Αριθμός 1249/2021
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
A2′ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Θεόδωρο Κανελλόπουλο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αικατερίνη Κρυσταλλίδου, Μυρσίνη Παπαχίου, Μαρία Ανδρικοπούλου και Γεώργιο Αυγέρη – Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 13 Σεπτεμβρίου 2021, με την παρουσία και της γραμματέως Θεοδώρας Παπαδημητρίου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας:
Κ. Ί. Μ. (K. I. B.) του Κ. Ό., συζύγου Π. Μ., κατοίκου … Γερμανίας. Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Θεόδωρο Ζέρβα, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ.
Της αναιρεσίβλητης:
Ι. – Ι. Μ. – Φ. (I. M. – P.) του Π., κατοίκου … Γερμανίας. Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ιωακείμ Μαυρομμάτη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 16.04.2015 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Χαλκιδικής. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 5/2017 του ίδιου Δικαστηρίου και 1939/2018 του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 24.05.2019 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
[I] Η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης κατά της 1939/2018 τελεσίδικης απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, που απέρριψε κατ’ ουσία την από 03.07.2017 έφεση της αναιρεσείουσας κατά της 5/2017 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Χαλκιδικής, με την οποία απορρίφθηκε η από 16.04.2015 αγωγή της, ασκήθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564, 566 παρ.1 ΚΠολΔ), είναι παραδεκτή (άρθρο 577 παρ.1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 577 παρ.3 ΚΠολΔ).
[II] Από τις διατάξεις του άρθρου 559 αρ.1 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, κατά την περίπτωση που το δικαστήριο της ουσίας έκρινε κατ’ ουσία την υπόθεση, κρίνεται με βάση τα πραγματικά περιστατικά που ανέλεγκτα δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και την υπαγωγή τους στο νόμο και ιδρύεται αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν φανερή την παραβίαση, πράγμα που συμβαίνει όταν εφάρμοσε το νόμο, παρόλο που τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή όταν δεν εφάρμοσε το νόμο παρόλο που τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη, στο πραγματικό της οποίας, αυτά δεν υπάγονται. (ΟλΑΠ 27/1988, ΑΠ 1704/2008).
Επίσης, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση όταν στο αιτιολογικό, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν αναφέρονται καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του επί ζητήματος με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, υπάρχει έλλειψη νόμιμης βάσης, λόγω αντιφατικών ή ανεπαρκών αιτιολογιών, όταν από το αιτιολογικό της απόφασης, δεν προκύπτουν κατά τρόπο πλήρη, σαφή και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία, σύμφωνα με το νόμο, είναι αναγκαία για την κρίση στη συγκεκριμένη περίπτωση ότι συντρέχουν οι όροι της διάταξης που εφαρμόσθηκε ή ότι δεν συντρέχουν οι όροι της εφαρμογής της. Ιδρύεται, δηλαδή, ο λόγος αυτός αναίρεσης όταν από τις παραδοχές της απόφασης δημιουργούνται αμφιβολίες για το αν παραβιάσθηκε ή όχι ουσιαστική διάταξη νόμου. Αναφέρεται σε πλημμέλειες αναγόμενες στη διατύπωση του αποδεικτικού πορίσματος, στο οποίο στηρίζεται το διατακτικό της απόφασης. Ως ζητήματα δε, των οποίων η αιτιολόγηση κατά τρόπο αντιφατικό ή ανεπαρκή, στερεί από νόμιμη βάση την απόφαση, νοούνται οι ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη, που τείνουν, δηλαδή, στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του δικαιώματος που ασκήθηκε, είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο, όπως είναι και τα αναγκαία, κατά νόμο, περιστατικά, προς στήριξη της αγωγής ή κάποιας νόμιμης ένστασης. (ΑΠ 238/2020).
Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 1509 ΑΚ η παροχή περιουσίας στο τέκνο από οποιοδήποτε γονέα του, είτε για τη δημιουργία ή τη διατήρηση οικονομικής ή οικογενειακής αυτοτέλειας, είτε για την έναρξη ή την εξακολούθηση επαγγέλματος, αποτελεί δωρεά, μόνο ως προς το ποσό που υπερβαίνει το μέτρο, το οποίο επιβάλλουν οι περιστάσεις. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι αφενός μεν χαρακτηρίζεται γονική παροχή εκείνη που δεν υπερβαίνει το μέτρο που επιβάλλουν οι περιστάσεις κάθε συγκεκριμένης περίστασης, χωρίς όμως να προσδιορίζονται αυτές, αφετέρου δε οι σκοποί της γονικής παροχής περιλαμβάνουν κάθε περίπτωση παροχής που γίνεται στο πλαίσιο της δημιουργίας ή της διατήρησης οικονομικής ή οικογενειακής αυτοτέλειας ή της έναρξης ή εξακολούθησης επαγγέλματος. Απαιτείται, λοιπόν, να εξειδικεύεται από το δικαστήριο, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, τόσο οι σκοποί της παροχής, όσο και το μέτρο που επιβάλλουν οι περιστάσεις, προκειμένου να κριθεί αν πρόκειται για γονική παροχή και αν υπερβαίνει το μέτρο που επιβάλλουν οι περιστάσεις. Κατά την εξειδίκευση αυτή λαμβάνονται υπόψη ο σκοπός της παροχής που προσδιορίζει το είδος και ύψος των αναγκαίων δαπανών, η ύπαρξη άλλων τέκνων που και αυτά εύλογα θα προσδοκούν ανάλογες παροχές, η οικονομική κατάσταση, η κοινωνική θέση του γονέα κατά τη σύσταση της παροχής. Επίσης, από τη γραμματική διατύπωση της ανωτέρω διάταξης, συνάγεται ότι η γονική παροχή αποτελεί δωρεά στο σύνολό της και όχι μόνο κατά το οικείο, από τις περιστάσεις, επιβαλλόμενο μέτρο, όταν δεν έγινε για τη δημιουργία ή τη διατήρηση οικονομικής ή οικογενειακής αυτοτέλειας του τέκνου, ούτε για την έναρξη ή την εξακολούθηση επαγγέλματος από αυτό, οπότε, εφόσον, δηλαδή, δεν συντρέχει κάποια από τις παραπάνω περιπτώσεις, ως δωρεά, υπόκειται στο σύνολό της στην, κατ’ άρθρο 505 ΑΚ, ανάκληση αυτής λόγω αχαριστίας. (ΑΠ 238/2020, ΑΠ 779/2016, ΑΠ 23/2015, ΑΠ 2014/2014). Με τα δεδομένα αυτά, η απόφαση με την οποία απορρίφθηκε αγωγή για ανάκληση γονικής παροχής ως δωρεάς, λόγω αχαριστίας, που έγινε προς τέκνο για τη δημιουργία οικονομικής και οικογενειακής αυτοτέλειάς του κατά την έννοια του άρθρου 1509 ΑΚ., πρέπει να περιλαμβάνει στην ελάσσονα πρόταση της, στο πλαίσιο εφαρμογής της διάταξης του άρθ.93 παρ.3 του Συντάγματος, ως αποδεικτικό πόρισμα, τα πραγματικά εκείνα περιστατικά που προαναφέρθηκαν, από τα οποία προκύπτει ότι η παροχή είναι γονική γιατί αφενός μεν ο σκοπός αυτής ήταν είτε η δημιουργία ή η διατήρηση οικονομικής ή οικογενειακής αυτοτέλειας του τέκνου είτε η έναρξη ή η εξακολούθηση επαγγέλματος, αφετέρου δε δεν υπερβαίνει στη συγκεκριμένη περίπτωση το επιβαλλόμενο από τις περιστάσεις μέτρο. Η επαρκής αναφορά των πιο πάνω κρίσιμων πραγματικών περιστατικών στις παραδοχές του αιτιολογικού της απόφασης ελέγχεται αναιρετικά στο πλαίσιο της διάταξης του άρθ.559 αριθ.19 ΚΠολΔ, ο προσδιορισμός όμως του ενδεικνυόμενου μέτρου σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, ενεργείται από το Δικαστήριο ύστερα από εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, η οποία δεν υπόκειται αυτοτελώς στον έλεγχο του Αρείου Πάγου γιατί δεν είναι νομική έννοια και τα ιδιαίτερα ατομικά χαρακτηριστικά του μέτρου δεν συμπίπτουν σε όλες τις περιπτώσεις και εξειδικεύονται σε κάθε υπόθεση ανέλεγκτα (ΑΠ 1257/2020, ΑΠ 654/2011, ΑΠ 1990/2007).
