο εκπρόσωπος των τοπικών αρχών Υ.Ε. εκπλειστηρίασε το ακίνητο, χωρίς την προηγούμενη έγκριση του τοπικού συμβουλίου. Μετά τη συναλλαγή αυτή, το κτίριο, συμπεριλαμβανομένου του διαμερίσματος του προσφεύγοντος, κατεδαφίστηκε από τον αγοραστή, βάσει άδειας που χορηγήθηκε από την αρχή. Σε μεταγενέστερο χρονικό διάστημα ξεκίνησε ποινική έρευνα για πιθανή κατάχρηση εξουσίας από τον Y.E. σε σχέση με τα παραπάνω γεγονότα.
Στις 11 Δεκεμβρίου 2009, ο προσφεύγων άσκησε αγωγή ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ζητώντας αποζημίωση για τη ζημία που υπέστη λόγω της κατεδάφισης του διαμερίσματός του. Συγκεκριμένα, ζήτησε να του παρασχεθεί ένα διαμέρισμα δύο δωματίων στο χωριό Gugark. Ο προσφεύγων κατέβαλε 4.000 αρμενικά ντραμ (AMD) για δικαστικά τέλη.
Το Περιφερειακό Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή του προσφεύγοντος με το σκεπτικό ότι δεν είχε υποστεί καμία ζημία.
Ο προσφεύγων άσκησε έφεση, συνοδευόμενη από απόδειξη καταβολής δικαστικώντελώνύψους 10.000 AMD, τα οποία αντιστοιχούσαν στο καταβλητέο ποσό για μη χρηματικές αξιώσεις ενώπιον δευτεροβάθμιων δικαστηρίων.
Το Εφετείο απέρριψε την έφεση ως απαράδεκτη λόγω μη καταβολής δικαστικών τελών. Ο προσφεύγων άσκησε αναίρεση κατά της απόφασης αυτής υποστηρίζοντας, μεταξύ άλλων, ότι το Εφετείο δεν είχε ενημερώσει ποιο ήταν το συγκεκριμένο ποσό που έπρεπε να καταβληθεί όταν κατέληξε στο συμπέρασμα ότι είχε καταβάλει ποσό δικαστικών τελώνμικρότερο από αυτό που έπρεπε να καταβληθεί. Το Ακυρωτικό Δικαστήριο κήρυξε απαράδεκτη την αίτηση αναίρεσης ως αβάσιμη.
Ο προσφεύγων άσκησε προσφυγή γιατί του είχε απαγορευτεί η πρόσβαση στο Εφετείο, κατά παράβαση των εγγυήσεων του άρθρου 6 § 1 της ΕΣΔΑ.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι με την άσκηση αγωγής ο προσφεύγων επιδίωξε να επιτύχει αποζημίωση για το κατεδαφισμένο διαμέρισμά του και, ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο, το Εφετείο είχε πλήρη δικαιοδοσία να εξετάσει τόσο τα πραγματικά όσο και τα νομικά ζητήματα. Επανέλαβε ότι, όπου υπάρχουν διαδικασίες προσφυγής, τα συμβαλλόμενα κράτη υποχρεούνται να διασφαλίζουν ότι τα φυσικά και νομικά πρόσωπα που υπάγονται στη δικαιοδοσία τους εξακολουθούν να απολαύουν των ίδιων θεμελιωδών εγγυήσεων του άρθρου 6 ενώπιον των εφετείων όπως και ενώπιον των πρωτοβάθμιων δικαστηρίων. Το Δικαστήριο δεν διαπίστωσε τίποτα παράτυπο σε ένα σύστημα στο οποίο τα δικαστικά τέλη για χρηματικές αξιώσεις εξαρτώνται από το ποσό της διαφοράς.
Σημείωσε περαιτέρω ότι το Εφετείο είχε το δικαίωμα να διαφωνήσει με τον προσφεύγοντα ότι η χρηματική του αξίωση δεν μπορούσε να αξιολογηθεί. Υπό τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης είναι αμφίβολο αν ο προσφεύγων θα μπορούσε να εκπληρώσει την απαίτηση που του επέβαλε το Εφετείο. Ειδικότερα, το Εφετείο αναφέρθηκε αόριστα στην «αγοραία αξία του ακινήτου», η οποία επιπλέον έπρεπε να προσδιοριστεί με πιστοποιητικό ή πραγματογνωμοσύνη που θα εκδιδόταν από αρμόδιο φορέα, και έδωσε στον προσφεύγοντα προθεσμία δύο εβδομάδων για να συμμορφωθεί.
