Αριθμός 1369/2022
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α1′ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Χρήστο Τζανερρίκο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ιωάννα Κλάπα – Χριστοδουλέα, Χρήστο Κατσιάνη, Ασημίνα Υφαντή και Βρυσηίδα Θωμάτου – Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στις 24 Ιανουαρίου 2022, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1) Δ. Ξ. του Β., 2) Α. χήρας Β. Ξ., το γένος Χ. Γ., 3) Α. Σ. του Ν., κατοίκων … Αττικής, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Λεωνίδα Στάμο με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσαν προτάσεις.
Του αναιρεσιβλήτου: Χρηματοπιστωτικού Ιδρύματος με την επωνυμία “….” που εδρεύει στην Ισπανία και εκπροσωπείται νόμιμα. Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο, Ανδρέα Μπαζούρο, ο οποίος δήλωσε στο ακροατήριο ότι παρίσταται η εταιρεία με την επωνυμία “….” και το διακριτικό τίτλο “……..”, η οποία ενεργεί ως μη δικαιούχος διάδικος, για λογαριασμό του αναιρεσιβλήτου, ως εταιρεία διαχείρισης των μη εξυπηρετουμένων δανείων και πιστώσεων του τελευταίου, δυνάμει των διατάξεων του ν.4354/2015, όπως προκύπτει και από τις από 21-1-2022 προτάσεις της ενώπιον του Αρείου Πάγου.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 10/10/2016 ανακοπή των ήδη αναιρεσειόντων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 4564/2018 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 358/2020 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 27/7/2020 αίτησή τους και τους από 16/12/2021 πρόσθετους λόγους αυτής.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την κρινόμενη, από 27-7-2020 (αρ. καταθ. 636/28-7-2020) αίτηση αναίρεσης και τους από 16-12-2021 (αρ. καταθ. 143/16-12- 2021) πρόσθετους λόγους αυτής, προσβάλλεται η εκδοθείσα αντιμωλία των διαδίκων, κατά τη διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, με αριθμό 358/2020 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε κατ’ ουσίαν, η από 13-7-2018 έφεση των αναιρεσειόντων κατά της 4564/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Με την τελευταία απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, απορρίφθηκε η με αριθμό κατάθεσης 5957/2016 ανακοπή των αναιρεσειόντων κατά της 5564/2016 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε με αίτηση του αναιρεσίβλητου, με την οποία υποχρεώθηκαν οι αναιρεσείοντες να καταβάλουν σ’ αυτό, σε ολόκληρο καθένας, το ποσό των 241.952,10 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων, για απαίτησή του από τη μεταξύ του ίδιου και των δύο πρώτων αναίρεσε ιόντων, ως πρωτοφειλετών και του τρίτου, ως εγγυητή, σύμβαση δανείου και επικυρώθηκε η διαταγή πληρωμής. Η αίτηση αναίρεσης έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρ. 552, 553, 556, 558, 564 παρ.3, 566 παρ. 1 ΚΠολΔ) και είναι παραδεκτή (αρθρ. 577 παρ. 1 ΚΠολΔ). Παραδεκτοί επίσης, είναι και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής, οι οποίοι ασκήθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα με ιδιαίτερο δικόγραφο, που κατατέθηκε στη γραμματεία του Αρείου Πάγου στις 16-12-2021 (βλ. την 143/16-12-2021 πράξη κατάθεσης πρόσθετων λόγων του γραμματέα του Αρείου Πάγου κάτω από το δικόγραφο αυτό) και επιδόθηκε νόμιμα στο αναιρεσίβλητο, στις 17-12-2021 (βλ. την 177Β/17-12-2021 έκθεση επίδοσης του δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών, Σωτηρίου Τσέλιου), ήτοι τριάντα ημέρες πριν από τη συζήτηση της υπόθεσης, που ορίστηκε για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 569 παρ. 2 του ΚΠολΔ. Πρέπει, επομένως, η αίτηση αναίρεσης και οι πρόσθετοι αυτής λόγοι να συνεκδικαστούν (άρθρα 246, 573 παρ. 1, 569 ΚΠολΔ), αφού είναι συναφείς, οι δε πρόσθετοι λόγοι δεν έχουν αυθυπαρξία, αλλά συζητούνται υποχρεωτικά μαζί με αυτή (ΑΠ 1195/2018, ΑΠ 507/2017).
Με τη διάταξη του άρθρου 1 περ. γ του ν. 4354/2015, “Διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων….”, τα δικαιώματα που απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες λόγω πώλησης, απαιτήσεις δύνανται να ασκούνται μόνο μέσω των εταιριών διαχείρισης της παρούσας παραγράφου. Οι μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις από δάνεια και πιστώσεις λογίζονται ως τραπεζικές και μετά τη μεταβίβασή τους. Οι εταιρίες διαχείρισης απαιτήσεων ευθύνονται για όλες τις υποχρεώσεις απέναντι στο Δημόσιο και σε τρίτους, οι οποίες βαρύνουν τις εταιρίες απόκτησης απαιτήσεων και απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις”. Επίσης, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 2 του άνω νόμου 4354/2015, “οι εταιρίες διαχείρισης νομιμοποιούνται, ως μη δικαιούχοι διάδικοι, να ασκήσουν κάθε ένδικο βοήθημα και να προβαίνουν σε κάθε άλλη δικαστική ενέργεια για την είσπραξη των υπό διαχείριση απαιτήσεων, καθώς και να κινούν, παρίστανται ή συμμετέχουν σε προπτωχευτικές διαδικασίες εξυγίανσης, πτωχευτικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, διαδικασίες διευθέτησης οφειλών και ειδικής διαχείρισης των άρθρων 61 επ. του ν. 4307/2014 (Α 246). Εφόσον οι εταιρίες συμμετέχουν σε οποιαδήποτε δίκη με την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου το δεδικασμένο της απόφασης καταλαμβάνει και το δικαιούχο της απαίτησης”. Σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές, νομίμως παρίσταται, ως μη δικαιούχος διάδικος, για λογαριασμό του αναιρεσίβλητου, Χρηματοπιστωτικού Ιδρύματος, με την επωνυμία, “……”, το οποίο κλήθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα να παραστεί κατά τη συζήτηση (βλ. τη με αρ. 10302/6-10-2020 έκθεση επίδοσης του δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών Σωτηρίου Τσέλιου), η εδρεύουσα στην Αθήνα, ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία, “….””, η οποία αδειοδοτήθηκε νομίμως από την Τράπεζα της Ελλάδος (Απόφαση αριθμ. 236/10-7-2017 της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος, ΦΕΚ Β/2491/19- 7-2017), ως Εταιρία Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις και η οποία ενεργεί στην προκειμένη περίπτωση, υπό την άνω μη αμφισβητηθείσα ιδιότητά της, δυνάμει του άρθρου 2 παρ. 4 του ν. 4354/2015, ως διαχειρίστρια απαιτήσεων του αναιρεσίβλητου, χρηματοπιστωτικού ιδρύματος (ΑΠ 682/2021, ΑΠ 763/2019).
