Αριθμός 863/2020
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α2′ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Γεώργιο Κοντό, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Θεόδωρο Κανελλόπουλο, Μαρία Βασδέκη, Κωνσταντίνα Μαυρικοπούλου και Αικατερίνη Κρυσταλλίδου – Μωρέση – Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 20 Ιανουαρίου 2020, με την παρουσία και της γραμματέως Θεοδώρας Παπαδημητρίου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων – καλούντων: 1) Γ. Δ. του Β. και 2) Α. Δ. του Β., κατοίκων … Παραστάθηκαν με τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Βασίλειο Χριστόπουλο. Της αναιρεσίβλητης – καθής η κλήση: Μ. χήρας Π. Δ., θυγατέρας Ι. Ψ., κατοίκου … η οποία δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο.
Της καθής η κλήση: ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία “ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.”, που εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 28-6-2004 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης – καθής η κλήση και την από 22-9-2004 παρέμβαση των ήδη αναιρεσειόντων – καλούντων, που κατατέθηκαν στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών και συνεκδικάσθηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 6246/2007 του ίδιου Δικαστηρίου και 6279/2010 του Εφετείου Αθηνών. Κατά της τελευταίας αυτής απόφασης ασκήθηκε η από 1-3-2011 αναίρεση και εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 890/2015 απόφαση του Αρείου Πάγου, η οποία κήρυξε απαράδεκτη τη συζήτηση της από 1 Μαρτίου 2011 αιτήσεως των Γ. Δ. και Α. Δ. για αναίρεση της 6279/2010 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών. Την υπόθεση επαναφέρουν προς συζήτηση οι αναιρεσείοντες – καλούντες με την από 2-4-2019 κλήση τους.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, παραστάθηκαν μόνο οι αναιρεσείοντες, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Αικατερίνη Κρυσταλλίδου – Μωρέση ανέγνωσε την από 18-5-2012 έκθεση της ήδη αποχωρήσασας από την Υπηρεσία Αρεοπαγίτη Ευφημίας Λαμπροπούλου, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της κρινόμενης αίτησης. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η από 1-3-2011 αίτηση αναιρέσεως των κατά την πρωτόδικη δίκη προσθέτως παρεμβάντων υπέρ της εναγομένης “Εθνικής Τράπεζας Α.Ε” και κατά της υπ’αρ. 6279/2010 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών φέρεται προς συζήτηση με την από 2-4-2019 κλήση τους κατόπιν εκδόσεως της 890/2015 αποφάσεως του Δικαστηρίου τούτου που κήρυξε απαράδεκτη τη συζήτησή της.
Από την με αριθμό …/15-10-2019 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή Αθηνών Β. Δ. προκύπτει ότι με την επιμέλεια των αναιρεσειόντων επιδόθηκε στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου για την αναιρεσίβλητη (ήδη αγνώστου διαμονής), ακριβές αντίγραφο της ως άνω κλήσεως με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για την παρούσα δικάσιμο, από δε τα με αριθμούς …/17-10-2019 και ……17-10-2019 προσκομιζόμενα με επίκληση φύλλα των εφημερίδων “…” προκύπτει ότι νομοτύπως και εμπροθέσμως δημοσιεύθηκε στις εν λόγω εφημερίδες περίληψη της προαναφερθείσης κλήσεως για συζήτηση της αιτήσεως κατόπιν εντολής του ως άνω Εισαγγελέως. Η αναιρεσίβλητη δεν εμφανίστηκε κατά την εκφώνηση της προκειμένης υποθέσεως στη σειρά της από το οικείο πινάκιο, συνεπώς πρέπει να δικασθεί ερήμην, η συζήτηση όμως θα προχωρήσει παρά την απουσία της, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 576 παρ. 2 ΚΠολΔ. Για το παραδεκτό της συζητήσεως της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως (άρθρα 76 παρ. 1, 3, 80, 82, 83, 110 παρ. 2 ΚΠολΔ) έχει επιδοθεί ακριβές αντίγραφό της και αντίγραφο της από 2-4-2019 κλήσεως στην κυρία διάδικο (εναγομένη ως άνω τράπεζα) υπέρ της οποίας οι αναιρεσείοντες παρενέβησαν προσθέτως στην πρωτόδικη δίκη (ΑΠ1347/2018).
Με την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως προσβάλλεται παραδεκτά (άρθρο 556 παρ.1 ΚΠολΔ) από τους προσθέτως παρεμβαίνοντες η 6279/2010 απόφαση του Moνομελούς Εφετείου Αθηνών, κατάληξη της ακόλουθης διαδικαστικής διαδρομής, κατ’ επιτρεπτή (άρθρο 561 παρ.2 ΚΠολΔ) εκτίμηση των διαδικαστικών εγγράφων: Από την αναιρεσίβλητη ασκήθηκε η από 28-6-2004 αγωγή κατά της Εθνικής Τράπεζας, με αίτημα την απόδοση του ποσού των 102.715 ευρώ ως προϊόντος εξαγοράς του Αμοιβαίου Κεφαλαίου “…”, του οποίου η ενάγουσα ήταν συνδικαιούχος με τον σύζυγό της που απεβίωσε χωρίς να αφήσει διαθήκη, πριν τη λήξη του άνω Α/Κ, ενόψει της αρνήσεως της διαχειρίστριάς του τράπεζας να της καταβάλει το ως άνω ποσό, επικαλούμενη ότι τούτο αποτελεί αντικείμενο της κληρονομιαίας του αποβιώσαντος περιουσίας λόγω της χορηγηθείσας εν ζωή υπ’ αυτού εντολής περί πιστώσεως του αντιστοίχου χρηματικού ποσού με τη λήξη της άνω επενδύσεως στον ατομικό αυτού λογαριασμό. Οι εδώ αναιρεσείοντες, αδελφοί του ως άνω αποβιώσαντος και εξ αδιαθέτου μετά της ενάγουσας κληρονόμοι του άσκησαν υπέρ της εναγομένης την από 22-9-2004 πρόσθετη παρέμβαση. Με την 6246/2007 απόφασή του το Πρωτοδικείο Αθηνών απέρριψε κατ’ ουσίαν την ένδικη αγωγή. Το Εφετείο με την 6279/2010 απόφασή του κατά παραδοχήν της από 3-12-2007 εφέσεως της ενάγουσας δέχθηκε την ως άνω αγωγή κατ’ουσίαν. Η ως άνω απόφαση πλήττεται από τους προσθέτως παρεμβαίνοντες με την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως και για τους λόγους που αναφέρονται σ’ αυτή ως κατωτέρω.
