Απόφαση Τριμελούς
Ακίνητο ευρισκόμενο εντός ζώνης πεντακοσίων (500) μέτρων από την ακτή. Αρμόδια για την τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου όσον αφορά στο ένδικο ακίνητο (η οποία τροποποίηση γίνεται μόνο με την έκδοση προεδρικού διατάγματος, κατόπιν πρότασης του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας) είναι τα όργανα του Ελληνικού Δημοσίου. Υποβολή αιτήσεων για την άρση της επιβληθείσας ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης στην Περιφέρεια και στον Δήμο. Μη διαβίβαση των εν λόγω αιτήσεων στα όργανα του Ελληνικού Δημοσίου. Παρότι τα όργανα του Ελληνικού Δημοσίου είναι τα κατά νόμο αρμόδια για την άρση της ένδικης ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης, δεν συντελέστηκε – μέχρι την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης – παράλειψη των οργάνων αυτών (λόγω μη απάντησης επί των ανωτέρω αιτήσεων του προσφεύγοντος περί άρσης της ένδικης ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης), ενώ, επιπλέον, δεν προσβάλλεται με την κρινόμενη προσφυγή, ούτε προκύπτει από τα στοιχεία της δικογραφίας η ύπαρξη ρητής απορριπτικής απάντησης των εν λόγω οργάνων επί των ανωτέρω αιτήσεων του προσφεύγοντος. Απόρριψη της προσφυγής – κατά τον αυτεπάγγελτο έλεγχο του Δικαστηρίου – ως απαράδεκτης κατά το μέρος που στρέφεται κατά του Ελληνικού Δημοσίου, ελλείψει της κατ’ άρθρο 65 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας παθητικής νομιμοποίησης αυτού. Παραδεκτή και βάσιμη η προσφυγή κατά το μέρος που στρέφεται κατά της Περιφέρειας και του Δήμου. Και τούτο διότι, η Περιφέρεια και ο Δήμος, οι οποίοι στερούνταν σχετικής αποφασιστικής αρμοδιότητας, μη νομίμως παρέλειψαν να διαβιβάσουν τις αντίστοιχες αιτήσεις του προσφεύγοντος για την άρση της ένδικης ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης στο Ελληνικό Δημόσιο. Δεκτή η προσφυγή κατά το μέρος με το οποίο ζητείται η ακύρωση της παράλειψης διαβίβασης των αιτήσεων του προσφεύγοντος στο αρμόδιο Ελληνικό Δημόσιο και αναπομπή της υπόθεσης στη Διοίκηση, προκειμένου να διενεργήσει τα νόμιμα.
Ο καθορισμός ακινήτων ως κοινοχρήστων χώρων με πράξη έγκρισης, αναθεώρησης, τροποποίησης ή επέκτασης ρυμοτομικού σχεδίου ή, εφόσον πρόκειται για πολεοδόμηση κατά το σύστημα του ν. 1337/1983 (Α΄ 33), με την έγκριση πολεοδομικής μελέτης, ισοδυναμεί με κήρυξη αναγκαστικής απαλλοτρίωσης των χώρων αυτών (ΣτΕ603-604/2008 Ολομ., 1661/2018, 3237/2017, 2938/2016, 1608, 4089/2014, 980, 3210, 5464/2012 κ.