Αριθμός 1767/2022
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ’ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Γεώργιο Χριστοδούλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Μαρία Μουλιανιτάκη-Εισηγήτρια, Μαρουλιώ Δαβίου-Απέργη, Μαρία Κουφούδη, Γεώργιο Καλαμαρίδη, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, την 6η Απριλίου 2022, με την παρουσία και του Γραμματέα Παναγιώτη Μπούκη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Α. Κ. του Γ., συζ. Χ. Π., κατοίκου …, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Μαρία Μισαηλίδου με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Α. Κ. του Γ., 2) Γ. Κ. του Α., κατοίκων …, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ιωάννη Ψιλογιάννη και κατέθεσαν προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 10-10-2017 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 3157/2019 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 1695/2020 του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 23-4-2020 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων ζήτησε την απόρριψη της αιτήσεως και την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την κρινόμενη από 23/04/2020 αίτηση αναιρέσεως προσβάλλεται η αριθμ. 1695/2020 τελεσίδικη απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλινίκης, που εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία. Η ανωτέρω αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, είναι συνεπώς παραδεκτή (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564, 566§1, 577§1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρ. 571, 577§3 ΚΠολΔ). Α. 1. Σύμφωνα με το άρθρο 1788ΑΚ το δικαίωμα για την ακύρωση διάταξης τελευταίας βούλησης παραγράφεται δυο χρόνια μετά τη δημοσίευση της διαθήκης. Η παραγραφή αυτή αναφέρεται αποκλειστικά σε ακυρώσιμη διαθήκη. Περαιτέρω, κατά το εδ. α’ της παρ. 1 του άρθρου 261 ΑΚ, η παραγραφή διακόπτεται με την άσκηση της αγωγής, δηλαδή με την επίδοση αναγνωριστικής ή καταψηφιστικής αγωγής (ΑΠ 953/2012), ενώ κατά το εδ. β’ του ίδιου άρθρου, η παραγραφή που διακόπηκε με τον τρόπο αυτόν αρχίζει και πάλι από την έκδοση τελεσίδικης απόφασης ή την κατ’ άλλον τρόπο περάτωση της δίκης. Εξάλλου, κατά το άρθρο 263 Α. Κ. , κάθε παραγραφή που διακόπηκε με την έγερση της αγωγής θεωρείται σαν να μη διακόπηκε αν ο ενάγων παραιτηθεί από την αγωγή ή η αγωγή απορριφθεί τελεσιδίκως για λόγους μη ουσιαστικούς, αν δε ο δικαιούχος εγείρει και πάλι την αγωγή μέσα σε έξι μήνες η παραγραφή θεωρείται ότι έχει διακοπεί με την προηγούμενη αγωγή. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι κάθε ασκούμενη (επόμενη) αγωγή είτε για να διακόψει την εκ νέου αρχόμενη παραγραφή του άρθρου 261 ΑΚ, είτε για να θεωρηθεί ότι η παραγραφή του άρθρου 263 ΑΚ έχει διακοπεί με την αρχικώς εγερθείσα αγωγή, για να έχει τα ανωτέρω αποτελέσματα, πρέπει να έχει την ίδια με την αρχική ιστορική και νομική αιτία, δηλαδή να στηρίζεται στο ίδιο νομικό γεγονός το παραγωγικό, τροποποιητικό ή αποσβεστικό της συγκεκριμένης