Αριθμός 708/2015
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Μαρία Βαρελά, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 5 Νοεμβρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1) Α. Π., συζ. Α. Μ., 2) Α. Μ. του Ι. – Ν., κατοίκων …, και 3) Φ. Μ. του Ι. – Ν., κατοίκου …, οι οποίοι παραστάθηκαν με τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ανδρέα Παπαπετρόπουλο.
Του αναιρεσιβλήτου: Ν. Σ. του Δ., κατοίκου …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Παχή.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 3/10/2002 αγωγή της αρχικής διαδίκου Ε. Π., το γένος Δ. Δ., που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 2947/2004 μη οριστική, 5245/2005 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου, 3093/2007, 3920/2009 μη οριστικές και 5173/2013 οριστική του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 12/2/2014 αίτησή τους.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Μαρία Βαρελά ανέγνωσε την από 20/10/2014 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε την παραδοχή του πρώτου λόγου αναίρεσης και την απόρριψη του δεύτερου λόγου αναίρεσης.
Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή, κατά τη διάταξη του άρθρου 1721 ΑΚ, η ιδιόγραφη διαθήκη γράφεται ολόκληρη με το χέρι του διαθέτη, χρονολογείται και υπογράφεται απ’ αυτόν. Από τη χρονολογία, πρέπει να προκύπτει η ημέρα, ο μήνας και το έτος. Η ιδιόγραφη διαθήκη δεν υποβάλλεται σε κανένα άλλο τύπο. Τα παραπάνω στοιχεία αποτελούν συστατικούς όρους εγκυρότητας της διαθήκης. Η ιδιόγραφη διαθήκη για να έχει αποδεικτική ισχύ, πρέπει ολόκληρο το περιεχόμενό της όπως και η χρονολογία της να έχουν γραφεί ιδιοχείρως, δεν αρκεί δηλαδή να είναι απλώς και μόνο ιδιοχείρως υπογεγραμμένο το κείμενό της σύμφωνα με το άρθρο 443 ΚΠολΔ.
Συνεπώς, η αναγνώριση ή η απόδειξη της γνησιότητας της υπογραφής δεν αρκεί για να ισχύσει το τεκμήριο της γνησιότητας του περιεχομένου ιδιόγραφης διαθήκης. Απαιτείται και η αναγνώριση ή απόδειξη της γνησιότητας του περιεχομένου και της χρονολογίας της. Το βάρος απόδειξης της γνησιότητας, έχει αυτός που επικαλείται τη γνησιότητα. Η ΑΚ 721, αποτελεί κανόνα δημόσιας τάξης δεν μπορεί δηλαδή η ιδιωτική βούληση να παραμερίσει έστω και κατά το ελάχιστο, τις διατυπώσεις σύνταξης που ορίζει ο νόμος εξ άλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 68 και 70 Κ.Πολ.Δ., προκύπτει ότι μπορεί να εγερθεί αναγνωριστική αγωγή για την αναγνώριση της ύπαρξης ή μη ύπαρξης έννομης σχέσης η οποία τελεί σε αβεβαιότητα, εφόσον συντρέχει έννομο συμφέρον. Απαραίτητη, όμως, προϋπόθεση για την έγερση αναγνωστικής αγωγής είναι να έχει ο ενάγων έννομο προς τούτο συμφέρον το οποίο πρέπει να είναι άμεσο υπό την έννοια ότι η αβεβαιότητα που περιβάλλει την επίδικη έννομη σχέση είναι ενεστώσα δηλαδή υπάρχει κατά τη συζήτηση επί της οποίας εκδίδεται η απόφαση. Σύμφωνα δε, με τη διάταξη του άρθρου 1719 ΑΚ, διαθήκη για τη σύνταξη της οποίας δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις των άρθρων 1719 έως 1757 είναι άκυρη, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά. Τέτοιο άμεσο έννομο συμφέρον για έγερση αναγνωριστικής αγωγής για την αναγνώριση ακυρότητας διαθήκης έχουν οι εξ αδιαθέτου κληρονόμου του διαθέτη, ως και οι τετιμημένοι με προγενέστερη έγκυρη διαθήκη κληρονόμοι ή κληροδόχου. Τέλος, κατά το άρθρο 559 αρ. 19 Κ.Πολ.Δ., ιδρύεται λόγος αναίρεσης και αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Έλλειψη νόμιμης βάσης κατά την έννοια της διάταξης αυτής υπάρχει όταν από το αιτιολογικό της απόφασης που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν προκύπτουν κατά τρόπο πλήρη, σαφή και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά τα οποία σύμφωνα με το νόμο είναι αναγκαία για την κρίση στη συγκεκριμένη περίπτωση ότι συντρέχουν οι όροι της διάταξης που εφαρμόσθηκε ή ότι δεν συντρέχουν οι όροι της εφαρμογής της. Ιδρύεται δηλαδή ο λόγος αυτός όταν από τις παραδοχές της απόφασης δημιουργούνται αμφιβολίες για το αν παραβιάσθηκε ή όχι ορισμένη ουσιαστική διάταξη νόμου. Αναφέρεται ο λόγος αυτός σε πλημμέλειες αναγόμενες στη διατύπωση του αποδεικτικού πορίσματος και δεν ιδρύεται όταν υπάρχουν ελλείψεις αναγόμενες στην εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα στην ανάλυση, στάθμιση και αιτιολόγηση του πορίσματος που έχει εξαχθεί απ’ αυτές, αρκεί τούτο να εκτίθεται σαφώς, πλήρως και χωρίς αντιφάσεις. Ως ζητήματα των οποίων η μη αιτιολόγηση ή η αιτιολόγηση κατά τρόπο ανεπαρκή ή αντιφατικό, στερεί από την απόφαση τη νόμιμη βάση, νοούνται μόνον οι ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη που τείνουν δηλαδή στη θεμελίωση ή κατάλυση του δικαιώματος που ασκήθηκε, είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο, όχι, όμως και τα πραγματικά ή νομικά επιχειρήματα που συνέχονται με την αξιολόγηση και στάθμιση των αποδείξεων, για τα οποία η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας δεν ιδρύει λόγο αναίρεσης. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή κατ’ άρθρο 561 § 2 ΚΠολΔ από τον Άρειο Πάγο, επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως, εγένοντο δεκτά, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Την 3.6.2002 απεβίωσε στην Αθήνα η Ό. χήρα Ε. Σ., το γένος Σ. και Σ. Δ., με αιτία θανάτου λοίμωξη αναπνευστικού, καρδιακή ανεπάρκεια, οξεία νεφρική ανεπάρκεια, κάτοικος, εν ζωή, …, όπου είχε εγκατασταθεί από το έτος 2001. Η αποβιώσασα είχε γεννηθεί στην Νικομήδεια της Μικράς Ασίας, το έτος 1915, βρέθηκε πρόσφυγας, κατά την Μικρασιατική Καταστροφή του έτους 1922, με την οικογένειά της στην Ελλάδα και όταν ενηλικιώθηκε μετανάστευσε στις ΗΠΑ, όπου εγκαταστάθηκε μόνιμα, ερχόμενη τακτικά στην Ελλάδα, δεδομένου ότι είχε μεγάλη περιουσία στην ημεδαπή και διατηρούσε μονοκατοικία στην …, επί της οδού …, και στην μονοκατοικία αυτή κατοικούσε, κατά τα τελευταία έτη, προ του θανάτου της, όπως προαναφέρθηκε. Βέβαια η αρχική ενάγουσα ισχυρίστηκε ότι η αποβιώσασα είχε γεννηθεί κατά το έτος 1907 και για την απόδειξη του ισχυρισμού της αυτού, προσκόμισε την με αριθμό πρωτοκόλλου 6794/1978 απόφαση του Δημάρχου Αμαρουσίου και το από 9-7-2002 απόσπασμα της ληξιαρχικής πράξης θανάτου της κληρονομουμένης με την επισημείωση διόρθωσης του έτους γέννησης αυτής, κατόπιν της από 9.7.2002 εντολής του Ειρηνοδίκη Αμαρουσίου και δήλωση της Α. Μ., πρώτης εχούσης υπεισέλθει στην θέση της αρχικής εφεσίβλητης, ήτοι ένα περίπου μήνα μετά τον θάνατο της κληρονομουμένης, ωστόσο, στο από 5.6.2002, απόσπασμα της ληξιαρχικής πράξης θανάτου του Ληξίαρχου στο Ληξιαρχείο Αμαρουσίου αναφέρεται ως χρόνος γέννησης της αποβιωσάσης Ό. Σ. Δ. το έτος 1915. Το έτος αυτό αναφέρεται και στο διαβατήριο της αποβιωσάσης, στο από 3.5.1977 πιστοποιητικό του Δημάρχου Αμαρουσίου, στο Δελτίο Αστυνομικής Ταυτότητας εκδόσεως 1945 και στο εκλογικό της βιβλιάριο του έτους 1944, το έτος δε αυτό γέννησης αναφέρει η αποβιώσασα και στην από 21.8.1995 (αρ. εκθ. κατ. 9218/1995) αγωγή της, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, εναντίον του εκκαλούντος, του αδελφού του Σ. Σ. και του πατέρα τους Δ. Σ.. Ο σύζυγος της ως άνω αποβιωσάσης Ε. Σ. είχε προαποβιώσει και από τον γάμο της με αυτόν δεν είχε αποκτήσει τέκνα. Έτσι, κατά τον χρόνο του θανάτου της η αποβιώσασα Ό. Δ. Σ. άφησε πλησιέστερους συγγενείς πρώτα ξαδέλφια της, μεταξύ των οποίων και η αρχική ενάγουσα Ε. Π., η μητέρα του εναγόμενου Π. Σ., και η Ε. Μ., θυγατέρα του αδελφού της μητέρας της αποβιωσάσης Χ. Α., καθώς και τα τέκνα των ξαδέλφων αυτής, μεταξύ των οποίων τον εναγόμενο, υιό της Π. Σ., τις θυγατέρες της αρχικής ενάγουσας Α. Π. σύζυγο Α. Μ., και Ε. Π. σύζυγο Ι. – Ν. Μ., τα τέκνα της οποίας συνεχίζουν την δίκη, η Δ. Δ., και η Ε. Τ., σύζυγος του εξετασθέντος, με την επιμέλεια της αρχικής ενάγουσας, μάρτυρος.
Με την …/29.5.1996 δημόσια διαθήκη, που συνετάγη από την συμβολαιογράφο Αθηνών Σωτηρία ΜΗΤΣΟΥΛΑ, δημοσιεύθηκε με τα 613/2003 πρακτικά της συνεδρίασης της 31.1.2003 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και καταχωρήθηκε στα βιβλία διαθηκών του Πρωτοδικείου Αθηνών στον τόμο …, με αριθμό 168, η αποβιώσασα εγκατέστησε κληρονόμους της τις μικρανεψιές της Ε. σύζυγο Ι. Τ., εξετασθέντα, με την επιμέλεια της αρχικής ενάγουσας, μάρτυρα και την Δ. Δ., στις οποίες όρισε να περιέλθει από κοινού, αδιαίρετα και κατ’ ισομοιρία το εξ αδιαιρέτου μερίδιο της α) επί μίας ισογείου οικίας στην … Αττικής (περιοχή Προσφυγικού Συνοικισμού), επί της οδού …, β) επί ενός οικοπέδου, επιφανείας 487,50 τμ, στη θέση …, της … Αττικής, επί της οδού … και γ) επί των αγροτικών ακινήτων, που βρίσκονται στην κτηματική περιφέρεια του … . Πέραν της διαθήκης αυτής, δημοσιεύθηκε, με τα 3743/2002 πρακτικά της συνεδρίασης της 6.9.2002 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, και η από 20.5.2002 ιδιόγραφη διαθήκη της ιδίας, με αίτηση του που έχει καταχωρηθεί στα βιβλία διαθηκών του Πρωτοδικείου Αθηνών στον τόμο …, με αριθμό 100, με την οποία άφησε κληρονόμο της τον εναγόμενο Ν. Σ., γιο της εξαδέλφης της Π., στα σπίτια της και τις καταθέσεις της στην Αμερική και την Ελλάδα, Αρχές Μαΐου 2002 η διαθέτης, η οποία ήταν έξυπνη, δραστήρια και καθόλα υγιής, εμφάνισε δύσπνοια και οι γιατροί συνέστησαν στον εναγόμενο, ο οποίος φρόντιζε τις υποθέσεις της, την συντήρηση και τα θέματα της υγείας της, την εισαγωγή της διαθέτιδος σε νοσοκομείο. Η εισαγωγή της έγινε προγραμματισμένα την 22.5.2002 στο νοσοκομείου ΥΓΕΙΑ, όπου μεταφέρθηκε με ασθενοφόρο του ιδίου Νοσοκομείου και την συνόδευσε ο ίδιος και η μητέρα του Π. Σ., η οποία υπέγραψε και στο έντυπο εισαγωγής ασθενή του εν λόγω νοσοκομείου, με προδιάγνωση λοίμωξη αναπνευστικού και αιτία προσέλευσης “βήχας – οσφυαλγία”, ενώ στα δεδομένα εισαγωγής της ανεγράφη ότι εμφάνισε προ 17 ημερών βήχα και επιδείνωση της οσφυαλγίας, ότι, λόγω του έντονου πόνου, προσπαθούσε να περιορίσει τον βήχα της, ότι έλαβε για μία εβδομάδα Vibramycin με αντιφλεγμονώδη, ότι υποχώρησε μερικώς η οσφυαλγία, παρέμεινε όμως ο βήχας και ότι η ασθενής προσήλθε για περαιτέρω έλεγχο και θεραπευτική αντιμετώπιση.