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων, 626, 630 και 631 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι η διαταγή πληρωμής, αποτελεί μόνο τίτλο εκτελεστό και δεν είναι δικαστική απόφαση με τη στενή έννοια, αλλά πράξη του δικαστή (οιονεί απόφαση) και επομένως δεν είναι αναγκαίο να έχει πλήρες αιτιολογικό για να είναι έγκυρη (ΑΠ 674/2020). Ειδικότερα, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 630 εδ. δ και ε, ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του, με το άρθρο τέταρτο του άρθρου 1 του ν. 4335/2015, που ορίζει ότι, η διαταγή πληρωμής πρέπει να περιέχει, πλην άλλων στοιχείων, την αιτία της πληρωμής και το ποσό των χρημάτων ή χρεογράφων που πρέπει να καταβληθεί, προκύπτει ότι η διαταγή πληρωμής, που κατά τα προεκτεθέντα, δεν είναι δικαστική απόφαση, αλλά μόνο τίτλος εκτελεστός, δεν απαιτείται να περιλαμβάνει πλήρεις και εμπεριστατωμένες αιτιολογίες, αλλά αρκεί ο συνοπτικός σ’ αυτή προσδιορισμός του γενεσιουργού λόγου της απαίτησης, κατά τρόπο που αυτή απλώς να εξατομικεύεται και να μη δημιουργείται αμφιβολία για την ταυτότητά της, δηλαδή δεν απαιτείται πλήρης περιγραφή όλων των περιστατικών που την συγκροτούν. Η αναφορά, ειδικότερα, στη διαταγή πληρωμής του καταβλητέου ποσού χρημάτων απαιτείται προκειμένου η σχετική απαίτηση να είναι εκκαθαρισμένη κατά την έννοια του άρθρου 916 ΚΠολΔ και να μπορεί έτσι η διαταγή πληρωμής να λειτουργήσει πράγματι ως εκτελεστός τίτλος, είναι δε εκκαθαρισμένη η απαίτηση, όταν από τον τίτλο προκύπτει αυτή κατά ποσό και ποιόν (ΑΠ 196/2020, ΑΠ 368/2019, ΑΠ 1202/2018, ΑΠ 1349/2013). Από την παράλειψη ενός από τα στοιχεία που αναφέρονται στο προαναφερθέν άρθρο 630 ΚΠολΔ, δημιουργείται λόγος ακυρότητας της διαταγής πληρωμής, πλην, όμως, αυτή δεν επέρχεται αυτοδικαίως, αφού ο νόμος δεν ορίζει τούτο, αλλά θεμελιώνεται λόγος ανακοπής, με βάση τον οποίο θα κριθεί η προβαλλόμενη ακυρότητα της διαταγής πληρωμής (ΑΠ 196/2020, ΑΠ 1202/2018). Η παραβίαση δε της ανωτέρω διάταξης ιδρύει τον από τον αριθμό 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αναιρετικό λόγο (ΑΠ 196/2020). Στην προκειμένη περίπτωση, το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του, απέρριψε τον πρώτο λόγο της έφεσης των αναίρεσε ιόντων, με τον οποίο παραπονούνταν για την απόρριψη του πρώτου λόγου της ανακοπής τους, για ακυρότητα της με αριθμό 5564/2016 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, “διότι δεν προκύπτει από το περιεχόμενο της, ότι ο δικαστής που εξέδωσε αυτή προέβη αυτεπαγγέλτως, ως όφειλε, σύμφωνα με το ενωσιακό δίκαιο και τη νομολογία του ΔΕΕ, στην έρευνα της καταχρηστικότητας των ΓΟΣ της σύμβασης”, δεχόμενο, όπως προκύπτει από την παραδεκτή κατ’ άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ, επισκόπηση του περιεχομένου της, ότι ο λόγος αυτός της ανακοπής είναι μη νόμιμος, διότι, “δεν αποτελεί αναγκαίο περιεχόμενο της διαταγής πληρωμής η αναφορά ότι ο δικαστής που την εξέδωσε προέβη αυτεπαγγέλτως σε έρευνα για την ύπαρξη καταχρηστικών ρητρών (ΓΟΣ), σε συμβάσεις που συνάπτονται με καταναλωτές και διαπίστωσε την απουσία τέτοιων (καταχρηστικών) ρητρών, όταν οι συμβάσεις αυτές αποτελούν την αιτία για την οποία εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής, αλλά ο οφειλέτης μπορεί να βάλλει κατά της απαίτησης και να προβάλει, ως λόγο ανακοπής την ύπαρξη καταχρηστικών ρητρών”.
Ωστόσο, με βάση όσα εκτέθηκαν, στη νομική σκέψη που προηγήθηκε, η αναφορά στη διαταγή πληρωμής, ότι ο εκδόσας αυτή δικαστής προέβη αυτεπαγγέλτως στην έρευνα της καταχρηστικότητας των ΓΟΣ της δανειακής σύμβασης, με βάση την οποία εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής, δεν αποτελεί αναγκαίο περιεχόμενο της τελευταίας, κατά τη διάταξη του άρθρου 630 ΚΠολΔ, έτσι ώστε από την έλλειψή του, να καθίσταται άκυρη η διαταγή πληρωμής.
