Αριθμός 799/2021
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Δ’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ειρήνη Καλού, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωστούλα Φλουρή – Χαλεβίδου, Μαρία Τζανακάκη, Αικατερίνη Βλάχου και Ευστάθιο Νίκα, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 6 Νοεμβρίου 2020, με την παρουσία και του Γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1) Γ. Φ. του Σ., 2) Σ. Φ. του Γ., 3) Μ. Φ. του Γ. και 4) Β. Φ. του Γ., κατοίκων Κερκύρας, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Θεόδωρο Λύτρα.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Σ. Τ. του Α., 2) Κ. Τ. του Α., κατοίκων Κερκύρας και 3) ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία ΥΔΡΟΓΕΙΟΣ ΑΑΑΕ, που εδρεύει στην Καλλιθέα Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Λάζαρο Χατζηθέμελη, που δήλωσε στο ακροατήριο ότι ανακαλεί την από 05.11.2020 δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και παρίσταται.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 05.03.2012 αγωγή των ήδη 1ου (ατομικά και ως ασκούντος τη γονική μέριμνα των ανηλίκων τότε θυγατέρων του Μ. (Φ.) και Β. (Φ.) – ήδη 3ης και 4ης αναιρεσειουσών) και 2ου των αναιρεσειόντων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών και συνεκδικάστηκε με την από 09.12.2010 αγωγή άλλων προσώπων, μη διαδίκων στην παρούσα δίκη. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 2026/2014 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 4402/2017 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 08.05.2019 αίτησή τους.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, με Εισηγητή τον Αρεοπαγίτη Ευστάθιο Νίκα, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης αναίρεσης, ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
[I] Η κρινόμενη από 08.05.2019 και με αριθμ. καταθ. Εφετείου Αθηνών ΓΑΚ 4491/ ΕΑΚ 405/09-05-2019 αίτηση για την αναίρεση της υπ’ αριθμ. 4402/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, που εκδόθηκε με την ειδική διαδικασία των διαφορών για ζημιές από αυτοκίνητα (άρθρ. 681 Α, 666επ. ΚΠολΔ, όπως ίσχυαν πριν από την κατάργησή τους με το άρθρο τέταρτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/ 2015), κατ’ αντιμωλία των διαδίκων, έχει ασκηθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα. Επομένως πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των κατ` ιδίαν λόγων αυτής (άρθρ. 577 παρ. 1 και 3 ΚΠολΔ).
Περαιτέρω και αναφορικά με το διαδικαστικό ιστορικό της υπόθεσης, από την επιτρεπτή κατ’ άρθρο 561 αρ. 2 ΚΠολΔ. επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης και των λοιπών διαδικαστικών εγγράφων της δίκης προκύπτει, ότι:
(Α) Οι Γ. Φ., Σ. Φ., Β. Φ. και Μ. Φ. (τώρα αναιρεσείοντες) άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κατά των Σ. Τ., Κ. Τ. και της ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία ΥΔΡΟΓΕΙΟΣ Α.Α.Α.Ε. (τώρα αναιρεσιβλήτων) την από 05.03.2012 και με αρ. κατάθ. 62376/2262/2012 αγωγή τους, ισχυριζόμενοι ότι ο πρώτος εναγόμενος (ήδη πρώτος αναιρεσίβλητος) Σ. Τ., οδηγώντας με αριθμό κυκλοφορίας … τριαξονικό Ι.Χ.φορτηγό αυτοκίνητο, ιδιοκτησίας του δεύτερου εναγόμενου (ήδη δεύτερου αναιρεσίβλητου) Κ. Τ., που ήταν ασφαλισμένο για τις ζημιές έναντι τρίτων στην τρίτη εναγόμενη (ήδη τρίτη αναιρεσίβλητη) ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία ΥΔΡΟΓΕΙΟΣ Α.Α.Α.Ε., προκάλεσε από αποκλειστική του υπαιτιότητα (αμέλεια), υπό τις περιγραφόμενες στην αγωγή συνθήκες, αυτοκινητικό ατύχημα, συνεπεία του οποίου τραυματίστηκε θανάσιμα η πεζή σύζυγος του πρώτου ενάγοντος – αναιρεσείοντος και μητέρα των λοιπών εναγόντων – αναιρεσειόντων Α. Χ. – Φ. με αποτέλεσμα να υποστούν οι ενάγοντες ψυχική οδύνη λόγω του θανάτου της . Ιστορούσαν επίσης ότι το μηνιαίο εισόδημα της αποβιωσάσης, ανερχόταν κατά μέσο όρο στο ποσό των 3.000 ευρώ μηνιαίως, σύμφωνα με τα ιστορούμενα στην αγωγή. Ζητούσαν δε, μετά από νομότυπo μερικό περιορισμό του αιτήματός του από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό, (α) να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, ευθυνόμενοι εις ολόκληρον, να καταβάλουν στον πρώτο ενάγοντα ατομικά το ποσό των 100.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ψυχικής οδύνης του και να αναγνωριστεί η υποχρέωση των ως άνω εναγομένων να του καταβάλουν επί πλέον, εις ολόκληρον έκαστος 100.000 ευρώ για την ίδια αιτία, άπαντα νομιμοτόκως από της επιδόσεως της αγωγής μέχρι την εξόφληση, (β) να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, ευθυνόμενοι εις ολόκληρον, να καταβάλουν στον πρώτο ενάγοντα υπό την ιδιότητα του ασκούντος την επιμέλεια των ανηλίκων τέκνων του Μ. και Β. Φ. (ήδη τρίτης και τέταρτης των αναιρεσειόντων) το ποσό των 100.000 ευρώ για το κάθε ανήλικο τέκνο ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ψυχικής οδύνης του, καθώς και τα αναφερόμενα στην αγωγή χρηματικά ποσά ως διατροφή εκάστου τούτων για τα προσδιοριζόμενα στην αγωγή χρονικά διαστήματα, νομιμοτόκως από της επιδόσεως της αγωγής μέχρι την εξόφληση, άλλως, όσον αφορά τις περιοδικές μηνιαίες δόσεις, νομιμοτόκως από την καθυστέρηση κάθε δόσης μέχρι την εξόφληση, και να αναγνωριστεί η υποχρέωση των ως άνω εναγομένων να καταβάλουν επί πλέον, εις ολόκληρον έκαστος στον πρώτο ενάγοντα υπό την ιδιότητα του ασκούντος την επιμέλεια των ως άνω ανηλίκων τέκνων του (ήδη δεύτερης και τρίτης αναιρεσειόντων) το ποσό των 100.000 ευρώ σε κάθε ανήλικο ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ψυχικής οδύνης του, νομιμοτόκως από της επιδόσεως της αγωγής μέχρι την εξόφληση, και (γ) να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, ευθυνόμενοι εις ολόκληρον, να καταβάλουν στον ενάγοντα Σ. Φ. το ποσό των 100.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ψυχικής οδύνης του από τον θάνατο της ως άνω μητέρας του νομιμοτόκως από της επιδόσεως της αγωγής μέχρι την εξόφληση, καθώς και τα αναφερόμενα στην αγωγή χρηματικά ποσά ως διατροφή του για τα προσδιοριζόμενα στην αγωγή χρονικά διαστήματα, νομιμοτόκως από της επιδόσεως της αγωγής μέχρι την εξόφληση, άλλως, όσον αφορά τις περιοδικές μηνιαίες δόσεις, νομιμοτόκως από την καθυστέρηση κάθε δόσης μέχρι την εξόφληση, και να αναγνωριστεί η υποχρέωση των ως άνω εναγομένων να του καταβάλλουν επί πλέον, εις ολόκληρον έκαστος 100.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ψυχικής οδύνης του από τον θάνατο της ως άνω μητέρας του, νομιμοτόκως από της επιδόσεως της αγωγής μέχρι την εξόφληση.
(Β) Για το ίδιο τροχαίο ατύχημα ασκήθηκε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κατά των ιδίων εναγομένων Σ. Τ., Κ. Τ. και της ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία ΥΔΡΟΓΕΙΟΣ Α.Α.Α.Ε. από τους Β. Χ., Μ. συζ. Β. Χ., και Ε. Β. Χ., (που δεν είναι διάδικοι στην παρούσα αναιρετική δίκη) η με αρ. κατάθ. 29532/1259/2100 αγωγή τους (που δεν είναι αντικείμενο της προκείμενης αναιρετικής δίκης) , με την οποία ζητούσαν να αναγνωριστεί η υποχρέωση των εναγομένων να τους καταβάλουν, εις ολόκληρον έκαστος, τα αναλυτικά αναγραφόμενα στην αγωγή χρηματικά ποσά για χρηματική τους ικανοποίηση λόγω της ψυχικής οδύνης τους από τον επισυμβάντα κατά το ίδιο τροχαίο ατύχημα από υπαιτιότητα του πρώτου εναγόμενου, οδηγού του Ι.Χ.φορτηγού αυτοκίνητου, ιδιοκτησίας του δεύτερου εναγόμενου και ασφαλισμένου για τις ζημιές έναντι τρίτων στην τρίτη εναγόμενη (ήδη τρίτη αναιρεσίβλητη) ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία ΥΔΡΟΓΕΙΟΣ Α.Α.Α.Ε.,κατά τις εκτιθέμενες στην ως άνω αγωγή συνθήκες, θάνατο της (προαναφερθείσας) Α. Χ. – Φ., θυγατρός των δύο πρώτων και αδελφής της τρίτης των εναγόντων.
Επί των ως άνω συνεκδικασθεισών αγωγών εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων η υπ’ αριθμ. 2026/2014 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία, κατά τα σε αυτήν αναλυτικά εκτιθέμενα, απορρίφθηκαν ως κατ’ουσίαν αβάσιμες αμφότερες οι ως άνω αγωγές. Κατά της υπ’ αριθμ. 2026/2014 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ασκήθηκαν ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών:
(Α) η από 11.9.2015 και με αρ. έκθ. κατάθ. 5210/2015 έφεση των εναγόντων της από 05.03.2012 και με αρ. κατάθ. 62376/2262/2012 αγωγής (τώρα αναιρεσειόντων) κατά των τότε εφεσιβλήτων και ήδη αναιρεσιβλήτων και
(Β) η από 12.2.2015 και με αρ. έκθ. κατάθ. 1041/2015 έφεση των εναγόντων της με αρ. κατάθ. 29532/1259/2100 αγωγής (που δεν είναι διάδικοι στην προκείμενη αναιρετική δίκη, η δε έφεσή τους επίσης δεν είναι αντικείμενο της προκείμενης δίκης).
Επί των ως άνω εφέσεων εξεδόθη η προσβαλλόμενη υπ’ αρ. 4402/2017 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, που συνεκδίκασε τις ως άνω εφέσεις κατ’ αντιμωλία των διαδίκων, δέχθηκε τυπικά αυτές και στην συνέχεια απέρριψε αμφότερες τις ως άνω εφέσεις ως αβάσιμες κατ’ ουσίαν.
[ΙΙ] Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 11 εδάφ. γ’ του ΚΠολΔ, συντρέχει λόγος αναίρεσης, αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν. Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 335, 338 έως 340 και 346 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να σχηματίσει δικανική πεποίθηση για τη βασιμότητα των πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, οφείλει να λάβει υπόψη του τα αποδεικτικά μέσα που προσκομίστηκαν νόμιμα είτε για άμεση απόδειξη είτε για συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, εφόσον γίνεται σαφής και ορισμένη επίκλησή τους από τον διάδικο (ΟλΑΠ 23/2008, ΑΠ 26/2020, βλ. και ΟλΑΠ 14/2005, ΑΠ 64/2019). Είναι δε σαφής και ορισμένη η επίκληση εγγράφου, όταν είναι ειδική και από αυτή προκύπτει η ταυτότητά του. Η εν λόγω επίκληση μπορεί να γίνει είτε με τις προτάσεις της συζήτησης, μετά την οποία εκδόθηκε η απόφαση, είτε και με αναφορά σε συγκεκριμένο μέρος των προσκομιζόμενων προτάσεων προηγούμενης συζήτησης, όπου γίνεται σαφής και ορισμένη επίκληση του εγγράφου ( ΟλΑΠ 14/2005, ΟλΑΠ 15/2005, ΟλΑΠ 16/2005 – ΝΟΜΟΣ, ΟλΑΠ 9/2000, ΑΠ 64/2019). Καμιά ωστόσο διάταξη δεν επιβάλλει την ειδική μνεία και τη χωριστή αξιολόγηση καθενός από τα αποδεικτικά μέσα, που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, αλλά αρκεί η γενική μνεία των κατ’ είδος αποδεικτικών μέσων (ΑΠ 64/2019 – ΝΟΜΟΣ). Δεν θεμελιώνεται ο λόγος αυτός, αν προκύπτει από την απόφαση ότι λήφθηκαν υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία προσκομίστηκαν με επίκληση. Αρκεί γι’ αυτό η γενική αναφορά του είδους του αποδεικτικού μέσου, χωρίς ανάγκη ειδικής αξιολόγησης του καθενός, εφόσον, από τη γενική αυτή αναφορά σε συνδυασμό με τις υπόλοιπες αιτιολογίες της απόφασης, προκύπτει αναμφίβολα η λήψη υπόψη του αποδεικτικού μέσου (ΑΠ 26/2019 – ΝΟΜΟΣ). Πάντως, η γενική αυτή αναφορά της λήψης υπόψη όλων των αποδείξεων που με επίκληση προσκομίστηκαν δεν αποκλείει την ίδρυση του πιο πάνω λόγου αναίρεσης για κάποιο αποδεικτικό μέσο, όταν από το περιεχόμενο της απόφασης δεν προκύπτει κατά τρόπο αναμφίβολο (ΟλΑΠ 2/2008, ΑΠ 26/2020, ΑΠ 64/2019) ή κατ’ άλλη έκφραση δεν καθίσταται αδιστάκτως βέβαιο (ΟλΑΠ 14/2005, ΑΠ 26/2020, ΑΠ 64/2019) ότι τούτο έχει ληφθεί υπόψη.
Στην προκείμενη περίπτωση με τον πρώτο λόγο της αίτησης αναίρεσης αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθμ. 11 περ. γ` του ΚΠολΔ, με τον ειδικότερο ισχυρισμό ότι το Εφετείο για το σχηματισμό του αποδεικτικού του πορίσματος, με βάση το οποίο έκρινε ότι αποκλειστικώς υπαίτια για τον θανάσιμο τραυματισμό της ήταν η ίδια η θανούσα Α. Χ. – Φ. [και για τον λόγο αυτό απέρριψε ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη την από 11.09.2015 και με αρ. έκθ. κατάθ. 5210/2015 έφεση των εναγόντων της από 05.03.2012 και με αρ. κατάθ. 62376/2262/2012 αγωγής (τώρα αναιρεσειόντων) κατά της πρωτόδικης υπ’αριθμ. 2026/2014 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που είχε κρίνει ομοίως], δεν έλαβε υπόψη του και δεν εκτίμησε, αποδεικτικά μέσα που οι αναιρεσείοντες επικαλέστηκαν και προσκόμισαν νόμιμα προς απόδειξη ότι το ένδικο τροχαίο ατύχημα και ο συνεπεία αυτού θανάσιμος τραυματισμός της Α. Χ. – Φ. (αντιστοίχως συζύγου του πρώτου αναιρεσείοντος και μητέρας των λοιπών) οφείλεται στην αποκλειστική υπαιτιότητα του πρώτου εναγομένου (ήδη πρώτου αναιρεσίβλητου). Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τις αιτιάσεις των αναιρεσειόντων το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη του τη με αριθμό 250/2016 τελεσίδικη απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Κερκύρας, με την οποία ο πρώτος αναιρεσίβλητος κηρύχθηκε ένοχος για την κατηγορία της ανθρωποκτονίας από αμέλεια σε βάρος της πεζής Α. Χ. – Φ. κατά το ένδικο ατύχημα, την οποία (ως άνω τελεσίδικη απόφαση που δημοσιεύτηκε μετά την ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου συζήτηση της υπόθεσης), επικαλέστηκαν οι εκκαλούντες – ήδη αναιρεσείοντες με τις προτάσεις τους ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου και προσκόμισαν, επισημαίνοντες ότι νομίμως την προσκομίζουν για πρώτη φορά στον δεύτερο βαθμό κατ’ άρθρο 529 ΚΠολΔ, με την οποία (ως άνω τελεσίδικη απόφαση) αποδεικνύεται ο ιδιαίτερης βαρύτητας αγωγικός ισχυρισμός των τώρα αναιρεσειόντων σχετικά με την (κατά το ένδικο ατύχημα) πορεία της θανούσης συζύγου και μητέρας τους, και ειδικότερα ότι αυτή κατά τον χρόνο που παρασύρθηκε από το φορτηγό το οποίο οδηγούσε ο πρώτος των αναιρεσιβλήτων, βάδιζε επί του οδοστρώματος με κατεύθυνση από δεξιά προς τα αριστερά σε σχέση με το φορτηγό, συνεπώς ο οδηγός του όφειλε και μπορούσε να ελέγξει, πριν θέσει σε κίνηση το όχημά του, αν κινείται κάποιος πεζός μπροστά από το όχημά του, δεδομένου ότι η συγκεκριμένη διάβαση πεζών είναι από τις πιο πολυσύχναστες διαβάσεις της πόλης όπου έλαβε χώρα το επίδικο τροχαίο ατύχημα.
Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο της προσβαλλομένης απόφασής του, μετά από αξιολόγηση του αποδεικτικού υλικού δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν τα εξής αυτολεξεί παρατιθέμενα:
«| Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων και την χωρίς όρκο εξέταση του πρώτου εναγόμενου, στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται η από 16.01.2009 έκθεση αυτοψίας τροχαίου ατυχήματος και το συνοδεύον αυτή σχεδιάγραμμα, που συνέταξαν τα αρμόδια αστυνομικά όργανα, η από 08.11.2010 τεχνική έκθεση, τα έγγραφα της σχηματισθείσας ποινικής δικογραφίας, τα οποία λαμβάνονται υπόψη για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρ. 395 ΚΠολΔ) και των φωτογραφιών, των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητείται (άρθρ. 444 αρ.3 ΚΠολΔ, άρθρ.448 παρ.2 και 457 παρ.4 ΚΠολΔ), καθώς και τα διδάγματα της κοινής πείρας, που το Δικαστήριο λαμβάνει αυτεπαγγέλτως υπόψιν (άρθρ.336 παρ.4 ΚΠολΔ), καθώς και τις υπ’ αρ. …/2012, …/2012, …/2012 ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον του συμβολαιογράφου Κέρκυρας, Μαρίας Σπανού, και του Ειρηνοδίκου Αθηνών που λήφθηκαν μετά από νομότυπη κλήτευση των αντιδίκων (βλ. υπ’ αρ. …/23-10-2012, …/23-10-2012 και …/23-10-2012 εκθέσεις επίδοσης του Δικαστικού επιμελητού Κέρκυρας Μ. Μαυρογιαννάκη και του Δικαστικού επιμελητού Αθηνών, Ηλία Ζαχάκου) έχουν αποδειχτεί τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:
Την 16.01.2009 και περί ώρα 11:30 π.μ. ο πρώτος εναγόμενος, οδηγώντας το υπ’ αρ. κυκλ. … ΔΧΦ τριαξονικό αυτοκίνητο, ιδιοκτησίας του δεύτερου εναγομένου, το οποίο ήταν ασφαλισμένο για την έναντι τρίτων αστική ευθύνη, στην τρίτη εναγομένη ασφαλιστική εταιρία, βρισκόταν στην πλατεία Θεοτόκη, στην Κέρκυρα, και ειδικότερα επί της οδού I. Θεοτόκη. Στο σημείο αυτό η πλατεία Θεοτόκη αποτελεί ισόπεδο κόμβο και η έξοδος των οχημάτων από την πλατεία γίνεται μέσω διακλάδωσης τριών μονής κατεύθυνσης οδών, που μεταξύ τους διαχωρίζονται από νησίδες ασφαλείας, και της οδού I. Θεοτόκη, της οδού Π. Κωνσταντά η οποία βρίσκεται αριστερά της οδού I. Θεοτόκη και της οδού Δ. Δημουλίτσα, η οποία βρίσκεται αριστερά της οδού Π. Κωνσταντά. Στο ύψος της πλατείας Θεοτόκη και προ των εισόδων προς τις ανωτέρω οδούς, είναι τοποθετημένοι φωτεινοί σηματοδότες που ρυθμίζουν την κίνηση οχημάτων και πεζών και ειδικότερα όσον αφορά στην οδό Ι. Θεοτόκη, υπάρχει τοποθετημένος φωτεινός σηματοδότης στο δεξιό πεζοδρόμο της οδού, καθώς και υπερυψωμένος (κρεμαστός) σηματοδότης άνωθεν και στο μέσον του οδοστρώματος, ενώ αναφορικά με την κίνηση των πεζών υπάρχει διαγραμμισμένη διάβαση πεζών. Την ανωτέρω ημέρα, η κυκλοφορία των οχημάτων και των πεζών ήταν πυκνή, υπήρχε καλοκαιρία και η ορατότητα δεν περιοριζόταν. Η οδός I. Θεοτόκη είναι μόνης κατεύθυνσης, με δύο λωρίδες κυκλοφορίας, έχει συνολικό πλάτος οδοστρώματος 6,60 μέτρα και είναι ευθεία. Κατά τον ανωτέρω τόπο και χρόνο, ο πρώτος εναγόμενος, εκινείτο στο ύψος της πλατείας Θεοτόκη με κατεύθυνση προς την οδό I. Θεοτόκη, στο μέσον της οδού, δεδομένου ότι στο δεξιό ρεύμα ήταν παρκαρισμένα αυτοκίνητα και ακινητοποιημένος προ του ερυθρού σηματοδότη, σε απόσταση περίπου 3 -4 μέτρων από την αρχή της διαγράμμισης για τη διάβαση πεζών. Όταν ο φωτεινός σηματοδότης για την πορεία των οχημάτων έγινε πράσινος, ο πρώτος εναγόμενος οδηγός αφού ήλεγξε με επιμέλεια το οδόστρωμα και διαπίστωσε ότι οι δύο πεζές που διέρχονταν από τη διάβαση πεζών την είχαν ήδη διασχίσει, και αφού ήλεγξε τους καθρέπτες του οχήματος του, ξεκίνησε την πορεία του με μηδενική σχεδόν ταχύτητα, δεδομένου και του όγκου του οχήματος του. Κατά τον ίδιο χρόνο η Α. Χ. ( – Φ.) του Β., η οποία την ώρα εκείνη μιλούσε στο κινητό της τηλέφωνο (καθότι βρέθηκε στο ανωτέρω τηλέφωνο μεταξύ μπαταρίας και συσκευής κομμάτι ανθρώπινου δέρματος, όπως αναφέρεται στην έκθεση αυτοψίας τροχαίου ατυχήματος που συνετάγη από τα αρμόδια όργανα της τροχαίας) επιχείρησε να διασχίσει την οδό I. Θεοτόκη από τα αριστερά προς τα δεξιά ως προς την πορεία του ανωτέρω φορτηγού, ακριβώς έμπροσθεν αυτού, εκτός διάβασης πεζών, και ενώ ο σηματοδότης για τους πεζούς ήταν ερυθρός, με αποτέλεσμα να βρεθεί στην πορεία του ανωτέρω οχήματος, να παρασυρθεί από αυτό, και να επέλθει ο θάνατος της, λόγω σύνθλιψης κεφαλής και κακώσεων αυχένος, θώρακα και λεκάνης. Ο πρώτος εναγόμενος – οδηγός μόλις άκουσε τις φωνές των διερχομένων, αμέσως τροχοπέδησε (βρέθηκαν ίχνη τροχοπέδησης 0,60 μ.) και ακινητοποίησε το όχημά του, σε απόσταση 1,5 – 2 περίπου μέτρα από τη διάβαση πεζών.
Αποδείχθηκε περαιτέρω ότι ο πρώτος εναγόμενος, οδηγώντας με σύνεση και έχοντας διαρκώς τεταμένη την προσοχή του είχε ακινητοποιήσει το όχημά του προ του ερυθρού σηματοδότη και σε ικανή απόσταση από την αρχή της διάβασης των πεζών, έθεσε δε σε κίνηση αυτό, όταν ο σηματοδότης ήταν πράσινος για τα οχήματα και αφού βεβαιώθηκε ότι στην διάβαση πεζών δεν υπήρχαν πεζοί. Αντίθετα η θανούσα Α. Χ. (-Φ.), επιχείρησε να διασχίσει το οδόστρωμα εκτός διάβασης πεζών με ερυθρό για τους πεζούς σηματοδότη, από αριστερά προς τα δεξιά ως προς την πορείας του οχήματος και χωρίς οποιοδήποτε έλεγχο της κίνησης των οχημάτων ενώ όφειλε να χρησιμοποιήσει το πεζοδρόμιο, να αναμείνει την πράσινη για τους πεζούς σήμανση του σηματοδότη και να χρησιμοποιήσει τη διαγραμμιζόμενη διάβαση πεζών, Έτσι η θανούσα, χωρίς να βεβαιώσει, όπως όφειλε και μπορούσε, ότι δεν θα παρεμποδίζει την κυκλοφορία των οχημάτων, λαμβάνοντας υπόψιν της το μέγεθος του φορτηγού αυτοκινήτου και την ερυθρή για τους πεζούς ένδειξη του σηματοδότη, επιχείρησε να διασχίσει το οδόστρωμα σε επαφή σχεδόν με το εμπρόσθιο μέρος του φορτηγού, εκτός της διάβασης πεζών και όχι σε κάθε περίπτωση σε ικανή απόσταση από αυτό, ώστε να είναι ορατή (όπως και οι προηγηθείσες αυτής πεζές), από τον οδηγό του φορτηγού αυτοκινήτου, με αποτέλεσμα να παρασυρθεί και συνθλίβει από το κανονικά κινούμενο φορτηγό που οδηγούσε ο πρώτος εναγόμενος, αμελής συμπεριφορά η οποία συνιστά παράβαση των από τις διατάξεις της παρ. 4 εδ. γ’ και δ’ του άρθ. 38 του ΚΟΚ, επιβαλλόμενων υποχρεώσεων της, αιτιωδώς συνδεόμενη με το ένδικο συμβάν. Εξάλλου στοιχεία που θεμελιώνουν κάποια υπαιτιότητα του πρώτου εναγόμενου – οδηγού, δεν αποδείχθηκαν καθόσον αυτός οδηγούσε, με σύνεση και διαρκώς τεταμένη την προσοχή του, είχε σταματήσει την πορεία του οχήματος του, προ του ερυθρού σηματοδότη της πορείας του και σε ικανή απόσταση μπροστά από την υφιστάμενη διάβαση πεζών, ώστε να έχει ορατότητα προς αυτή, επέδειξε δε την δέουσα προσοχή που όφειλε και μπορούσε να καταβάλει, όπως θα έπραττε οποιοσδήποτε μέσος συνετός οδηγός πλην όμως λόγω της εντελώς αντικανονικής κίνησης της πεζής – θανούσης, ήταν αδύνατο να την αντιληφθεί με αποτέλεσμα κατά την έναρξη της κίνησης του οχήματος να την τραυματίσει θανάσιμα. Ο ισχυρισμός ότι η θανούσα Α. Χ.(-Φ.) διέσχιζε καθέτως το οδόστρωμα από δεξιά προς τα αριστερά ως προς την πορεία του οχήματος και ότι είχε διασχίσει ήδη 5 μέτρα από το οδόστρωμα καθώς επίσης ότι το φορτηγό αυτοκίνητο ξεκίνησε την πορεία του ενώ ο σηματοδότης ήταν ακόμη ερυθρός για τα οχήματα ουδόλως αποδείχθηκαν. Αντίθετα όπως προκύπτει από τις καταθέσεις των αυτοπτών μαρτύρων το φορτηγό ξεκίνησε κανονικά την πορεία του δηλαδή με πράσινο σηματοδότη ενώ η πορεία της θανούσας ήταν από αριστερά προς τα δεξιά σε σχέση με την πορεία του φορτηγού όπως σαφώς προκύπτει πλην των άλλων και από το σχεδιάγραμμα που έχουν συντάξει τα αρμόδια όργανα της τροχαίας για το ένδικο ατύχημα, όπου και αποτυπώνεται η πορεία και κατεύθυνση της πεζής – θανούσας.
Με βάση τα ανωτέρω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά το ένδικο ατύχημα οφείλεται σε αποκλειστική υπαιτιότητα της θανούσας Α. Χ. (-Φ.), η οποία ενώ ήταν υποχρεωμένη να χρησιμοποιήσει την διάβαση των πεζών, που υπήρχε σε απόσταση 3 περίπου μέτρα από το σημείο του ατυχήματος δεν συμμορφώθηκε ως προς αυτό αλλά βαδίζοντας αμελώς και μιλώντας στο κινητό της τηλέφωνο επιχείρησε να διασχίσει την οδό I. Θεοτόκη από τα αριστερά προς τα δεξιά σε σχέση με την πορεία του οχήματος του πρώτου εναγόμενου και μάλιστα μπροστά και πολύ κοντά (ξυστά) από το τεραστίων διαστάσεων κινητοποιημένο φορτηγό, εκτός της διάβασης των πεζών και με κόκκινο σηματοδότη για τους πεζούς. Το εν λόγω φορτηγό του πρώτου εναγόμενου έχει την καμπίνα του οδηγού σε ύψος που υπερβαίνει το ύψος ενός κανονικού ανθρώπου (βλ. προσκομιζόμενές φωτογραφίες) ώστε ο οδηγός δεν μπορεί να έχει ορατότητα και δεν είναι στο οπτικό του πεδίο, ο πεζός που διέρχεται ακριβώς εμπρός του, όπως συνέβη με την πεζή – θανούσα η οποία κινήθηκε ξυστά σχεδόν και χωρίς να έχει αφήσει περιθώριο από εμπρόσθιο μέρος του φορτηγού ώστε ήταν αδύνατον για τον οδηγό να την αντιληφθεί.