Στο νοσοκομείο η διαθέτης ζήτησε από τον εναγόμενο να συναντήσει δικηγόρο και ο εναγόμενος ειδοποίησε τον Α. Κ.. Στις 31.5.2002 ο ως άνω δικηγόρος επισκέφτηκε την διαθέτη, η οποία του παρέδωσε την ως άνω ιδιόγραφη διαθήκη της, παράλληλα τον συμβουλεύτηκε περί του ποίος ήταν ο επωφελέστερος φορολογικά τρόπος για την μεταβίβαση των οικιών της στην … και την Αμερική, όταν δε εκείνος την συμβούλευσε ότι ο επωφελέστερος φορολογικά τρόπος ήταν η πώληση, του έδωσε εντολή να καλέσει συμβολαιογράφο, προκειμένου να του χορηγήσει συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο με τις εντολές να γίνουν οι μεταβιβάσεις των ακινήτων στον εναγόμενο. 11ρος τούτο ο ως άνω δικηγόρος ζήτησε και έλαβε την από 3.6.2002 ιατρική βεβαίωση, με την οποία βεβαιώθηκε ότι η διαθέτης νοσηλεύετο στο ως άνω Νοσοκομείο ΥΓΕΙΑ λόγω αναπνευστικών προβλημάτων – πιθανή λοίμωξη αναπνευστικού, ότι, κατά τη διάρκεια της νοσηλείας της διαπιστώθηκε νεφρική ανεπάρκεια για την οποία χρήζει υποστήριξης με τεχνικό νεφρό, ότι η γενική κατάσταση είναι σοβαρή και ότι διατηρεί την επαφή της με το περιβάλλον, τους συγγενείς της και τους ιατρούς της και ότι είναι σε κατάσταση να κάνει δικαιοπραξία. Την ίδια ημέρα η διαθέτης απεβίωσε και έτσι ματαιώθηκε η μεταβίβαση των ως άνω περιουσιακών της στοιχείων και με την επιμέλεια του ως άνω δικηγόρου, δημοσιεύθηκε, μετά τον θάνατο αυτής, η ως άνω ιδιόγραφη διαθήκη, που του είχε παραδοθεί, όπως προαναφέρθηκε.
Η διαθέτης Ό. Δ. Σ., είχε παντρέψει τους γονείς του εναγομένου και είχε βαπτίσει τον αδελφό του Σ. Σ. – εξετασθέντα μάρτυρα με την επιμέλεια του εναγομένου, και διατηρούσε στενές σχέσεις με όλη την οικογένεια του εναγομένου, στον οποίο είχε ιδιαίτερη συμπάθεια. Επί σειρά ετών ο πατέρας του εναγομένου, Δ. Σ., χειριζόταν, ως πληρεξούσιος της αποβιωσάσης, τις υποθέσεις αυτής στην Ελλάδα, περιβαλλόμενος από αυτήν με ιδιαίτερη εμπιστοσύνη. Κατά το έτος 1990, οι σχέσεις της αποβιωσάσης με τη οικογένεια του εναγομένου διαταράχθηκαν και στις 9.10.1995 άσκησε εναντίον του πατέρα του εναγομένου Δ. Σ. του ιδίου του εναγομένου Ν. Σ. και του αδελφού του Σ. Σ. την από 21.8.1995 (αρ. εκθ. κατ. 9218/1995) αγωγή της, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με αίτημα να αναγνωριστεί η ακυρότητα της πωλήσεως των 16/48 εξ αδιαιρέτου του ακινήτου στον συνοικισμό “…” δυνάμει του …/5.1.1990 συμβολαίου της συμβολαιογράφου Αθηνών Σπυριδούλας Θωμάκου – Παπαδοπούλου και το δικαίωμα της ιδίας επί της κυριότητας του ακινήτου αυτού, κατά τα ως άνω ιδανικά μερίδια. Επί της αγωγής αυτής δεν εκδόθηκε απόφαση, διότι, κατά την ημερομηνία συζήτησής της ματαιώθηκε η εκδίκασή της, αλλά ούτε και μέχρι τον χρόνο θανάτου της τότε ενάγουσας και ήδη κληρονομούμενης, ωστόσο, απορρίφθηκε με την 2008/2004 ήδη τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, μετά την έκδοση της 4439/2005 απόφασης του Εφετείου Αθηνών, η αίτηση των ως άνω εναγομένων για διαγραφή της αγωγής από τα βιβλία διεκδικήσεων, με το σκεπτικό ότι δεν είχε συμπληρωθεί ο χρόνος παραγραφής της αγωγής αναγνώρισης της κυριότητας της ενάγουσας ούτε και οι ενοχικές αγωγές ακύρωσης του αγοραπωλητηρίου συμβολαίου. Έκτοτε, οι σχέσεις της κληρονομούμενης με τον εναγόμενο αποκαταστάθηκαν, τον περιέβαλε με εμπιστοσύνη και ο εναγόμενος φρόντιζε για τις υποθέσεις της αποβιωσάσης, ενώ από το έτος 2001, που εγκαταστάθηκε πλέον μόνιμα στην Ελλάδα, την επισκεπτόταν τακτικά και φρόντιζε για την συντήρηση της και για τα θέματα της υγείας της. Πιο συγκεκριμένα, στις 25.1.2002 άνοιξε στην Eurobank τον … λογαριασμό, με συνδικαιούχο τον εναγόμενο, σε δολάρια ΗΠΑ, ποσού 269.484,29 δολαρίων ΗΠΑ. Την ίδια ημερομηνία υπέβαλε στη ίδια Τράπεζα την …/25.1.2002 αίτησή της για