Αριθμός 824/2019
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α2′ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Ιωσήφ Τσαλαγανίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αβροκόμη Θούα, Γεώργιο Αποστολάκη, Κυριάκο Οικονόμου – Εισηγητή και Αναστασία Περιστεράκη, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 26 Νοεμβρίου 2018, με την παρουσία και της γραμματέως Θεοδώρας Παπαδημητρίου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Χ. Τ. του Δ., κατοίκου …, με την ιδιότητά του ως οριστικού ειδικού επιτρόπου της ανήλικης Μ. – Ε. Τ. του Ι. και της Ό., την οριστική επιμέλεια της οποίας ασκεί η μητέρα της Ό. Κ. του Ι., κατοίκου … Παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Κωλέττη. Της αναιρεσίβλητης: Ό. Κ. του Ι., κατοίκου …, ατομικά και ως εξ αδιαθέτου συγκληρονόμου του αποβιώσαντος συζύγου της Ι. Τ. του Δ., εν ζωή κατοίκου …. Παραστάθηκε με την πληρεξούσια δικηγόρο της Κυριακή Κουφοπούλου.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 23-12-2008 αγωγή του αρχικού διαδίκου Ι. Τ. του Δ. και την από 22-7-2009 ανταγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκαν στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών και συνεκδικάσθηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 4811/2010 εν μέρει οριστική, 252/2011 διορθωτική της 4811/2010 απόφασης και 5971/2012 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου, 5233/2015 μη οριστική και 2074/2016 οριστική του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση των υπ’αριθμ. 2074/2016 και 5233/2015 αποφάσεων του Εφετείου Αθηνών ζητεί ο αναιρεσείων με την από 15-11-2017 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, η πληρεξούσια της αναιρεσίβλητης την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατ` άρθρο 1469 ΑΚ “Την ιδιότητα του τέκνου ως γεννημένου σε γάμο μπορούν να προσβάλλουν 1) ο σύζυγος της μητέρας 2) ο πατέρας ή η μητέρα του συζύγου, αν αυτός πέθανε χωρίς να έχει χάσει το δικαίωμα της προσβολής 3) το τέκνο 4) η μητέρα του τέκνου 5) ο άνδρας με τον οποίο η μητέρα, βρισκόμενη σε διάσταση με το σύζυγο της, είχε μόνιμη σχέση με σαρκική συνάφεια κατά το κρίσιμο διάστημα της σύλληψης. Η προσβολή γίνεται από το δικαιούμενο αυτοπροσώπως ή από ειδικό πληρεξούσιό του ή, μετά από άδεια του δικαστηρίου, από το νόμιμο αντιπρόσωπό του”. Με τη διάταξη αυτή αναγνωρίζεται στο τέκνο ίδιο, προσωπικό και αυτοτελές δικαίωμα προσβολής της πατρότητας, δηλαδή ανατροπής του τεκμηρίου καταγωγής του τέκνου από το γάμο. Η παροχή στο τέκνο τέτοιου δικαιώματος, παραλλήλως προς εκείνο του συζύγου τής μητέρας του, έχει