Επομένως, το Εφετείο, που απέρριψε τον παραπάνω λόγο ανακοπής και τον αντίστοιχο λόγο έφεσης, με τον οποίο επαναφέρθηκε ο λόγος αυτός ανακοπής, επικυρώνοντας έτσι, την πρωτόδικη απόφαση κατά το μέρος αυτό, που είχε κρίνει όμοια, δεν έσφαλε και ο πρώτος λόγος της αίτησης αναίρεσης, για την από το άρθρο 559 αριθμ. 14 ΚΠολΔ, πλημμέλεια, ότι δηλαδή το Εφετείο παρά το νόμο δεν κήρυξε άκυρη την επίδικη διαταγή πληρωμής, γιατί δεν παρατίθεται σ’ αυτή, η πιο πάνω αναφορά περί αυτεπάγγελτου ελέγχου από το δικαστή που την εξέδωσε των όρων της δανειακής σύμβασης για καταχρηστικότητα, είναι απορριπτέος, ως αβάσιμος. Ακολούθως, οι αναιρεσείοντες, με το δεύτερο λόγο αναίρεσης, επικαλούμενοι τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔ, αποδίδουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια, ότι κατά την απόρριψη του άνω πρώτου λόγου της ανακοπής τους και του αντίστοιχου της έφεσής τους, διέλαβε ανεπαρκείς αιτιολογίες. Ο λόγος, όμως, αυτός, είναι απαράδεκτος, διότι το Εφετείο απορρίπτοντας ως μη νόμιμο τον άνω λόγο ανακοπής, δεν εισήλθε στην ουσία και δεν διατύπωσε κατά το στάδιο εκείνο, αποδεικτικό πόρισμα, όπως απαιτείται για να ιδρυθεί ο λόγος αυτός, από το άρθρο 559 αρ. 19 ΚΠολΔ (ΟλΑΠ 44/1990, ΟλΑΠ 3/1997, ΑΠ 19/2021, ΑΠ 799/2020, ΑΠ 99/2020, ΑΠ 927/2017). Περαιτέρω, με το λόγο αναίρεσης από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ (παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου) ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμω βάσιμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας διαφοράς. Επομένως, ελέγχεται αν η αγωγή, ένσταση κλπ ορθά απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ1 ουσίαν (ΟλΑΠ 7, 8/2011, ΑΠ 99/2020, ΑΠ 999/2019, ΑΠ 96/2018). Εξάλλου, κατά το άρθρο 2 παρ. 6 του ν. 2251/1994, με τίτλο, “προστασία καταναλωτών”, όπως ισχύει μετά την αντικατάσταση του με το ν. 3587/2007 και έχει εφαρμογή στην προκειμένη περίπτωση, αφού η καταχρηστικότητα ενός Γ.Ο.Σ. κρίνεται σύμφωνα με το δίκαιο που ισχύει κατά το χρόνο που γίνεται η χρήση αυτού (ΟλΑΠ 15/2007), οι όροι που έχουν διαμορφωθεί εκ των προτέρων για μελλοντικές συμβάσεις (γενικοί όροι των συναλλαγών) απαγορεύονται και είναι άκυροι αν έχουν ως αποτέλεσμα τη σημαντική διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή, ο δε καταχρηστικός χαρακτήρας γενικού όρου ενσωματωμένου σε σύμβαση κρίνεται, αφού ληφθούν υπόψη η φύση των αγαθών ή υπηρεσιών που αφορά η σύμβαση, ο σκοπός της, το σύνολο των ειδικών συνθηκών κατά τη σύναψη της και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της σύμβασης ή άλλης σύμβασης από την οποία αυτή εξαρτάται. Εκτός δε από την ανωτέρω γενική ρήτρα για την καταχρηστικότητα των ΓΟΣ, που συνεπάγονται διατάραξη της συμβατικής ισορροπίας, στην παράγραφο 7 του ίδιου ως άνω άρθρου 2, απαριθμούνται ενδεικτικά και τριάντα δύο περιπτώσεις γενικών όρων που θεωρούνται άνευ ετέρου (per se) καταχρηστικοί, χωρίς ως προς αυτούς να ερευνάται η συνδρομή των προϋποθέσεων της γενικής ρήτρας, αφού αυτοί θεωρούνται κατ’ αμάχητο τεκμήριο ότι έχουν καταχρηστικό χαρακτήρα (ΑΠ 1138/2020, ΑΠ 368/2019, ΑΠ 1463/2017). Στις περιπτώσεις αυτές, περιλαμβάνεται και η υπό στοιχ. ια, σύμφωνα με την οποία καταχρηστικοί είναι και εκείνοι οι όροι, οι οποίοι, χωρίς σπουδαίο λόγο αφήνουν το τίμημα αόριστο και δεν επιτρέπουν τον προσδιορισμό του με κριτήρια ειδικά καθορισμένα στη σύμβαση και εύλογα για τον καταναλωτή. Επίσης, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 1 του ν. 128/1975, “επιβάλλεται από το έτος 1976 εισφορά, βαρύνουσα τα πάσης φύσεως εν Ελλάδι λειτουργούντα πιστωτικά ιδρύματα, περιλαμβανομένης και της Τραπέζης της Ελλάδος, υπέρ του εν τη παραγράφω 1 του παρόντος άρθρου λογαριασμού, ανερχομένη εις ποσοστόν ένα (1) επί τοις χιλίοις ετησίως, επί του ετησίου ύφους εντός εκάστου ημερολογιακού έτους μηνιαίων υπολοίπων των χορηγουμένων υπ’ αυτών πάσης φύσεως δανείων ή πιστώσεων, περιλαμβανόμενων και των δυνάμει της από 19 Μαρτίου 1962 μεταξύ των Τραπεζών συμβάσεως, ως αύτη ετροποποιήθη και συνεπληρώθη μεταγενεστέρως, συμφωνηθεισών εισφορών”. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 174 ΑΚ, δικαιοπραξία που αντιβαίνει σε απαγορευτική διάταξη του νόμου, αν δεν συνάγεται κάτι άλλο, είναι άκυρη. Τέτοια δικαιοπραξία είναι αυτή που συνάπτεται κατά παράβαση απαγορευτικού κανόνα δικαίου, όταν δηλαδή ο ίδιος ο κανόνας δικαίου θεσπίζει ως έννομη συνέπεια την ακυρότητα ή όταν θεσπίζεται απαγόρευση με ταυτόχρονη αποδοκιμασία του περιεχομένου της δικαιοπραξίας, κατά τον σκοπό του νόμου, ο οποίος (σκοπός) πληρούται με την ακυρότητα ως έννομη συνέπεια της απαγόρευσης. Όμως, από τη γραμματική διατύπωση της πιο πάνω διάταξης του άρθρου 1 παρ. 3 του ν. 128/1975, δεν προκύπτει η θέσπιση απαγορευτικού, με την παραπάνω έννοια, κανόνα δικαίου, αφού ο νόμος ορίζει την επιβολή της εισφοράς και το υπόχρεο να την καταβάλει πρόσωπο, χωρίς, όμως, να ορίζει, ούτε την υποχρεωτική μετακύλισή του, ούτε, όμως, και την απαγόρευση μετακύλισής του. Ο χαρακτήρας, άλλωστε, της εισφοράς αυτής, ως είδος δημοσιονομικής επιβάρυνσης, αρχικά για συγκεκριμένο σκοπό (επιδότηση δανείων προς εξαγωγικές επιχειρήσεις) και μετά την τροποποίηση που επέφερε ο ν. 2065/1992, ως, από οικονομική άποψη, γενικό έσοδο του Δημοσίου, δικαιολογεί την αναζήτηση της σημασίας της λέξης “βαρύνουσα” στη φορολογική νομοθεσία, όπως αυτή προκύπτει από τη χρήση της εν λόγω λέξης σε νόμους που θεσπίζουν φόρους ή εισφορές. Αλλά ούτε και αντικειμενικά, από το ρυθμιστικό σκοπό του νόμου, προκύπτει βάση αποδοκιμασίας της συμβατικής μετακύλισης της εν λόγω εισφοράς, αφού σκοπός του νόμου παραμένει η έμμεση ενίσχυση, μέσω της εισφοράς αυτής, της επιδότησης των επιτοκίων συγκεκριμένων δανείων επ’ ωφελεία της εθνικής οικονομίας, χωρίς να προκύπτει ότι το πρόσωπο που πρέπει να επιβαρυνθεί τελικά είναι τα πιστωτικά ιδρύματα. Εξάλλου, από μακρού χρόνου τα τραπεζικά επιτόκια διαμορφώνονται ελεύθερα (ΑΠ 756/2015, ΑΠ 2037/2014), οπότε υπό το καθεστώς αυτό η θέσπιση απαγόρευσης μετακύλισης της άνω εισφοράς από τα τραπεζικά ιδρύματα στους πιστούχους, δεν είναι εφικτή και από τη φύση του πράγματος. Και τούτο γιατί, στο μέτρο που οι Τράπεζες μπορούν ελεύθερα να καθορίζουν τα επιτόκια των χορηγήσεων, θα μπορούν και να υπολογίσουν το ποσοστό της εισφοράς του Ν. 128/1975 στο ύφος του επιτοκίου που προσφέρουν, χωρίς ειδική αναφορά της εισφοράς αυτής στη σύμβαση. Τότε, όμως, η απαγόρευση, αν γινόταν δεκτό ότι έχει απαγορευτικό χαρακτήρα η διάταξη του άρθρου 1 παρ. 3 του Ν. 128/1975, θα εξαρτιόταν από το εάν θα αναφερόταν ή όχι στη σύμβαση ο τρόπος υπολογισμού του επιτοκίου και, συνεπώς, η εν λόγω εισφορά. Αλλά και εάν η μετακύλιση της εν λόγω εισφοράς έχει, εν όψει και της διατάξεως του άρθρου 293 ΑΚ, ως συνέπεια την κατά το ποσοστό της εισφοράς αύξηση του συμβατικά καθοριζομένου επιτοκίου πέραν του προβλεπομένου ανώτατου ορίου, και τότε η απαγόρευση δεν θα προέκυπτε από τον ν. 128/1975, αλλά από τη διάταξη που θα όριζε ανώτατο όριο τραπεζικού επιτοκίου. Συμπερασματικά, εν όψει των προαναφερθέντων, προκύπτει ότι από το ν. 128/1975 δεν απαγορεύεται η συμβατική μετακύλιση της εισφοράς, που θεσπίζεται με το νόμο αυτό. Η ρυθμιστική ισχύς του ως άνω νόμου εξαντλείται στον καθορισμό του υπόχρεου έναντι του Δημοσίου προσώπου στο πλαίσιο της έννομης σχέσης που ιδρύεται με τη σχετική διάταξη και αφορά, επομένως, αποκλειστικά στην κάθετη σχέση μεταξύ κράτους και πιστωτικών ιδρυμάτων και όχι στην οριζόντια τοιαύτη μεταξύ πιστωτικών ιδρυμάτων και πιστούχων – δανειοληπτών. Η μετακύλιση της εισφοράς στους τελευταίους επιτρέπεται, με βάση την αρχή της ιδιωτικής αυτονομίας και εφόσον δεν απαγορεύεται από άλλη διάταξη, ως τέτοιας νοουμένης της θέσπισης ανωτέρου ορίου επιτοκίου, το οποίο θα υπερέβαινε η εισφορά αυτή και μόνο αν δεν υπήρχε αντίθετη ρύθμιση. Επομένως, ο υπολογισμός του ποσοστού της εισφοράς του ν. 128/1975, για τον καθορισμό του επιτοκίου σύμβασης πίστωσης, με έμμεσο αποτέλεσμα τη συμβατική μετακύλιση της εισφοράς αυτής στον πιστούχο, είναι νόμιμη, γιατί δεν αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 3 του ν. 128/1975, η οποία δεν καθιερώνει απαγορευτικό κανόνα δικαίου, κατ’ άρθρο 174 του ΑΚ, ούτε σε άλλον απαγορευτικό κανόνα δικαίου, εντάσσεται δε στο πλαίσιο του ελευθέρου καθορισμού των τραπεζικών επιτοκίων (ΑΠ 917/2011). Άλλωστε, η επίρριφη της σχετικής επιβάρυνσης στο δανειολήπτη αποτέλεσε από την ισχύ του ν. 128/1975, συναλλακτική πρακτική των τραπεζών στην παγίωση της οποίας, συντέλεσαν: α) Το ότι τα μεταγενέστερα νομοθετήματα, που τροποποίησαν τον ως άνω νόμο, ανέφεραν γενικά, ότι η εισφορά βαρύνει τη συναλλαγή (δάνεια-πιστώσεις). Με τη διάταξη δε του άρθρου 22 του ν. 2515/1997 καθορίστηκε ρητά, ότι για τα δάνεια από πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα του εξωτερικού, υπόχρεος για την απόδοση της εισφοράς είναι ο δανειολήπτης, εξαλείφοντας έτσι, το συγκριτικό μειονέκτημα που είχε διαμορφωθεί σε βάρος του δανεισμού από το εσωτερικό, τερματίζοντας την απώλεια εσόδων υπέρ του κοινού λογαριασμού και αποκαθιστώντας ίσους όρους ανταγωνισμού μεταξύ δανεισμού από το εσωτερικό και το εξωτερικό, β) Το ότι το ύφος του συντελεστή καθόλο το χρονικό διάστημα από την καθιέρωση της εν λόγω εισφοράς κλιμακώθηκε ποσοστιαία, κατά τρόπο που αποσκοπεί στην ελάφρυνση ή και απαλλαγή ορισμένων κατηγοριών δανειοληπτών, όπως με το άρθρο 8 ν. 2459/1997 απαλλάσσονται της εισφοράς οι δανειοδοτήσεις προς φυσικά και νομικά πρόσωπα, κοινοπραξίες και κοινωνίες αστικού δικαίου, που κατοικούν ή έχουν έδρα σε νησιά