επένδυση, από το ως άνω ποσό, 269.000 δολαρίων ΗΠΑ στο αμοιβαίο κεφάλαιο “EUROBANK ΒΡΑΧΟΣ ΜΙΚΤΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΥ” με συνδικαιούχο τον εναγόμενο, ενώ στις 14.7.1999 μηδένισε τον … λογαριασμό αρχικής κατάθεσης ποσού 50.000 δολλ. ΗΠΑ, που είχε ανοίξει, στις 13.1.1999, με συνδικαιούχο την πρώτη καλούσα Α. Μ. – Π. και στις 16.1.2002 έκλεισε, με μεταφορά σε άλλον λογαριασμό, τον λογαριασμό της … στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, σε δολάρια ΗΠΑ, με συνδικαιούχο την άλλη θυγατέρα της αρχικής ενάγουσας …, ποσού 57.454,79 δολαρίων ΗΠΑ. Στις 27.2.2002, ο εναγόμενος προέβη, για λογαριασμό της διαθέτου, στην κατάρτιση σύμβασης υδροληψίας ΕΥΔΑΠ για την υδροδότηση της οικίας αυτής επί της οδού … στην …. Ο ίδιος ο εναγόμενος κατέβαλε στο Νοσοκομείο ΥΓΕΙΑ τα έξοδα νοσηλείας της κληρονομούμενης, την αμοιβή των αποκλειστικών νοσοκόμων, που ο ίδιος είχε προσλάβει για την φροντίδα της κληρονομουμένης, κατά την διάρκεια της νοσηλείας της, ο ίδιος, μετά τον θάνατο αυτής, φρόντισε για την κηδεία και το 40ήμερο μνημόσυνο αυτής, καθώς και για την κάλυψη των εξόδων τόσο της κηδείας και του μνημοσύνου όσο και της ανακατασκευής του μνημείου της αποβιωσάσης και στις 22.4.2003 κατέβαλε, για λογαριασμό της αποβιωσάσης, 570 ευρώ στην Ε. Ε. Π., χειρούργο οδοντίατρο, για εξόφληση οδοντιατρικών εργασιών της αποβιωσάσης. Μετά την δημοσίευση της ως άνω ιδιόγραφης διαθήκης, ο εναγόμενος, πεπεισμένος για την γνησιότητα της διαθήκης και ως κληρονόμος της ως άνω αποβιωσάσης, με βάση την διαθήκη αυτή, προέβη στην καταβολή των φόρων κληρονομιάς και στις αναγκαίες επισκευές της ως άνω μονοκατοικίας της διαθέτου, έχοντας δαπανήσει σημαντικά ποσά, εν γνώσει της αρχικής ενάγουσας και των λοιπών ως άνω συγγενών της αποβιωσάσης, χωρίς καμία όχληση εκ μέρους αυτών, και μετά ταύτα εγκαταστάθηκε σ’ αυτήν με την οικογένειά του. Με την υπό κρίση αγωγή η αρχική ενάγουσα, μόνη αυτή εκ των ως άνω εγγυτέρων συγγενών της διαθέτου, άσκησε την υπό κρίση αγωγή, ισχυριζόμενη ότι η ένδικη ιδιόγραφη διαθήκη είναι πλαστή, ενώ η Ε. Μ., άλλη πρωτεξαδέλφη της διαθέτου κατέθεσε, στις 24.10.2003, μήνυση εναντίον του εναγομένου, ισχυριζόμενη ότι η διαθήκη αυτή ήταν πλαστή και ότι πλαστογράφος είναι ο εναγόμενος Ν. Σ.. Για την ενίσχυση του ισχυρισμού της αυτού η εγκαλούσα ανέθεσε στον γραφολόγο Μ. Μ. την εξέταση της ένδικης διαθήκης και ο τελευταίος συνέταξε την από 1 8.10.2003 γραφολογική έκθεση με την οποία αποφάνθηκε ότι η διαθήκη δεν είναι γνήσιο γραφικό προϊόν της Ό. Σ. Δ.. Κατόπιν αυτού ο εγκαλούμενος ανέθεσε, δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του, τη γραφολογική εξέταση της διαθήκης στη γραφολόγο Μ. – Μ. Κ., η οποία με την από 9.2.2004 έκθεσή της αποφάνθηκε ότι η διαθήκη έχει συναχθεί και υπογραφεί από την ίδια τη διαθέτη. Στα πλαίσια της μηνύσεως αυτής και δυνάμει της 315/4.8.2004 διάταξης της Πταισματοδίκου του 24ου Ανακριτικού Τμήματος Αθηνών, διορίστηκε πραγματογνώμων ο ειδικός δικαστικός γραφολόγος Θ. Β., ο οποίος, αφού εξέτασε την ένδικη διαθήκη σε πρωτότυπο, σε σύγκριση με τα έγγραφα που σ’ αυτήν αναφέρονται, η γνησιότητα των οποίων δεν έχει αμφισβητηθεί, με την από 28.9.2004 έκθεση γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης εμπεριστατωμένη επιχειρηματολογία, ότι η ένδικη διαθήκη γράφηκε, χρονολογήθηκε και υπογράφηκε από την ίδια την διαθέτη Ό. Σ. και ότι είναι καθόλα γνήσια, δυνάμει δε της ΕΓ 94-04/277/24Δ/2004 διάταξης της Εισαγγελέως Πρωτοδικών απορρίφθηκε η ως άνω έγκληση της Ε. χήρας Λ. Μ.. Κατά της διάταξης αυτής η εγκαλούσα άσκησε την 352/2004 προσφυγή, η οποία με την 813/04 διάταξη της Εισαγγελέως Εφετών Αθηνών έγινε τυπικά δεκτή και απορρίφθηκε κατ’ ουσία.