ηθική και πρακτική σημασία, διότι ανταποκρίνεται στην κοινωνική πραγματικότητα και την βασισμένη στην αληθινή καταγωγή δημιουργία ουσιαστικών οικογενειακών σχέσεων, καλύπτει δε τις περιπτώσεις που ο σύζυγος της μητέρας απρακτεί για διάφορους λόγους και στοχεύει στην ανακάλυψη της αλήθειας για την πραγματική καταγωγή του ανηλίκου. Εξ άλλου, κατ` άρθρο 1517 ΑΚ, αν τα συμφέροντα του τέκνου συγκρούονται με τα συμφέροντα του πατέρα ή της μητέρας του, που ασκούν τη γονική μέριμνα, καθώς και των συζύγων ή των συγγενών τους εξ αίματος ή εξ αγχιστείας σε ευθεία γραμμή, διορίζεται ειδικός επίτροπος. Από την τελευταία αυτή διάταξη προκύπτει ότι για το διορισμό ειδικού επιτρόπου του ανηλίκου τέκνου, απαιτείται άσκηση της γονικής μέριμνας από τον έναν ή και από τους δύο γονείς και σύγκρουση των συμφερόντων του τέκνου με τα συμφέροντα των γονέων του. Η άσκηση της αγωγής πατρότητας αποτελεί κατ’ εξοχήν περίπτωση συγκρούσεως συμφερόντων του τέκνου και των γονέων του και πρέπει να διορίζεται ειδικός επίτροπος ακόμη και στην περίπτωση που το τέκνο ομοδικεί με κάποιον από τους δύο γονείς (ΑΠ 720/2006). Η εξουσία του ειδικού επιτρόπου περιορίζεται στα θέματα για τα οποία διορίσθηκε. Επίσης, κατά τα άρθρα 620 και 619 παρ. 1 περ. β’ ΚΠολΔ – ως ίσχυαν πριν αντικατασταθούν κατά περιεχόμενο από τα άρθρα 593 και 609 του ΚΠολΔ, αντιστοίχως, τα οποία εισήχθησαν με το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του Ν4335/2015 – για την προσβολή της πατρότητας τέκνου γεννημένου σε γάμο απαιτείται άσκηση κύριας ή παρεμπίπτουσας αγωγής η οποία, αν ασκείται από το τέκνο, απευθύνεται, κατά της μητέρας και του συζύγου της. Εάν το ανήλικο τέκνο είναι ενάγον, τότε η έλλειψη στην νόμιμη εκπροσώπησή του δεν είναι δυνατό να συμπληρωθεί, διότι η σχετική αγωγή έχει ήδη ασκηθεί στο όνομά του από πρόσωπο που δεν έχει την εξουσία να το εκπροσωπήσει, και γι’ αυτό συνεπάγεται την απόρριψη της ως απαράδεκτης, Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 14 του ΚΠολΔ, υπάρχει λόγος αναιρέσεως, αν το δικαστήριο παρά το νόμο κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από δικαίωμα ή απαράδεκτο. Ο λόγος αυτός αναιρέσεως αναφέρεται σε ακυρότητες, εκπτώσεις από δικαιώματα και απαράδεκτα από το δικονομικό μόνο δίκαιο (ΟλΑΠ 2/2001, ΑΠ 1290/2017). Τέλος, όταν το διατακτικό της αποφάσεως στηρίζεται αυτοτελώς, σε περισσότερες επάλληλες, κύριες και επικουρικές αιτιολογίες, και με την αναίρεση δεν πλήττονται όλες ή δεν πλήττεται αποτελεσματικώς η μία απ’ αυτές, οι λόγοι αναιρέσεως, που προσβάλουν τις λοιπές απορρίπτονται ως αλυσιτελείς, (Ολ ΑΠ 25/2003, ΑΠ 321/2017).