ά.). Εξάλλου, στις διατάξεις του άρθρου 11 του Κώδικα Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτων δεν προβλέπεται αυτοδίκαιη ανάκληση των ρυμοτομικών απαλλοτριώσεων, μετά την άπρακτη πάροδο ορισμένου χρονικού διαστήματος από την κήρυξή τους. Πλην όμως, όπως έχει παγίως κριθεί, και αυτές οι αναγκαστικές απαλλοτριώσεις, εφόσον μετά την κήρυξή τους διατηρούνται χωρίς να πραγματοποιείται η συντέλεσή τους σύμφωνα με τον νόμο επί μακρό χρονικό διάστημα, το οποίο, υπό τις ιδιαίτερες συνθήκες που συντρέχουν σε κάθε περίπτωση, υπερβαίνει τα κατά την κρίση του αρμόδιου δικαστηρίου εύλογα όρια, αποτελούν νομικό και οικονομικό βάρος της ιδιοκτησίας, το οποίο είναι αντίθετο προς την απορρέουσα από το άρθρο 17 του Συντάγματος προστασία της. Επομένως, στις περιπτώσεις αυτές, όπως και στις περιπτώσεις ρυμοτομικού βάρους, το οποίο συνεπάγεται ο χαρακτηρισμός ακινήτου ως χώρου κοινωφελών χρήσεων, ανακύπτει υποχρέωση της Διοίκησης να άρει την αναγκαστική απαλλοτρίωση ή το ρυμοτομικό βάρος, η υποχρέωση δε αυτή δεν αναιρείται από το γεγονός ότι για την άρση απαιτείται η τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου, για την οποία ο νόμος προβλέπει την τήρηση ορισμένων διατυπώσεων, διότι η τροποποίηση με σκοπό την άρση της ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης ή άλλου ρυμοτομικού βάρους είναι υποχρεωτική για τη Διοίκηση (ΣτΕ 1229/2019, 1331, 1822/2018, 673,1507, 3237/2017, 2313/2016 7μ., 1161, 3750-1, 4491/2015, 4962-3/2014 κ.ά.).
Επί ρυμοτομικών απαλλοτριώσεων, η υποβολή αίτησης στη Διοίκηση για την άρση ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης συνεπάγεται την εφαρμογή των γενικών διατάξεων του άρθρου 63 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας περί συντέλεσης της παράλειψης οφειλόμενης ενέργειας, καθώς και των περί προθεσμίας διατάξεων του άρθρου 66 του ίδιου Κώδικα, μη εφαρμοζομένου επί των απαλλοτριώσεων αυτών του δευτέρου εδαφίου της παραγράφου 4 του άρθρου 11 του Κώδικα Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτων (ΣτΕ 1412-3/2016, 2955/2011 και πρβλ. ΣτΕ 2640/2013). Εξάλλου, από τον συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων συνάγεται ότι αίτηση για την άρση ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης επιτρεπτώς υποβάλλεται όχι μόνον στον Υπουργό Περιβάλλοντος και Ενέργειας αλλά και σε κάθε όργανο της κρατικής διοίκησης, κεντρικής ή περιφερειακής ή της τοπικής αυτοδιοίκησης, στο οποίο έχουν ανατεθεί αποφασιστικού χαρακτήρα αρμοδιότητες σε θέματα έγκρισης και τροποποίησης πολεοδομικών σχεδίων ή, έστω, γνωμοδοτικού χαρακτήρα αρμοδιότητα στο πλαίσιο της διαδικασίας της σχετικής πολεοδομικής ρύθμισης. Εάν δε η αρχή, στην οποία υποβάλλεται το αίτημα, δεν έχει, στη συγκεκριμένη περίπτωση, κατά το Σύνταγμα και το νόμο, αρμοδιότητα τροποποίησης του πολεοδομικού σχεδίου, οφείλει να διαβιβάσει περαιτέρω τη σχετική αίτηση στο κατά περίπτωση αρμόδιο όργανο. Με την πάροδο άπρακτου του τριμήνου από την υποβολή της αίτησης στην αναρμόδια αρχή δεν συντελείται σιωπηρή άρνηση της αρχής αυτής να άρει την απαλλοτρίωση (ΣτΕ 1953/2017, 707, 1412-3, 1806/2016, 392, 1151, 4782-3/2014, 2640/2013, 2101-2/2012, 4569/2009 7μ. κ.ά.) συντελείται, όμως, παράλειψη εκ μέρους της διαβίβασης της αίτησης στο αρμόδιο όργανο (ΣτΕ 1953/2017, 1412-3/2016, 4569/2009 7μ.).