Η γραφή της ένδικης ιδιόγραφης διαθήκης είναι ευανάγνωστη και επιμελημένη, λόγω της σπουδαιότητας του εγγράφου, χρησιμοποιούνται Ελληνικά γράμματα με ανάμιξη ολίγων γραμμάτων Λατινικής γραφής (Αγγλικά), ο τονισμός είναι ελλιπής (ήτοι από τις 25 λέξεις που παίρνουν τόνο, τονίζονται μόνο έξι, ενώ από τις 9 λέξεις που παίρνουν πνεύματα, έχουν τεθεί μόνο σε μία εξ αυτών), όπως και επί της, μη αμφισβητούμενης γνησιότητας, γραφής της κληρονομουμένης στην πλησιόχρονη, προς την εν λόγω διαθήκη, επιστολή αυτής σε φάκελο με ημερομηνία ταχυδρόμησης 1 2.4.2000, (όπου οι περισσότερες λέξεις δεν έχουν τόνο και από τις ένδεκα λέξεις, που κατά το πολυτονικό σύστημα φέρουν πνεύματα, μόνο τέσσερεις φέρουν αυτά) και η υπογραφή της περιλαμβάνει το όνομα και το επώνυμο της με αγγλικούς χαρακτήρες και μεταξύ αυτών το αρχικό του πατρωνύμου με καλλιγραφική μορφή, όπως και στην, μη αμφισβητουμένης γνησιότητας, υπογραφή της κληρονομουμένης στο 7002093 843 ξενόγλωσσο έγγραφο που περιέχεται στην έκθεση πραγματογνωμοσύνης του Γ. Χ. και έχει γραφεί, χρονολογηθεί και υπογραφεί από την ίδια την διαθέτη Ό. Σ., αλλά και σε τραπεζικά έγγραφα, που ο εκκαλών νόμιμα επικαλείται και προσκομίζει. Την γνησιότητα της ένδικης διαθήκης επιβεβαιώνει και ο εξετασθείς, με την επιμέλεια του εναγομένου, μάρτυρας Σ. Σ., ο οποίος γνώριζε καλά τον γραφικό χαρακτήρα της διαθέτου, που τον είχε βαπτίσει και ελάμβανε τακτικά επιστολές της από την Αμερική. Η κατάθεση αυτού ενισχύεται και από τις ένορκες βεβαιώσεις της Π. Σ., μητέρας του εναγομένου και πρώτης εξαδέλφης της κληρονομουμένης, με την οποία, όπως προαναφέρθηκε, είχε στενές σχέσεις και η οποία γνώριζε καλά τον γραφικό αυτής χαρακτήρα, αλλά και από την ένορκη κατάθεση του Α. Κ., στον οποίο προσωπικά παραδόθηκε από την διαθέτη η ένδικη διαθήκη και στον οποίο διατυπώθηκε από την κληρονομουμένη η πραγματική βούλησή της να μεταβιβαστούν τα ως άνω περιουσιακά της στοιχεία στον εναγόμενο με τον οποίο, άλλωστε, διατηρούσε άριστες σχέσεις, κατά τα τελευταία χρόνια της ζωής της. Βέβαια, η αρχική ενάγουσα και οι έχοντες υπεισέλθει στην θέση αυτής ισχυρίστηκαν ότι η διαθέτης, κατά τον χρόνο που φέρεται συνταχθείσα η ένδικη διαθήκη, ήταν υπέργηρος και η κατάσταση της υγείας της δεν της επέτρεπε να έχει δεν αποδείχθηκε, ωστόσο, η ουσιαστική βασιμότητα του ισχυρισμού τους αυτού. Η κατάθεση του εξετασθέντος, με την επιμέλεια της αρχικής ενάγουσας, μάρτυρα Ι. Τ., συζύγου της Ε. Τ., μικρανεψιάς της κληρονομουμένης και τετιμημένης με την προαναφερθείσα πρώτη δημόσια διαθήκη αυτής, είναι γενικόλογη και ασαφής και από τα λοιπά αποδεικτικά μέσα που οι έχοντες υπεισέλθει στη θέση της αρχικής εφεσίβλητης νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν δεν συνάγεται απόδειξη ικανή να θεμελιώσει δικανική πεποίθηση περί της αδυναμίας της διαθέτιδος να συντάξει την ως άνω διαθήκη, δεδομένου ότι αποκρούονται από την κατάθεση του εξετασθέντος, με την επιμέλεια του εναγομένου, μάρτυρα, ο οποίος κρίνεται ότι δεν προσδοκά άμεσο έννομο συμφέρον από την έκβαση της δίκης, εφόσον δεν είναι τετιμημένος με τη διαθήκη, αντίθετα, λόγω της ως άνω σχέσης του με την κληρονομούμενη, γνώριζε τον γραφικό χαρακτήρα αυτής και είχε ιδίαν αντίληψη περί της καταστάσεως της υγείας αυτής, κατά τον χρόνο συντάξεως της ένδικης διαθήκης, όπως και για την κατάσταση της υγείας αυτής, όταν είχε εισαχθεί στο νοσοκομείο, βεβαιώνοντας ότι η κληρονομούμενη είχε διαύγεια πνευματική μέχρι τον επελθόντα θάνατο αυτής, αλλά και από τα λοιπά αποδεικτικά μέσα που ο εναγόμενος – εκκαλών νόμιμα επικαλείται και προσκομίζει. Βέβαια, η διορισθείσα με την 2947/2004 απόφαση του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου πραγματογνώμονας Β. Σ., όπως και η διορισθείσα με την 3093/2007 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου πραγματογνώμονας Ε. Π., καταλήγουν, στο συμπέρασμα, η μεν πρώτη, ότι η ένδικη διαθήκη δεν έχει γραφεί, χρονολογηθεί και υπογράφει από την κληρονομουμένη Ό. Σ. Δ., η δε δεύτερη ότι πρόκειται περί διαθήκης η οποία δεν είναι γνήσιο γραφικό προϊόν της κληρονομούμενης Ό. Σ. – Δ., αλλά αποτελεί άστοχη απομίμηση της γνήσιας αυτής γραφής και υπογραφής. Υπέρ της γνωμοδότησης αυτών συνηγορούν με τις από 18.10.2003 και 28.12.2005 εκθέσεις τους οι ενεργήσαντες γραφολογική εξέταση της διαθήκης με την επιμέλεια της αρχικής ενάγουσας, δικαστικοί γραφολόγοι Μ. Μ. και Γ. Χ. αντίστοιχα. Από τους γραφολόγους αυτούς, ο πρώτος καταλήγει στο συμπέρασμα