Εν προκειμένω, με τους πρώτο και δεύτερο λόγους της αιτήσεως αναιρέσεως, κατ’ ορθή εκτίμηση του περιεχομένου τους, προσάπτεται στην πληττόμενη απόφαση η αιτίαση ότι υπέπεσε στην πλημμέλεια του λόγου αναιρέσεως του αριθμού 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, και ειδικότερα με τον πρώτο λόγο διότι έκρινε ότι η ανταγωγή ήταν απαράδεκτη, με το αιτιολογικό ότι δεν ασκήθηκε από κοινού με την μητέρα – αναιρεσίβλητη της ανηλίκου, και με το δεύτερο λόγο γιατί, αν και η ανταγωγή που ασκήθηκε με αυτοτελές δικόγραφο και επιδόθηκε στους αντιδίκους γονείς φέρει τον χαρακτήρα αυτοτελούς αγωγής, την εκτίμησε μόνο ως ανταγωγή και την απέρριψε ως απαράδεκτη. Από την επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων προκύπτουν τα ακόλουθα: Με την υπ’ αριθ. 4181/2009 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών ο αναιρεσείων ορίσθηκε ειδικός επίτροπος της ανήλικης ανεψιάς του Μ. – Ε. Τ., που γεννήθηκε στην …την 7-2-2002, προκειμένου να την εκπροσωπήσει στην εναντίον αυτής και της μητέρας της δίκη ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κατόπιν ασκήσεως εις βάρος τους της από 23-12-2008 αγωγής του πατρός Ι. Τ. περί προσβολής της εκ του γάμου του με την μητέρα της τεκμαιρομένης πατρότητας της ανήλικης. Ο αναιρεσείων, υπό την ανωτέρω ιδιότητα άσκησε το από 22/7/2009 αυτοτελές δικόγραφο το οποίο χαρακτήρισε ως ανταγωγή, η οποία κατατέθηκε την 23/7/2009 και κατά την αυτή διαδικασία με την εκκρεμούσα κύρια αγωγή προσβολής πατρότητος του Ι. Τ. ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και επιδόθηκε νομοτύπως και εμπροθέσμως στους αντεναγομένους γονείς της ανήλικης. Επίσης από την επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως, ως προς το παραδεκτό της ασκηθείσας ανταγωγής, προκύπτει ότι αυτή διέλαβε τα ακόλουθα: ”Στην προκειμένη περίπτωση, ο Ι. Τ. άσκησε αγωγή προσβολής της πατρότητας, την οποία απηύθυνε, σύμφωνα με το αρ. 619 περ. α’ ΚΠολΔ, α) κατά του Χ. Τ.. αδελφού του εκκαλούντος -πρώτου εναγομένου – αντενάγοντος (ο οποίος ορίσθηκε ως ειδικός επίτροπος του ανήλικου τέκνου Μ. – Ε., και β) κατά της μητέρας του άνω τέκνου, εφεσίβλητης, Ό. Κ., ήτοι κατά προσώπων που τελούσαν σε σχέση παθητικής αναγκαστικής ομοδικίας. Επομένως, η ανταγωγή που επέλεξε να ασκήσει με την ιδιότητα του ειδικού επιτρόπου του άνω ανηλίκου τέκνου ο αντενάγων, Χ. Τ., κατά του ενάγοντος – πατρός του ανήλικου τέκνου Ι. Τ. και κατά της μητέρας του τελευταίου, Ό. Κ., επικαλούμενος μάλιστα τα ίδια πραγματικά περιστατικά για τη θεμελίωση, ομοίου με το αγωγικό, ανταγωγικού αιτήματος (συνισταμένου στην κήρυξη του εκπροσωπούμενου από αυτόν ανήλικου τέκνου ως μη γνήσιου τέκνου του πρώτου αντεναγομένου, Ι. Τ.) έπρεπε, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν στη μείζονα πρόταση της παρούσας, να ασκηθεί από κοινού με την αναγκαία ομόδικο του – δεύτερη εναγομένη -δεύτερη αντεναγομένη και όχι να στραφεί εναντίον της.
Συνεπώς, εφόσον η ένδικη ανταγωγή ασκήθηκε μόνον από τον άνω ειδικό επίτροπο υπό την προαναφερθείσα ιδιότητά του, ήταν απαράδεκτη. Σημειωτέον ότι, παρά τους αντίθετους ισχυρισμούς του εκκαλούντος, η εν λόγω ανταγωγή δεν μπορεί να εκτιμηθεί από το Δικαστήριο ως (αυτοτελής) αγωγή προσβολής της πατρότητας, – ώστε να διασωθεί – καθόσον (πέραν του ότι τέτοια αγωγή ασκήθηκε και ήδη απορρίφθηκε από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο), τέτοια εκτίμηση θα συνιστούσε παραβίαση των δικονομικών προϋποθέσεων που τίθενται από τη διάταξη του αρ. 268 παρ. 2 ΚΠολΔ για την άσκηση ανταγωγής από τους εναγομένους σε
περίπτωση παθητικής αναγκαστικής ομοδικίας. Τα παραπάνω δε ανεξαρτήτως του ότι ο ειδικός επίτροπος – αντενάγων ορίσθηκε από το αρμόδιο δικαστήριο προκειμένου να εκπροσωπήσει το άνω ανήλικο τέκνο στη δίκη που θα διεξαγόταν επί της από 23-12-2008 αγωγής προσβολής της πατρότητας που είχε ασκήσει ο πατέρας του τελευταίου, με συνέπεια σε ενδεχομένη εκτίμηση της ένδικης ανταγωγής ως αγωγής προσβολής της πατρότητας, ο αντενάγων υπό την ως άνω ιδιότητα, Χ. Τ., να στερείται και ενεργητικής νομιμοποιήσεως…”. Ακολούθως, το Εφετείο απέρριψε κατ’ ουσίαν την από 10-12-2014 έφεση του αναιρεσείοντος.
