Τοποθέτηση κεφαλαίων σε άληκτους υβριδικούς τίτλους τράπεζας -. Η ζημία συνίσταται στα χρηματικά ποσά που διέθεσαν οι ενάγοντες και επήλθε κατά τον χρόνο αγοράς των τίτλων συνεπεία της πλημμελούς πληροφόρησης, συμβουλής και αδικοπρακτικής συμπεριφοράς της εκδότριας τράπεζας. Η ίδια η αγορά των επενδυτικών προϊόντων είναι το επιζήμιο αποτέλεσμα του σφάλματος της τράπεζας. Χρονική σύμπτωση μεταξύ ζημιογόνου γεγονότος και προκληθείσας εξ αυτού ζημίας. Εφαρμογή της θεωρίας της διαφοράς. Η αποκαταστατέα ζημία, που συνδέεται αιτιωδώς με τις παράνομες πράξεις της αναιρεσείουσας, ταυτοποιείται στο ύψος των χρηματικών ποσών που οι ενάγοντες τοποθέτησαν στη συγκεκριμένη επένδυση (θετική ζημία) και αποκαθίσταται μέσω της απόδοσής τους. Πρόδηλη πλήρωση του αιτιώδους συνδέσμου ανάμεσα στο νόμιμο λόγο ευθύνης και στη ζημία, αφού χωρίς τη συγκεκριμένη πράξη δεν θα είχαν επενδυθεί τα ποσά και θα είχε αποφευχθεί η ζημία. Το επελθόν αποτέλεσμα της ζημίας δεν επηρεάσθηκε ως προς την επέλευσή της από τον, μεταγενέστερο, ειδικό νόμο της 22.3.2013 «περί Εξυγίανσης Τραπεζικών και ’λλων Ιδρυμάτων» και τα κατ εξουσιοδότηση αυτού εκδοθέντα Διατάγματα της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου για την θέση της τράπεζας σε εξυγίανση και την μετατροπή των τίτλων σε μετοχές. Τα γεγονότα του 2013 αποτελούν γεγονότα αδιάφορα για το κρίσιμο ζήτημα της αιτιώδους συνάφειας, ως μεταγενέστερα του χρόνου επέλευσης της ζημίας. Η διατυπούμενη στην αναιρεσιβαλλόμενη φράση ότι υφίσταται πρόσφορη αιτιώδης συνάφεια «με την αντικειμενική εκ των υστέρων πρόγνωση» δεν έχει την έννοια ότι η προσφορότητα κρίθηκε εκ των υστέρων αλλά ότι εκ των υστέρων επιβεβαιώθηκε η ζημία αφού η κεφαλαιακή ανεπάρκεια της τράπεζας προκάλεσε την κρατική παρέμβαση και όχι η κρατική παρέμβαση την ανεπάρκεια.
Αριθμός 1183/2021
TO ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ TOY APEΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
A2 Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Γεώργιο Αποστολάκη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Θεόδωρο Κανελλόπουλο, Αικατερίνη Κρυσταλλίδου, Ιωάννη Δουρουκλάκη και Μαρία Ανδρικοπούλου – Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 14 Δεκεμβρίου 2020, με την παρουσία και της γραμματέως Θεοδώρας Παπαδημητρίου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΙΜΙΤΕΔ (Λ.Τ.Δ.)» και τον διακριτικό τίτλο «ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ», που εδρεύει στη Λευκωσία Κύπρου, είναι νομίμως εγκαταστημένη στην Ελλάδα και εκπροσωπείται νόμιμα. Εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξουσίους δικηγόρους της Κωνσταντίνο Παπαδιαμάντη και Μαρία Φερφέλη.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) ……… – 13) ……… Ο πρώτος αναιρεσίβλητος παραστάθηκε με τους πληρεξουσίους δικηγόρους του Μιχαήλ Μαρκουλάκο και Φλώρα Τριανταφύλλου-Αλμπανίδου, ενώ οι δεύτερος έως και δέκατος τρίτος εκπροσωπήθηκαν από τους ίδιους ως άνω πληρεξουσίους δικηγόρους. Επιπρόσθετα, οι πέμπτος, έκτος και έβδομη αναιρεσίβλητοι εκπροσωπήθηκαν και από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ζήση Κωνσταντίνου.
Στο σημείο αυτό, οι πληρεξούσιοι της αναιρεσείουσας, αφού έλαβαν τον λόγο, ζήτησαν την αναβολή της υπόθεσης για τους λόγους που ανέπτυξαν. Για το αίτημα της αναβολής τον λόγο έλαβαν και οι πληρεξούσιοι των αναιρεσιβλήτων, οι οποίοι δεν συναίνεσαν.
Το Δικαστήριο διασκέφτηκε και διά του Προέδρου του απέρριψε το αίτημα της αναβολής.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 17-5-2014 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1471/2017 του ίδιου Δικαστηρίου και 4509/2018 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 12-2-2019 αίτησή της και τον από 25-9-2020 πρόσθετο αυτής λόγο.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Οι πληρεξούσιοι της αναιρεσείουσας ζήτησαν την παραδοχή της αίτησης και του προσθέτου αυτής λόγου, οι πληρεξούσιοι των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή τους, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την κρινόμενη από 12/2/2019 αίτηση αναίρεσης και τον από 25/9/2020 πρόσθετο αυτής λόγο προσβάλλεται η με αριθμό 4509/2018 απόφαση, του Εφετείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε η από 24/7/2017 έφεση της εναγόμενης-εκκαλούσας και ήδη αναιρεσείουσας κατά της 1471/2017 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών που είχε απορρίψει την από 17/5/2044 αγωγή ως προς τους δεύτερο και τρίτο των εναγομένων (μη διαδίκους) και την είχε δεχθεί ως προς την πρώτη εναγόμενη και ήδη αναιρεσείουσα, την οποία υποχρέωσε να καταβάλει στους ενάγοντες και ήδη αναιρεσίβλητους τα αναφερόμενα στο διατακτικό της ποσά, για την ζημία και την ηθική βλάβη που υπέστησαν από την παράβαση των υποχρεώσεών της που απέρρεαν από τις διατάξεις των άρθρων 281, 288, 914 ΑΚ και 25 του ν. 3606/2007. Η αίτηση αναίρεσης και ο πρόσθετος, λόγος αυτής, πρέπει να συνεκδικαστούν μεταξύ τους λόγω της συνάφειας αυτών και να εξεταστεί το παραδεκτό της άσκησής τους και η ουσιαστική βασιμότητα αυτών.
Από τις διατάξεις των άρθρων 298, 299, 330 και 914 ΑΚ προκύπτει ότι η αδικοπρακτική ευθύνη προς αποζημίωση προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια (γενεσιουργός λόγος ευθύνης), επέλευση περιουσιακής ζημίας και ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της περιουσιακού ή μη χαρακτήρα, ζημίας. Παράνομη είναι η συμπεριφορά που αντικείται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε η συμπεριφορά αυτή, να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή σε παράλειψη ορισμένης ενέργειας. Για την κατάφαση της παρανομίας δεν απαιτείται παράβαση συγκεκριμένου κανόνα δικαίου, αλλά αρκεί η αντίθεση της συμπεριφοράς στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου ή στις επιταγές της έννομης τάξης, Έτσι, παρανομία συνιστά και η παράβαση της γενικής υποχρέωσης πρόνοιας και ασφάλειας στο πλαίσιο της συναλλακτικής και γενικότερα της κοινωνικής δραστηριότητας των ατόμων, δηλαδή η παράβαση της, κοινωνικώς επιβεβλημένης και εκ της θεμελιώδους δικαιϊκής αρχής της συνεπούς συμπεριφοράς απορρέουσας, υποχρέωσης λήψης ορισμένων μέτρων επιμέλειας για την αποφυγή πρόκλησης ζημίας σε έννομα αγαθά τρίτων προσώπων. Η παράλειψη ως όρος της αδικοπραξίας συντρέχει, όταν υπάρχει ιδιαίτερη νομική υποχρέωση προφύλαξης του προσβληθέντος δικαιώματος ή συμφέροντος, και αποτροπής του ζημιογόνου αποτελέσματος. Τέτοια νομική υποχρέωση μπορεί να, προκύψεις είτε από δικαιοπραξία, είτε από ειδική διάταξη νόμου, είτε από την αρχή της καλής πίστης, όπως αυτή διαμορφώνεται κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη, που απορρέει από τα άρθρα 281 και 288 ΑΚ (ΑΠ 118/2006, ΑΠ 831/2005, ΑΠ 174/2005). Είναι δυνατό μια ζημιογόνος ενέργεια, πράξη ή παράλειψη, με την οποία παραβιάζεται η σύμβαση, να θεμελιώνει συγχρόνως και ευθύνη από αδικοπραξία. Τούτο συμβαίνει, όταν η ενέργεια αυτή, καθ’ εαυτή και χωρίς την προϋπάρχουσα συμβατική σχέση θα ήταν παράνομη, ως αντίθετη στο γενικό καθήκον, που επιβάλλει η διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, να μην προκαλεί κανένας υπαίτια ζημία σε άλλον (ΑΠ 1028/2015, ΑΠ 1738/2013). Αιτιώδης δε συνάφεια υπάρχει, όταν ή πράξη ή η παράλειψή του ευθυνόμενου προσώπου ήταν κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας ικανή και μπορούσε να επιφέρει, κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, το επιζήμιο αποτέλεσμα. Το ζήτημα τούτο κρίνεται εκ των προτέρων και ποτέ εκ των υστέρων. Δεν εξετάζονται οι ατομικές δυνατότητες και γνώσεις του συγκεκριμένου βλάψαντος, αλλά η δυνατότητα πρόγνωσης του μέσου συνετού ανθρώπου. Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ότι τα πραγματικά περιστατικά, που δέχτηκε κυριαρχικώς, ως αποδειχθέντα, επιτρέπουν το συμπέρασμα να θεωρηθεί, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ορισμένο γεγονός ως πρόσφορη αιτία της ζημίας, υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, γιατί είναι κρίση νομική, αναγόμενη στην ορθή η μη υπαγωγή από το δικαστήριο της ουσίας των διδαγμάτων της κοινής πείρας στην αόριστη νομική έννοια της αιτιώδους συνάφειας. Αντιθέτως, η κρίση ότι η πράξη ή η παράλειψη υπήρξε ή δεν υπήρξε ένας από τους αναγκαίους όρους του αποτελέσματος αφορά τα πράγματα και δεν ελέγχεται αναιρετικά (Ολ ΑΠ 2/2019, ΟλΑΠ 18/2004, ΑΠ 813/2019, ΑΠ 2/2019, ΑΠ 949/2015). Ειδικότερες μορφές της υποχρέωσης πρόνοιας, ασφάλειας και προστασίας των αγαθών των άλλων, η οποία θεμελιώνει το στοιχείο του παρανόμου κατά τα ανωτέρω, αποτελούν οι υποχρεώσεις διαφώτισης/ενημέρωσης και συμβουλευτικής καθοδήγησης/προειδοποίησης του πελάτη εκ μέρους της Τράπεζας, οι οποίες στηρίζονται στη σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ Τράπεζας-πελάτη. Η εκ μέρους της Τράπεζας παράλειψη εκπλήρωσης των ως άνω υποχρεώσεων θεμελιώνει αδικοπρακτική της ευθύνη, εφόσον συντρέχουν και οι λοιπές προϋποθέσεις αυτής (ευθύνης), ήτοι η υπαιτιότητα και η επέλευση ζημίας αιτιωδώς, συνδεόμενης με την παράνομη συμπεριφορά της Τράπεζας, με την έννοια ότι η παράβαση των απορρεουσών από την καλή πίστη υποχρεώσεων της Τράπεζας αποτελεί όρο, κατʼ αντικειμενική πρόγνωση, πρόσφορο να οδηγήσει στο αποτέλεσμα της ζημίας. Υπό την έννοια αυτή, οι συγκεκριμένες συναλλακτικές υποχρεώσεις, παραβιάζονται, μεταξύ άλλων και στις περιπτώσεις που παραλείπεται η παροχή όσων πληροφοριών είναι απαραίτητες στον συγκεκριμένο αποδέκτη των επενδυτικών υπηρεσιών, προκειμένου αυτός, να είναι σε θέση να αντιληφθεί την μορφή της προτεινόμενης σε αυτόν τοποθέτησης των κεφαλαίων του και κυρίως να κατανοήσει όσους κινδύνους συνδέονται με την ζημιογόνο για τον ίδιο εξέλιξη αυτής, ώστε, έχοντας ενημερωθεί σχετικώς, να αξιολογήσει ακολούθως ιδίως τις επιβλαβείς συνέπειες της συγκεκριμένης επενδυτικής επιλογής και ο ίδιος να αποφασίσει εάν θα την επιχειρήσει, παρέχοντας την σχετική εντολή στην αντισυμβαλλομένη αυτού Τράπεζα. Εξ άλλου, από τις διατάξεις του άρθρου 8 του ν. 2251/1994, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 10 παρ. 3 ν. 3587/2007, προκύπτει ότι η ευθύνη του παρέχοντος υπηρεσίες, ο οποίος, κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, μπορεί να είναι και τράπεζα έναντι του πελάτη της ή άλλου με αυτή συμβεβλημένου προσώπου μπορεί να είναι είτε ενδοσυμβατική είτε αδικοπρακτική, ανεξάρτητα από προϋφιστάμενη ενοχική σχέση μεταξύ παρέχοντος τις υπηρεσίες και ζημιωθέντος (ΑΠ 1028/2015). Υπό την συνδρομή των προϋποθέσεων των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει, περαιτέρω, ότι με αυτές, θεμελιώνεται αστική ευθύνη σε αποζημίωση τόσο λόγω αδικοπραξίας όσο και λόγω παροχής τραπεζικών επενδυτικών υπηρεσιών, εφόσον ο αντισυμβαλλόμενος της Τράπεζάς χαρακτηρίζεται ως καταναλωτής, σύμφωνα με την ρύθμιση του άρθρου 1 παρ. 3 του Ν.2251/1994. Ο ανωτέρω νόμος έχει συμπεριλάβει ειδικές διατάξεις, που επιβάλλουν στον οποιονδήποτε «προμηθευτή» και στις τράπεζες την ορθή, αναγκαία και κατάλληλη πληροφόρηση του μέσου «καταναλωτή» – και του ιδιώτη επενδυτή – ώστε αυτός να λαμβάνει τεκμηριωμένα την σωστή απόφαση της πράγματι ηθελημένης συναλλαγής. Η προβλεπόμενη στο νόμο κύρωση για την περίπτωση παράβασης της εν λόγω υποχρέωσης εκ μέρους του «προμηθευτή» συνίσταται κυρίως σε αποζημίωση του καταναλωτή. Πρέπει, εξ άλλου, να σημειωθεί ότι πέρα από τη θεμελίωση των υποχρεώσεων συμβουλευτικής καθοδήγησης και ενημέρωσης στη γενική υποχρέωση πρόνοιας που απορρέει από την καλή πίστη, καθώς επίσης και στον, κοινοτικής προέλευσης, νόμο για την προστασία του καταναλωτή, το καθήκον παροχής συμβουλών στον καταναλωτή απαντάται και στο κοινοτικό δίκαιο των επενδυτικών υπηρεσιών και, ειδικότερα στο άρθρο 19 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων, όπου γίνεται δεκτό ότι για την παροχή εύλογων συμβουλών λαμβάνεται υπόψη η καλύτερη εξυπηρέτηση του συμφέροντος του πελάτη. Η παραπάνω οδηγία ενσωματώθηκε στο ελληνικό δίκαιο με το ν. 3606/2007, όπου εξειδικεύονται και διευκρινίζονται οι υποχρεώσεις που επιβάλλονται προς προστασία των επενδυτών (ΑΠ 974/2018, AΠ 865/2017). Περαιτέρω, κατά ευρέως διαδεδομένη αντίληψη, τα λεγόμενα “perpetual bonds”, δηλαδή “ομόλογα ατελεύτητης διάρκειας”, άλλως “διηνεκή” ή “αιώνια” ή “αόριστης διάρκειας” ομόλογα, συνιστούν ομολογίες, οι οποίες εκδίδονται ως ονομαστικά ή ανώνυμα αξιόγραφα (χρεόγραφα, τίτλοι παραστατικοί αξίας) στο πλαίσιο σύναψης ομολογιακού δανείου από μία ανώνυμη εταιρεία ή ένα κράτος και παρέχουν στον κομιστή, ο οποίος καταβάλλει στον εκδότη, κατά την απόκτηση των αξιόγραφων την ονομαστική τους αξία, δικαίωμα απόληψης των συμφωνημένων, σε υψηλά συνήθως επίπεδα, τόκων. Οι τίτλοι αυτοί παρέχουν μεν στον κομιστή, (ο οποίος καταβάλει στον εκδότη κατά την κτήση τους την ονομαστική τους αξία), δικαίωμα απόληψης των ανωτέρω τόκων, όχι όμως και το βασικό δικαίωμα να ζητήσει από τον εκδότη την επιστροφή της καταβεβλημένης αξίας τους σε κάποιο απώτερο χρόνο λήξης τους. Ο κομιστής δηλαδή, ενός τέτοιου ομολόγου δεν δικαιούται σε παράδοση-επιστροφή του ομολόγου στον εκδότη του, προς τον σκοπό είσπραξης της ονομαστικής του αξίας, μετά την λήξη μιας συμφωνηθείσας διάρκειας ή οποτεδήποτε. Ο εκδότης, αντιθέτως, διατηρεί το δικαίωμα, της μονομερούς ανάκλησης του ομολόγου, κατ’ ελεύθερη βούλησή του. Οι τίτλοι αυτοί χαρακτηρίζονται ως υβριδικοί, καθώς παρουσιάζουν ομοιότητες, τόσο με τα ομόλογα των ομολογιακών δανείων, όσο και με τις προνομιούχες μετοχές χωρίς δικαίωμα ψήφου, χωρίς, ωστόσο, να ταυτίζονται με κανένα εκ των δύο. Συνεπώς, είναι προφανές ότι τα ομόλογα ατελεύτητης ή αόριστης διάρκειας (perpetual bonds) δεν είναι απλά στην σύλληψη και στην λειτουργία τους επενδυτικά, προϊόντα, με αποτέλεσμα οι παρέχουσες επενδυτικές υπηρεσίες ανώνυμες εταιρείες να υπέχουν ιδιαιτέρως, αυξημένη υποχρέωση ενημέρωσης του εκάστοτε πελάτη τους επενδυτή, δεδομένου ότι η χρήση και κυκλοφορία των perpetual bonds ως ομολόγων, ομολογιακού δανείου, αποδίδει μια ψευδή, πλασματική εικόνα, ικανή να παραπλανήσει τον οποιονδήποτε, ακόμη και τον πιο βαθύ γνώστη επενδυτή, ως προς την νομική φύση και την λειτουργία τους (ΑΠ 244/2016). Εξάλλου, κατά την διάταξη του άρθρου 559 αριθμός 1 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοστεί ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του ή αν εφαρμοστεί ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (ΟλΑΠ 7/2006). Με το λόγο αυτό ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμω βάσιμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή, αν η αγωγή, ένσταση κ.λπ., ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν, κατά παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατʼ ουσία (ΟλΑΠ 27/1998). Στην περίπτωση, που το δικαστήριο έκρινε κατ’ ουσία την υπόθεση, η παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών, που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν εμφανή την παράβαση. Τούτο συμβαίνει, όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο, παρότι, τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε, αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη, στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται (ΟλΑΠ 7/2006).
Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση. Έλλειψη νόμιμης βάσης της απόφασης, η οποία στοιχειοθετεί τον προβλεπόμενο από τη διάταξη του αριθμού 19 ΚΠολΔ λόγο αναίρεσης, συντρέχει, όταν στο αιτιολογικό της απόφασης, που αποτελεί την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν περιέχονται καθόλου ή δεν αναφέρονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του επί ζητήματος με ουσιώδη, επίδραση στην έκβαση της δίκης κι έτσι δεν μπορεί να ελεγχθεί, αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν ή όχι οι όροι του κανόνα ουσιαστικού, δικαίου, που εφαρμόστηκε, ή αν συνέτρεχαν, οι όροι άλλου κανόνα που ήταν εφαρμοστέος, αλλά δεν εφαρμόσθηκε (ΟλΑΠ 6/2006). Από την διάταξη αυτή, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ. 3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος απ’ αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας), ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται, βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, για την επέλευση, της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική, αιτιολογία), δηλαδή όταν τα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμά της για κρίσιμο ζήτημα συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. Δεν υπάρχει όμως ανεπάρκεια αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές αλλά πλήρεις αιτιολογίες. Εξάλλου, το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα, και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις δε αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες. Δηλαδή, μονό το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε (ΟλΑΠ 15/2006). Οι λόγοι αναίρεσης απορρίπτονται ως αβάσιμοι, με την αιτιολογία ότι στηρίζονται σε εσφαλμένη προϋπόθεση, όταν υποστηρίζεται μ’ αυτούς ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δέχθηκε ή δεν δέχθηκε ορισμένα πραγματικά περιστατικά, ενώ από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει το αντίθετο. Τέλος, οι εκ των αριθμών 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγοι αναίρεσης είναι δυνατόν να φέρεται ότι πλήττουν την απόφαση, γιατί παραβίασε κανόνα ουσιαστικού δικαίου ή για έλλειψη νόμιμης βάσης, αλλά στην πραγματικότητα (υπό το πρόσχημα είτε ότι αυτή παραβίασε κανόνα ουσιαστικού δικαίου είτε ότι περιέχει ανεπαρκείς ή αντιφατικές αιτιολογίες) να πλήττουν αυτήν κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, που δεν ελέγχεται από τον Aρειο Πάγο κατά το άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ (ΑΠ 1177/2018, ΑΠ 1350/2018).
Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη με αριθμό 4509/2018 απόφαση του Εφετείου Αθηνών έγιναν, δεκτά, κατά το ενδιαφέρον την αναίρεση, μέρος, τα ακόλουθα: «Η πρώτη εναγομένη είναι τραπεζική εταιρεία, που εδρεύει στην Κύπρο και μέχρι το έτος 2013, ήταν εγκατεστημένη στην Ελλάδα, διατηρώντας υποκαταστήματα. Ο πρώτος ενάγων, ηλικίας 36 ετών, έγγαμος, είναι υπεύθυνος φροντιστηρίου μέσης εκπαίδευσης και η συνεργασία του με την πρώτη εναγομένη άρχισε, τον Αύγουστο του έτους 2006, όταν άνοιξε λογαριασμό ταμιευτηρίου, σε υποκατάστημα αυτής στην Καλαμάτα και έκτοτε, έως το Μάιο του έτους 2009, τοποθετούσε τα χρήματα, του ιδίου και της συζύγου του, σε ανανεούμενες προθεσμιακές καταθέσεις. Ο δεύτερος ενάγων, ηλικίας 55 ετών, έγγαμος και πατέρας ενός ενηλίκου τέκνου, ο οποίος εργαζόταν, ως τεχνικός εκτύπωσης σε εκδοτικό οίκο, είναι από το έτος 2011 άνεργος και η συνεργασία του με την πρώτη εναγομένη άρχισε το έτος 2005, όταν άνοιξε, σε υποκατάστημα αυτής, στη Βάρκιζα, δύο ατομικούς και δύο κοινούς, με τον τότε ανήλικο υιό του, λογαριασμούς και έκτοτε, έως το Μάιο του έτους 2009, τοποθετούσε τα χρήματά του σε προθεσμιακές καταθέσεις, διαρκείας, συνήθως, έξι μηνών. Ο τρίτος ενάγων, ηλικίας 46 ετών, έγγαμος και πατέρας δύο ανηλίκων τέκνων, είναι υπάλληλος ξενοδοχείου και η συνεργασία του με την πρώτη εναγομένη άρχισε το Μάρτιο του έτους 2004, όταν άνοιξε σε υποκατάστημα αυτής στην Καλαμάτα, αρχικά κοινό λογαριασμό ταμιευτηρίου με τη σύζυγό του και στη συνέχεια, τρεχούμενο, λαμβάνοντας και μπλοκ επιταγών, ενώ το έτος 2010, έλαβε δάνειο ύψους 80.000 ευρώ, το οποίο αποπλήρωσε εντός δύο ετών, ενώ το έτος 2012 άνοιξε λογαριασμό personal banking, παράλληλα δε τοποθετούσε τα πράγματά του σε προθεσμιακές καταθέσεις. Ο τέταρτος ενάγων ηλικίας 54 ετών, έγγαμος και πατέρας ενός ενηλίκου και δύο ανηλίκων τέκνων είναι συνταξιούχος Αστυνομικός και η συνεργασία του με την πρώτη εναγόμενη άρχισε τον Ιανουάριο του έτους 2009, όταν άνοιξε σε υποκατάστημα αυτής στην Ορεστιάδα λογαριασμό μισθοδοσίας, στον οποίο μετέφερε, από λογαριασμό του που τηρούσε στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, το ποσό των 115.000 ευρώ. προερχόμενο από το εφάπαξ, που έλαβε κατά τη συνταξιοδότησή του και τις αποταμιεύσεις του, μέρος δε, των χρημάτων αυτών, έως το Σεπτέμβριο του έτους 2009, τοποθέτησε σε προθεσμιακές καταθέσεις. Ο πέμπτος ενάγων, ηλικίας 70 ετών, είναι συνταξιούχος στρατιωτικός ιατρός και η συνεργασία του με την πρώτη εναγομένη άρχισε τo Μάιο του έτους 2006, όταν άνοιξε κοινό λογαριασμό ταμιευτηρίου, με συνδικαιούχους τον έκτο ενάγοντα, ηλικίας 42 ετών. άγαμο, υιό του, μουσικό και την έβδομη ενάγουσα, ηλικίας 39 ετών, κόρη του, έγγαμη και μητέρα ενός ανηλίκου τέκνου, εκπαιδευτικό, σε υποκατάστημα αυτής στη Ραφήνα και έκτοτε, έως το Μάιο του έτους 2009 τοποθετούσε τα χρήματά του, σε διαρκώς ανανεούμενες προθεσμιακές καταθέσεις. Ο όγδοος ενάγων, ηλικίας 60 ετών, έγγαμος και πατέρας τεσσάρων τέκνων, είναι συνταξιούχος, οικοδόμος και η συνεργασία του με την πρώτη εναγομένη είχε αρχίσει, για πολλές συναλλαγές του, πριν από το Φεβρουάριο του έτους 2008, που άνοιξε σε υποκατάστημα αυτής στη Μυτιλήνη καταθετικό λογαριασμό και έκτοτε, έως και τον Ιούνιο του έτους 2009, προέβαινε σε διαρκώς ανανεούμενες προθεσμιακές καταθέσεις, διάρκειας τριών μηνών. Ο ένατος, ενάγων, ηλικίας 67 ετών, έγγαμος και πατέρας ενός ενηλίκου τέκνου, είναι μηχανολόγος μηχανικός και η συνεργασία του με την πρώτη, εναγομένη, άρχισε το έτος 2004, όταν άνοιξε σε υποκατάστημα αυτής στην Πρέβεζα κοινό με τη σύζυγο του λογαριασμό ταμιευτηρίου και έκτοτε μέχρι το Μάιο του έτους 2009, τοποθετούσε τα χρήματά του σε προθεσμιακές καταθέσεις, τρίμηνης ή εξάμηνης διάρκειας. Ο δέκατος ενάγων, ηλικίας 52 ετών, έγγαμος και πατέρας ενός ενηλίκου και δύο ανηλίκων τέκνων, είναι εκπαιδευτικός και η συνεργασία του με την πρώτη εναγομένη άρχισε το έτος 2002. Όταν έλαβε από υποκατάστημα αυτής στη Νεάπολη. Θεσσαλονίκης επισκευαστικό δάνειο, μετά την αποπληρωμή του οποίου διατηρούσε σ’ αυτήν καταθετικό λογαριασμό για, τις συναλλαγές του. Ο ενδέκατος ενάγων, ηλικίας 41 ετών, άγαμος, είναι συμβασιούχος πυροσβέστης και η συνεργασία με την πρώτη εναγομένη άρχισε το Μάιο του έτους 2008. όταν τοποθέτησε σε υποκατάστημα αυτής στη Λαμία τα χρήματά του με προθεσμιακή κατάθεση και έκτοτε, έως το Μάιο του έτους 2009. τοποθετούσε τα χρήματα του σε προθεσμιακές καταθέσεις. Ο δωδέκατος ενάγων ηλικίας 58 ετών και πατέρας τριών ενηλίκων τέκνων, είναι συνταξιούχος στρατιωτικός και η συνεργασία του με την πρώτη εναγομένη άρχισε το έτος 2006, όταν μετέφερε σε υποκατάστημα αυτής στην Πάτρα το λογαριασμό μισθοδοσίας του και έκτοτε, έως τον Ιούνιο του έτους 2009 προέβαινε σε ανανεούμενες προθεσμιακές καταθέσεις, στις οποίες είχε τοποθετήσει τις αποταμιεύσεις του και το εφάπαξ, που έλαβε, κατά τη συνταξιοδότησή του. Ο δέκατος τρίτος ενάγων, ηλικίας 39 ετών, έγγαμος και πατέρας δύο ανηλίκων τέκνων, είναι αγρότης και η συνεργασία του με την πρώτη εναγομένη άρχισε το έτος 2008, όταν άνοιξε με τον πατέρα του σε υποκατάστημα αυτής στα Τρίκαλα κοινούς τραπεζικούς λογαριασμούς και έκτοτε έως τον Ιούνιο του έτους 2009, η πρώτη εναγομένη προέβη στην έκδοση ενός νέου επενδυτικού προϊόντος με την ονομασία «Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Κεφαλαίου (M.A.K.)» διαθέτοντας, με δημόσια προσφορά και εισαγωγή στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου και στο Χρηματιστήριο Αθηνών, 645.327,822 Μ.Α.Κ., ονομαστικής αξίας 1,00 ευρώ, τα οποία έφεραν σταθερό ετήσιο επιτόκιο 5,5%, για τα πρώτα πέντε (5) έτη, και στη συνέχεια, κυμαινόμενο, ίσο με το εξαμηνιαίο επιτόκιο του Ευρώ (Euribor), πλέον 3,00%.Τα ανωτέρω αξιόγραφα (Μ.Λ.Κ.) κατ’ επιλογή της πρώτης εναγομένης, μπορούσαν να εξαγοραστούν στο σύνολό τους, στην ονομαστική τους αξία, μαζί με οποιουσδήποτε δεδουλευμένους τόκους, στις 30.6.2014 ή σε οποιαδήποτε ημερομηνία πληρωμής τόκου, κατόπιν έγκρισης της Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου. Οι υπάλληλοι της πρώτης εναγομένης παρότρυναν τους ενάγοντες, να προβούν στην αγορά του ανωτέρω προϊόντος, παρουσιάζοντας σ’ αυτούς, ότι πρόκειται για τραπεζικό προϊόν, όμοιο με προθεσμιακή κατάθεση, διάρκειας πέντε (5) ετών, με σταθερό, ετήσιο, επιτόκιο 5.5% και με καταβολή τόκων, ανά εξάμηνο. Οι ενάγοντες πεισθέντες από τις διαβεβαιώσεις των ανωτέρω υπαλλήλων, προέβησαν στην αγορά Μ.Α.Κ, ονομαστικής αξίας 1.00 ευρώ και συγκεκριμένα, 83.598 ο πρώτος, 122.543 ο δεύτερος, 83.684 ο τρίτος, 44.509 ο τέταρτος, 44.509 από κοινού ο πέμπτος, ο έκτος και η έβδομη, 83.526, ο όγδοος, 20.000 ο ένατος, 138.150 ο δέκατος, 8.950 ο ενδέκατος, 34.364 ο δωδέκατος και 317.629 ο. δέκατος τρίτος. Ακολούθως η πρώτη εναγομένη το Μάιο του έτους 2011,προέβη στην έκδοση ενός ακόμη νέου επενδυτικού προϊόντος, με την ονομασία «Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου (Μ.Α.Ε.Κ.)», τα οποία αποτελούσαν άυλες ομολογίες της πρώτης εναγόμενης, στο άρτιο διαπραγματεύσιμες στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου και στο Χρηματιστήριο Αθηνών, ονομαστικής αξίας :1,00 ευρώ, με σταθερό, ετήσιο, επιτόκιο 6,5%, για τις πρώτες 10 περιόδους τόκων, δηλαδή, μέχρι 30.6.2016 και στη συνέχεια, κυμαινόμενα, ίσο με το εκάστοτε Euribor-6 μηνών, που θα ίσχυε στην αρχή κάθε περιόδου τόκου, πλέον 3%. Σύμφωνα, δε με τους περιληπτικούς όρους έκδοσής τους, που περιλαμβάνονται στο από 5.4.2014 Ενημερωτικό Δελτίο, που εξέδωσε η πρώτη εναγομένη, τα. αξιόγραφα αυτά αποτελούσαν αξίες, αόριστης διάρκειας (χωρίς ημερομηνία λήξης), μη εξασφαλισμένες, ελάσσονος διαβάθμισης υποχρεώσεις της τράπεζας, ελάσσονος προτεραιότητας, προς τις αξιώσεις των πιστωτών της δυνάμενες κατ’ επιλογή του κατόχου τους, να μετατραπούν σε συνήθεις μετοχές της Τράπεζας, κατά τις περιόδους μετατροπής, στην καθορισθείσα τιμή μετατροπής, ενώ μπορούσαν, κατ’ επιλογή της τράπεζας, να εξαγοραστούν στο σύνολο τους. στην ονομαστική τους αξία, μαζί με τους δεδουλευμένους τόκους, στις 30.6.2016 ή σε οποιαδήποτε ημερομηνία πληρωμής τόκου, που έπεται. Επιπλέον, περιλαμβανόταν όρος για προαιρετική, κατά την κρίση της Τράπεζας, επιλογή ακύρωσης πληρωμής τόκων, λαμβάνοντας υπόψη τη φερεγγυότητα και την οικονομική της κατάσταση και την υποχρεωτική ακύρωση πληρωμής τόκων, σε περίπτωση, που η τράπεζα δεν πληρούσε τις ελάχιστες απαιτήσεις φερεγγυότητας, που ορίζονταν από την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου. Ακόμη, περιλαμβάνονταν όροι υποχρεωτικής μετατροπής του προϊόντος, σε συνήθεις μετοχές, σε περίπτωση Γεγονότος Έκτακτης Ανάγκης Κεφαλαίου ή Γεγονότος Βιωσιμότητας. Γεγονός Έκτακτης Ανάγκης Κεφαλαίου, θεωρείτο ότι είχε επισυμβεί όταν η τράπεζα δώσει σχετική ειδοποίηση είτε: i) ότι πριν την ημερομηνία εφαρμογής του συστήματος κεφαλαιακής μέτρησης (Basel Capital Accord) Βασιλεία ΙΙΙ, όπου παρουσιάζονται κανονιστικά πρότυπα, που αφορούν την κεφαλαιακή επάρκεια και ρευστότητα των τραπεζών, όπως αυτή θα υιοθετηθεί από την Ευρωπαϊκή Ένωση, όπου το ύψος των βασικών πρωτοβαθμίων κεφαλαίων της είναι χαμηλότερο του 5% ή κατά ή μετά την ημερομηνία εφαρμογής της Βασιλείας ΙΠ. Το ύψος των κοινών πρωτοβαθμίων κεφαλαίων είναι χαμηλότερο, από το ελάχιστο ποσοστό, που θα καθοριστεί είτε (ii) όταν η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου καθορίσει, ότι η Τράπεζα βρίσκεται, σε μη συμμόρφωση με τα απαιτούμενα κανονιστικά όρια του Δείκτη Κεφαλαιακής Επάρκειας, όπως καθορίζονται στους σχετικούς εφαρμοστέους τραπεζικούς κανονισμούς, ενώ «Γεγονός Βιωσιμότητας» θεωρείτο ότι υπάρχει οποτεδήποτε: i) η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου κρίνει ότι η υποχρεωτική μετατροπή των Μ.Α.Ε.Κ. και άλλων αξιών, που με βάση τους όρους του, δυνατόν να μετατραπούν σε συνήθεις μετοχές σε Γεγονός Βιωσιμότητας, είναι αναγκαία για βελτίωση της κεφαλαιακής επάρκειας της Τράπεζας και θα συμβάλει στη διατήρηση της φερεγγυότητάς της ή (ii) η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου κρίνει, ότι η Τράπεζα θα χρειαστεί έκτακτη κρατική βοήθεια: α) για τη διατήρηση της φερεγγυότητας της ή β) για την αποφυγή ενδεχομένου πτώχευσης της ή γ) δεν είναι σε θέση να αποπληρώσει σημαντικό μέρος των υποχρεώσεων της ή (iii) σε άλλες παρόμοιες καταστάσεις. Επομένως, επί προαιρετικής ή υποχρεωτικής ακύρωσης της πληρωμής τόκων, η πρώτη εναγόμενη τραπεζική εταιρία, δεν, θα προέβαινε στην καταβολή μερίσματος ή σε οποιαδήποτε άλλη πληρωμή, σχετικά με τις συνήθεις μετοχές ή άλλες αξίες της, που θα λογίζονταν, ως πρωτοβάθμιο κεφάλαιο. Τα ως άνω προϊόντα; τα οποία αποτελούσαν ομόλογα ατελεύτητης ή αόριστης διάρκειας (perpetual bonds), έχρηζαν ιδιαίτερης προσοχής, ως προς τον τρόπο, με τον οποίο θα προωθούνταν από την πρώτη εναγομένη, ώστε να εξασφαλίζονταν τα, επιθυμητά αποτελέσματα. Είναι γεγονός ότι, η πρώτη εναγομένη παρά την τεταμένη, οικονομικά και πολιτικά, κατάσταση στην Ελλάδα, τη συνεχή υποβάθμιση της πιστοληπτικής της ικανότητας και των ομολόγων της, από τους διεθνείς οίκους αξιολόγησης, ήδη, από τα τέλη του έτους 2009, παρά τις ανησυχίες των οίκων αξιολόγησης, για τη μετάσταση της κρίσης και στις Κυπριακές τράπεζες, που κατείχαν ομόλογα της Ελληνικού Δημοσίου (ΟΕΔ) και τις δημοσιευμένες δηλώσεις της πρώτης εναγομένης στις οικονομικές καταστάσεις της του έτους 2010, μέχρι και τον Ιούνιο του έτους 2011, ότι είναι κεφαλαιακά επαρκής, με πολύ ισχυρό δείκτη core tier 1 άνω του 8%, επιδόθηκε σε επιθετική – κερδοσκοπική επιχειρηματική πολιτική, σε σχέση με το επενδυτικό της χαρτοφυλάκιο και από το Δεκέμβριο του έτους 2009, μέχρι τον Απρίλιο του έτους 2010, αύξησε την έκθεσή της σε ΟΕΔ (2.4 δις ευρώ), τη στιγμή, που τα ίδια κεφάλαια της ήταν 2,5 δις ευρώ (συγκέντρωση πραγματικού κινδύνου 80%, δίχως λήψη μέτρου μετριασμού του). Λόγω αυτής, της άκρως επιθετικής επενδυτικής στρατηγικής, υπέστη ζημία στα ίδια κεφάλαια της από την απομείωση της αξίας των ΟΕΔ (2010); ύψους 529.513.000 ευρώ. Επειδή, όμως, η λογιστική αναγνώριση αποτύπωση της ζημίας αυτής θα είχε ευθεία επίπτωση στην κεφαλαιακή της επάρκεια και στον δείκτη core tier I, αφενός, δεν αποτύπωσε λογιστικά, στις οικονομικές της καταστάσεις, τη ζημία αυτή προέβη σε επαναταξινόμηση του χαρτοφυλακίου της, χωρίς τις απαιτούμενες προϋποθέσεις) παραπλανώντας τους επενδυτές, μεταξύ των οποίων και τους ενάγοντες, μέσω των υπαλλήλων των υποκαταστημάτων της στην Ελλάδα, ως προς τις προοπτικές και την πραγματική της αξία, την πραγματική της οικονομική κατάσταση και φερεγγυότητα, αφετέρου, σχεδίασε και προώθησε, μέσω των ως άνω υπαλλήλων της, τα ΜΑΕΚ, τα οποία, πέραν των λοιπών δυσμενών όρων, περιείχαν και ρήτρες, υποχρεωτικής μετατροπής, σε μετοχές και υποχρεωτικής ακύρωσης καταβολής τόκων, που της παρείχαν ιδιαιτέρως αυξημένες εξουσίες, δηλαδή να καθορίζει μονομερώς τις συνθήκες εκείνες, που θα οδηγούσαν είτε σε ακύρωση πληρωμής των συμφωνηθέντων τόκων είτε σε μετατροπή των προϊόντων αυτών σε συνήθεις μετοχές. Γνώριζε, δε, ότι το πολύπλοκο αυτό χρηματοοικονομικό προϊόν θα ήταν το «μαξιλάρι», που θα απορροφούσε τις ζημιές από τα ΟΕΔ, που είχαν, ήδη, πραγματοποιηθεί, αλλά, κατά τα προαναφερόμενα, δεν είχαν αποτυπωθεί. Στη συνέχεια, αντιλαμβανόμενη την εξαιρετική σπουδαιότητα και τη σημασία επιτυχούς κάλυψης της έκδοσης των ΜΑΕΚ, στο σύνολό τους, εκμεταλλεύτηκε την ασύμμετρη και προνομιακή αυτή πληροφόρηση, πού είχε σε σχέση με τους ενάγοντες επενδυτές, την ισχυρή οργανωτική και λειτουργική της υποδομή και την εκτεταμένη δυνατότητα διείσδυσης στην περιουσιακή τους σφαίρα, αφού γνώριζε τις καταθέσεις των πελατών, της και με ελλιπή, και παραπλανητική ενημέρωση και σύσταση, τους έπεισε δολίως να τοποθετήσουν τις αποταμιεύσεις τους σε αυτά, χωρίς, όμως, να προβεί στον αναγκαίο έλεγχο συμβατότητας αυτών, με τα συγκεκριμένα προϊόντα. Όπως, δε, χαρακτηριστικά αναφέρεται, στην από 12.7.2013 έκθεση της εταιρίας Grant Thornton για τη σκοπιμότητα .έκδοσης των εν λόγω προϊόντων με τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, που συνετάγη κατόπιν ερωτήματος του νομικού παραστάτη των εναγόντων, τα ΜΑΕΚ αποτελούν, υπό προϋποθέσεις, ήδη μετοχικό κεφάλαιο της Τράπεζας, λόγο για τον οποίο δεν απεικονίζονται στο δανειακό κεφάλαιο και, όταν γίνουν κοινό μετοχικό κεφάλαιο, θα επαυξήσουν και το coretier I της τράπεζας, αφού σχεδιάστηκαν με τη μορφή αυτή, για να απορροφήσουν ζημίες. Η πρώτη εναγόμενη γνώριζε και αποδέχθηκε την πρόκληση της ζημίας σε βάρος των εναγόντων, ως ενδεχόμενη συνέπεια, της παράνομης συμπεριφοράς της. Έτσι, για την υλοποίηση, των στόχων της, ξεκίνησε «εκστρατεία» πώλησης, με στόχο την καλύτερη, αποδοτικότερη και γρήγορη προώθηση των προϊόντων, ήτοι στοχοθέτηση του δικτύου για τα καταστήματα ιδιωτών, όπως πειστικά κατέθεσαν οι ενόρκως βεβαιούντες , οι οποίοι εργάζονταν, ως υπάλληλοι, στην πρώτη εναγομένη, κατά το έτος 2011. Συγκεκριμένα, η Διοίκηση συνέστησε στους αρμοδίους, για την προώθηση των εν λόγω προϊόντων υπαλλήλους της, να απευθυνθούν σε πελάτες των καταστημάτων, μετόχους της πρώτης εναγομένης τράπεζας ή μη, αλλά και στους προθεσμιακούς καταθέτες. Ακολούθησε η αποστολή, στα κατά τόπους καταστήματα, κάποιων απαραίτητων ενημερωτικών εγγράφων, με συχνές ερωτήσεις και απαντήσεις, σε σχέση με την έκδοση του μετατρέψιμου ομολόγου, καθώς και με τα επιχειρήματα πώλησης αυτού, ενώ ταυτόχρονα, προγραμματίστηκαν συναντήσεις και ενημερώσεις, με Τηλεδιάσκεψη, μέσω της εφαρμογής Centra, που επιτρέπει τη σύγχρονη διάδραση των συμμετεχόντων, με ήχο και βίντεο. Στις ενημερώσεις αυτές, δινόταν έμφαση στα πλεονεκτήματα του συγκεκριμένου προϊόντος για τους πελάτες; καθώς και στο προφίλ των πελατών, που θα έπρεπε να προσεγγίσουν, όπως επενδυτές και καταθέτες, μεσαίου και υψηλού οικονομικού επιπέδου, με μεσοπρόθεσμο και μακροπρόθεσμο επενδυτικό ορίζοντα, που θα δέχονταν, να δεσμεύσουν τα χρήματά τους, για κάποια χρόνια, προκειμένου να έχουν μεγαλύτερες αποδόσεις, από τις συνήθεις καταθέσεις, όπως για παράδειγμα επιτόκιο 6,5%. Επιπλέον, απευθυνόμενη στους αρμοδίους υπάλληλους της, διευκρίνιζε, ότι θα έπρεπε να τονίζονται στους υποψηφίους αγοραστές, εκείνα τα χαρακτηριστικά και τα πλεονεκτήματα του προϊόντος, που θα τους οδηγούσαν στην αγορά του, κυρίως, δε, το γεγονός ότι, αυτοί θα απολάμβαναν την ασφάλεια της προθεσμιακής κατάθεσης, με υψηλό επιτόκιο και την εξάμηνη απόληψη των τόκων. Ακόμη, τους παρείχαν σαφείς οδηγίες, να πληροφορούν, όσους ήθελαν να συμμετάσχουν, αλλά δεν είχε λήξει ή προθεσμιακή τους κατάθεση, για τη δυνατότητα να «σπάζουν», χωρίς ποινή, τις προθεσμιακές τους καταθέσεις. Στο πλαίσιο της ανωτέρω ακολουθούμενης πολιτικής, το Μάιο τού έτους 2011, όλοι οι ενάγοντες προσεγγίστηκαν από τους αρμοδίους υπαλλήλους της πρώτης εναγομένης, με τους οποίους ο καθένας από αυτούς συναλλασσόταν μέχρι τότε, προκειμένου, να ανταλλάξουν τα Μ.