Αριθμός 1549/2022
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ’ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Γεώργιο Χριστοδούλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Μαρία Μουλιανιτάκη, Μαρουλιώ Δαβίου-Απέργη, Μαρία Κουφούδη, Σοφία Πολύζου-Θεοχαρίδη – Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, την 2α Φεβρουαρίου 2022, με την παρουσία και του Γραμματέα Παναγιώτη Μπούκη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1) Χ. Κ. του Σ. και Π., κατοίκου …, 2) Δ. Γ. του Α. και Μ., κατοίκου …, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Διονύση Κοντομηνά με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και δεν κατέθεσαν προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 16-5-2016 αίτηση (άρθρου 6 παρ. 3 ν. 2664/1998) των ήδη αναιρεσειόντων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1286/2016 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 1214/2019 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 13-7-2020 αίτησή τους.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την κρινόμενη από 13-7-2020 αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η εκδοθείσα, κατά την διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας, με αριθμό 1214/2019 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, που απέρριψε την έφεση των αιτούντων και ήδη αναιρεσειόντων, κατά της 1286/2016 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία είχε απορριφθεί αίτησή τους για διόρθωση ανακριβούς πρώτης εγγραφής ακινήτου στα κτηματολογικά βιβλία του κτηματολογικού γραφείου Βύρωνα Αττικής. Η αίτηση ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα και, συνεπώς, είναι παραδεκτή (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564 παρ. 3, 566 παρ.1 ΚΠολΔικ), πρέπει δε να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 577 παρ.3 ΚΠολΔικ).
Σύμφωνα με τις παρ. 2α, εδ.α’, 3α’, αα, ββ και στ’ του άρθρου 6 του Ν. 2664/1998, όπως αυτός ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο (2016) και η τελευταία περίπτωση προστέθηκε με το άρθρο 37 παρ. 2 Ν. 4315/2014 “Σε περίπτωση ανακριβούς πρώτης εγγραφής μπορεί να ζητηθεί, με αγωγή ενώπιον του αρμόδιου καθ` ύλην και κατά τόπον Πρωτοδικείου, η αναγνώριση του δικαιώματος που προσβάλλεται με την ανακριβή εγγραφή και η διόρθωση, ολικά ή μερικά, της πρώτης εγγραφής(παρ. 2α’). “Στην περίπτωση των αρχικών εγγραφών με την ένδειξη “αγνώστου ιδιοκτήτη” κατά την έννοια της παραγράφου 1 του άρθρου 9, όταν ζητείται η διόρθωση αντί της προβλεπόμενης στην παράγραφο 2 αγωγής, η διόρθωση μπορεί να ζητηθεί με αίτηση εκείνου που ισχυρίζεται ότι έχει εγγραπτέο στο Κτηματολόγιο δικαίωμα, η οποία υποβάλλεται ενώπιον του Κτηματολογικού Δικαστή της τοποθεσίας του ακινήτου και, μέχρις ότου ορισθεί αυτός, στο Μονομελές Πρωτοδικείο της τοποθεσίας του ακινήτου που δικάζει κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας. Εντός προθεσμίας είκοσι (20) ημερών από την κατάθεση της αιτήσεως του πρώτου εδαφίου και επί ποινή απαραδέκτου, η αίτηση αυτή κοινοποιείται από τον αιτούντα στο Ελληνικό Δημόσιο και εγγράφεται στο κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου. Τα ανωτέρω ισχύουν και στην περίπτωση της κύριας παρέμβασης. Εάν στο κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου έχουν ήδη καταχωρισθεί και άλλες αιτήσεις ή κύριες παρεμβάσεις με αντίστοιχο περιεχόμενο, η μεταγενέστερη αίτηση κοινοποιείται από τον αιτούντα επί ποινή απαραδέκτου και εντός της ως άνω προθεσμίας στους προηγούμενους αιτούντες ή κυρίως παρεμβαίνοντες. Η κοινοποίηση της αιτήσεως στις ανωτέρω περιπτώσεις γίνεται με επίδοση επικυρωμένου αντιγράφου της. Εφόσον η αίτηση γίνει τελεσιδίκως δεκτή, διορθώνεται η εγγραφή. Εάν η αίτηση απορριφθεί ως νομικά ή ουσιαστικά αβάσιμη, ο αιτών μπορεί να ασκήσει αγωγή κατά του Ελληνικού Δημοσίου υπό τις προϋποθέσεις της παραγράφου 2. Η κατάθεση και κοινοποίηση, σύμφωνα με τα παραπάνω, της αίτησης για τη διόρθωση της εγγραφής διακόπτει την προθεσμία για την έγερση της αγωγής της παραγράφου 2. Η προθεσμία που διακόπηκε θεωρείται σαν να μη διακόπηκε, αν ο αιτών παραιτηθεί από την αίτηση ή αν αυτή απορριφθεί τελεσιδίκως για οποιονδήποτε λόγο. Αν ο δικαιούχος ασκήσει κατά του Ελληνικού Δημοσίου την αγωγή της παραγράφου 2 μέσα σε έξι (6) μήνες από την παραίτηση από την αίτηση ή από την τελεσίδικη απόρριψη της, θεωρείται ότι η προθεσμία διακόπηκε με την κατάθεση και κοινοποίηση της αίτησης αυτής (περ.