Υπό τις ως άνω παραδοχές το Εφετείο, με επάλληλη, αιτιολογία, ορθώς έκρινε ότι, και υπό την εκδοχή ότι η ως άνω, κατά τις διατάξεις περί αγωγής, ασκηθείσα ανταγωγή φέρει το χαρακτήρα αυτοτελούς τοιαύτης, απαραδέκτως ασκήθηκε από τον αναιρεσείοντα, ως νόμιμο εκπρόσωπο του αντενάγοντος ανήλικου τέκνου, λόγω μη νόμιμης εκπροσώπήσεως του, καθόσον η δια της προαναφερομένης δικαστικής αποφάσεως παρασχεθείσα εξουσία στον ορισθέντα ειδικό επίτροπο Χ. Τ. δεν περιελάμβανε και την άσκηση αυτοτελούς αγωγής προσβολής πατρότητας, αλλά μόνο την εκπροσώπηση του τέκνου στην εναντίον αυτού και της μητέρας του δίκη, κατόπιν ασκήσεως εις βάρος τους τής από 23-12-2008 αγωγής του πατρός Ι. Τ. δεν καλύπτει δε την έλλειψη αυτή η επικαλούμενη εκ μέρους του αναιρεσείοντος επίκληση ότι η άσκηση ανταγωγής καλυπτόταν από σχετική απόφαση του Εποπτικού Συμβουλίου του αντιδίκου ενόψει του ότι οι αρμοδιότητες και οι εξουσίες του ως προς την προσωπική κατάσταση του ανηλίκου οριοθετήθηκαν με την απόφαση του δικαστηρίου που τον όρισε ως ειδικό επίτροπο. Περαιτέρω, ο περιεχόμενος στους ανωτέρω λόγους ισχυρισμός – ότι η προσβαλλομένη εσφαλμένως έκρινε ότι η ανταγωγή, φέρουσα τον χαρακτήρα αυτοτελούς αγωγής, ήταν απαράδεκτη, εφ’ όσον δεν ασκήθηκε από κοινού με την μητέρα – αναιρεσίβλητη της ανηλίκου, ενώ η ανταγωγή που ασκήθηκε με αυτοτελές δικόγραφο και επιδόθηκε στους αντιδίκους γονείς φέρει τον χαρακτήρα αυτοτελούς αγωγής – παρίσταται ως αλυσιτελής, εφ’ όσον, κατά τα προεκτεθέντα, δεν τελεσφόρησε η προσβολή με τους λοιπούς, περιεχόμενους στους ως άνω λόγους αυτής, ισχυρισμούς της κατά τα ανωτέρω επάλληλης αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως, η οποία στηρίζει αυτοτελώς το διατακτικό της, συμφώνως και προς τα εκτεθέντα στη μείζονα πρόταση. Δηλαδή, εφ’ όσον η έχουσα τον χαρακτήρα αυτοτελούς αγωγής ανταγωγή ασκήθηκε απαραδέκτως, λόγω ελλείψεως νόμιμης εκπροσωπήσεως του ανηλίκου τέκνου από τον αναιρεσείοντα ειδικό επίτροπο είναι αλυσιτελής η έρευνα του παραδεκτού ή μη της ασκήσεως της ανταγωγής από κοινού με την μητέρα του ανηλίκου. Επομένως, το Εφετείο δεν υπέπεσε στην από τον αριθμό 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, εντεύθεν οι πρώτος και δεύτερος λόγοι της αιτήσεως αναιρέσεως, είναι αβάσιμοι.
