Περιουσιακές διαφορές. Συνέπειες ερημοδικίας του εφεσίβλητου κατά τη συζήτηση έφεσης κατ’ άρθρο 524 παρ. 4 ΚΠολΔ. Υποχρέωση του παριστάμενου διαδίκου – εκκαλούντος, επί ποινή απαραδέκτου της συζήτησης, να προσκομίσει εντός της νομίμου προθεσμίας το εισαγωγικό δικόγραφο της δίκης, τις πρωτόδικες προτάσεις απάντων των διαδίκων και των πρακτικών και εκθέσεων που συντάχθηκαν στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που πρέπει να συνεκτιμηθούν από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο. Αντίκλητος
Αριθμός Απόφασης: 173/2020
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
[ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ]
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Ευγενία Τσιώρα, Εφέτη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου και από τη Γραμματέα Ε.Τ.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από το άρθρο 143 παρ. 1 του ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο πρώτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, με έναρξη ισχύος την 1-1-2016, σύμφωνα με την παρ. 4 του ένατου άρθρου του άρθρου 1 του ιδίου νόμου, όπου ορίζεται ότι “Ο δικαστικός πληρεξούσιος, που διορίστηκε σύμφωνα με το άρθρο 96 (δηλαδή, είτε με συμβολαιογραφική πράξη είτε με προφορική δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά ή στην έκθεση), είναι αυτοδικαίως και αντίκλητος για όλες τις επιδόσεις που αναφέρονται στη δίκη, στην οποία είναι πληρεξούσιος, έως και την έκδοση αμετάκλητης απόφασης, εκτός αν με δικόγραφο γνωστοποιηθεί στους λοιπούς διαδίκους η αντικατάστασή του”, συνάγεται ότι ο δικηγόρος, που παραστάθηκε ως πληρεξούσιος του διαδίκου στην πρωτοβάθμια δίκη, θεωρείται κατά νόμο αντίκλητος για τις αναγόμενες στη δίκη αυτή επιδόσεις εγγράφων, μέχρι την έκδοση αμετάκλητης απόφασης, εκτός αν γνωστοποιηθεί η αντικατάστασή του. Η ισχύς της εν λόγω διατάξεως, ως δικονομική, καταλαμβάνει από 1-1-2016 όλες τις επιδόσεις, που γίνονται στον πληρεξούσιο δικηγόρο του διαδίκου (ΑΠ 1034/2019 Δημ. Νόμος), η δε ιδιότητα του αντικλήτου εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως. Επομένως, ο επικαλούμενος επίδοση δικογράφου προς τρίτον, ως αντίκλητο του διαδίκου, πρέπει να προτείνει και να αποδεικνύει τα στοιχεία της, κατά τις άνω διατάξεις, νομίμου ιδιότητας του αντικλήτου, δηλαδή απαιτείται η υπό του επικαλουμένου την επίδοση απόδειξη της κατά τα άνω ιδιότητας του αντικλήτου εκείνου προς τον οποίον έγινε η επίδοση για το κύρος αυτής (ΑΠ 470/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1812/2009, ΑΠ 1380/2008, ΑΠ 1002/2007, ΑΠ 1354/2006). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 524 παρ. 4 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 44 του ν. 3944/2011 και δεν έχει θιγεί μετά την ισχύ του νόμου 4335/2015 (ΦΕΚ Α’ /87/23-7-2015), “Σε περίπτωση ερημοδικίας του εφεσιβλήτου ως προς την έφεση η διαδικασία προχωρεί σαν να ήταν και αυτός παρών… Ο παριστάμενος διάδικος υποχρεούται μέσα σε πέντε ημέρες από τη συζήτηση να προσκομίσει αντίγραφα του εισαγωγικού δικογράφου και των προτάσεων του αντιδίκου του, που κατατέθηκαν στην πρωτοβάθμια δίκη, καθώς και τα πρακτικά και τις εκθέσεις που λήφθηκαν κατ’ αυτήν. Διαφορετικά η συζήτηση κηρύσσεται απαράδεκτη». Από το συνδυασμό της διάταξης αυτής με εκείνες των άρθρων 591 παρ. 1 και 614 αριθμ. 1 ΚΠολΔ, όπως ισχύουν και έχουν εφαρμογή στην προκείμενη περίπτωση μετά το νόμο 4335/2015 (άρθρο 1 άρθρο τέταρτο αυτού), ως εκ του χρόνου άσκησης (12-04-2018) της υπό κρίση εφέσεως, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, κατά της με αριθμ. 1076/28-02-2018 οριστικής απόφασης, η οποία εκδόθηκε, μετά από συζήτηση που έγινε, αντιμωλία των διαδίκων, στις 31/10/2016, κατά τη διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, επί της από 09-06-2016, με Γενικό Αριθμό Κατάθεσης …../15-06-2016 και Ειδικό Αριθμό Κατάθεσης …../15-06-2016, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, αγωγής, αφού, σύμφωνα με το άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 2 και 4 του ν. 4335/2015, οι διατάξεις για τα ένδικα μέσα και τις ειδικές διαδικασίες των άρθρων 591-645 εφαρμόζονται για τα ένδικα μέσα και αγωγές που κατατίθενται από 1-1-2016, συνάγεται ότι, επί ερημοδικίας του εφεσιβλήτου, σε υπόθεση που εκδικάζεται με την ειδική αυτή διαδικασία, η διαδικασία προχωρεί σαν να ήταν παρών και αυτός, αλλά το δικαστήριο είναι υποχρεωμένο να λάβει υπόψη του το εισαγωγικό δικόγραφο της δίκης, τις προτάσεις που κατατέθηκαν στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, καθώς και τα πρακτικά και τις εκθέσεις που συντάχθηκαν κατ’ αυτήν, τα οποία είναι υποχρεωμένος να προσκομίσει μέσα σε πέντε μέρες από τη συζήτηση ο παριστάμενος διάδικος (δηλαδή ο παριστάμενος εκκαλών). Η υποχρέωση αυτή, άλλωστε, γινόταν δεκτό ότι ίσχυε και πριν από το ν. 3944/2011 και παρά την τότε κατάργηση των άρθρων 531 παρ. 2 και 279 παρ. 1 του ΚΠολΔ (άρθρα 16 παρ. 6 και 13 παρ. 2, αντίστοιχα, του ν. 2915/2001), τα οποία θεμελίωναν την υποχρέωση του εκκαλούντος να προσκομίσει τις προτάσεις, που είχε καταθέσει πρωτόδικα ο απολειπόμενος εφεσίβλητος (βλ. σχετ. ΑΠ 548/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 845/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1103/2014, ΤριμΕφΠατρ 217/2018 Δημ. Νόμος, ΤριμΕφΔωδ (Μεταβ Κω) 288/2017 Δημ. Νόμος, ΕφΘεσ 521/2016 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 170/2016 Δημ. Νόμος). Σε περίπτωση που ο παριστάμενος εκκαλών δεν προσκομίζει τις προτάσεις, που υποβλήθηκαν στον πρώτο βαθμό, πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση της έφεσης λόγω της αδυναμίας του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου να κρίνει επί της διαφοράς από την έλλειψη αυτή (ΑΠ 548/2018 ό.π., ΑΠ 548/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 845/2018 ό.π., ΤριμΕφΔωδ (Μεταβ Κω) 288/2017 ό.