με πληθυσμό κάτω από 3100 κατοίκους και το άρθρο 19 παρ. 4β του ν. 3152/2003 κατά το οποίο απαλλάσσονται της εισφοράς οι δανειοδοτήσεις, προς τις I. Μονές του Αγίου Όρους και οι δανειοδοτήσεις από την Τράπεζα Εμπορίου και Αναπτύξεως Εύξεινου Πόντου και από την Τράπεζα Ανάπτυξης του Συμβουλίου της Ευρώπης. Αν η εν λόγω εισφορά βάρυνε τα πιστωτικά ιδρύματα δεν θα θεσπίζονταν οι παραπάνω εξαιρέσεις. Και, γ) Η Τράπεζα της Ελλάδος, ήδη από την έναρξη εφαρμογής του ν. 128/1975, ουδέποτε θεώρησε, ότι η εν λόγω εισφορά επιβαρύνει τα πιστωτικά ιδρύματα, ώστε να έχει ληφθεί υπόψη κατά το χρονικό διάστημα που ίσχυε ο διοικητικός καθορισμός από μέρους της, του περιθωρίου μεταξύ των επιτοκίων καταθέσεων – χορηγήσεων, δηλαδή μέχρι το 1993. Εξάλλου, και υπό το καθεστώς ελεύθερης διαμόρφωσης των επιτοκίων, η Τράπεζα της Ελλάδος επέβαλε την υποχρέωση για ξεχωριστή αναφορά της σχετικής επιβάρυνσης με αποφάσεις της (ΠΔ/ΤΕ 1969/1991 και 2501/2002). Η ΠΔ/ΤΕ 2501/2002, στο άρθρο 82 αυτής, επεκτείνει την υποχρέωση ενημέρωσης του πελάτη από την Τράπεζα και στην επιβολή “ειδικών εισφορών” και η εισφορά του ν. 128/1975, είναι μια τέτοια ειδική εισφορά. Ωστόσο, η μετακύλιση αυτή της ανωτέρω εισφοράς στον πιστούχο – δανειολήπτη, ενόψει και της ανωτέρω ΠΔΤΕ 2501/2002, μπορεί να ελεγχθεί μόνο από άποψη διαφάνειας, ιδίως, όταν αυτή επιβάλλεται χωρίς προηγούμενη επαρκή ενημέρωση ή κατά τρόπο κεκαλυμμένο (ΑΠ 430/2005). Έτσι, σε περίπτωση που στη σύμβαση γίνεται, κατά τον καθορισμό του επιτοκίου, ειδική αναφορά για τη χρέωση του δανειολήπτη και με την εισφορά του ν. 128/1975, προσδιοριζόμενη σε ποσοστό επί τοις εκατό και αποτελούσα ουσιαστικά μέρος του επιτοκίου, οι απαιτήσεις διαφάνειας και ενημέρωσης έχουν ικανοποιηθεί και, κατά συνέπεια, η σχετική ρήτρα είναι έγκυρη (ΑΠ 669/2020, ΑΠ 161/2020, ΑΠ 368/2019, ΑΠ 332/2019). Στην προκείμενη περίπτωση, οι ανακόπτοντες – αναιρεσείοντες, με το δεύτερο λόγο της ανακοπής τους, που επανέφεραν στο Εφετείο με τους δεύτερο και τρίτο λόγους της έφεσής του, ζήτησαν την ακύρωση της διαταγής πληρωμής, ισχυριζόμενοι ότι, ο όρος της ένδικης σύμβασης (ΓΟΣ), με βάση τον οποίο μετακυλίεται σ’ αυτούς η εισφορά του ν. 128/1975 και ακολούθως κεφαλαιοποιείται και ανατοκίζεται είναι άκυρος ως καταχρηστικός, καθόσον αποτελεί προδιατυπωμένο γενικό όρο συναλλαγών, που έχει ως αποτέλεσμα τη διατάραξη της ισσοπροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεών τους ως καταναλωτών και προσβάλλει την αρχή της διαφάνειας, με συνέπεια, λόγω της ακυρότητας των επιμέρους ποσών της άνω εισφοράς και των επ’ αυτής τόκων, η απαίτηση του καθού η ανακοπή – αναιρεσίβλητου, να καθίσταται ανεκκαθάριστη. Το Εφετείο αναφορικά με τον άνω λόγο της ανακοπής δέχθηκε τα ακόλουθα: “Εν προκειμένω, οι εκκαλούντες με τους δεύτερο και τρίτο λόγους της έφεσης επαναφέρουν το δεύτερο λόγο της ανακοπής τους, με τον οποίο αμφισβήτησαν την απαίτηση του καθού η ανακοπή ήδη εφεσίβλητου, ισχυριζόμενοι ότι ο όρος της σύμβασης, σύμφωνα με τον οποίο μετακυλίεται σ’ αυτούς η εισφορά του Ν. 128/1975 και ακολούθως κεφαλαιοποιείται και ανατοκίζεται, είναι άκυρος ως καταχρηστικός, καθόσον αποτελεί προδιατυπωμένο γενικό όρο συναλλαγών, που έχει ως αποτέλεσμα τη διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεών τους ως καταναλωτών και προσβάλλει την αρχή της διαφάνειας, με συνέπεια λόγω της ακυρότητας των επιμέρους ποσών η απαίτηση του καθού η ανακοπή – εφεσίβλητου να καθίσταται ανεκκαθάριστη. Ο λόγος, όμως, αυτός της ανακοπής, κατά τα ως άνω αναλυτικώς αναφερόμενα, πέραν της αοριστίας του, που έγκειται στο ότι οι ανακόπτοντες δεν προσδιορίζουν κατά τρόπο σαφή και ορισμένο τα συγκεκριμένα επί μέρους κονδύλια του τηρηθέντος λογαριασμού, με τα οποία αυτοί παρανόμως επιβαρύνθηκαν με βάση τον κατά τα ανωτέρω προσβαλλόμενο από αυτούς σαν παράνομο υπολογισμό και δεν προσδιορίζουν ποιο είναι το παρανόμως επιδικασθέν ποσό, ώστε μόνον κατ’ αυτό το ποσό να ακυρωθεί η διαταγή πληρωμής, οριοθετώντας έτσι το αντικείμενο της δίκης, καθώς, ακόμη και στην περίπτωση που το τελικό υπόλοιπο έχει διαμορφωθεί με συνυπολογισμό χρεώσεων, που έλαβαν χώρα βάσει άκυρων όρων, η απαίτηση δεν καθίσταται ανεκκαθάριστη, όπως αβάσιμα ισχυρίζονται οι ανακόπτοντες, είναι απορριπτέος ως νόμω αβάσιμος, καθώς, όπως προκύπτει από τη δανειακή σύμβαση, που περιλαμβάνεται αυτούσια στο σώμα της ανακοπής, νομίμως με βάση τους όρους της σύμβασης αυτής, επιβαρύνονται οι ανακόπτοντες με την εισφορά του ν. 128/1975, η οποία εκτοκίζεται. Ειδικότερα, με τον όρο 3.01-2 της σύμβασης συμφωνήθηκε ότι ο οφειλέτης βαρύνεται με την εισφορά του ν. 125/1975, όπως ισχύει, που κατά το χρόνο κατάρτισης της σύμβασης ανέρχεται σε 0,12% ετησίως, ενώ με τον όρο 3.01-4 της σύμβασης συμφωνήθηκε το συμβατικό επιτόκιο να είναι