έννομης σχέσης ή συνέπειας. Ειδικότερα, ταυτότητα ιστορικής αιτίας υπάρχει, όταν τα παρατιθέμενα και συγκροτούντα το πραγματικό της στην προηγούμενη αγωγή εφαρμοστέας ουσιαστικής διάταξης περιστατικά, που ήσαν αναγκαία για την κατάφαση ή άρνηση της διαγνωστέας έννομης συνέπειας, είναι τα ίδια με αυτά που συνθέτουν το πραγματικό της εφαρμοστέας στην νέα δίκη διάταξης. Εάν, όμως, η μεταγενέστερη αγωγή στην ιστορική της βάση περιλαμβάνει, ως στοιχεία της και νέα, πρόσθετα, περιστατικά, δυνάμενα να υπαχθούν σε διαφορετικό ουσιαστικό κανόνα δικαίου, προβλέποντα την επέλευση της διά της νέας αγωγής επικαλούμενης έννομης συνέπειας, δεν υφίσταται η προαναφερόμενη αναγκαία προϋπόθεση και μάλιστα ανεξαρτήτως εάν τα πρόσθετα αυτά περιστατικά υφίσταντο και ήταν δυνατόν να προταθούν δια της προηγούμενης αγωγής, καθώς και εάν το υλικό αντικείμενο της νέας δίκης ταυτίζεται με εκείνο της προηγούμενης. Τούτο δε διότι στην περίπτωση αυτή δεν επιδιώκεται η διαφορετική νομική αξιολόγηση του ίδιου ιστορικού συμβάντος, αλλ` η αυθεντική διάγνωση έννομης σχέσης ή συνέπειας με την επίκληση νέων περιστατικών γενεσιουργών αυτής κατά νόμο, τα οποία, όμως, δεν απετέλεσαν αντικείμενο της προηγηθείσας αγωγής(ΑΠ198/2021, ΑΠ1267/2017). Έτσι, δεν υπάρχει ταυτότητα ιστορικής και νομικής αιτίας, υπό την προεκτεθείσα έννοια, όταν αντικείμενο της αγωγής που προηγήθηκε ήταν αγωγή περί κλήρου του νομίμου μεριδούχου για απόδοση της κληρονομίας ή αντικειμένου αυτής (άρθρο 1871ΑΚ), κατά το ποσοστό του δικαιώματος της νόμιμης μοίρας του, ενώ αντικείμενο της μεταγενέστερης αγωγής είναι η ακύρωση της διαθήκης, λόγω απάτης(ΑΠ2046/2017). 2. Από τις διατάξεις των άρθρων 1719 αρ. 3 ΑΚ, όπως ήδη ισχύει μετά την τροποποίηση της με τη διάταξη του άρθρου 30 του Ν. 2447/1996 και 216 ΚΠολΔικ, συνάγεται ότι αναγκαία στοιχεία της αγωγής για ακύρωση διαθήκης, λόγω ανικανότητας, κατά το χρόνο της συντάξεώς της, του διαθέτη λόγω μη συνείδησης των πραττομένων ή ψυχικής ή διανοητικής διαταραχής, που περιορίζει αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησής του, είναι ο θάνατος διαθέτη σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο, η ύπαρξη της διαθήκης νόμιμα δημοσιευμένης, τα στοιχεία εννόμου συμφέροντος του ενάγοντος, η ανικανότητα του διαθέτη κατά το χρόνο σύνταξης της διαθήκης και ο λόγος της ανικανότητάς του για σύνταξη διαθήκης, ήτοι έλλειψη συνείδησης των πράξεων και ψυχική ή διανοητική διαταραχή, καθώς επίσης πρέπει να καθορίζονται τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίζεται η κατάσταση του διαθέτη και κυρίως τα αίτια που την προκάλεσαν, ενώ δεν είναι απαραίτητη η αναφορά συγκεκριμένης νόσου, η οποία μπορεί να είναι οποιαδήποτε και αδιάγνωστη ακόμη, γιατί επιρροή ασκεί το καθοριζόμενο αποτέλεσμα και της στερήσεως της συνειδήσεως των πράξεών του και της βουλήσεώς του(ΑΠ2169/2014). 