ότι πρόκειται περί διαθήκης η οποία δεν είναι το γνήσιο γραφικό προϊόν της Ό. Σ. – Δ., αλλά αποτελεί χονδροειδή και άστοχη απομίμηση της γνήσιας αυτής γραφής και υπογραφής και ότι τούτο επισφραγίζεται και από το ολιγόστιχο και επιμελημένο του χειρογράφου κειμένου της υπό έλεγχο διαθήκης, τουθ’ όπερ ουδόλως συνάδει προς το βαθύτατο γήρας της διαθέτιδας και της εν γένει υγιεινής αυτής κατάστασης, καθ’ όσον μετ’ ολιγοήμερη παρέλευση από της ημερομηνίας της διαθήκης η εν λόγω διαθέτης απεβίωσε και ο δεύτερος στο τελικό συμπέρασμα ότι η φερόμενη ιδιόγραφη διαθήκη της Ό. Σ. είναι καθ’ ολοκληρίαν πλαστή με αποτυχημένη ελεύθερη απομίμηση γνησίων κειμένων γραφής και γνήσιων υπογραφών της φερόμενης διαθέτιδας και ότι η γραφολογική πραγματογνωμοσύνη του Θ. Β. δεν συντάχθηκε βάσει των αρχών και κανόνων της δικαστικής γραφολογίας και το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει είναι απόλυτα εσφαλμένο. Οι ως άνω εκθέσεις, ωστόσο, δεν κρίνονται ικανές να οδηγήσουν σε αντίθετη ασφαλή κρίση διότι το περιεχόμενο αυτών αναιρείται από τα ως άνω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, αλλά και από την έκθεση της διορισθείσας από τον εναγόμενο τεχνικής σύμβουλου Μ. – Μ. Κ., δικαστικής γραφολόγου, η οποία με την από 15.4.2005 έκθεσή της, καθώς και με την προηγούμενη από 9.2.2004, κατόπιν γραφολογικής έρευνας της διαθήκης, κατ’ εντολή του εναγομένου, καταλήγει στο τελικό συμπέρασμα ότι η από 20.5.2002 ιδιόγραφη διαθήκη είναι γνήσια διαθήκη αυτής, συνταχθείσα και υπογραφείσα με το χέρι της Ο. Σ. και ότι το συμπέρασμα, στο οποίο βασίζεται η από 18.10.2004 έκθεση της διορισθείσας πραγματογνώμονος Β. Σ. είναι τόσο ελλιπές όσο και εσφαλμένο, άποψη που ενισχύεται και από την έκθεση του διορισθέντος, με την 315/2004 διάταξη της 20ης Πταισματοδίκου Αθηνών, πραγματογνώμονος Θ. Β., αλλά και από τα προαναφερθέντα αποδεικτικά μέσα. Η διάσταση των απόψεων των γνωμοδοτησάντων γραφολόγων οφείλεται στην απουσία εγγράφου φέροντος γραφή συσταθείσα κάτω από ανάλογες συνθήκες τυπικότητας ή επισημότητας με το αντίστοιχο της υπό κρίση διαθήκης. Οι συνθήκες αυτές, ωστόσο, ερμηνεύουν τη βραδεία και επιμελή χάραξη του κειμένου αυτής και αιτιολογούν την πλέον καλλιεπή εμφάνιση των στοιχείων της, που, με βάση τα προαναφερθέντα αποδεικτικά μέσα, κρίνεται ότι είναι χαραγμένα μέσα στα πλαίσια των γραφικών συνηθειών της διαθέτιδος και αντανακλούν την βούληση αυτής να καταστήσει κληρονόμο της τον εναγόμενο στα σπίτια της και τις καταθέσεις της στην Αμερική και την Ελλάδα, και την βούλησή της αυτή είχε εκφράσει και εν ζωή με τον πλέον κατηγορηματικό τρόπο, με την συμπεριφορά της προς τον ίδιο τον εναγόμενο – εκκαλούντα, στον οποίο, όπως προαναφέρθηκε, ανέθεσε το σύνολο των υποθέσεων που αφορούσαν την συντήρησή της, την υγεία της και την διαχείριση των οικονομικών της, καθιστώντας τον συνδικαιούχο των σημαντικών ως άνω λογαριασμών της, αλλά και ενώπιον του προαναφερθέντος δικηγόρου Α. Κ., όταν, με την παρουσία και μίας νοσοκόμου, του παρέδωσε την ένδικη διαθήκη. Με βάση τις ως άνω παραδοχές το Εφετείο με την προσβαλλομένη απόφασή του, απέρριψε την ένδικη αγωγή αναγνωρίσεως ακυρότητας της επίδικης ιδιόχειρης διαθήκης, έκανε δεκτή την ασκηθείσα έφεση κατά της πρωτοβάθμιας απόφασης και εξαφάνισε αυτή που είχε εκφέρει διαφορετική κρίση. ‘ Ετσι που έκρινε το Εφετείο δεν στέρησε την απόφασή του νόμιμης βάσης εξαιτίας ανεπαρκών αιτιολογιών ως προς τη συνδρομή των νομίμων όρων και προϋποθέσεων της προδιαληφθείσης ουσιαστικού δικαίου διατάξεως του άρθρου 1721 ΑΚ που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο. Ειδικότερα, διευκρινίζεται στην προσβαλλομένη απόφαση ότι η επίδικη διαθήκη της διαθέτιδος Ο. χήρας Ε. Σ., έχει συνταχθεί, υπογραφεί και χρονολογηθεί από την ίδια τη διαθέτη ώστε με βάσιμη και επαρκή αιτιολογία καταλήγει στην κρίση του το Εφετείο ότι η ιδιόγραφη αυτή διαθήκη είναι καθ’ όλα έγκυρη. Επομένως ο πρώτος λόγος αναίρεσης με τον οποίο οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν τα αντίθετα είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 270 -αρ. 2 εδάφιο γ’ Κ.Πολ.