Στην περίπτωση συνεκδίκασης αντιθέτων αγωγών διαζυγίου, με τις οποίες καθένας από τους συζύγους ζητεί την λύση του γάμου για ισχυρό κλονισμό της σχέσης, εάν η μία από αυτές (αγωγές) γίνει δεκτή και η άλλη απορριφθεί, είναι προφανές ότι ο διάδικος του οποίου η αγωγή απορρίφθηκε δεν έχει έννομο συμφέρον, κατά τα άρθρα 68, 516 παρ. 2 και 556 παρ. 2 ΚΠολΔ, να ασκήσει έφεση ή αναίρεση κατά της πρωτόδικης ή της τελεσίδικης απόφασης και να ζητήσει την εξαφάνισή της με σκοπό να απορριφθεί η αγωγή του αντιδίκου και να γίνει δεκτή η δική του αγωγή, καθόσον η έννομη συνέπεια την οποία και ο ίδιος επεδίωξε με την αγωγή του, δηλαδή η λύση του γάμου, αποτέλεσμα στο οποίο και αυτός εμμένει, έχει ήδη επέλθει, ως εκ τούτου δε, το εκατέρωθεν υποβληθέν αίτημα δικαστικής διάπλασης έχει ικανοποιηθεί με την απαγγελία του διαζυγίου, έστω και με βάση διάφορα περιστατικά, που συγκροτούν όμως τον ίδιο λόγο, ήτοι αυτόν του αντικειμενικού κλονισμού του γάμου.
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 31 /2020
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τη Δικαστή Ελένη Σκριβάνου, Εφέτη, η οποία ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Ε.Τ..
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη έφεση κατά της υπ’αρ. 4849/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των γαμικών διαφορών (άρθρα 598-612 ΚΠολΔ), όπως αυτά ίσχυαν πριν την τροποποίησή τους με το Ν.4335/23-7-2015, που, κατ΄άρθρο 9 παρ.2 ως άνω νόμου, δεν καταλαμβάνει τις αγωγές που ασκήθηκαν πριν την 1η-1-2016, όπως εν προκειμένω, έχει ασκηθεί κατ΄αρχήν νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 επ., 511, 513, 518 παρ.2, 591 παρ.1 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, ότι έλαβε χώρα επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης και από τη δημοσίευση της τελευταίας μέχρι την άσκηση της έφεσης, δεν παρήλθε διάστημα μεγαλύτερο των δύο ετών. Δεν απαιτείται δε η κατάθεση του προβλεπόμενου από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ.3 εδ.α, παραβόλου της έφεσης, στην οποία, εκ του περισσού, προέβη η εκκαλούσα (όπως προκύπτει από τη σχετική σημείωση της Γραμματέα κάτωθεν της έκθεσης κατάθεσης του δικογράφου της), καθώς σύμφωνα με το εδ.στ της παρ.3 του ίδιου άρθρου, από την υποχρέωση αυτή εξαιρούνται οι διαφορές από το γάμο, στις οποίες εμπίπτει η ένδικη. Οπότε, ανεξαρτήτως της έκβασης της κρινόμενης έφεσης, πρέπει να διαταχθεί η απόδοσή του στην εκκαλούσα (βλ.ΑΠ 319/2017, ΑΠ 791/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Κατά τη διάταξη του άρθρου 1439 παρ. 1 του ΑΚ, καθένας από τους συζύγους μπορεί να ζητήσει το διαζύγιο, όταν οι μεταξύ τους σχέσεις έχουν κλονιστεί τόσον ισχυρά, από λόγο που αφορά το πρόσωπο του εναγόμενου ή και των δύο συζύγων, ώστε βάσιμα η εξακολούθηση της έγγαμης σχέσης να είναι αφόρητη για τον ενάγοντα. Με τη διάταξη αυτή καθιερώνεται ως λόγος διαζυγίου ο