Από τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1, 17 και 18 του Ν. 1969/1991, όπως ίσχυαν μετά το π.δ. 433/1993, και το ν. 2533/1997 (άρθρα 111-115 αυτού) και πριν την κατάργησή του με τον Ν. 3263/2004 και 3371/2005, προκύπτει ότι μεταξύ των κινητών αξιών, οι οποίες μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο διαχείρισης χαρτοφυλακίου από σχετικές προς τούτο συνιστώμενες εταιρείες επενδύσεων, είναι και οι τίτλοι μεριδίων αμοιβαίων κεφαλαίων. Από δε τις διατάξεις των άρθρων 19 παρ. 1, 2 και 20 παρ. 1 και 5 του ιδίου νόμου (1969/1991), προκύπτει ότι η περιουσία του αμοιβαίου κεφαλαίου διαιρείται σε ισάξια μερίδια ή κλάσματα μεριδίου, τα οποία συνιστούν την έννομη σχέση της άμεσης και απόλυτης εξ αδιαιρέτου εξουσιάσεως, που συνδέει τον μεριδούχο με το αμοιβαίο κεφάλαιο, ως αυτοτελή ομάδα περιουσίας. Αυτή η έννομη σχέση ονομάζεται “μερίδιο αμοιβαίου κεφαλαίου” και αποδεικνύεται με ονομαστικό τίτλο που εκδίδεται από τη διαχειρίστρια Α.Ε και προσυπογράφεται από τον θεματοφύλακα, που στην περίπτωση αυτή είναι τράπεζα. Ένα πρόσωπο καθίσταται μεριδούχος, με την αποδοχή εκ μέρους της διαχειρίστριας Α.Ε σχετικής αιτήσεώς του, την αποδοχή του κανονισμού του αμοιβαίου κεφαλαίου και την ολοσχερή καταβολή στο θεματοφύλακα (τράπεζα) της συμφωνημένης τιμής για τη διάθεση των μεριδίων (ΑΠ418/2016, ΑΠ 1396/2011, 331/2010, 316/2009, 39/2009, 855/2002), παύει δε να είναι μεριδούχος μεταξύ άλλων με το θάνατό του. Περαιτέρω σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 19 παρ. 4 του ανωτέρω ν.1969/1991, κατά την οποία, οι διατάξεις του ν.5638/1932, περί καταθέσεως σε κοινό λογαριασμό, εφαρμόζονται αναλόγως και επί μεριδίων αμοιβαίου κεφαλαίου, επιτρέπεται η έκδοση (και όχι η κατάθεση) των μεριδίων αμοιβαίου υπέρ περισσοτέρων προσώπων κατά το σύστημα του κοινού λογαριασμού. (ΑΠ35/2006, ΑΠ1507/2005, ΑΠ1357/2002). Από την προαναφερθείσα διάταξη σε συνδυασμό με το άρθρο 1 παρ. 1 και 2 Ν.5368/1932, όπως έχει αντικατασταθεί με το άρθρο 1 ΝΔ 951/1971 και διατηρηθεί σε ισχύ με το άρθρο 124 περ. Δ στοιχ. α ΝΔ 118/1973, καθώς και από το άρθρο 2 παρ.1 του Ν.Δ από 17.7/13-8-1923 “περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιρειών” και 117 Εισ.Ν.ΑΚ, προκύπτει ότι χρηματική κατάθεση σε τράπεζα και σε ανοικτό λογαριασμό επ’ ονόματι δύο ή περισσοτέρων από κοινού είναι κατά την έννοια του ως άνω νόμου η περιέχουσα τον όρο ότι το λογαριασμό αυτό μπορεί να χρησιμοποιεί εν όλω ή εν μέρει, είτε ένας είτε μερικοί ή και όλοι κατ’ ιδίαν οι δικαιούχοι, χωρίς τη σύμπραξη των λοιπών, ενώ είναι αδιάφορο αν τα χρήματα που κατατέθηκαν ανήκαν σε όλους εκείνους, υπέρ των οποίων έγινε η κατάθεση, ή σε έναν, ή σε ορισμένους από αυτούς, η όλη δε χρηματική κατάθεση επιτρέπεται να ενεργείται σε κοινό λογαριασμό με προθεσμία ή ταμιευτηρίου υπό προειδοποίηση. Από τις διατάξεις αυτές, συνδυαζόμενες και προς εκείνες των άρθρων 2 παρ.1 στοιχ.α ΝΔ της 17.7/13-8-1923 και 411, 489, 490, 491 και 493 ΑΚ, συνάγεται ότι, σε περίπτωση χρηματικής καταθέσεως επ’ ονόματι δύο καταθετών σε κοινό λογαριασμό και ανεξαρτήτως του σε ποιόν από τους δύο ανήκαν τα χρήματα, παράγεται μεταξύ των καταθετών και της τράπεζας ενεργητική εις ολόκληρον ενοχή, με αποτέλεσμα η ανάληψη των χρημάτων της καταθέσεως, όλων ή μέρους αυτών, από τον έναν των δικαιούχων να γίνεται εξ ιδίου δικαίου, αν αναληφθεί δε ολόκληρο το ποσό, να επέρχεται ολοσχερής απόσβεση της απαιτήσεως καθενός από τους δύο καταθέτες έναντι της τράπεζας, ενώ ο καταθέτης που δεν έκανε την ανάληψη, έχει