[III] Στη συγκεκριμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή, κατ’ άρθρο 561 παρ.2 ΚΠολΔ, επισκόπηση της προσβαλλομένης τελεσίδικης απόφασης, το Εφετείο Θεσσαλονίκης, σχετικά με την ουσιαστική διερεύνηση της ένδικης αγωγής της ήδη αναιρεσείουσας, δέχτηκε κατά το ενδιαφέρον τον αναιρετικό έλεγχο μέρος, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:
«| […] Η ενάγουσα (ήδη αναιρεσείουσα) Κ. Ι. Μ., γερμανίδα υπήκοος, είναι μητέρα της εναγόμενης (ήδη αναιρεσίβλητης) Ι.- Ι. Μ., καθώς και του Κ. Μ. (μη διαδίκου εν προκειμένω) που απέκτησε από τον νόμιμο γάμο που συνήψε με τον Π. Μ., με τον οποίο εξακολουθεί και μέχρι σήμερα να βρίσκεται σε γάμου κοινωνία, είναι δε μόνιμα εγκατεστημένοι στο … της Γερμανίας. Από το έτος 1973 και μέχρι το έτος 1989, η ενάγουσα και ο σύζυγός της δραστηριοποιούνταν επαγγελματικά και στην Ελλάδα, όπου διατηρούσαν βιοτεχνία ετοίμων ενδυμάτων, αν και η οικογένεια διέμενε πάντα μόνιμα στη πόλη … της Γερμανίας. Δυνάμει του υπ’ αριθ. …/27-05-1997 συμβολαίου της Συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Νίκης Ανδριανού, που μεταγράφηκε νόμιμα, η ενάγουσα μεταβίβασε, λόγω γονικής παροχής, στα δύο ως άνω τέκνα της, κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου στο καθένα, την πλήρη κυριότητα των παρακάτω ακινήτων:
(α) ενός αγροτεμαχίου, έκτασης 4.012 τ.μ., που βρίσκεται στη θέση …, της τοπικής κοινότητας …, της Δημοτικής Ενότητας …, του Δήμου …, της Περιφερειακής Ενότητας Χαλκιδικής, της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας, με την επ’ αυτού οικία, αποτελούμενη από υπόγειο, ισόγειο και πρώτο (1°) όροφο, εμβαδού του καθένα 99,74 τ.μ.,
(β) ενός αγρού, έκτασης 3.453,40 τ.μ., που βρίσκεται στη θέση …, της τοπικής κοινότητας …, της Δημοτικής Ενότητας …, του Δήμου …, της Περιφερειακής Ενότητας Χαλκιδικής, της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας,
(γ) ενός αγρού, έκτασης 3.096,74 τ.μ., που βρίσκεται στη θέση …, της τοπικής κοινότητας …, της Δημοτικής Ενότητας …, του Δήμου …, της Περιφερειακής Ενότητας Χαλκιδικής, της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας,
(δ) ενός αγρού, έκτασης 1.377,99 τ.μ., που βρίσκεται στη θέση …, της τοπικής κοινότητας …, της Δημοτικής Ενότητας …, του Δήμου …, της Περιφερειακής Ενότητας Χαλκιδικής, της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας και
(ε) ενός αγρού, έκτασης 6.569,43 τ.μ., που βρίσκεται στη θέση …, της τοπικής κοινότητας …, της Δημοτικής Ενότητας …, του Δήμου …, της Περιφερειακής Ενότητας Χαλκιδικής, της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας.