Ωστόσο, το παλιό διαμέρισμα του προσφεύγοντος είχε κατεδαφιστεί από καιρό και ακόμη και οι πραγματογνώμονες δεν μπόρεσαν να προσδιορίσουν την αξία του κτιρίου του. Επιπλέον, ο προσφεύγων δεν είχε ζητήσει άλλο συγκεκριμένο διαμέρισμα δύο δωματίων που θα μπορούσε ενδεχομένως συγκριτικά να αξιολογηθεί. Υπό αυτές τις συνθήκες, το Δικαστήριο δεν μπόρεσε να συμφωνήσει με την Κυβέρνηση ότι ο προσφεύγων δεν επέδειξε επιμέλεια επειδή δεν είχε συμμορφωθεί με μια αόριστη και τυπολατρική, υπό τις δεδομένες συνθήκες, απαίτηση του Εφετείου, αλλά αμφισβήτησε την απόφασή του ενώπιον του Ακυρωτικού Δικαστηρίου. Το πιο σημαντικό, η κυβέρνηση παρέλειψε να εξηγήσει πώς ο προσφεύγων έπρεπε να πραγματοποιήσει μια τέτοια αξιολόγηση, εντός περιόδου δύο εβδομάδων, ώστε να μπορέσει να καθορίσει και να πληρώσει το ποσό των οφειλόμενων δικαστικών τελών και να υποβάλει εκ νέου την έφεσή του.
Επομένως, το Δικαστήριο δεν πείστηκε από το επιχείρημα της κυβέρνησης ότι έπρεπε να κατηγορηθεί ο προσφεύγων για μη συμμόρφωση με τους διαδικαστικούς κανόνες.
Εν πάση περιπτώσει, η Κυβέρνηση παρέλειψε να αναφέρει κάποια διάταξη νόμου που θα υποχρέωνε τους εκκαλούντες να υποβάλουν αίτηση απαλλαγής από τα τέλη για αξιώσεις στις οποίες η απαλλαγή από τα δικαστικά τέλη εφαρμόζεται αυτοδικαίως. Ως εκ τούτου, προτείνοντας στον προσφεύγοντα να υποβάλει αίτηση απαλλαγής όσον αφορά τα δικαστικά τέλη»«με αποδεικτικά στοιχεία απαραίτητα για τη χορήγησή του», το Εφετείο δεν φαίνεται να επισήμανε, όπως ισχυρίστηκε η κυβέρνηση, την απαλλαγή από τα τέλη που ισχύει ipsojure, αλλά μάλλον την υπό όρους απαλλαγή από τα δικαστικά τέλη λόγω της οικονομικής κατάστασης κάποιου.
Συναφώς, το Δικαστήριο έλαβε υπόψη το επιχείρημα του προσφεύγοντος ότι δεν μπορούσε να ζητήσει αναβολή πληρωμής ή απαλλαγή από τα δικαστικά τέλη λόγω της οικονομικής του κατάστασης, διότι, αφενός, δεν μπορούσε να αποδείξει την πενία του, λαμβανομένων υπόψη των προβαλλόμενων επαρκών εσόδων του και, εν πάση περιπτώσει, δεν μπορούσε να υποβάλει τέτοιο αίτημα όταν δεν γνώριζε το πραγματικό ποσό των οφειλόμενων δικαστικών τελών και, επομένως, την ικανότητά του να το καταβάλει. Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, υπό τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης, ο περιορισμός που επιβλήθηκε στην πρόσβαση του προσφεύγοντος στο Εφετείο ήταν δυσανάλογος και έθιξε την ίδια την ουσία του δικαιώματός του πρόσβασης σε δικαστήριο.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 6 § 1 της Σύμβασης.
Άρθρο 1 ΠΠΠ
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι η καταγγελία του προσφεύγοντος βάσει του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου συνδέεται στενά με εκείνη που εξετάστηκε βάσει του άρθρου 6 § 1 και θεώρησε ότι δεν ήταναπαραίτητο να αποφανθεί επί της καταγγελίας του προσφεύγοντος βάσει του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου.
Δίκαιη Ικανοποίηση ( άρθρο 41) : Το ΕΔΔΑ επιδίκασε 7.500 ευρώ για ηθική βλάβη (επιμέλεια echrcaselaw.com).