δικαίωμα αναγωγής κατ’ εκείνου, που ανέλαβε όλα τα χρήματα, βάσει της τυχόν υφιστάμενης μεταξύ των δύο εσωτερικής σχέσεως, που μπορεί να είναι συμβατική ή μη, σε περίπτωση δε ελλείψεως τέτοιας σχέσεως, του μισού αυτών των χρημάτων. Περαιτέρω, με τις διατάξεις των άρθρων 2 και 3 Ν. 5638/1932, τα οποία επίσης διατηρήθηκαν σε ισχύ με το άρθρο 124 περ. Δ` στοιχ. α` ΝΔ 118/1973, ορίζεται, αντιστοίχως, ότι “επί των καταθέσεων τούτων δύναται να τεθή προσθέτως ο όρος, ότι, άμα τω θανάτω οιουδήποτε των δικαιούχων, η κατάθεσις και ο εκ ταύτης λογαριασμός περιέρχεται αυτοδικαίως εις τους λοιπούς επιζώντας, μέχρι του τελευταίου τούτων”. Και ότι “διάθεσις της καταθέσεως διά πράξεως, είτε εν ζωή, είτε αιτία θανάτου, δεν επιτρέπεται, οι δε κληρονόμοι του τελευτήσαντος είτε εξ αδιαθέτου είτε εκ της διαθήκης, συμπεριλαμβανομένων και των αναγκαίων τοιούτων … ουδέν δικαίωμα κέκτηνται επί της καταθέσεως”. Από τις διατάξεις αυτές, η πρώτη από τις οποίες αναφέρεται στις εσωτερικές μεταξύ των περισσότερων καταθετών σχέσεις, ενώ η δεύτερη ρυθμίζει τις σχέσεις μεταξύ της τράπεζας, στην οποία έχει γίνει η κατάθεση, και των περισσότερων καταθετών, συνδυαζόμενες και με τις προαναφερόμενες, προκύπτει, ότι, σε περίπτωση θανάτου ενός από τους καταθέτες, δε χωρεί υποκατάσταση αυτού από τους τυχόν κληρονόμους του έναντι της τράπεζας, κατά της οποίας και δεν μπορούν να στραφούν, επικαλούμενοι το κληρονομικό τους δικαίωμα, διότι, διαφορετικά, θα επερχόταν μεταβολή του προσώπου του καταθέτη χωρίς τη συγκατάθεση της τράπεζας. Ο επιζών καταθέτης, ως εις ολόκληρον δανειστής έναντι της τράπεζας, μπορεί να εισπράξει και ολόκληρο το ποσό της κατάθεσης, οπότε οι κληρονόμοι του αποθανόντος θα μπορούν να αξιώσουν απ` αυτόν το τμήμα εκείνο της κατάθεσης που αναλογεί στον δικαιοπάροχό τους, με βάση τις εσωτερικές σχέσεις των καταθετών. Εάν, όμως, έχει τεθεί ο όρος του άρθρου 2 Ν. 5638/1932, σε περίπτωση θανάτου ενός από τους καταθέτες, περιέρχεται αυτοδικαίως (“ιδίω ονόματι” και “εξ ιδίου δικαίου”) η κατάθεση και ο απ` αυτήν λογαριασμός στους επιζώντες, έναντι των οποίων οι κληρονόμοι του αποθανόντος καταθέτη δεν μπορούν να στραφούν και να αξιώσουν το κατά τις εσωτερικές σχέσεις τμήμα της κατάθεσης, που αναλογούσε σε εκείνον, όπως θα μπορούσαν αν δεν είχε τεθεί ο ως άνω όρος, του οποίου σε αυτό και μόνο εξαντλείται η νομική ενέργεια (ΑΠ902/2019, ΑΠ1128/2017, ΑΠ 1782/2007). Ο επικαλούμενος την εξαίρεση της υπάρξεως του προσθέτου όρου του άρθρου 2 του ν.5638/1932, που συνιστά ένσταση, φέρει και το βάρος αποδείξεως αυτής. Κατά τη διάταξη τέλος του άρθρου 223 ΑΚ, η πληρεξουσιότητα, εφόσον δεν συνάγεται το αντίθετο, παύει με το θάνατο ή τη δικαιοπρακτική ανικανότητα αυτού που την έδωσε ή αυτού που την έλαβε. Από τη σαφή έννοια της διάταξης αυτής συνάγεται ότι, καθιερώνεται μεν ως κανόνας ότι η πληρεξουσιότητα παύει με το θάνατο αυτού που την έδωσε, ορίζεται όμως ότι δεν αποκλείεται το αντίθετο, συνέχισή της δηλαδή και μετά το θάνατο του πληρεξουσιοδότη, αν αυτό προκύπτει άμεσα ή έμμεσα από τη σύμβαση ή από τις συγκεκριμένες περιστάσεις, ή από τη φύση των δικαιοπραξιών που ανατίθενται στον πληρεξούσιο. Στην περίπτωση αυτή, είτε πρόκειται για πληρεξουσιότητα που συνεχίζεται και μετά το θάνατο αυτού που την έδωσε, είτε παρέχεται για να ισχύσει μόνο μετά το θάνατό του (πληρεξουσιότητα μεταθανάτιας ενέργειας), είναι νόμιμη, έστω και αν η πράξη που πρόκειται να ενεργήσει ο πληρεξούσιος αναφέρεται στην μεταβίβαση ορισμένου περιουσιακού στοιχείου του πληρεξουσιοδότη (ΑΠ1401/2019).