Τα ως άνω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, επιβεβαιώνονται και από τις καταθέσεις των αυτόπτων μαρτύρων.
Ειδικότερα ο Γ. Σ. που αναφέρεται στην έκθεση αυτοψίας του ενδίκου ατυχήματος που συνετάγη από τα αρμόδια όργανα της τροχαίας κατέθεσε προανακριτικά την 16.01.2002 μεταξύ άλλων ότι:
«Την 16.01.2009 και ώρα 11.300 βρισκόμουν έξωθεν καταστήματος επί της πλατείας Θεοτόκη περίπου 10 μέτρα από το σημείο που έγινε το τροχαίο. Βλέπω ένα φορτηγό αυτοκίνητο στο φανάρι σταματημένο, ξεκινάει το φορτηγό με πράσινο σηματοδότη, μια γυναίκα μη πιστεύοντας ότι θα ξεκινήσει το φορτηγό και ότι την είδε, προσπαθεί να περάσει στην αντίθετη πλευρά του δρόμου από αριστερά του φορτηγού μπροστά του, αλλά λόγω του όγκου του φορτηγού ο οδηγός δεν μπορεί να την δει, όταν κινείται κάτω από αυτό. Όταν την είδα πεσμένη, απείχε το κεφάλι της από το όριο της διάβασης πεζών, περίπου ενάμιση με δύο μετρά. Η εμπρόσθια αριστερή ρόδα απείχε από το πεζοδρόμιο εβδομήντα με ογδόντα εκατοστά. Άκουσα τον θόρυβο από το χτύπημα του κρανίου, αμέσως βάλαμε τις φωνές στον οδηγό, ο οποίος αμέσως ακινητοποίησε το όχημα του, έβγαλε το κεφάλι του από το παράθυρο κοίταξε τι έγινε και κατέβηκε κάτω σοκαρισμένος και σε άσχημη κατάσταση. Από το σημείο που βρέθηκε η γυναίκα, δεν πρέπει να εκινείτο πάνω στην διάβαση των πεζών, γιατί όπως προείπα απείχε περίπου ενάμιση με δύο μέτρα από το όριο της διάβασης».
Επίσης ο αυτόπτης μάρτυρας που αναφέρεται στην έκθεση αυτοψίας, Σ. Α. κατέθεσε την 17.01.2009 προανακριτικά τα εξής:
«Εργάζομαι σε ψησταριά στην πλατεία Θεοτόκη. Την 16.01.2009 και ώρα 11.30, βγαίνοντας από το κατάστημα, βλέπω ένα φορτηγό που βρισκόταν για να πάει προς I. Θεοτόκη και σε απόσταση περίπου 10 μέτρων. Μια γυναίκα συγχρόνως εάν ξεκινούσε το φορτηγό, την βλέπω από αριστερά του οδηγού να την παίρνει από κάτω και μετά ακούω ένα θόρυβο και κάτι να εκτινάσσεται, ήταν κομμάτια από την νεκρή. Αμέσως πήγα εκεί στον τόπο του τροχαίου, και το πρώτο πράγμα που κοίταξα ήταν το φανάρι των αυτοκινήτων που ήταν πράσινο. Είδα ακόμη την άτυχη γυναικά να βρίσκεται κάτω από την ρόδα, απείχε το σώμα της από τη διάβαση πεζών περίπου δύο με τρία μέτρα».
Επίσης ο αυτόπτης μάρτυρας, όπως στην έκθεση αυτοψίας αναγράφεται, Κ. Σ., κατέθεσε την 21.01.2009 προανακριτικά ότι:
«Την 16.01.2009 και περί 11.30 βρισκόμουν στην πλατεία Θεοτόκη. Ανέβαινα την οδό I. Θεοτόκη με τα πόδια, και όσο πλησίαζα στο φανάρι είδα κόσμο και πήγα να δω τι γίνεται. Εκεί αντίκρισα ένα φορτηγό σταματημένο λίγο πριν το φανάρι, και θυμάμαι ότι το φορτηγό ήταν σταματημένο πριν τη διάβαση πεζών περίπου τέσσερα μέτρα από το φανάρι. Πίσω από την εμπρόσθια αριστερή ρόδα διέκρινα μια γυναίκα νεκρή. Η γυναίκα βρισκόταν περίπου 4 μέτρα από την κολώνα του φαναριού […]».
Επίσης ο αυτόπτης μάρτυρας σύμφωνα με την έκθεση αυτοψίας, Π. Γ. κατέθεσε την 17.01.2009 προανακριτικά ότι:
«Την 16.01.2009 και περί 11.30 βρισκόμουν στην πλατεία Θεοτόκη, βρισκόμουν στο φανάρι της οδού Κωνσταντά […]. Απέναντί μου και σε απόσταση 5-6 μέτρων βλέπω μια κυρία άγνωστη σε μένα, να έχει το τηλέφωνο στο αυτί και να πηγαίνει να διασχίσει το οδόστρωμα και το φανάρι για τους πεζούς ήταν κόκκινο , και απείχε περίπου από τη διάβαση πεζών 1,5 με 2 μέτρα, το δε φορτηγό ήταν σταματημένο και περίμενε όπως και άλλα αυτοκίνητα από πίσω του να ξεκινήσουν. Μόλις ξεκινάει το φορτηγό βλέπω ένα ξαφνικό πέσιμο στο έδαφος ενός ανθρώπου, σχεδόν εφαπτόμενη του αυτοκινήτου – φορτηγού και με βεβαιότητα δεν την ακούμπησε και την παρέσυρε αλλά ταυτόχρονα ξεκίνησε το αυτοκίνητο, χωρίς να την αντιληφθεί όπως προανέφερα, ταυτόχρονα ξεκίνησε το αυτοκίνητο και έπεσε η γυναίκα στο έδαφος. Σίγουρα το φορτηγό ξεκίνησε με πράσινο σηματοδότη και σίγουρα η άτυχη γυναίκα εκεί που έπεσε δεν ήταν πάνω στη διάβαση πεζών, άλλα έπεσε στον εμπρόσθιο αριστερό τροχό του φορτηγού και εκεί την πάτησε στο κεφάλι, ένα σοκαριστικό γεγονός […]».
Επίσης ο αναφερόμενος στην έκθεση αυτοψίας αυτόπτης μάρτυρας, Σ. Α. κατέθεσε προανακριτικά την 08.03.2009 μεταξύ άλλων ότι:
«Την 16.01.2009 και περί ώρα 11.15 περίπου κινούμουν με μηχανή στην πλατεία Θεοτόκη […] ακριβώς στα δεξιά μου και περίπου τρία με τέσσερα μέτρα ακούω ένα θόρυβο και μετά ακούω φωνές. Σταμάτησα, αφήνω την μηχανή και πάω προς το σημείο και διαπιστώνω ότι ένα σώμα γυναίκας με κεφάλι κάτω από τη ρόδα την εμπρόσθια αριστερή. Η άτυχη γυναίκα απείχε από τη διάβαση πεζών περίπου 2 μέτρα. Υπολογίζω ότι κίνηση της άτυχης γυναίκας πρέπει να ήταν από αριστερά ως προς την κίνηση του φορτηγού. Ακόμη, θυμάμαι ότι το φορτηγό και συγκεκριμένα οι ρόδες του, δεν πάταγαν πάνω στη διάβαση πεζών».
Επίσης ο πρώτος των εναγόμενων, Τ. Σ., κατέθεσε την 16.01.2009 προανακριτικά τα εξής:
«Την 16.01.2009 και περί ώρα 11.30 οδηγούσα το υπ’ αρ. … ΔΧ φορτηγό τριαξονικό. Βρισκόμουν προς I. Θεοτόκη λόγω αυξημένης κίνησης, κινούμουν με μικρή ταχύτητα. Στο φανάρι της Ι. Θεοτόκη σταμάτησα διότι είχε κόκκινο και σε απόσταση 4 μέτρων περίπου από την διάβαση πεζών, καθότι, ήθελα να βλέπω την κίνηση αυτών. Θέλω να αναφέρω ότι σταμάτησα σ’αυτήν την απόσταση, διότι έχω νεκρό οπτικό σημείο περίπου ενάμιση μέτρο από την μούρη του αυτοκινήτου και προς τα εμπρός. Άναψε πράσινος φωτεινός σηματοδότης για τα αυτοκίνητα, έβαλα ταχύτητα και δεν πρόλαβα να κάνω ένα και μισό περίπου μέτρο όταν άκουσα από τα αριστερά μου να μου φωνάζουν να σταματήσω. Εγώ δεν αντιλήφθηκα την πεζή ούτε την κίνηση της πριν τον τραυματισμό της. Προφανώς κινήθηκε γρήγορα η πεζή και με κόκκινο για αυτήν και ερχόταν από τα αριστερά μου. Με τις φωνές φρενάρισα έβγαλα το κεφάλι μου από το παράθυρο και άνοιξα την πόρτα και κατέβηκα κάτω Να δω τι είχε συμβεί, είδα μια γυναίκα κτυπημένη πίσω από το εμπρόσθιο αριστερό τροχό. Ήμουν σοκαρισμένος και πριν συνέλθω ήρθε η τροχαία. Δεν ευθύνομαι για το ατύχημα για το οποίο ευθύνεται η αμέλεια της θανούσας. Είμαι οδηγός από το 1991 και δεν έχω δημιουργήσει ποτέ κανένα ατύχημα. Είμαι πολύ προσεκτικός οδηγός. Δυστυχώς από το σημείο που βρισκόμουν είχα έλεγχο μόνο μπροστά και στα πλάγια μέχρι ενός σημείου λόγω του σχήματος και επίσης ότι μπορούσα να δω από τον καθρέπτη μου. Στο σημείο σταμάτησα για το κόκκινο φανάρι επί της οδού I. Θεοτόκη και απείχα από την διάβαση πεζών για να έχω ορατότητα από τους διερχόμενους πεζούς. Απείχα από την διάβαση περίπου 4 μέτρα και αυτό κάνω πάντα όταν περνάω από τον συγκεκριμένο δρόμο λόγω του όγκου του οχήματος μου […]».
Να σημειωθεί ότι, όπως από τα προσκομιζόμενα φύλλα των τοπικών εφημερίδων της 17.01.2009 προκύπτει γίνεται αναφορά στο ατύχημα και υπογραμμίζεται ότι:
«Το φορτηγό είχε πράσινο φανάρι προς την Αβραμίου. Πλησιάζοντας την διάβαση τρεις γυναίκες πέρασαν έχοντας κόκκινο για τους πεζούς την στιγμή που η νταλίκα πλησίαζε. Η άτυχη γυναίκα την τελευταία στιγμή προσπάθησε να περάσει τον δρόμο πριν από τη διάβαση ξυστά από το φορτηγό. Κάποιοι μάλιστα έκαναν λόγο ότι η γυναίκα σκόνταψε περνώντας το δρόμο. Ο οδηγός του οχήματος προφανώς δεν την είχε στην ορατότητα του, αφού το παρμπρίζ της νταλίκας βρίσκεται γύρω στα δύο μέτρα πάνω από το οδόστρωμα. Η μπροστινή αριστερή ρόδα του φορτηγού χτύπησε την γυναίκα η οποία τραυματίστηκε θανάσιμα στο κεφάλι». (βλ. Κερκυραϊκό Βήμα της 17.01.2009 και λοιπές προσκομιζόμενες τοπικές εφημερίδες).
Περαιτέρω, ως προς την τεχνική έκθεση του μηχανολόγου – μηχανικού Π. Κ., που επικαλούνται και προσκομίζουν οι ενάγοντες, καθώς και την κατάθεση του στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, αυτές δεν κρίνονται πειστικές, για τον λόγο ότι ο ως άνω μηχανικός δεν είχε άμεση γνώση και αντίληψη του επιδίκου τροχαίου, αφού δεν ήταν αυτόπτης μάρτυρας του συμβάντος, ενώ δεν παραβλέπεται το γεγονός ότι προέβη στη σύνταξη της ως άνω τεχνικής έκθεσης κατόπιν εντολής των συγγενών της θανούσας Α. Χ.. Αλλά και η κατάθεση της εξετασθείσας επίσης στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου μάρτυρος, Ε. Β. συγγενούς της θανούσης, δεν κρίνεται πειστική, αφού και αυτή δεν ήταν παρούσα κατά τη στιγμή του συμβάντος, αλλά όπως ισχυρίζεται πήγε στο σημείο, μετά το ατύχημα. Εξάλλου σταθμίζεται η αλήθεια των καταθέσεων και όλων των άλλων αναφερομένων μαρτύρων που δεν ήταν αυτόπτες του τροχαίου ατυχήματος και επαναλαμβάνουν όσα άκουσαν από αφηγήσεις άλλων.
Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι οι αποφάσεις των ποινικών Δικαστηρίων δεν δεσμεύουν την πολιτική δίκη αλλά εκτιμώνται ελευθέρως υπό του Δικαστηρίου, καθότι είτε αυτές είναι αθωωτικές είτε καταδικαστικές δεν παράγουν δεδικασμένο για τα πολιτικά δικαστήρια.
Συνακόλουθα, με όλα τα ανωτέρω, και όπως ήδη ανωτέρω αναφέρθηκε, η πεζή Α. Χ. (-Φ.), είναι αποκλειστικά υπαίτια του θανάσιμου τραυματισμού της, για όλους τους προαναφερθέντες λόγους, ήτοι ότι, επιχείρησε να διασχίσει το οδόστρωμα εκτός διαβάσεως πεζών, με ερυθρό για τους πεζούς σηματοδότη, από αριστερά προς τα δεξιά ως προς την πορεία του οχήματος και χωρίς οποιονδήποτε έλεγχο της κίνησης των οχημάτων, ενώ όφειλε να αναμείνει την αφή του πράσινου φωτός για τους πεζούς και να χρησιμοποιήσει την υφιστάμενη για τους πεζούς διαγραμμιζόμενη και σηματοδοτούμενη διάβαση πεζών, σε κάθε περίπτωση δε, όφειλε να βαδίσει πολύ μπροστά από το φορτηγό, σε απόσταση που να ευρίσκεται στο πεδίο ορατότητας του οδηγού και όχι ξυστά από το εμπρόσθιο μέρος του, ήτοι από σημείο όπου ο οδηγός λόγω του ύψους του φορτηγού ήταν αδύνατο να την αντιληφθεί δεδομένου του γεγονότος ότι όταν ο οδηγός ξεκίνησε με την αφή του πράσινου φωτός του σηματοδότη δεν υπήρχαν άλλοι πεζοί μπροστά του, καθώς οι δύο πεζές είχαν ήδη διέλθει το οδόστρωμα, όπως προαναφέρθηκε, ούτε ήταν αντιληπτό στον οδηγό ότι η πεζή σκόπευε να εισέλθει παρανόμως στο οδόστρωμα λόγω της σχεδόν ταυτόχρονης κίνησης αμφοτέρων. Εξάλλου, σύμφωνα με τα παραπάνω αποδειχθέντα, ουδεμία υπαιτιότητα βαρύνει τον οδηγό του φορτηγού αυτοκινήτου, ο οποίος είχε σταματήσει προ του ερυθρού σηματοδότη της πορείας του και σε ικανή απόσταση από την υφιστάμενη διάβαση πεζών, ώστε να έχει ορατότητα προς αυτή, και ο οποίος επέδειξε την δέουσα προσοχή, που οποιοσδήποτε επιμελής και συνετός οδηγός μπορούσε να καταβάλλει.
Ως εκ τούτου, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που κατέληξε στις ίδιες κρίσεις και απέρριψε τις αγωγές ως κατ’ ουσίαν αβάσιμες, δεν έσφαλε, αλλά ορθώς εκτίμησε τις αποδείξεις και τον νόμο εφήρμοσε, γι’ αυτό και πρέπει οι κρινόμενες εφέσεις να απορριφθούν ως αβάσιμες κατ’ ουσίαν […]|».
Στην προκειμένη περίπτωση από την επισκόπηση των προτάσεων που οι αναιρεσείοντες, ως εκκαλούντες, είχαν καταθέσει στο εφετείο, προκύπτει ότι αυτοί πράγματι είχαν επικαλεστεί νόμιμα την με αριθμό 250/2016 τελεσίδικη απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Κερκύρας (βλ. σελίδα 6 στίχοι 32,33 και 34, σελίδα 7 στίχοι 1,2,3, και 4, καθώς και σελίδες 30,31,32 και 33 των προτάσεων των τότε εκκαλούντων και ήδη αναιρεσειόντων). Περαιτέρω από την διαλαμβανόμενη στην προσβαλλόμενη απόφαση σχετική βεβαίωση προκύπτει, ότι το Εφετείο κατέληξε στο αποδεικτικό του πόρισμα, περί έλλειψης υπαιτιότητας του πρώτου εναγόμενου – ήδη πρώτου αναιρεσίβλητου για το ένδικο τροχαίο ατύχημα, αφού έλαβε υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία προσκομίστηκαν με επίκληση υπό των διαδίκων, μεταξύ των οποίων και την μετ’ επικλήσεως προσκομισθείσα την με αριθμό 250/2016 τελεσίδικη απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Κερκύρας . Ειδικότερα στην αρχή του σκεπτικού της προσβαλλόμενης απόφασης γίνεται γενική μνεία των κατ’ είδος αποδεικτικών μέσων που λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο και συγκεκριμένα αυτολεξεί αναφέρονται τα εξής:
«|Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων και την χωρίς όρκο εξέταση του πρώτου εναγόμενου, στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται η από 16.01.2009 έκθεση αυτοψίας τροχαίου ατυχήματος και το συνοδεύον αυτή σχεδιάγραμμα, που συνέταξαν τα αρμόδια αστυνομικά όργανα, η από 08.11.2010 τεχνική έκθεση, τα έγγραφα της σχηματισθείσας ποινικής δικογραφίας, τα οποία λαμβάνονται υπόψη για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρ. 395 ΚΠολΔ) και των φωτογραφιών, των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητείται (άρθρ.444 αρ.3 ΚΠολΔ, άρθρ. 448 παρ.2 και 457 παρ.4 ΚΠολΔ), καθώς και τα διδάγματα της κοινής πείρας, που το Δικαστήριο λαμβάνει αυτεπαγγέλτως υπ’ όψιν (άρθρ.336 παρ.4 ΚΠολΔ), καθώς και τις υπ’ αρ. …/2012, …/2012, …/2012 ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον του συμβολαιογράφου Κέρκυρας, Μαρίας Σπανού, και του Ειρηνοδίκου Αθηνών που λήφθηκαν μετά από νομότυπη κλήτευση των αντιδίκων (βλ. υπ’ αρ. …/23-10-2012, …/23-10-2012 και …/23-10-2012 εκθέσεις επίδοσης του Δικαστικού επιμελητού Κέρκυρας Μ.Μαυρογιαννάκη και του Δικαστικού επιμελητού Αθηνών, Ηλία Ζαχάκου) έχουν αποδειχτεί τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: […]|».
Συνεπώς από όλα τα προαναφερθέντα και αυτολεξεί παρατεθέντα δεν καταλείπεται αμφιβολία ότι το Εφετείο, για το σχηματισμό της δικανικής του κρίσης έλαβε υπόψη του, (μεταξύ των ανωτέρω αναφερθέντων) και τα όλα «ανεξαιρέτως» τα έγγραφα, που οι διάδικοι είχαν προσκομίσει και επικαλεστεί νόμιμα, μεταξύ των οποίων και την με αριθμό 250/2016 τελεσίδικη απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Κερκύρας, για την οποία οι αναιρεσείοντες παραπονούνται ότι δεν ελήφθη υπ’ όψη, σε σχέση με την οποία (προαναφερθείσα υπ’ αρ. 250/2016 τελεσίδικη απόφαση του ποινικού δικαστηρίου) πρέπει να τονιστεί ότι, σύμφωνα και με τα ανωτέρω, στην μείζονα σκέψη της παρούσης εκτεθέντα, από καμιά διάταξη του Νόμου δεν επιβάλλεται η ειδική μνεία και η χωριστή αξιολόγηση καθενός από τα αποδεικτικά μέσα, που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, συνακόλουθα δεν επιβάλλεται η ειδική μνεία στην προσβαλλόμενη και η χωριστή αξιολόγηση της ως άνω τελεσίδικης απόφασης του ποινικού δικαστηρίου, αλλά αρκεί η (προαναφερθείσα) γενική μνεία στην προσβαλλόμενη των κατ’ είδος αποδεικτικών μέσων, από τη γενική δε αυτή μνεία και αναφορά σε συνδυασμό με τις υπόλοιπες (ανωτέρω αυτολεξεί παρατεθείσες) αιτιολογίες της απόφασης, προκύπτει αναμφίβολα η λήψη υπόψη από το Εφετείο, μεταξύ των λοιπών μετ’ επικλήσεως προσκομισθέντων αποδεικτικών μέσων, και της με αριθμό 250/2016 τελεσίδικη απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Κερκύρας. Ενισχυτικό των ανωτέρω είναι και τα εξής ειδικά μνημονευόμενα στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης (7ο φύλλο αυτής, στίχοι 27 επ.) αυτολεξεί παρατιθέμενα:
«Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι οι αποφάσεις των ποινικών Δικαστηρίων δεν δεσμεύουν την πολιτική δίκη αλλά εκτιμώνται ελευθέρως υπό του Δικαστηρίου, καθότι είτε αυτές είναι αθωωτικές είτε καταδικαστικές δεν παράγουν δεδικασμένο για τα πολιτικά δικαστήρια», αναφορά που καταδεικνύει με σαφήνεια ότι η προσβαλλόμενη έλαβε υπόψη την τελεσίδικη απόφαση του ποινικού δικαστηρίου.
Εν όψει των προαναφερθέντων και παρά την απουσία ρητής αναφοράς στην με αριθμό 250/2016 τελεσίδικη απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Κερκύρας, από το προαναφερθέν περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης και ιδιαίτερα από τα διαλαμβανόμενα στο σκεπτικό της σχετικά με το ότι οι αποφάσεις των ποινικών Δικαστηρίων δεν δεσμεύουν την πολιτική δίκη αλλά εκτιμώνται ελευθέρως υπό του Δικαστηρίου, καθότι είτε αυτές είναι αθωωτικές είτε καταδικαστικές δεν παράγουν δεδικασμένο για τα πολιτικά δικαστήρια, προκύπτει με βεβαιότητα και χωρίς αμφιβολία, δηλαδή καθίσταται αδιστάκτως βέβαιο, ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη του και την με αριθμό 250/2016 τελεσίδικη απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Κερκύρας, την οποία συνεκτίμησε μαζί με όλες τις λοιπές αποδείξεις.
Σε κάθε περίπτωση η άποψη των αναιρεσειόντων, ότι εάν το Δικαστήριο εκτιμούσε διαφορετικά τα παραπάνω αποδεικτικά μέσα, θα οδηγούσε την κρίση του σε διαφορετικό αποδεικτικό πόρισμα από το εξαχθέν, οδηγεί σε έλεγχο της απόφασης για πλημμελή ή κακή εκτίμηση των αποδείξεων και συνακόλουθα σε επανεκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης, δηλαδή σε αποτέλεσμα που έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τη θεμελιώδη επιταγή της διάταξης του άρθρου 561 αρ. 1 ΚΠολΔ. Επομένως, εν όψει των προαναφερθέντων ο πρώτος αναιρετικός λόγος εκ του άρθρου 559 αρ. 11 περ. γ’ ΚΠολΔ είναι αβάσιμος και πρέπει ν’ απορριφθεί.
[III] Εξάλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ.19 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από τη διάταξη αυτή, η οποία αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ. 3 εδ. α του Συντάγματος που επιτάσσει ότι κάθε δικαστική απόφαση πρέπει να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά «έλλειψη αιτιολογίας», ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της «ανεπαρκής αιτιολογία», ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους “αντιφατική αιτιολογία” (ΟλΑΠ 1/1999, ΑΠ 367/2020). Ειδικότερα, αντιφατικές αιτιολογίες έχει η απόφαση, όταν τα πραγματικά περιστατικά που αναγράφονται σε αυτήν και στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμα της για κρίσιμο ζήτημα, δηλαδή για ζήτημα αναφορικά με ισχυρισμό των διαδίκων που τείνει στη θεμελίωση ή κατάλυση του επιδίκου δικαιώματος, συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της συγκεκριμένης ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. Αντίστοιχα ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είτε είναι κατά νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση στη συγκεκριμένη περίπτωση της διάταξης ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε, είτε αποκλείουν την εφαρμογή της, όχι όμως όταν υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση των αποδείξεων εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα (ΟλΑΠ 15/2006, ΑΠ 367/2020). Το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Δεν έχει, όμως, εφαρμογή η διάταξη αυτή, όταν οι ελλείψεις ανάγονται στην εκτίμηση των αποδείξεων, και ιδίως στην ανάλυση, στάθμιση και αιτιολόγηση του πορίσματος που εξάγεται απ’ αυτές, γιατί στην κρίση του αυτή το δικαστήριο προβαίνει ανέλεγκτα κατά το άρθρο 561 παρ.1 του ΚΠολΔ, εκτός αν δεν είναι σαφές και πλήρες το πόρισμα και για το λόγο αυτόν γίνεται αδύνατος ο αναιρετικός έλεγχος, καθόσον ελλείψεις αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες. Δηλαδή, μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή γιατί δεν αποδείχθηκε (ΑΠ 367/2020, ΑΠ 548/2020). Τα επιχειρήματα του δικαστηρίου που σχετίζονται με την εκτίμηση των αποδείξεων δεν συνιστούν παραδοχές, με βάση τις οποίες διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και, συνεπώς, δεν αποτελούν «αιτιολογία» της απόφασης, ώστε, στο πλαίσιο της υπόψη διάταξης του άρθρου 559 αριθμ.19 του ΚΠολΔ, αυτή να επιδέχεται μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια (ΑΠ 367/2020) ενώ δεν δημιουργείται ο ίδιος λόγος αναίρεσης ούτε εξαιτίας του ότι το δικαστήριο δεν αναλύει ιδιαιτέρως και διεξοδικά τα επιχειρήματα των διαδίκων που δεν συνιστούν αυτοτελείς ισχυρισμούς, (ΑΠ 367/2020 ΑΠ 1420/2013, ΑΠ 1703/2009, ΑΠ 1202/2008, ΑΠ 520/1995), οπότε ο σχετικός λόγος αναίρεσης είναι απαράδεκτος (ΑΠ 548/2020, ΑΠ 367/2020).