αντικειμενικός κλονισμός της έγγαμης σχέσης και προσδιορίζονται γενικώς όρια εντός των οποίων θα κινηθεί ο δικαστής χωρίς να τίθεται η υπαιτιότητα ως βάση του ισχυρού κλονισμού. Επομένως, τα γεγονότα που μπορούν να προκαλέσουν ισχυρό κλονισμό μπορεί να είναι και ανυπαίτια ή ακόμη και μη καταλογιστά, δεν έχει δε σημασία ποιος από τους δύο συζύγους δημιούργησε πρώτος τον λόγο κλονισμού της έγγαμης συμβίωσης. Υπό την έννοια αυτή, αν το κλονιστικό περιστατικό αφορά και τους δύο συζύγους, το προς διάζευξη δικαίωμα γεννάται ανεξαρτήτως του ποιον από τους δύο βαρύνει περισσότερο η ύπαρξη του και του εάν υπάρχει υπαιτιότητα μόνον στο πρόσωπο του ενός των συζύγων. Το ότι για την λύση του γάμου είναι πλέον αδιάφορο εάν ο κλονισμός οφείλεται σε υπαίτιο ή ανυπαίτιο κλονιστικό γεγονός, σημαίνει ότι στη δίκη του διαζυγίου δεν δικαιολογείται σε καμία πλευρά έννομο συμφέρον για την έρευνα της υπαιτιότητας, αφού το δεδικασμένο της διαπλαστικής απόφασης του διαζυγίου σε καμία περίπτωση δεν επεκτείνεται σε ζητήματα υπαιτιότητας. Συνέπεια των ανωτέρω παραδοχών είναι ότι η απόφαση που απαγγέλει τη λύση του γάμου δεν αποτελεί δεδικασμένο ούτε ως προς την ύπαρξη καθ` εαυτή των επί μέρους πραγματικών περιστατικών τα οποία επέφεραν τον κλονισμό της έγγαμης σχέσης, εφόσον το δεδικασμένο αφορά στην έννομη σχέση ή στο δικαίωμα που κρίθηκε τελεσιδίκως (ΚΠολΔ 322, 324), ούτε ως προς το ζήτημα της υπαιτιότητας για τον κλονισμό αυτό, ακόμη και αν ο λόγος διαζυγίου αφορά αποκλειστικά στο πρόσωπο του εναγομένου, τα δε ζητήματα υπαιτιότητας κρίνονται αυτοτελώς στη δίκη διατροφής. Στην πραγματικότητα δηλαδή, αντικείμενο της δίκης διαζυγίου είναι, όχι η δικαστική διάγνωση του λόγου του που δικαιολογεί την απαγγελία του διαζυγίου, αλλά το διαπλαστικό δικαίωμα της λύσης του γάμου. Κατά συνέπεια, στην περίπτωση συνεκδίκασης αντιθέτων αγωγών διαζυγίου, με τις οποίες καθένας από τους συζύγους ζητεί την λύση του γάμου για ισχυρό κλονισμό της σχέσης, εάν η μία από αυτές (αγωγές) γίνει δεκτή και η άλλη απορριφθεί, είναι προφανές ότι ο διάδικος του οποίου η αγωγή απορρίφθηκε δεν έχει έννομο συμφέρον, κατά τα άρθρα 68, 516 παρ. 2 και 556 παρ. 2 ΚΠολΔ, να ασκήσει έφεση ή αναίρεση κατά της πρωτόδικης ή της τελεσίδικης απόφασης και να ζητήσει την εξαφάνισή της με σκοπό να απορριφθεί η αγωγή του αντιδίκου και να γίνει δεκτή η δική του αγωγή, καθόσον η έννομη συνέπεια την οποία και ο ίδιος επεδίωξε με την αγωγή του, δηλαδή η λύση του γάμου, αποτέλεσμα στο οποίο και αυτός εμμένει, έχει ήδη επέλθει, ως εκ τούτου δε, το εκατέρωθεν υποβληθέν αίτημα δικαστικής διάπλασης έχει ικανοποιηθεί με την απαγγελία του διαζυγίου, έστω και με βάση διάφορα περιστατικά, που συγκροτούν όμως τον ίδιο λόγο, ήτοι αυτόν του αντικειμενικού κλονισμού του γάμου. Το γεγονός δε, ότι η απόφαση μπορεί να περιέχει δυσμενείς για τον καθένα αιτιολογίες, δεχόμενη δηλαδή ότι ο ισχυρός κλονισμός της έγγαμης σχέσης επήλθε εξαιτίας γεγονότων που αφορούν και το πρόσωπό του, δεν αρκεί, ενόψει του κατά τα παραπάνω αντικειμένου της δίκης διαζυγίου και του δεδικασμένου της σχετικής απόφασης, καμία δυσμενή επιρροή στα έννομα συμφέροντά του (ΑΠ 706/2017, ΑΠ 428/2016, ΑΠ 50/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1242/2011 ΝοΒ 2012.654, ΑΠ 326/2010 ΝοΒ 2010.1752, ΑΠ 1055/2009, ΑΠ 2351/2009, Εφ.