α’)”. “Όταν η διόρθωση αφορά σε ανακριβή αρχική εγγραφή δικαιώματος που έχει καταχωριστεί μερικά με την ένδειξη “αγνώστου ιδιοκτήτη” και μερικά υπέρ τρίτου προσώπου που αναγράφεται ως δικαιούχος, τότε ασκείται η αγωγή της παραγράφου 2, που απευθύνεται κατά του Ελληνικού Δημοσίου και κατά του αναγραφόμενου ως δικαιούχου του δικαιώματος στο οποίο αφορά η εγγραφή κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στην παράγραφο αυτή. Το ίδιο ισχύει και για τη διόρθωση αρχικών εγγραφών επί ακινήτου, που τμήματα του έχουν καταχωριστεί με την ένδειξη “αγνώστου ιδιοκτήτη” και υπέρ τρίτου προσώπου που αναγράφεται ως δικαιούχος (περ. αα’)”. “Κατ` εξαίρεση όσων ορίζονται στην περίπτωση α`, όταν πρόκειται για διόρθωση αρχικής εγγραφής επί γεωτεμαχίου με την ένδειξη “αγνώστου ιδιοκτήτη” κατά την έννοια της παραγράφου 1 του άρθρου 9 και ο δικαιούχος επικαλείται ως τίτλο κτήσης την έκτακτη χρησικτησία, ασκείται η αγωγή της παραγράφου 2 που απευθύνεται κατά του Ελληνικού Δημοσίου (περ. ββ’)”. “Όταν ο τίτλος κτήσης του δικαιώματος που προσβάλλεται με την ανακριβή εγγραφή και για το οποίο ζητείται η διόρθωση είναι χρησικτησία, η συμπλήρωση της νομής υπολογίζεται κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής της παραγράφου 2 ή της αίτησης της περίπτωσης α` της παρούσας παραγράφου, υπό την επιφύλαξη των οριζομένων στην υποπερίπτωση ββ` της ίδιας περίπτωσης της παρούσας παραγράφου και εντός της προθεσμίας που ορίζεται στις περιπτώσεις α` και β` της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου. Η διάταξη του προηγούμενου εδαφίου εφαρμόζεται και στις αγωγές και αιτήσεις που ασκήθηκαν πριν από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου υπό την προϋπόθεση ότι δεν έχουν ακόμη συζητηθεί σε πρώτο ή δεύτερο βαθμό. Οι διατάξεις των προηγούμενων δύο εδαφίων δεν θίγουν τις σχετικές διατάξεις που ισχύουν για το Δημόσιο και ιδίως εκείνες των περιπτώσεων α` και β` της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του ν. 3127/2003 (περ. στ’)”. Εξάλλου, κατά το άρθρο 559 αριθ. 14 του ΚΠολΔ, υπάρχει λόγος αναίρεσης, αν το δικαστήριο παρά το νόμο κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από δικαίωμα ή απαράδεκτο. Ο λόγος αυτός αναίρεσης αναφέρεται σε ακυρότητες, εκπτώσεις από δικαιώματα και απαράδεκτα από το δικονομικό μόνο δίκαιο, η δε ακυρότητα πρέπει να έχει λάβει χώρα ενώπιον του δικάζοντος δικαστηρίου (ΑΠ 774/2019, ΑΠ 93/2018).
Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχτηκε σχετικά με το παραδεκτό της αίτησης των αναιρεσειόντων, τα εξής: “Με την υπό κρίση αίτησή τους, οι αιτούντες, ισχυρίζονται ότι από το Σεπτέμβριο του έτους 1992 και μέχρι την άσκηση της αίτησής τους (17-5-2016), ήτοι για χρονικό διάστημα που υπερβαίνει την 20ετία νέμονται συνεχώς και αδιατάρακτα την οριζόντια ιδιοκτησία-διαμέρισμα από κοινού και σε ίση μοίρα ο καθένας τους ασκώντας αυτήν με διάνοια κυρίου όλες τις πράξεις φυσικής εξουσίασής της και συνεπώς αυτή περιήλθε στη συγκυριότητα τους, κατά τα προαναφερόμενα εξ αδιαιρέτου ποσοστά, με πρωτότυπο τρόπο, ήτοι λόγω έκτακτης χρησικτησίας. Από τον ισχυρισμό των αιτούντων και κατά τα αναφερθέντα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, κατά το έτος 2006 και ειδικότερα την 20-2-2006, που ορίστηκε ημερομηνία έναρξης του κτηματολογίου στην περιοχή του Δήμου Βύρωνα Αττικής, δεν είχε συμπληρωθεί εικοσαετής νομή των αιτούντων επί του συγκεκριμένου ακινήτου, δεδομένου ότι κρίσιμος χρόνος για την ύπαρξη εμπραγμάτου δικαιώματος, που προσβάλλεται με τις ανακριβείς πρώτες εγγραφές είναι αυτός την έναρξης του κτηματολογίου σε μια περιοχή όπως καθορίζεται με σχετική απόφαση του ΟΚΧΕ.