π., ΤριμΕφΔωδ (Μεταβ Κω) 288/2017 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 170/2016 ό.π., ΕφΠειρ 170/2016 ό.π.). Εξάλλου, κατά το άρθρο 559 αριθμ. 14 ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης, αν το δικαστήριο παρά το νόμο κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από δικαίωμα ή απαράδεκτο. Ο λόγος αυτός αναφέρεται σε ακυρότητες, δικαιώματα και απαράδεκτα από το δικονομικό μόνο δίκαιο. Σε περίπτωση, που παραλειφθεί να κηρυχθεί προσωρινό απαράδεκτο, όπως είναι το απαράδεκτο της συζήτησης, ο λόγος αυτός στοιχειοθετείται, όταν το απαράδεκτο αυτό επιβάλλεται από το νόμο για την κατοχύρωση του αποτελέσματος της ακυρότητας άλλης διαδικαστικής πράξης, που προηγήθηκε, όπως είναι η ακυρότητα της κλήτευσης, ή και προς εξασφάλιση της άσκησης δικονομικού δικαιώματος, όπως είναι πρωτίστως το θεμελιώδες δικονομικό δικαίωμα της υπεράσπισης, κατ’ άρθρ. 110 παρ. 2 ΚΠολΔ (ΑΠ Ολομ. 12/2000, ΑΠ 548/2018 ό.π., ΑΠ 845/2018 ό.π.). Από τα προαναφερθέντα συνάγεται ότι επί παραλείψεως κηρύξεως του ανωτέρου προσωρινού απαραδέκτου, που επιβάλλεται από το νόμο προεχόντως για την κατοχύρωση του προαναφερθέντος θεμελιώδους δικονομικού δικαιώματος της υπερασπίσεως των ερημοδικούντων εφεσιβλήτων, ιδρύεται ο προαναφερθείς λόγος αναιρέσεως από το άρθρ. 559 αριθ. 14 Κ.Πολ.Δ. Αναγκαία, όμως, προϋπόθεση για την εφαρμογή όλων των προαναφερθέντων, που ίσχυαν σημειωτέον διαχρονικά μέχρι το 2001, όταν μεσολάβησαν οι τροποποιήσεις του νόμου 2915/2001, αλλά και μετά την 25-7-2011, όταν μεσολάβησε η τροποποίηση του ν. 3994/2011, αλλά και μετά την 1-1-2016 για τα ένδικα μέσα, που κατατίθενται υπό την ισχύ του νόμου 4335/2015, είναι ότι το Εφετείο, πρέπει να λάβει υπόψη του τους προταθέντες από τον ερημοδικούντα εφεσίβλητο ισχυρισμούς με τις πρωτόδικες προτάσεις του, που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης (βλ. σχετ. ΑΠ 548/2018 ό.π., ΑΠ 845/2018 ό.π.). Στην προκειμένη περίπτωση από τη με αριθμ. ……/03-05-2018 έκθεση επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, …………., με έδρα στο Πρωτοδικείο Αθηνών, που προσκομίζει νόμιμα με επίκληση η εκκαλούσα, προκύπτει ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της υπό κρίση έφεσης, με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, επιδόθηκε στον ………….., Δικηγόρο, κάτοικο Πειραιά, ως δικαστικό πληρεξούσιο και αντίκλητο των πρώτου και τετάρτης των εφεσιβλήτων. Οι τελευταίοι, ωστόσο, δεν εμφανίστηκαν στη δικάσιμο αυτή, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου. Ωστόσο, πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση της υπόθεσης ως προς τους πρώτο και τέταρτη των εφεσιβλήτων, καθώς, αφενός μεν δεν προκύπτει, ως προς την τέταρτη των εφεσιβλήτων, ότι ο ως άνω πληρεξούσιος δικηγόρος, ο οποίος είχε εκπροσωπήσει αυτήν, κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, είχε διοριστεί, σύμφωνα με το άρθρο 96 του ΚΠολΔ, ώστε να είναι αυτοδικαίως και αντίκλητος για όλες τις επιδόσεις, που αναφέρονται στη δίκη, στην οποία είναι πληρεξούσιος, έως και την έκδοση αμετάκλητης απόφασης, άρα και για τις στην παρούσα κατ’ έφεση δίκη επιδόσεις, κατ’ άρθρο 143 ΚΠολΔ (βλ. σχετ. ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως, από τα οποία προκύπτει ότι δεν είχε παρασταθεί μετά της τετάρτης των εναγομένων), οπότε δεν κλητεύθηκε νόμιμα η τετάρτη των εφεσιβλήτων, αφού η ως άνω επίδοση προς αυτήν είναι άκυρη, αφετέρου δε, διότι από το φάκελο της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι οι πρωτοδίκως υποβληθείσες προτάσεις των εφεσιβλήτων, που δεν παραστάθηκαν, κατά τη συζήτηση της υποθέσεως ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, προσκομίσθηκαν εντός της νομίμου προθεσμίας από την παρασταθείσα εκκαλούσα, κατά τις διατάξεις της παρ. 4 εδ. α΄ και γ΄ του άρθρου 524 ΚΠολΔ (βλ. & άρθρα 591 παρ. 1 και 614 παρ. 1 ΚΠολΔ), ώστε το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, να λάβει υπόψη του τους προταθέντες από τους ερημοδικούντες εφεσιβλήτους ισχυρισμούς με τις πρωτόδικες προτάσεις τους, που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, δηλαδή να εκφέρει κρίση επί της ορθότητας της πρωτόδικης απόφασης, λαμβάνοντας υπόψη τους ισχυρισμούς αμφοτέρων των διαδίκων μερών, αλλά και ούτε από τις προτάσεις της εκκαλούσας, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, προκύπτει, ότι επικαλέσθηκε και προσκόμισε εμπροθέσμως τις έγγραφες προτάσεις των ερημοδικούντων εφεσιβλήτων στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο (βλ. σχετ. ΑΠ 548/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 845/2018 Δημ. Νόμος).
Η υπό κρίση από 04-04-2018 έφεση, όμως, η οποία κατατέθηκε, στις 12-04-2018, στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./2018 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …./2018, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε, στις 24-04-2018 στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …../2018 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …./2018, από την ηττηθείσα ενάγουσα, κατά της με αριθμ. 1076/28-02-2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, επί της από 09-06-2016, με Γενικό Αριθμό Κατάθεσης …/15-06-2016 και Ειδικό Αριθμό Κατάθεσης …/15-06-2016 αγωγής, κατά τη διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, ως προς τις τρίτη και τετάρτη των εφεσιβλήτων, όπως δεν αμφισβητείται ειδικώς από τις τελευταίες, έχει ασκηθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ. 1 εδ. β΄, 516 παρ. 1, 517, 518 και 520 ΚΠολΔ. Επομένως, εφόσον κατατέθηκε από την εκκαλούσα στο δημόσιο ταμείο το απαιτούμενο παράβολο των εκατό (100) ευρώ για την άσκηση αυτής (βλ. άρθρο 495 § 3 Α περ. β΄ ΚΠολΔ), η υπό κρίση έφεση, ως προς τις τρίτη και τετάρτη των εφεσιβλήτων, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, για να κριθεί η νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της (άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολ).