Δωδ. 2/2017, Εφ.Πειρ. 99/2014, Εφ.Πειρ. 777/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Απόστολου Γεωργιάδη, Σύντομη Ερμηνεία ΑΚ, άρθρο 1439 αρ. 31). Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1439 παρ. 3 ΑΚ, ‘’εφόσον οι σύζυγοι βρίσκονται σε διάσταση συνεχώς από δύο τουλάχιστον χρόνια ο κλονισμός τεκμαίρεται αμάχητα και το διαζύγιο μπορεί να ζητηθεί, έστω και αν ο λόγος του κλονισμού αφορά το πρόσωπο του ενάγοντος’’. Αν, δηλ. αποδειχθεί διετής διάσταση μεταξύ των διαδίκων – συζύγων, η οποία υπολογίζεται αναδρομικά από το χρόνο της πρώτης στο ακροατήριο κατ’ ουσία συζήτησης της αγωγής, ο ισχυρός κλονισμός της έγγαμης σχέσης, που αποτελεί αυτοτελή λόγο διαζυγίου, τεκμαίρεται αμάχητα και το δικαστήριο προχωρεί, μετά και τη διαπίστωση της πρόθεσης για διάσταση, στη λύση του γάμου. Ως διάσταση, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, νοείται εκείνη κατά την οποία οι σύζυγοι απομακρύνονται φυσικώς και ψυχικώς μεταξύ τους, με τη θέληση να μην έχουν πλέον κοινωνία βίου, ανεξάρτητα από το εάν η απομάκρυνση αυτή, ως πραγματικό γεγονός, είναι αποτέλεσμα της πρωτοβουλίας του ενός από τους συζύγους ή και των δύο και ανεξάρτητα από το εάν διαμένουν στην ίδια κατοικία αλλά υπό καθεστώς χωρισμού από τραπέζης και κοίτης (ΑΠ 1350/2017, ΑΠ 242/2015, ΑΠ 1068/2014, ΑΠ 2121/2014, ΑΠ 1679/2014, ΑΠ 55/2013, ΑΠ 1057/2012, Εφ.Αθ.(Μον). 718/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τέλος, από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 68, 73, 516 και 532 ΚΠολΔ συνάγεται ότι το έννομο συμφέρον αποτελεί διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης επί της έφεσης και η συνδρομή του ερευνάται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, η έλλειψη του δε, συνεπάγεται την απόρριψη του ενδίκου μέσου της έφεσης ως απαράδεκτου. Ως γενική διαδικαστική προϋπόθεση, το έννομο συμφέρον πρέπει να υπάρχει για την άσκηση έφεσης και για κάθε έναν από τους λόγους της (ΑΠ 356/2013, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1092/2013, ΧρΙΔ 2014.37, Εφ.Δωδ. 2/2017, ο.π, Εφ.Αθ. 6060/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Εφ.Λαρ. 199/2012, Δικογραφία 2012.556, Μ. Μαργαρίτη, Ερμηνεία ΚΠολΔ, άρθρο 68 αρ. 9,11 και άρθρο 516 αρ. 22, Δ. Κονδύλη ‘’Το Δεδικασμένο κατά τον ΚΠολΔ’’, 2η έκδ. – 2007, σελ. 356, IV, Σ. Σαμουήλ, ‘’Η Έφεση κατά τον ΚΠολΔ’’, 6η έκδ. – 2009, σελ. 143, αρ. 313, Κεραμέως – Κονδύλη – Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ, άρθρο 516 αρ. 17, 22).