Πριν την ως άνω μεταβίβαση η ενάγουσα είχε ήδη προβεί κατά το έτος 1995, δυνάμει του υπ’ αριθ. …/1995 συμβολαίου γονικής παροχής του συμβολαιογράφου Μπέρτολντ Ράιναρτς, που καταρτίστηκε στην Γερμανία, σε μεταβίβαση λόγω γονικής παροχής στα δύο ως άνω τέκνα της και κατά ποσοστό 50% σε καθένα, την ψιλή κυριότητα ενός οικοπέδου, που βρίσκεται στην πόλη … Γερμανίας, με την επ’ αυτού οικοδομή, αποτελούμενη από τέσσερα (4) οροφοδιαμερίσματα, εμβαδού 110 τ.μ. το καθένα, παρακρατώντας την επικαρπία εφ’ όρου ζωής της. Κατά τον χρόνο τον οποίο έλαβε χώρα η δεύτερη κατά χρονολογική σειρά μεταβίβαση (δυνάμει του υπ αριθ…./27-05-1997 συμβολαίου) η ενάγουσα, η οποία γεννήθηκε το έτος 1938, ήταν πενήντα εννιά ετών και δεν είχε συνταξιοδοτηθεί, η δε περιουσία της αποτελούνταν από την επικαρπία τεσσάρων (4) οροφοδιαμερισμάτων στη … Γερμανίας, σε ένα εκ των οποίων διέμενε με τον σύζυγο της. Η εναγόμενη θυγατέρα της ήταν τότε ηλικίας τριάντα δύο ετών, είχε πραγματοποιήσει οικονομικές σπουδές σε Πανεπιστήμιο της Γερμανίας και εργάζονταν ως στέλεχος σε γερμανική εταιρία. Μετά δε την μεταβίβαση η περιουσία της εναγομένης αποτελούνταν πλέον από ποσοστό (50% εξ αδιαιρέτου) της ψιλής κυριότητας της οικοδομής με τα οροφοδιαμερίσματα που βρίσκεται στην πόλη … της Γερμανίας και από το ποσοστό (50% εξ αδιαιρέτου) της πλήρους κυριότητας των πέντε αγρών στην … Χαλκιδικής, μετά της οικίας επ’ ενός αγρού. Τόσο η ενάγουσα όσο και ο σύζυγος της, οι οποίοι συνταξιοδοτήθηκαν, λαμβάνοντας συντάξεις από την Ελλάδα και τη Γερμανία, διαμένουν πλέον σε ένα από τα οροφοδιαμερίσματα της οικοδομής στην πόλη … της Γερμανίας και εκμισθώνουν τα υπόλοιπα. Τα εισοδήματα τους ανέρχονται στο συνολικό ετήσιο ποσό των 27.021,00 ευρώ. Έχουν δηλαδή εισοδήματα της τάξης των 2.250,00 ευρώ το μήνα, χωρίς να είναι επιβαρυμένοι με ενοίκιο ή με κάποιου άλλου είδους δαπάνη (π.χ. δάνειο). Αν και συνταξιούχος η ενάγουσα συμμετέχει στις εταιρίες που διατηρεί ο υιός της Κ. Μ., χωρίς να είναι δυνατόν να προσδιορισθεί το είδος και το ύψος των εσόδων που αποκερδαίνει από αυτή την δραστηριότητα της. Συγκεκριμένα, η ενάγουσα είναι μέχρι και σήμερα διευθύντρια της εταιρίας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία … Ltd & KG με έδρα το Ηνωμένο Βασίλειο. Ακόμα υπήρξε και επιχειρηματίας, λειτουργούσε δηλαδή σχολή πολεμικών τεχνών στο … Γερμανίας. Περαιτέρω αν και η ενάγουσα διατηρούσε μια επικερδή δραστηριότητα στην Ελλάδα (το ότι ήταν επικερδής το αποδεικνύει η απόκτηση μιας σεβαστής ακίνητης περιουσίας σε Ελλάδα και Γερμανία, η μόρφωση δύο τέκνων, χειμερινές διακοπές σε ακριβά θέρετρα, ταξίδια στο εξωτερικό), η οποία ακολούθως πωλήθηκε) δεν αναφέρει την ύπαρξη καταθέσεων σε πιστωτικά ιδρύματα, οι οποίες (καταθέσεις) κατά τους ισχυρισμούς .της εναγομένης υπάρχουν στο όνομα της. Η εναγόμενη από την άλλη πλευρά η οποία εργάζονταν σε Γερμανική εταιρία, ακόμα και μετά την τέλεση του γάμου της με τον Γερμανό υπήκοο Ρ. Φ., κατά το έτος 2000, αλλά και την γέννηση του υιού της, το έτος 2001, σταμάτησε να εργάζεται το έτος 2008. Πλέον δε η οικογένεια της συντηρείται από τα εισοδήματα του συζύγου της, ο οποίος χάρη στη δική του εργασία απέκτησε την κυριότητα τριών ακινήτων, στην Γερμανία τα οποία προφανώς και εκμεταλλεύονται. Επομένως, λαμβανομένων υπόψη της παραπάνω κατάστασης (οικονομικής, κοινωνικής, ηλικίας) της ενάγουσας, κατά το χρόνο της επίδικης παροχής, των προαναφερομένων περιουσιακών στοιχείων που αυτή είχε ήδη μεταβιβάσει και στα δύο τέκνα της, των αναγκών της εναγομένης, η οποία αν και είχε αποκατασταθεί επαγγελματικά, βρισκόταν σε ηλικία γάμου, και δεν είχε αποκτήσει δική της στέγη, και τέλος του αντικειμένου της γονικής παροχής, η γονική παροχή της ενάγουσας προς την εναγόμενη θυγατέρα της, για την διατήρηση οικονομικής και οικογενειακής αυτοτέλειας δεν υπερέβαινε το μέτρο που επέβαλλαν οι περιστάσεις, έγινε δε από την ενάγουσα με σκοπό την ισομερή κατανομή των περιουσιακών αυτής παροχών προς τα τέκνα της.