Κατά το άρθρο 559 αρ. 1 ΚΠολΔ, εξ άλλου, αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο, ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Στην περίπτωση κατά την οποία η αγωγή κρίθηκε κατ’ ουσίαν βάσιμη ή αβάσιμη, για να είναι ορισμένος και άρα παραδεκτός ο λόγος αναιρέσεως με τον οποίο αποδίδεται στο δικαστήριο της ουσίας ευθεία παραβίαση των διατάξεων του ουσιαστικού δικαίου (άρθρο 559 αρ.1 ΚΠολΔ), πρέπει να καθορίζεται στο έγγραφο της αναιρέσεως η συγκεκριμένη διάταξη του ουσιαστικού δικαίου που παραβιάσθηκε και το κατά την εκδοχή του αναιρεσείοντος νομικό σφάλμα ως προς την ερμηνεία ή την εφαρμογή του ουσιαστικού νόμου .Η απλή μνεία του αριθμού της διατάξεως του άρθρου 559 ΚΠολΔ, που τον προβλέπει δεν αρκεί, ούτε η επανάληψη του κειμένου της σχετικής διατάξεως (ΑΠ1199/2018).
Περαιτέρω κατά τον αρ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως για έλλειψη νομίμου βάσεως της αποφάσεως ιδρύεται όταν δεν προκύπτουν από το αιτιολογικό της απόφασης τα πραγματικά περιστατικά που είναι αναγκαία, για να κριθεί στη συγκεκριμένη περίπτωση αν συντρέχουν οι όροι και οι προϋποθέσεις εφαρμογής της διατάξεως που εφαρμόστηκε ή αν δεν συντρέχουν οι όροι και οι προϋποθέσεις, που αποκλείουν την εφαρμογή της, καθώς και όταν η απόφαση έχει ασαφείς, ελλιπείς ή αντιφατικές αιτιολογίες ως προς τον νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών που έγιναν δεκτά και ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως αιτιολογία που συγκροτεί τη νόμιμη βάση της αποφάσεως, της οποίας η έλλειψη θεμελιώνει τον προαναφερόμενο αναιρετικό λόγο, νοείται η παραδοχή ή άρνηση των περιστατικών που θεμελιώνουν το πραγματικό μέρος της οικείας διατάξεως ουσιαστικού δικαίου, και όχι οι σκέψεις, κρίσεις ή τα επιχειρήματα, με τα οποία το δικαστήριο αιτιολογεί γιατί πείθεται ή δεν πείθεται ως προς τη συνδρομή των εν λόγω περιστατικών. Για να είναι συνεπώς ορισμένος ο λόγος αναιρέσεως από τον αρ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, πρέπει το αναιρετήριο να περιλαμβάνει: α) τον κανόνα ουσιαστικού δικαίου που φέρεται ότι παραβιάσθηκε, β) τις ουσιαστικές παραδοχές της αποφάσεως ή τη μνεία ότι αυτή δεν περιέχει καθόλου αιτιολογία, ώστε να είναι εφικτή με βάση το περιεχόμενο του αναιρετηρίου η στοιχειοθέτηση του προβαλλόμενου λόγου αναιρέσεως γ) τον ουσιώδη αυτοτελή ισχυρισμό (αγωγικό, ένσταση κλπ.) και τα πραγματικά περιστατικά που προτάθηκαν για τη θεμελίωσή του, ως προς τον οποίο εμφανίζεται η προβαλλόμενη έλλειψη, ανεπάρκεια ή αντίφαση, καθώς και τη σύνδεση αυτού με το διατακτικό της αποφάσεως, αν αυτή δεν είναι αυτονόητη, καθώς και ότι ο εν λόγω (νόμιμος και ουσιώδης) ισχυρισμός είχε προταθεί παραδεκτά στο δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση και δ) εξειδίκευση της πλημμέλειας που προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, δηλαδή ή τη μνεία ότι σ’ αυτή δεν υπάρχει καθόλου αιτιολογία ή, αν προβάλλεται ανεπαρκής και ελλιπής αιτιολογία, (πρέπει το αναιρετήριο να περιλαμβάνει) τα επιπλέον ουσιώδη πραγματικά περιστατικά που έπρεπε να περιέχονται στην απόφαση ή να προσδιορίζει ως προς τι υπάρχει και σε τι συνίσταται η έλλειψη του νομικού χαρακτηρισμού των ουσιωδών περιστατικών που έγιναν δεκτά ή, αν προβάλλονται αντιφατικές αιτιολογίες, πρέπει να προσδιορίζεται ποιες είναι αυτές, σε τι συνίσταται η αντίφαση και από ποια αντικρουόμενα μέρη των αιτιολογιών αυτή προκύπτει (ΟλΑΠ 20/05).
Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του δέχθηκε τα ακόλουθα κατά το ενδιαφέρον την αναιρετική διαδικασία μέρος: “…O Π. Δ. του Β., εν ζωή σύζυγος της ενάγουσας -εκκαλούσας, διατηρούσε τον υπ’αριθμ…. ατομικό τραπεζικό λογαριασμό στην εναγομένη τραπεζική εταιρεία (ΕΤΕ) και συγκεκριμένα στο υποκατάστημά της που είναι στην περιοχή …), τον οποίο χρησιμοποιούσε για χρηματιστηριακές και άλλες τραπεζικές συναλλαγές του με την εναγομένη τράπεζα. Με την από 4-10-2002 έγγραφη αίτησή του προς την εναγομένη, ο ανωτέρω διέθεσε το συνολικό ποσό των 102.715 ευρώ για τη συμμετοχή του ιδίου και της ενάγουσας (συνδικαιούχου) στο αμοιβαίο κεφάλαιο (Α.Κ) … – Διαχείριση διαθεσίμων με συμμετοχή προκαθορισμένης ημερομηνίας εξαγοράς (ΣΠΗΕ), δηλαδή με προσυμφωνημένη ημερομηνία εξαγοράς του προϊόντος του αμοιβαίου κεφαλαίου, στις 5-11-2002. Για το ποσό αυτό, που επενδύθηκε, το οποίο ο προαναφερθείς διέθεσε για τη συμμετοχή τους σε αμοιβαίο κεφάλαιο και είχε αποσύρει από τον υπ’ αριθμ. … τραπεζικό λογαριασμό του, που διατηρούσε στο ίδιο ως άνω υποκατάστημα της εναγομένης, φέρεται επίσης να είχε χορηγήσει και σχετική εντολή προς την εναγομένη τράπεζα περί πιστώσεως του λογαριασμό του αυτού, του ιδίου δηλαδή παραπάνω ατομικού του λογαριασμού, από τον οποίον απέσυρε και διέθεσε ολόκληρο το ως άνω ποσό για τη συμμετοχή τους στο αμοιβαίο κεφάλαιο, ώστε το χρηματικό ποσό της επενδύσεώς του από αυτό το αμοιβαίο κεφάλαιο να πιστωθεί, κατά τη λήξη του επενδυτικού του προγράμματος, στον ίδιο παραπάνω (ατομικό) λογαριασμό του, όπως άλλωστε είχε και κατά το παρελθόν συμβεί σε περιπτώσεις εξαγοράς προϊόντων άλλων αμοιβαίων κεφαλαίων, μέσα στα πλαίσια της συνεργασίας του με το ίδιο παραπάνω υποκατάστημα της εναγομένης τράπεζας. Ωστόσο, η πιο πάνω από 4-10-2002 έγγραφη αίτηση του ως άνω επενδυτή, που οι διάδικες (ενάγουσα – εναγομένη), καθώς και οι πρωτοδίκως παρεμβάντες υπέρ της εναγομένης – φερόμενοι με την έφεση ως εφεσίβλητοι (δεύτερος και τρίτη των εφεσιβλήτων) προσκομίζουν και επικαλούνται, είναι ανυπόγραφη, αφού τόσο στο κύριο σώμα της, όσο και στο παράρτημά της, στο οποίο περιλαμβάνονται εγγράφως οι γενικοί όροι συμμετοχής/εξαγοράς/ανταλλαγής αμοιβαίων κεφαλαίων “… Η …”, δεν υπάρχει κάποια υπογραφή του αιτούντος – επενδυτή, καθώς τα σχετικά κείμενα καλύπτονται μόνο από τις υπογραφές των εκπροσώπων της εναγομένης στις αντίστοιχες θέσεις των κειμένων, ενώ στην οικεία θέση και κάτω από την έντυπη ένδειξη “Ο Η ΑΙΤ…/ΔΗΛ…” ουδεμία υπογραφή υπάρχει. Αμφισβήτηση δε από τα αντίδικα μέρη δεν τίθεται ως προς την εκ μέρους του επενδυτή υποβολή αιτήσεως, αλλά μόνο ως προς την εκ μέρους του επενδυτή αποδοχή του για τους τεθέντες από την εναγομένη γενικούς έντυπους όρους, καθώς και ως προς την ισχύ αυτών των όρων και κανονισμών της εναγομένης, καθώς και ως προς την επέκταση της ισχύος της εντολής του επενδυτή για την πίστωση του ως άνω ατομικού του λογαριασμού, σε περίπτωση θανάτου του πριν από την ημερομηνία εξαγοράς του προϊόντος του άνω επενδυτικού προγράμματος. Κι’ αυτό, γιατί ο εν ζωή σύζυγος της ενάγουσας, Π. Δ., αποβίωσε στις 27-10-2002, δηλαδή πριν από την τελευταία προσυμφωνημένη ως άνω ημερομηνία εξαγοράς του ως άνω αμοιβαίου κεφαλαίου (5-11-2002), χωρίς να αφήσει κάποια διαθήκη και έτσι κληρονομήθηκε εξ αδιαθέτου από την ενάγουσα, ως νόμιμη εν ζωή σύζυγό του, καθώς και από τα τρία αδέλφια του, Ι., Γ. και Α. Δ., λόγω αυτής της εξ αδιαθέτου κληρονομικής διαδοχής. Η ενάγουσα, μετά τη λήξη του χρόνου εξαγοράς του προϊόντος του προαναφερθέντος αμοιβαίου κεφαλαίου, προσήλθε στο παραπάνω υποκατάστημα της εναγομένης και με την ιδιότητα του συνδικαιούχου στην επένδυση του συζύγου της ζήτησε να της καταβληθεί ολόκληρο το προϊόν της εξαγοράς και τα μερίδια του προαναφερθέντος αμοιβαίου κεφαλαίου. Εξακολουθεί δε να επιδιώκει την είσπραξη ολόκληρου του ποσού, που αποτελεί το προϊόν εξαγοράς του παραπάνω αμοιβαίου κεφαλαίου, επικαλούμενη ότι περιέρχεται