Στην προκειμένη περίπτωση, ο ενάγων – ήδη εφεσίβλητος, εξέθετε στην από 31-12-2014 και με Αριθμό Κατάθεσης …../2014 αγωγή του (υπό στοιχείο Α), που άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά της εναγόμενης – ήδη εκκαλούσας, ότι στις 6-6-1987 τέλεσε µε την εναγόµενη, νόµιµο (θρησκευτικό) γάµο, από τον οποίο δεν απέκτησαν τέκνα, τη λύση του οποίου ζητούσε, ένεκα του ότι, αυτοί βρίσκονται σε διάσταση συνεχώς από το έτος 2007, ήτοι για χρονικό διάστηµα µεγαλύτερο των δύο (2) ετών και µε πρόθεση οριστικής διακοπής της έγγαµης συµβίωσής τους, λόγο για τον οποίο έχει επέλθει, κατ΄αμάχητο τεκμήριο, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1439 παρ.3 ΑΚ, ισχυρός κλονισμός της μεταξύ τους έγγαμης σχέσης, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην αγωγή.
Επίσης, η ενάγουσα – ήδη εκκαλούσα (εναγόμενη στην υπό στοιχείο Α αγωγή), με την από 20-6-2016 και με Ειδικό Αριθμό Κατάθεσης …../2016 αντίθετη αγωγή της (υπό στοιχείο Β), που άσκησε ενώπιον του ίδιου ως άνω δικαστηρίου κατά του εναγόμενου (ενάγοντος στην ως άνω υπό στοιχείο Α αγωγή), ζητούσε, επίσης, τη λύση του γάμου της με τον τελευταίο, επικαλούµενη ότι η έγγαµη σχέση τους, έχει κλονισθεί τόσο ισχυρά από λόγους που αφορούν αποκλειστικά στο πρόσωπο του, κατά τα ειδικότερα αναφερόµενα στην αγωγή, ώστε βάσιµα η εξακολούθηση-της έγγαμης συµβίωσης να καθίσταται αφόρητη γι’ αυτήν.Επιπλέον, µε το δικόγραφο της παραπάνω αγωγής της η ενάγουσα δήλωνε ότι παραιτείται: α) από του δικογράφου της υπ’αρ. καταθ. …../2010 αγωγής της, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’αρ. 1917/2014 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που απέρριψε την αγωγή αυτή και β) από του δικογράφου της υπ’αρ. καταθ. …../2014 αγωγής της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.
Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο (Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς) με την υπ΄αρ. 891/2018 μη οριστική απόφασή του, συνεκδικάζοντας τις ως άνω αγωγές (κατά την ειδική διαδικασία των γαμικών διαφορών), τις έκρινε ορισμένες και νόμιμες, ακολούθως δε ανέστειλε την εκδίκασή τους μέχρι να καταστεί αμετάκλητη η υπ΄αρ. 1917/2014 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (ειδική διαδικασία γαμικών διαφορών), η οποία εκδόθηκε επί της υπ’αρ. καταθ. ……/2010 αγωγής, που είχε ασκήσει η ενάγουσα, με όμοιο περιεχόμενο και αίτημα με την υπ΄αρ. καταθ. ……/2016 ένδικη αγωγή (υπό στοιχείο Β) και την είχε απορρίψει ως ουσιαστικά αβάσιμη. Εν συνεχεία, αφού επαναφέρθηκαν, με την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας κλήση του ενάγοντος στην ως άνω (Α) αγωγή – εναγόμενου στη (Β) αγωγή, προς επανασυζήτηση οι αγωγές αυτές, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εξέδωσε την υπ΄αρ. 4968/2017 απόφασή του (εκκαλουμένη) κατά την ίδια διαδικασία των γαμικών διαφορών, η οποία, αφενός μεν έκανε δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη την υπό στοιχείο Β (με αρ. καταθ. …../2014) αγωγή και απήγγειλε τη λύση του γάμου των διαδίκων, διότι αποδείχθηκε ότι αυτοί βρίσκονται συνεχώς σε διάσταση από το Σεπτέμβριο του 2007, ήτοι για χρονικό διάστημα που υπερβαίνει τη διετία κι ως εκ τούτου τεκμαίρεται ο ισχυρός κλονισμός της μεταξύ τους έγγαμης σχέσης, αφετέρου δε απέρριψε την ως άνω υπό στοιχείο Β (με αρ. καταθ. …../2016) αγωγή της ενάγουσας σε αυτήν, λόγω δεδικασμένου, το οποίο απορρέει από την προαναφερθείσα υπ΄αρ. 1917/2014 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που έχει καταστεί αμετάκλητη και με την οποία απορρίφθηκε, όπως προαναφέρθηκε, όμοιου περιεχομένου αγωγή περί λύσης του γάμου των διαδίκων, που είχε ασκήσει η ενάγουσα. Η δε παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής αυτής, στην οποία προέβη η ενάγουσα – εκκαλούσα με την ένδικη αγωγή της, δεν παράγει έννομες συνέπειες, όπως ορθά κρίθηκε από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, καθώς έλαβε χώρα, μετά την έκδοση της ως άνω οριστικής απόφασης (υπ΄αρ. 1917/2014), επί της εν λόγω αγωγής, ήτοι σε στάδιο που δεν υφίστατο εκκρεμοδικία, οπότε δεν μπορούσε να γίνει παραίτηση, ενώ, κατά της ως άνω απόφασης δεν ασκήθηκε έφεση, ώστε να αναβιώσει η εκκρεμοδικία αυτή (ΑΠ 201/2006, ΑΠ 436/2003, Εφ.Αθ.472/2009, Εφ.Πειρ. (Μον). 356/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Ήδη κατά της ως άνω οριστικής απόφασης (υπ΄αρ.4849/2018) του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία θεωρείται ότι συμπροσβάλλεται και η προηγηθείσα αυτής μη οριστική υπ΄αρ. 891/2018 απόφαση του ίδιου δικαστηρίου (άρθρο 513 παρ.2 ΚΠολΔ), παραπονείται η ενάγουσα στη δεύτερη (Β) ως άνω αγωγή και εναγόμενη στην πρώτη (Α) αγωγή – ήδη εκκαλούσα, με την κρινόμενη έφεσή της για τους δύο λόγους που εκθέτει σ΄ αυτήν και ανάγονται, ο μεν πρώτος σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και συγκεκριμένα ότι, μη ορθώς, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε την αγωγή της θεωρώντας ότι υφίσταται δεδικασμένο από την προαναφερθείσα απόφαση, ο δε δεύτερος σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα υποστηρίζει ότι από τα αποδεικτικά στοιχεία δεν προέκυψε η συμπλήρωση της διετούς διάστασης, την οποία δέχθηκε η παραπάνω εκκαλουμένη απόφαση, ζητεί δε την εξαφάνιση της, ώστε να απορριφθεί η αγωγή του αντιδίκου της και να γίνει δεκτή η δική της αγωγή.