Στην προκείμενη περίπτωση με τον δεύτερο λόγο αναίρεσης, αποδίδεται στην προσβαλλομένη η πλημμέλεια από το άρθρο 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, με την ειδικότερη αιτίαση ότι το Εφετείο διέλαβε ανεπαρκείς και ασαφείς αιτιολογίες ως προς την υπαιτιότητα του πρώτου αναιρεσίβλητου (οδηγού του Δ.Χ. Φορτηγού αυτοκινήτου) σε σχέση με το ένδικο τροχαίο ατύχημα και τον εξ αυτού θανάσιμο τραυματισμό της συζύγου του πρώτου αναιρεσείοντος και μητέρας των λοιπών αναιρεσειόντων. Συγκεκριμένα με τον δεύτερο λόγο αναίρεσης οι αναιρεσείοντες ισχυρίζονται σε σχέση με τις φερόμενες ανεπαρκείς αιτιολογίες της προσβαλλόμενης ότι:
(α) ενώ το εφετείο με την προσβαλλόμενη, επικαλούμενο την έκθεση αυτοψίας της τροχαίας, δέχεται ότι η πεζή (σύζυγος του πρώτου αναιρεσείοντος και μητέρα των λοιπών αναιρεσειόντων) επιχείρησε να διασχίσει καθέτως την οδό Ι.Θεοτόκη, από αριστερά προς τα δεξιά σε σχέση με την πορεία του φορτηγού που οδηγούσε ο πρώτος αναιρεσίβλητος, ωστόσο δεν εξειδικεύει (η προσβαλλόμενη) από ποιές πηγές άντλησε η τροχαία την πληροφορία για την κατεύθυνση προς την οποία εκινείτο η ως άνω πεζή που τραυματίστηκε θανάσιμα στο ένδικο τροχαίο ατύχημα,
(β) ενώ το εφετείο με την προσβαλλόμενη δέχεται ότι ο πρώτος αναιρεσίβλητος, οδηγός του Δ.Χ. φορτηγού πριν ξεκινήσει ήλεγξε με επιμέλεια το οδόστρωμα της οδού Ι.Θεοτόκη και, αφού διαπίστωσε ότι δύο πεζές που κινούντο στην διάβαση την είχαν διασχίσει, ξεκίνησε το όχημά του, έχοντας πράσινο σήμα από τον φωτεινό σηματοδότη, ωστόσο το Εφετείο δεν διευκρινίζει την κατεύθυνση προς την οποία κινούντο οι ως άνω δύο πεζές,
(γ) ενώ το Εφετείο δέχεται ότι ο οδηγός του φορτηγού επέδειξε την επιβαλλόμενη επιμέλεια, δεν διευκρινίζει όμως, αν αυτός ήλεγξε και από τις δύο πλευρές του οχήματός του για να διαπιστώσει (πριν ξεκινήσει), αν κινείται κάποιος πεζός επί του οδοστρώματος και μπροστά από το όχημά του, όπως επιβαλλόταν σε μία πολυσύχναστη διάβαση,
(δ) ότι το Εφετείο για να αιτιολογήσει τα αποδεικτικά του πορίσματα σε σχέση με τις ακριβείς συνθήκες του ενδίκου ατυχήματος αναφέρεται σε καταθέσεις μαρτύρων που λήφθηκαν κατά την διενεργηθείσα υπό της τροχαίας αστυνομική προανάκριση, ειδικώς δε στην κατάθεση του Σ. Γ., ο οποίος όμως δεν ήταν στον τόπο του ατυχήματος την ώρα του συμβάντος, αλλά ήταν έξω από γειτονικό κατάστημα, σε απόσταση περίπου 10 μέτρων από τον τόπο του ατυχήματος, όλοι δε οι υπόλοιποι μάρτυρες που επίσης κατέθεσαν κατά την διενεργηθείσα υπό της τροχαίας αστυνομική προανάκριση, στους οποίους αναφέρεται ειδικώς η προσβαλλόμενη, δεν διευκρινίζουν την κατεύθυνση προς την οποία κινείτο η θανασίμως τραυματισθείσα πεζή, σε σχέση με το φορτηγό που οδηγούσε ο πρώτος εναγόμενος (ήδη πρώτος αναιρεσίβλητος),
(ε) ότι το Εφετείο επιχειρεί να στηρίξει τα αποδεικτικά του πορίσματα σε τοπικές εφημερίδες, τα δημοσιεύματα των οποίων δεν αποτελούν αποδεικτικά μέσα των συνθηκών των τροχαίων ατυχημάτων,
(στ) ότι τα ποινικά δικαστήρια έκριναν αμετακλήτως ότι η θανούσα κινείτο από δεξιά προς τα αριστερά σε σχέση με το φορτηγό που οδηγούσε ο πρώτος των αναιρεσιβλήτων, γεγονός που αντικρούει πλήρως την παραδοχή της προσβαλλόμενης ότι η θανούσα επιχείρησε να διασχίσει κάθετα την οδό Ι. Θεοτόκη αιφνιδίως και με κατεύθυνση από αριστερά προς τα δεξιά σε σχέση με το φορτηγό που την τραυμάτισε θανάσιμα, χωρίς η προσβαλλόμενη να αιτιολογεί για ποιους ειδικότερους λόγους διαφοροποιείται πλήρως από το αποδεικτικό πόρισμα των ποινικών δικαστηρίων.
Οι αιτιάσεις αυτές για ελλιπή και ανεπαρκή αιτιολογία είναι προεχόντως απαράδεκτες και πρέπει ν’ απορριφθούν, διότι αφορούν στην, κατά την άποψη των αναιρεσειόντων, ανάλυση του αποδεικτικού υλικού, υπό την επίφαση δε της πλημμέλειας του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔ επιχειρείται να πληγεί με τις αιτιάσεις αυτές η ανέλεγκτη αναιρετικά εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού από το Δικαστήριο της ουσίας (άρθρ. 561 αρ. 1 ΚΠολΔ). Σε κάθε περίπτωση όμως, οι προαναφερόμενες αιτιάσεις των αναιρεσειόντων για ελλιπή και ανεπαρκή αιτιολογία είναι και απορριπτέες ως ουσιαστικά αβάσιμες, καθόσον το Εφετείο διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, έτσι ώστε να καθίσταται εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος περί της ορθής ή μη υπαγωγής αυτών στις διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου που εφήρμοσε (300,330,914 επ. Α.Κ. και αρθρ. 38 παρ. 4 εδ. γ και δ του ΚΟΚ). Ειδικότερα η προσβαλλόμενη με σαφή και επαρκή αιτιολογία αφενός καταλόγισε στην θανούσα πεζή αποκλειστική υπαιτιότητα στην πρόκληση του ενδίκου ατυχήματος και του κατ’αυτό θανάσιμου τραυματισμού της, αφετέρου αιτιολόγησε πλήρως την έλλειψη υπαιτιότητας του (ήδη πρώτου αναιρεσίβλητου) οδηγού του φορτηγού αυτοκινήτου.
Συγκεκριμένα το Εφετείο δέχθηκε ότι «η πεζή Α. Χ. (-Φ.|) είναι αποκλειστικά υπαίτια του θανάσιμου τραυματισμού της, για όλους τους προαναφερθέντες λόγους, ήτοι ότι, επιχείρησε να διασχίσει το οδόστρωμα εκτός διαβάσεως πεζών, με ερυθρό για τους πεζούς σηματοδότη, από αριστερά προς τα δεξιά ως προς την πορεία του οχήματος και χωρίς οποιονδήποτε έλεγχο της κίνησης των οχημάτων, ενώ όφειλε να αναμείνει την αφή του πράσινου φωτός για τους πεζούς και να χρησιμοποιήσει την υφιστάμενη για τους πεζούς διαγραμμιζόμενη και σηματοδοτούμενη διάβαση πεζών, σε κάθε περίπτωση δε, όφειλε να βαδίσει πολύ μπροστά από το φορτηγό, σε απόσταση που να ευρίσκεται στο πεδίο ορατότητας του οδηγού και όχι ξυστά από το εμπρόσθιο μέρος του, ήτοι από σημείο όπου ο οδηγός λόγω του ύψους του φορτηγού ήταν αδύνατο να την αντιληφθεί δεδομένου του γεγονότος ότι όταν ο οδηγός ξεκίνησε με την αφή του πράσινου φωτός του σηματοδότη δεν υπήρχαν άλλοι πεζοί μπροστά του, καθώς οι δύο πεζές είχαν ήδη διέλθει το οδόστρωμα, όπως προαναφέρθηκε, ούτε ήταν αντιληπτό στον οδηγό ότι η πεζή σκόπευε να εισέλθει παρανόμως στο οδόστρωμα λόγω της σχεδόν ταυτόχρονης κίνησης αμφοτέρων. Εξάλλου, σύμφωνα με τα παραπάνω αποδειχθέντα, ουδεμία υπαιτιότητα βαρύνει τον οδηγό του φορτηγού αυτοκινήτου, ο οποίος είχε σταματήσει προ του ερυθρού σηματοδότη της πορείας του και σε ικανή απόσταση από την υφιστάμενη διάβαση πεζών, ώστε να έχει ορατότητα προς αυτή, και ο οποίος επέδειξε την δέουσα προσοχή, που οποιοσδήποτε επιμελής και συνετός οδηγός μπορούσε να καταβάλει».
Σημειωτέον ότι η προσβαλλόμενη εξέτασε διεξοδικά τον ισχυρισμό των εναγόντων – ήδη αναιρεσειόντων ότι «η θανούσα Α. Χ. (-Φ.) διέσχιζε καθέτως το οδόστρωμα από δεξιά προς αριστερά ως προς την πορεία του οχήματος (ισχυρισμό που δέχθηκε η προαναφερθείσα με αριθμό 250/2016 τελεσίδικη απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Κερκύρας) και ότι «είχε διασχίσει ήδη 5 μέτρα από το οδόστρωμα» καθώς επίσης ότι «το φορτηγό αυτοκίνητο ξεκίνησε την πορεία του ενώ ο σηματοδότης ήταν ακόμη ερυθρός για τα οχήματα», δέχθηκε όμως ότι η ουσιαστική βασιμότητα των ισχυρισμών αυτών δεν αποδείχτηκε και κατέληξε στο αντίθετο συμπέρασμα και συγκεκριμένα ότι : «Αντίθετα όπως προκύπτει από τις καταθέσεις των αυτοπτών μαρτύρων το φορτηγό ξεκίνησε κανονικά την πορεία του δηλαδή με πράσινο σηματοδότη ενώ η πορεία της θανούσας ήταν από αριστερά προς τα δεξιά σε σχέση με την πορεία του φορτηγού όπως σαφώς προκύπτει πλην των άλλων και από το σχεδιάγραμμα που έχουν συντάξει τα αρμόδια όργανα της τροχαίας για το ένδικο ατύχημα, όπου και αποτυπώνεται η πορεία και κατεύθυνση της πεζής – θανούσας. Με βάση τα ανωτέρω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά το ένδικο ατύχημα οφείλεται σε αποκλειστική υπαιτιότητα της θανούσας Α. Χ. (-Φ.), η οποία ενώ ήταν υποχρεωμένη να χρησιμοποιήσει την διάβαση των πεζών, που υπήρχε σε απόσταση 3 περίπου μέτρα από το σημείο του ατυχήματος δεν συμμορφώθηκε προς αυτό αλλά βαδίζοντας αμελώς και μιλώντας στο κινητό της τηλέφωνο επιχείρησε να διασχίσει την οδό Ι.Θεοτόκη από τα αριστερά προς τα δεξιά σε σχέση με την πορεία του οχήματος του πρώτου εναγομένου και μάλιστα πολύ κοντά (ξυστά) από το τεραστίων διαστάσεων κινητοποιημένο φορτηγό, εκτός της διάβασης πεζών και με κόκκινο σηματοδότη για τους πεζούς. Το εν λόγω φορτηγό του πρώτου εναγόμενου έχει την καμπίνα του οδηγού σε ύψος που υπερβαίνει το ύψος ενός κανονικού ανθρώπου (βλ. προσκομιζόμενες φωτογραφίες) ώστε ο οδηγός δεν μπορεί να έχει ορατότητα και δεν είναι στο οπτικό του πεδίο, ο πεζός που διέρχεται ακριβώς εμπρός του, όπως συνέβη με την πεζή – θανούσα η οποία κινήθηκε ξυστά σχεδόν και χωρίς να έχει αφήσει περιθώριο από εμπρόσθιο μέρος του φορτηγού ώστε ήταν αδύνατον για τον οδηγό να την αντιληφθεί. Τα ως άνω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, επιβεβαιώνονται και από τις καταθέσεις των αυτοπτών μαρτύρων.