3. Σύμφωνα με το άρθρο 220 παρ. 1 Κ. Πολ. Δ. αγωγές στις οποίες συμπεριλαμβάνονται και οι αναγνωριστικές ή ανακοπές εμπράγματες, μεικτές ή νομής, εκτός από τα ασφαλιστικά μέτρα νομής, οι οποίες αφορούν ακίνητα, εγγράφονται, ύστερα από αίτηση του ενάγοντος ή ανακόπτοντος στα βιβλία διεκδικήσεων του γραφείου της περιφέρειας όπου βρίσκεται το ακίνητο, μέσα σε τριάντα ημέρες από την κατάθεσή τους, διαφορετικά απορρίπτονται και αυτεπαγγέλτως ως απαράδεκτες. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι εγγράφεται στα βιβλία διεκδικήσεων και η περί κλήρου αγωγή, αν στην κληρονομία περιέχονται και ακίνητα, διότι ο λόγος, για τον οποίο θεσπίστηκε η διάταξη αυτή, δηλαδή η προστασία των τρίτων, συντρέχει και στην περίπτωση που ασκείται η προαναφερόμενη αγωγή (Α. Π. 1290/2002). 4. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, αναίρεση, για ευθεία παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, επιτρέπεται, αν το δικαστήριο της ουσίας ερμήνευσε εσφαλμένα τον κανόνα αυτό, του προσέδωσε, δηλαδή, έννοια διαφορετική από την αληθινή ή αν δεν τον εφάρμοσε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αν τον εφάρμοσε, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, απαιτώντας περισσότερα ή αρκούμενο σε λιγότερα, αντίστοιχα, στοιχεία από όσα αξιώνει ο νόμος για την εφαρμογή του ή αν τον εφάρμοσε εσφαλμένα (ΟλΑΠ 7/2006). Η νομική αοριστία της αγωγής, στηρίζει λόγο αναίρεσης για παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου (άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ), συντρέχει δε αν το δικαστήριο για τη θεμελίωση της αγωγής στο συγκεκριμένο κανόνα ουσιαστικού δικαίου αρκέστηκε σε στοιχεία λιγότερα ή αξίωσε περισσότερα από εκείνα που ο κανόνας αυτός απαιτεί για τη γένεση του οικείου δικαιώματος, κρίνοντας αντιστοίχως νόμιμη ή μη στηριζόμενη στο νόμο την αγωγή. Αντίθετα η ποσοτική ή ποιοτική αοριστία της αγωγής, η οποία υπάρχει όταν δεν εκτίθενται στην αγωγή όλα τα στοιχεία που απαιτούνται κατά νόμο για τη στήριξη του αιτήματος της αγωγής, τα πραγματικά, δηλαδή, περιστατικά που απαρτίζουν την ιστορική βάση της αγωγής και προσδιορίζουν το αντικείμενο της δίκης, δημιουργεί λόγους αναίρεσης από το άρθρο 559 αριθ. 8 και 14 του ΚΠολΔ. (ΑΠ595/2016, ΑΠ327/2012, ΑΠ 1435/2010). Εξάλλου, ο αναιρετικός λόγος από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 Κ. Πολ. Δ καθιδρύεται αν το δικαστήριο, παρά το νόμο, έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. “Πράγματα” δε, θεωρούνται οι αυτοτελείς ισχυρισμοί των διαδίκων, που συγκροτούν την ιστορική βάση και επομένως θεμελιώνουν το αίτημα της αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος καθώς και οι κύριοι ή πρόσθετοι λόγοι έφεσης, που αφορούν αυτοτελείς πραγματικούς ισχυρισμούς και όχι οι ισχυρισμοί που αποτελούν άρνηση της αγωγής ή μη έχοντα αυτοτέλεια επιχειρήματα νομικά ή πραγματικά, τα οποία αντλούνται από το νόμο ή την εκτίμηση των αποδείξεων (Ολ. ΑΠ 3/1997, ΑΠ 1/2019, ΑΠ 933/2018). Ο λόγος αυτός ιδρύεται και όταν από εσφαλμένη εκτίμηση του δικογράφου της αγωγής, το οποίο παραδεκτά ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο (άρθρ. 561 παρ. 2 ΚΠολΔ), το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη τα στηρίζοντα το δικαίωμα και εκτιθέμενα στην αγωγή περιστατικά (ΑΠ 566/2021, ΑΠ 1734/2019, ΑΠ 866/2017, ΑΠ 38/2016). Στην προκείμενη περίπτωση, η αναιρεσείουσα με την ένδικη αγωγή της ζήτησε, αφενός την αναγνώριση της ακυρότητας της αριθμ. … δημόσιας διαθήκης του αποβιώσαντος στις 01/10/2015 πατέρα της Γ. Κ., επικαλούμενη την ανικανότητά του για τη σύνταξη αυτής, εξαιτίας του ότι, κατά τον κρίσιμο χρόνο της σύνταξής της, δεν είχε συνείδηση των πράξεών του, καθόσον αδυνατούσε να συλλάβει τη σημασία της δημόσιας διαθήκης και των έννομων συνεπειών της, επειδή δεν γνώριζε γραφή και ανάγνωση, είχε δε θολώσει το μυαλό του, εξαιτίας της ψυχολογικής πίεσης, που του ασκούσαν, οι τετιμημένοι εναγόμενοι ήδη αναιρεσίβλητοι, γιος και εγγονός, αντίστοιχα, και αφετέρου την ακύρωση της ίδιας διαθήκης, καθόσον ο διαθέτης, κατά τον κρίσιμο χρόνο της σύνταξής της, τελούσε σε πλήρη εξάρτηση από τους εναγομένους, οι οποίοι τον είχαν πείσει ότι η ζωή του εξαρτάτο από αυτούς, δημιουργώντάς του αίσθημα ανασφάλειας και φόβου. Ζήτησε επίσης, μετά την αναγνώριση της ακυρότητας ή την ακύρωση της επίμαχης δημόσιας διαθήκης, σωρεύοντας στο αγωγικό δικόγραφο και την περί κλήρου αγωγή, να αναγνωρισθεί το κληρονομικό της δικαίωμα ως εξ αδιαθέτου κληρονόμου του αποβιώσαντος πατέρα της, επί των αναφερόμενων στην προσβαλλόμενη διαθήκη κληρονομιαίων ακινήτων, που ανέρχεται στο 50% εξ αδιαιρέτου και να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, οι οποίοι αντιποιούνται τούτο (κληρονομικό της δικαίωμα) να της αποδώσουν τα επίδικα κληρονομιαία ακίνητα, κατά το ως άνω ποσοστό εξ αδιαιρέτου. Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα η ένδικη αγωγή, καθό μέρος η ενάγουσα επιχειρεί να θεμελιώσει την ακυρότητα της επίμαχης διαθήκης στη διάταξη του άρθρου 1719 αριθμ. 3 ΑΚ, ήτοι στην έλλειψη συνείδησης του διαθέτη, δεν είναι νόμιμη (νομική αοριστία), διότι δεν προσδιορίζονται στο αγωγικό δικόγραφο, σύμφωνα με την προεκτεθείσα νομική σκέψη, όλα τα αναγκαία πραγματικά περιστατικά ως προς την ανικανότητα του διαθέτη για τη σύνταξη της επίμαχης διαθήκης, εξαιτίας της έλλειψης συνείδησης των πράξεών του, κυρίως δε τα αίτια που την προκάλεσαν, κατά τον κρίσιμο χρόνο σύνταξης της διαθήκης. Επομένως, το Εφετείο που με την προσβαλλόμενη απόφασή του απέρριψε ως μη νόμιμη, λόγω (νομικής) αοριστίας την πιο πάνω αγωγή, αναφορικά με τη συνδρομή της προαναφερόμενης προϋπόθεσης για την αναγνώριση της ακυρότητας της διαθήκης, δεν υπέπεσε στην από τον αρ. 1α’του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια.
Συνεπώς, ο συναφής πρώτος, κατά το δεύτερο σκέλος, λόγος αναίρεσης, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμος. Επίσης, όπως προκύπτει από την επισκόπηση της αγωγής, το προεκτεθέν περιεχόμενό της και από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης, το Εφετείο δεν παρέλειψε, παρά το νόμο, να λάβει υπόψη όλα τα πραγματικά περιστατικά της ιστορικής βάσης της αγωγής, αναφορικά με την αναγνώριση της ακυρότητας της επίμαχης διαθήκης, λόγω έλλειψης συνείδησης του διαθέτη.
Συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο δεύτερος αναιρετικός λόγος, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλομένη η από τον αριθμό 8β’ του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, συνισταμένη στο ότι το Εφετείο, απορρίπτοντας την αγωγή αναφορικά με τη βάση της για την αναγνώριση της ακυρότητας της επίμαχης διαθήκης, λόγω έλλειψης συνείδησης του διαθέτη, δεν έλαβε υπόψη όλα τα πραγματικά περιστατικά της ιστορικής βάσης της αγωγής. Περαιτέρω, από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης και του περιεχομένου του δικογράφου της αγωγής (άρθρο 561 παρ. 2 Κ. Πολ. Δ. ) προκύπτει ότι το παρεπόμενο αίτημα της αγωγής αυτής ήταν η αναγνώριση του κληρονομικού δικαιώματος της αναιρεσείουσας στα κληρονομιαία ακίνητα, που ανέρχεται στο 50% εξ αδιαιρέτου και η απόδοση στην ενάγουσα από τους εναγομένους αυτών (κληρονομιαίων ακινήτων), κατά το ποσοστό αυτό, οι οποίοι αντιποιούνται το κληρονομικό της δικαίωμα, σώρευση, δηλαδή, στο αγωγικό δικόγραφο και αγωγής περί κλήρου. Το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών, ενώπιον του οποίου ασκήθηκε η αγωγή, με την 3157/2019 οριστική απόφασή του, απέρριψε την αγωγή κατά το ανωτέρω μέρος ως απαράδεκτη, διότι δεν έγινε εγγραφή αυτής στα βιβλία διεκδικήσεων και το Εφετείο Αθηνών, ενώπιον του οποίου η αναιρεσείουσα παραπονέθηκε για την ως άνω απόρριψη της αγωγής της, με την προσβαλλόμενη απόφαση επικύρωσε την απόφαση του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου. Επομένως, ενόψει ότι, σύμφωνα με την προεκτεθείσα νομική σκέψη, η ένδικη περί κλήρου αγωγή επί ποινή απαραδέκτου έπρεπε να εγγραφεί στα βιβλία διεκδικήσεων ο πρώτος, κατά το τρίτο σκέλος και ο τρίτος λόγος αναίρεσης από τον αρ. 14 του άρθρου 559 Κ. Πολ. Δ. , με τον οποίο η αναιρεσείουσα μέμφεται το Εφετείο ότι, παρά το νόμο, κήρυξε απαράδεκτη την αγωγή της, κατά το προαναφερόμενο αίτημα, λόγω μη εγγραφής αυτής στα βιβλία διεκδικήσεων, είναι αβάσιμοι. Τέλος, το Εφετείο, ενώπιον του οποίου η αναιρεσείουσα παραπονέθηκε για την απόρριψη της αγωγής της, ως προς τη σωρευόμενη βάση της για την ακύρωση της ένδικης διαθήκης λόγω απάτης του διαθέτη, που μετήλθαν οι εναγόμενοι τετιμημένοι, κατά παραδοχή της προταθείσας από αυτούς ένστασης παραγραφής και απόρριψης της προταθείσας από αυτήν αντένστασης διακοπής της παραγραφής, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης (άρθρ. 561 παρ. 2 ΚΠολΔ), μετά από συνεκτίμηση των νομίμων σ` αυτό επικληθέντων και προσκομισθέντων αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη κρίση του, αναφορικά με τον σχετικό πρώτο, κατά το πρώτο σκέλος, αναιρετικό λόγο, τα ακόλουθα: <<Ο πατέρας της ενάγουσας και του πρώτου εναγομένου και παππούς από την πατρική γραμμή του δεύτερου εναγομένου, Γ. Κ. του Α., κάτοικος …, απεβίωσε την 1-10-2015, στη Θεσσαλονίκη, αφήνοντας μόνους πλησιέστερους συγγενείς του, τα δύο τέκνα του, δηλαδή την ενάγουσα και τον πρώτο εναγόμενο. Ο αποβιώσας κατέλιπε την υπ’ αριθμ. … δημόσια διαθήκη του, η οποία συντάχθηκε ενώπιον της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Ειρήνης Ζησοπούλου και δημοσιεύθηκε νόμιμα με το υπ’ αριθμ. … πρακτικό δημοσίευσης δημόσιας διαθήκης του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης, δυνάμει της οποίας εγκατέστησε κληρονόμους του τα