Κατά τη διάταξη του άρθρου 789 ΑΚ, με απόφαση της πλειοψηφίας των κοινωνών μπορεί να καθορισθεί για το κοινό αντικείμενο ο προσήκων τρόπος τακτικής διοίκησης και εκμετάλλευσης. Η πλειοψηφία λαμβάνεται κατά το μέγεθος των μερίδων. Στις εν λόγω πράξεις τακτικής διοίκησης και εκμετάλλευσης περιλαμβάνεται και η σύμβαση μίσθωσης του κοινού αντικειμένου, καθώς και κάθε άλλη πράξη, η οποία τείνει στη διατήρηση ή άρση των συνεπειών της μισθώσεως, όπως η παράταση, η ανανέωση – αναμίσθωση ή η τροποποίηση της συμβάσεως μισθώσεως ή καταγγελία αυτής. Η απόφαση της πλειοψηφίας, που λήφθηκε μέσα στα πλαίσια του άρθρου 789 ΑΚ, δεν αφορά μόνο τις εσωτερικές σχέσεις των κοινωνών, αλλά ενέχει και εξουσία αντιπροσωπεύσεως και συνακόλουθα είναι έγκυρη και δεσμεύει όλους τους κοινωνούς, δηλαδή και εκείνους που διαφώνησαν και μειοψήφισαν (ΑΠ 635/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 302/2014 Δημ. Νόμος, ΑΠ 2122/2009 Δημ. Νόμος, ΑΠ 665/2008, 1259/2007, 255/2000, ΕφΔωδ 143/2017 Δημ. Νόμος). Τυχόν υπάρχουσα παραβίαση των όρων 789 Α.Κ. ή αντίθεση της απόφασης της πλειοψηφίας προς τη διάταξη του άρθρου 281 Α.Κ. παράγει σχετική μόνον ακυρότητα υπέρ των απαρτιζόντων την μειοψηφία μερίδων των κοινωνών και παρέχει δικαίωμα προσφυγής στο δικαστήριο, κατ’ άρθρο 790 Α.Κ., για την αναγνώριση της ακυρότητας της αποφάσεως κατά τα άρθρα 174 και 180 Α.Κ., χωρίς να θίγεται εντεύθεν το κύρος δικαιοπραξίας τελεσθείσας μεταξύ της πλειοψηφίας (ως διαχειριζόμενης το κοινό) και τρίτου. Οι συγκύριοι που έχουν τη μειοψηφία μπορούν είτε να προσβάλουν την απόφαση της πλειοψηφίας για ακυρότητα είτε να ζητήσουν από τους αποκλειστικά χρησιμοποιούντες το κοινό ακίνητο την κατά τα άνω ωφέλεια ως αποζημίωση (ΑΠ 160/2008 Δημ. Νόμος, ΕφΔωδ 143/2017 ό.π., ΕφΠατρ 37/2009, ΑχΝομ 2010/271). Όπως προαναφέρθηκε, πράξεις τακτικής διοικήσεως και διαχειρίσεως του κοινού πράγματος αποτελούν, μεταξύ άλλων, η εκμίσθωση του πράγματος, η παράταση της διάρκειας λήγουσας ή λήξασας μισθώσεως και η ανανέωση αυτής, ουσιώδες δε στοιχείο κατά νόμο της συμβάσεως μισθώσεως εκτός από τη χρήση και τη διάρκεια είναι και ο καθορισμός μισθώματος. Επομένως, αποτελεί πράξη τακτικής διοικήσεως και διαχειρίσεως τόσο η αρχική σύναψη της μισθώσεως όσο και η παράταση ή ανανέωση αυτής, που περιλαμβάνει και καθορισμό μισθώματος, ίσου ή μικρότερου ή υψηλότερου, σε σχέση με το προηγουμένως καταβαλλόμενο, που καταρτίζεται εγκύρως στο πλαίσιο εφαρμογής του άρθρου 789 του Α.Κ. από την πλειοψηφία των συνεκμισθωτών όχι μόνο για νέα χρονική διάρκεια της μισθώσεως, αλλά και για το καταβλητέο μίσθωμα (μικρότερο ή υψηλότερο σε σχέση με το προηγουμένως καταβαλλόμενο). Δηλαδή, η πράξη διοικήσεως – διαχειρίσεως, για την οποία απαιτείται πλειοψηφία των συνεκμισθωτών, περιλαμβάνει τόσο τη νέα διάρκεια της μισθώσεως όσο και το νέο μίσθωμα. Επομένως, η νέα μίσθωση, με την έννοια της αναμισθώσεως στο πλαίσιο εφαρμογής της ελευθερίας των συμβάσεων (άρθρα 436, 361 ΑΚ), εφόσον επιτρεπτώς συνάπτεται από την πλειοψηφία των συνεκμισθωτών, δεσμεύει την μειοψηφία τόσο ως προς τη διάρκεια όσο και ως προς το ύψος του μισθώματος και όχι μόνο ως προς το πρώτο, υπό την έννοια ότι η μειοψηφία των μισθωτών δεν θα δικαιούται να αξιώσει για τη μερίδα της το τυχόν αυξημένο μίσθωμα, που καταβαλλόταν πριν από την παράταση ή την ανανέωση της μισθώσεως. Εξάλλου, το δικαίωμα αναπροσαρμογής του μισθώματος είναι διαπλαστικής φύσεως, παρέχει δηλαδή τη δυνατότητα να επιδιωχθεί με αγωγή η διάπλαση για το μέλλον της έννομης σχέσεως της μισθώσεως, μεταβαλλόμενης ως προς το ύψος του μισθώματος από της ασκήσεως της αγωγής. Όμως, το δικαίωμα τούτο δεν είναι αδιαίρετο κατά την κτήση ή την άσκησή του, αφού μάλιστα η χρηματική παροχή του μισθώματος έχει διαιρετό αντικείμενο. Συνεπώς, κατά την κρατήσασα στη νομολογία άποψη σε περίπτωση υπάρξεως περισσότερων εκμισθωτών, καθένας, από αυτούς, σύμφωνα με τον κανόνα του άρθρου 480 ΑΚ, δικαιούται να ζητήσει την αναπροσαρμογή του μισθώματος, στο ποσοστό που αντιστοιχεί στην ιδανική του μερίδα επί του κοινού μίσθιου πράγματος (ΑΠ 635/2018 ό.π., ΑΠ 302/2014 ό.π. ΑΠ 1746/2006, 871/2003, αντιθ. ΑΠ 1020/2003, ΜονΕφΘεσ 658/2018 Δημ. Νόμος) και σε περίπτωση επίτευξης συμφωνίας για τον καθορισμό του μισθώματος μεταξύ του μισθωτή και της πλειοψηφίας των εκμισθωτών, η τελευταία δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι εκπροσωπεί και τον εκμισθωτή που δεν συμμετείχε στη συμφωνία. Τα προαναφερθέντα, όμως, ισχύουν κατά την εξέλιξη και λειτουργία της συμβάσεως μισθώσεως μέσα στα νόμιμα όρια που ορίζονται από το π.δ. 34/1995 για τις εμπορικές μισθώσεις αναγκαστικά, και με την προϋπόθεση αναπροσαρμογής στο ίδιο χρονικό διάστημα, που ορίζονται από την ίδια ειδική νομοθεσία, αλλά και τον ΑΚ (288, 388 ΑΚ), και δεν αφορούν την κατάρτιση νέας συμβάσεως εμπορικής μισθώσεως με την έννοια και της αναμισθώσεως ή ανανεώσεως, η οποία κατά τα προαναφερθέντα αποτελεί πράξη τακτικής διαχειρίσεως καταρτιζόμενη εγκύρως επί κοινωνίας συνεκμισθωτών από την πλειοψηφία τους, η οποία δεσμεύει και τους μειοψηφίσαντες, χωρίς η νέα αυτή συμφωνία σε σχέση με τον καθορισμό του μισθώματος για τη λειτουργία και εξέλιξή της στο μέλλον να ενέχει την έννοια της αναπροσαρμογής μεμονωμένα του μισθώματος, που ίσχυε μέχρι τη λήξη της χρονικής διάρκειας της προηγούμενης μίσθωσης. Τέλος, κατά το άρθρο 7 παρ. 6 του ν. 2741/1999 (άρθρ. 5 παρ. 1 π.δ., 34/1995), η εμπορική μίσθωση ισχύει για 12 χρόνια ανεξάρτητα από τη θέληση των συμβληθέντων, η δε συνομολόγηση της εμπορικής μίσθωσης για μικρότερο από το νόμο ή για αόριστο χρόνο, ισχύει από το νόμο για τη νόμιμη διάρκεια των 12 χρόνων, ανεξάρτητα αν οι συμβαλλόμενοι την ήθελαν ή όχι (ΑΠ 635/2018 ό.