Ειδικότερα ο Γ. Σ. που αναφέρεται στην έκθεση αυτοψίας του ενδίκου ατυχήματος που συνετάγη από τα αρμόδια όργανα της τροχαίας κατέθεσε προανακριτικά την 16.01.2002 μεταξύ άλλων ότι: «Την 16.01.2009 και ώρα 11.30 βρισκόμουν έξωθεν καταστήματος επί της πλατείας Θεοτόκη περίπου 10 μέτρα από το σημείο που έγινε το τροχαίο. Βλέπω ένα φορτηγό αυτοκίνητο στο φανάρι σταματημένο, ξεκινάει το φορτηγό με πράσινο σηματοδότη, μια γυναίκα μη πιστεύοντας ότι θα ξεκινήσει το φορτηγό και ότι την είδε, προσπαθεί να περάσει στην αντίθετη πλευρά του δρόμου από αριστερά του φορτηγού μπροστά του, αλλά λόγω του όγκου του φορτηγού ο οδηγός δεν μπορεί να την δε, όταν κινείται κάτω από αυτό. Όταν την είδα πεσμένη, απείχε το κεφάλι της από το όριο της διάβασης πεζών, περίπου ενάμισυ με δύο μέτρα. Η εμπρόσθια αριστερή ρόδα απείχε από το πεζοδρόμιο εβδομήντα με ογδόντα εκατοστά […]».
Επίσης ο αυτόπτης μάρτυρας που αναφέρεται στην έκθεση αυτοψίας, Σ. Α. κατέθεσε την 17.01.2009 προανακριτικά τα εξής: «Εργάζομαι σε ψησταριά στην πλατεία Θεοτόκη. Την 16.01.2009 και ώρα 11.30 βγαίνοντας από το κατάστημα, βλέπω ένα φορτηγό που βρισκόταν για να πάει προς Ι. Θεοτόκη και σε απόσταση περίπου 10 μέτρων. Μια γυναίκα συγχρόνως εάν ξεκινούσε το φορτηγό, την βλέπω από αριστερά του οδηγού να την παίρνει από κάτω […]. Αμέσως πήγα εκεί στον τόπο του τροχαίου, και το πρώτο πράγμα που κοίταξα ήταν το φανάρι των αυτοκινήτων που ήταν πράσινο. Είδα ακόμη την άτυχη γυναίκα να βρίσκεται κάτω από τη ρόδα, απείχε το σώμα της από τη διάβαση πεζών περίπου δύο με τρία μέτρα […]».
Επίσης ο αυτόπτης μάρτυρας, όπως στην έκθεση αυτοψίας αναγράφεται Κ. Σ., κατέθεσε την 21.01.2009 προανακριτικά ότι: «Την 16.01.2009 και ώρα 11.30 βρισκόμουν στην πλατεία Θεοτόκη […]. Εκεί αντίκρυσα ένα φορτηγό σταματημένο λίγο πριν το φανάρι, και θυμάμαι ότι το φορτηγό ήταν σταματημένο πριν τη διάβαση πεζών περίπου τέσσερα μέτρα από το φανάρι. Πίσω από την εμπρόσθια αριστερή ρόδα διέκρινα μια γυναίκα νεκρή […]. Η γυναίκα βρισκόταν περίπου 4 μέτρα από την κολώνα του φαναριού […]» .
Επίσης ο αυτόπτης μάρτυρας, σύμφωνα με την έκθεση αυτοψίας, Π. Γ. κατέθεσε την 17.01.2009 προανακριτικά ότι: «Την 16.01.2009 και περί 11.30 βρισκόμουν στην πλατεία Θεοτόκη, βρισκόμουν στο φανάρι της οδού Κωνσταντά […]. Απέναντι μου και σε απόσταση 5-6 μέτρων βλέπω μια κυρία άγνωστη σε μένα, να έχει το τηλέφωνο στο αυτί και να πηγαίνει να διασχίσει το οδόστρωμα και το φανάρι για τους πεζούς ήταν κόκκινο, και απείχε από τη διάβαση πεζών περίπου 1,5 με 2 μέτρα, το δε φορτηγό ήταν σταματημένο και περίμενε όπως και άλλα αυτοκίνητα από πίσω του να ξεκινήσουν. Μόλις ξεκινάει το φορτηγό βλέπω ένα ξαφνικό πέσιμο στο έδαφος ενός ανθρώπου, σχεδόν εφαπτόμενη του αυτοκινήτου – φορτηγού και με βεβαιότητα δεν την ακούμπησε και την παρέσυρε αλλά ταυτόχρονα ξεκίνησε το αυτοκίνητο, χωρίς να την αντιληφθεί όπως προανέφερα, ταυτόχρονα ξεκίνησε το αυτοκίνητο και έπεσε η γυναίκα στο έδαφος. Σίγουρα το φορτηγό ξεκίνησε με πράσινο σηματοδότη και σίγουρα η άτυχη γυναίκα εκεί που έπεσε δεν ήταν πάνω στη διάβαση πεζών, αλλά έπεσε στον εμπρόσθιο αριστερό τροχό του φορτηγού […]». Επίσης ο αναφερόμενος στην έκθεση αυτοψίας αυτόπτης μάρτυρας Σ. Α. κατέθεσε προανακριτικά την 08.03.2009 μεταξύ άλλων ότι: «Την 16.01.2009 και περί 11.15 περίπου κινούμουν με μηχανή στην πλατεία Θεοτόκη […]. Η άτυχη γυναίκα απείχε από τη διάβαση πεζών περίπου 2 μέτρα. Υπολογίζω ότι κίνηση της άτυχης γυναίκας πρέπει να ήταν από αριστερά ως προς την κίνηση του φορτηγού. Ακόμη, θυμάμαι ότι το φορτηγό και συγκεκριμένα οι ρόδες του, δεν πάταγαν πάνω στη διάβαση πεζών […]».
Ιδιαίτερα από όλα τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η προσβαλλόμενη διέλαβε επαρκείς και σαφείς αιτιολογίες σε σχέση με την κρίση της ως προς την αποκλειστική υπαιτιότητα της θανούσας για τον θανάσιμο τραυματισμό της, καθώς και ως προς την έλλειψη υπαιτιότητας του οδηγού του Δ.Χ. Φορτηγού αυτοκινήτου για το ένδικο τροχαίο ατύχημα, καθώς και σε σχέση με την πορεία της πεζής από αριστερά προς τα δεξιά σε σχέση με την πορεία του Δ.Χ. Φορτηγού αυτοκινήτου, αιτιολογώντας πλήρως και σαφώς τα συμπεράσματά της για την πορεία της πεζής και την αποκλειστική της υπαιτιότητα για τον θανάσιμο τραυματισμό της, τα οποία συμπεράσματά της στήριξε η προσβαλλόμενη ιδιαίτερα (κατά τα προαναφερθέντα) στο σχεδιάγραμμα τροχαίου ατυχήματος, αλλά και σε όλες τις προαναφερθείσες ένορκες καταθέσεις αναφερόμενων στην έκθεση αυτοψίας τροχαίου ατυχήματος αυτοπτών μαρτύρων. Δεν απαιτείται εξάλλου να εξειδικεύει η προσβαλλόμενη, προς αιτιολόγηση των περί αποκλειστικής υπαιτιότητας της θανούσης συμπερασμάτων της, (α) από ποιες πηγές άντλησε η τροχαία την πληροφορία για την κατεύθυνση της κίνησης της ως άνω πεζής, (β) ούτε να διευκρινίζει την κατεύθυνση προς την οποία κινούντο οι δύο πεζές που δεν ενεπλάκησαν στο τροχαίο ατύχημα, όπως αβάσιμα ισχυρίζονται οι αναιρεσείοντες, (γ) ενώ το Εφετείο επαρκώς διευκρινίζει σε σχέση με την οδική συμπεριφορά του οδηγού του Δ.Χ.Φορτηγού αυτοκινήτου ότι «όταν ο φωτεινός σηματοδότης για την πορεία των οχημάτων έγινε πράσινος ο οδηγός του φορτηγού ήλεγξε με επιμέλεια το οδόστρωμα και διαπίστωσε ότι οι δύο πεζές που διέρχονταν από τη διάβαση πεζών την είχαν διασχίσει, και αφού ήλεγξε τους καθρέπτες του οχήματός του, ξεκίνησε την πορεία του με μηδενική σχεδόν ταχύτητα, δεδομένου του όγκου του οχήματος του […]».
[IV] Επομένως, ενόψει όλων των προαναφερθέντων ο δεύτερος αναιρετικός λόγος από το άρθρ. 559 αρ. 19 ΚΠολΔ πρέπει ν’ απορριφθεί κατά τα προαναφερθέντα. Μετά απ’ αυτά και μη υπάρχοντος άλλου λόγου αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί η ένδικη αίτηση αναίρεσης στο σύνολό της, να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου, που κατατέθηκε για την άσκησή της στο Δημόσιο Ταμείο και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, που κατέθεσαν προτάσεις (άρθρα 176 και 183 του ΚΠολΔ), όπως ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει, την από 08.05.2019 αίτηση αναίρεσης κατά της με αριθμό 4402/2017 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.
Διατάσσει την εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο.
Και
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, τα οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 6 Μαΐου 2021.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 24 Ιουνίου 2021.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