Με απόφασή του το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης έκρινε ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν όφειλε να αναστείλει την απαλλαγή από την υποχρέωση θεώρησης για τους υπηκόους των Ηνωμένων Πολιτειών λόγω έλλειψης αμοιβαιότητας στον τομέα αυτόν.
Συγκεκριμένα, η Επιτροπή διαθέτει περιθώριο πολιτικής εκτίμησης ώστε να αποφασίζει σχετικά με τη σκοπιμότητα μιας τέτοιας αναστολής όταν μια τρίτη χώρα επιβάλλει στους υπηκόους ενός ή περισσοτέρων κρατών μελών υποχρέωση θεώρησης.
Όπως αναφέρει το ΔΕΕ, το δίκαιο της Ένωσης αποσκοπεί στη διασφάλιση πλήρους αμοιβαιότητας στον τομέα των θεωρήσεων. Επομένως, καταρχήν, μόνον τα τρίτα κράτη που απαλλάσσουν από την υποχρέωση θεώρησης το σύνολο των υπηκόων των κρατών μελών της Ένωσης μπορούν να τύχουν της απαλλαγής αυτής για τους δικούς τους υπηκόους. Ωστόσο, όταν ένα τρίτο κράτος που τυγχάνει τέτοιας απαλλαγής αποφασίζει σε δεδομένη στιγμή να επιβάλει υποχρέωση θεώρησης στους υπηκόους ενός ή περισσοτέρων κρατών μελών, η Επιτροπή διαθέτει περιθώριο εκτίμησης ώστε να αποφασίσει αν δικαιολογείται αναστολή της απαλλαγής για τους υπηκόους του τρίτου κράτους.
Επομένως, δεν υποχρεούται αυτομάτως να αναστείλει την απαλλαγή από την υποχρέωση θεώρησης για τους υπηκόους του τρίτου κράτους. Το Δικαστήριο απορρίπτει, ως εκ τούτου, προσφυγή κατά παραλείψεως που άσκησε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο κατά της Επιτροπής. Το Κοινοβούλιο επιθυμούσε να διαπιστωθεί ότι η Επιτροπή όφειλε να έχει αναστείλει προσωρινά την απαλλαγή από την υποχρέωση θεώρησης βραχείας διαμονής για τους υπηκόους των Ηνωμένων Πολιτειών, δεδομένου ότι η χώρα αυτή επέβαλλε υποχρέωση θεώρησης στους υπηκόους της Βουλγαρίας, της Κροατίας, της Κύπρου και της Ρουμανίας.
Το ζήτημα αν οι υπήκοοι συγκεκριμένης τρίτης χώρας χρειάζονται θεώρηση για τη διέλευση των εξωτερικών συνόρων κράτους μέλους ρυθμίζεται ομοιόμορφα σε επίπεδο Ένωσης. Πράγματι, ο ενωσιακός νομοθέτης, ήτοι το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, εξέδωσε κανονισμό (ΕΕ) 2018/180, ο οποίος καθορίζει κατάλογο των τρίτων χωρών οι υπήκοοι των οποίων υπόκεινται στην υποχρέωση θεώρησης και κατάλογο των τρίτων χωρών οι υπήκοοι των οποίων απαλλάσσονται από την υποχρέωση αυτή.
Σε περίπτωση που ένα τρίτο κράτος οι υπήκοοι του οποίου απαλλάσσονται από την υποχρέωση θεώρησης αποφασίσει να επιβάλει την υποχρέωση αυτή στους υπηκόους ενός ή περισσοτέρων κρατών μελών, ο κανονισμός προβλέπει έναν «μηχανισμό αμοιβαιότητας», διαρθρωμένο σε διάφορα στάδια, ο οποίος επιτρέπει την αλληλέγγυα αντίδραση σε επίπεδο Ένωσης. Ορισμένες από τις ενέργειες προς την κατεύθυνση αυτή έχουν ανατεθεί στην Επιτροπή, όπως η προσωρινή αναστολή της απαλλαγής από την υποχρέωση θεώρησης.
Η απαλλαγή αυτή ισχύει για τους υπηκόους των Ηνωμένων Πολιτειών. Ωστόσο, δεδομένου ότι η εν λόγω τρίτη χώρα προέβλεπε υποχρέωση θεώρησης για τους υπηκόους της Βουλγαρίας, της Κροατίας, της Κύπρου και της Ρουμανίας, το Κοινοβούλιο κάλεσε την Επιτροπή, τον Οκτώβριο του 2020, αφού της είχε απευθύνει παρόμοια πρόσκληση το 2017, να αναστείλει προσωρινά την απαλλαγή για τους υπηκόους των Ηνωμένων Πολιτειών. Το Κοινοβούλιο θεωρούσε ότι, δυνάμει του κανονισμού, η Επιτροπή ήταν υποχρεωμένη να το πράξει. Η Επιτροπή εκτίμησε ότι, κατά το στάδιο εκείνο, δεν ήταν σκόπιμη η αναστολή της επίμαχης απαλλαγής, ιδίως λόγω των επιζήμιων πολιτικών και οικονομικών συνεπειών που θα μπορούσε να έχει για την Ένωση. Τούτο οδήγησε το Κοινοβούλιο να στραφεί κατά της Επιτροπής ασκώντας προσφυγή κατά παραλείψεως ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Με τη σημερινή απόφασή του, το τμήμα μείζονος συνθέσεως του Δικαστηρίου απορρίπτει την προσφυγή του Κοινοβουλίου.
Συγκεκριμένα, κατά τον κανονισμό, η Επιτροπή δεν υποχρεούται αυτομάτως να αναστέλλει την απαλλαγή, αλλά διαθέτει περιθώριο πολιτικής εκτίμησης επί του θέματος αυτού. Συναφώς, πρέπει να λαμβάνει υπόψη τρία κριτήρια:
1. τα αποτελέσματα των μέτρων που έλαβε το οικείο κράτος μέλος ενόψει της διασφάλισης της απαλλαγής από την υποχρέωση θεώρησης σε σχέση με την τρίτη χώρα,
2. τα διαβήματα στα οποία προέβη η ίδια η Επιτροπή προς τις αρχές της τρίτης χώρας, ιδίως στον πολιτικό, οικονομικό και εμπορικό τομέα, για την επαναφορά ή την καθιέρωση της απαλλαγής από την υποχρέωση θεώρησης για όλους τους υπηκόους των κρατών μελών,
3. τις συνέπειες της αναστολής της απαλλαγής από την υποχρέωση θεώρησης για τις εξωτερικές σχέσεις της Ένωσης και των κρατών μελών της με την τρίτη χώρα.
Το Δικαστήριο επισημαίνει ότι η Επιτροπή έλαβε υπόψη τα τρία αυτά κριτήρια πριν καταλήξει στην απόφαση να μην αναστείλει την επίμαχη απαλλαγή από την υποχρέωση θεώρησης.
Η Επιτροπή θεώρησε, μεταξύ άλλων, όσον αφορά τις σχέσεις με τις Ηνωμένες Πολιτείες, ότι η αναστολή θα μπορούσε να έχει σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις σε ευρύ φάσμα τομέων πολιτικής.
Επομένως, η Επιτροπή δεν υπερέβη το περιθώριο εκτίμησης που διαθέτει καθόσον έκρινε ότι δεν ήταν υποχρεωμένη να αναστείλει την απαλλαγή από την υποχρέωση θεώρησης για τους υπηκόους των Ηνωμένων Πολιτειών, και συνεπώς δεν μπορεί να της προσαφθεί σχετική παράλειψη.
Το πλήρες κείμενο της απόφασης είναι διαθέσιμα στην ιστοσελίδα CURIA.