κυμαινόμενο, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στον όρο αυτό, και ότι προσαυξάνεται με τη νόμιμη, κατά περίπτωση, εισφορά του ν. 128/1975. Ακόμη με τον όρο 2.02 της σύμβασης συμφωνήθηκε ότι σε περίπτωση που ο οφειλέτης δεν εξοφλήσει ληξιπρόθεσμη οφειλή του κατά του όρους της σύμβασης ή σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης, καθίσταται αυτοδικαίως υπερήμερος και υπόχρεος να καταβάλει τόκο υπερημερίας στο οφειλόμενο ποσό με το μέγιστο επιτρεπόμενο επιτόκιο υπερημερίας και ότι πλέον των τόκων υπερημερίας ο οφειλέτης θα οφείλει και τόκους επ’ αυτών από την πρώτη ημέρα καθυστέρησης, οι οποίοι προστίθενται στο ληξιπρόθεσμο κεφάλαιο και ανατοκίζονται ανά εξάμηνο. Κατά τα ανωτέρω επομένως, συμφωνήθηκε μεταξύ των μερών η μετακύλιση της εισφοράς του ν.128/1975 στους οφειλέτες, η οποία και αθροιζόταν για τον υπολογισμό του συμφωνηθέντος μεταξύ των μερών επιτοκίου. Επιπλέον συμφωνήθηκε ότι, εφόσον ο οφειλόμενος τόκος δεν καταβληθεί εμπροθέσμως, ποσό, που περιλαμβάνει, κατά τα προαναφερόμενα και την εισφορά του ν. 128/1975, θα φέρεται σε χρέωση του λογαριασμού, θα κεφαλαιοποιείται και θα ανατοκίζεται ανά εξάμηνο. Υπό την ανωτέρω διατύπωση, η οποία είναι σαφής, ο όρος με τον οποίο μετακυλίεται στους δανειολήπτες (και συνακόλουθα και στον εγγυητή) η εισφορά του ν. 128/1975 είναι νόμιμος, καθώς είναι και διαφανής, αφού γίνεται ξεχωριστή αναφορά στην εισφορά αυτή και ορίζεται ότι θα ανέρχεται στο κατά νόμο προβλεπόμενο ποσοστό καθώς και ορίζεται, ρητώς, ότι θα ανατοκίζεται ανά εξάμηνο το ποσό του τόκου που προκύπτει από τον εκτοκισμό του κεφαλαίου με βάση το ανωτέρω επιτόκιο, το οποίο περιλαμβάνει και την εισφορά του ν. 128/1975. Κατά τα ανωτέρω, επομένως, ο δεύτερος λόγος της ανακοπής, πέραν της αοριστίας του, είναι απορριπτέος ως νόμω αβάσιμος, και ορθώς εφάρμοσε και ερμήνευσε το νόμο το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που τον απέρριψε ομοίως”. Με βάση τις παραδοχές αυτές, το Εφετείο απέρριψε τους άνω λόγους της έφεσης, με τους οποίους οι αναιρεσείοντες παραπονούνταν για την απόρριψη του άνω δεύτερου λόγου της ανακοπής τους, επικυρώνοντας έτσι την απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, που είχε αποφανθεί ομοίως. Έτσι, που έκρινε το Εφετείο ορθά, κατά τις νομικές σκέψεις που προηγήθηκαν, ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1 και 3 του ν. 128/1975, αναφορικά με τη μετακύλιση της εισφοράς του νόμου αυτού, της κεφαλαιοποίησης των τόκων και του ανατοκισμού αυτής και δεν εφάρμοσε τις διατάξεις του άρθρου 2 παρ. 6 και 7 του ν. 2251/1994, περί της ακυρότητας του όρου μετακύλισης της εισφοράς ως καταχρηστικού, οι οποίες δεν ήταν εφαρμοστέες στην ένδικη υπόθεση. Τούτο δε διότι, σύμφωνα με όσα ήδη εκτέθηκαν στη νομική σκέψη που προηγήθηκε, η μετακύλιση της παραπάνω εισφοράς, με όρο της επίδικης δανειακής σύμβασης, δεν αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 3 του ν. 128/1975, με την οποία καθορίζονται μεν ως υπόχρεοι για την καταβολή της τα πιστωτικά ιδρύματα και όχι οι δανειολήπτες καταναλωτές, χωρίς, όμως, να απαγορεύεται απ’ αυτήν η από κάποια άλλη διάταξη η συμβατική μετακύλισή της στους τελευταίους, εφόσον δε η μετακύλιση της εισφοράς είναι νόμιμη και εντάσσεται στα πλαίσια του ελεύθερου καθορισμού των επιτοκίων, καθώς προσαυξάνει το ποσοστό τους, λογίζεται, κατά το άρθρο 293 παρ. 1 εδ. α’ ΑΚ, ως τόκος και, συνεπώς, νομίμως ανατοκίζεται και κεφαλαιοποιείται μετά των λοιπών καθυστερούμενων τόκων, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 12 του ν. 2601/1998, αφού αποτελεί μέρος του ετήσιου πραγματικού επιτοκίου. Ο σχετικός δε όρος (ΓΟΣ) της επίδικης δανειακής σύμβασης, ελεγχόμενος μόνο από άποψη διαφάνειας, κρίνεται ως έγκυρος και διαφανής, ενόψει του ότι στη σύμβαση γίνεται, κατά τον καθορισμό του επιτοκίου, ειδική αναφορά για τη χρέωση των δανειοληπτών και με την εισφορά του ν. 128/1975, προσδιοριζόμενη σε ποσοστό επί τοις εκατό (0,12% ετησίως), αποτελούσα ουσιαστικά μέρος του επιτοκίου, με συνέπεια οι απαιτήσεις διαφάνειας και ενημέρωσης να έχουν ικανοποιηθεί. Επομένως, ο άνω από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, σχετικός τρίτος λόγος αναίρεσης, κατά το πρώτο και δεύτερο σκέλος αυτού (υπό στοιχ. 