Α.Κ., που είχαν, ήδη, αγοράσει, με το ανωτέρω νεότερο προϊόν (Μ.Α.Ε.Κ), για την προώθηση του οποίου, υποδεικνυόταν η πλεονεκτικότερη, σε σχέση με την κατάθεση, θέση του, αλλά και το υψηλότερο, συγκριτικά με τα Μ.Α.Κ., επιτόκιο. Ειδικότερα, ο πρώτος ενάγων, το Μάιο του έτους 2009, ειδοποιήθηκε τηλεφωνικά από την υπάλληλο του υποκαταστήματος της πρώτης εναγομένης, στην Καλαμάτα, προκειμένου, να τοποθετήσει οποιοδήποτε μέρος της προθεσμιακής κατάθεσης του, σε Μ.Α.Κ., ενώ το Μάιο του έτους 2011, ειδοποιήθηκε τηλεφωνικά από την ιδία υπάλληλο, προκειμένου, να ανταλλάξει τα Μ.Α.Κ., που είχε, ήδη αγοράσει σε Μ.Α.Ε.Κ. Ο δεύτερος ενάγων, το Μάιο του έτους 2009 ειδοποιήθηκε, τηλεφωνικά από την διευθύντρια του υποκαταστήματος της πρώτης εναγομένης, στη Βάρκιζα Απικής, ., . προκειμένουνα τοποθετήσει οποιοδήποτε μέρος της ανωτέρω προθεσμιακής του κατάθεσης-σε Μ.Α.Κ., ενώ, το Μάιο του έτους 2011, ειδοποιήθηκε τηλεφωνικά από τη νέα πλέον διευθύντρια του ιδίου, υποκαταστήματος, , προκειμένου, να μετατρέψει τα Μ.Α.Κ., που είχε, ήδη, αγοράσει σε Μ.Α.Ε.Κ. Ο τρίτος ενάγων, το Μάιο του έτους 2009, ειδοποιήθηκε τηλεφωνικά από τους υπαλλήλους του υποκαταστήματος της πρώτης εναγομένης, στην Καλαμάτα, προκειμένου, να τοποθετήσει οποιοδήποτε μέρος της προδιαληφθείσας προθεσμιακής του κατάθεσης σε Μ.Α.Κ., ενώ, το Μάιο του έτους 2011, ειδοποιήθηκε τηλεφωνικά από την ίδια ως άνω υπάλληλο του ιδίου υποκαταστήματος, προκειμένου, να μετατρέψει τα Μ.Α.Κ., που είχε, ήδη, αγοράσει, σε Μ.Α.Ε.Κ. Ο τέταρτος ενάγων, το Μάιο του έτους 2009, ειδοποιήθηκε τηλεφωνικά από τον διευθυντή του υποκαταστήματος της πρώτης εναγομένης, στην Ορεστιάδα, , προκειμένου, να τοποθετήσει οποιοδήποτε μέρος της προδιαληφθείσας προθεσμιακής του κατάθεσης σε Μ.Α.Κ., ενώ, το Μάιο του έτους 2011, ειδοποιήθηκε τηλεφωνικά από τον ίδιο ως άνω διευθυντή του ιδίου υποκαταστήματος, προκειμένου, να μετατρέψει τα Μ.Α.Κ., που είχε, ήδη, αγοράσει, σε Μ.Α.Ε.Κ. Οι πέμπτος, έκτος και έβδομη ενάγοντες, το Μάιο του έτους 2009. Ειδοποιήθηκαν τηλεφωνικά από την υπάλληλο του υποκαταστήματος της πρώτης εναγομένης στην Ραφήνα , προκειμένου να τοποθετήσει οποιοδήποτε μέρος της προδιαληφθείσας προθεσμιακής του κατάθεσης, σε Μ.Α.Κ., ενώ το Μάιο του έτους 2011, ειδοποιήθηκαν τηλεφωνικά από την ιδία ως άνω υπάλληλο του ιδίου υποκαταστήματος, προκειμένου, να μετατρέψουν τα Μ.Α.Κ. που είχαν ήδη αγοράσει σε Μ.Α.Ε.Κ. Ο όγδοος ενάγων, όταν αρχές Ιουνίου του έτους 2009, επισκέφθηκε το υποκατάστημα της πρώτης εναγομένης στη Μυτιλήνη, ο υπάλληλος του υποκαταστήματος αυτής, ., του συνέστησε να τοποθετήσει μέρος των αποταμιεύσεών του σε Μ.Α.Κ., ενώ το Μάιο του έτους 2011, ειδοποιήθηκε τηλεφωνικά από τον ίδιο ως άνω υπάλληλο του ιδίου υποκαταστήματος προκειμένου, να μετατρέψει τα Μ.Α.Κ., που είχε ήδη αγοράσει σε Μ.Α.Ε.Κ. Ο ένατος ενάγων, όταν τον Μάιο του έτους 2009, επισκέφθηκε το υποκατάστημα της πρώτης εναγομένης, στην Πρέβεζα, ο υπάλληλος του υποκαταστήματος, , του συνέστησε να τοποθετήσει μέρος των αποταμιεύσεών του σε Μ.Α.Κ., ενώ το Μάιο του έτους 2011, ειδοποιήθηκε τηλεφωνικά από την υπάλληλο του υποκαταστήματος αυτού, ., προκειμένου να μετατρέψει τα Μ.Α.Κ. που είχε ήδη αγοράσει σε Μ.Α.Ε.Κ. Ο δέκατος ενάγων, όταν το Μάιο του έτους 2009, επισκέφθηκε το υποκατάστημα της πρώτης εναγομένης, στη Νεάπολη Θεσσαλονίκης, οι υπάλληλοι του υποκαταστήματος αυτού, ., του συνέστησαν να τοποθετήσει μέρος των αποταμιεύσεών του σε Μ.Α.Κ., ενώ το Μάιο του έτους 2011, ειδοποιήθηκε τηλεφωνικά από τον πρώτο από τους ανωτέρω υπαλλήλους του υποκαταστήματος αυτού προκειμένου να μετατρέψει τα Μ.Α.Κ. που είχε ήδη αγοράσει σε Μ.Α.Ε.Κ. Ο ενδέκατος ενάγων, όταν το Μάιο του έτους 2009, επισκέφθηκε το υποκατάστημα της πρώτης εναγομένης, στη Λαμία, ο υπάλληλος του υποκαταστήματος αυτού, ., του συνέστησε να τοποθετήσει μέρος των αποταμιεύσεών του σε Μ.Α.Κ., ενώ το Μάιο του έτους 2011, ειδοποιήθηκε τηλεφωνικά από την υπάλληλο του υποκαταστήματος αυτού, ., προκειμένου να μετατρέψει τα Μ.Α.Κ. που είχε ήδη αγοράσει σε Μ.Α.Ε.Κ. Ο δωδέκατος ενάγων, το Μάιο του έτους 2009, ειδοποιήθηκε τηλεφωνικά από τον υπάλληλο του υποκαταστήματος της πρώτης εναγομένης στην Πάτρα, ., προκειμένου να τοποθετήσει οποιοδήποτε μέρος της προθεσμιακής του κατάθεσης σε Μ.Α.Κ., ενώ το Μάιο του έτους 2011, ειδοποιήθηκε τηλεφωνικά από τον ίδιο υπάλληλο του υποκαταστήματος αυτού προκειμένου να μετατρέψει τα Μ.Α.Κ. που είχε ήδη αγοράσει σε Μ.Α.Ε.Κ. Ο δέκατος τρίτος ενάγων, τον Ιούνιο του έτους 2009, ειδοποιήθηκε τηλεφωνικά από τον υπάλληλο του υποκαταστήματος της πρώτης εναγομένης στα Τρίκαλα, ., προκειμένου να τοποθετήσει οποιοδήποτε μέρος της προθεσμιακής του κατάθεσης σε Μ.Α.Κ., ενώ το Μάιο του έτους 2011, ειδοποιήθηκε τηλεφωνικά από τον ίδιο υπάλληλο του υποκαταστήματος αυτού προκειμένου να μετατρέψει τα Μ.Α.Κ. που είχε ήδη αγοράσει σε Μ.Α.Ε.Κ.. Πρέπει να σημειωθεί, ότι έκαστος των εναγόντων είχε αναπτύξει σχέση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης με τον αντίστοιχο εκ των προαναφερομένων υπαλλήλων της πρώτης εναγομένης, με τον οποίο συναλλασσόταν για μεγάλο χρονικό διάστημα. Οι ανωτέρω υπάλληλοι παρουσίασαν στους ενάγοντες τα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου (Μ.Α.Ε.Κ.), ως ένα ιδιαίτερα επωφελές για αυτούς προϊόν, ενημερώνοντάς τους, συνοπτικά, ότι, αφενός, δεν θα τους επιβαλλόταν ποινή για την πρόωρη μερική εξόφληση των προθεσμιακών καταθέσεών τους και αφετέρου ότι, το νέο αυτό τραπεζικό προϊόν ήταν, όμοιο με προθεσμιακής κατάθεση, έχοντας πενταετή διάρκεια και σταθερό, ετήσιο, επιτόκιο, ύψους 6,5%, με περιοδική απόδοση τόκων, ανά εξάμηνο και εγγυημένη επιστροφή του κεφαλαίου, με συνέπεια να υπονοείται, ότι ανταποκρίνεται στο προειρημένο και γνωστό στην πρώτη εναγομένη, συντηρητικό, επενδυτικό προφίλ των εναγόντων. Οι ενάγοντες, οι οποίοι είχαν, ήδη, μετά την αγορά των Μ.Α.Κ., λάβει τους προβλεπομένους τόκους εξ αυτών και εφόσον τεχνηέντως, καμία επισήμανση για τους κινδύνους, που εμπεριέχονταν στο νέο αυτό προϊόν, δεν έγινε από τους υπαλλήλους της πρώτης εναγομένης, πείσθηκαν από τις διαβεβαιώσεις αυτών, περί του ασφαλούς και του επικερδούς, σε σχέση με τις τραπεζικές καταθέσεις, χαρακτήρα του νέου τραπεζικού προϊόντος και, έχοντας την πεποίθηση, βάσει των ανωτέρω, ότι το εν λόγω προϊόν αποτελεί, ένα νέο είδος προθεσμιακής κατάθεσης, το οποίο ανταποκρίνεται στο συντηρητικό επενδυτικό τους προφίλ, αποφάσισαν να επενδύσουν τα χρήματά τους, ανταλλάσσοντας τα Μ.Α.Κ., που, ήδη, κατείχαν, με τα Μ.Α.Ε.Κ. Έτσι, οι ενάγοντες κατήρτισαν την από 13.5.2011, ο πρώτος, 4.5.2011, ο δεύτερος, 6.5.2011, ο τρίτος, 2.5.2011, οι πέμπτος, έκτος και έβδομη, 9:5.2011, ο όγδοος και ένατος, 10.5.2011, ο ενδέκατος, 11.5.2011 και 17.5.2011, ο δωδέκατος, αρχές Μαΐου, ο τέταρτος και ο δέκατος και 16.5.2011 ο δέκατος τρίτος, σύμβαση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών δραστηριοτήτων και παρεπόμενων υπηρεσιών, με την πρώτη εναγομένη τραπεζική εταιρεία, υπογράφοντας έντυπο προσυμβατικής πληροφόρησης («ενημερωτικό πακέτο») για την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών, καθώς και αίτηση δημιουργίας μερίδας, λογαριασμού αξιών στο Σύστημα Αυλών Τίτλων (Σ.Α.Τ) και εξουσιοδότηση χρήσης τους. Τα εν λόγω έγγραφα, έχουν επ’ ονόματι και για λογαριασμό της πρώτης εναγομένης υπογραφεί από τον αρμόδιο υπάλληλο ή και το Διευθυντή εκάστου υποκαταστήματος, κατά περίπτωση, προκειμένου, να επακολουθήσει η σύναψη, της συμβάσεως αγοράς Μ.Α.Ε.Κ. από τους ενάγοντες. Κατά, τις ίδιες ως άνω ημερομηνίες, όλοι, οι ενάγοντες κατήρτισαν, παράλληλα, συμβάσεις συμμετοχής τους, στην έκδοση από την εναγομένη των Μ.Α.Ε.Κ.,. με τον τίτλο «ΕΚΔΟΣΗ – ΚΑΙ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟ ΧΑΚ/ΧΑ ΜΕΤΑΤΡΕΨΙΜΩΝ ΑΞΙΟΓΡΑΦΩΝ ΕΝΙΣΧΥΜΕΝΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΑΝΕΚΚΛΗΤΗ ΑΙΤΗΣΗ ΕΓΓΡΑΦΗΣ ΑΔΙΑΘΕΤΩ ΜΕΤΑΤΡΕΨΙΜΩΝ ΑΞΙΟΓΡΑΦΩΝ ΕΝΙΣΧΥΜΕΝΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ», μέσω των οποίων αγόρασαν από την πρώτη-εναγομένη Μ.Α.Ε.Κ., συνολικής αξίας 83,598 ευρώ ο πρώτος, 122.543 ευρώ ο δεύτερος, 100.000 ευρώ ο τρίτος, 44.509 ευρώ ο τέταρτος, 5.0.000 ευρώ οι πέμπτος, έκτος και έβδομη, 103.526 -ευρώ ο όγδοος, 60.000 ευρώ ο ένατος, 160.000 ευρώ ο δέκατος, 8.950 ευρώ ο ενδέκατος, 34.364 ευρώ ο δωδέκατος και 317.629.ευρώ ο δέκατος τρίτος. Τα ανωτέρω ποσά καλύφθηκαν, για όλους τους ενάγοντες, εξ ολοκλήρου από τη ρευστοποίηση των Μ.Α.Κ., που, ήδη, διέθεταν, πλην των τρίτου, πέμπτου, έκτου, έβδομης, όγδοου, ένατου και δέκατου, για τους οποίους το ποσό καλύφθηκε, από τη ρευστοποίηση των Μ.Α.Κ., που, ήδη, διέθεταν, και, κατά το υπόλοιπο ποσό από προϊόν κλειστού προθεσμιακού λογαριασμούς ο οποίος άνοιξε, χωρίς οικονομική επιβάρυνσή τους. Προς πιστοποίηση της σύναψης των παραπάνω συμβάσεων αγοράς των Μ.Α.Ε.Κ., εκδόθηκαν από την πρώτη εναγομένη, τα αντίστοιχα αποδεικτικά συμμετοχής τους, στην έκδοση των Μ.Α.Ε.Κ., στα οποία διαλαμβανόταν το επενδυθέν από κάθε ενάγοντα κεφάλαιο. Περαιτέρω σε προδιατυπωμένο όρο των συμβάσεων αυτών, στις οποίες όμως, δεν μνημονεύεται οποιοδήποτε ακριβές χαρακτηριστικό της φύσεως των Μ.Α.Ε.Κ., ώστε να δύνανται οι αντισυμβαλλόμενοι ενάγοντες, να την αντιληφθούν, αναφέρεται ότι, αυτοί βεβαιώνουν, πως διαθέτουν τη γνώση και τις ικανότητες να προβούν στην αξιολόγηση της επένδυσής τους, στα Μ.Α.Ε.Κ., και δηλώνουν ότι, αφενός, αποδέχονται τους όρους έκδοσης και τους παράγοντες κινδύνου, που περιέχονται στο από 5.4.2011 σχετικό ενημερωτικό δελτίο της πρώτης εναγομένης και, αφετέρου, ότι δεν τους έχει παρασχεθεί οποιαδήποτε συμβουλή ή παρότρυνση από την πρώτη εναγομένη, οποιοδήποτε υπάλληλο ή εκπρόσωπο αυτής, αναφορικά με τα Μ.Α.Ε.Κ. και την απόφαση των εναγόντων ναυποβάλουν αίτηση εγγραφής σʼ αυτά. Ωστόσο, στην πραγματικότητα, ουδέποτε, παραδόθηκε στους ενάγοντες το ως άνω ενημερωτικό φυλλάδιο, το οποίο, ακόμη κι αν το είχαν αναγνώσει προσεκτικά, δεν θα ήταν σε θέση να κατανοήσουν τη λειτουργία του κρίσιμου επενδυτικού προϊόντος. Τούτο, διότι, τα προαναφερόμενα ομόλογα ατελεύτητης ή αόριστης διάρκειας (perpetual bonds) δεν ήταν απλά στη σύλληψη και στη λειτουργία τους επενδυτικά προϊόντα, με αποτέλεσμα ή χρήση και κυκλοφορία των perpetual bonds, ως ομολόγων, ομολογιακού δανείου, να αποδίδει μία ψευδή, εικονική εικόνα ικανής να παραπλανήσει τον οποιονδήποτε, ακόμη και τον πιο έμπειρο επενδυτή, ως προς τη νομική φύση και τη λειτουργία τους στον οποίο, σαφώς και δεν περιλαμβάνονταν οι ενάγοντες, οι οποίοι δεν είχαν χαρακτηρισθεί, ως επαγγελματίες επενδύτες, και δεν αντελήφθησαν, σε όλη της την έκταση, τη νέα επένδυση, αφού εμπιστεύθηκαν τις συμβουλές των υπαλλήλων της πρώτης εναγομένης. Επομένως, η πρώτη εναγομένη τραπεζική εταιρεία ως προμηθεύτρια επενδυτικών υπηρεσιών, εντός του κύκλου της εμπορικής της δραστηριότητας, παρά τα όσα αντίθετα, ρητώς, διαλαμβάνονται στα ενημερωτικά δελτία, προς αποφυγή συνεπειών, σαφώς παρείχε, μέσω των ανωτέρω προστηθέντων (υπαλλήλων των υποκαταστημάτων) αυτής επενδυτική συμβουλή και σύσταση στους ενάγοντες, οι οποίοι διέθεταν, εν προκειμένω και την ιδιότητα του καταναλωτή, ως τελικοί αποδέκτες της προαναφερθείσας επενδυτικής υπηρεσίας., της. πρώτης εναγομένης, που δεν υπερέβαιναν, το πρότυπο του μέσου αποταμιευτή, δοθέντος, ότι, αφενός, τα επενδυθέντα απʼ αυτούς ποσά δεν ήταν στην πλειονότητά τους τόσο υψηλά και, αφετέρου, δεν υπήρχε συστηματική ενασχόληση των εναγόντων, με πολύπλοκες χρηματοπιστωτικές συναλλαγές. Αλλά και άτυπη συμβουλή να μην υπήρχε, ουδέποτε διενεργήθηκε, εκ μέρους, της πρώτης, εναγομένης ο επιβαλλόμενος έλεγχος συμβατότητας των συγκεκριμένων επενδυτών. Καθίσταται, ως εκ τούτου, σαφές, ότι όλοι οι ενάγοντες, που επιζητούσαν την ασφάλεια των χρημάτων τους, αν γνώριζαν την αλήθεια, και, αν είχαν, επαρκώς, ενημερωθεί, από την έχουσα προς τούτο υποχρέωση πρώτη εναγομένη τράπεζα, ότι τα επίδικα προϊόντα ΜΑΕΚ, ήταν υψηλού ρίσκου, ως υβριδικά, μειωμένης διασφάλισης, υποχρεωτικά μετατρέψιμα χρηματοοικονομικά προϊόντα, άμεσα συνυφασμένα με την οικονομική κατάσταση, την φερεγγυότητα και την επιχειρηματική στρατηγική της πρώτης εναγομένης τράπεζας, δηλαδή ότι τα χρήματα τους δεν ήταν διασφαλισμένα, ότι ήταν άληκτα {αόριστης διάρκειας), και υποχρεωτικά μετατρέψιμα σε μετοχές, και ότι η πρώτη εναγομένη δεν είχε καμία υποχρέωση απόδοσης των χρημάτων (προαιρετικό ήταν το δικαίωμα εξαγοράς εκ μέρους της στην πενταετία), ότι τα ΜΑΕΚ δεν ανταποκρίνονταν στις ανάγκες, τις δυνατότητες και τους στόχους τους, ότι η πρώτη εναγομένη (Τράπεζα) εκμεταλλεύτηκε κακόπιστα την πληροφοριακή ασυμμετρία ανάμεσά τους, για να τους προωθήσει, πλήρως, ακατάλληλα και ιδιαιτέρως, ριψοκίνδυνα επενδυτικά προϊόντα, ότι η πρώτη εναγομένη απολάμβανε, υπέρμετρα εξουσιαστικά δικαιώματα (λόγω της μειωμένης διασφάλισης, της δυνατότητας ακύρωσης πληρωμής τόκων, και υποχρεωτικής μετατροπής σε μετοχές), ότι ουσιαστικά η πρώτη εναγομένη καθόριζε ακόμα την ίδια την αξία των Μ.Α.Ε.Κ., διότι επηρεαζόταν, από την τιμή διαπραγμάτευσης της μετοχής της εκδότριας, την πιστοληπτική ικανότητα της εκδότριας, την προσφορά και τη ζήτηση αλλά και τις γενικότερες χρηματοοικονομικές και πολιτικές συνθήκες. Το γεγονός ότι, η πρώτη εναγομένη τήρησε τυπικά την ειδική νομοθεσία περί δημόσιας προσφοράς κινητών αξιών (Οδηγία 2003/71/ΕΚ, Κανονισμός 809/2004 και ν. 3401/2005) δεν ασκεί επιρροή στην προκειμένη περίπτωση, διότι, κατά την αγωγή, η πρώτη εναγομένη παραβίασε τις συναλλακτικές της υποχρεώσεις, που προσδιορίζονται, σύμφωνα με τους κανόνες των άρθρων 281 και 288 ΑΚ, καθώς και τις διατάξεις του άρθρου 914 ΑΚ, η, δε, εκκαλουμένη υπήγαγε τα αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά στις διατάξεις αυτές και όχι στις διατάξεις, που τήρησε η πρώτη εναγομένη για την έκδοση των ΜΑΕΚ. Η παροχή, εκ μέρους της πρώτης εναγομένης επενδυτικών συμβουλών, παρά τα όσα αντίθετα ισχυρίστηκε η ίδια, αποδεικνύεται και από την με ημερομηνία 9/700/10.12.2014 απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς της Ελλάδος, με την οποία επεβλήθη πρόστιμο στην πρώτη εναγομένη, «διότι κατά την προώθηση Μετατρέψιμων Αξιόγραφων Ενισχυμένου Κεφαλαίου (ΜΑΕΚ) παρείχε επενδυτικές συμβουλές, χωρίς να έχει προβεί, σε έλεγχο καταλληλότητας επενδυτών και χωρίς να έχει συνάψει τις προβλεπόμενες προς τούτο συμβάσεις, κατά παράβαση του ν. 3606/2007 και της υπʼ αριθμ. 1/452/2007 απόφασης της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς».
