Η σύναψη της μίσθωσης αποτελεί πράξη διαχείρισης του κοινού (ακινήτου), και μπορεί να την ασκήσουν οι κοινωνοί που δεν έχουν την πλειοψηφία των μερίδων, εφόσον, όμως, ενεργούν ως εντολοδόχοι κοινωνών με τους οποίους σχηματίζουν πλειοψηφία. Τα πρόσωπα των εκμισθωτών δεν είναι απαραίτητο να ταυτίζονται με τα πρόσωπα των συνιδιοκτητών του μισθίου ακινήτου, ενώ η καταβολή μέρος του μισθώματος αυτού σε συνιδιοκτήτη, που δεν έχει συμβληθεί στη μισθωτική σύμβαση, δεν τον καθιστά εκμισθωτή.
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τη Δικαστή Ελένη Σκριβάνου, Εφέτη, η οποία ορίστηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Κ.Σ..
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις ……………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ – ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: …………….η οποία παραστάθηκε διά του πληρεξούσιου δικηγόρου της Παναγιώτη Τσουμάνη (με δήλωση, κατ΄ άρθρο 242 ΚΠολΔ).
ΚΑΙ του ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ -ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ: Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου (ΝΠΔΔ) με την επωνυμία ‘’ΔΥΠΕ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΚΑΙ ΑΙΓΑΙΟΥ‘’, που εδρεύει στον Αγ. Ιωάννη Ρέντη Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο παραστάθηκε διά του πληρεξουσίου δικηγόρου του Γεωργίου Παφίλη (με δήλωση, κατ΄ άρθρο 242 ΚΠολΔ).
Η ΕΝΑΓΟΥΣΑ – ΕΚΚΑΛΟΥΣΑ άσκησε, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, μαζί με την αρχική πρώτη ενάγουσα …………, η οποία απεβίωσε στις 14-7-2019, την με Γενικό Αριθμό Κατάθεσης και Ειδικό Αριθμό Κατάθεσης, αντίστοιχα, (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.) …………./2017 αγωγή της κατά του εναγόμενου – εφεσίβλητου. Το ως άνω Δικαστήριο, δικάζοντας κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών (μισθωτικών) διαφορών (άρθρα 614-615 ΚΠολΔ), εξέδωσε αρχικά την υπ΄αρ.986/2019 μη οριστική απόφασή του με την οποία, αφού έκρινε την αγωγή παραδεκτή και νόμιμη, διέταξε την επανάληψη της συζήτησής της, προκειμένου να προσκομιστούν τα αναφερόμενα σε αυτήν έγγραφα. Ακολούθως, η ενάγουσα επανέφερε τη συζήτηση της αγωγής αυτής, με την από 24-7-2019 κλήση της (με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. …………./2019), επαναλαμβάνοντας τη διακοπείσα δίκη, ένεκα του θανάτου της αρχικής πρώτης ως άνω ενάγουσας – μητέρας της, ως μοναδική εξ΄αδιαθέτου κληρονόμος αυτής και πλέον ως μοναδική ενάγουσα. Στη συνέχεια δε, εκδόθηκε, κατά την ίδια διαδικασία, η υπ΄αρ. 1627/2020 οριστική απόφασή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή.
Ήδη η ενάγουσα – εκκαλούσα προσβάλλει την παραπάνω απόφαση με την κρινόμενη, από 1-8-2020 έφεσή της, απευθυνόμενη στο παρόν Δικαστήριο, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς με Γενικό Αριθμό Κατάθεσης και Ειδικό Αριθμό Κατάθεσης αντίστοιχα (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.) ………../6-8-2020, αντίγραφο της οποίας κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, με Γ.Α.Κ/Ε.Α.Κ. …………./11-8-2020.