Κατά το άρθρο 556 παρ. 2 ΚΠολΔ, δικαίωμα αναίρεσης έχει ο διάδικος που ηττήθηκε ολικά ή εν μέρει κατά τη δίκη που εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση. Ο νικήσας διάδικος, που ως τέτοιος θεωρείται και ο εναγόμενος, όταν, για οποιοδήποτε λόγο απορρίφθηκε η αγωγή, έχει δικαίωμα να ασκήσει αναίρεση εφόσον έχει προς τούτο έννομο συμφέρον, τη συνδρομή του οποίου πρέπει ρητά να επικαλείται στο αναιρετήριο. Η ύπαρξη εννόμου συμφέροντος κρίνεται από την προσβαλλόμενη απόφαση κατά τη γενική διάταξη του άρθρου 68 ΚΠολΔ και η έλλειψή του, που ερευνάται και αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάση της δίκης, κατ’ άρθρο 73 ΚΠολΔ, συνεπάγεται την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως, ως απαράδεκτης. Η ύπαρξη εννόμου συμφέροντος, το οποίο πρέπει να υφίσταται τόσο κατά το χρόνο άσκησης όσο και κατά το χρόνο συζητήσεως της αναιρέσεως, απαιτείται όχι µόνο γενικώς για το παραδεκτό της αίτησης αναίρεσης, αλλά και ειδικώς για κάθε λόγο αναιρέσεως, πρέπει δε ο αναιρεσείων να επικαλείται αυτό για τη νομιμοποίηση του στην αίτηση αναιρέσεως. Το έννομο συμφέρον πρέπει να προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση και να είναι ατομικό και άμεσο του διαδίκου ο οποίος υφίσταται βλάβη, αν δε την αναίρεση ασκεί ο νικήσας διάδικος η βλάβη του εξαρτάται από το αν η απόφαση αναπτύσσει δυσμενείς γι’ αυτόν συνέπειες, όπως συμβαίνει και όταν αυτός βλάπτεται από την αιτιολογία της αποφάσεως και ειδικότερα αν από αυτή δημιουργείται δεδικασμένο εις βάρος του σε άλλη δίκη, αν δηλαδή η αιτιολογία της αποφάσεως αποτελεί στοιχείο του δικαιώματος που κρίθηκε στη δίκη και φέρει ως εκ τούτου προσόντα διατακτικού (ΑΠ 1663/2010).
Εν προκειμένω, με τον τρίτο (αυτοτελή) λόγο της αιτήσεως προσάπτεται στην πληττόμενη απόφαση η αιτίαση ότι υπέπεσε στην πλημμέλεια του λόγου αναιρέσεως του αριθμού 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, και ειδικότερα διότι απέρριψε την έφεση του αναιρεσείοντος καθ’ ο μέρος στρεφόταν κατά της υπ’ αριθ. 4811/2010 μη οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία είχε κρίνει παραδεκτή την ανταγωγή του αναιρεσείοντος και είχε διατάξει την διενέργεια πραγματογνωμοσύνης προς υποβολή της ανηλίκου και του πατέρα της σε “ΤΕΣΤ DNA”.
Από την επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι ως προς το ανωτέρω ζήτημα το Εφετείο διέλαβε τα ακόλουθα: ”…παρότι στην επικεφαλίδα της ένδικης εφέσεώς του ο εκκαλών αναφέρει ρητά ότι με την τελευταία πλήττει και την 4811/2010 εν μέρει οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, δεν εκθέτει κάποια αιτίαση κατά της ως άνω συνεκκαλούμενης εν μέρει οριστικής αποφάσεως – κατά της οποίας άλλωστε δεν είχε και έννομο συμφέρον να στραφεί αφού κατά τα προεκτεθέντα, η εκκαλουμένη με το αντίστοιχο κεφάλαιό της που αναφερόταν στην ένδικη ανταγωγή, έκρινε αυτή παραδεκτή και νόμιμη.