Συνεπώς, κατά την έναρξη ισχύος του κτηματολογίου στον συγκεκριμένο Δήμο κατά την προαναφερθείσα ημερομηνία οι αιτούντες δεν είχαν υφιστάμενο εμπράγματο δικαίωμα στο συγκεκριμένο ακίνητο προς δήλωση, όπως απαιτείται εκ του νόμου”.
Επομένως, πρέπει να εγερθεί η αγωγή της παρ. 2 του άρθρου 6 ν. 2664/1998 (αμφισβητούμενη δικαιοδοσία) που απευθύνεται κατά του Ελληνικού Δημοσίου απαιτουμένης και της κλήσης των οικοπεδούχων να παραστούν κατά την εκδίκαση της αγωγής αυτής και όχι η αίτηση της παρ. 3 του ίδιου ως άνω άρθρου (εκουσία δικαιοδοσία), η οποία έχει ασκηθεί απαραδέκτως.
Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που δέχθηκε τα ίδια έστω και με διαφορετική αιτιολογία η οποία αντικαθίσταται από την παρούσα, δεν έσφαλε και ορθά εφάρμοσε το νόμο και πρέπει απορριπτομένου του σχετικού λόγου έφεσης να απορριφθεί η έφεση στο σύνολό της ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν…”. Στη συνέχεια το Εφετείο επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση, απορρίπτοντας ως ουσιαστικά αβάσιμη την έφεση των αιτούντων-αναιρεσειόντων. Με την προσβαλλομένη απόφασή του το Εφετείο, όπως προκύπτει από αυτήν, έκρινε ότι η αίτηση των ήδη αναιρεσειόντων έχει ασκηθεί απαραδέκτως, διότι κατά την έναρξη ισχύος του κτηματολογίου στο Δήμο Βύρωνα Αττικής, ήτοι την 20-2-2006, δεν είχε συμπληρωθεί εικοσαετής άσκηση νομής αυτών επί της οριζόντιας ιδιοκτησίας που αναφερόταν σ’ αυτήν (αίτηση), η οποία, κατά τα ιστορούμενα, είχε αρχίσει από τον Σεπτέμβριο του έτους 1992 και επομένως αυτοί δεν είχαν υφιστάμενο εμπράγματο δικαίωμα στο ως άνω ακίνητο προς εγγραφή στα κτηματολογικά βιβλία. Όμως, σύμφωνα με τα αναφερθέντα στην πιο πάνω νομική σκέψη, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 6 παρ.3 περ. στ’του ν. 2664/1998, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 37 παρ. 2 του ν. 4315/2014, ήτοι πριν την άσκηση της ένδικης αίτησης, όταν ο τίτλος κτήσης του δικαιώματος για το οποίο ζητείται η διόρθωση είναι χρησικτησία, η συμπλήρωση της νομής υπολογίζεται κατά το χρόνο άσκησης της αίτησης, ήτοι στην προκείμενη περίπτωση την 17-5-2016 με αποτέλεσμα οι αναιρεσείοντες να έχουν συμπληρώσει εικοσαετή άσκηση νομής επί του ακινήτου. Επομένως, το Εφετείο, το οποίο έκρινε ότι η αίτηση έχει ασκηθεί απαραδέκτως, ενώ ήταν παραδεκτή, παρά το νόμο κήρυξε απαράδεκτο, υποπίπτοντας, έτσι, στην από τον αριθμό 14 πλημμέλεια του άρθρου 559 ΚΠολΔ και πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος ο σχετικός λόγος αναίρεσης, με τον οποίο προβάλλεται η ανωτέρω πλημμέλεια.
Συνεπώς, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, που θα συγκροτηθεί, όμως, από άλλο δικαστή, εκτός από εκείνον που εξέδωσε την αναιρούμενη απόφαση (άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ) και να διαταχθεί η επιστροφή στους αναιρεσείοντες του παραβόλου που κατέθεσαν (άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ’ αριθμ. 1214/2019 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.
Παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, που θα συγκροτηθεί από άλλο δικαστή, εκτός από εκείνον που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση.
Διατάσσει την επιστροφή του κατατεθέντος παραβόλου στους αναιρεσείοντες.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 7 Ιουνίου 2022.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 15 Σεπτεμβρίου 2022.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