Η παραπάνω έφεση προσδιορίστηκε αρχικάγια τη δικάσιμο της 4ης– 3-2021, οπότε και ματαιώθηκε, εξαιτίας της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων λόγω covid-19,προσδιορίστηκε δε εκ νέου αυτεπαγγέλτως προς συζήτηση, για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο με αρ. 31, δυνάμει της υπ΄αρ. 42/5-4-2021 Πράξης της, ορισθείσας από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς, Δικαστή Ζωής Καραχάλιου, Εφέτη και ήδη Προέδρου Εφετών, σύμφωνα με το άρθρο 21 του ν.4786/2021.
ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ της υπόθεσης και κατά την εκφώνησή της από το πινάκιο, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, ύστερα από δήλωσή τους που έγινε σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 παρ.2 ΚΠολΔ, δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, αλλά προκατέθεσαν προτάσεις .
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη έφεση της εκκαλούσας – ενάγουσας κατά της υπ΄ αρ. 1627/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία περιουσιακών (μισθωτικών) διαφορών (άρθρα 614 – 615 ΚΠολΔ, όπως αυτά ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το ν.4335/23-7-2015, ο οποίος, σύμφωνα με το άρθρο 9 παρ.2 αυτού, καταλαμβάνει τις αγωγές, που ασκήθηκαν μετά την 1-1-2016, όπως εν προκειμένω), έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 επ., 511, 513, 516 παρ.1, 518 παρ.2, 591 παρ.1 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι οι διάδικοι δεν επικαλούνται ούτε προκύπτει ότι έλαβε χώρα επίδοση της εκκαλουμένης και από τη δημοσίευση της τελευταίας μέχρι την άσκηση της έφεσης, δεν έχει παρέλθει διετία. Έχει κατατεθεί δε από την εκκαλούσα το προβλεπόμενο, από το άρθρο 495 παρ.3 εδ.α ΚΠολΔ, παράβολο του Δημοσίου, όπως προκύπτει από τη σχετική σημείωση της Γραμματέα του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κάτωθεν του δικογράφου της. Πρέπει, επομένως, να εξετασθεί περαιτέρω από το Δικαστήριο τούτο, που είναι καθ΄ύλη και κατά τόπο αρμόδιο, κατά την ίδια διαδικασία με την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, ως προς την παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της και μέσα στα πλαίσια που καθορίζονται από αυτούς (άρθρα 19, 522 ,533 παρ.1,2 ΚΠολΔ).
Κατά τη διάταξη του άρθρου 43 του π.δ. 34/1995 (άρθρα 12 του ν. 813/1978, 3 του ν. 2041/1992) ‘’Κωδικοποίηση διατάξεων νόμων περί εμπορικών μισθώσεων’’, όπως ίσχυε πριν τροποποιηθεί με το άρθρο 17 παρ. 1 του ν. 3853/17-6-2010, όταν πρόκειται για σύμβαση μίσθωσης που ρυθμίζεται από αυτό, ‘’ο μισθωτής μπορεί μετά την πάροδο διετίας από την έναρξη της σύμβασης να καταγγείλει τη μίσθωση. Η καταγγελία γίνεται εγγράφως και τα αποτελέσματά της επέρχονται μετά την πάροδο έξι (6) μηνών από αυτή. Στην περίπτωση αυτή ο μισθωτής οφείλει στον εκμισθωτή ως αποζημίωση το καταβαλλόμενο κατά το χρόνο της καταγγελίας μίσθωμα τεσσάρων(4) μηνών’’. Με τη διάταξη αυτή παρέχεται στο μισθωτή εμπορικής και γενικά κάθε μίσθωσης που καλύπτεται, κατ` άρθρ. 1 του εν λόγω π.