Συνεπώς, η ένδικη έφεση, κατά το μέρος που στρέφεται κατά της άνω εν μέρει οριστικής αποφάσεως, πρέπει, σύμφωνα και με την άνω νομική σκέψη, να απορριφθεί ως απαράδεκτη…”. Εν όψει τούτων ο ως άνω λόγος αναιρέσεως, ανεξάρτητα από την βασιμότητά του, είναι απαράδεκτος διότι ο αναιρεσείων μετά την ως άνω απόρριψη της εφέσεως (ως προς την υπ’ αριθ. 4811/2010 μη οριστική απόφαση) δεν επικαλείται έννομο συμφέρον που να δικαιολογεί την επικαλούμενη πλημμέλεια. Οι λοιπές αιτιάσεις του αναιρεσείοντος: α) για έλλειψη αιτιολογίας ως προς την απόρριψη της ανταγωγής λόγω απορρίψεως της όμοιας κυρίας αγωγής, β)για λήψη υπόψη όμοιας αγωγής, που ποτέ δεν προτάθηκε, γ)για λήψη υπόψη αποδεικτικών μέσων, και ειδικότερα της επικαλούμενης ως ομοίας αγωγής που δεν προσκομίσθηκαν και δ)για παραμόρφωση εγγράφου, και ειδικότερα της κυρίας αγωγής ως προς τα πρόσωπα των διαδίκων, με επίκληση πλημμελειών από το άρθρο 559 αρ.19, 8, 11 και 20 ΚΠολΔ, αντίστοιχα, είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες, για τους ακόλουθους λόγους: α) ο από το άρθρο 559 αρ.19 ΚΠολΔ λόγος δεν ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν διατύπωσε αποδεικτικό πόρισμα, αλλά απέρριψε τον κρίσιμο αυτοτελή ισχυρισμό ως απαράδεκτο ή ως μη νόμιμο και στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο απέρριψε την ανταγωγή του αναιρεσείοντος ως απαράδεκτη. β) Το Εφετείο καθώς έλαβε υπόψη την κύρια αγωγή, την οποία χαρακτήρισε όμοια με την ανταγωγή λόγω ταυτότητας του αντικειμένου και εν πολλαίς και των διαδίκων γ)ο από το άρθρο 559 αρ.11β ΚΠολΔ λόγος δεν ιδρύεται όταν το φερόμενο ως μη προσκομισθέν αποδεικτικό μέσο αποτελεί διαδικαστικό έγγραφο της δίκης και δ)ο από το άρθρο 559 αρ.20 ΚΠολΔ λόγος δεν ιδρύεται επί διαδικαστικών εγγράφων, αλλά αφορά αποκλειστικά και μόνο τα αποδεικτικά έγγραφα υπό την έννοια των άρθρων 339 και 432 επ. ΚΠολΔ. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η κρινομένη αίτηση ως αβάσιμη, να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος από τον αναιρεσείοντα παραβόλου, λόγω της ήττας του, στο Δημόσιο Ταμείο (άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ) και να καταδικασθεί αυτός, ως ηττηθείς, στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, που κατέθεσε προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα της τελευταίας (ΚΠολΔ 176, 183 και 191 παρ.2) όπως ειδικότερα αναφέρεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 15-11-2017 αίτηση του Χ. Τ. για αναίρεση των υπ’ αριθμ 2074/2016 και 5233/2015 αποφάσεων του Εφετείου Αθηνών.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του κατατεθέντος από τον αναιρεσείοντα παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει στο ποσό των δυο χιλιάδων επτακοσίων (2700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 28 Ιανουαρίου 2019.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 12 Ιουλίου 2019.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