δύο τέκνα του, δηλαδή την ενάγουσα και τον πρώτο εναγόμενο, καθώς και τον δεύτερο εναγόμενο, εγγονό του, υιό του πρώτου εναγομένου. Οι εναγόμενοι με τις έγγραφες προτάσεις τους ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, ισχυρίσθηκαν ότι το προς ακύρωση της διαθήκης δικαίωμα της ενάγουσας υπέπεσε στη διετή παραγραφή του άρθρου 1788 ΑΚ, καθόσον η διαθήκη δημοσιεύθηκε στις 11-11-2015 και η κρινόμενη αγωγή κατατέθηκε στη γραμματεία του αρμοδίου δικαστηρίου στις 9-11-2017 και επιδόθηκε σ’ αυτούς στις 21-11-2017, ήτοι μετά την πάροδο της διετούς προθεσμίας. Η ενάγουσα, αμυνόμενη κατά της ως άνω νόμιμης ένστασης, προέβαλε πρωτοδίκως και επαναφέρει εν προκειμένω με τους δεύτερο και τρίτο λόγους έφεσής της, την αντένσταση περί διακοπής της παραγραφής (άρθρα 261, 263 ΑΚ), που έλαβε χώρα με την άσκηση της υπ’ αριθμ. κατάθεσης 8644/2016 αγωγής της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, που κατατέθηκε την 2-8-2016 και επιδόθηκε στους εναγόμενους την 5-8-2016 (βλ. τις υπ’ αριθμ. 6833 και 6834/5-8-2016 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης Αστεριού Μπάτου), από το δικόγραφο της οποίας παραιτήθηκε με την ένδικη αγωγή, ήτοι ισχυρίζεται ότι η άσκηση της αγωγής εκείνης διέκοψε καταρχάς την παραγραφή, διακοπή που διατηρήθηκε και μετά την παραίτησή της από το δικόγραφο εκείνο, που έγινε με την ένδικη αγωγή, ενόψει του ότι η άσκηση της νέας αγωγής (ένδικης) έγινε ταυτόχρονα (δεν παρήλθε εξάμηνο) με την παραίτηση, με αποτέλεσμα η παραγραφή να θεωρείται ότι έχει διακοπεί με την προηγούμενη αγωγή. Η αντένσταση αυτή είναι απορριπτέα ως αβάσιμη από ουσιαστική άποψη, καθώς από την επισκόπηση του με αριθμό κατάθεσης 8644/2016 δικογράφου αγωγής, προκύπτει ότι με την ως άνω αγωγή η ενάγουσα ζητούσε την αναγνώριση της ακυρότητας της υπ’ αριθμ. … δημόσιας διαθήκης, που συντάχθηκε ενώπιον της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Ειρήνης Ζησοπούλου, κατά το μέρος που θίγει τη νόμιμη μοίρα της, ήτοι η αγωγή εκείνη στηριζόταν σε διαφορετικά περιστατικά και είχε άλλο αίτημα, ενώ για πρώτη φορά με την ένδικη αγωγή ζητείται η ακύρωση της διαθήκης λόγω απάτης του διαθέτη. Κατά συνέπεια, πράγματι το δικαίωμα της ενάγουσας να ζητήσει την ακύρωση της διαθήκης του πατέρα της έχει υποπέσει σε παραγραφή και, δεκτής γενομένης ως βάσιμης κατ’ ουσίαν της ένστασης παραγραφής που οι εναγόμενοι πρότειναν και απορριπτομένης της αντένστασης της ενάγουσας περί διακοπής της παραγραφής, η αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που με την εκκαλουμένη απόφαση δέχθηκε ως αποδειχθέντα τα ίδια ως άνω πραγματικά περιστατικά και απέρριψε την υποβληθείσα παραδεκτά ενώπιον του αντένσταση της ενάγουσας περί διακοπής της παραγραφής, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και σωστά εκτίμησε τις αποδείξεις και, συνεπώς, όσα αντίθετα υποστηρίζονται στην κρινόμενη έφεση απορριπτέα κρίνονται ως αβάσιμα, όπως απορριπτέοι είναι και οι σχετικοί δεύτερος και τρίτος λόγοι της έφεσης>>. Με βάση τις παραδοχές αυτές, το Εφετείο απέρριψε τη σωρευόμενη στο αγωγικό δικόγραφο αγωγή ακυρώσεως της ένδικης διαθήκης λόγω απάτης, κατά παραδοχή της ερειδόμενης στη διάταξη του άρθρου 1788ΑΚ ενστάσεως παραγραφής, αφού απέρριψε ως αβάσιμη κατ’ουσίαν την προταθείσα από την ενάγουσα ήδη αναιρεσείουσα αντένσταση διακοπής