Δ., όπως ήδη ισχύει μετά την αντικατάστασή της με τη διάταξη του άρθρου 17 ν. 2915/2001 από 1-1-2002 (άρθρο 15 ν. 2943/2001) που κατά τη διάταξη του άρθρου 524 § 1 του ίδιου Κώδικα, εφαρμόζεται και στη διαδικασία της δευτεροβάθμιας δίκης, αν με την έφεση προσβάλλεται απόφαση των πρωτοβαθμίων δικαστηρίων, ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον του Ειρηνοδίκη, ή συμβολαιογράφου ή προξένου, λαμβάνονται υπόψη το πολύ τρείς για κάθε πλευρά και μόνον αν έχουν δοθεί ύστερα από κλήτευση του αντιδίκου δύο τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες πριν από τη βεβαίωση … Έτσι, οι εν λόγω ένορκες βεβαιώσεις είναι επιτρεπτό αποδεικτικό μέσο κατά την αντίστοιχη πρωτοβάθμια ή δευτεροβάθμια διαδικασία της υπόθεσης και λαμβάνονται υπόψη μόνο αν σωρευτικά συντρέχουν και οι δύο απαιτούμενες προϋποθέσεις δηλαδή να έχουν συνταχθεί 1) πριν από την ημέρα της δικασίμου της υπόθεσης του αντίστοιχου δικαστηρίου στο οποίο προσκομίζονται και 2) να έχουν ληφθεί μετά προηγουμένη κλήτευση του αντιδίκου, δύο τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες πριν από αυτές. Δεν αρκεί, όμως, η βεβαίωση … ένορκη βεβαίωση από το συμβολαιογράφο περί νόμιμης κλήτευσης του αντιδίκου, δεδομένου ότι η κλήτευση και ο χρόνος αυτής, ο έλεγχος των οποίων ανήκει στο δικαστήριο, αποδεικνύεται από τον επικαλούμενο και προσκομίζοντα την ένορκη βεβαίωση με την προσκομιδή της σχετικής έκθεσης επίδοσης που αποτελεί δημόσιο έγγραφο και παράγει πλήρη απόδειξη και όχι από την ένορκη βεβαίωση αυτή καθ’ εαυτή. Η βεβαίωση δε του δικαστηρίου ότι προσκομίζεται ή όχι ένα έγγραφο, αφορά σε πράγματα και δεν ελέγχεται αναιρετικά (άρθρο 561 §1 Κ.Πολ.Δ.). Με το δεύτερο λόγο αναίρεσης προσάπτεται στην προσβαλλομένη απόφαση η από τον αριθμό 11 περ. β’ του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. πλημμέλεια ότι το Δικαστήριο της ουσίας δεν έλαβε υπόψη την υπ’ αριθμ. …/29-10-2012 ένορκη βεβαίωση ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών Αγλαίας Κατσούλα της μάρτυρος Ε. Τ. – Δ. με την αιτιολογία ότι δεν αποδεικνύεται η νόμιμη κλήτευση του εκκαλούντος δεδομένου ότι δεν αρκεί η αναφορά του συμβολαιογράφου στην ένορκη βεβαίωση του νομοτύπου της γνωστοποιήσεως της εξετάσεως ενώπιον αυτού μάρτυρος, αν και η λήψη της ανωτέρω ένορκης βεβαίωσης έγινε μετά από νόμιμη κατά το άρθρο 270 § 2 Κ.Πολ.Δ. κλήτευση του εναγομένου όπως τούτο βεβαιώνεται από τη συντάξασα την ένορκη βεβαίωση συμβολαιογράφο, η οποία κάνει μνεία του γεγονότος αυτού, στην ανωτέρω ένορκη βεβαίωση. Ο λόγος αυτός σύμφωνα με τα προεκτεθέντα είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, πλήττων την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση περί των πραγμάτων του δικαστηρίου της ουσίας. Επειδή, ειδική προϋπόθεση του παραδεκτού των λόγων αναιρέσεως, είναι το έννομο συμφέρον. Όταν λείπει το έννομο συμφέρον, ο λόγος αναίρεσης είναι απαράδεκτος, ιδίως όταν είναι αλυσιτελής διότι η προβαλλομένη πλημμέλεια δεν επιδρά κατά νόμο στο διατακτικό της προσβαλλομένης απόφασης. Έτσι, επί επαλλήλων αιτιολογιών, κύριων ή επικουρικών, κάθε μία από τις οποίες στηρίζει αυτοτελώς το διατακτικό ή το παραδεκτό του αποδεικτικού μέσου, αν έστω και μία δεν πλήττεται ή πλήττεται ανεπιτυχώς διότι απορρίπτονται οι λόγοι κατ’ αυτής, οι λόγοι που πλήττουν τις υπόλοιπες είναι αλυσιτελείς (ΑΠ 164/1994). Με τον ίδιο δεύτερο λόγο αναίρεσης, αποδίδεται πλημμέλεια στην προσβαλλομένη απόφαση, ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη την ως άνω υπ’ αριθμ. …/29-10-2012 ένορκη βεβαίωση ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών Αγλαΐας Κατσούλα της μάρτυρος Ε. Τ. – Δ. και με την πρόσθετη αιτιολογία ότι “έγινε απαραδέκτως επίκληση αυτής με την προσθήκη στις έγγραφες προτάσεις μετά τη συζήτηση μέσα στην προθεσμία της προσθήκης και αντίκρουσης, εφόσον δεν γίνεται επίκληση ούτε αποδεικνύεται ότι προσκομίστηκε σε αντίκρουση ισχυρισμών του εκκαλούντος που προβλήθηκαν για πρώτη φορά με τις προτάσεις ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου”, ενώ έπρεπε να τη λάβει υπόψη σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 237 § 3 Κ.Πολ.Δ., η οποία εφαρμόζεται και στη διαδικασία της δευτεροβάθμιας δίκης κατά το άρθρο 524 Κ.Πολ.Δ., εφόσον, προσκόμισαν την ως άνω ένορκη βεβαίωση σε αντίκρουση των ισχυρισμών του αναιρεσιβλήτου που προβλήθηκαν για πρώτη φορά στο Εφετείο με τις από 18-4-2013 προτάσεις του ότι η κατάσταση της υγείας της Ο. Σ. στις 20-5-2002 όταν φέρεται ότι συνέταξε την επίδικη διαθήκη ήταν κατάσταση ανθρώπου έχοντος σώας τα φρένας χωρίς ιδιαίτερα, ιδίως καρδιοαναπνευστικά προβλήματα και προς απόδειξη του ισχυρισμού αυτού προσεκόμισε ο αναιρεσίβλητος το από 22-5-2002 έντυπο εισαγωγής στο νοσοκομείο ΥΓΕΙΑ, το από 22-5-2002 δελτίο δεδομένων εισαγωγής τη συνταγή της ιατρού Μ. και ιατρική βεβαίωση του ιατρού Γ. των οποίων έκανε ειδική μνεία στις προτάσεις του. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αλυσιτελής διότι η προβαλλομένη πλημμέλεια δεν επιδρά στο διατακτικό της προσβαλλομένης απόφασης, εφόσον πρόκειται περί επάλληλης αιτιολογίας και η κύρια ως άνω αιτιολογία πλήττεται ανεπιτυχώς με τον προαναφερόμενο λόγο αναίρεσης. Κατά τη γνώμη της μειοψηφίας, η ένδικη αίτηση αναίρεσης έπρεπε να γίνει δεκτή κατά τον πρώτο λόγο αυτής διότι έτσι που έκρινε το Εφετείο στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση εξαιτίας ανεπαρκών αιτιολογιών ως προς τη συνδρομή των νομίμων όρων και προϋποθέσεων της προδιαληφθείσης ουσιαστικού δικαίου διατάξεως του άρθρου 1721 ΑΚ που καθιστούν αδύνατο τον αναιρετικό έλεγχο. Ειδικότερα, δεν διευκρινίζει το Εφετείο αν η επίμαχη διαθήκη της Ο. χήρας Ε. Σ., έχει συνταχθεί, χρονολογηθεί και υπογραφεί από την ίδια τη διαθέτη ώστε με βάσιμη και επαρκή αιτιολογία καταλήξει στη κρίση του ότι είναι έγκυρη η ιδιόγραφη αυτή διαθήκη. Η αναφορά στην προσβαλλομένη απόφαση στο τέλος πρώτης σελίδας του ένατου φύλλου αυτής, ότι η ένδικη διαθήκη γράφηκε, χρονολογήθηκε και υπογράφηκε από την ίδια τη διαθέτη Ο. Σ. και ότι είναι καθ’ όλα γνήσια, δεν συνιστά παραδοχή της απόφασης που στηρίζει το διατακτικό της διότι η ως άνω κρίση αποδίδεται στον πραγματογνώμονα ειδικό δικαστικό γραφολόγο Θ. Β., ο οποίος διορίστηκε, δυνάμει της υπ’ αριθμ. 315/4-8-2004 διάταξης της Πταισματοδίκου του 24ου Ανακριτικού Τμήματος Αθηνών στα πλαίσια μηνύσεως εναντίον του εναγομένου για πλαστογραφία της επίδικης ιδιόγραφης διαθήκης. Επίσης, δεν συνιστά παραδοχή της αποφάσεως η αναφορά στη δεύτερη σελίδα του ενάτου φύλλου ότι “η υπογραφή της περιλαμβάνει το όνομα και το επώνυμό της με αγγλικούς χαρακτήρες και μεταξύ αυτών το αρχικό του πατρωνύμου με καλλιγραφική μορφή, όπως και στη μη αμφισβητουμένης γνησιότητας, υπογραφή της κληρονομουμένης στο 702093843 ξενόγλωσσο έγγραφο που περιέχεται στην έκθεση πραγματογνωμοσύνης του Γ. Χ. και έχει γραφεί, χρονολογηθεί και υπογραφεί από την ίδια τη διαθέτη Ο. Σ., αλλά και σε τραπεζικά έγγραφα που ο εκκαλών νόμιμα επικαλείται και προσκομίζει “αφού αυτή (αναφορά) γίνεται για ξενόγλωσσο έγγραφο που είχε συντάξει και υπογράψει η διαθέτης Ο. Σ. και για τραπεζικά έγγραφα που ο αναιρεσίβλητος επικαλέσθηκε και προσκόμισε. Ούτε βεβαίως συνιστά παραδοχή της απόφασης η αναφορά σ’ αυτή ότι “οι ως άνω εκθέσεις … δεν κρίνονται ικανές να οδηγήσουν σε αντίθετη ασφαλή κρίση, διότι το περιεχόμενο αυτών αναιρείται από τα ως άνω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, αλλά και από την έκθεση της διορισθείσας από τον εναγόμενο τεχνικής συμβούλου Μ. – Μ. Κ. η οποία με την από 15-4-2005 έκθεσή της … κατόπιν γραφολογικής έρευνας της διαθήκης κατ’ εντολή του εναγομένου, καταλήγει στο τελικό συμπέρασμα ότι η από 20-5-2002 ιδιόγραφη διαθήκη είναι γνήσια διαθήκη αυτής συνταχθείσα και υπογραφείσα με το χέρι της Ο. Σ.”, αφού αυτή αφορά σε αιτιολόγηση της εκθέσεως της διορισθείσης από τον εναγόμενο τεχνικής συμβούλου Μ. – Μ. Κ..
Κατ’ ακολουθίαν των παραπάνω πρέπει να απορριφθεί η ένδικη από 12-2-2014 αίτηση για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 5173/2013 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών και να καταδικασθούν οι ηττώμενοι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου κατά το βάσιμο αίτημα αυτού (άρθρα 176 και 183 Κ.Πολ.Δ.) και να διαταχθεί η εισαγωγή του καταβληθέντος παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο κατ’ άρθρο 495 § 4 Κ.Πολ.Δ., όπως προστέθηκε με άρθρο 12 § 2 ν/ 4055/2012.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 12-2-2014 αίτηση των Α. Π., Α. Μ. Φ. Μ. για αναίρεση της υπ’ αριθ. 5173/2013 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών.
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.
Διατάσσει την εισαγωγή του καταβληθέντος παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 21 Απριλίου 2015.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 27 Μαΐου 2015.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ 708/2015 Η ιδιόγραφη διαθήκη για να έχει αποδεικτική ισχύ, πρέπει ολόκληρο το περιεχόμενό της όπως και η χρονολογία της να έχουν γραφεί ιδιοχείρως, δεν αρκεί δηλαδή να είναι απλώς και μόνο ιδιοχείρως υπογεγραμμένο το κείμενό της
Προηγούμενο άρθροΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ 1249/2021 Ανάκληση γονικής παροχής λόγω αχαριστίας