Όπως έχει κριθεί, η έγκριση ή τροποποίηση των πολεοδομικών σχεδίων, οποιασδήποτε κλίμακας, και η θέσπιση με ρυθμίσεις κανονιστικού χαρακτήρα πάσης φύσης όρων δόμησης, δεν μπορεί να θεωρηθεί ούτε ειδικότερο θέμα, κατά την έννοια του άρθρου 43 παρ. 2 του Συντάγματος, ούτε και θέμα τοπικού ενδιαφέροντος ή τεχνικού ή λεπτομερειακού χαρακτήρα. Συνεπώς, οι ρυθμίσεις αυτές μπορεί να γίνονται μόνον με την έκδοση προεδρικού διατάγματος. Ο κανόνας, εξάλλου, αυτός αφορά τόσο τις αμιγώς κανονιστικές πράξεις και τις πράξεις μικτού χαρακτήρα, όσο και τις ατομικές πράξεις, διότι, κατά το Σύνταγμα, ο πολεοδομικός σχεδιασμός, λόγω του μεγάλου βαθμού της εσωτερικής συνοχής του, συνδέει αρρήκτως τις κατηγορίες αυτές πράξεων. Οι αρμοδιότητες, όμως, εφαρμογής των πολεοδομικών σχεδίων και οι συναφείς εκτελεστικές αρμοδιότητες επιτρεπτώς ανατίθενται σε άλλα, πλην του Προέδρου της Δημοκρατίας, όργανα, προς την αρμοδιότητα δε εφαρμογής των πολεοδομικών σχεδίων εξομοιώνεται, από την άποψη αυτή, και η όλως εντοπισμένη τροποποίησή τους, που μπορεί ομοίως να επιχειρείται, κατ’ αρχήν, με πράξη διάφορη του διατάγματος, δεδομένου ότι η τροποποίηση αυτή δεν εμπεριέχει γενικό πολεοδομικό σχεδιασμό, αλλά διενεργείται εντός του πλαισίου ευρύτερου σχεδιασμού, που έχει ήδη χωρήσει από τα προς τούτο αρμόδια, κατά το Σύνταγμα και τον νόμο, όργανα (ΣτΕ Ολομ. 3661/2005, 3663/2005 και ΣτΕ 1041, 2471, 2988/2017, 1192, 2932-3,2957/2016, 3047/2015 7μ., 3998/2015, 4924/2014 κ.ά.), εκτός εάν αφορά σε προστατευόμενες περιοχές φυσικού ή πολιτιστικού περιβάλλοντος, στις οποίες περιλαμβάνονται και οι παράκτιες περιοχές οικισμών, δηλαδή, τα τμήματά τους που εμπίπτουν σε ζώνη 500 μέτρων από την ακτή, λόγω της ιδιαίτερης κατά το Σύνταγμα σημασίας των ως άνω περιοχών, οπότε πρέπει, και στην περίπτωση αυτή, να διενεργείται με την έκδοση προεδρικού διατάγματος (ΣτΕ3661/2005 Ολομ., 2703/2018, 765/2017, 1420/2014 7μ., 939, 4619, 4670/2011, 4062/2009, 1243, 1291, 2176/2008 κ.ά.).
Από τις διατάξεις του άρθρου 154 του Κώδικα Βασικής Πολεοδομικής Νομοθεσίας (Κ.Β.Π.Ν., που κυρώθηκε με άρθρο μόνο του από 14/27.7.1999 π.δ., Δ΄ 580) προκύπτει ότι στους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης Α΄ βαθμού έχουν ανατεθεί αρμοδιότητες γνωμοδοτικού χαρακτήρα σε θέματα έγκρισης ή τροποποίησης ρυμοτομικού σχεδίου, καθώς και η πρωτοβουλία να κινήσουν τη σχετική διαδικασία με ίδια πρόταση (ΣτΕ 1953/2017, 800/2016). Εξάλλου, και με τις διατάξεις του άρθρου 32 του ν. 4067/2012 «Νέος Οικοδομικός Κανονισμός» (Α΄ 79) έχουν ανατεθεί στους Δήμους αρμοδιότητες γνωμοδοτικού χαρακτήρα κατά τη διαδικασία τροποποίησης εγκεκριμένων ρυμοτομικών σχεδίων μετά από άρση ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης.