Αριθμός 346/2021
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από το Δικαστή Ιωάννη Αποστολόπουλο Εφέτη, τον οποίο όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Δικαστηρίου τούτου, και από τη Γραμματέα T.Λ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την ……….. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: …………….., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιοδικηγόρο του Αντώνιο Ανούστη.
ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: …………….ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Μαρινέττα Γούναρη (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ).
Ο ενάγων-εφεσίβλητος άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 20-1-2008 (υπ’αριθ……./2008 κατάθεσης) αγωγή του, κατά του ως άνω εναγόμενου-εκκαλούντος. Επί της αγωγής αυτής, αρχικώς, εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 3964/2014 μη οριστική απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με την οποία, η συζήτηση της υπόθεσης αναβλήθηκε μέχρι να περατωθεί αμετάκλητα η σχετική ποινική διαδικασία. Στη συνέχεια, αφού ο ενάγων – εφεσίβλητος επανέφερε προς συζήτηση την εν λόγω υπόθεση, με την από 11-1-2017 (υπ’ αριθ. …………/2017) κλήση, εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 5326/2017 οριστική απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με την οποία έγινε μερικώς δεκτή η ανωτέρω αγωγή. Ακολούθως, κατά της προαναφερθείσας (οριστικής) αποφάσεως o εκκαλών – εναγόμενος άσκησε την από 26-04-2018 (υπ’ αριθ. …………/26-4-2018 έκθεσης κατάθεσης) έφεσή του, η οποία με την από 21-6-2018 πράξη, ορίσθηκε να συζητηθεί κατά την δικάσιμο της 4ης Απριλίου 2018, κατά την οποία η συζήτησή της αναβλήθηκε για την αναφερθείσα στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, κατά την οποία συζητήθηκε.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εκκαλούντος ανέπτυξε τις απόψεις του με τις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε και ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εφεσίβλητου ανέπτυξε τις απόψεις της με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη έφεση, η οποία στρέφεται κατά της υπ’ αριθ. 5326/2017 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε, κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων, επί της από 20-1-2008 (υπ’αριθ. ………../2008 έκθεσης κατάθεσης) αγωγής του ενάγοντος και ήδη εφεσίβλητου κατά του εναγομένου και ήδη εκκαλούντος, έχει ασκηθεί εμπροθέσμως, ενόψει του ότι δεν επικαλείται κάποιος διάδικος την επίδοση της εκκαλούμενης αποφάσεως, ούτε προκύπτει αυτή από κάποιο στοιχείο, και η έφεση κατατέθηκε εντός προθεσμίας που δεν υπερβαίνει τα δύο έτη από τη δημοσίευση της εκκαλούμενης αποφάσεως (βλ. την υπ. αριθ. ………../26-4-2018 έκθεση κατάθεσης ενδίκου μέσου της γραμματέως του Πρωτοδικείου Πειραιώς), και κατά τις νόμιμες διατυπώσεις, ενόψει του ότι καταβλήθηκε το αντίστοιχο παράβολο (άρθρα 19, 495 παρ. 1, 511, 513 παρ. 1 περ. β, 516 παρ. 1, 517 και 518 παρ. 2 του ΚΠολΔ). Επομένως, πρέπει η υπό κρίση έφεση να γίνει τυπικώς δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, που εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση (άρθρο 533 του ΚΠολΔ).
Με την προαναφερθείσα αγωγή του, ο ενάγων-εφεσίβλητος εξέθεσε ότι, στις 22-6-2007, ο εναγόμενος-εκκαλών κατέθεσε στο Υπουργείο Δημόσιας Τάξης, στη Διεύθυνση Εσωτερικών Υποθέσεων, την από 21-6-2007 έγγραφη καταγγελία του, ζητώντας να ελεγχθεί αυτός (ενάγων) ποινικά και πειθαρχικά λόγω της ιδιότητας του ως αστυνομικού υπαλλήλου (αρχιφύλακα). Ότι στην εν λόγω καταγγελία, ο εναγόμενος- εκκαλών ισχυρίστηκε, εν γνώσει του, ψευδή περιστατικά, τα οποία έπληξαν το κύρος, την τιμή και την υπόληψη του (ενάγοντος). Ότι ο εναγόμενος, με την ανωτέρω συμπεριφορά του, η οποία πληροί την υπόσταση των εγκλημάτων της συκοφαντικής δυσφήμησης και της ψευδούς καταμήνυσης, πρόσβαλε την προσωπικότητα του και προκάλεσε σ’ αυτόν (ενάγοντα) ηθική βλάβη, για την αποκατάσταση της οποίας δικαιούται χρηματική ικανοποίηση. Βάσει των προαναφερθέντων, κατόπιν παραδεκτού περιορισμού του αιτήματος της αγωγής (πρωτοδίκως), ο ενάγων-εφεσίβλητος ζήτησε να υποχρεωθεί ο εναγόμενος-εκκαλών να του καταβάλει το ποσό των 40.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ως άνω ηθικής βλάβης του, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της κρινόμενης αγωγής και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση. Επίσης ζήτησε να απαγγελθεί εις βάρος του εναγόμενου-εκκαλούντος, ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της εκδοθησομένης αποφάσεως, προσωπική κράτηση διάρκειας δώδεκα μηνών. Με την εκκαλούμενη απόφαση, η ανωτέρω αγωγή έγινε δεκτή κατά ένα μέρος, ως ουσιαστικώς βάσιμη, και υποχρεώθηκε ο εναγόμενος να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 7.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη ημέρα της επίδοσης της αγωγής έως την εξόφληση, ενώ το παρεπόμενο αίτημα περί απαγγελίας προσωπικής κρατήσεως απορρίφθηκε ως ουσιαστικώς αβάσιμο. Σημειωτέον ότι, αρχικώς, με την υπ’ αριθ. 3964/2014, μη οριστική απόφαση, του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, είχε αναβληθεί η συζήτηση της εν λόγω υποθέσεως μέχρι να περατωθεί αμετάκλητα η αντίστοιχη ποινική διαδικασία. Κατά της ως άνω (οριστικής) αποφάσεως του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου παραπονείται ο εναγόμενος – εκκαλών, με την ως άνω κρινόμενη έφεση του, για λόγους που στο σύνολο τους ανάγονται σε μη ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των σχετικών αποδείξεων και ζητεί να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση, ώστε η ανωτέρω αγωγή να απορριφθεί στο σύνολό της, όπως ειδικότερα εκτίθεται σ’ αυτήν (έφεση).
Ι. Α. Στις διατάξεις των άρθρων 57 και 59 του ΑΚ προστατεύεται η προσωπικότητα και κατ’ επέκταση η αξία του ανθρώπου ως ατομικό δικαίωμα, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος, και η οποία (προσωπικότητα) αποτελεί πλέγμα αγαθών που συνθέτουν την υπόσταση του προσώπου και είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένα μαζί του. Τα αγαθά αυτά δεν αποτελούν μεν αυτοτελή δικαιώματα, αλλά επί μέρους εκδηλώσεις – εκφάνσεις (πλευρές) του ενιαίου δικαιώματος επί της προσωπικότητας, όμως η προσβολή της προσωπικότητας σε σχέση με οποιαδήποτε από τις εκδηλώσεις αυτές συνιστά προσβολή της συνολικής έννοιας αυτής. Τέτοια προστατευόμενα αγαθά είναι, μεταξύ άλλων, η τιμή και η υπόληψη κάθε ανθρώπου, είναι δε τιμή η εκτίμηση που απολαμβάνει το άτομο στην κοινωνία βάσει της ηθικής αξίας που έχει λόγω της συμμόρφωσής του με τις νομικές και ηθικές του υποχρεώσεις, ενώ υπόληψη είναι η εκτίμηση που απολαμβάνει το άτομο στην κοινωνία βάσει της κοινωνικής του αξίας, συνεπεία των ιδιοτήτων και ικανοτήτων του για την εκπλήρωση των ιδιαίτερων κοινωνικών του έργων ή του επαγγέλματός του. Επίσης, προϋποθέσεις για την προστασία της προσωπικότητας, της οποίας η παράνομη και συγχρόνως υπαίτια προσβολή συνιστά ειδικότερη μορφή αδικοπραξίας, οπότε συνδυαστικά εφαρμόζονται και οι διατάξεις των άρθρων 914, 919, 920, 932 του ΑΚ, είναι, σύμφωνα με τις διατάξεις των ανωτέρω άρθρων, α)η ύπαρξη προσβολής της προσωπικότητας με πράξη ή παράλειψη άλλου που διαταράσσει μια ή περισσότερες εκδηλώσεις της σωματικής, ψυχικής, πνευματικής και κοινωνικής ατομικότητας του βλαπτόμενου κατά τη στιγμή της προσβολής, β)η προσβολή να είναι παράνομη, που συμβαίνει όταν η σχετική συμπεριφορά αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος προστατεύει δικαίωμα ή συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας από διάταξη νόμου ή από προηγούμενη συμπεριφορά του δράστη ή από υπάρχουσα έννομη σχέση μεταξύ αυτών ή από την καλή πίστη κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη, δηλαδή η παράνομη συμπεριφορά συντελείται χωρίς δικαίωμα ή κατ’ ενάσκηση δικαιώματος, το οποίο όμως από άποψη έννομης τάξης είναι μικρότερης σπουδαιότητας, είτε ασκείται υπό περιστάσεις που καθιστούν την άσκηση αυτού καταχρηστική, σύμφωνα με το άρθρο 281 του ΑΚ ή το άρθρο 25 παρ. 3 του Συντάγματος, γ)υπαιτιότητα (πταίσμα) του προσβολέα, όταν πρόκειται για επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, εξαιτίας της παράνομης προσβολής της προσωπικότητας, εκδηλούμενη είτε με τη μορφή του δόλου, είτε με τη μορφή της αμέλειας, η οποία υπάρχει, όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια, που απαιτείται στις συναλλαγές (άρθρο 330 παρ. 2 ΑΚ) και δ)επέλευση ηθικής βλάβης στον προσβληθέντα, τελούσα σε αιτιώδη σύνδεσμο με την παράνομη και υπαίτια προσβολή. Σημειωτέον ότι ο νόμος καθιερώνει αντικειμενική ευθύνη του προσβάλλοντος μόνον ως προς την αξίωση για την άρση της προσβολής, ενώ για την αξίωση αποζημίωσης, καθώς και για τη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, εκείνου που έχει προσβληθεί, ο νόμος απαιτεί η προσβολή να είναι παράνομη και υπαίτια, όπως προαναφέρθηκε (βλ. ΟλΑΠ 8/2008 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1212/2018 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 97/2018 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 285/2012 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 273/2008 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1987/2007 ΕλλΔνη 2008. 500, Καράκωστα σε ΑΚ Γεωργιάδη – Σταθόπουλου εκδ. 2η τομ. ΙΑ αρθρ. 57 αρ. 139-177 σελ. 811επ., Φουντεδάκη σε ΣΕΑΚ τομ. Ι. αρθρ. 57 αρ. 2-10 σελ. 138). Ακόμη, πρέπει να σημειωθεί ότι υπάρχει περίπτωση να συντρέχει κάποιος λόγος, ο οποίος να αίρει τον παράνομο χαρακτήρα της εν λόγω προσβολής, τέτοιοι λόγοι προβλέπονται στο νόμο (όπως στα άρθρα 282-286 και 985 του ΑΚ, 20, 22, 25, 367, 371 παρ. 4, 304 παρ. 4 και 5 του ΠΚ) ή συνάγονται κατ’ αναλογία από τις αντίστοιχες διατάξεις ή από το γενικότερο πνεύμα της νομοθεσίας και ιδίως τους κανόνες της καλής πίστης (όπως η συναίνεση του παθόντος, η σύγκρουση καθηκόντων κ.λπ.). Τέλος, από δικονομικής απόψεως, όσον αφορά το σχετικό βάρος της αποδείξεως, ο αιτών (ενάγων) την προστασία της προσωπικότητάς του πρέπει να επικαλεστεί και να αποδείξει τα γεγονότα που συνιστούν την παράνομη προσβολή αυτής, ενώ, ο εναγόμενος πρέπει να επικαλεσθεί και να αποδείξει την ύπαρξη του λόγου που αίρει τον παράνομο χαρακτήρα της σχετικής συμπεριφοράς του (βλ. Καράκωστα σε ΑΚ Γεωργιάδη – Σταθόπουλου ο.π. αρθρ. 57 αρ. 196 σελ. 829, Φουντεδάκη ο.π. αρθρ. 57 αρ. 50 σελ. 146).
Β. Εξάλλου, παράνομη προσβολή της προσωπικότητας δημιουργείται και από ποινικά κολάσιμη πράξη, όπως συμβαίνει όταν το άτομο προσβάλλεται στην τιμή και στην υπόληψή του με εξυβριστικές εκδηλώσεις ή με ισχυρισμούς δυσφημιστικούς ή πολύ περισσότερο, συκοφαντικούς κατά την έννοια των άρθρων 361-363 του ΠΚ. Ειδικότερα, κατά τις διατάξεις αυτές, εξύβριση διαπράττει όποιος προσβάλλει την τιμή άλλου με λόγο ή έργο ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο, δηλαδή προκαλεί αμφισβήτηση της ηθικής και κοινωνικής αξίας του προσώπου του παθόντος, είτε περιφρόνηση γι’ αυτόν από το δράστη, ο οποίος γνωρίζει ότι με τέτοια ενέργειά του προσβάλλεται η τιμή του άλλου (βλ. ΑΠ 1432/2019 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 686/2017 ΝΟΜΟΣ). Επίσης, το έγκλημα της δυσφήμησης διαπράττει όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ισχυρίζεται ενώπιον τρίτου ή διαδίδει για κάποιον άλλον γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του, και αν το γεγονός είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε το ψεύδος, τότε διαπράττει το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης. Ως γεγονός, κατά τις ανωτέρω διατάξεις, νοείται κάθε περιστατικό του εξωτερικού κόσμου ή αντίθετη προς την ηθική ή την ευπρέπεια σχέση ή συμπεριφορά, εφόσον ανάγονται στο παρελθόν ή στο παρόν και υποπίπτουν στις αισθήσεις, ώστε να είναι δεκτικά απόδειξης, συνιστά δε ισχυρισμό του γεγονότος κάθε σχετική με αυτό ανακοίνωση, που βασίζεται είτε σε προσωπική αντίληψη ή γνώμη, είτε σε υιοθέτηση της γνώμης άλλου. Επίσης, διάδοση γεγονότος συνιστά η περαιτέρω απλή μετάδοση της σχετικής ανακοίνωσης που έγινε από άλλον. Αντιθέτως, δεν συνιστά γεγονός η έκφραση γνώμης ή συγκεκριμένης αξιολογικής κρίσης ή άλλοι χαρακτηρισμοί, εκτός αν αυτά σχετίζονται και συνδέονται άμεσα με γεγονός που συνιστά το κρίσιμο του αδικήματος στοιχείο, έτσι, ώστε ουσιαστικά να προσδιορίζουν την ποσοτική και ποιοτική βαρύτητά του, πράγμα που δεν συμβαίνει, όταν εκφράζονται ή εκδηλώνονται ανεξάρτητα και άσχετα με τον τρόπο αυτό(βλ. ΑΠ 841/2019 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1264/2016 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 611/2015 ΠοινΔνη 2016 583). Εξάλλου, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 229 παρ. 1 του ΠΚ, δράστης της αξιόποινης πράξεως της ψευδούς καταμηνύσεως είναι εκείνος, που εν γνώσει καταμηνύει άλλον ψευδώς ή αναφέρει γι’ αυτόν ενώπιον της αρχής ότι τέλεσε αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξή του γι’ αυτήν. Μάλιστα, για τη θεμελίωση του ως άνω εγκλήματος απαιτείται, εκτός από τα λοιπά στοιχεία, που συγκροτούν την αντικειμενική του υπόσταση, και άμεσος δόλος, που περιλαμβάνει αναγκαίως τη γνώση ότι η καταμήνυση είναι ψευδής (βλ. ΑΠ 2480/2003 ΠοινΧρ ΝΔ 918, ΑΠ 1158/1997 ΠοινΧρ ΜΗ 401).
Γ. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 367 παρ. 1 περ. α΄- δ΄ του ΠΚ, το άδικο των προβλεπόμενων στα άρθρα 361 επ. του ίδιου Κώδικα πράξεων αίρεται, μεταξύ των άλλων περιπτώσεων, που προβλέπονται στο άρθρο αυτό, και όταν πρόκειται για εκδηλώσεις που γίνονται για την εκτέλεση νόμιμων καθηκόντων, την άσκηση νόμιμης εξουσίας ή για τη διαφύλαξη (προστασία) δικαιώματος ή από άλλο δικαιολογημένο ενδιαφέρον ή σε ανάλογες περιπτώσεις (περ. γ΄ και δ΄). Η τελευταία αυτή διάταξη (άρθρου 367 του ΠΚ) για την ενότητα της έννομης τάξης εφαρμόζεται αναλογικά και στο χώρο του ιδιωτικού δικαίου, όπως αυτός οριοθετείται από τις προαναφερθείσες διατάξεις των άρθρων 57-59 και 914 επ. του ΑΚ. Επομένως, με την κατά τα ως άνω άρση του άδικου χαρακτήρα των προαναφερθεισών αξιόποινων πράξεων, αποκλείεται και το στοιχείο του παρανόμου της επιζήμιας συμπεριφοράς ως όρου της αντίστοιχης αδικοπραξίας του αστικού δικαίου. Έτσι, η προβολή περιπτώσεως του άρθρου 367 παρ. 1 του ΠΚ αποτελεί αυτοτελή ισχυρισμό καταλυτικό της αγωγής του προσβληθέντος (ένσταση), λόγω άρσεως του παρανόμου της προσβολής. Όμως, ο άδικος χαρακτήρας της πράξης, ως προς τις εξυβριστικές ή δυσφημιστικές εκφράσεις που περιέχει, δεν αίρεται στις προαναφερθείσες περιπτώσεις (λόγω δικαιολογημένου ενδιαφέροντος κ.λπ.) και συνεπώς παραμένει η ποινική ευθύνη του δράστη, άρα και η υποχρέωσή του προς αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση κατά το αστικό δίκαιο, όταν συντρέχει μία από τις περιπτώσεις της παρ. 2 του άρθρου 367 του ΠΚ, δηλαδή, όταν οι σχετικές κρίσεις περιέχουν τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος της συκοφαντικής δυσφήμισης των άρθρων 363-362 του ΠΚ, ή όταν από τον τρόπο εκδηλώσεως, ή από τις περιστάσεις υπό τις οποίες τελέσθηκε η πράξη, προκύπτει σκοπός εξυβρίσεως, δηλαδή πρόθεση που κατευθύνεται ειδικά στην προσβολή της τιμής του άλλου(βλ. ΑΠ 611/2019, ΑΠ 169/2019, ΑΠ 521/2018, ΑΠ 1394/2017, ΑΠ 1264/2016, ΑΠ 134/2016 άπασες εις ΝΟΜΟΣ).
ΙΙ. Επίσης, κατά την έννοια του άρθρου 932, το δικαστήριο της ουσίας, αφού δεχθεί ότι συνεπεία αδικοπραξίας προκλήθηκε σε κάποιο πρόσωπο ηθική βλάβη, καθορίζει στη συνέχεια το ύψος της οφειλόμενης γι’ αυτήν χρηματικής ικανοποίησης, βάσει των κανόνων της κοινής πείρας και της λογικής, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη, ως κριτήρια, το είδος της προσβολής, την έκταση της βλάβης, τις συνθήκες τέλεσης της αδικοπραξίας, τη βαρύτητα του πταίσματος του υπόχρεου, το τυχόν συντρέχον πταίσμα του δικαιούχου και την οικονομική και κοινωνική κατάσταση των διαδίκων μερών, χωρίς να απαιτείται η ειδικότερη αιτιολόγηση καθενός στοιχείου. Επίσης, κρίσιμος χρόνος για τον υπολογισμό του εύλογου αυτού χρηματικού ποσού είναι ο χρόνος της συζήτησης της υπόθεσης ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου. Ακόμη, ο προσδιορισμός του ποσού της εύλογης χρηματικής ικανοποίησης αφέθηκε στην ελεύθερη εκτίμηση του δικαστηρίου. Ωστόσο, στη σχετική κρίση του τελευταίου, επιβάλλεται να τηρείται, κατά τον καθορισμό του ποσού που επιδικάζεται, η αρχή της αναλογικότητας, ως γενική νομική αρχή και μάλιστα αυξημένης τυπικής ισχύος (άρθρα 2 παρ. 1 και 25 του Συντάγματος), υπό την έννοια ότι η κρίση αυτή δεν πρέπει να υπερβαίνει τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας, όπως αυτά διαπιστώνονται από τα δεδομένα τη κοινής πείρας και την κοινή περί δικαίου συνείδηση σε ορισμένο τόπο και χρόνο, που αποτυπώνονται στη συνήθη πρακτική των δικαστηρίων. Και τούτο, διότι μία απόφαση, με την οποία επιδικάζεται ένα ευτελές ή υπέρμετρα μεγάλο ποσό, ως δήθεν εύλογο, κατά την ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου, προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, ευτελίζει, στην πρώτη περίπτωση (όσον αφορά στο δικαιούχο – παθόντα), το σεβασμό της αξίας του ανθρώπου και στη δεύτερη (όσον αφορά στον υπόχρεο), το δικαίωμα της περιουσίας του, αφού το δικαστήριο, επεμβαίνοντας στη διαφορά μεταξύ ιδιωτών, πρέπει να τηρεί μια δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στα αντιτιθέμενα συμφέροντα, με παράλληλη προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων (βλ. ΑΠ 1146/2019, ΑΠ 1008/2019, ΑΠ 574/2019, ΑΠ 142/2019, ΑΠ 65/2019 άπασες εις ΝΟΜΟΣ).
Στην προκείμενη περίπτωση, από την επανεκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων αποδείξεως και ανταποδείξεως, που εξετάσθηκαν ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα με την ανωτέρω υπ’ αριθ. 3964/2014 (μη οριστική) απόφαση πρακτικά του ίδιου Δικαστηρίου, και όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, που οι διάδικοι νομίμως προσκομίζουν και επικαλούνται είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε ως δικαστικά τεκμήρια, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο εφεσίβλητος – ενάγων είναι αστυνομικός υπάλληλος, ο οποίος, κατά το έτος 2007, υπηρετούσε στη Διεύθυνση Αλλοδαπών Αττικής με το βαθμό του Αρχιφύλακα. Ο εκκαλών – εναγόμενος, ο οποίος είναι συγγενής (θείος) του εφεσίβλητου και συγκεκριμένα αδελφός της μητέρας του, ………., έχει περιουσιακές διαφορές με το σύζυγο της τελευταίας και πατέρα του εφεσίβλητου ……………. Στις 22-6-2007, ο εκκαλών – εναγόμενος υπέβαλε στο Υπουργείο Δημόσιας Τάξης, στη Διεύθυνση Εσωτερικών Υποθέσεων, την από 21-6-2007 έγγραφη καταγγελία του, δια της οποίας ζητούσε την πειθαρχική και ποινική δίωξη του εφεσίβλητου – ενάγοντος, αναφέροντας ότι ο τελευταίος (ενάγων), προκειμένου να συνδράμει τον προαναφερθέντα πατέρα του και εκμεταλλευόμενος την ιδιότητα του αστυνομικού υπαλλήλου, είχε προβεί σε σειρά ψευδών καταγγελιών εις βάρος του, σχετικώς με την παράνομη λειτουργία συνεργείου επισκευής αυτοκινήτων στην οικία του. Ειδικότερα, ο εκκαλών ανέφερε, μεταξύ άλλων, στην ως άνω καταγγελία: «….Ο ……….., γιος του αντιδίκου μου, αρχιφύλακας της Ελληνικής Αστυνομίας, προκειμένου να συνδράμει τον πατέρα του και από κοινού με αυτόν, εκμεταλλευόμενος την ιδιότητα του σαν αστυνομικού οργάνου αντί να φροντίζει για την τήρηση του Νόμου και της Τάξης, ήδη από τον Απρίλιο του τρέχοντος έτους έχει αποδυθεί σε σειρά ψευδών καταγγελιών σε βάρος μου προκειμένου να με τρομοκρατήσει και να με εξαναγκάσει να ενδώσω στις παράνομες απαιτήσεις του πατέρα του. Συγκεκριμένα ο παραπάνω ………. εκμεταλλευόμενος την ιδιότητα του ήδη από τον Απρίλιο του 2007 σχεδόν καθημερινά και σε επτά (7) χωριστές περιπτώσεις με έχει καταγγείλει προς το Κέντρο Άμεσης Δράσης (100) κακόβουλα, ισχυριζόμενος ψευδώς ότι στην επί της οδού ………. στον Κορυδαλλό Αττικής οικία μου λειτουργώ παράνομα συνεργείο αυτοκινήτων άνευ αδείας. Συνεπεία δε των επτά (7) αυτών αλληλοδιάδοχων καταγγελιών ισάριθμες φορές κατέφθασε στην παραπάνω οικία μου το 100 και υπό τα όμματα των οικείων μου, των γειτόνων μου, καθώς και τρίτων διενεργήθηκαν επανειλημμένοι έλεγχοι κατά τους οποίους επιβεβαιώθηκε ότι οι παραπάνω καταγγελίες ήταν ψευδείς και ανυπόστατες. Παρά το γεγονός όμως ότι από την αρχή έγινε προφανές ότι δεν λειτουργούσε στην οικία μου συνεργείο άνευ αδείας οι παραπάνω καταγγελίες συνεχίστηκαν αμείωτες σε σχεδόν καθημερινή βάση με συνέπεια να υφίσταμαι τον συνεχή έλεγχο του εκατό (100) στην οικία μου και να εξευτελίζομαι στους περιοίκους και στους οικείους μου χωρίς λόγο. Να ληφθεί δε υπόψιν ότι οι παραπάνω έλεγχοι έγιναν στις περισσότερες περιπτώσεις από τα ίδια αστυνομικά όργανα του Α.Τ. Νίκαιας, τα οποία προφανώς παροτρυνόμενα από τον παραπάνω καταγγελλόμενο επείθοντο να προβαίνουν σε νέους ελέγχους παρά το γεγονός ότι ήταν προφανές ότι δεν συνέτρεχε λόγος προς τούτο με συνέπεια να διασύρομαι και να εξευτελίζομαι καθημερινά όχι χάριν της Νομιμότητας αλλά προς εξυπηρέτηση ιδιοτελών ατομικών συμφερόντων του καταγγελόμενου …»Στην προαναφερθείσα καταγγελία, που υπέβαλε ο εκκαλών – εναγόμενος, εμπεριέχονται δυσφημιστικοί ισχυρισμοί για το πρόσωπο του εφεσίβλητου – ενάγοντος, ενόψει του ότι περιλαμβάνονται σ’ αυτήν (καταγγελία) φράσεις που ήταν αντικειμενικά πρόσφορες να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη αυτού (ενάγοντος). Ειδικότερα, με τις ανωτέρω φράσεις «….προκειμένου να συνδράμει τον πατέρα του και από κοινού με αυτόν, εκμεταλλευόμενος την ιδιότητα του σαν αστυνομικού οργάνου αντί να φροντίζει για την τήρηση του Νόμου και της Τάξης, ήδη από τον Απρίλιο του τρέχοντος έτους έχει αποδυθεί σε σειρά ψευδών καταγγελιών σε βάρος μου προκειμένου να με τρομοκρατήσει και να με εξαναγκάσει να ενδώσω στις παράνομες απαιτήσεις του πατέρα του … οι παραπάνω καταγγελίες ήταν ψευδείς και ανυπόστατες … οι παραπάνω έλεγχοι έγιναν στις περισσότερες περιπτώσεις από τα ίδια αστυνομικά όργανα του Α.Τ. Νίκαιας, τα οποία προφανώς παροτρυνόμενα από τον παραπάνω καταγγελλόμενο επείθοντο να προβαίνουν σε νέους ελέγχους παρά το γεγονός ότι ήταν προφανές ότι δεν συνέτρεχε λόγος προς τούτο με συνέπεια να διασύρομαι και να εξευτελίζομαι καθημερινά όχι χάριν της Νομιμότητας αλλά προς εξυπηρέτηση ιδιοτελών ατομικών συμφερόντων του καταγγελόμενου…» πλήττεται η τιμή και η υπόληψη του εφεσίβλητου – ενάγοντος, καθόσον με αυτές ο εκκαλών – εναγόμενος αμφισβητεί την προσωπική και επαγγελματική του εντιμότητα, παρουσιάζοντας τον ως άτομο, το οποίο αντί να εκτελεί προσηκόντως τα καθήκοντα του ως αστυνομικός υπάλληλος, εκμεταλλεύεται την ιδιότητα του αυτή για να συνδράμει τον πατέρα του, στις διαφορές που είχε με τον εκκαλούντα, επιδιδόμενος σε ψευδείς καταγγελίες εναντίον του. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του δέχθηκε ότι η ανωτέρω από 21-6-2007 έγγραφη καταγγελία, που ο εκκαλών – εναγόμενος υπέβαλλε προς το Υπουργείο Δημόσιας Τάξης εμπεριέχει δυσφημιστικούς για τον εφεσίβλητο ισχυρισμούς, δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων και ο περί του αντιθέτου λόγος (1ος) της εφέσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι τα όσα ως άνω ο εκκαλών – εναγόμενος ανέφερε εναντίον του εφεσίβλητου – ενάγοντος ήταν αντικειμενικώς αναληθή, δεδομένου ότι αφενός αυτός (εναγόμενος) λειτουργούσε παράνομα συνεργείο επισκευής αυτοκινήτων και αφετέρου ο εφεσίβλητος – ενάγων δεν είχε προβεί σε κάποια σχετική καταγγελία εις βάρος αυτού (εναγομένου) προς την υπηρεσία του Κέντρου Άμεσης Δράσης της Ελληνικής Αστυνομίας. Ειδικότερα, στο πλαίσιο της σχετικής ποινικής διαδικασίας, εκδόθηκε υπ’ αριθ. ΒΤ 589/2014 απόφαση του Β΄ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς, και στη συνέχεια, λόγω ασκηθείσας κατ’ αυτής εφέσεως, η υπ’ αριθ. 1216,1250/2014 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Πειραιώς, με την οποία ο εφεσίβλητος – ενάγων κρίθηκε αθώος των συναφών αξιόποινων πράξεων της ψευδής καταμήνυσης κατά συρροή και της συκοφαντικής δυσφήμησης κατά συρροή εις βάρος του εκκαλούντος – εναγομένου. Ειδικότερα, με την απόφαση αυτή (υπ’ αριθ. 1216, 1250/2014) έγινε δεκτό ότι ο εκκαλών – εναγόμενος λειτουργούσε, μέχρι τα τέλη του έτους 2007, στην επί της οδού …. αρ. …. στον Κορυδαλλό Αττικής οικία του, συνεργείο επισκευής αυτοκινήτων, χωρίς την άδεια της αρμόδιας αρχής, αφού στο σχετικό χώρο, τον οποίο αφορούσε η ανωτέρω καταγγελία, διαπιστώθηκε η ύπαρξη διαφόρων αυτοκινήτων και εργαλείων (ειδικός γερανός, φιάλες οξυγόνου κλπ). Επιπλέον, το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Πειραιώς, με την ανωτέρω απόφασή του, δέχθηκε ότι ο εφεσίβλητος ουδεμία συμμετοχή είχε στις σχετικές καταγγελίες, που έγιναν προς την Υπηρεσία του Κέντρου Άμεσης Δράσης της Ελληνικής Αστυνομίας, αλλά ότι στις καταγγελίες αυτές προέβησαν αποκλειστικά ο πατέρας του ενάγοντος (………) και η θεία του, …….., καθόσον, όπως προέκυψε από τις ανωτέρω μαρτυρικές καταθέσεις, όταν γίνεται κάποια καταγγελία στην Υπηρεσία Άμεσης Δράσης για παράνομο περιστατικό, αποστέλλεται προς έρευνα από την αρμόδια αρχή, τυχαίως, το κάθε φορά διαθέσιμο στην αντίστοιχη περιοχή υπηρεσιακό (περιπολικό) αυτοκίνητο με το πλήρωμα του και όχι κάποιοι συγκεκριμένοι αστυνομικοί υπάλληλοι, εκ των προτέρων γνωστοί. Μάλιστα, το τελευταίο γεγονός ενισχύεται από τις ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Πειραιώς, στο πλαίσιο της ανωτέρω ποινικής διαδικασίας, ένορκες μαρτυρικές καταθέσεις των αστυνομικών υπαλλήλων, …………. και ……., οι οποίοι είχαν ασχοληθεί υπηρεσιακώς με τις σχετικές καταγγελίες, πλήν όμως ουδέποτε είχαν συνυπηρετήσει με τον εφεσίβλητο, και οι οποίοι κατέθεσαν, με σαφήνεια, ότι από τους περί τούτου ελέγχους, που είχαν διενεργήσει, τους είχε δημιουργηθεί η εντύπωση ότι ο ανωτέρως χώρος επρόκειτο για το εν λόγω συνεργείο, αφού ο χώρος αυτός δεν χρησιμοποιείτο ως αποθηκευτικός, δηλαδή δεν υπήρχαν εντός αυτού σωρευμένα πράγματα προς φύλαξη (όπως χαλιά ή έπιπλα), αλλά, αντίθετα, υπήρχαν ανταλλακτικά αυτοκινήτων και εργαλεία. Εξάλλου, ο εκκαλών, με την έφεσή του, ισχυρίζεται ότι από την υπ’ αριθ. ……/30-8-2000 δήλωση διακοπής εργασιών φυσικού προσώπου επιτηδευματία, την οποία αυτός υπέβαλε προς τη Δ.Ο.Υ. Κορυδαλλού Αττικής προκύπτει ότι η λειτουργία του συνεργείου επισκευής αυτοκινήτων, που αυτός διατηρούσε, είχε διακοπεί από την 30-6-2000. Ωστόσο, από την ανωτέρω επικληθείσα δήλωση διακοπής εργασιών του εκκαλούντος – εναγομένου προς την προαναφερθείσα Δ.Ο.Υ., δεν μπορεί να συναχθεί ότι ο τελευταίος είχε παύσει να λειτουργεί το εν λόγω συνεργείο, ενόψει του ότι δεν προκύπτει από κάποιο στοιχείο ότι μετά την υποβολή της ανωτέρω δηλώσεως επακολούθησε έλεγχος από την αρμόδια υπηρεσία για να διαπιστωθεί το εάν πραγματικά η επιχείρηση αυτή είχε διακόψει τις δραστηριότητές της. Σημειωτέον ότι το πολιτικό δικαστήριο, όταν αποφασίζει περί του αν τελέσθηκε το αστικό και συγχρόνως ποινικό αδίκημα, δεν δεσμεύεται από την τυχόν προηγηθείσα σχετική απόφαση ποινικού δικαστηρίου, αθωωτική ή καταδικαστική, όμως, αυτό (πολιτικό δικαστήριο) επιβάλλεται να λάβει σοβαρά υπόψη του ως ισχυρό τεκμήριο την αντίστοιχη κρίση του ποινικού δικαστηρίου και μπορεί να αφίσταται από αυτήν με απόλυτα αιτιολογημένη απόφαση (βλ. ΟλΑΠ 4/2020 ΝΟΜΟΣ), δηλαδή όταν υφίστανται στοιχεία που ανατρέπουν την κρίση του τελευταίου (ποινικού δικαστηρίου). Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προεκτέθηκε, δεν προέκυψαν κάποια στοιχεία, τα οποία να ανατρέπουν την ως άνω κρίση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων, που περιέχεται στην ανωτέρω 1216,1250/2014 απόφασή του. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του δέχθηκε ότι εξακολουθούσε η λειτουργία από τον εκκαλούντα – εναγόμενο του ανωτέρω συνεργείου επισκευής αυτοκινήτων, δεν έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και ο περί του αντιθέτου λόγος (2ος) της εφέσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
Περαιτέρω, η μη συμμετοχή του εφεσίβλητου – ενάγοντος στις ανωτέρω τηλεφωνικές (κλήσεις) καταγγελίες προς την Υπηρεσία Άμεσης Δράσης της Ελληνικής Αστυνομίας εις βάρος του εκκαλούντος – εναγομένου περί της παράνομης λειτουργίας του εν λόγω συνεργείου επισκευής αυτοκινήτων προκύπτει και από το υπ’ αριθ. πρωτ. 1020/2/1275-α΄/2-5-2007 έγγραφο της Διεύθυνσης Άμεσης Δράσης Αττικής, στο οποίο αναφέρονται αναλυτικά οι ημερομηνίες των καταγγελιών αυτών (16-4-2007, 17-4-2007, 25-4-2007, 29-4-2007), καθώς και τα στοιχεία του ατόμου το οποίο προέβη σ’ αυτές (δήλωσε ως καταγγέλλων), που σε όλες τις περιπτώσεις αυτές αναφέρεται ως «……..», εκτός από την από 17-4-2007 καταγγελία, στην οποία αναφέρεται ως καταγγέλλων ο «…….». Επίσης, κατά τη σχετική διαδικασία της προκαταρκτικής έρευνας για την άσκηση ή μη πειθαρχικής δίωξης εις βάρος του εφεσίβλητου – ενάγοντος, που διενεργήθηκε από τον αρμόδιο αστυνομικό υπάλληλο, διαπιστώθηκε η μη σύνδεση αυτού (ενάγοντος) με τα ως άνω καταγγελθέντα από τον εκκαλούντα – εναγόμενο, ενόψει του ότι στην αντίστοιχη από 12-11-2007 έκθεση του Υ/Α΄ ………. αναφέρεται ότι το άτομο που φέρεται ως άνω να κάλεσε την Υπηρεσία Άμεσης Δράσης είναι ο ιδιώτης …….. και όχι ο εφεσίβλητος – ενάγων (αρχιφύλακας ………….), για το λόγο δε αυτό η σχετική υπόθεση τέθηκε στο αρχείο, με την από 27-11-2007 πράξη αρχειοθέτησης του Διευθυντή της Διεύθυνσης Αλλοδαπών Αττικής της Ελληνικής Αστυνομίας. Ακόμη, στο ίδιο αποτέλεσμα κατέληξε και η σχετική Προκαταρκτική Διοικητική Εξέταση εις βάρος του εφεσίβλητου – ενάγοντος, η οποία διενεργήθηκε κατόπιν της από 6-7-2010 αίτησης του εκκαλούντος – εναγόμενου προς επανεξέταση της υπόθεσης, η οποία αφορά στην ανωτέρω από 21-6-2007 καταγγελία του. Συγκεκριμένα στην από 13-9-2010 Έκθεση Πορίσματος Ενεργηθείσας Προκαταρκτικής Διοικητικής Εξέτασης του Α/Α΄……. αναφέρεται ότι οι ως άνω τηλεφωνικές καταγγελίες πραγματοποιήθηκαν από τον πατέρα του εφεσίβλητου – ενάγοντος (…….) και ότι δεν προέκυψε η τέλεση από τον εφεσίβλητο – ενάγοντα του σχετικού πειθαρχικού παραπτώματος, καθώς και ότι η υπόθεση έπρεπε, για το λόγο αυτό, να τεθεί στο αρχείο, όπως και έγινε (αρχειοθετήθηκε) με την από 27-9-2010 απόφαση του Διευθυντή της Διεύθυνσης Αλλοδαπών Αττικής. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του δέχθηκε ότι ο εφεσίβλητος – ενάγων δεν είχε προβεί σε κάποια καταγγελία εις βάρος του εκκαλούντος – εναγομένου προς την Υπηρεσία Άμεσης Δράσης της Ελληνικής Αστυνομίας, δεν έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και ο περί του αντιθέτου λόγος (3ος) της εφέσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
Επιπροσθέτως, αποδείχθηκε ότι ο εκκαλών – εναγόμενος τελούσε σε γνώση της αναλήθειας των όσων ανέφερε στην ως άνω από 21-6-2007 καταγγελία του, αφού γνώριζε ότι ισχυριζόμενος για τον εφεσίβλητο ότι προβαίνει σε ψευδείς καταγγελίες και παροτρύνει τα αστυνομικά όργανα να προβαίνουν σε διαδοχικούς ελέγχους σχετικώς με τη λειτουργία του ανωτέρω συνεργείου επισκευής αυτοκινήτων, εκμεταλλευόμενος την ιδιότητα του ως αστυνομικού υπαλλήλου, δεν αναφερόταν σε πραγματικά γεγονότα, αλλά αυτός (εναγόμενος) προέβη στην εν λόγω αναφορά εν γνώσει του ότι οι ως άνω καταγγελίες που έγιναν στην Υπηρεσία της Άμεσης Δράσης εις βάρος του, για την παράνομη λειτουργία του ανωτέρω συνεργείου ήταν καθ’ όλα αληθείς. Μάλιστα, οι ισχυρισμοί αυτοί του εκκαλούντος – εναγομένου μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη του εφεσίβλητου– ενάγοντος στον κοινωνικό και επαγγελματικό του περίγυρο, όπως πράγματι την έβλαψαν, αφού διενεργήθηκε η ως άνω πειθαρχική διαδικασία εις βάρος του, όπως αποσκοπούσε ο εκκαλών – εναγόμενος, η οποία, όμως, περατώθηκε με τη θέση της υπόθεσης στο αρχείο. Ως εκ τούτου, η εν λόγω συμπεριφορά του εκκαλούντος – εναγομένου πληροί τόσο την αντικειμενική όσο και την υποκειμενική υπόσταση των αξιόποινων πράξεων της συκοφαντικής δυσφήμισης (άρθρο 363 σε συνδυασμό με 362 του ΠΚ) και της ψευδούς καταμήνυσης (άρθρο 229 παρ. 1 του ΠΚ), συνιστώντας αδικοπραξία, που προσέβαλε παράνομα την προσωπικότητα του εφεσίβλητου – ενάγοντος, σύμφωνα με τις προεκτεθείσες σκέψεις (υπό στοιχείο Ι). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του δέχθηκε ότι ο εκκαλών – εναγόμενος τέλεσε την ανωτέρω αδικοπραξία εις βάρος του εφεσίβλητου – ενάγοντος, δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων, κατά συνέπεια ο περί του αντιθέτου λόγος (4ος) της εφέσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Επίσης, με τον ίδιο λόγο (4ο) της εφέσεως, ο εκκαλών ισχυρίζεται ότι, σε κάθε περίπτωση, ο άδικος χαρακτήρας της ανωτέρω πράξης της δυσφήμισης αίρεται κατ’εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 367 του ΠΚ, αφού, κατά τους ισχυρισμούς του, η εν λόγω καταγγελία του έγινε από δικαιολογημένο ενδιαφέρον για την προστασία των σχετικών δικαιωμάτων του. Ωστόσο, όπως προαναφέρθηκε, αποδείχθηκε ότι ο εκκαλών τελούσε σε γνώση του ψεύδους των όσων ανέφερε με την από 21-6-2007 καταγγελία του, αφού αφενός οι εις βάρος του καταγγελίες ήταν αληθείς, καθόσον πράγματι αυτός (εναγόμενος) λειτουργούσε παράνομο συνεργείο στην οικία του, αφετέρου αυτός αποσκοπούσε, με τα όσα ως άνω ανέφερε, να βλάψει την τιμή και την υπόληψη του εφεσίβλητου – ενάγοντος, ενόψει του ότι δεν περιέλαβε στο περιεχόμενο της καταγγελίας αυτής μόνον τα περιστατικά που θα ήταν αναγκαία για την εν γένει διερεύνηση της σχετικής υπόθεσης, αλλά στράφηκε προσωπικά κατά του εφεσίβλητου – ενάγοντος, για να πετύχει την πειθαρχική δίωξή του. Μάλιστα, η κρίση αυτή ενισχύεται από το ότι ο εκκαλών – εναγόμενος, μετά την ως άνω αρχειοθέτηση της εν λόγω υποθέσεως, εμμένοντας στον ως άνω σκοπό του, με την από 6-7-2010 έγγραφη αίτηση του ζήτησε την επανεξέταση αυτής. Ως εκ τούτου, σύμφωνα με τις προεκτεθείσες σκέψεις (υπό στοιχείο Ι), είναι απορριπτέα ως ουσιαστικώς αβάσιμη η σχετική ένσταση (άρθρο 367 παρ. 1 του ΠΚ), περί άρσης του αδίκου χαρακτήρα της εν λόγω πράξης, που προέβαλε ο εκκαλών – εναγόμενος, ενόψει του ότι, σε κάθε περίπτωση, η ανωτέρω συμπεριφορά του τελευταίου περιέχει τα συστατικά στοιχεία της πράξης του άρθρου 363 του ΠΚ (συκοφαντικής δυσφήμησης), επιπλέον, από τον τρόπο της εκδήλωσης και τις περιστάσεις υπό τις οποίες τελέσθηκε αυτή προκύπτει σκοπός εξύβρισης, που κατευθύνεται ειδικώς στην προσβολή της τιμής του εκκαλούντος – ενάγοντος, με αμφισβήτηση της ηθικής αξίας του προσώπου του. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του απέρριψε (έστω και για διαφορετικό λόγο) την ανωτέρω ένσταση, δεν έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, κατά συνέπεια, ο περί του αντιθέτου λόγος (4ος) της εφέσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι από την ως άνω παράνομη και υπαίτια προσβολή της προσωπικότητας του εκκαλούντος – ενάγοντος, η οποία αφορά στις ανωτέρω αξιόποινες πράξεις της συκοφαντικής δυσφήμησης και ψευδής καταμήνυσης, που τέλεσε ο εφεσίβλητος- εναγόμενος εις βάρος του, αυτός (ενάγων) υπέστη ηθική βλάβη. Επίσης, λαμβανομένων υπόψη των εν γένει συνθηκών τελέσεως της ανωτέρω προσβολής, του είδους και της έκτασης αυτής, του βαθμού του πταίσματος του εκκαλούντος – εναγομένου, καθώς και της κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης των διαδίκων, όπως τα στοιχεία αυτά προαναφέρθηκαν και εκτιμώνται βάσει των κανόνων της κοινής πείρας και λογικής, σε συνδυασμό με την αρχή της αναλογικότητας, το Δικαστήριο κρίνει ότι ο εφεσίβλητος – ενάγων δικαιούται ως χρηματική ικανοποίηση, λόγω της ηθικής βλάβης αυτής, το ποσό των δύο χιλιάδων (2.000) ευρώ, ποσό που κρίνεται εύλογο μετά τη στάθμιση των κατά νόμο στοιχείων, σύμφωνα με τις προεκτεθείσεις σκέψεις (υπό στοιχείο ΙΙ). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του υποχρέωσε τον εναγόμενο να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 7.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση για την ως άνω αιτία, έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, κατά το σχετικό βάσιμο (μερικώς) λόγο (5ο) της εφέσεως.
Κατ’ ακολουθίαν των προεκτεθέντων, η ένδικη έφεση πρέπει να γίνει δεκτή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη, και να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση, αφού δε η εν λόγω υπόθεση κρατηθεί προς εκδίκαση κατ’ ουσίαν στο Δικαστήριο αυτό, πρέπει η προαναφερθείσα αγωγή να γίνει κατά ένα μέρος δεκτή ως ουσιαστικώς βάσιμη και να υποχρεωθεί ο εκκαλών – εναγόμενος να καταβάλει στον εφεσίβλητο– ενάγοντα το ποσό των δύο χιλιάδων (2.000) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη ημέρα επίδοσης της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Ακόμη, τα δικαστικά έξοδα, και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, πρέπει να κατανεμηθούν μεταξύ των διαδίκων, αναλόγως της μερικής νίκης και ήττας τους (άρθρο 178 παρ. 1 του ΚΠολΔ) και να επιβληθεί μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος – εφεσίβλητου, κατόπιν σχετικού αιτήματός του, εις βάρος του εναγομένου – εκκαλούντος, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό (άρθρα 176, 183 του ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 63 επ. του ν. 4194/2013 «Κώδικας Δικηγόρων»). Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου που κατατέθηκε για την άσκηση της εφέσεως στον εκκαλούντα (άρθρο 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ), όπως εκτίθεται στο διατακτικό
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
Απορρίπτει όσα στο σκεπτικό κρίθηκαν ως απορριπτέα.
Δέχεται τυπικώς και κατ’ ουσίαν την έφεση.
Εξαφανίζει την εκκαλούμενη υπ’αριθ. 5326/2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς,
Κρατεί και δικάζει επί της ουσίας την υπόθεση, που αφορά στην από 20-1-2008 (υπ’ αριθ. ……/2008 έκθεσης κατάθεσης) αγωγή.
Δέχεται κατά ένα μέρος την ανωτέρω αγωγή.
Υποχρεώνει τον εκκαλούντα – εναγόμενο να καταβάλει στον εφεσίβλητο – ενάγοντα το ποσό των δύο χιλιάδων (2.000) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη ημέρα επίδοσης της αγωγής μέχρι την εξόφληση.
Καταδικάζει τον εκκαλούντα – εναγόμενο στην καταβολή μέρους της δικαστικής δαπάνης του εφεσίβλητου – ενάγοντα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, το οποίο ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ.
Διατάσσει την επιστροφή στον εκκαλούντα του παραβόλου (υπ’ αριθ. …………../2018, ποσού 100 ευρώ), που κατατέθηκε για την άσκηση της εφέσεως.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά στις 9-7-2021 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