Περαιτέρω, με την από 28.4.2014 απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου επιβλήθηκε πρόστιμο στην πρώτη εναγομένη, για τις ελλιπείς πληροφορίες, στο από 5.4.2011 Ενημερωτικό Δελτίο των Μ.Α.Ε.Κ. Επίσης, ο Συνήγορος του Καταναλωτή, διαπιστώνοντας την παροχή επενδυτικών συμβουλών της πρώτης εναγομένης τράπεζας, προς τους επενδυτές πελάτες της, χωρίς να λαμβάνει υπόψη της, το επενδυτικό τους προφίλ, χωρίς να προσφέρει, αντικειμενική, και πλήρη, ενημέρωση και χωρίς τις προαπαιτούμενες οδηγίες, του ν.3606/2007, αναφορικά με τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων, προέβη στην υπ’ αριθμ. ./25.2.2013 έγγραφη σχετική σύστασή του. Κατά συνέπεια, ορθά η εκκαλουμένη απόφαση έκρινε, ότι, στην προκειμένη περίπτωση, εφαρμόζεται ο ν. 3606/2007, παρόλο που η πρώτη εναγομένη είναι η εκδότρια τον επιδίκων τίτλων, που τους διέθετε πρωτογενώς στην αγορά, δεδομένου ότι η τελευταία προέβαινε και στην παροχή επενδυτικών συμβουλών. Σύμφωνα, δε, με τον αναλυτικό ορισμό, που εμπεριέχεται στην υπ’ αριθμ. 1/452/1.11.2007 απόφαση, της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, επενδυτική συμβουλή είναι: «μία προσωπική σύσταση προς ένα πρόσωπο, υπό την ιδιότητά του ως υφιστάμενου ή δυνητικού επενδυτή, ή υπό την ιδιότητά του, ως αντιπροσώπου υφιστάμενου ή δυνητικού επενδυτή, η οποία παρουσιάζεται: α) κατάλληλη για το σχετικό πρόσωπο ή να λαμβάνει υπόψη την κατάσταση του προσώπου αυτού και β) αποτελεί σύσταση για: βα) την αγορά, πώληση, εγγραφή, ανταλλαγή, εξαγορά, διακράτηση ή αναδοχή ορισμένου χρηματοπιστωτικού μέσου, ββ) άσκηση ή μη άσκηση οποιουδήποτε δικαιώματος, που παρέχει δεδομένο χρηματοπιστωτικό μέσο για την αγορά, πώληση, έγγραφη ανταλλαγή ή εξαγορά χρηματοπιστωτικού μέσου». Πάντως, σε κάθε περίπτωση, στην προκειμένη περίπτωση, δεν υπήρξε ο αναγκαίος έλεγχος συμβατότητας. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι οι ανωτέρω κίνδυνοι των Μ.Α.Ε.Κ πραγματώθηκαν, δοθέντος ότι, ενώ η πρώτη εναγομένη είχε καταβάλει στους ενάγοντες, τους τόκους που τους αναλογούσαν έως 31.12.2011, ήτοι 1.749,75 ευρώ στον πρώτο, 7.518,65 ευρώ στο δεύτερο, 5.794,02 ευρώ στον τρίτο, 2.730,86, ευρώ στον τέταρτο, 2.952,83 ευρώ στους πέμπτο, έκτο και έβδομη 5.933,25 ευρώ στον όγδοο, 2.844,09 ευρώ, στον ένατο, 9.359,51 ευρώ στο δέκατο, 361,80 ευρώ στον ενδέκατο 2.108,41 ευρώ στο δωδέκατο και 19.488,19 ευρώ στο δέκατο τρίτο, στη συνέχεια, προέβη, εξαιτίας της οφειλομένης στην υπάρχουσα, πριν από το έτος 2011, στην Ελλάδα και την Κύπρο, προϊούσα οικονομική κρίσης ελλείψεως, κεφαλαιακής επάρκειας και ρευστότητάς της, στην υποχρεωτική ακύρωση της πληρωμής τόκων, για το πρώτο εξάμηνο τού έτους 2012, γεγονός, το οποίο οι ενάγοντες, πλην του πρώτου, αντιλήφθηκαν τον Ιούνιο του έτους 2012, όταν οι αρμόδιοι υπάλληλοι της πρώτης εναγομένης τους ενημέρωσαν, ότι δεν θα καταβάλλονταν οι τόκοι του τελευταίου εξαμήνου, μετά από εντολή, που δόθηκε από τα κεντρικά της γραφεία. Ο πρώτος ενάγων, ωστόσο, είχε αντιληφθεί από το Δεκέμβριο του έτους 2011, ότι η επένδυσή του έκρυβε πολλούς κινδύνους και για το λόγο αυτό πώλησε, μέσω του Χρηματιστηρίου, τα 83.598 Μ.Α.Ε.Κ., για την απόκτηση των οποίων είχε καταβάλλει το ποσό των 83.598 ευρώ, αντί του ποσού των 50.001,94 ευρώ, λόγω του μειωμένου αγοραστικού ενδιαφέροντος, ήτοι απώλεσε το ποσό των 33.596.06 ευρώ. Να σημειωθεί, δε, ότι οι ένατος και δέκατος τρίτος ενάγοντες, το Μάρτιο του έτους 2012, ενημερώθηκαν τηλεφωνικά από τους αρμοδίους υπαλλήλους της πρώτης εναγομένης για τους κινδύνους που αντιμετώπιζε η επένδυση τους, λόγω του κουρέματος των ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου και τους προτάθηκε να αντικαταστήσουν τα ΜΑΕΚ. με μετοχές της πρώτης εναγομένης, προκειμένου να περισώσουν μέρος του κεφαλαίου τους. Έτσι, ο, μεν, ένατος μετέτρεψε το σύνολο των ΜΑΕΚ, που κατείχε, σε μετοχές, ενώ ο δέκατος τρίτος μέρος του κεφαλαίου του. Περαιτέρω, στις 29.3.2013, η πρώτη εναγομένη τραπεζική εταιρία τέθηκε, δυνάμει του εκδοθέντος, σύμφωνα με τον από το έτος 2013 Νόμο της Κυπριακής Δημοκρατίας, περί εξυγιάνσεως πιστωτικών και άλλων ιδρυμάτων, υπ’ αριθμ. 103/2013 Διατάγματος της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου, περί διάσωσης της πρώτης εναγομένης με ίδια μέσα, σε καθεστώς εξυγιάνσεως, λόγω της δεινής οικονομικής της καταστάσεως, προκειμένου να αποκατασταθεί η κεφαλαιακή της επάρκεια. Δυνάμει των υπ’ αριθμ. 103/29.3.2013 και 278/30.7.2013 Διαταγμάτων της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου, τα Μ.Α.Ε.Κ. μετατράπηκαν, σε μετοχές Δ’ Τάξης, με τιμή μετατροπής 1.00 ευρώ (ήτοι στην ονομαστική τους αξία) και με ονομαστική αξία κάθε μετοχής στο 1,00 ευρώ. για κάθε ένα ευρώ των παραπάνω χρεών της Τράπεζας. Στη συνέχεια, επήλθε μείωση της ονομαστικής αξίας των μετοχών Δ’ τάξης, από 1,00 ευρώ, σε 0,01 ευρώ, για κάθε μετοχή, για τη διαγραφή των συσσωρευμένων ζημιών της εναγομένης Τράπεζας και, κάθε μία μετοχή Δ’ τάξης, μετατράπηκε σε συνήθη μετοχή, ονομαστικής αξίας 0.01 ευρώ, ενώ, ακολούθως, κάθε 100 μετατραπείσες, σε συνήθεις μετοχές, αξίας 0,01 ευρώ εκάστη, που ήταν εγγεγραμμένες στον ίδιο μέτοχο, ενώθηκαν σε μία συνήθη μετοχή, ονομαστικής αξίας 1,00 ευρώ, η κάθε μία. Οι μη ενοποιημένες μετοχές (π.χ. αριθμός μετοχών μικρότερος τον 100, που υπολείπονταν ανά μέτοχο) ακυρώθηκαν και το ποσό της ονομαστικής αξίας των ακυρωθεισών μετοχών χρησιμοποιήθηκε για τη διαγραφή τον συσσωρευμένων ζημιών της Τράπεζας. Πλέον, όλες οι μετοχές αποτελούσαν μία ενιαία τάξη, παρέχουσες δικαίωμα ψήφου και απόληψης μερισμάτων στους μετόχους. Οι προδιαληφθείσες συνθήκες, υπό τις οποίες εκδηλώθηκε η ανωτέρω συμπεριφορά της πρώτης εναγόμενης, με βάση την οποία οι εναγόντες προέβησαν στην αγορά των κρίσιμων ομολόγων, προκάλεσαν την προαναφερομένη μονομερή, ελλιπή, ασαφή και παραπλανητική πληροφόρηση των εναγόντων, άπειρων αντισυμβαλλομένων της, από τους ελλιπώς ενημερωμένους και μη εξειδικευμένους, στην παροχή επενδυτικών υπηρεσιών συγκεκριμένους υπαλλήλους της, αναφορικά με τα προϊόντα αυτά (Μ.Α.Ε.Κ.).
Με τον τρόπο, που ενήργησε η πρώτη εναγομένη, δια των προστηθέντων υπαλλήλων της, παραβίασε τις συναλλακτικές της υποχρεώσεις, όπως το περιεχόμενό τους, προσδιορίζεται, σύμφωνα με τους κανόνες των άρθρων 281 και 288 ΑΚ. Η παράλειψη αυτή της πρώτης εναγόμενης ανάγεται στην καταβολή κάθε δυνατής επιμέλειας για την εκπλήρωση της υποχρέωσης ενημέρωσης, διαφώτισης και παροχής κατάλληλης συμβουλής, ήτοι στην παράβαση των προβλεπομένων στις διατάξεις του άρθρου 25 Ν. 3606/2007 και η οποία (αμελής συμπεριφορά) συνιστά το πραγματικό του κανόνα δικαίου του άρθρου 914 ΑΚ. Επιπλέον, η πρώτη εναγομένη υπέχει αδικοπρακτική ευθύνη, έναντι των εναγόντων και για τον λόγο ότι, δια της προπεριγραφείσας απατηλής συμπεριφοράς των προαναφερομένων οργάνων της, προκάλεσε με δόλο στους ενάγοντες, οι οποίοι ετύγχαναν συντηρητικοί πελάτες αυτής και, πάντως, όχι επαγγελματίες, την απόφαση επένδυσης, αρχικά, στα Μ.Α.Κ. και, στη συνέχεια, της ανταλλαγής, με τα επίδικα Μ.Α.Ε.Κ, παριστώντας, εν γνώσει της, ότι τα εν λόγω προϊόντα αποτελούσαν ασφαλή τοποθέτηση, όμοια με προθεσμιακή κατάθεση, με σταθερό επιτόκιο, ύψους 5,5%, τα Μ.Α.Κ. και 6,5% τα Μ.Α.Ε.Κ., περιοδική απόδοση τόκων, ,ανά εξάμηνο και εγγυημένη επιστροφή του επενδυμένου κεφαλαίου, αποσιωπώντας τους ενσωματωμένους κινδύνους αυτών, προκαλώντας στους ενάγοντες την ως άνω μείωση, της περιουσίας τους, καθώς επεδίωκε, την εξισορρόπηση της κλονισμένης κεφαλαιακής της επάρκειας, μέσω της αντλήσεως κεφαλαίων από τη διάθεση των εν λόγω αξιόγραφων. Έτσι συνάγεται, ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις αποζημίωσης των εναγόντων, για την οποία ευθύνεται η πρώτη εναγομένη, εφόσον, σύμφωνα, με το άρθρο 922 ΑΚ, οι ενάγοντες υπέστησαν ζημία, από την πλημμελή εκπλήρωση των άνω καθηκόντων και την απατηλή συμπεριφορά των υπαλλήλων – προστηθέντων της, η οποία και οδήγησε αιτιωδώς στη ζημία τους, η οποία συνίσταται στο ποσό (ονομαστική αξία), που ο καθένας από αυτούς κατέβαλε για την αγορά των ως άνω επενδυτικών προϊόντων,: πλην του πρώτου ενάγοντος, για τον οποίο η θετική του ζημία συνίσταται στο ποσό του κεφαλαίου, που τελικά απώλεσε από την πώληση στο Χρηματιστήριο των ΜΑΕΚ, που κατείχε, λόγω της μειωμένης ζήτησής τους. Να σημειωθεί, ότι τα ανωτέρω δεν αναιρούνται από το γεγονός ότι, με την εκκαλουμένη απόφαση, απορρίφθηκε η αγωγή, ως προς τους δεύτερο και τρίτο εναγομένους, ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη.
Περαιτέρω, η θετική ζημία ανέρχεται στο ποσό των 33.596.06 ευρώ για τον πρώτο ενάγοντα, στο ποσό των 122.543 ευρώ για το δεύτερο, στο ποσό των 100.000 ευρώ για τον τρίτο, στο ποσό των 44.509 ευρώ για τον τέταρτο, στο ποσό των 50.000 ευρώ για τους πέμπτο, έκτο και έβδομη, στο ποσό των 103.526 ευρώ για τον όγδοο, στο ποσό των 60.000 ευρώ για τον ένατο, στο ποσό των 160.000 ευρώ για το δέκατο, στο ποσό των 8.950 ευρώ για τον ενδέκατο, στο ποσό των 34.364 ευρώ για το δωδέκατο και στο ποσό των 317.629 ευρώ για το δέκατο τρίτο.
Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που δέχθηκε ότι οι προστηθέντες της πρώτης εναγόμενης υπάλληλοι, ενεργώντας παράνομα και υπαίτια, προκάλεσαν ζημία στους ενάγοντες, ορθά το νόμο εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε. Για το λόγο αυτό, πρέπει νʼ απορριφθούν ως αβάσιμοι οι πρώτος, δεύτερος, τρίτος και έβδομος λόγοι έφεσης, με τους οποίους η εκκαλούσα υποστηρίζει τα αντίθετα. Η εκκαλούσα, με τον τέταρτο λόγο της έφεσής της επαναφέρει τον πρωτοδίκως προβληθέντα και απορριφθέντα ισχυρισμό της περί ελλείψεως συνδέσμου, μεταξύ της άνω παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς της πρώτης εναγομένης και της επελθούσης ζημίας των εναγόντων, καθόσον η ζημία των τελευταίων δεν επήλθε, από την αγορά των Μ.Α.Κ. και ΜΑΕΚ, αλλά από τη μετατροπή των τελευταίων σε μετοχές, η οποία όμως έγινε βάσει του νόμου «περί Εξυγίανσης Τραπεζικών και ’λλων Ιδρυμάτων» (17) 2013 που ψηφίστηκε μεταγενέστερα και της απόφασης της Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου. Από τα προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα, αποδείχθηκε ότι, η ανωτέρω, παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά της πρώτης εναγόμενης τραπεζικής εταιρίας εις βάρος των εναγόντων «αντισυμβαλλομένων πελατών αυτής και καταναλωτών, στο πλαίσιο της χορήγησης, σ’ αυτούς, επενδυτικής συμβουλής και σύστασης για την αγορά των επίμαχων Μ.Α.Κ και Μ.Α.Ε.Κ., αντί τού προαναφερθέντος τιμήματος, συνδέεται αιτιωδώς, προς την επελθούσα περιουσιακή ζημία των εναγόντων: Αυτή δεν ανάγεται αποκλειστικά σε γεγονός ανωτέρας βίας και, δη, στην προαναφερομένη απόφαση της Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου να θέσει, δια του υπ’ αριθμ. 103/2013 Διατάγματός της, σε καθεστώς εξυγίανσης την πρώτη εναγομένη, προς το σκοπό της ανακεφαλαιοποίησής της με ίδια μέσα, αφού η προεκτεθείσα συμπεριφορά της πρώτης εναγομένης ήταν ικανή, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων και τα διδάγματα της κοινής πείρας, να προξενήσει και, πράγματι, προκάλεσε την προαναφερθείσα ζημία των εναγόντων, υπό την έννοια της ύπαρξης ανάμεσα τους, σύμφωνα με αντικειμενική, εκ των υστέρων πρόγνωση πρόσφορης αιτιώδους συνάφειας. ’λλωστε, η ως άνω απόφαση της Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου, συνιστά, απλά, τμήμα της, περί ής ο λόγος, αιτιώδους διαδρομής, αφού ελήφθη με σκοπό την αποκατάσταση της κεφαλαιακής επάρκειας της πρώτης εναγομένης και, συνεπώς, συνιστά «Γεγονός Βιωσιμότητας», κατά την έννοια του από 5-4-2011 ενημερωτικού δελτίου της, που αποτελεί όρο υποχρεωτικής μετατροπής των Μ.Α.Ε.Κ., σε μετοχές.