π., ΑΠ 302/2014 ό.π., ΑΠ 1745/2007). Η επαγγελματική μίσθωση μπορεί να αναμισθωθεί (ανανεωθεί) κατά τη λήξη της, ως νέα όμως επαγγελματική μίσθωση έχει τη διάρκεια που έχει κάθε επαγγελματική μίσθωση αφού με τη ρύθμιση του πιο πάνω π.δ./τος οι εμπορικές μισθώσεις είναι ορισμένου χρόνου με καθορισμένη διάρκεια. Στο πλαίσιο δε της πιο πάνω καταρτιζομένης ανανεώσεως – αναμισθώσεως οι συμβαλλόμενοι έχουν την ευχέρεια να συμφωνήσουν νέους όρους σε σχέση με τη λήξασα μίσθωση, που αφορούν το καταβαλλόμενο μίσθωμα, χωρίς, όπως προαναφέρθηκε, η επί μέρους αυτή συμφωνία για το νέο μίσθωμα της νέας λόγω ανανεώσεως μισθώσεως να αποτελεί αναπροσαρμογή του μισθώματος, που ίσχυε μέχρι τη λήξη της προηγούμενης μίσθωσης (ΑΠ 635/2018 ό.π.). Περαιτέρω, όπως προκύπτει από το άρθρο 790 Α.Κ., αν η διοίκηση και η χρησιμοποίηση κοινού πράγματος δεν καθορίστηκε με κοινή συμφωνία ή με πλειοψηφία (των κοινωνών), κάθε ένας από τους κοινωνούς έχει δικαίωμα να ζητήσει να την κανονίσει το δικαστήριο με τον τρόπο, ο οποίος είναι ο πιο πρόσφορος και συμφέρει περισσότερο σε όλους τους κοινωνούς. Από τη διάταξη αυτή, σε συνδυασμό και προς εκείνη του άρθρου 786 Α.Κ. συνάγεται, ότι το δικαστήριο μπορεί να ρυθμίσει τη χρήση του κοινού πράγματος, έτσι ώστε αυτή να περιέλθει εξ ολοκλήρου σε ένα ή περισσότερους από τους κοινωνούς και να επιβάλει σε αυτούς την υποχρέωση καταβολής ανταλλάγματος στους λοιπούς ανάλογα με το μερίδιό τους και την από αυτό ωφέλεια των ποιούμενων χρήση του κοινού πράγματος. Η ρύθμιση δε αυτή, η οποία δεν τείνει στην διάγνωση ουσιαστικού δικαιώματος, αλλά αποτελεί ρυθμιστική παρέμβαση του δικαστηρίου, το οποίο αποβλέπει στην εξεύρεση, με βάση τις εκάστοτε κρατούσες συνθήκες, του περισσότερο πρόσφορου και επωφελούς για όλους τους κοινωνούς τρόπου διοικήσεως και χρησιμοποιήσεως του κοινού πράγματος, ισχύει για αόριστο χρονικό διάστημα, ήτοι για όσο υφίσταται η κοινωνία, και μπορεί να τροποποιηθεί μόνο με συμφωνία όλων των κοινωνών (και όχι της πλειοψηφίας αυτών) ή με νέα δικαστική απόφαση σε περίπτωση μεταβολής των συνθηκών (ΑΠ 6/2016 Δημ. Νόμος, Α.Π. 1369/2008). Από τις συνδυασμένες δε διατάξεις των άρθρων 786, 787, 792 παρ. 2 και 794 του Α.Κ., οι οποίες εφαρμόζονται και επί συγκυριότητας σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1113 του Α.Κ., προκύπτει, εκτός άλλων και ότι, σε περίπτωση αποκλειστικής χρήσης του κοινού αντικειμένου από έναν από τους κοινωνούς, δικαιούνται οι υπόλοιποι, και αν ακόμη δεν πρόβαλαν αξίωση σύγχρησης, να απαιτήσουν απ` αυτόν που κάνει αποκλειστική χρήση ανάλογη μερίδα από το όφελος, που αυτός αποκόμισε και το οποίο συνίσταται στην αξία της χρήσης του κοινού, προκειμένου δε περί αστικού ακινήτου, που από την κατασκευή του είναι προορισμένο να χρησιμοποιείται για κατοικία ή γραφείο ή κατάστημα, το όφελος αυτό συνίσταται στην, κατά το χρόνο της αποκλειστικής χρήσης, μισθωτική αξία της μερίδας των εκτός χρήσεως κοινωνών, η οποία δεν αποτελεί μίσθωμα, αφού δεν υπάρχει μισθωτική σχέση, αλλά αποδοτέα κατά τις ανωτέρω διατάξεις ωφέλεια (ΑΠ 671/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 852/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 6/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1465/2006, ΕφΔωδ 143/2017 Δημ. Νόμος). Στις περιπτώσεις βέβαια συνδρομής στο πρόσωπο του εκτός χρήσης του κοινού κοινωνού αξίωσης από αδικοπραξία, η αξίωση αυτή δεν προσδιορίζεται, κατ` έκταση, με βάση το όφελος, που είχε ο πραγματοποιήσας αποκλειστική χρήση του κοινού και αδικοπραγήσας εναγόμενος κοινωνός, αλλά με βάση τη θετική και αποθετική ζημία που προξενήθηκε στον ενάγοντα κοινωνό από την υπαίτια και παράνομη συμπεριφορά του πρώτου (βλέπε τα άρθρα 297, 298 και 914 του Α.Κ., καθώς και ΑΠ 440/2000), ως τέτοιας ζημίας νοούμενης, μεταξύ των άλλων, της δαπάνης για τη χρήση άλλου πράγματος, που αναγκάσθηκε να χρησιμοποιήσει ο αποβληθείς κοινωνός, ώστε να υποκαταστήσει το κοινό, καθώς και της ζημίας, που επήλθε σ` αυτόν από την αποτροπή της αύξησης της περιουσίας του, η οποία (αύξηση), εάν δεν μεσολαβούσε η αδικοπραξία, θα επερχόταν με πιθανότητα, κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις και ιδίως τα προπαρασκευαστικά μέτρα, που είχαν ληφθεί (διαφυγόν κέρδος). Εξάλλου, το δικαίωμα εκάστου κοινωνού για χρήση του κοινού πράγματος δεν εξαρτάται από τη μερίδα του σε αυτό, δεδομένου ότι η διάκριση του πράγματος σε ιδανικά μέρη είναι απλώς θεωρητική και δεν παρουσιάζει πρακτική εκδήλωση. Τούτο σημαίνει ότι οι υλικές πράξεις διά των οποίων ασκείται το δικαίωμα χρήσης του πράγματος είναι ανεπίδεκτες ποσοτικής κατάτμησης, ώστε κατ` αποτέλεσμα κάθε κοινωνός εκμεταλλεύεται ολόκληρο το κοινό πράγμα, αδυνατώντας να ασκήσει επ` αυτού τόση μόνον εξουσία, όση αντιστοιχεί στη μερίδα του. Βέβαια, το δικαίωμα συνολικής χρήσης του κοινού πράγματος από τον κοινωνό πρέπει να μην παρεμποδίζει τη σύγχρηση από μέρους των λοιπών κοινωνών, εφόσον αυτή πράγματι ασκείται ή αξιώνεται απ` αυτούς (ΑΠ 671/2019 ό.