της παραγραφής, επικυρώνοντας την εκκαλούμενη απόφαση που είχε κρίνει όμοια. Έτσι που έκρινε και με αυτά που δέχθηκε το Εφετείο ότι η προηγηθείσα περί κλήρου αγωγή της ενάγουσας ως νομίμου μεριδούχου για απόδοση της κληρονομίας, κατά το ποσοστό του δικαιώματος της νόμιμης μοίρας της, από το δικόγραφο της οποίας παραιτήθηκε, έχει προδήλως διαφορετικό αντικείμενο από εκείνο της μεταγενέστερης ένδικης, περί ακυρώσεως της διαθήκης, λόγω απάτης, αγωγής, και ότι, εκ του λόγου αυτού, δεν διακόπτει η πρώτη αγωγή την παραγραφή της αξιώσεως της ένδικης αγωγής, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις προαναφερθείσες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων261, 263, 1788ΑΚ.
Συνεπώς, ο, περί του αντιθέτου από τον αριθμό 1α’ του άρθρου 559 ΚΠολΔ, πρώτος, κατά το πρώτο σκέλος, αναιρετικός λόγος είναι αβάσιμος. Β. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμός 19 ΚΠολΔικ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες, ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από τη διάταξη αυτή, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ. 3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτήν λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας) ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται σύμφωνα με το πραγματικό του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε, ή την άρνησή της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία) (ΟλΑΠ 1/1999). Επομένως ο λόγος αυτός αναίρεσης προϋποθέτει ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και δεν ιδρύεται, όταν το δικαστήριο απέρριψε την αγωγή ή την ένσταση ως μη νόμιμη, αόριστη, απαράδεκτη ή για άλλο τυπικό λόγο (Ολ. ΑΠ44/1990, ΑΠ225/2015, ΑΠ39/2010, ΑΠ1077/2009). Στην προκείμενη περίπτωση ο τέταρτος αναιρετικός λόγος, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η, από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, πλημμέλεια, εξαιτίας της απορρίψεως από το Εφετείο της ένδικης αγωγής για την αναγνώριση της ακυρότητας της επίμαχης διαθήκης, λόγω έλλειψης συνείδησης του διαθέτη, είναι απορριπτέος, προεχόντως, ως απαράδεκτος, διότι η εν λόγω αναιρετική πλημμέλεια σύμφωνα με την προεκεθείσα νομική σκέψη, προϋποθέτει παραδοχές επί της ουσίας της υποθέσεως και δεν θεμελιώνεται όταν απορρίπτεται η αγωγή ως απαράδεκτη ή νομικώς αβάσιμη. Κατόπιν τούτου, και εφόσον δεν υπάρχει προς έρευνα άλλος αναιρετικό λόγος, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης, να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495παρ. 3ΚΠολΔ, όπως ισχύει) και να καταδικαστεί η αναιρεσείουσα, λόγω της ήττας της, στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, που κατέθεσαν προτάσεις, κατά παραδοχή του σχετικού νόμιμου και βάσιμου αιτήματός τους, (άρθρα 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό ειδικότερα.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 23/04/2020 αίτηση της Α. Κ., για αναίρεση της αριθμ. 1695/2020 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλοννίκης.
Διατάσσει την εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο δημόσιοταμείο. Και
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 6 Σεπτεμβρίου 2022.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 20 Οκτωβρίου 2022.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