Σύμφωνα, όμως, με τα όσα προαναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη, δεν υφίσταται έννομο συμφέρον της εκκαλούσας για την άσκησή της ένδικης έφεσης (άρθρα 68, 73, 516 και 532 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι η μοναδική έννομη συνέπεια που απορρέει από την εκκαλουμένη, είναι η λύση του γάμου, την οποία επεδίωκαν και οι δύο διάδικοι με τις παραπάνω αντίθετες αγωγές τους, ήτοι τόσο ο εφεσίβλητος με την ως άνω (πρώτη) αγωγή του, όσο και η εκκαλούσα με την ως άνω (δεύτερη) αγωγή της. Ειδικότερα, αντικείμενο της δίκης διαζυγίου είναι, όχι η δικαστική διάγνωση του λόγου του που δικαιολογεί την απαγγελία του διαζυγίου, αλλά το διαπλαστικό δικαίωμα της λύσης του γάμου, αίτημα το οποίο είχαν αμφότεροι οι διάδικοι στις εκατέρωθεν αγωγές τους και το οποίο έχει ήδη ικανοποιηθεί με την απαγγελία του διαζυγίου από την εκκαλουμένη απόφαση, έστω και με βάση διάφορα περιστατικά, που συγκροτούν όμως τον ίδιο λόγο, ήτοι αυτόν του αντικειμενικού κλονισμού του γάμου. Αυτό θα συνέβαινε ακόμη κι αν σε αυτήν (εκκαλουμένη) περιέχονταν δυσμενείς για την εκκαλούσα αιτιολογίες, δηλ. αν δεχόταν ότι ο κλονισμός της έγγαμης σχέσης των διαδίκων αφορά στο πρόσωπό της, καθώς, όπως προεκτέθηκε, κάτι τέτοιο δεν ασκεί καμία επιρροή στις έννομες σχέσεις της, αφού από τις αιτιολογίες αυτές, που δεν έχουν προσόντα διατακτικού, δεν ιδρύεται δεδικασμένο για ζητήματα υπαιτιότητας το οποίο μπορεί να χρησιμεύσει σε άλλη δίκη. Πολύ δε περισσότερο που, στην προκειμένη περίπτωση, η εκκαλουμένη απόφαση δεν περιέχει τέτοιες αιτιολογίες, καθώς θεώρησε ότι, εφόσον αποδείχθηκε η συμπλήρωση της διετούς διάστασης μεταξύ των διαδίκων που επικαλείται ο εφεσίβλητος στην αγωγή του, τεκμαίρεται αμάχητα ο ισχυρός κλονισμός της έγγαμης σχέσης τους (άλλωστε και η ίδια η εκκαλούσα στη δική της αγωγή αναφέρει ότι δεν ζουν μαζί με τον αντίδικό της από το Σεπτέμβριο του 2007), χωρίς να έχει σημασία ποιος σύζυγος είναι υπαίτιος για τη διακοπή της.
Πρέπει, συνεπώς, η κρινόμενη έφεση, να απορριφθεί προεχόντως ως απαράδεκτη, ελλείψει εννόμου συμφέροντος της εκκαλούσας, η ύπαρξη του οποίου, ως διαδικαστικής προϋπόθεσης, εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο. Τα δικαστικά έξοδα, τέλος, του εφεσίβλητου, για το δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, θα επιβληθούν εις βάρος της εκκαλούσας, λόγω της ήττας της (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα προσδιορίζονται στο διατακτικό στης παρούσας απόφασης.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει, κατ΄ αντιμωλία των διαδίκων, την έφεση κατά της υπ’αρ. 4849/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των γαμικών διαφορών.
Απορρίπτει την έφεση ως απαράδεκτη.
Διατάσσει την απόδοση του παραβόλου της έφεσης στην, καταθέσασα αυτό, εκκαλούσα.
Επιβάλλει τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου, για το δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, εις βάρος της εκκαλούσας, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.
KPIΘHKE, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση στις 13 Ιανουαρίου 2020, απόντων των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ H ΓPAMMATEAΣ