π., ΑΠ 2348/2009). Ενόψει αυτών, προφανές είναι πλέον ότι άλλο περιεχόμενο έχει και διαφορετική είναι η αξίωση του εκτός χρήσης κοινωνού για απόδοση της αξίας χρήσης της ιδανικής του μερίδας από τον κοινωνό, που έκανε αποκλειστική χρήση του κοινού πράγματος και άλλο περιεχόμενο έχει και διαφορετική είναι η αξίωση του πρώτου για αποκατάσταση της ζημίας, που αυτός υπέστη από την παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του χρησιμοποιούντος αποκλειστικά το επίκοινο, κατ` αυθαίρετο από τη σύγχρηση τούτου αποκλεισμό του ζημιωθέντος και εκτός χρήσης κοινωνού, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι και στην περίπτωση της τελευταίας αυτής από αδικοπραξία αξίωσης η ζημία του αποκλεισθέντος από τη σύγχρηση κοινωνού και δη το διαφυγόν του κέρδος ταυτίζεται ουσιαστικά, εφ` όσον πρόκειται για αστικό ακίνητο, με το αντιστοιχούν στη μερίδα του τμήμα του μισθώματος του επίκοινου, το οποίο θα μπορούσε να επιτευχθεί στην ελεύθερη αγορά και υπό συνθήκες ανοικτών και ελεύθερων διαπραγματεύσεων μεταξύ των υποψήφιων μισθωτών του και των εχόντων την πλειοψηφία των μερίδων του κοινού πράγματος κοινωνών, στους οποίους και παρέχεται από το νόμο η αποφασιστική αρμοδιότητα και το αντίστοιχο δικαίωμα να προβούν στον καθορισμό του αρμόζοντος στο επίκοινο τρόπου τακτικής διοίκησης και εκμετάλλευσής του, υπό τους περιορισμούς βέβαια που τίθενται από τις διατάξεις των άρθρων 789, 790, 792 και 793 του Α.Κ., σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 174, 180 και 281 του ίδιου κώδικα, χωρίς, ωστόσο, να απαιτείται η από τους τελευταίους τήρηση κάποιων διατυπώσεων και δη της λήψης της σχετικής απόφασης σε συντεταγμένη σύσκεψη του συνόλου των κοινωνών, αλλά αρκούσης ακόμα και μόνης της από τους πλειοψηφούντες κοινωνούς διενέργειας της αντίστοιχης διαχειριστικής πράξης (ΑΠ 671/2019 ό.π.). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 70 ΚΠολΔ., όποιος έχει έννομο συμφέρον να αναγνωρισθεί η ύπαρξη ή μη ύπαρξη κάποιας έννομης σχέσης μπορεί να εγείρει σχετική αγωγή. Ως έννομη σχέση, η ύπαρξη ή η ανυπαρξία της οποίας είναι αντικείμενο της αναγνωριστικής αγωγής και της επ` αυτής εκδοθησομένης αποφάσεως, νοείται η ρυθμιζόμενη από την έννομη τάξη βιοτική σχέση προσώπου προς άλλο πρόσωπο ή προσώπου προς αγαθό (ΑΠ 1154/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 356/2013). Δεν αποτελούν έννομη σχέση υπό την ως άνω έννοια τα απλά πραγματικά περιστατικά ή τα αφηρημένα νομικά ζητήματα χωρίς τη σύνδεσή τους με έννομη σχέση της οποίας ζητείται διά της αγωγής η προστασία (ΑΠ 1154/2019 ό.π., ΑΠ 941/1997). Επίσης, δεν αποτελεί έννομη σχέση η διαπίστωση πραγματικών ή νομικών καταστάσεων χωρίς καθορισμό των προσαπτομένων από το δίκαιο συνεπειών, έστω και αν μνημονεύεται ο κανόνας ή η νομική αρχή, που υπάγονται τα περιστατικά αυτά (ΑΠ 1154/2019 ό.π., ΑΠ 508/2013). Από την ως άνω διάταξη συνάγεται ακόμη, ότι για την άσκηση αναγνωριστικής αγωγής απαιτείται ο ενάγων να έχει έννομο συμφέρον, τέτοιο δε υφίσταται όταν η προκαλούμενη με την αγωγή αυτή δικαστική απόφαση είναι σε θέση να διαλευκάνει την αμφισβητούμενη ύπαρξη ή ανυπαρξία της έννομης σχέσεως, να άρει τη σχετική αβεβαιότητα και να αποτρέψει σχετικές μ` αυτό παρούσες ή μέλλουσες δικαστικές διενέξεις και μάλιστα οριστικά και με δύναμη δεδικασμένου. Συνεπώς, αποφάσεις που δεν διαλευκαίνουν οριστικώς την έννομη σχέση, αλλά μόνο στοιχεία αυτής ή προδικαστικά της ζητήματα, δεν είναι ικανές για παραγωγή δεδικασμένου και άρα ούτε και για αναγνώριση των εν λόγω μεμονωμένων στοιχείων, διότι πρέπει να προστεθούν και άλλα γεγονότα για την οριστική απόφαση επί της όλης έννομης σχέσεως (ΑΠ 1154/2019 ό.π., ΑΠ 941/1997). Μεμονωμένα, δηλαδή, στοιχεία της έννομης σχέσεως ή προδικαστικά αυτής στοιχεία δεν μπορούν να καταστούν αντικείμενο αναγνωριστικής αγωγής (ΑΠ 1154/2019 ό.π., ΑΠ 134/2015). Τέλος, από τα άρθρο 147 εδ. α` και β` 298, 361 και 914, 938 ΑΚ σε συνδυασμό και με τα άρθρα 513, 534, 535, 540, 543, 547, 559 και 561 ΑΚ συνάγονται τα εξής. Όποιος παρασύρθηκε με απάτη άλλου, σε σύναψη σύμβαση έχει δικαίωμα να ζητήσει από το δικαστήριο την ακύρωση της συμβάσεως, ή, να ζητήσει από τον άλλο, τη σύναψη σχετικής ανατρεπτικής συμβάσεως, δηλαδή σύμβαση για το ότι η προηγούμενη σύμβαση λογίζεται σαν να μη είχε ποτέ συναφθεί. Παράλληλα δε, εκείνος έχει δικαίωμα να ζητήσει από τον άλλο την ανόρθωση κάθε ζημίας, αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για τις αδικοπραξίες, πράγμα που κατ` αρχήν, συμβαίνει εφ` όσον η απάτη συνιστά παράνομη και υπαίτια ζημιογόνο συμπεριφορά, να ζητήσει δηλαδή, αποζημίωση κατά τις περί αδικοπραξιών διατάξεις. Συγκεκριμένα, δικαιούται να αποζημιωθεί, για το αρνητικό διαφέρον, δηλαδή δικαιούται σε ανόρθωση κάθε ζημίας που θα απεφεύγετο αν δεν είχε εσφαλμένα πιστεύσει, ότι συνάπτει έγκυρη σύμβαση όπως είναι οι δαπάνες για τη σύναψη της σύμβασης ή το διαφυγόν κέρδος που θα πετύχαινε εκείνος από άλλη σύμβαση που θα συνήπτε, αν δεν απασχολούνταν με τη σύναψη της ακυρώσιμης σύμβασης. Επίσης, ο απατηθείς έχει δικαίωμα να αποδεχθεί τη σύμβαση σ` αυτή δε την περίπτωση δικαιούται να αποζημιωθεί για το θετικό διαφέρον, δηλαδή δικαιούται σε ανόρθωση από τον άλλο, κάθε ζημία, που θα αποφευγόταν, αν τα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά ήταν όχι ψευδή, αλλά αληθή και η σύμβαση εκπληρωνόταν (ΑΠ 3/2019 Δημ. Νόμος). Στην προκειμένη περίπτωση, με την υπό κρίση αγωγή, η ενάγουσα, ήδη εκκαλούσα, εξέθετε, κατ’ ορθή εκτίμηση αυτής, ότι, δυνάμει του από 31-03-2005 ιδιωτικού συμφωνητικού η ίδια, η …………… και η τρίτη εναγομένη ανέλαβαν την υποχρέωση να παραχωρήσουν εκάστη, κατά ποσοστό 33,33% εξ αδιαιρέτου, στον πρώτο εναγόμενο τη χρήση του, κειμένου στον Πειραιά επί της οδού …. αρ. …., ισογείου καταστήματος συγκυριότητάς τους, αποτελούμενου από ισόγειο εμβαδού 32,40 τ.μ. και πατάρι 32,40 τ.