Συνεπώς η παραπάνω μεταβίβαση, αποτελεί γονική παροχή όπως αναγράφηκε στο υπ’ αριθμό. …/27-5-1997 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Νίκης Κωνσταντίνου Αδριανού, και όχι δωρεά όπως αβάσιμα ισχυρίζεται η ενάγουσα. Και τούτο διότι (α) σε καμία περίπτωση δεν προσπόρισε στην εναγομένη οικογενειακή και οικονομική αυτοτέλεια, καθόσον από κανένα ακίνητο δεν μπορούσε να καλύψει τις στεγαστικές της ανάγκες, ούτε κανένα από τα ακίνητα αυτά της προσπόριζε κάποιο εισόδημα, δεδομένου ότι την διαχείριση και την επικαρπία των διαμερισμάτων στην πόλη … της Γερμανίας την κράτησε η ενάγουσα για τον εαυτό της, η δε ψιλή κυριότητα κανένα εισόδημα δεν αποφέρει, παρά μόνο συνιστά προσδοκία δικαιώματος για τον ψιλό κύριο, ενώ όσον αφορά τα ακίνητα στην … Χαλκιδικής, μόνο η πώληση αυτών θα μπορούσε να αποφέρει στην εναγομένη κάποιο εισόδημα, λαμβανομένου όμως υπόψη του γεγονότος ότι κανένα από τα ακίνητα αυτά δεν το είχε αποκτήσει κατά πλήρη κυριότητα, είναι προφανές ότι η πώληση εξ αδιαιρέτου ποσοστού ακινήτου δεν καθίσταται θελκτική στον οποιονδήποτε αγοραστή, (β) και το δεύτερο τέκνο της ενάγουσας έλαβε ως γονική παροχή τα ίδια ακριβώς περιουσιακά στοιχεία και ουδέν λιγότερο, (γ) η ενάγουσα δεν απέμεινε χωρίς εξασφάλιση, αλλά αντιθέτως φρόντισε τους καρπούς των ακινήτων να τους προσπορίζεται αυτή και να συμπληρώνει επαρκώς το εισόδημα της. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με την εκκαλουμένη απόφαση έκρινε ομοίως, δεν έσφαλε περί την ερμηνεία και την εφαρμογή του νόμου, ούτε έσφαλε περί την εκτίμηση των αποδείξεων και όσα αντίθετα υποστηρίζει η εκκαλούσα με το πρώτο λόγο της ένδικης έφεσης, κρίνονται αβάσιμα και απορριπτέα|».
[IV] Με βάση τις παραδοχές αυτές, το Εφετείο απέρριψε την έφεση της αναιρεσείουσας (ενάγουσας) κατά της πρωτόδικης απόφασης, που είχε απορρίψει την αγωγή της ως ουσιαστικά αβάσιμη. Έτσι που έκρινε το Εφετείο, παραβίασε εκ πλαγίου την προαναφερόμενη ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 1509 ΑΚ, καθόσον διέλαβε ασαφείς και ανεπαρκείς αιτιολογίες, που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο, ως προς την ορθή ή μη εφαρμογή της διάταξης αυτής αναφορικά με το ουσιώδες ζήτημα του χαρακτήρα της ένδικης παραχώρησης της αναιρεσείουσας προς την αναιρεσίβλητη, ως γονικής παροχής που δεν υπόκειται σε ανάκληση κατ’ άρθρο 505 ΑΚ. Ειδικότερα, (α) ενώ αρχικά δέχεται ότι συνέτρεχαν οι κατά το άρθρο 1509 ΑΚ προϋποθέσεις της γονικής παροχής προς την εναγόμενη – αναιρεσίβλητη, ότι δηλαδή η παραχώρηση από την ενάγουσα – αναιρεσείουσα μητέρα της προς αυτήν έγινε για τη διατήρηση οικονομικής ή οικογενειακής αυτοτέλειας και δεν υπερβαίνει το μέτρο που επιβάλλεται από τις περιστάσεις, ακολούθως δέχεται ότι η ένδικη παραχώρηση σε καμία περίπτωση δεν προσπόρισε στην αναιρεσίβλητη οικογενειακή και οικονομική αυτοτέλεια, καθόσον από κανένα ακίνητο δεν μπορούσε να καλύψει τις στεγαστικές ανάγκες, ούτε κανένα από τα ακίνητα αυτά της προσπόριζε κάποιο εισόδημα, με αποτέλεσμα να προκαλείται ασάφεια και αμφιβολία σχετικά με το σκοπό της παροχής αλλά