δ., από την προστασία αυτού, το δικαίωμα να καταγγείλει τη μίσθωση (καταγγελία μεταμέλειας), εφόσον, αφενός μεν, η μίσθωση παραμένει ενεργός, αφετέρου δε, έχει παρέλθει διετία από την έναρξή της. Για το κύρος της καταγγελίας αρκεί η έγγραφη δήλωση του μισθωτή ότι λύνει τη μίσθωση χωρίς να απαιτείται η συνδρομή κάποιου λόγου που να δικαιολογεί τη μεταμέλειά του. Η καταγγελία αυτή τελεί υπό αναβλητική προθεσμία έξι μηνών και συνεπάγεται την υποχρέωση του μισθωτή να καταβάλει στον εκμισθωτή εφάπαξ αποζημίωση, από τέσσερα μηνιαία μισθώματα, υπολογιζόμενα κατά το χρόνο άσκησης της καταγγελίας (ΑΠ 927/2015, ΑΠ 1414/2012, ΑΠ 284/2010), ανεξάρτητα από τη ζημία του εκμισθωτή, ακόμη και αν ο τελευταίος εκμίσθωσε το μίσθιο αμέσως. Αν μετά την άσκηση της καταγγελίας, ο μισθωτής αποδώσει αμέσως τη χρήση του μισθίου στον εκμισθωτή, οφείλει και πάλι να καταβάλει στον τελευταίο το μέχρι την επέλευση των αποτελεσμάτων της καταγγελίας, μίσθωμα των έξι μηνών και την αποζημίωση των τεσσάρων μηνών (ΑΠ 246/2011, ΑΠ 1673/2009). H διάταξη του άρθρ. 43 του π.δ. 34/1995 τροποποιήθηκε με το άρθρο 17 του ν. 3853/2010 ως προς τη δυνατότητα του μισθωτή να καταγγείλει την εμπορική μίσθωση λόγω μεταμέλειας, ενώ περιλήφθηκαν σ` αυτό και μεταβατικές διατάξεις. Ειδικότερα, με το άρθρο 17 ν. 3853/2010 ‘’περί τροποποίησης όρων και αποτελεσμάτων καταγγελίας εμπορικής μίσθωσης από μισθωτή’’ ορίστηκαν τα εξής: ‘’Ο μισθωτής μπορεί μετά την πάροδο ενός (1) έτους από την έναρξη της σύμβασης να καταγγείλει τη μίσθωση. Η καταγγελία γίνεται εγγράφως, τα δε αποτελέσματά της επέρχονται μετά την πάροδο τριών (3) μηνών από τη γνωστοποίησή της. Στην περίπτωση αυτή ο μισθωτής οφείλει στον εκμισθωτή ως αποζημίωση ποσό ίσο με ένα (1) μηνιαίο μίσθωμα, όπως αυτό έχει διαμορφωθεί κατά το χρόνο καταγγελίας της μίσθωσης’’ (παρ. 1). Το δικαίωμα καταγγελίας της εμπορικής μίσθωσης σύμφωνα με το άρθρο 43 του π.δ.34/1995, έχει ο μισθωτής ακόμη και αν έχει παραιτηθεί από αυτό σύμφωνα με το άρθρο 45 του π.δ. 34/1995. Καταγγελία που έχει ήδη ασκηθεί κατά τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, ενώ ο μισθωτής είχε παραιτηθεί νόμιμα από αυτό το δικαίωμα, θεωρείται έγκυρη, τα δε αποτελέσματά της επέρχονται σύμφωνα με την παράγραφο 1, όχι, όμως, πριν τη δημοσίευση του νόμου. Ο μισθωτής υποχρεούται στην περίπτωση αυτή σε καταβολή αποζημίωσης ίση με το ποσόν ενός μισθώματος όπως αυτό ανερχόταν τρεις μήνες πριν την επέλευση των αποτελεσμάτων της καταγγελίας (παρ. 2)… Οι παράγραφοι 2 και 3 ισχύουν για καταγγελίες που θα γίνουν μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2012 και αφορούν μισθώσεις ακινήτων που έχουν συναφθεί πριν τη δημοσίευση του παρόντος νόμου” (παρ. 4). Ήδη η προθεσμία της παρ. 4 του άρθρου 17 του ν. 3853/2010 παρατάθηκε μέχρι τις 31.12.2013 με το άρθρο 6 της από 18.12.2012 Π.Ν.Π., που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 4128/2013. Όλες οι ανωτέρω προστατευτικές διατάξεις εφαρμόζονται και σε περίπτωση που έχει λήξει ο συμβατικός ή ο νόμιμος χρόνοςη μίσθωση τελεί σε αναγκαστική παράταση(ΑΠ 357/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Αντίθετα, όμως, δεν εφαρμόζονται αν η μίσθωση έχει λήξει (π.χ. με τη πάροδο 12ετίας κ.λπ.), οπότε δεν νοείται καταγγελία της ήδη λυθείσας μίσθωσης (ΑΠ 1041/1998 ΕλλΔικ. 39.1596). Δεν εφαρμόζεται, μάλιστα, έστω και αν μετά ταύτα μετατράπηκε η μίσθωση σε αορίστου χρόνου, (περίπτωση στην οποία εμπίπτει και η ένδικη, όπως θα αναφερθεί παρακάτω), διότι έκτοτε έχει λήξει γι’ αυτήν (μίσθωση) η προστασία των διατάξεων του νόμου περί εμπορικών μισθώσεων, χωρεί δε καταγγελία της από κάθε συμβαλλόμενο, σύμφωνα με τα άρθρα 608 παρ. 2 και 609 ΑΚ, χωρίς τις συνέπειες του ως άνω άρθρου 43 του π.δ. 34/1995 (Ιωάννη Κατρά Πανδέκτης Μισθώσεων και Οροφοκτησίας, εκδ.2000, παρ. 120 αρ. 5 και 6, σελ. 325).
Η εκκαλούσα, αρχική δεύτερη ενάγουσα ……….. εξέθετε στην ως άνω με Ε.Α.Κ. ………/2017 αγωγή της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ότι, με την σύμφωνη γνώμη της, ο αποβιώσας στις 8-4-2016, πατέρας της ………., μαζί με την πρώτη αρχική ενάγoυσα μητέρα της ………., συμφώνησαν, δυνάμει του από 17-2-2004 ιδιωτικού συμφωνητικού, με το ΙΚΑ Νίκαιας, όπως νομίμως εκπροσωπείτο, ειδικός διάδοχος του οποίου κατέστη το εναγόμενο, την εκμίσθωση στο τελευταίο του μισθίου ακινήτου, το οποίο ανήκε κατά συγκυριότητα και στους τρεις, ευρισκομένου στην οδό …………… στη Νίκαια Αττικής, επιφάνειας 1.390 τ.μ, όπως περαιτέρω περιγράφεται στην αγωγή, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί για τη στέγαση των ιατρείων του ΙΚΑ Νίκαιας. Ότι, η διάρκεια της μίσθωσης ορίστηκε πενταετής(από 28-7-2003 έως και 27-7-2008), μετά το πέρας της οποίας, συνεχίστηκε ως αορίστου χρόνου. Ότι, το μίσθωμα ανήλθε, μετά τις αναφερόμενες αναπροσαρμογές και κατόπιν μειώσεις αυτού, στο ποσό των 5.904,26 ευρώ, το οποίο καταβαλλόταν μέχρι την τελευταία μέρα κάθε μισθωτικού μήνα, σε ποσοστό 25 % σε καθένα από τους ………. και ………. και 50 % στην ίδια, ενώ μετά το θάνατο του .. … καταβαλλόταν σε ποσοστό 50% σε κάθε μια από τις … και …. …. Ότι, το εναγόμενο, με την από 17-9-20l7 εξώδικη δήλωσή του, κατήγγειλε τη μίσθωση καλώντας συγχρόνωςτις ενάγουσες να παραλάβουν τα κλειδιά του μισθίου. Ότι η παραπάνω εξώδικη δήλωση δεν επιδόθηκε προσηκόντως στις τελευταίες, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην αγωγή, και για το λόγο αυτό δεν παρέστησαν στην παραλαβή των κλειδιών. Ότι, η εν λόγω καταγγελία της μίσθωσης πάσχει αφού δεν έλαβε χώρα νομίμως, ούτε έγινε εκούσια παραλαβή του μισθίου, καθώς ναι μεν έγινε η παραλαβή των κλειδιών αυτού από τη …………….., αλλά με επιφύλαξη, σε κάθε δε περίπτωση δεν δεσμεύει την ………… Ζητούσαν δε ακολούθως οι αρχικές ενάγουσες,να αναγνωριστεί ότι,η ένδικη μίσθωση συνεχίζεται (ως αορίστου χρόνου) και να υποχρεωθεί το εναγόμενο να τους καταβάλει το ποσό των 8.856,39 ευρώ σε κάθε μία από αυτές, που αντιστοιχεί στα μισθώματα των μηνών Οκτωβρίου, Νοεμβρίου και Δεκεμβρίου του 2017, καθώς και το 50 % στην κάθε μία εξ αυτών επίσης, των μισθωμάτων του έτους 2018 μέχρι τη συζήτηση της αγωγής, με το νόμιμο τόκο για κάθε μίσθωμα από τότε που ήταν καταβλητέο, άλλως από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση.
Το ως άνω Δικαστήριο, δικάζοντας κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών (μισθωτικών) διαφορών (άρθρα 614-615 ΚΠολΔ), εξέδωσε αρχικά την υπ΄αρ. 986/18-3-2019 μη οριστική απόφασή του με την οποία, αφού έκρινε την αγωγή παραδεκτή και νόμιμη, διέταξε την επανάληψη της συζήτησης της εν λόγω αγωγής,προκειμένου να προσκομιστούν τα αναφερόμενα σε αυτήν έγγραφα, ήτοι η απόφαση της διοικήτριας του εναγόμενου σχετικά με την καταγγελία της μίσθωσης, καθώς και τις εκθέσεις επίδοσης αυτής. Ακολούθως, η ενάγουσα επανέφερε τη συζήτηση της αγωγής αυτής με την από 24-7-2019 κλήση της (με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. ………../2019), επαναλαμβάνοντας τη διακοπείσα δίκη (άρθρα 286, 287 παρ.1, 290, 291, 292 ΚΠολΔ) ως μοναδική εξ΄αδιαθέτου κληρονόμος της αρχικής πρώτης ως άνω ενάγουσας – μητέρας της, η οποία εν τω μεταξύ είχε αποβιώσει (στις 14-7-2019) και πλέον, ως μοναδική ενάγουσα. Στη συνέχεια δε, εκδόθηκε, κατά την ίδια διαδικασία, η υπ΄αρ. 1627/2020 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή και υποχρέωσε το εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 5.904,37 ευρώ, που αφορά στο μίσθωμα του Οκτωβρίου 2017, με το νόμιμο τόκο από το τέλος του μήνα αυτού μέχρι την εξόφληση,ενώ απέρριψε την αγωγή κατά τα λοιπά, σύμφωνα με τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην ανωτέρω απόφαση.
Ήδη κατά της παραπάνω οριστικής απόφασης (με την οποία θεωρείται συμπροσβαλλόμενης και η προαναφερθείσα υπ΄αρ.986/2019 μη οριστική απόφαση), παραπονείται η ενάγουσα- εκκαλούσα ………… με την κρινόμενη έφεσή της, για τους λόγους που εκθέτει σ΄ αυτήν και ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί δε την εξαφάνισή της, ώστε να γίνει συνολικά δεκτή η ως άνω αγωγή.
Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα του εναγόμενου ……….., ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, η οποία περιέχεται στα ταυτάριθμα με την ως άνω υπ΄αρ. 986/2019 μη οριστική απόφαση, πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού, και όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν, αποδεικνύονται τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά:
Ο ………., ο οποίος αποβίωσε στις 8-4-2016 (ήτοι πριν την άσκηση της αγωγής), μαζί με την σύζυγό του – πρώτη αρχική ενάγoυσα ………….., η οποία αποβίωσε στις 14-7-2019 (ήτοι μετά την άσκηση της αγωγής, όπως προεκτέθηκε), εκμίσθωσαν, δυνάμει του από 17-2-2004 ιδιωτικού συμφωνητικού, στο ΙΚΑ Νίκαιας, όπως νομίμως εκπροσωπείτο, ειδικός διάδοχος του οποίου κατέστη το εναγόμενο (μισθωτής), το ακίνητο, που βρίσκεται επί της οδού ………… στη Νίκαια Αττικής, αποτελούμενο από δώδεκα οριζόντιες ιδιοκτησίες συνολικής επιφάνειας 1.390 τ.μ, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί για τη στέγαση των ιατρείων του ΙΚΑ Νίκαιας. Η διάρκεια της μίσθωσης ορίστηκε πενταετής (από 28-7-2003 έως και 27-7-2008), μετά το πέρας της οποίας, συνεχίστηκε ως αορίστου χρόνου. Το ακίνητο αυτό ανήκε κατά συγκυριότητα τόσο στους ως άνω εκμισθωτές …. και . ……….-γονείς της ενάγουσας, σε ποσοστό 25% σε καθένα από αυτούς,(οι οποίοι το χρησιμοποιούσαν παλαιότερα για τη στέγαση της ιδιωτικής κλινικής που διατηρούσαν, καθώς ήταν ιατροί), όσο και στην ενάγουσα – ήδη εκκαλούσα, σε ποσοστό 50%. Ωστόσο, στο ως άνω μισθωτήριο συμβλήθηκαν ως εκμισθωτές μόνο οι γονείς της ενάγουσας, με τη σύμφωνη, όμως, γνώμη αυτής, ως συνιδιοκτήτριας, όπως αναφέρεται ρητά στην αγωγή της, και συνεπώς, ενήργησαν ως εντολοδόχοι της. Ενόψει δε ότι, η σύναψη της μίσθωσης αποτελεί πράξη διαχείρισης του κοινού (ακινήτου), μπορούν να την ασκήσουν και κοινωνοί που δεν έχουν την πλειοψηφία των μερίδων, εφόσον ενεργούν ως εντολοδόχοι κοινωνών με τους οποίους σχηματίζουν πλειοψηφία, όπως εν προκειμένω (βλ. Ιωάννη Κατρά ‘’Πανδέκτης Μισθώσεων και Οροφοκτησίας‘’ εκδ.2000, παρ. 20Β,Γ1, σελ. 95-96.) Το μηνιαίο μίσθωμα (το οποίο, σύμφωνα με τον υπ΄αρ. 2 όρο του συμφωνητικού, έπρεπε να καταβάλλεται, ύστερα από επιλογή του μισθωτή, στους ιδιοκτήτες ή στον νόμιμο αντιπρόσωπο αυτών στο αρμόδιο ταμείο του τοπικού υποκαταστήματος ΙΚΑ Νίκαιας), ανήλθε, μετά τις αναφερόμενες στην αγωγή αναπροσαρμογές και, κατόπιν, μειώσεις αυτού, στο ποσό των 5.904,26 ευρώ. Το ως άνω μίσθωμα, καταβαλλόταν από το εναγόμενο- μισθωτή μέχρι την τελευταία μέρα κάθε μισθωτικού μήνα,σε ποσοστό 25 % σε καθένα από τους εκμισθωτές … και ……… και σε ποσοστό 50 % στην ίδια την ενάγουσα. Μετά δε το θάνατο του …….., καταβαλλόταν σε ποσοστό 50% στην ……., η οποία κληρονόμησε το ποσοστό συγκυριότητας του ως άνω συζύγου της στο ακίνητο, δυνάμει της από 17-1-2008 ιδιόγραφης διαθήκης του (που δημοσιεύθηκε με τα υπ΄αρ. 176/30-5-2016 Πρακτικά του Ειρηνοδικείου Νίκαιας), και