μ., προκειμένου αυτός να το χρησιμοποιήσει για το χρονικό διάστημα από 01-04-2005 έως 30-04-2017, ως κατάστημα πώλησης κάθε μορφής ενδυμάτων, ειδών νεωτερισμού, αξεσουάρ αυτών, λευκών ειδών, εσωρούχων και ειδών προικός. Ότι το μίσθωμα για τα τέσσερα πρώτα έτη της μίσθωσης συμφωνήθηκε ανερχόμενο στο ποσό των 1.908 €, πλέον τέλους χαρτοσήμου 3,6%, ήτοι 1.976,69 € και καταβλητέο εντός των τεσσάρων πρώτων ημερών εκάστου μηνός- στη συνέχεια από το πέμπτο έτος και μετά συμφωνήθηκε αναπροσαρμοζόμενο κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο δικόγραφο. Ότι στις 29-07-2009 απεβίωσε η συνεκμισθώτρια ………… και στη μίσθωση υπεισήλθε η κληρονόμος της δεύτερη εναγομένη. Ότι με τα από 30-04-2012 και 15-06-2012 ιδιωτικά συμφωνητικά οι συνεκμισθώτριες και ο πρώτος εναγόμενος μισθωτής συμφώνησαν κατά τροποποίηση της αρχικής μίσθωσης το μηνιαίο μίσθωμα να παραμείνει σταθερό στο ποσό των 1.984,24 € (661,41€ Χ3), πλέον τέλους χαρτοσήμου για το χρονικό διάστημα από 01-05-2012 έως 30-042014. Ότι ο πρώτος εναγόμενος, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 6 του μισθωτηρίου, παραχώρησε τη χρήση του μισθίου στην συσταθείσα από τη σύζυγό του ………….. ομόρρυθμη εταιρεία με την επωνυμία «……..». Ότι το 2014 ο πρώτος εναγόμενος εκμεταλλευόμενος το γεγονός ότι οι σχέσεις της (ενάγουσας) με τις λοιπές συνεκμισθώτριες ήταν διαταραγμένες πλέον των δέκα ετών, παρέστησε σε αυτήν ψευδώς ότι αυτές (λοιπές συνεκμισθώτριες) συμφώνησαν ώστε για το χρονικό διάστημα από 01-05-2014 έως 30-04-2017 το μηνιαίο μίσθωμα να ανέλθει στο ποσό των 1.740 € (580 € Χ3), πλέον τέλους χαρτοσήμου ήτοι 1.802.64 €, αν και κάτι τέτοιο ουδέποτε είχε συμβεί, με αποτέλεσμα αυτή να δεχθεί επί ζημία της για το προαναφερθέν χρονικό διάστημα να καταβάλλεται σε αυτήν, ως αναλογούν μίσθωμα, το ποσό των 580 ευρώ, πλέον τέλους χαρτοσήμου, αντί του οφειλόμενου 661,41 ευρώ, πλέον τέλους χαρτοσήμου, που εξακολουθούσε να καταβάλλεται στις λοιπές συνεκμισθώτριες. Ότι τον Ιανουάριο του 2016 ο πρώτος εναγόμενος εκμεταλλευόμενος και πάλι τις διαταραγμένες σχέσεις της με τις λοιπές συνεκμισθώτριες παρέστησε σε αυτήν ψευδώς ότι συμφώνησε με αυτές ώστε από 01-01-2016 να μειωθεί εκ νέου το μηνιαίο μίσθωμα στο ποσό των 1.449 ευρώ (483 € Χ 3), πλέον τέλους χαρτοσήμου ήτοι 1.501,64 €, με αποτέλεσμα να συμφωνήσει αυτή να λαμβάνει από 01-01-2016 αναλογία μισθώματος 483 €. Ότι από το Φεβρουάριο του 2016 ο πρώτος εναγόμενος σταμάτησε να καταβάλει σε αυτήν τα αναλογούντα σε αυτή μισθώματα, ενώ διαπίστωσε ότι το μίσθιο ήταν κλειστό. Ότι με την από 10-04-2016 εξώδικη όχλησή της, που κοινοποιήθηκε και στις δεύτερη και τρίτη των εναγομένων στις 15-04-2016 και 22-04-2016 αντίστοιχα, κάλεσε τον πρώτο των εναγομένων: α) να της καταβάλει τα μισθώματα των μηνών Φεβρουάριου, Μαρτίου και Απριλίου 2016 εκ ποσού 4.503,49 € (1.449 € X 3 μήνες πλέον τέλους χαρτοσήμου 3,6%), εκ των οποίων 1.502,16 € σε αυτή κατά την αναλογία της, β) να λειτουργήσει άμεσα το κατάστημα, να τις ενημερώσει εγγράφως για τη μη ρευματοδότηση του καταστήματος και δ) να τους αποδώσει λογαριασμό για την εξόφληση των λογαριασμών ΔΕΗ, ΕΥΔΑΠ, αναλογίας κοινοχρήστων δαπανών του κτιρίου, δημοτικών φόρων και τελών και λοιπών συναφών οικονομικών υποχρεώσεων. Ότι ουδεμία απάντηση ή ενημέρωση έλαβε από τους τρεις πρώτους εναγομένους αναφορικά με την ως άνω από 10-04-2016 εξώδικη όχλησή της. Ότι πρόσφατα ενημερώθηκε ότι και μετά την 01-05-2014 οι λοιπές συνεκμισθώτριες ελάμβαναν, κατά την αναλογία τους, το ποσό των 661,41€, το αντιστοιχούν σε μίσθωμα 1.984,24 €. Ότι, στις 22-04-2016, ο πρώτος εναγόμενος της επέδωσε αντίγραφα: α) του από 05-04-2016 «συμφωνητικού μίσθωσης επαγγελματικής μίσθωσης» και β) του από 05-04-2016 «συμφωνητικού επαγγελματικής μίσθωσης», των καταρτισθέντων μεταξύ αυτού αφενός και αφετέρου των δεύτερης και τρίτης των εναγομένων ενεργουσών ως πλειοψηφία της κοινωνίας. Ότι τα ως άνω από 05-04-2016 ιδιωτικά συμφωνητικά αρνήθηκε και απέκρουσε ρητά με την από 11-05-2016 εξώδικη διαμαρτυρία της με επιφύλαξη δικαιωμάτων, την οποία επέδωσε στους εναγομένους, ως μη νόμιμα άκυρα και καταχρηστικά ισχυριζόμενη ότι: α) ουδέποτε προσκλήθηκε από τις δεύτερη και τρίτη των εναγομένων να συμπράξει στη λήψη απόφασης για την πρόωρη λύση της από 31-03-2005 μίσθωσης και τη σύναψη νέας, β) ουδέποτε ενημερώθηκε για την κατάρτιση των ως άνω από 05-04-2016 ιδιωτικών συμφωνητικών, γ) οι δεύτερη και τρίτη των εναγομένων ουδέποτε όχλησαν τον πρώτο εναγόμενο, αν και γνώριζαν ότι αυτός δεν της κατέβαλε τα μισθώματα των μηνών Φεβρουάριου, Μαρτίου και Απριλίου 2016, καθώς και ότι κρατούσε το κατάστημα κλειστό με αποτέλεσμα τη μείωση της εμπορικής του αξίας, δ) οι δεύτερη και τρίτη των εναγομένων όχι μόνο δεν προστάτευσαν τα νόμιμα δικαιώματα της κοινωνίας, αλλά ενήργησαν αντίθετα στην καλή πίστη σε βάρος των συμφερόντων της (κοινωνίας), καθώς και των δικών της οικονομικών συμφερόντων, από τη στιγμή που προέβησαν σε πρόωρη, συναινετική και αζημίως υπέρ του πρώτου εναγομένου λύση της από 31-03-2005 μίσθωσης, παραιτήθηκαν από κάθε αξίωση εκ της λυθείσας μίσθωσης για οποιαδήποτε αιτία, επέστρεψαν στον πρώτο εναγόμενο την εγγύηση, χωρίς να έχει εκπληρώσει όλες τις υποχρεώσεις του, επιφυλάχθηκαν για τις οφειλές του από δημοτικά τέλη και μισθώματα μόνο προς αυτές, συμφώνησαν τη μείωση του μηνιαίου μισθώματος στο ποσό των 1.200 € (400 € Χ3), πλέον τέλους χαρτοσήμου 3,6% ήτοι 1.243,20 € μηνιαίως, όρισαν τη διάρκεια της νέας μίσθωσης 12ετή δεσμεύοντας υπέρμετρα το ακίνητο, όρισαν την εγγύηση σε ένα μίσθωμα και χορήγησαν στον πρώτο εναγόμενο άδεια για κατά βούληση μεταβολή της χρήσης του μισθίου και υπομίσθωσή του ή παραχώρηση της χρήσης του σε οποιονδήποτε χωρίς προηγούμενη συναίνεσή τους. Με βάση αυτό το ιστορικό η ενάγουσα ζητούσε: Α] να αναγνωρισθεί έναντι των εναγόμενων η ακυρότητα