Περαιτέρω η συγκεκριμένη παράνομη συμπεριφορά της πρώτης εναγομένης, συνδέεται αιτιωδώς, προς την επελθούσα ζημία των εναγόντων, αφού αυτή προκλήθηκε, διότι η επένδυση επιχειρήθηκε, χωρίς να παρασχεθεί στους ενάγοντες η αναγκαία ενημέρωση, ώστε να κατανοήσουν τη μορφή και το περιεχόμενο της επένδυσης και να αποφασίσουν, εάν θα προβούν σε αυτήν, με αποτέλεσμα να θεμελιώνεται αδικοπρακτική ευθύνη της εναγόμενης. Συνεπώς, στην προκειμένη περίπτωση, το κρίσιμο ζήτημα δεν είναι, αν η επένδυση στα ΜΑΕΚ ήταν ικανή και πρόσφορη, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, να επιφέρει τη ζημία, διότι αυτό προϋποθέτει ενσυνείδητη απόφαση των επενδυτών, χωρίς τη μεσολάβηση των επενδυτικών συμβουλών της πρώτης εναγομένης. Προϋποθέτει, με άλλα λόγια, ότι οι ενάγοντες θα προέβαιναν στην επίμαχη επένδυση και, χωρίς την παροχή των εσφαλμένων, ελλιπών και ακατάλληλων συμβουλών από την εναγομένη, προϋπόθεση που, όπως αποδείχθηκε, δεν συνέτρεχε. Το κρίσιμο ζήτημα είναι ότι η ζημία των εναγόντων προκλήθηκε από την παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά της πρώτης εναγομένης τράπεζας, η οποία, κατά παράβαση των συμβατικών υποχρεώσεών της, παρείχε εσφαλμένες, ελλιπείς και ακατάλληλες συμβουλές και πληροφορίες, σε σχέση με τα επίμαχα προϊόντα έκδοσής της, δημιουργώντας πεπλανημένες εντυπώσεις, που συντήρησε και επέτεινε καθʼ όλη τη διάρκεια της κρίσιμης επένδυσης, παραβιάζοντας τις υποχρεώσεις της που της επιβάλλονται από το ν. 3606/2007, το ν. 3340/2005 αλλά και από την καλή πίστη. Εάν οι ενάγοντες είχαν την ενδεδειγμένη πληροφόρηση, ήτοι, εάν γνώριζαν την αληθή φύση της προταθείσας τοποθέτησης (ΜΑΕΚ), τον αναλαμβανόμενο κίνδυνο; τα προβλεπόμενα δικαιώματα της Τράπεζας και τις μειωμένες υποχρεώσεις, που αυτή αναλάμβανε, δεν θα προέβαιναν στην κτήση των εν λόγω σύνθετων χρηματοοικονομικών προϊόντων. Επομένως, ορθά απορρίφθηκε ο ισχυρισμός αυτός από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και ο πιο πάνω λόγος της έφεσης της πρώτης εναγομένης, με τον οποίο η εκκαλούσα ισχυρίζεται τα αντίθετα είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο, αφού απέρριψε τις ενστάσεις της εναγομένης-εκκαλούσας και ήδη αναιρεσείουσας, απέρριψε την έφεση της και επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση που είχε δεχθεί ως προς αυτήν την αγωγή των εφεσίβλητων-αναιρεσίβλητων.
Με τον πρώτο λόγο αναίρεσης, όπως αυτός συμπληρώνεται με το σχετικό σκέλος του πρόσθετου λόγου της, η αναιρεσείουσα παραπονείται για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των άρθρων 297, 298 και 914 ΑΚ και παράβαση των διδαγμάτων κοινής πείρας κατά την ερμηνεία των ως άνω κανόνων αλλά και κατά την υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών στους κανόνες αυτούς (559 αρ. 1 ΚΠολΔ) καθώς και για έλλειψη νόμιμης βάσης λόγω ανεπαρκών και αντιφατικών αιτιολογιών της απόφασης για ζήτημα που έχει ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης (559 αρ. 19 ΚΠολΔ). Ειδικότερα, η αναιρεσείουσα παραπονείται για σφάλμα του Εφετείου, ως προς το ότι δεν δέχθηκε ότι η ψήφιση, στις 22/3/2013, του νόμου για την εξυγίανση, των κυπριακών πιστωτικών ιδρυμάτων αποτελεί διακοπτικό γεγονός του αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της ζημιογόνου συμπεριφοράς και της επελθούσας ζημίας, ενώ όσον αφορά τους δεύτερο, ένατο και δέκατο των εναγόντων διακοπτικό γεγονός αποτελεί η οικειοθελής μετατροπή των ΜΑΕΚ σε μετοχές τον Μάρτιο του2012. Όμως, με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε, το Εφετείο ορθά τις πιο πάνω διατάξεις ερμήνευσε και εφάρμοσε δεχόμενο, ότι η ανωτέρω συμπεριφορά των προστηθέντων υπαλλήλων της αναιρεσείουσας αντίκειται στα χρηστά ήθη και στις διατάξεις, του άρθρου 25 του ν. 3606/2007 και ως εκ τούτου είναι παράνομη, ότι μεταξύ αυτής της συμπεριφοράς και, της επελθούσας ζημίας των εναγόντων, αναιρεσίβλητων υφίσταται, αιτιώδης, υπό την έννοια της πρόσφορης αιτιότητας, σύνδεσμος, αφού η αδικοπρακτική αυτή συμπεριφορά των προστηθέντων υπαλλήλων της εναγομένης-αναιρεσείουσας, ήταν, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή, κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων, να επιφέρει τη ζημία αυτή, την οποία, κατά τις ανέλεγκτες περί τα πράγματα, ως άνω, παραδοχές του και επέφερε στην συγκεκριμένη επίδικη περίπτωση, η οποία (ζημία) δεν θα επερχόταν, αν οι προστηθέντες αυτοί υπάλληλοι δεν είχαν ενεργήσει κατά τον προαναφερόμενο παράνομο τρόπο. Ορθά, επίσης, ερμήνευσε και εφάρμοσε τις πιο πάνω διατάξεις, απορρίπτοντας εκ του πράγματος τον ισχυρισμό της εναγομένης και ήδη αναιρεσείουσας ότι ο αιτιώδης αυτός σύνδεσμος διακόπηκε με την μεσολάβηση της ψήφισης του ειδικού νόμου στις 22.3.2013 και τα κατ’ εξουσιοδότηση αυτού εκδοθέντα Διατάγματα της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου για την θέση της αναιρεσείουσας σε εξυγίανση. Ειδικότερα, η αναιρεσείουσα ισχυρίστηκε ότι η Βουλή των Αντιπροσώπων της Κυπριακής Δημοκρατίας, με σκοπό την διάσωση της χειμαζόμενης Κυπριακής οικονομίας, ψήφισε σειρά νόμων, περιλαμβανομένου και του περί Εξυγίανσης Πιστωτικών και άλλων Ιδρυμάτων Νόμου του 2013 (Ν. 17(Ι)/23.3.2013), ο οποίος δημοσιεύθηκε στην επίσημη εφημερίδα της Κυπριακής Δημοκρατίας την ίδια ημέρα. Ότι η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου, ως Αρχή Εξυγίανσης, άσκησε τις εξουσίες, που τις παρασχέθηκαν από το Ν. 17 (Ι)2013, εξέδωσε δε, μεταξύ άλλων, και την Διοικητική Πράξη (ΚΠΔ 108/29.3.2013, περί διάσωσης, όμως, με ίδια μέσα (bail in) της τράπεζας, προς τον σκοπό αποκατάστασης της κεφαλαιακής της επάρκειας, με το ίδιο δε διάταγμα, σε συνδυασμό και με το νεότερο ΚΠΔ 278/2013 της 30.7.2013, τα ως άνω ΜΑΕΚ μετατράπηκαν υποχρεωτικά σε μετοχές Δ’ τάξεως και, στη συνέχεια, σε συνήθεις μετοχές της τράπεζας, με ονομαστική αξία εκάστης 0,01 ευρώ. Με βάση, ωστόσο, όσα δέχθηκε το Εφετείο για το ζημιογόνο γεγονός, τη ζημία των εναγόντων και τη μεταξύ αυτών σύνδεση, το επελθόν αποτέλεσμα της ζημίας δεν επηρεάσθηκε ως προς την επέλευσή της από τον, μεταγενέστερο, ειδικό νόμο της 22.3.2013 «περί Εξυγίανσης Τραπεζικών και ’λλων Ιδρυμάτων» και τα κατ’ εξουσιοδότηση αυτού εκδοθέντα Διατάγματα της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου για την θέση της αναιρεσείουσας σε εξυγίανση και την μετατροπή των ΜΑΕΚ σε μετοχές, τα οποία επομένως αποτελούν γεγονότα αδιάφορα για το κρίσιμο ζήτημα της αιτιώδους συνάφειας, ως μεταγενέστερα του χρόνου επέλευσης της ζημίας. Στην προκείμενη επένδυση, χωρίς την πλημμελή πληροφόρηση και συμβουλή, δηλαδή υπό συνθήκες σωστής πληροφόρησης για τα χαρακτηριστικά της συγκεκριμένης επένδυσης, οι επενδυτές ενάγοντες δεν θα είχαν επιλέξει να προχωρήσουν σ’ αυτή και θα απείχαν, από την τοποθέτηση των χρημάτων τους. Δεν θα είχαν επενδύσει καθόλου και θα είχαν διατηρήσει στην περιουσία τους τα ποσά που επενδύθηκαν, η αγορά των ένδικων ομολογιών αποφασίσθηκε ως αποτέλεσμα της παράβασης η οποία εμφιλοχώρησε κατά το στάδιο πριν από την αγορά τους, ως συνέπεια της πλημμελούς πληροφόρησης και συμβουλής. Συνεπώς η ίδια η αγορά των ομολογιών, άρα και ίδια η τοποθέτηση των χρηματικών ποσών, οι οποίες δεν απετράπησαν, είναι το επιζήμιο αποτέλεσμα του προηγηθέντος σφάλματος, της αναιρεσείουσας τράπεζας. Επομένως, κατʼ εφαρμογή της θεωρίας, της διαφοράς (σύγκριση υποθετικής με υπάρχουσα περιουσιακή κατάσταση), η αποκαταστέα ζημία, που συνδέεται αιτιωδώς με τις γενόμενες δεκτές ως παράνομες πράξεις της αναιρεσείουσας, ταυτοποιείται στο ύψος των χρηματικών ποσών που οι ενάγοντες τοποθέτησαν στη συγκεκριμένη επένδυση (θετική ζημία) και αποκαθίσταται μέσω της απόδοσής τους. Όπως το Εφετείο δέχεται, χωρίς την πλημμελή πληροφόρηση, συμβουλή και αδικοπρακτική συμπεριφορά της τράπεζας, οι ενάγοντες δεν θα αγόραζαν τα ένδικα ΜΑΕΚ και δεν θα υφίσταντο την ζημία αυτή, πράγμα που σημαίνει ότι υπό κανονικές συνθήκες οι επενδυτές δεν θα είχαν προχωρήσει στη συγκεκριμένη επένδυση και ότι συνεπώς η ζημία συνίσταται τελικά στα ίδια τα ποσά που επενδύθηκαν. Επομένως, η πλήρωση του αιτιώδους συνδέσμου ανάμεσα στο νόμιμο λόγο ευθύνης και στη ζημία είναι από τα πράγματα πρόδηλη, αφού χωρίς τη συγκεκριμένη πράξη δεν θα είχαν επενδυθεί τα ποσά και θα είχε αποφευχθεί η ζημία. Πιο συγκεκριμένα, το Εφετείο δέχθηκε ότι η αναιρεσείουσα ζημίωσε τους ενάγοντες «… παριστώντας, εν γνώσει της, ότι τα εν λόγω προϊόντα αποτελούσαν ασφαλή τοποθέτηση, όμοια με προθεσμιακή κατάθεση, με σταθερό επιτόκιο ύψους 5,5%, τα Μ.Α.Κ. και 6,5 % τα Μ.Α.Ε.Κ., περιοδική απόδοση τόκων, ανά εξάμηνο και εγγυημένη επιστροφή του επενδεδυμένου κεφαλαίου, αποσιωπώντας τους ενσωματωμένους κινδύνους αυτών, προκαλώντας στους ενάγοντες την ως άνω μείωση της περιουσίας τους, καθώς επεδίωκε την εξισορρόπηση της κλονισμένης κεφαλαιακής της επάρκειας, μέσω της αντλήσεως κεφαλαίων από τη διάθεση των εν λόγω αξιόγραφων.». Δέχεται επίσης ότι « ενάγοντες υπέστησαν ζημία από την πλημμελή εκπλήρωση των άνω καθηκόντων και την απατηλή συμπεριφορά των υπαλλήλων προστηθέντων της, η οποία και οδήγησε αιτιωδώς στη ζημία τους, η οποία συνίσταται στο ποσό (ονομαστική αξία), που ο καθένας από αυτούς κατέβαλε για την αγορά των ως άνω επενδυτικών προϊόντων, πλην του πρώτου ενάγοντος, για τον οποίο η θετική του ζημία συνίσταται στο ποσό του κεφαλαίου, πού τελικά απώλεσε από-την πώληση στο Χρηματιστήριο των ΜΑΕΚ που κατείχε, λόγω της μειωμένης ζήτησής τους». Εφόσον λοιπόν η ζημία των εναγόντων, κατά τις ανωτέρω αναιρετικά ανέλεγκτες παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, επήλθε ήδη κατά τον χρόνο σύναψης των επίδικων συμβάσεων, δεδομένου ότι συνεπεία της παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς των προστηθέντων της εναγομένης, οι ενάγοντες διέθεσαν στην αναιρεσείουσα τα (ισόποσα με τη ζημία τους) χρηματικά ποσά και έλαβαν ως αντιπαροχή, όχι αυτό που προσδοκούσαν, ήτοι προϊόντα με χαρακτηριστικά βέβαιης και ασφαλούς τραπεζικής προθεσμιακής κατάθεσης, αλλά άληκτους υβριδικούς Τίτλους χωρίς καμία υποχρέωση της εναγομένης για εξαγορά τους, αφού μόνο προαιρετικό ήταν το δικαίωμα της αυτό, υπάρχει δηλαδή χρονική σύμπτωση μεταξύ του ζημιογόνου γεγονότος και της προκληθείσας εξ αυτού ζημίας, το επελθόν αποτέλεσμα της ζημίας δεν επηρεάσθηκε ως προς την επέλευση της από τον, μεταγενέστερο, ειδικό νόμο της 22.3.2013 «περί Εξυγίανσης Τραπεζικών και ’λλων Ιδρυμάτων» και τα κατʼ εξουσιοδότηση αυτού εκδοθέντα Διατάγματα της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου για την θέση της αναιρεσείουσας σε εξυγίανση και την μετατροπή των ΜΑΕΚ. σε μετοχές, που αποτελούν γεγονότα νομικά αδιάφορα ως μεταγενέστερα του χρόνου επέλευσης της ζημίας. Η κεφαλαιακή ανεπάρκεια της αναιρεσείουσας προκάλεσε την ως άνω κρατική παρέμβαση και όχι η κρατική παρέμβαση την ανεπάρκεια. Σε κάθε περίπτωση, ο ως άνω απορριφθείς ισχυρισμός της αναιρεσείουσας περί διακοπής του αιτιώδους συνδέσμου ανάγεται στην εκτίμηση πραγμάτων, που εκφεύγει του αναιρετικού, ελέγχου (ΑΠ 1177/2018), δεδομένου ότι, το αν υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος ή εάν επήλθε η όχι διακοπή αυτού είναι ζητήματα πραγματικά, που δεν υπόκεινται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου. Και τούτο γιατί είναι όντως πραγματικό ζήτημα το αν ένα γεγονός υπήρξε στη συγκεκριμένη περίπτωση αιτία, με την έννοια του αναγκαίου όρου, ενός αποτελέσματος ή αντίστροφα, καθώς και το εάν μεταξύ του γεγονότος και του αποτελέσματος μεσολάβησε ένα άλλο γεγονός, το οποίο διέκοψε τον αιτιώδη σύνδεσμο με το πρώτο και επέφερε αποκλειστικά το αποτέλεσμα (ΑΠ 1305/2005). Τα ίδια ως άνω ισχύουν και για το επικαλούμενο από την αναιρεσείουσα διακοπτικό γεγονός της οικειοθελούς μετατροπής των ΜΑΕΚ σε μετοχές, τον Μάρτιο του 2012, όσον αφορά τους δεύτερο, ένατο και δέκατο ενάγοντες. Περαιτέρω, η διατυπούμενη στην αναιρεσιβαλλόμενη φράση ότι υφίσταται πρόσφορη αιτιώδης συνάφεια μεταξύ παράνομης συμπεριφοράς της πρώτης εναγόμενης και προκληθείσας ζημίας σύμφωνα «… με την αντικειμενική εκ των υστέρων πρόγνωση», δεν έχει την έννοια ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη του πραγματικά δεδομένα μεταγενέστερα του χρόνου τέλεσης της παράνομης συμπεριφοράς (άλλωστε δεν παρατίθενται τέτοια δεδομένα), όπως αβάσιμα υποστηρίζει η αναιρεσείουσα; αλλά εκτιμάται ότι η ως άνω φράση έχει την έννοια ότι εκ των υστέρων επιβεβαιώθηκε η ζημία, αφού κατά τα γενόμενα δεκτά η κεφαλαιακή ανεπάρκεια της αναιρεσείουσας προκάλεσε την ως άνω κρατική παρέμβαση και όχι η κρατική παρέμβαση την ανεπάρκεια. Η παράθεση, τέλος της φράσης αυτής, ουδόλως αλλοιώνει τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης ότι η ζημία είχε ήδη επέλθει με την καταβολή των χρηματικών ποσών για την αγορά των άληκτων υβριδικών τίτλων, η οποία ζημιά απλώς πιστοποιήθηκε το 2013. Τα ίδια ισχύουν και για τη φράση ότι η ως άνω απόφαση της Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου «συνιστά απλά, τμήμα της, περί ης ο λόγος, αιτιώδους διαδρομής», η οποία αποτελεί φραστική πλεοναστική διαπίστωση ενός επελθόντος ήδη αποτελέσματος. Επίσης αναφορικά με τις αιτιάσεις της αναιρεσείουσας σε σχέση με τις κρίσεις της προσβαλλόμενης απόφασης: α) περί της κεφαλαιακής της επάρκειας και της φερεγγυότητάς της κατά τον χρόνο έκδοσης των ΜΑΕΚ και τις επενδύσεις της σε ΟΕΔ και β) περί του ποιο είναι το ζημιογόνο γεγονός και ποια η ζημία, τα όσα επικαλείται ανταποκρίνονται στην κατ’ αυτήν θεώρηση της ουσίας της υπόθεσης και στην εκδοχή που η ίδια υποστηρίζει, στην πραγματικότητα δε, υπό την προσχηματική επίκληση των επικαλούμενων αυτών αναιρετικών πλημμελειών, πλήττεται η ανέλεγκτη από το Δικαστήριο εκτίμηση των αποδείξεων. Επομένως, είναι αβάσιμος ο πρώτος λόγος της αίτησης αναίρεσης κατά το πρώτο σκέλος του, με τον οποίο η αναιρεσείουσα μέμφεται το Εφετείο για ευθεία παραβίαση των ανωτέρω διατάξεων, καθώς και ο πρόσθετος λόγος κατά το αντίστοιχο σκέλος του. Όσον αφορά δε την επικαλούμενη παραβίαση των διδαγμάτων κοινής πείρας ο λόγος είναι απαράδεκτος αφού δεν αναφέρεται στο αναιρετήριο ποια συγκεκριμένα διδάγματα της κοινής πείρας παραβιάστηκαν, ο κανόνας δικαίου, στην εξειδίκευση του οποίου δεν χρησιμοποιήθηκαν ή χρησιμοποιήθηκαν εσφαλμένα και σε τι ακριβώς συνίσταται, η παραβίαση (ΑΠ 164/2021, ΑΠ 704/2017, ΑΠ 951/2015, ΑΠ 222/2015). Εξάλλου, έτσι που έκρινε το Εφετείο, αναφορικά με τη συνδρομή, των προϋποθέσεων θεμελίωσης ευθύνης της εναγομένης προς αποζημίωση των εναγόντων λόγω αδικοπραξίας, διέλαβε στην απόφαση του πλήρεις και σαφείς αιτιολογίες ως προς τα ουσιώδη ζητήματα της αιτιώδους συνάφειας μεταξύ, της υπαίτιας και-παράνομης συμπεριφοράς των προστηθέντων υπαλλήλων της εναγομένης και της ζημίας των εναγόντων. Ειδικότερα, η προσβαλλόμενη απόφαση διαλαμβάνει στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού της όλα τα αναγκαία περιστατικά που στηρίζουν με επάρκεια το σαφές ως άνω αποδεικτικό της πόρισμα και δη προσδιορίζει με σαφήνεια και πληρότητα, τις συνθήκες υπό τις οποίες έλαβε χώρα η συγκεκριμένη (και αναλυτικώς πιο πάνω αναφερομένη) αμελής συμπεριφορά των προστηθέντων υπαλλήλων της εναγομένης, κατά παράβαση των προβλεπόμενων στις διατάξεις του Κανονισμού Δεοντολογίας των Εταιρειών Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών, η οποία συνιστά, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη σχετική νομική σκέψη, παρανομία και η οποία (αμελής συμπεριφορά) κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας ήταν πράγματι πρόσφορη να προκαλέσει το ζημιογόνο αποτέλεσμα, το οποίο και (κατά τις ανέλεγκτες παραδοχές της) προκάλεσε στη συγκεκριμένη περίπτωση. Δεν ήταν δε αναγκαία, για την πληρότητα της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης αναφορικά με τα ως άνω ουσιώδη ζητήματα, η παράθεση και άλλων αιτιολογιών. Συνεπώς, είναι αβάσιμος ό ως άνω πρώτος λόγος αναίρεσης και κατά το δεύτερο σκέλος του, από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 με τον οποίο η αναιρεσείουσα προσάπτει στην προσβαλλόμενη την έλλειψη νόμιμης βάσης λόγω ανεπαρκών αιτιολογιών.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 8 του ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης ιδρύεται και όταν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα, που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως πράγματα κατά την έννοια της διάταξης αυτής νοούνται οι πραγματικοί ισχυρισμοί των διαδίκων, που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και συγκροτούν την ιστορική της βάση στηρίζοντας το αίτημα της αγωγής, ανταγωγής, ένστασης, ή αντένστασης, όχι δε οι αιτιολογημένες αρνήσεις ή οι ισχυρισμοί, που αποτελούν επιχειρήματα ή συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου από την εκτίμηση των αποδείξεων και προβάλλονται προς υποστήριξη των απόψεων των διαδίκων, ούτε οι νομικοί ισχυρισμοί και η νομική επιχειρηματολογία του διαδίκου, ούτε οι απαράδεκτοι ή αβάσιμοι ισχυρισμοί (Ολ ΑΠ 25/2003, 3/1997). Πράγματα κατά την παραπάνω έννοια αποτελούν και οι λόγοι έφεσης, εφόσον όμως έχουν αυτοτέλεια και η παραδοχή τους οδηγεί σε εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης (ΑΠ 1057/2011, ΑΠ 570/2008). Αντίθετα λόγοι έφεσης που αφορούν σε απλές αρνήσεις των διαδίκων ή σε επιχειρήματα και συμπεράσματα τους από την εκτίμηση των αποδείξεων, δεν έχουν αυτοτέλεια και η παράλειψη του Εφετείου να απαντήσει ειδικά σ’ αυτούς δεν ιδρύει το λόγο αναίρεσης από τον αριθμό 8β του άρθρου 559 ΚΠολΔ. Δεν στοιχειοθετείται δε ο λόγος αυτός αναίρεσης και αν ο αυτοτελής πραγματικός ισχυρισμός λήφθηκε υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας, και απορρίφθηκε ρητά για οποιοδήποτε λόγο, τυπικό ή ουσιαστικό (ΑΠ 69/2016, ΑΠ 725/2012), αλλά και όταν το δικαστήριο, αντιμετώπισε και απέρριψε στην ουσία προβληθέντα ισχυρισμό, με την παραδοχή ως αποδειχθέντων γεγονότων αντίθετων προς αυτά που τον συγκροτούν και τούτο, συνάγεται από το περιεχόμενο της απόφασης (ΟλΑΠ 11/1996, ΑΠ 15/2020, ΑΠ 1386/2015).
Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 11 περ γ. του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα, που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν. Ο λόγος αυτός αναίρεσης ιδρύεται, όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν έλαβε υπόψη του υποστατά και αναλόγως έγκυρα αποδεικτικά μέσα που παραδεκτά επικαλέστηκε ο αναιρεσείων και νόμιμα προσκόμισε ο ίδιος ή οποιοδήποτε, από τους λοιπούς διαδίκους (ΑΠ, 70/2008, ΑΠ 222/2008), προς άμεση ή έμμεση απόδειξη ή ανταπόδειξη κρίσιμων γεγονότων ή λυσιτελών ισχυρισμών, δηλαδή νόμιμων ισχυρισμών, που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, διαμορφώνοντας το διατακτικό της απόφασης (ΟλΑΠ 42/2002, ΑΠ 953/2005), το οποίο θα ήταν διαφορετικό χωρίς τη σχετική παράλειψη (ΑΠ 1874/2008), εφόσον Βέβαια προτάθηκαν παραδεκτά στο δικαστήριο της ουσίας (πρωτοβάθμιο ή δευτεροβάθμιο). Ωστόσο, στην προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι ανάγκη να γίνεται ειδική μνεία και χωριστή αξιολόγηση κάθε αποδεικτικού μέσου, αρκεί να γίνεται αδίστακτα βέβαιο από το όλο περιεχόμενο της απόφασης ότι συνεκτιμήθηκαν όλα τα αποδεικτικά μέσα, που επικαλέστηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, έστω και αν στην απόφαση έχει γίνει ιδιαίτερη αναφορά σε ορισμένα μόνο από τα αποδεικτικά μέσα, επειδή θεωρήθηκαν μεγαλύτερης σημασίας κατά την ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου (ΑΠ 22/2005, ΑΠ 1072-3/2005, ΑΠ 798/2010). Έτσι, ο ανωτέρω λόγος απορρίπτεται ως κατ’ ουσία αβάσιμος, αν αποδεικνύεται από την απόφαση ότι λήφθηκαν υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία προσκομίστηκαν και των οποίων έγινε επίκληση, αρκεί δε προς τούτο η γενική αναφορά του είδους του αποδεικτικού μέσου (μάρτυρες, έγγραφα κλπ.), χωρίς ανάγκη ειδικής αξιολόγησης καθενός και χωρίς διάκριση από ποια αποδεικτικά μέσα προκύπτει άμεση και από ποια έμμεση απόδειξη. Μη λήψη υπόψη, πάντως, δεν συνάγεται από μόνο το γεγονός ότι μνημονεύονται στην απόφαση ορισμένα μόνο από τα προσκομισθέντα με επίκληση αποδεικτικά μέσα, όχι όμως και τα επίδικα (ΑΠ 393/2018, ΑΠ 455/2014, ΑΠ 58/2008, ΑΠ 1573/2006, ΑΠ 1072/2005).
Στην προκειμένη περίπτωση η αναιρείουσα με τον δεύτερο λόγο της αίτησης αναίρεσης από τους αριθμούς 8 και 11 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, μέμφεται το Εφετείο διότι δεν έλαβε υπόψη του και άφησε αναπάντητο προβληθέντα ισχυρισμό και αποδεικτικό μέσο που επικαλέστηκε και προσκόμισε και ειδικότερα τον ισχυρισμό της ότι: α) οι πρώτος και τρίτος των εναγόντων είχαν λάβει, υπό την ιδιότητα τους ως μετόχων της Τράπεζας, την από 18.5.2019 επιστολή που περιείχε τους όρους των ΜΑΚ και β) όλοι οι ενάγοντες, υπό την ιδιότητα τους ως κατόχων των ΜΑΚ, είχαν λάβει την από 20.4.2011 ενημερωτική επιστολή, που περιείχε τους όρους των ΜΑΕΚ με τρόπο ευσύνοπτο και εύληπτο. Ωστόσο, ο ως άνω ισχυρισμός συνιστά αρνητικό ισχυρισμό της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς των προστηθέντων υπαλλήλων της αναιρεσείουσας και όχι «πράγμα» υπό την έννοια του αριθμού 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ. Περαιτέρω, από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης, όπου αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα, που είχαν προσκομισθεί με επίκληση από τους διαδίκους, προκύπτει ότι το Εφετείο, για να καταλήξει στο άνω αποδεικτικό του πόρισμα, έλαβε υπόψη όλα τα προσκομισθέντα αποδεικτικά μέσα, σε συνδυασμό δε και με το όλο περιεχόμενο της απόφασης, όπως έχει αναφερθεί παραπάνω, δεν καταλείπεται αμφιβολία ότι έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε και τις ως άνω αναφερόμενες επιστολές. Επομένως, ο δεύτερος λόγος της αίτησης αναίρεσης από τους αριθμούς 8 και 11, του άρθρου 559 ΚΠολΔ είναι απαράδεκτος (όσον αφορά τον αριθμό 8) και αβάσιμος (όσον αφορά τον αριθμό 11).
Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 εδ β ΚΠολΔ, η παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας ιδρύει Λόγο αναίρεσης μόνο αν τα διδάγματα αυτά αφορούν την εφαρμογή των κανόνων του δικαίου ή την υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων σε αυτούς. Ως διδάγματα της κοινής πείρας, νοούνται και αρχές για την εξέλιξη των πραγμάτων, που συνάγονται από την παρατήρηση του καθημερινού βίου, την επαγγελματική ενασχόληση και την επιστημονική έρευνα και έχουν έτσι καταστεί κοινό κτήμα, μπορούν δε να χρησιμοποιηθούν είτε για να διαπιστωθεί έμμεσα η βασιμότητα των αποδεικτέων πραγματικών περιστατικών σε συγκεκριμένη δίκη (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), είτε για να γίνει, αφού διαπιστωθεί η βασιμότητα αυτών, η υπαγωγή τους σε κανόνες ουσιαστικού δικαίου (άρθρο 559 αρ. 1 και 560 παρ. 1β’ΚΠολΔ). Ο λόγος αυτός ιδρύεται, όταν το δικαστήριο χρησιμοποιεί εσφαλμένα, δηλαδή με τρόπο που δεν συνάδει προς τις αρχές της λογικής, ή. παραλείπει να χρησιμοποιήσει τα διδάγματα της κοινής πείρας, για να ανεύρει, με βάση αυτά, την αληθινή έννοια κανόνα ουσιαστικού δικαίου και, ιδίως, για να εξειδικεύσει αόριστες νομικές έννοιες, που αυτός τυχόν περιέχει, ή για να υπαγάγει ή όχι σ’ αυτόν τα εκάστοτε κρίσιμα πραγματικά περιστατικά. Δεν ιδρύεται δε ο λόγος αυτός, όταν το δικαστήριο εσφαλμένα χρησιμοποιεί ή παραλείπει να χρησιμοποιήσει τα διδάγματα της κοινής πείρας, κατά την εκτίμηση των αποδείξεων και των πραγματικών γεγονότων, δηλαδή κατά την έρευνα της ουσίας της υπόθεσης, που δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο, αφού, όπως προκύπτει από τα άρθρα 336 παρ. 4 και 339 ΚΠολΔ, τα διδάγματα της κοινής πείρας, δεν συμπεριλαμβάνονται στα αποδεικτικά μέσα (ΟλΑΠ 8/2005, ΑΠ 40/2020, ΑΠ 518/2017, ΑΠ 2086/2017). Εξάλλου, αντιφατικές αιτιολογίες έχει η απόφαση, όταν τα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμά της για κρίσιμο ζήτημα, δηλαδή για ζήτημα αναφορικά με ισχυρισμό των διαδίκων που τείνει στην θεμελίωση ή στην κατάλυση του επίδικου δικαιώματος, συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. Αντίστοιχα ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είτε είναι κατά το νόμο αναγκαία για την στοιχειοθέτηση της διάταξης ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε στην ένδικη περίπτωση, είτε αποκλείουν την εφαρμογή της (ΑΠ 59/2021, ΑΠ 3/2020).
Στην προκειμένη περίπτωση με τον τρίτο λόγο αναίρεσης η αναιρεσείουσα αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής (ευθέως και εκ πλαγίου) των διατάξεων των άρθρων 914 και 922 ΑΚ (559 αρ. 1 ΚΠολΔ) και της παράβασης των διδαγμάτων κοινής πείρας κατά την ερμηνεία των ως άνω κανόνων αλλά και την υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών στους κανόνες αυτούς, καθώς και έλλειψη νόμιμης βάσης λόγω ανεπαρκών και αντιφατικών αιτιολογιών (559 αρ. 19 ΚΠολΔ) σε σχέση με το ζήτημα της ελλιπούς και μη πλήρους ενημέρωσης των εναγόντων από την Τράπεζα δια των προστηθέντων υπαλλήλων της. Ειδικότερα, η αναιρεσείουσα ισχυρίζεται ότι, ενώ με την πρωτόδικη απόφαση κρίθηκε ότι οι συνεναγόμενοι της Τράπεζας , Γενικός Διευθυντής του εν Ελλάδι υποκαταστήματός της και , Διευθυντής στη Διεύθυνση Χρηματιστηριακών Υπηρεσιών, Θεματοφυλακής και Επενδύσεων, δεν φέρουν ευθύνη από αδικοπραξία, καθώς έδωσαν ορθές και πλήρεις οδηγίες στο δίκτυο για την ενημέρωση των δυνητικών επενδυτών, κρίση την. ορθότητα της οποίας αποδέχθηκε και η αναιρεσιβαλλόμενη, παράλληλα και αντιφατικά η τελευταία έκρινε ότι οι υπάλληλοι του δικτύου της ήταν ελλιπώς ενημερωμένοι για τα επίδικα προϊόντα και με οδηγίες της Τράπεζας τα παρουσίαζαν ως καταθετικά προϊόντα αποσιωπώντας τους κινδύνους τους. Ότι, ως προς την κρίση της αυτή η απόφαση καθίσταται αντιφατική και ανεπαρκώς αιτιολογημένη αφού δεν εξηγεί πως οι προστηθέντες υπάλληλοι, ενώ είχαν πλήρως, και επαρκώς ενημερωθεί από τους ανωτέρους τους για τους όρους των επίδικων προϊόντων και είχαν εντολές να ενημερώνουν προσηκόντως τους επενδυτές γι’ αυτά, ήταν εν τέλει ελλιπώς ενημερωμένοι για τους όρους αυτούς και παρέβησαν τις οδηγίες των ανωτέρων τους εξαπατώντας τους επενδυτές, κρίση η οποία αντιβαίνει και στα διδάγματα κοινής πείρας που ορίζουν ότι οι τραπεζικοί υπάλληλοι υπακούν στις εντολές των ανωτέρων τους. Με το περιεχόμενο αυτό ο πιο πάνω λόγος της αίτησης αναίρεσης όσον αφορά την παραβίαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας είναι απαράδεκτος, δεδομένου ότι η επικαλούμενη παραβίαση δεν αφορά στην εφαρμογή των κανόνων του δικαίου ή στην υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων σε αυτούς, αλλά αναφέρεται στην εκτίμηση των αποδείξεων από το δικαστήριο της ουσίας, η οποία είναι αναιρετικώς ανέλεγκτη (άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔ) ενώ όσον αφορά την επικαλούμενη αντιφατικότητα είναι αβάσιμος καθώς η απαλλαγή των αρχικών συνεναγόμενων της αναιρεσείουσας δεν συνδέεται αιτιωδώς με την ευθύνη της η οποία εστιάζεται σε ελλιπή ενημέρωση των εναγόντων επενδυτών από άλλους υπαλλήλους της. Σημειώνεται, επίσης ότι η απαλλαγή των αρχικώς συνεναγόμενων της αναιρεσείουσας οφείλεται, κατά τις παραδοχές της απόφασης, όχι στο λόγο που αναφέρει η αναιρεσείουσα αλλά στο ότι δεν αποδείχθηκε η οποιαδήποτε συμμετοχή τους στην διαδικασία προώθησης των επίδικων προϊόντων.
Κατά το άρθρο 300 παρ. 1 εδ.α’ ΑΚ, αν εκείνος που ζημιώθηκε συντέλεσε από δικό του πταίσμα- στη ζημία ή την έκτασή της, το δικαστήριο μπορεί να μην επιδικάσει αποζημίωση ή να μειώσει το ποσό της. Από την πιο πάνω διάταξη προκύπτει ότι προϋποθέσεις εφαρμογής της είναι: α) η ύπαρξη υποχρέωσης προς αποζημίωση και β) ο ζημιωθείς να συντέλεσε από δικό του πταίσμα στη ζημία του ή την έκτασή της, δηλαδή η συμπεριφορά του να συνδέεται αιτιωδώς με την επέλευση ή την έκταση της ζημίας του. Η έννοια της συνυπαιτιότητας είναι νομική και γιʼ αυτό η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ως προς την ύπαρξη ή μη συντρέχοντος πταίσματος του ζημιωθέντος για την επέλευση της ζημίας του ή την έκτασή της, δηλαδή ως προς το αν τα περιστατικά που το δικαστήριο της ουσίας δέχθηκε ανέλεγκτα ως αποδειχθέντα συγκροτούν ή όχι την έννοια της συνυπαιτιότητάς, υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου κατά το άρθρο 559 αριθ.1 και 19 ΚΠολΔ για ευθεία και εκ πλαγίου παράβαση κανόνων ουσιαστικού δικαίου, καθώς και για παραβίαση διδαγμάτων κοινής πείρας (ΑΠ 551/2020, ΑΠ 867/2020, ΑΠ 188/2015, ΑΠ 1673/2013).
Με τον τέταρτο λόγο της αναίρεσής της η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι η αναιρεσιβαλλόμενη υπέπεσε στην πλημμέλεια των αριθμών 1, 8 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, καθώς της αποδίδει ότι παραβίασε τα διδάγματα κοινής πείρας κατά την ερμηνεία των διατάξεων των άρθρων 297, 298, 300, 330 και 914 ΑΚ, και δεν έλαβε υπόψη της προταθέντα ισχυρισμό, άλλως έλαβε υπόψη της μη προταθέντα, ενώ στερείται και νόμιμης βάσης λόγω αντιφατικών και ανεπαρκών αιτιολογιών για, ζήτημα, που έχει ουσιώδη επίδραση, στην έκβαση της δίκης αναφορικά με την πρόκληση και την έκταση (μη περιορισμό) της ζημίας των εναγόντων επενδυτών. Ειδικότερα, ισχυρίζεται ότι: α) ο ισχυρισμός που πρόβαλε, τόσο πρωτοδίκως, όσο και στην κατʼ έφεση δίκη, ήταν ότι η αμέλεια (συνυπαιτιότητα) των εναγόντων συνίστατο όχι στην μη κατανόηση των όρων των επίμαχων προϊόντων, όπως εσφαλμένα εξέλαβε η αναιρεσιβαλλόμενη, αλλά στην μη επισκόπηση από τους ενάγοντες ούτε καν των τίτλων των εγγράφων που κρίθηκε ότι υπέγραψαν, β) το Εφετείο στέρησε την απόφαση του νόμιμης βάσης λόγω ανεπαρκούς αιτιολογίας για το κρίσιμο ζήτημα της συνυπαιτιότητας των εναγόντων: i) στην πρόκληση της ζημίας τους καθώς προκειμένου να απορρίψει την ένσταση συντρέχοντος πταίσματος στηρίχθηκε στα ίδια γεγονότα που θεώρησε ως αποδεδειγμένα για να στοιχειοθετηθεί η αδικοπραξία της και η συνεπεία αυτής αποζημιωτική της ευθύνη και όχι σε αυτά που η αναιρεσείουσα επικαλέστηκε και ii) στην έκταση της ζημίας τους αφού δεν εξηγεί γιατί οι ενάγοντες δεν έσπευσαν να ρευστοποιήσουν τους τίτλους τους από τις 31/12/2009 που έλαβαν έγγραφες ενημερώσεις (statements). Ως προς το ζήτημα της απόρριψης της ένστασης συνυπαιτιότητας το Εφετείο, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης, έκρινε ότι: «Η εκκαλούσα με τον πέμπτο λόγο της έφεσής της, επαναφέρει την προβληθείσα πρωτοδίκως και απορριφθείσα, ένσταση συνυπαιτιότητας των εναγόντων (άρθρο 300 ΑΚ), τόσο, στην πρόκληση της ζημίας της, επικαλούμενη ότι οι ενάγοντες: α) ενημερώθηκαν προφορικώς και εγγράφως, ως προς τους όρους έκδοσης και τους επενδυτικούς κινδύνους των επίμαχων προϊόντων, β) ανέγνωσαν ή τουλάχιστον, όφειλαν να αναγνώσουν τα εκεί μνημονευόμενα έγγραφα, που τους παραδόθηκαν και εξειδίκευαν τους συναφείς επενδυτικούς κινδύνους και γ) εγγράφως συνομολόγησαν, ότι δεν τους δόθηκε επενδυτική συμβουλή ή σύσταση για την αγορά των επίμαχων προϊόντων, όσο, και στην έκταση της ζημίας τους, ισχυριζόμενοι ότι οι ενάγοντες όφειλαν, από 31.12.2009, που έλαβαν εγγράφως ενημερώσεις (statements), από τις οποίες προέκυπτε, ότι, δεν είχαν προθεσμιακή κατάθεση, αλλά επενδυτικά προϊόντα Μ.Α.Κ. να τα ρευστοποιήσουν στο χρηματιστήριο και να εισπράξουν το αντίστοιχο, τίμημα, αλλά και τον Ιούνιο του έτους 2012, όταν δεν τους καταβλήθηκαν οι τόκοι, να ρευστοποιήσουν τα ΜΑΕΚ στο Χρηματιστήριο, ώστε να μειώσουν τη ζημία τους. Όπως αποδείχθηκε από τα προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα, τα επίδικα προϊόντα, ως μειωμένης διασφάλισης, άληκτα, με όρους αναγκαστικής ακύρωσης τόκων και, μονομερώς, υποχρεωτικά μετατρέψιμα σε μετοχές,-δεν θα μπορούσαν να αποτελέσουν ασφαλή προϊόντα εγγυημένου κεφαλαίου και μηδενικού κινδύνου, κατάλληλα για τη διαφύλαξη των αποταμιεύσεων των εναγόντων. Αντιθέτως, ο προορισμός των προϊόντων αυτών, ήταν η ανακεφαλαιοποίηση της πρώτης εναγομένης τράπεζας και η εξασφάλιση της βιωσιμότητάς της, όπως, άλλωστε, σε σύντομο χρονικό διάστημα από την έκδοσή τους, συνέβη. Σύμφωνα, δε, με τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, κανένας ορθολογικός και σωστά ενημερωμένος επενδυτής, δεν θα αναλάμβανε τον υψηλό κίνδυνο ολικής απώλειας του κεφαλαίου, που περιείχαν, ιδίως, μάλιστα, επενδύοντας σημαντικό μέρος των αποταμιεύσεων του, σε επισφαλή και, άκρως, ριψοκίνδυνα επενδυτικά προϊόντα, λειτουργούσαν ως «μαξιλάρι», απορρόφησης ζημιών μίας τράπεζας, χωρίς να είναι σε θέση να γνωρίζει την αληθή οικονομική της κατάσταση.
Περαιτέρω, πράγματι το εκδοθέν από την πρώτη εναγομένη, από 11.4.2011 «ενημερωτικό δελτίο» περιείχε κάποιες, γενικές αναφορές στα ΜΑΕΚ και στους κινδύνους της επένδυσης σε αυτά. Όμως, πρέπει, ιδιαιτέρως, να ληφθεί, υπόψη, ότι το δελτίο αυτό καταλαμβάνει 147 πυκνογραμμένες σελίδες, με τεχνικούς, οικονομικούς όρους, μη κατανοητούς σε κάποιον, που δεν είναι συστηματικός ή “θεσμικός επενδυτής, με εξειδικευμένες, μάλιστα, οικονομοτεχνικές γνώσεις. Οι όροι, πράγματι, «μετατρέψιμα αξιόγραφα», «ενισχυμένο κεφάλαιο», «αόριστη διάρκεια», «ελάσσων προτεραιότητα» (subordinated) ή «ομόλογα μειωμένης εξασφάλισης», «ομόλογα αιώνια» και perpetual bonds, «πρωτοβάθμιο κεφάλαιο» (Tier I) κ.ά.. δεν κατανοούνται από τον οποιονδήποτε τραπεζικό πελάτη. Πολύ, δε, περισσότερο, δεν κατανοούνται οι όροι αυτοί και το νομικό καθεστώς, εν γένει, των Μ.Α.Ε.Κ. και οι έννομες συνέπειες της εκδόσεως και της πώλησής τους, από κάποιον, που δεν διαθέτει επαρκείς και εξειδικευμένες νομικές γνώσεις. Για το λόγο, άλλωστε, αυτό, το ίδιο το ενημερωτικό δελτίο, στη σελίδα 41, θεωρεί ότι τα εκδιδόμενα Μ.Α.Ε.Κ., λόγω της ιδιαιτερότητάς τους, απευθύνονται στον επενδυτή, που «κατέχει τη γνώση και την εμπειρία (είτε από μόνος του είτε με έναν οικονομικό – και νομικό (-αναφέρεται σε άλλα σημεία του δελτίου) σύμβουλο) για να αξιολογήσει». Όμως, η πρώτη εναγομένη τράπεζα (καταχρώμενη, όπως αποδείχθηκε, τις αναπτυχθείσες, ήδη, με πελάτες της σχέσεις εμπιστοσύνης), απευθύνθηκε ίσε απλούς καταθέτες, κατά τεκμήριο άπειρους για τέτοιες συναλλαγές και όχι σε έμπειρους επενδυτές, όπως όφειλε να πράξει, κατά την, ήδη, διακηρυγμένη στο ενημερωτικό δελτίο αναγκαιότητα και την εξ αυτής απορρέουσα αποδέσμευσή της, ως καθήκον αυτής, επιβαλλόμενο και από την καλή πίστη. Επιπλέον, η πρώτη εναγομένη τράπεζα δεν αναφέρει σε κανένα σημείο του ενημερωτικού της δελτίου, την οικονομική της κατάσταση και την τρέχουσα αναγκαιότητα έκδοσης των Μ.Α.Ε.Κ. Απέκρυψε, δηλαδή, από τους υποψήφιους επενδυτές, ενάγοντες, τη δυσχερή οικονομική κατάσταση, στην οποία, ήδη, βρισκόταν, συνεπεία της συγκέντρωσης υψηλών κινδύνων από επένδυση σε Ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου (ΟΕΔ), ύψους περί τα 2,3 δις ευρώ, στις 5.4.2011, πού είχαν, ήδη, χαρακτηρισθεί από τους διεθνείς οίκους αξιολόγησης, ως μηδενικής αξίας («σκουπίδια»). Επειδή, δε, την ίδια περίοδο τα «ίδια κεφάλαιά της», (=στοιχεία του ενεργητικού της, διαθέσιμη περιουσία της) ανέρχονταν στα 2,8 δις ευρώ, στις 31.3.2011, είχε δημιουργηθεί άμεση ανάγκη εισροής νέων κεφαλαίων, ώστε η τράπεζα να καταστεί φερέγγυα, διορθώνοντας τον κλονισμένο, ήδη, δείκτη κεφαλαιακής της επάρκειας από τη συγκέντρωση κινδύνων σε ΟΕΔ και αποκτώντας, ταυτόχρονα, ένα πολυδύναμο εργαλείο – «μαξιλάρι», με οικονομοτεχνικούς όρους – για να έχει τη δυνατότητα αντιμετώπισης, της σχεδόν βέβαιης πραγματοποίησης των κινδύνων, με τον ενδεικνυόμενο, κατά περίπτωση, τρόπο, κατά τα προαναφερόμενα. Αναφορικά, δε, με την προφορική τους ενημέρωση, αυτή ήταν ελλιπής και επιλεκτική, ο, δε, υπάλληλος της πρώτης εναγομένης, που ενημέρωνε τον κάθε ενάγοντα, τους υποχρέωνε, να υπογράψουν στην αίτηση αγοράς, δήλωση περί πλήρους κατανόησης των όρων, ως «απαραίτητη τυπική διαδικασία», ενώ, ήταν ολοφάνερο, πως γνώριζε, ότι αυτό δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια, δεδομένων των γνώσεων και της εμπειρίας τους και της πολύπλοκης και εξειδικευμένης φύσης, των προϊόντων. Περαιτέρω, δεν μπορεί να καταλογιστεί ως συντρέχουσα αμέλειά τους, η μη πρόσληψη επαγγελματία οικονομικού συμβούλου, που πιθανόν, να είχε τις γνώσεις και τα κατάλληλα αναλυτικά εργαλεία, ώστε να προβεί στην αξιολόγηση των επίμαχων επενδύσεων, καθώς η τακτική αυτή δεν είναι συνήθης και αναμενόμενη στις τραπεζικές συναλλαγές των ιδιωτών επενδυτών, ιδίως, της λιανικής τραπεζικής (retail banking). Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε, ότι. η πώληση των επιδίκων προϊόντων δεν αποτελούσε επιδίωξη των εναγόντων, καθώς στόχος τους ήταν η τοποθέτηση του κεφαλαίου τους σε εξίσου ασφαλές με την προθεσμιακή κατάθεση τραπεζικό προϊόν, πενταετούς διάρκειας και εξαμηνιαίας τοκοδοσίας. Ακόμη, όταν οι ενάγοντες, στις 31.12.2009, έλαβαν τις ενημερώσεις (statements), που επικαλείται η εκκαλούσα, λόγω της εμπιστοσύνης, η οποία είχε αναπτυχθεί με την εκκαλούσα τράπεζα και τους υπαλλήλους της, εξακολουθούσαν να έχουν την πεποίθηση ότι θα λάβουν τα χρήματά τους στην πενταετία, χωρίς να παρακολουθούν τις χρηματιστηριακές αποτιμήσεις και χωρίς ποτέ να εξετάσουν το ενδεχόμενο πώλησης, των επίδικων προϊόντων, καθώς αγνοούσαν τη λειτουργία και τα χαρακτηριστικά τους. Όσοι, δε, από αυτούς, μετά την παραλαβή των σχετικών statements, απευθύνθηκαν στους υπαλλήλους, με τους οποίους είχαν συνεργαστεί για την έκδοση των επιδίκων προϊόντων, εκδηλώνοντας τον προβληματισμό τους και την ανησυχία τους, έλαβαν την απάντηση, ότι τα έγγραφα αυτά είναι- τυπικά, που δεν τους αφορούν και δεν επηρεάζουν την ασφάλεια του κεφαλαίου τους και την επιστροφή του, στο ακέραιο στη λήξη της πενταετίας. Το γεγονός ότι, μέχρι εκείνη τη στιγμή λάμβαναν τους αναλογούντες τόκους, ενίσχυσε την πεποίθησή τους ότι η επένδυσή τους δεν διέτρεχε κανένα κίνδυνο. Εξάλλου, το άκρως συντηρητικό επενδυτικό προφίλ των εναγόντων, δεν θα τους επέτρεπε να ρισκάρουν το σύνολο των αποταμιεύσεών τους, αν γνώριζαν, ότι, μόνο με την πώληση των προϊόντων αυτών στο Χρηματιστήριο, θα μπορούσαν να μειώσουν τη ζημία τους, με δεδομένο, μάλιστα, ότι τα Μ.Α.Ε.Κ. ήταν άληκτα και δεν υπήρχε καμία νομική υποχρέωση εξαγοράς τους από την πρώτη εναγομένη.
Κατά τα διδάγματα δε, της κοινής πείρας και λογικής, ο μέσος επενδυτής, τη στιγμή, που θα τον πληροφορούσαν, ότι η τράπεζα με την οποία συνεργαζόταν, δεν πληροί τους ελάχιστους δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας, δεν θα διατηρούσε ούτε ένα ευρώ, όχι μόνο σε υβριδικά/μετοχικά προϊόντα μίας χρεοκοπημένης τράπεζας, αλλά, μετά βεβαιότητας, θα έσπευδε να διακόψει και κάθε συνεργασία με αυτήν, αποσύροντας όλα τα κεφάλαια του, φοβούμενος τις περαιτέρω επιζήμιες συνέπειες. Περαιτέρω, οι αποτιμήσεις χαρτοφυλακίου, δεν αποτελούν αποδεικτικό στοιχείο, που προσδιορίζει τη συγκεκριμένη αξία των επίμαχων προϊόντων, αφού δεν συνεπάγεται και την πώληση τους στην αξία αυτή. Η αποτίμηση χαρτοφυλακίου δεν σημαίνει, ότι τα κρίσιμα προϊόντα θα είχαν πωληθεί στην αξία αυτή, αφού αυτό προϋποθέτει αντίστοιχο αγοραστικό ενδιαφέρον, το οποίο δεν μπορεί να προσδιοριστεί. Αντιθέτως, η πώληση αυτών, πιθανότατα θα ήταν αδύνατη, δεδομένου ότι, σύμφωνα με τους όρους του ενημερωτικού δελτίου, το οποίο αγνοούσαν οι ενάγοντες, δεν υπήρχε προηγούμενη δημόσια αγορά, καθώς τα επίμαχα προϊόντα, άγνωστα στο επενδυτικό κοινό, ήταν η πρώτη φορά, που θα διαπραγματεύονταν και, μάλιστα, στη δευτερογενή αγορά του Ελληνικού Χρηματιστηρίου, που ιδίως, τότε ήταν μικρή και ρηχή, ενώ από την έκδοσή τους, είχαν περιπέσει σε ανυποληψία στους επενδυτικούς κύκλους και στους ειδικούς περί τα χρηματοοικονομικά (επαγγελματίες-και θεσμικούς επενδυτές) και γι’ αυτό δεν δόθηκαν ποτέ για αξιολόγηση (rating), όπως συνηθίζεται. Επομένως, σύμφωνα με τα ανωτέρω, η εμπορευσιμότητα των επίμαχων τίτλων, θα ήταν, μετά βεβαιότητας, μηδενική. .Προς επίρρωση των ανωτέρω, επισημαίνεται, ότι, όταν η Τράπεζα ανακοίνωσε, ότι προέβη σε «Υποχρεωτική Ακύρωση Πληρωμής Τόκου» των Μ.Α.Ε.Κ. για την περίοδο 31 Δεκεμβρίου 2011 έως 29 Ιουνίου 2012. Είχε, ήδη, εκδοθεί, η ετήσια έκθεση, περί εταιρικής διακυβέρνησης έτους 2041, στη σ. 278 της οποίας, η Τράπεζα ανακοίνωνε ότι «Κατά-το έτος 2011 το Συγκρότημα έχει υποστεί σημαντική ζημιά λόγω της απομείωσης των ΟΕΔ (Σημείωση 15) και, σαν αποτέλεσμα, στις 31 Δεκεμβρίου 2011, δεν πληρούσε τους. ελάχιστους δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας……». Αυτό, δηλαδή, που υποθετικά, θα προσέφεραν οι ενάγοντες προς πώληση, τον Ιούνιο του έτους 2012, ήταν ένας άληκτος τίτλος (perpetual bonds), ο οποίος δεν ενσωμάτωνε υπόσχεση για επιστροφή, του κεφαλαίου, η, δε, υποχρέωση καταβολής τόκων τελούσε, μεταξύ άλλων, υπό την αίρεση της κεφαλαιακής επάρκειας της εκδότριας, η οποία, όμως, είχε, ήδη, ανακοινώσει ότι, δεν πληροί τις προϋποθέσεις κεφαλαιακής επάρκειας. Καθίσταται, επομένως, προφανές ότι, η αγοραία αξία των Μ.Α.Ε.Κ., κατά το συγκεκριμένο χρονικό σημείο ήταν πρακτικά μηδενική και, ήταν απίθανο, να εκδηλωθεί οποιοδήποτε αγοραστικό ενδιαφέρον. Από τα ανωτέρω, σαφώς, συνάγεται ότι η εκποίηση των ΜΑΕΚ στη δευτερογενή αγορά αποτελούσε, μεν, θεωρητική δυνατότητα, δεν ήταν; όμως, εν τοις πράγμασι εφικτή. Επομένως, ορθά απορρίφθηκε ο ισχυρισμός αυτός από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και ο πιο πάνω λόγος της έφεσης της πρώτης Εναγόμενης, που πλήττει την εκκαλουμένη απόφαση για την απόρριψη της άνω ένστασης, είναι αβάσιμος και απορριπτέος». Έτσι που έκρινε και με αυτά που δέχθηκε το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφαση δεν παραβίασε, ευθέως ή εκ πλαγίου, είτε με εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή είτε με εσφαλμένη υπαγωγή είτε με παραβίαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας, κατά την υπαγωγή των προαναφερόμενων πραγματικών περιστατικών, τις νομικές διατάξεις των άρθρων 297, 298, 300, 330, 914 ΑΚ. διέβαλε δε στην προσβαλλόμενη απόφασή του σαφείς, επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο ως προς την εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων όσον αφορά τον ισχυρισμό περί έλλειψης συνυπαιτιότητας των εναγόντων – αναιρεσίβλητων, τόσο ως προς την πρόκληση όσο και ως προς την έκταση της ζημίας τους. Ειδικότερα, στην προσβαλλόμενη απόφαση, κατά τις ως άνω παραδοχές της, αναφέρεται ότι οι ενάγοντες εξαπατήθηκαν αφού δεν ενημερώθηκαν για την πραγματική φύση των επίδικων προϊόντων, οι δε αναφερόμενοι όροι στο εκδοθέν από την πρώτη εναγομένη, από 11.4.2011 «ενημερωτικό δελτίο» δεν ήταν κατανοητοί από κάποιον, που δεν διαθέτει επαρκείς και εξειδικευμένες νομικές γνώσεις, ενώ τους απεκρύβη η δυσχερής οικονομική κατάσταση, στην οποία η πρώτη εναγόμενη, ήδη βρισκόταν. Περαιτέρω, αναφέρεται ότι, όταν οι ενάγοντες, στις 31.12.2009, έλαβαν τις ενημερώσεις (statements), λόγω της εμπιστοσύνης, η οποία είχε αναπτυχθεί με την εκκαλούσα τράπεζα και τους υπαλλήλους της, εξακολουθούσαν να έχουν την πεποίθηση ότι θα λάβουν τα χρήματά τους στην πενταετία χωρίς ποτέ να εξετάσουν το ενδεχόμενο πώλησης των επίδικων προϊόντων, καθώς αγνοούσαν τη λειτουργία και τα χαρακτηριστικά τους, όσοι δε από αυτούς απευθύνθηκαν στους υπαλλήλους, με τους οποίους είχαν συνεργαστεί για την έκδοση των επιδίκων προϊόντων έλαβαν καθησυχαστική απάντηση. Επομένως, στην προσβαλλόμενη απόφαση με πληρότητα και σαφήνεια εκτίθενται όλα τα πραγματικά περιστατικά που είναι’ η αναγκαία στη συγκεκριμένη περίπτωση για την κρίση του δικαστηρίου περί της μη συνδρομής των ως άνω νόμιμων όρων και προϋποθέσεων εφαρμογής, της διάταξης, περί συνυπαιτιότητας, τόσο στην πρόκληση όσο και στην έκταση της ζημίας των εναγόντων, ενώ δεν υφίστανται ελλείψεις και ανεπάρκεια στις αιτιολογίες αυτής σχετικά με το χαρακτηρισμό των ως άνω περιστατικών που έγιναν δεκτά και έχουν, ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Επίσης, δεν ήταν αναγκαία η παράθεση επιπλέον αιτιολογιών διότι οι πιο πάνω παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης στηρίζουν πλήρως την κρίση του Εφετείου για την αποκλειστική υπαιτιότητα της αναιρεσείουσας στην πρόκληση και έκταση της ζημίας των αναιρεσίβλητων, χωρίς να είναι αναγκαία η αναφορά του. αν οι τελευταίοι επισκόπησαν του τίτλους των εγγράφων, που υπέγραψαν, αφού από τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει, εμμέσως, ότι αυτό δεν αρκούσε. Εξάλλου για την επέλευση των εννόμων συνεπειών της ΑΚ 300 έχει σημασία ο νόμιμος λόγος ευθύνης και ο διαγνωσθείς βαθμός του πταίσματος του ζημιώσαντος αφού το δικαστήριο ασκεί τη διακριτική ευχέρεια που του παρέχει η ανωτέρω διάταξη λαμβάνοντας υπόψη, μεταξύ άλλων και τη βαρύτητα του πταίσματος αυτού και συνεπώς η κακοπιστία της αναιρεσείουσας δεν έχει αναλώσει τα αποτελέσματα της και το νομικό της ενδιαφέρον απλώς και μόνο στη στοιχειοθέτηση της παράνομης συμπεριφοράς της, όπως αβάσιμα η ίδια υποστηρίζει.
Περαιτέρω, το Εφετείο διαλαμβάνει πλήρεις αιτιολογίες, τόσο ως προς την αιτία της μη ρευστοποίησης των τίτλων των εναγόντων κατά την παραλαβή των ενημερωτικών εγγράφων στις 31/12/2009, όσο και ως προς τον χρόνο που αντιλήφθηκαν την παραπλάνησή τους, ο οποίος μάλιστα δεν ήταν ίδιος για όλους, αφού ο πρώτος εξ αυτών την αντιλήφθηκε τον Δεκέμβριο του2011 ενώ οι ένατος και δέκατος το 2012, διαφοροποιηθέντες από τους λοιπούς ενάγοντες. Επομένως, είναι αβάσιμος ο από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ τέταρτος λόγος της αίτησης αναίρεσης, ως προς αμφότερα τα σκέλη του, ενώ όσον αφορά την επικαλούμενη παραβίαση των διδαγμάτων κοινής πείρας είναι αόριστος καθώς δεν εξειδικεύεται, ποιο είναι το δίδαγμα κοινής πείρας που παραβιάστηκε. Περαιτέρω, σε σχέση με την προβαλλόμενη πλημμέλεια του αριθμού 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ ο λόγος είναι κατά το πρώτο σκέλος του (μη επισκόπηση των τίτλων), απαράδεκτος καθώς δεν πρόκειται για αυτοτελή ισχυρισμό αλλά για ένα αποδεικτικό επιχείρημα της αναιρεσείουσας συναπτόμενο με την εκτίμηση των αποδείξεων και κατά το δεύτερο (μη ρευστοποίηση) αβάσιμος, αφού η αναιρεσιβαλλόμενη έλαβε υπόψη της τον σχετικό ισχυρισμό και τον απέρριψε με τις προαναφερθείσες ανέλεγκτες παραδοχές της.
Από τις διατάξεις των άρθρων 297, 298 και 914 ΑΚ προκύπτει ότι η αποζημίωση, την οποία οφείλει ο παρά το νόμο ζημιώσας άλλον υπαιτίως, περιλαμβάνει τη διαφορά μεταξύ της περιουσιακής κατάστασης του ζημιωθέντος μετά την επέλευση του ζημιογόνου γεγονότος και εκείνης στην οποία θα τελούσε ο ζημιωθείς αν δεν συνέβαινε αυτό το γεγονός. Όταν δε από το ζημιογόνο γεγονός προκύπτει και ωφέλεια, η οποία τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο προς αυτό, με την έννοια ότι το γεγονός (αυτό) ήταν πρόσφορο να παραγάγει το όφελος, κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων (ΑΚ 298), πραγματική ζημία είναι ό,τι υπολείπεται μετά την αφαίρεση της ωφέλειας. Σε περίπτωση, επομένως, ωφέλειας από το ζημιογόνο γεγονός επιβάλλεται, (εφόσον υποβληθεί σχετική ένσταση), για τον προσδιορισμό της ζημίας, ο συνυπολογισμός του οφέλους που προέκυψε, εκτός αν τέτοιος συνυπολογισμός αντίκειται, υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις, στην καλή πίστη. Ειδικότερα, όταν ο υπόχρεος να αποζημιώσει το ζημιωθέντα είναι και ο ίδιος υπόχρεος να χορηγήσει στο ζημιωθέντα και την ωφέλεια, είναι δυνατόν από τις γενικές διατάξεις του δικαίου, να μην δικαιολογείται στη συγκεκριμένη περίπτωση ο συνυπολογισμός της ωφέλειας στη ζημία, είναι δε επίσης δυνατόν η καλή πίστη να μην ανέχεται το κέρδος από το ζημιογόνο γεγονός να αποβεί σε ωφέλεια του ζημιώσαντος (ΑΠ 1350/2018, ΑΠ 244/2016).
Με τον πέμπτο λόγο της αναίρεσης της η αναιρεσείουσα αποδίδει στο Εφετείο την πλημμέλεια εκ των αριθμών 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, επειδή, με εσφαλμένη ερμηνεία των διατάξεων των άρθρων 297, 298 και 914 ΑΚ και αντιφατικές αιτιολογίες απέρριψε την ένσταση της περί συνυπολογισμού κέρδους και ζημίας ώστε να αφαιρεθεί από την τυχόν επιδικασθείσα σε κάθε ενάγοντα θετική ζημία η ωφέλεια που αποκόμισε από τους τόκους τους οποίους εισέπραξε για το χρονικό διάστημα που κατείχε τα επίδικα ομόλογα. Η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπησή της, απέρριψε την ως άνω ένσταση με την εξής αιτιολογία: «Με τον έκτο λόγο έφεσης, η εκκαλούσα επαναφέρει την προβληθείσα, πρωτοδίκως, και απορριφθείσα, ένσταση συνυπολογισμού κέρδους ζημίας, ισχυριζόμενη ότι, πρέπει να υπολογισθεί και να αφαιρεθεί από το ποσό της ζημίας των εναγόντων, η ωφέλειά-τους από: α) το ποσό των τόκων, πoυ ο κάθε ενάγων έλαβε, κατά το χρονικό διάστημα, που κατείχε τα ΜΑΚ και τα ΜΑΕΚ και β) την αξία των μετοχών που κατέχουν οι ενάγοντες, όπως αυτή θα διαμορφωνόταν, κατά το χρόνο συζήτησης της αγωγής. Από τα προαναφερόμενα αποδεικτικά στοιχεία, αποδείχθηκε, περαιτέρω, ότι τα ποσά των τόκων που έλαβαν οι ενάγοντες, κατά την περίοδο από 1-1-2008 έως 31.12.2011, ανέρχονται στο ποσό των 8.849,66 ευρώ για τον πρώτο ενάγοντα στο ποσό των 18.264,99 ευρώ για το δεύτερο, στο ποσό των 13.132,65 ευρώ για τον τρίτο, στο ποσό των 6.634,06 ευρώ για τον τέταρτο, στο ποσό των 6.856,03 ευρώ, για τους πέμπτο, έκτο και έβδομη, στο ποσό των 13.258,02 ευρώ για τον όγδοο, στο ποσό των 4.597,98 ευρώ για τον ένατο, στο ποσό των 21.033,38 ευρώ για το δέκατο, στο ποσό 1.305,41 ευρώ για τον ενδέκατο, στο ποσό των 4.820,58 ευρώ για το δωδέκατο και στο ποσό 47.342,48 ευρώ για το δέκατο τρίτο. Όμως, τα ανωτέρω ποσά των τόκων, δεν αποτελούν κέρδος των εναγόντων από τη ζημία τους, αλλά απότοκος της συναφθείσας, μεταξύ αυτών και της πρώτης εναγομένης σύμβασης,- με συγκεκριμένες απολήψεις. Επομένως, το κεφάλαιο των τόκων, ως κέρδος, έχει αυτοτέλεια, έναντι, των έκτου νομού, συνεπειών του ζημιογόνου γεγονότος και, συνεπώς δεν συνυπολογίζεται με τη ζημία. Πράγματι, οι τόκοι, πού έλαβαν οι ενάγοντες, ως απόδοση των χρεογράφων, είναι, μεν, κέρδος τους από την κυριότητα των τίτλων αυτών, πλην, όμως, το κέρδος αυτό προέρχεται, όχι από τη ζημία, που υπέστησαν, εξαιτίας της απώλειας του κεφαλαίου τους, αλλά από την παραχώρηση αυτού (κεφαλαίου) στην πρώτη εναγομένη τράπεζα, η οποία το εκμεταλλεύθηκε, με όποιο πρόσφορο τρόπο μπορούσε, αποδίδοντας τους συμφωνημένους καρπούς του στους ενάγοντες. Αλλωστε, η απόδοση αυτών με τη μορφή συνυπολογισμού τους στη ζημία των εναγόντων, θα αντίκειτο στις αρχές της καλής πίστεως, αφού, οι τελευταίοι, ήδη, τους έχουν εισπράξει και με τον συνυπολογισμό τους, θα μειωνόταν κατά πολύ,, η επιδικασθησομένη αποζημίωση από την απώλεια του κεφαλαίου τους. Επομένως, ο ισχυρισμός αυτός, ως προς το πρώτο σκέλος του, ορθά απορρίφθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και ο πιο πάνω λόγος της έφεσης της πρώτης εναγομένης, που πλήττει την εκκαλουμένη απόφαση για την απόρριψη της άνω ένστασης, ως προς-το πρώτο σκέλος της, είναι αβάσιμος και απορριπτέος». Με το να απορρίψει το Εφετείο την ανωτέρω ένσταση, αναφορικά με το ποσό των τόκων, που ο κάθε ενάγων έλαβε ως απόδοση των επίδικων ομολόγων, δεν υπέπεσε, στην αποδιδόμενη πλημμέλεια, από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, διότι δεν παραβίασε, με εσφαλμένη ερμηνεία και υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων, τις ουσιαστικού δικαίου-διατάξεις των άρθρων 297; 298 εδ. αʼ, 914 ΑΚ, τις οποίες σωστά εφάρμοσε, καθόσον, υπό τα πιο πάνω δεκτά γενόμενα ως αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, πράγματι δεν συντρέχει εν προκειμένω περίπτωση συνυπολογισμού ζημίας και κέρδους. Τούτο διότι ναι μεν τα ως άνω ποσά αποτελούν κέρδος του κάθε αναιρεσίβλητου από- τους τίτλους που κατείχε, πλην όμως το κέρδος αυτό, (όπως και η προσβαλλόμενη απόφαση δέχεται), δεν προέρχεται από τη ζημία που αυτοί υπέστησαν εξαιτίας της απώλειας του κεφαλαίου τους, αλλά από την παραχώρηση του κεφαλαίου αυτού στην τράπεζα, η οποία το εκμεταλλεύθηκε, αποδίδοντας τους συμφωνημένους καρπούς του στους αναιρεσίβλητους και κατά συνέπεια δεν μπορεί να συνυπολογιστεί στη ζημία των τελευταίων. ’λλωστε, ο προτεινόμενος (από την αναιρεσείουσα) συνυπολογισμός αντίκειται, υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις, στην καλή πίστη, η οποία, όπως προαναφέρθηκε, δεν ανέχεται το κέρδος, (από το ζημιογόνο γεγονός), να αποβεί σε ωφέλεια του ζημιώσαντος. Εξάλλου το Εφετείο περιλαμβάνει σαφείς, επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες που επιτρέπουν το νομικό έλεγχο ως προς το ζήτημα γιατί η μείωση της επιδικασθείσας αποζημίωσης αντίκειται στην καλή πίστη ενώ ουδεμία σύγχυση ή αντίφαση υφίσταται σχετικά με τις έννοιες του ζημιογόνου γεγονότος και της ζημίας. Συνεπώς είναι αβάσιμος ο σχετικός πέμπτος λόγος αναίρεσης, με τον οποίο η αναιρεσείουσα ισχυρίζεται τα αντίθετα.
Αναίρεση επιτρέπεται, κατά το άρθρο 559 αριθμός 4 ΚΠολΔ, αν το δικαστήριο της ουσίας έχει υπερβεί τη δικαιοδοσία των τακτικών πολιτικών δικαστηρίων. Το πλαίσιο της δικαιοδοσίας των τακτικών πολιτικών δικαστηρίων, ήτοι της εξουσίας της Πολιτείας προς άσκηση της δικαστικής λειτουργίας καθορίζεται από τα άρθρα 1, 3, 22 επ. του ΚΠολΔ. και 94 παρ. 3 του Συντάγματος. Στην εξουσία αυτή της Πολιτείας, όπως οριοθετείται από το νόμο, υπάγονται όλες οι διαφορές του ιδιωτικού δικαίου. Συνεπώς, το αντικείμενο της δίκης στα πολιτικά δικαστήρια είναι μόνο έννομες σχέσεις ιδιωτικού δικαίου, δηλαδή αμφισβητήσεις ή έριδες των διαδίκων περί την ύπαρξη, την έκταση, το περιεχόμενο ή τα υποκείμενα βιοτικής σχέσης προς άλλο πρόσωπο ή πράγμα. Υπέρβαση της δικαιοδοσίας αυτής υπάρχει, στις περιπτώσεις, που τακτικό πολιτικό δικαστήριο επιλήφθηκε υπόθεσης, μολονότι η συγκεκριμένη υπόθεση, κατά το νόμο, ανήκει στη δικαιοδοσία άλλου δικαιοδοτικού οργάνου (ποινικού ή διοικητικού) ή των διοικητικών αρχών ή στη διεθνή δικαιοδοσία αλλοδαπού δικαστηρίου ή είχε υπαχθεί εγκύρως στη διαιτησία ή συνέτρεχε προνόμιο ετεροδικίας (ΑΠ 366/2020, ΑΠ 87/2013). Εξάλλου, κατά την έννοια του άρθρου 562 παρ. 2 του ΚΠολΔ. για το παραδεκτό του λόγου αναίρεσης, πρέπει ο ισχυρισμός επί του οποίου στηρίζεται, έστω και αν ερευνάται αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο της ουσίας, να έχει προταθεί νομίμως ενώπιον αυτού και να γίνεται επίκληση στο αναιρετήριο της πρότασης αυτής, εκτός αν πρόκειται α) για παράβαση που δεν μπορούσε να προβληθεί στο δικαστήριο της ουσίας, β) για σφάλμα που προκύπτει από την ίδια την απόφαση και γ) για ισχυρισμό που αφορά τη δημόσια τάξη. Και στις περιπτώσεις όμως αυτές, για να είναι παραδεκτός ο σχετικός ισχυρισμός, ο οποίος- προτείνεται για πρώτη φορά ενώπιον του Αρείου Πάγου, όταν αφορά τη δημόσια τάξη ,ή όταν το σφάλμα προκύπτει από την ίδια την απόφαση, πρέπει, τα πραγματικά γεγονότα στα οποία στηρίζεται να είχαν υποβληθεί, στο δικαστήριο της ουσίας και να γίνεται στο αναιρετήριο επίκληση της υποβολής αυτής (Ολ ΑΠ 15/2000 ΑΠ 966/2017).
Με τον πρόσθετο λόγο αναίρεσης, και κατά το πρώτο σκέλος αυτού, προβάλλεται, για πρώτη φορά ενώπιον του Αρείου Πάγου, από την αναιρεσείουσα η από το άρθρο 559 αρ. 4 ΚΠολΔ, αιτίαση, με την επίκληση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε επί θέματος που υπερβαίνει τη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων και συγκεκριμένα ότι το Εφετείο έκρινε περί των δεικτών κεφαλαιακής επάρκειας που καθορίζουν την φερεγγυότητα της ζήτημα για το οποίο μόνες αρμόδιες να αποφανθούν είναι οι Διοικητικές Αρχές που την εποπτεύουν και δη η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Κεντρικών Τραπεζών, η Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών και η Τράπεζα της Ελλάδος. Ο λόγος αυτός κρίνεται απορριπτέος, προεχόντως ως απαράδεκτος καθόσον, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, ο περί υπέρβασης δικαιοδοσίας από το άρθρο 559 αρ. 4 ΚΠολΔ προβλεπόμενος αναιρετικός λόγος μπορεί, ως αφορών τη δημόσια τάξη, να προταθεί για πρώτη φορά ενώπιον του Αρείου Πάγου (Ολ ΑΠ 20/2008, ΑΠ 1983/2009) εφόσον, όμως-τα προς θεμελίωση αυτού επικαλούμενα πραγματικά περιστατικά είχαν προταθεί στο δικαστήριο της ουσίας και γίνεται επίκληση, (στο αναιρετήριο δικόγραφο) από τον αναιρεσείοντα της εν λόγω προβολής, προϋπόθεση η οποία δεν συντρέχει στην ένδικη περίπτωση αφού η αναιρεσείουσα δεν επικαλείται με το αναιρετήριο δικόγραφο ότι τα προς θεμελίωση της προβαλλόμενης από το άρθρο 559 αρ. 4 ΚΠολΔ αιτίασης ως άνω πραγματικά περιστατικά είχαν προβληθεί στο δικαστήριο της ουσίας. Σε κάθε περίπτωση ο λόγος είναι αβάσιμος αφού το Εφετείο δεν υπερέβη τη-δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων καθώς το αντικείμενο της παρούσας δίκης είναι η αποζημίωση των εναγόντων και ήδη αναιρεσίβλητων από την Τράπεζα, λόγω αντισυμβατικής; παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς της τελευταίας, μέσω των προστηθέντων υπαλλήλων της, αντικείμενο που υπάγεται αποκλειστικά στην αρμοδιότητα των πολιτικών δικαστηρίων, τα οποία σε κάθε περίπτωση έχουν δικαιοδοσία να αποφανθούν, έστω και παρεμπιπτόντως, επί κάθε θέματος, ακόμα και διοικητικής φύσης, το οποίο αποτελεί πρόκριμα και είναι αναγκαίο για την επίλυση της ιδιωτικής διαφοράς που φέρεται ενώπιον τους (ΑΠ 27/2019, ΑΠ 246/2019, ΑΠ 547/2016).
Από τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 10 ΚΠολΔ προκύπτει ότι ο από αυτήν προβλεπόμενος αναιρετικός λόγος ιδρύεται όταν το δικαστήριο, παρά το νόμο, δέχθηκε ως αληθινά πράγματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης χωρίς απόδειξη, δηλαδή αυτοτελείς πραγματικούς ισχυρισμούς οι οποίοι τείνουν σε θεμελίωση του δικαιώματος που ασκείται με την αγωγή, ένσταση η αντένσταση χωρίς να έχει προσκομισθεί οποιαδήποτε απόδειξη γι’ αυτά ή όταν δεν προσδιορίζονται τα αποδεικτικά μέσα με βάση τα οποία διαμορφώθηκε το αποδεικτικό του πόρισμα (ΑΠ 242/2014, ΑΠ 273/11, ΑΠ 701/2008) χωρίς όμως να είναι απαραίτητο να αξιολογείται το καθένα χωριστά (ΑΠ 217/2016, 2031/2007, ΑΠ 499/2007).
Με τον πρόσθετο, κατά το σχετικό του σκέλος, λόγο αναίρεσης προβάλλεται από την αναιρεσείουσα η, από το άρθρο 559 αρ. 10,ΚΠολΔ, αιτίαση, με την επίκληση ότι, παρά το νόμο η προσβαλλομένη .απόφαση δέχθηκε ως αληθινή την αφερεγγυότητα της Τράπεζας χωρίς να διατάξει αποδείξεις. Ο λόγος αυτός κρίνεται, απορριπτέος ως αβάσιμος αφού, από την παραδεκτή (άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ) επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι, το αποδεικτικό πόρισμα, αυτής διαμορφώθηκε με βάση τις προσκομισθείσες από τους διαδίκους αποδείξεις, μη δυνάμενη να θεμελιώσει τον προβαλλόμενο ,ως άνω αναιρετικό λόγο (ούτε) η, μετά την εκτίμηση των αποδείξεων, έστω και εσφαλμένη, δικαστική κρίση, αφού η τελευταία, ως αναφερομένη σε εκτίμηση πραγματικών γεγονότων (πραγμάτων) είναι ανέλεγκτη αναιρετικά, κατ’ άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ (ΑΠ 865/2017).
Με τον. πρόσθετο, κατά το σχετικό σκέλος του, λόγο αναίρεσης αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ και συγκεκριμένα ότι εσφαλμένα το Εφετείο ερμήνευσε και εφάρμοσε τις αρχές της Βασιλείας II, τις Οδηγίες 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ, του Νόμου 3601/2007 και την Οδηγία της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου για τον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων και των μεγάλων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων του 2006 έως το 2011, του Διεθνούς Λογιστικού Προτύπου 39, του Διεθνούς Προτύπου Χρηματοοικονομικής Αναφοράς 7 και των Κανονισμών 1606/2002 και 1126/2008. Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος καθώς με όσα δέχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, όπως ανωτέρω αναλυτικά εκτέθηκαν, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο, με βάση τα απ’ αυτήν γενόμενα δεκτά, αφού δεν έκρινε επί της φερεγγυότητας της αναιρεσείουσας με τον Τεχνικό, τρόπο που εκείνη παραθέτει στο δικόγραφο του πρόσθετου λόγου της αλλά με βάση την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του, κατάληξε στο συμπέρασμα περί αφερεγγυότητας-της αναιρεσείουσας. Οι επικαλούμενες δε από την αναιρεσείουσα αιτιάσεις ανάγονται σε επιχειρήματα που πρόβαλε προς υποστήριξη της προβληθείσας από αυτήν εκδοχής, η οποία δεν έγινε δεκτή από το Εφετείο, το οποίο κατέληξε σε πόρισμα διαφορετικό από εκείνο που η αναιρεσείουσα θεωρεί ορθό. Με όλες δε τις αναφερόμενες στον παραπάνω αναιρετικό λόγο λοιπές αιτιάσεις της αναιρεσείουσας επιχειρείται, υπό την επίφαση της συνδρομής των προϋποθέσεων θεμελίωσής τους στο άρθρο 559 αρ. 19 του ΚΠολΔ, να πληγεί η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας (άρθρο 561 παρ. 1 του ΚΠολΔ), καθόσον ανάγονται στην εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, την αιτιολόγηση, τον συσχετισμό και την ανάλυση των αποδείξεων από το Εφετείο, καθώς και στην σαφήνεια, επάρκεια και πειστικότητα των επιχειρημάτων, με βάση τα οποία αυτό στήριξε το σαφές αποδεικτικό του πόρισμα, σχετικά με το πιο πάνω ουσιώδες ζήτημα. Ούτε, άλλωστε, αντιφατικές αιτιολογίες περιέχει ως προς τον χρόνο επέλευσης της ζημίας, αν δηλαδή αυτή επήλθε το 2009 ή το 2011, καθώς επρόκειτο περί εξελισσόμενης ζημίας.
Κατά το άρθρο 559 αριθ. 20 του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται, αν το δικαστήριο παραμόρφωσε το περιεχόμενο εγγράφου με το να δεχθεί, πραγματικά γεγονότα προδήλως περιστατικά, προδήλως διάφορα, από εκείνα που πράγματι προλαμβάνει και, στη συνέχεια, εξαιτίας της παραμόρφωσης αυτής, καταλήγει σε αποδεικτικό πόρισμα επιζήμιο για τον αναιρεσείοντα, ως προς πράγματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, στηρίζοντας την κρίση του αποκλειστικά ή κυρίως στο έγγραφο που κατά τον τρόπο αυτό, παραμορφώθηκε. Επομένως, δεν ιδρύεται, ο αναιρετικός αυτός λόγος, όταν στο δικαστήριο της ουσίας, ενώ αναγιγνώσκει ορθώς, όπως αυτό έχει το περιεχόμενό του εγγράφου, εκτιμά ακολούθως αυτό κατά τρόπο διαφορετικό από εκείνο που ο αναιρεσείων θεωρεί, ως ορθό, αφού η εκτίμηση του αυτή είναι, κατά το άρθρο 561 παρ. 1 του ΚΠολΔ, αναιρετικώς ανέλεγκτη, αλλά ούτε και όταν το Δικαστήριο της ουσίας,, ακόμη και αν παραμόρφωσε το έγγραφο, περιορίσθηκε να το συνεκτιμήσει με άλλα αποδεικτικά μέσα, χωρίς να προσδώσει ιδιαίτερη βαρύτητα σε αυτό για το σχηματισμό της κρίσης του, χωρίς, δηλαδή, να στηρίξει το αποδεικτικό πόρισμα αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο σε αυτό (ΑΠ 856/2019, ΑΠ 1915/2016, ΑΠ 472/2016). Παραμόρφωση εγγράφου συνιστά, πάντως και η παράλειψη του δικαστηρίου να αναγνώσει μέρος του εγγράφου, όταν το μέρος αυτό είναι κρίσιμο για την ουσία της υπόθεσης (ΑΠ 922/2018). Ο ίδιος λόγος αναίρεσης, για να είναι ορισμένος, θα πρέπει στο αναιρετήριο να προσδιορίζεται μεταξύ άλλων, α) το αληθινό περιεχόμενο του φερόμενου ως παραμορφωθέντος εγγράφου, κατά λέξη παρατιθέμενο, β) το περιεχόμενο που προσέδωσε σ’ αυτό η προσβαλλόμενη απόφαση, ώστε; από τη σύγκριση να καθίσταται εμφανές το διαγνωστικό σφάλμα της, γ) ο ουσιώδης πραγματικός ισχυρισμός για την απόδειξη ή την ανταπόδειξη του οποίου χρησιμοποιήθηκε το έγγραφο και δ) το επιζήμιο για τον αναιρεσείοντα αποδεικτικό πόρισμα, στο οποίο κατέληξε το δικαστήριο εξ αιτίας της παραμόρφωσης του εγγράφου (ΑΠ 194/2005). Παράλληλα, ο αναιρεσείων έχει την υποχρέωση να προσκομίσει το έγγραφο, που φέρεται κατά τους ισχυρισμούς του ότι έχει παραμορφωθεί, προκειμένου να εκτιμηθεί σύμφωνα με το άρθρο 561 παρ. 2 του ΚΠολΔ, το περιεχόμενό του, για τη διαπίστωση της βασιμότητας του ανωτέρω λόγου, αναίρεσης αλλιώς ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος ως αναπόδεικτος (ΑΠ 15/2021; ΑΠ 1167/2019, ΑΠ 1414/2010).
Στην προκειμένη περίπτωσης η αναιρεσείουσα με τον πρόσθετο λόγο της αίτησης αναίρεσης και κατά το οικείο σκέλος του, από τον αριθμό 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ προβάλλει την αιτίαση ότι το Εφετείο παραμόρφωσε τον περιεχόμενο των αναφερόμενων στον αμέσως προηγούμενο λόγο αναίρεσης εγγράφων από τα οποία αποδεικνύεται ότι αυτή δεν ήταν αφερέγγυα. Ο λόγος αναίρεσης είναι απορριπτέος προεχόντως ως αόριστος καθώς δεν αναφέρεται ποια ακριβώς είναι τα έγγραφα το περιεχόμενο των οποίων παραμορφώθηκε και σε τι ακριβώς συνίσταται η παραμόρφωση ούτε ότι το Εφετείο κατέληξε στο αποδεικτικό του πόρισμα στηριζόμενο αποκλειστικά ή κυρίως στα φερόμενα ως παραμορφωθέντα έγγραφα.
Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω και μη υπάρχοντος ετέρου λόγου προς έρευνα, πρέπει η αίτηση αναίρεσης να απορριφθεί στο σύνολο της, να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο (άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ) και να επιβληθούν σε βάρος της ηττηθείσας αναιρεσείουσας (άρθρα 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ) τα δικαστικά έξοδα των αναιρεσίβλητων, που κατέθεσαν προτάσεις, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 12/2/2019 αίτηση και τον από 25/9/2020 πρόσθετο λόγο της τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΙΜΙΤΕΔ (Λ.Τ.Δ.)» και τον διακριτικό τίτλο «ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ» για αναίρεση της με αριθμό 4509/2018 απόφασης του Εφετείου Αθηνών.
Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο.
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στην πληρωμή δικαστικών εξόδων των αναιρεσίβλητων, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 23 Ιουνίου 2021.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 7 Οκτωβρίου 2021.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