σ’ αυτήν, αποκλειστικά. Για το σκοπό αυτόν προβάλλει την ιδιότητα που είχε και το γεγονός ότι, ως επιζώσα συνδικαιούχος στην επένδυση του αμοιβαίου κεφαλαίου, είναι η μόνη πλέον δικαιούχος εισπράξεως του προϊόντος εξαγοράς του αμοιβαίου κεφαλαίου, μετά τον επισυμβάντα θάνατο του συνδικαιούχου συζύγου της, αφού εκ του νόμου δικαιούται ολόκληρο το προϊόν εξαγοράς του, δηλαδή όλα τα προερχόμενα από την παραπάνω επένδυση χρήματα, που πιστώθηκαν από την εναγομένη στον πιο πάνω λογαριασμό του αποβιώσαντος και τα οποία αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του λογαριασμού, καθώς η όλη επένδυση και το προϊόν εξαγοράς του αμοιβαίου κεφαλαίου δεν είναι αντικείμενο της κληρονομίας του εν ζωή συζύγου της, πράγμα που άλλωστε συνάδει και με την πραγματική βούλησή του, καθώς είχε τεθεί ο όρος, που διέπει την όλη επένδυση, ότι σε περίπτωση θανάτου οποιουδήποτε συνδικαιούχου, η κατάθεση και ο λογαριασμός, που περιέχουν το προϊόν εξαγοράς του αμοιβαίου κεφαλαίου, θα περιέρχονται στους λοιπούς επιζώντες. Η εναγομένη όμως αρνήθηκε και εξακολουθεί αρνούμενη να της καταβάλει το αιτηθέν ποσό, υποστηρίζοντας, ότι δεσμεύεται από την εντολή του επενδυτή να πιστωθεί το προϊόν της εξαγοράς του αμοιβαίου κεφαλαίου στον ως άνω ατομικό του λογαριασμό. Η ενάγουσα, μάλιστα, επέδωσε στις 23-12-2003 την από 22-12-2003 έγγραφη εξώδικη όχλησή της προς την εναγομένη, όπου εκτός από τα παραπάνω, ισχυρίζεται και επικαλείται πως το γεγονός ότι ο αποβιώσας σύζυγός της καθόρισε ως λογαριασμό για την πίστωση του προϊόντος εξαγοράς του αμοιβαίου κεφαλαίου κάποιον ατομικό του λογαριασμό και όχι κάποιον κοινό λογαριασμό αμφοτέρων των συνδικαιούχων, δηλαδή λογαριασμό στον οποίο δεν συμπεριλαμβάνεται η ενάγουσα και που δεν ταυτίζεται ως προς τους δικαιούχους με τα πρόσωπα των συνδικαιούχων του αμοιβαίου κεφαλαίου, ήταν τυχαίο, έγινε προφανώς από παραδρομή και οφείλεται σε αποκλειστική υπαιτιότητα της εναγομένης, που δεν τον είχε ενημερώσει, ότι κατά τη διάθεση μεριδίων Α.Κ/Σ.Π.Η.Ε (αμοιβαίου κεφαλαίου/συμμετοχή προκαθορισμένης ημερομηνίας εξαγοράς), είναι απαραίτητο για νομικούς λόγους, να υφίσταται πλήρης ταύτιση των συνδικαιούχων του επενδυτικού προγράμματος με τους συνδικαιούχους του λογαριασμού που δηλώνεται κατά τη συναλλαγή. Η εναγομένη όμως, μολονότι την αναγνώρισε και εξακολουθεί να την αναγνωρίζει ως συνδικαιούχο των μεριδίων του Α.Κ (αμοιβαίου κεφαλαίου) και του προϊόντος εξαγοράς του, ωστόσο δεν απέδωσε σ’ αυτήν το σχετικό ποσό, το οποίο, κατά τους ισχυρισμούς της όφειλε να της αποδώσει και θα της απέδιδε μεν, αν το ζητούσε πριν από το χρόνο λήξεως, αφού όμως δεν το ζήτησε τότε, αλλά το ζητεί μετά το χρόνο λήξεως και εξαγοράς του, πίστωσε τούτο στον ατομικό λογαριασμό του αποβιώσαντος, συμμορφούμενη με σχετική εντολή του και αρνείται να της καταβάλει ολόκληρο το προϊόν εξαγοράς του ως άνω αμοιβαίου κεφαλαίου, παρόλο που από τις 6-12-2002 έληξε η σχετική επένδυση. Έτσι, η εναγομένη τράπεζα θεωρεί πλέον την ενάγουσα όχι αποκλειστική, αλλ’ αντιθέτως ως συνδικαιούχο του επενδυτικού προγράμματος για το ποσό που αντιστοιχεί στο προϊόν εξαγοράς του αμοιβαίου κεφαλαίου, υποστηρίζοντας ότι, μετά τον θάνατο του προαναφερθέντος επενδυτή, συνιστά πλέον αντικείμενο κληρονομικής διαδοχής και ότι ως εκ τούτου η ενάγουσα δεν δικαιούται όλο το ποσό, αλλά μόνο όσο της αναλογεί σε σχέση με το αντίστοιχο κληρονομικό της δικαίωμα, ως εξ αδιαθέτου συντρέχουσα κληρονόμος. Η εναγομένη τράπεζα- πρώτη εφεσίβλητη επικαλείται, όπως εξ άλλου και οι υπέρ αυτής παρεμβάντες πρωτοδίκως και φερόμενοι με την έφεση ως δεύτερος και τρίτη των εφεσιβλήτων ισχυρίζονται ότι ο αιτών -επενδυτής, με την επιλογή του να πιστώνεται το προϊόν εξαγοράς του αμοιβαίου κεφαλαίου σε απλό ατομικό λογαριασμό του και όχι σε κοινό, μολονότι οι αρμόδιοι υπάλληλοί της του είχαν επισημάνει, ότι καλό θα ήταν οι δικαιούχοι του αμοιβαίου κεφαλαίου να ταυτίζονται με τους δικαιούχους του πιστωτικού