των ως άνω από 05-04-2016 ιδιωτικών συμφωνητικών «λύσης επαγγελματικής μίσθωσης» και «επαγγελματικής μίσθωσης», Β] να αναγνωρισθεί η από μέρους του πρώτου και της τέταρτης των εναγομένων επανειλημμένη παράβαση ,αφενός από δυστροπία των όρων και υποχρεώσεων περί προσήκουσας και εμπρόθεσμης καταβολής των μισθωμάτων και αφετέρου λόγω κακής χρήσης του μισθίου, απορρέουσας της υποχρέωσής του ρητά από τους όρους με στοιχεία 2,3 και 9 της καταρτισθείσας δια του από 31-03-2005 ιδιωτικού συμφωνητικού μίσθωσης, Γ] να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να της καταβάλουν εις ολόκληρον το ποσό των 4.469,03 € και συγκεκριμένα: α) το ποσό των 1.686,26 €, που αφορά τη διαφορά εκ ποσού 81,4 € πλέον τέλους χαρτοσήμου 3,6% μεταξύ του αναλογούντος σε αυτή μισθώματος εκ ποσού 661,41 € και του ποσού των 580 €, που εξαπατηθείσα συμφώνησε ως μίσθωμα για το χρονικό διάστημα από 01-05-2014 έως 31-12-2015, ήτοι για 20 μήνες, β) το ποσό των 184,83 €, που αφορά τη διαφορά εκ ποσού 178,41€ πλέον τέλους χαρτοσήμου 3,6% μεταξύ του αναλογούντος σε αυτή μισθώματος για το μήνα Ιανουάριο του 2016 εκ ποσού 661,41 € και του ποσού των 483 €, που εξαπατηθείσα συμφώνησε ως μίσθωμα για το χρονικό διάστημα από 01-01-2016 έως 31-03-2017 και γ) το ποσό των 3.426,11 €, συμπεριλαμβανομένου τέλους χαρτοσήμου 3,6%, που αφορά τα οφειλόμενα μισθώματα για τους μήνες από Φεβρουάριο έως και Ιούνιο του 2016 εκ ποσού 3.307,05€ (661,41 € Χ 5 μήνες), πλέον τέλους χαρτοσήμου 3,6% εκ ποσού 119,05 €, ήτοι συνολικά 5.297,83 € αφαιρουμένου του ποσού των 828,80 €, που καταβλήθηκε ήδη, Δ] να διορισθεί διαχειρίστρια του ως άνω ακινήτου η ίδια και επικουρικά ο ……………, προκειμένου και για λογαριασμό όλων των κοινωνών να προβεί σε όλες τις απαιτούμενες νόμιμες εξώδικες και δικαστικές ενέργειες και ενδεικτικά αγωγή, καταγγελία, αίτηση διαταγής πληρωμής, αίτηση διαταγής απόδοσης μισθίου, αφενός για την αναγκαστική είσπραξη από τον πρώτο και την τέταρτη των εναγομένων όλων των ανεξόφλητων οφειλών τους από μισθώματα, δημοτικά τέλη, λογαριασμούς κατανάλωσης ΔΕΗ, ΕΥΔΑΠ, κοινοχρήστων και λοιπών οικονομικών υποχρεώσεων και αφετέρου την αναγκαστική τους έξωση, όπως και κάθε άλλου που έλκει τυχόν δικαιώματα από αυτούς, με βάση την από 31-03-2005 σύμβαση επαγγελματικής μίσθωσης, Ε] να κανονισθεί με την εκδοθησόμενη απόφαση επ’ωφελεία όλων των κοινωνών ως πλέον πρόσφορος και συμφέρον τρόπος διοίκησης και εκμετάλλευσης του ως άνω κοινού ακινήτου, η μίσθωσή του από το διορισθέντα διαχειριστή για λογαριασμό όλων των κοινωνών, για εμπορική χρήση, με διάρκεια 3-6 ετών και σταθερό μηνιαίο καταβαλλόμενο μίσθωμα από 1.800 € – 2.000 €, απαγορευομένης της υπεκμίσθωσής του άνευ της έγγραφης συναίνεσης των συνεκμισθωτών και με λοιπούς όρους τους συνήθεις, όμοιους ή ανάλογους της προηγούμενης από 31-03-2005 έγγραφης σύμβασης επαγγελματικής μίσθωσης. Το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, με την εκκαλουμένη με αριθμ. 1076/28-02-2018 οριστική απόφασή του, μετά από συζήτηση που έγινε, αντιμωλία των διαδίκων, στις 31/10/2016, κατά τη διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, αφού έκρινε ότι η εν λόγω αγωγή παραδεκτώς εισήχθη προς συζήτηση, ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και ότι ήταν αρμόδιο καθ’ ύλην και κατά τόπο (14§1 β’, 29§1 ΚΠολΔ) να τη δικάσει, κατά την προκειμένη ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (614, 591 ΚΠολΔ), εφαρμοζομένου του Ν. 4335/2015, δοθέντος ότι η υπό κρίση αγωγή ασκήθηκε μετά την 01-01-2016, πλην των υπό στοιχεία Δ και Ε αιτημάτων, τα οποία κρίθηκε ότι αναρμοδίως εισήχθησαν να δικασθούν, ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, καθόσον αρμόδιο για την εκδίκασή τους είναι το Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, δικάζον κατά την τακτική διαδικασία και ότι, στην προκειμένη περίπτωση, τα συγκεκριμένα αιτήματα σωρεύονται απαραδέκτως, κατ’ άρθρο 218 ΚΠολΔ, στο ένδικο δικόγραφο, καθώς δεν υπάγονται στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα του Μονομελούς Πρωτοδικείου, ούτε δικάζονται με την παρούσα διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, σε κάθε δε περίπτωση ότι τα άρθρα 218§2 και 46 ΚΠολΔ δεν δύνανται να τύχουν εφαρμογής στην προκειμένη περίπτωση, καθόσον δεν έχει τηρηθεί η προβλεπόμενη από το άρθρο 237 ΚΠολΔ προδικασία, απέρριψε, κατά τα λοιπά, το υπό στοιχεία Α΄ αίτημα της αγωγής, ως προς τους τρεις πρώτους των εναγομένων, ως νόμω αβάσιμο, ενώ ως προς την τέταρτη εναγομένη ως απαράδεκτο, ελλείψει παθητικής νομιμοποίησης, το υπό στοιχεία Β΄ αίτημα της αγωγής ως προς τον πρώτο εναγόμενο, ως απαράδεκτο ελλείψει άμεσου και ενεστώτος εννόμου συμφέροντος αυτού, κατ’ άρθρο 68 ΚΠολΔ, ενώ ως προς την τέταρτη εναγομένη ως νόμω αβάσιμο, το υπό στοιχεία Γ΄ αίτημα α) ως προς τον πρώτο εναγόμενο, κατά τα υπό στοιχεία Γα, Γβ και Γγ κονδύλια, ως νόμω αβάσιμο, αλλά και απαράδεκτο ως αόριστο, β) ως προς τις δεύτερη και τρίτη των εναγομένων ως νόμω αβάσιμο και γ) ως προς την τέταρτη των εναγομένων ως νόμω αβάσιμο. Εν συνεχεία, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή στο σύνολό της και επέβαλε τη δικαστική δαπάνη των εναγομένων σε βάρος της ενάγουσας, την οποία όρισε στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται η εκκαλούσα, με την υπό κρίση έφεσή της, για τους αναφερομένους στην έφεσή της λόγους, οι οποίοι ανάγονται, κατ’ ορθή εκτίμηση, σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου. Ζητά δε να γίνει δεκτή η έφεσή της, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση και να γίνει δεκτή στο σύνολό της η ως άνω αγωγή.