και την ανάγκη της αναιρεσίβλητης, την οποία επεδίωξε αυτή να καλύψει, ενόψει μάλιστα και της έτερης παραδοχής της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι η αναιρεσίβλητη κατά τον κρίσιμο χρόνο είχε αποκατασταθεί επαγγελματικά, (β) ενώ αναφέρει ότι η οικογένεια των διαδίκων “διέμενε πάντα μόνιμα στην πόλη … της Γερμανίας», δέχεται ότι η ένδικη παροχή, που αφορά μεταβίβαση ακινήτων στην Ελλάδα, έγινε και για τη διατήρηση της οικογενειακής αυτοτέλειας της αναιρεσίβλητης, χωρίς να διευκρινίζει πως η παροχή αυτή εξυπηρετούσε τον εν λόγω σκοπό, καλύπτοντας αντίστοιχη ανάγκη της αναιρεσίβλητης, (γ) διαλαμβάνει ότι πριν την ένδικη μεταβίβαση η αναιρεσείουσα είχε προβεί κατά το έτος 1995 και σε άλλη μεταβίβαση λόγω γονικής παροχής προς την αναιρεσίβλητη, συνισταμένη στην ψιλή κυριότητα κατά ποσοστό 50% ενός οικοπέδου στη Γερμανία, με την επ’ αυτού οικοδομή, αποτελούμενη από τέσσερα οροφοδιαμερίσματα, χωρίς ωστόσο να διευκρινίζεται επαρκώς, αν το δικαστήριο της ουσίας συνεκτίμησε και την ως άνω πρώτη παροχή σχετικά με το ουσιώδες ζήτημα της υπέρβασης ή μη του επιβαλλόμενου μέτρου για την επίμαχη γονική παροχή, και (δ) προσδιορίζεται ανεπαρκώς η οικονομική κατάσταση κατά το χρόνο της ένδικης παροχής τόσο της αναιρεσίβλητης όσο και της αναιρεσείουσας, καθόσον, ειδικότερα, ως προς την τελευταία τα αναφερόμενα στοιχεία αφορούν το μεταγενέστερο χρονικό διάστημα προ της ασκήσεως της αγωγής. Επομένως, ο δεύτερος, από τον αρ.19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, λόγος της αίτησης αναίρεσης, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια της έλλειψης νόμιμης βάσης, λόγω ανεπαρκών και ασαφών αιτιολογιών, είναι βάσιμος.
[V] Κατ’ ακολουθίαν τούτων, παρελκομένης της έρευνας του πρώτου λόγου αναίρεσης, ο οποίος καλύπτεται από την αναιρετική εμβέλεια του ως άνω κριθέντος ως βάσιμου, πρέπει. να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, του οποίου είναι δυνατή η σύνθεση από άλλους δικαστές, αφού χρειάζεται περαιτέρω διερεύνηση (άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ), να διαταχθεί η επιστροφή στην αναιρεσείουσα του παράβολου που κατέθεσε (άρθρο 495 παρ.3 ΚΠολΔ) και να καταδικασθεί η αναιρεσίβλητη, λόγω ήττας της, στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσείουσα, κατά παραδοχή του σχετικού νόμιμου αιτήματος αυτής (άρθρα 176, 183, 191 παρ.2 ΚΠολΔ), σύμφωνα με το διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την 1939/2018 απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης.
Παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο πιο πάνω Δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλους από εκεί … που εξέδωσαν την εν λόγω απόφαση δικαστές.
Διατάσσει την επιστροφή του παράβολου στην καταθέσασα.
Καταδικάζει την αναιρεσίβλητη στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας που ορίζει σε τρεις χιλιάδες (3.000) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 13 Οκτωβρίου 2021.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 26 Οκτωβρίου 2021.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