3, 3α) και ο μοναδικός πρόσθετος λόγος, με τους οποίους αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, παραβίαση των άνω διατάξεων, είναι απορριπτέοι, ως αβάσιμοι. Οι επιμέρους δε, εντασσόμενοι στους ίδιους πιο πάνω λόγους αναίρεσης, ισχυρισμοί των αναιρεσειόντων, περί εσφαλμένης εφαρμογής των άνω διατάξεων του ν. 128/1975, με την επίκληση ότι, ενώ με τη διάταξη του άρθρου 63 του μεταγενέστερου ν. 4607/2019, διευκρινίστηκε ότι η εισφορά του ν. 128/1975, “επιβάλλεται στις πάσης φύσεως χορηγήσεις πιστώσεων, στα υπόλοιπα αυτών, καθώς και στις πάσης φύσεως χρηματοπιστωτικές συμβάσεις ισοδυνάμου αποτελέσματος….”, πράγμα που σημαίνει ότι η εισφορά επιβαρύνει την πίστωση / δάνειο και ότι το χρηματοπιστωτικό ίδρυμα δεν είναι υπόχρεο για τον εν λόγω φόρο, αλλά υπόλογο έναντι του δημοσίου, ακολούθως το τελευταίο άρθρο καταργήθηκε, με την παρ. 1 του άρθρου 67 του ν. 4446/2019, με ισχύ από την 1-1-2020, με συνέπεια η εισφορά να βαρύνει αποκλειστικά τα πιστωτικά ιδρύματα και σε καμμιά περίπτωση τους δανειολήπτες, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι, καθώς οι άνω ρυθμίσεις, ουδεμία διαφοροποίηση επιφέρουν σε όσα ήδη έγιναν δεκτά σε σχέση με τη δυνατότητα μετακύλισης της εισφοράς στους δανειολήπτες, αφού με την πρώτη από τις άνω διατάξεις ρυθμίζεται η επιβολή της εισφοράς στις πιστώσεις που χορηγούνται από χρηματοδοτικά ιδρύματα, κατά την έννοια του σημείου 26 της παρ. 4 του άρθρου 4 του Κανονισμού EE 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Ιουνίου 2013, που λειτουργούν στην Ελλάδα ή στο εξωτερικό (βλ. άρθρο 63 του ν. 4607/2019, με τίτλο, Συμφωνία με Ασιατική Τράπεζα Υποδομών και Επενδύσεων, κλπ και αιτολογική έκθεση του νόμου αυτού), ενώ με τη δεύτερη καταργείται η εισφορά για εταιρίες Factoring και Leasing, με στόχο τη μείωση του κόστους χρηματοδότησής τους και συνεπώς λειτουργίας των μικρών επιχειρήσεων (βλ. αιτιολογική έκθεση του ν. 4446/2019, με τίτλο, “Φορολογική μεταρρύθμιση με αναπτυξιακή διάσταση για την Ελλάδα του αύριο). Περαιτέρω, η ανωτέρω ορθή αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης για τη μη νομιμότητα του δεύτερου λόγου ανακοπής στηρίζει αυτοτελώς το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, ως προς την απόρριψη του λόγου αυτού, κατόπιν δε αυτού, ο τρίτος λόγος της αίτησης αναίρεσης υπό στοιχ. 3δ, με τον οποίο πλήττεται, η επάλληλη αιτιολογία για την απόρριψη του άνω δεύτερου λόγου της ανακοπής, λόγω αοριστίας, κρίνεται αλυσιτελής και απορριπτέος (ΟλΑΠ 9/2011, ΟλΑΠ 3/1997, ΑΠ 99/2020, ΑΠ 507/2018). Ο ίδιος δε τρίτος λόγος αναίρεσης, κατά το μέρος που αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, για ανεπαρκείς αιτιολογίες, είναι απαράδεκτος, καθόσον το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του και όσον αφορά το λόγο αυτό της ανακοπής, δεν εισήλθε στην ουσία της διαφοράς και δεν διατύπωσε αποδεικτικό πόρισμα, αλλά δέχθηκε ότι ο λόγος αυτός είναι μη νόμιμος. Στη συνέχεια, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων, 623 και 624 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι μεταξύ των ουσιαστικών και διαδικαστικών προϋποθέσεων, με τη συνδρομή ή μη των οποίων μπορεί να ζητηθεί η έκδοση διαταγής πληρωμής, είναι αφενός η ύπαρξη χρηματικής απαίτησης του αιτούντος κατά του καθού η αίτηση οφειλέτη από ορισμένη έννομη σχέση και αφετέρου η απαίτηση αυτή, καθώς και το ποσό της να αποδεικνύονται με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο. Εάν η απαίτηση κατά του καθού η αίτηση ή το ποσό της δεν αποδεικνύονται εγγράφως, ο δικαστής οφείλει, κατ’ άρθρο 628 ΚΠολΔ, να μην εκδώσει διαταγή πληρωμής, εάν δε, παρά την έλλειψη της διαδικαστικής αυτής προϋπόθεσης, εκδοθεί διαταγή πληρωμής, τότε αυτή ακυρώνεται ύστερα από ανακοπή του οφειλέτη κατά τα άρθρα 632 και 633 ΚΠολΔ. Η ακύρωση της διαταγής πληρωμής για τον λόγο αυτό απαγγέλλεται λόγω διαδικαστικού απαραδέκτου ανεξαρτήτως της ύπαρξης και της δυνατότητας απόδειξης της απαίτησης με άλλα αποδεικτικά μέσα (ΟλΑΠ 10/1997, ΑΠ 341/2021, ΑΠ 51/2020). Εξάλλου με την ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής, η οποία, υπόκειται και στη ρύθμιση των άρθρων 583 επ. ΚΠολΔ, προβάλλονται λόγοι, είτε κατά του κύρους της διαταγής πληρωμής για έλλειψη διαδικαστικής προϋπόθεσης, είτε κατά της ύπαρξης της απαίτησης. Στη δίκη της ανακοπής δεν επανεκδικάζεται η υπόθεση καθολικά, αλλά μόνο στο μέτρο των υποβαλλόμενων λόγων ανακοπής. Οι λόγοι αυτοί, σε συνδυασμό με το αίτημα της ανακοπής, προσδιορίζουν την έκταση της εκκρεμοδικίας, που επέρχεται με την άσκηση της ανακοπής, και αναγκαία οριοθετούν το αντικείμενο της δίκης της ανακοπής (ΟλΑΠ 10/1997, ΑΠ 341/2021, ΑΠ 51/2020, 368/2018, ΑΠ 1943/2017). Συμπλήρωση ή μεταβολή της ιστορικής βάσης των λόγων της ανακοπής με τις προτάσεις ή την έφεση δεν επιτρέπεται (ΑΠ 1/2017, ΑΠ 991/2007, ΑΠ 339/2006), βάσει δε της ισχύουσας και στη δίκη της ανακοπής αρχής της συζήτησης, το δικαστήριο δεν δικαιούται να εξετάσει αυτεπαγγέλτως πλημμέλειες της διαταγής πληρωμής, που δεν προτάθηκαν παραδεκτά με κύριο ή πρόσθετο λόγο ανακοπής (ΑΠ 368/2019, ΑΠ 370/2012). Νέοι δε λόγοι ανακοπής, δεν επιτρέπεται να προταθούν από τον ανακόπτοντα, για πρώτη φορά στο Εφετείο, ακόμα και αν αυτοί αφορούν ισχυρισμούς που αναφέρονται στα άρθρα 269 και 527 του ΚΠολΔ, διότι έναντι των εν λόγω διατάξεων, κατισχύει ως ειδικότερη η διάταξη του άρθρου 585 παρ. 2 εδ. β του ΚΠολΔ, κατά την οποία νέοι λόγοι ανακοπής μπορούν να προταθούν μόνο με πρόσθετο δικόγραφο, που κατατίθεται στη γραμματεία του δικαστηρίου προς το οποίο απευθύνεται η ανακοπή και κοινοποιείται στον αντίδικο πριν από τη συζήτηση κατά τις στην ως άνω διάταξη διακρίσεις (923/2020, ΑΠ 99/2020, ΑΠ 1287/2012). Στην προκειμένη περίπτωση οι αναιρεσείοντες με τον τρίτο λόγο αναίρεσης, υπό στοιχ. 3β και 3γ και τους τέταρτο και πέμπτο λόγους της αίτησης αναίρεσης, αποδίδουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια από τον αριθμό 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ότι δηλαδή το Εφετείο παρά το νόμο δεν κήρυξε άκυρη τη διαταγή πληρωμής, λόγω διαδικαστικού απαράδεκτου, επικαλούμενοι ειδικότερα; α) με τους άνω υπό στοιχ. 3β και γ λόγους, ακυρότητα της διαταγής πληρωμής, για έλλειψη έγγραφης απόδειξης της απαίτησης για την οποία εκδόθηκε, αναφορικά με τις χρεώσεις από τη μετακύλιση της εισφοράς του ν. 128/1975 και μάλιστα διακριτά, β) με τον τέταρτο λόγο, έλλειψη πληρεξουσιότητας του πληρεξούσιου δικηγόρου του αναιρεσίβλητου, κατά την υποβολή της αίτησης ενώπιον του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με βάση την οποία εκδόθηκε, παράλειψη η οποία δεν ερευνήθηκε αυτεπαγγέλτως και με τον πέμπτο λόγο, έλλειψη έγγραφης απόδειξης της απαίτησης του αναιρεσίβλητου, με βάση τα προσκομισθέντα κατά την υποβολή της αίτησης αποσπάσματα από τα επίσημα εμπορικά βιβλία του αναιρεσίβλητου και την αναφερόμενη δικονομική σύμβαση, σχετικά με την αποδεικτική δύναμη αυτών, διαδικαστική προϋπόθεση η οποία ομοίως δεν ερευνήθηκε αυτεπαγγέλτως. Ωστόσο, από την επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων κατά την έρευνα των άνω αναιρετικών λόγων (άρθρ. 561 παρ. 2 του ΚΠολΔ), προκύπτει ότι, οι προβαλλόμενοι με την ανακοπή λόγοι για την ακύρωση της διαταγής πληρωμής, ήταν η ακυρότητα αυτής: α) λόγω της μη πληρότητας της αιτιολογίας της, με την παράλειψη της αναφοράς στο περιεχόμενο της, ότι ο εκδόσας αυτή δικαστής ερεύνησε αυτεπαγγέλτως την καταχρηστικότητα των όρων (ΓΟΣ) της δανειακής σύμβασης. Και, β) λόγω της ακυρότητας του διαλαμβανόμενου στη δανειακή σύμβαση όρου της μετακύλισης της εισφοράς του ν. 128/1975 στους δανειολήπτες και της κεφαλαιοποίησης και του ανατοκισμού αυτής. Τους λόγους αυτούς, μετά την απόρριφή τους, από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο επανέφεραν οι αναιρεσείοντες στο Εφετείο, με σχετικούς λόγους έφεσης, το οποίο με την προσβαλλόμενη απόφαση, απέρριψε τους λόγους αυτούς, με την προπαρατιθέμενη αιτιολογία και την έφεση ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν. Σύμφωνα δε με όσα αναφέρθηκαν στην προηγούμενη νομική σκέψη, οι πιο πάνω λόγοι της ένδικης ανακοπής, συνδεόμενοι με το σχετικό αίτημα για την ακύρωση της διαταγής πληρωμής, προσδιορίζουν την έκταση της εκκρεμοδικίας, που επήλθε με την άσκηση της ανακοπής, και αναγκαία οριοθετούν το αντικείμενο της δίκης, το δε δικαστήριο, πρωτοβάθμιο ή δευτεροβάθμιο, δεν δικαιούται να εξετάσει αυτεπαγγέλτως πλημμέλειες της διαταγής πληρωμής, που δεν προτάθηκαν παραδεκτά με κύριο ή πρόσθετο λόγο ανακοπής. Άλλοι λόγοι ακύρωσης της διαταγής πληρωμής, δεν προβλήθηκαν με την ένδικη ανακοπή και ως εκ τούτου ορθά δεν αποτέλεσαν αντικείμενο της πρωτοβάθμιας δίκης, ούτε, όμως, και της έκκλητης δίκης. Επομένως, οι άνω λόγοι αναίρεσης από τον αριθμό 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, που αφορούν πλημμέλειες της διαταγής πληρωμής, οι οποίες δεν προβλήθηκαν με ανακοπή, είναι απορριπτέοι, ως απαράδεκτοι. Τέλος, μη υπάρχοντος άλλου λόγου προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολο της η αίτηση αναίρεσης, καθώς και οι πρόσθετοι αυτής λόγοι, να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες, λόγω της ήττας τους, στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου, που κατέθεσε προτάσεις κατά το σχετικό νόμιμο αίτημάτου (άρθρα 106, 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ) και να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο δημόσιο ταμείο (άρθρ. 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 27-7-2020 (αρ. καταθ. 636/28-7-2020) αίτηση αναίρεσης και τους από 16-12-2021 (αρ. καταθ. 143/16-12-2021) πρόσθετους λόγους για αναίρεση της με αριθμό 358/2020 τελεσίδικης απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.
Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου που κατατέθηκε από τους αναιρεσείοντες για την άσκηση της αναίρεσης, στο δημόσιο ταμείο.
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου, τα οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 27 Ιουνίου 2022.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 3 Αυγούστου 2022.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