Σύμφωνα με το άρθρο 249 εδαφ. α ΚΠολΔ, αν η διάγνωση της διαφοράς εξαρτάται ολικά ή εν μέρει από την ύπαρξη ή ανυπαρξία μιας έννομης σχέσης ή την ακυρότητα ή τη διάρρηξη μιας δικαιοπραξίας, που συνιστά αντικείμενο άλλης δίκης εκκρεμούς σε πολιτικό ή διοικητικό δικαστήριο ή από ζήτημα, που πρόκειται να κριθεί ή κρίνεται από διοικητική αρχή, το δικαστήριο μπορεί αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου να διατάξει την αναβολή της συζήτησης εωσότου περατωθεί τελεσίδικα ή αμετάκλητα η άλλη δίκη ή εωσότου εκδοθεί από διοικητική αρχή απόφαση, που δεν μπορεί να προσβληθεί. Από τη διατύπωση και το σκοπό της διάταξης αυτής, η οποία έχει θεσπισθεί προς εξοικονόμηση χρόνου και δαπάνης και προς αποφυγή έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων, μπορεί δε να εφαρμοσθεί και κατά τη διαδικασία ενώπιον του Εφετείου (άρθρο 524 παρ. 1 του ΚΠολΔ), προκύπτει, ότι εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου να διατάξει την αναβολή της δίκης, όταν η διάγνωση της εκκρεμούς ενώπιόν του διαφοράς εξαρτάται από την επίλυση νομικού ζητήματος, που αποτελεί αντικείμενο άλλης δίκης ενώπιον του ίδιου ή άλλου δικαστηρίου, καθόσον παράλληλα η διάγνωση στην άλλη δίκη του νομικού αυτού ζητήματος θα συντελέσει στην επιτάχυνση της πορείας της δίκης και στην ασφαλέστερη διάγνωση του ζητήματος αυτού (ΑΠ 389/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 390/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 391/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 141/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 448/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1652/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 109/2017 Δημ. Νόμος, ΤριμΕφΑθ 233/2018 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΑθ 100/2018 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 283/2010 αδημ.). Στην προκειμένη περίπτωση, με τους λόγους της υπό κρίση εφέσεως, προσάπτονται στην πληττομένη απόφαση αιτιάσεις αφενός μεν ως προς τους απολιπομένους εφεσιβλήτους, ως προς τους οποίους κηρύσσεται απαράδεκτη η συζήτηση της υπό κρίση εφέσεως, αφετέρου δε ως προς τις συγκοινωνούς του επιδίκου ακινήτου, δεύτερη και τρίτη των εφεσιβλήτων, καθώς και αιτιάσεις που αφορούν όλους τους εφεσιβλήτους. Λόγω, όμως, του αδιαίρετου της χρήσης του επίδικου μισθίου, που αποτελεί τη βάση του μισθωτικού δικαιώματος και επομένως και της κοινωνίας, δεν νοείται η έκδοση διαφορετικών αποφάσεων, ώστε η ίδια νομική πράξη (μισθωτική σύμβαση) να είναι έγκυρη για τον έναν από τους κοινωνούς συνεκμισθωτές και βέβαια, κατ` ανάλογο ποσοστό, για το μισθωτή και κατά το υπόλοιπο άκυρη. Τα ίδια ισχύουν και όταν δεν επιδιώκεται μεν κυρίως η αναγνώριση της ακυρότητας της σύμβασης, αυτή, όμως, τίθεται ως προδικαστικό ζήτημα -προϋπόθεση, για την άσκηση περαιτέρω δικαιωμάτων αποζημίωσης κ.λπ (βλ. σχετ. ΑΠ 42/2016 Δημ. Νόμος). Κατόπιν των ανωτέρω, εν όψει του γεγονότος ότι, όπως ανωτέρω εξετέθη, κηρύσσεται απαράδεκτη η συζήτηση της υπό κρίση εφέσεως, ως προς τους πρώτο και τετάρτη των εφεσιβλήτων, το δικαστήριο κρίνει αναγκαία την ενιαία διεξαγωγή της δίκης και την αναβολή, κατά τα λοιπά, αυτεπαγγέλτως, κατ’ άρθρο 249 ΚΠολΔ, της συζήτησης της υπό κρίση εφέσεως, κατά της με αριθμ. 1076/2018 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά τη διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, ως προς τις δεύτερη και τρίτη των εφεσιβλήτων, προς ασφαλέστερη και καλύτερη διάγνωση της διαφοράς και επίτευξης ενιαίας κρίσης, μέχρι τον προσδιορισμό προς συζήτηση της υπό κρίση έφεσης και ως προς τους πρώτο και τετάρτη των εφεσιβλήτων, με πρωτοβουλία του επιμελέστερου των διαδίκων, επιφυλασσομένου του Δικαστηρίου για την έρευνα των προβαλλομένων λόγων των υπό κρίση εφέσεων, χωρίς να διαλαμβάνεται διάταξη για την τύχη του παραβόλου, που έχει καταθέσει η εκκαλούσα για την άσκηση της υπό κρίση εφέσεως, καθώς και για τα δικαστικά έξοδα, δεδομένου ότι η παρούσα είναι μη οριστική (βλ. σχετ. ΑΠ 390/2019 ό.π., ΑΠ 389/2019 ό.π., ΑΠ 391/2019 ό.π., ΤριμΕφΔωδ 288/2017 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΑθ 1712/2018 Δημ. Νόμος), καθώς ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΚΗΡΥΣΣΕΙ απαράδεκτη τη συζήτηση της υπό κρίση εφέσεως ως προς τους πρώτο και τετάρτη των εφεσιβλήτων.
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την υπό κρίση έφεση ως προς τις δεύτερη και τρίτη των εφεισιβλήτων και
ΑΝΑΒΑΛΛΕΙ, κατά τα λοιπά, τη συζήτηση αυτής, ως προς τις δεύτερη και τρίτη των εφεσιβλήτων μέχρι τον προσδιορισμό προς συζήτηση της υπό κρίση έφεσης και ως προς τους πρώτο και τετάρτη των εφεσιβλήτων, με πρωτοβουλία του επιμελέστερου των διαδίκων.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στις 21/02/2020, στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων Δικηγόρων της εκκαλούσας και των δεύτερης και τρίτης των εφεσιβλήτων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