λογαριασμού, επεδίωξε να καταστεί το επενδυτικό προϊόν αντικείμενο κληρονομικής διαδοχής. Οι ισχυρισμοί αυτοί των εφεσιβλήτων είναι ουσιαστικά αβάσιμοι και απορριπτέοι. Κατ’ αρχήν δεν αποδείχθηκε, ότι οι αρμόδιοι υπάλληλοι του ως άνω υποκαταστήματος της εναγομένης τράπεζας είχαν υποδείξει στον επενδυτή να πιστώνεται σε κοινό λογαριασμό των συνδικαιούχων του αμοιβαίου κεφαλαίου το προϊόν της εξαγοράς του και ότι ο τελευταίος αρνήθηκε να συμμορφωθεί στις υποδείξεις τους. Ούτε δε περαιτέρω, ότι η “άρνησή του αυτή” οφείλεται στο γεγονός ότι ο ίδιος ήθελε να αποκλείσει από την ενάγουσα τη δυνατότητα να εισπράξει όλο το ποσό του προϊόντος εξαγοράς του επενδυτικού προγράμματος, σε περίπτωση πρόωρου θανάτου του, δηλαδή σε περίπτωση θανάτου του προ του χρόνου λήξεως του επενδυθέντος αμοιβαίου κεφαλαίου… Στο παράρτημα της ως άνω αιτήσεως, στο οποίο περιλαμβάνονται εγγράφως οι γενικοί όροι συμμετοχής/εξαγοράς /ανταλλαγής αμοιβαίων κεφαλαίων “… Η …”, εναρμονισμένοι με όσα ισχύουν γενικώς σε τέτοιου είδους συμβάσεις, αναφέρονται μεταξύ άλλων και τα εξής: “Σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.5638/1932, όπως συμπληρώθηκε από το ΝΔ 951/1971, καθώς και τις διατάξεις περί της εις ολόκληρον ενοχής του Α.Κ, σε συνδυασμό με το άρθρο 19 παρ. 1 του ν.1969/1991, ο καθένας από τους συνδικαιούχους της επένδυσης (εφεξής ο “συνδικαιούχος”) δικαιούται να κάνει χρήση ή να ζητήσει εξαγορά των μεριδίων, ολική ή μερική, χωρίς τη σύμπραξη των άλλων συνδικαιούχων. Σε περίπτωση θανάτου κάποιου από τους συνδικαιούχους, τα δικαιώματα από τη συμμετοχή στο Αμοιβαίο Κεφάλαιοθα περιέρχονται αυτοδίκαια στους επιζώντες”. Η εναγομένη εφεσίβλητη εταιρεία υποστηρίζει όμως ότι εάν ήθελε γίνει δεκτό ότι ο όρος αυτός ισχύει και στην επίδικη περίπτωση, άλλως ότι ο αποβιώσας καθώς και οι έλκοντες από τον όρο αυτό δικαιώματα, δικαιούνται να τον επικαλεσθούν, τότε πρέπει να ληφθεί υπόψη ο όρος αυτός σε συνδυασμό με άλλον όρο, σύμφωνα με τον οποίον “οι εντολές που αναγράφονται στις αιτήσεις εξαγοράς ισχύουν και μετά τον θάνατο του αιτούντος”. Ο ισχυρισμός αυτός της εναγομένης-πρώτης εφεσίβλητης εταιρείας, που ενστερνίζονται και οι παρεμβαίνοντες πρωτοδίκως – λοιποί εφεσίβλητοι, είναι ουσιαστικά αβάσιμος και απορριπτέος, αφού δεν αποδείχθηκε ότι ο ως άνω αποβιώσας επενδυτής, εκτός από την επιθυμία του να πιστώνεται στον παραπάνω ατομικό του λογαριασμό το προϊόν εξαγοράς του αμοιβαίου κεφαλαίου κατά το χρόνο λήξεως του επενδυτικού προγράμματος, ώστε ο ίδιος να μπορεί να το εισπράττει από τον λογαριασμό αυτόν, εκδήλωσε σαφώς και ρητά την περαιτέρω επιθυμία του να εξακολουθήσει η εναγομένη να πιστώνει τον ίδιο λογαριασμό και μετά τον τυχόν επισυμβάντα θάνατό του προ της λήξεως της επενδύσεώς του. Κάτι τέτοιο εξ άλλου δεν απορρέει, ούτε συνάγεται και από τη φύση της σχέσεως των συναλλαχθέντων, αφού δεν μπορεί να υποστηριχθεί βασίμως, ότι η εκτέλεση της προαναφερθείσας εντολής του αποβιώσαντος επενδυτή προς την εναγομένη για την πίστωση του ατομικού του λογαριασμού, ανάγεται σε χρόνο μετά τον θάνατο του εντολέα. Η σχετική δε εντολή και πληρεξουσιότητα, ακόμη κι’ αν γίνει δεκτό ότι δόθηκε (εγκύρως και νομοτύπως) με την ως άνω ανυπόγραφη αίτηση, έπαυσε να ισχύει με τον θάνατό του, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 724 και 223, αφού η μεν εντολή λύθηκε, η δε πληρεξουσιότητα έπαυσε, καθώς ούτε ορίσθηκε το αντίθετο, ούτε μπορεί να συναχθεί κάτι τέτοιο από τα όσα επικαλείται η εναγομένη τραπεζική εταιρεία. Εάν ο επενδυτής είχε θελήσει να εξακολουθήσει η πίστωση του ατομικού του λογαριασμού και μετά τον θάνατό του, ώστε το προϊόν της εξαγοράς του προαναφερθέντος αμοιβαίου κεφαλαίου να καταστεί αντικείμενο κληρονομικής διαδοχής και να μην εισπραχθεί από την συνδικαιούχο του επενδυτικού προγράμματος εν ζωή σύζυγό του, θα είχε μεριμνήσει να χορηγήσει άμεση, ρητή ειδική και συγκεκριμένη σχετική εντολή προς την τράπεζα, όπως είχε ευχερώς τέτοια δυνατότητα. Άρα δε, αφού δεν το έπραξε, συνάγεται, ότι δεν θέλησε κάτι τέτοιο. Αντιθέτως, δεν μπορεί να συναχθεί τέτοια βούλησή του από το γεγονός ότι είχε ζητήσει την πίστωση και είχε αποδεχθεί την είσπραξη του προϊόντος εξαγοράς του αμοιβαίου κεφαλαίου κατά το χρόνο λήξεως του επενδυτικού προγράμματος, δια μέσου του ως άνω ατομικού του λογαριασμού…”. Ακολούθως, το Εφετείο, κατά παραδοχή της εφέσεως, εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση και δέχθηκε την ένδικη αγωγή κατ’ ουσίαν, αναγνωρίζοντας α) την ενάγουσα ως τη μοναδική δικαιούχο του προϊόντος εξαγοράς του ως άνω αμοιβαίου κεφαλαίου και β) ότι η εναγομένη τράπεζα υποχρεούται να της καταβάλει το ποσό του προϊόντος εξαγοράς ύψους 102.715 ευρώ. Έτσι που έκρινε το Εφετείο, δεν παραβίασε τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1, 17, 18, 19 παρ.1, 2, 4, 20 παρ. 1, 5 του ν.1969/1991, όπως ισχύει μετά το Π.Δ 433/1993 και το ν.2533/1997 (άρθρα 111-115), άρθρ. 1 παρ.1, 2, 3 του ν.5368/1932, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 Ν.Δ951/1971 και διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 124 περ. Δ στοιχ. α του Ν.Δ 118/1973, καθώς και από το άρθρο 2 παρ.1 του Ν.Δ από 17.7/13-8-1923 “περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιρειών” και 117 Εισ.Ν.ΑΚ, 411, 489, 490, 491, 493, 223 ΑΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, ενόψει του ότι στην απόφαση υπάρχει νομική ακολουθία μεταξύ των πραγματικών περιστατικών που έγιναν δεκτά από αυτήν και υπήχθησαν στις παραπάνω διατάξεις, όπως η έννοιά τους αναλύθηκε στις νομικές σκέψεις που προαναφέρθηκαν και του συμπεράσματος του δικανικού της συλλογισμού. Διέλαβε δε στην απόφασή του επαρκείς, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες που επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή ή μη εφαρμογή των ως άνω διατάξεων που εφαρμόστηκαν, χωρίς να απαιτείται η παράθεση επί πλέον αιτιολογιών και δεν στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση, κατέληξε δε σε ορθό και σαφές πόρισμα χωρίς να παραβιάσει ούτε εκ πλαγίου τις πιο πάνω διατάξεις που εφήρμοσε.
Συνεπώς αμφότεροι οι αναιρετικοί λόγοι τυγχάνουν αβάσιμοι, πέραν του ότι είναι και απαράδεκτοι, ενόψει του ότι αποδίδουν στην προσβαλλομένη απόφαση τις πλημμέλειες ότι παραβίασε τις διατάξεις του νόμου και ότι στερείται νομίμου βάσεως διότι δεν έχει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, για τη θεμελίωση όμως των λόγων αυτών επικαλούνται μόνον εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων. Ανεξαρτήτως δε των απαραδέκτως προβαλλομένων (άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ) αιτιάσεων για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, τυγχάνουν και αόριστοι ο μεν πρώτος εξ αυτών με τον οποίον προσάπτεται στην αναιρεσιβαλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από τον αριθ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, διότι δεν αναφέρεται ο κανόνας ουσιαστικού δικαίου που κατά τους αναιρεσείοντες παραβιάσθηκε ούτε το κατ’αυτούς νομικό (ερμηνευτικό ή υπαγωγικό) σφάλμα στο οποίο υπέπεσε η προσβαλλομένη απόφαση, ο δε δεύτερος, διότι δεν αποδίδεται στην προσβαλλομένη κάποια συγκεκριμένη πλημμέλεια (ανυπαρξία, αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια των αιτιολογιών της) που να θεμελιώνει τον σχετικό εκ του αρ.19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγο αναιρέσεως.
Μη υπάρχοντος άλλου λόγου αναιρέσεως προς έρευνα πρέπει η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως να απορριφθεί. Διάταξη περί δικαστικών εξόδων δεν διαλαμβάνεται διότι η αναιρεσίβλητη ερημοδικεί.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 1-3-2011 αίτηση των: Δ. Γ. και Δ. Α. για αναίρεση της υπ’ αριθμ.6279/2010 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 10 Ιουνίου 2020.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 29 Ιουλίου 2020.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