κατά το έτερο 50%, στη ………… Mε βάση τα προεκτεθέντα, η μητέρα της ενάγουσας και αρχικά πρώτη ενάγουσα …………, μετά το θάνατο του ως άνω συζύγου της – συνεκμισθωτή, κατέστη πλέον μοναδική εκμισθώτρια του εν λόγω ακινήτου. Το ότι καταβαλλόταν στην νυν ενάγουσα,μέρος του μισθώματος που αντιστοιχούσε στο ποσοστό συγκυριότητάς της, δεν την καθιστά άνευ ετέρου εκμισθώτρια. Εξάλλου, σύμφωνα με τον υπ΄αρ. 16 όρο του ως άνω μισθωτηρίου, ‘’για την απόδοση του κτιρίου μετά τη λήξη της μίσθωσης θα συνταχθεί από διμελή επιτροπή από υπαλλήλους του ΙΚΑ Πρωτόκολλο για τη γενική και ειδική κατάσταση του κτιρίου σε τρία αντίτυπα από τα οποία το ένα θα λάβει ο ιδιοκτήτης, ένα ο Προϊστάμενος της υπηρεσίας και ένα θα αποσταλεί στη διοίκηση του ΙΚΑ. Ο δε εκμισθωτής καλείται εγγράφως προς τούτο και σε περίπτωση μη εμφάνισής του, συντάσσεται πρωτόκολλο μόνο από την επιτροπή παραλαβής ’’. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι το εναγόμενο, με την από 17-9-2017 εξώδικη δήλωσή του, κατήγγειλε τη μίσθωση. Ειδικότερα, διά της τότε διοικήτριας του υποκαταστήματος ΙΚΑ Νίκαιας, με την από 21-9-2017 Πράξη αυτής, το εναγόμενο όρισε διμελή επιτροπή υπαλλήλων του, κατά τα οριζόμενα στον ανωτέρω όρο του μισθωτηρίου, για την απόδοση του μισθίου και κοινοποίησε την ανωτέρω πράξη καθώς και την πρόθεση του να εγκαταλείψει το μίσθιο (άρθρο 608 παρ. 2 ΑΚ,) καλώντας τους εκμισθωτές να παρευρεθούν στις 27-9-2017σε αυτό για να παραλάβουν τα κλειδιά του. Η παραπάνω καταγγελία της ήδη αορίστου χρόνου μίσθωσης, κοινοποιήθηκε στην …………, μοναδική τότε εν ζωή υπογράψασα το μισθωτήριο συνεκμισθώτρια, με θυροκόλληση στη δηλωθείσα στο μισθωτήριο κατοικία της στην Ηλιούπολη (οδός ………….), όπως προκύπτει και από την προσκομιζόμενη υπ’ αρ. …………/22-9-2017 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθήνας ……….. Επίσης, θυροκολλήθηκε ως προς τον έτερο εκμισθωτή ……… στην ίδια διεύθυνση, που αναγραφόταν στο μισθωτήριο ως κατοικία του, όπως προκύπτει από την υπ’ αρ. ……. /22-9-2017 έκθεση επίδοσης του ίδιου ως άνω δικαστικού επιμελητή, γεγονός,όμως, που δεν ασκεί έννομη επιρροή, καθώς αυτός είχε ήδη αποβιώσει, όπως προαναφέρθηκε. Η επίδοση, που έγινε νομίμως στη μοναδική, κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα, πλέον εκμισθώτρια του μισθίου ………., αρκούσε για την εγκυρότητα της καταγγελίας. Από κανένα δε στοιχείο δεν προέκυψε ο ισχυρισμός της ενάγουσας ………., τον οποίο πρόβαλε πρωτοδίκως και επαναφέρει με την ένδικη έφεσή της, ότι το εναγόμενο γνώριζε ότι η ως άνω εκμισθώτρια είχε μετακομίσει από την παραπάνω διεύθυνση η οποία αναφερόταν στο μισθωτήριο και κατοικούσε πλέον στην Πεντέλη, καθώς οι κοινοποιήσεις των εγγράφων που επικαλείται η ενάγουσα, προς επίρρωση του ισχυρισμού της αυτού, ότι έγιναν στην κατοικία της στην Πεντέλη, έλαβαν χώρα, όπως επισημαίνεται και στην εκκαλουμένη, σε μεταγενέστερο της επίδικης καταγγελίας χρόνο. Στη συνέχεια κι ενόψει ότι δεν παρεβρέθηκε η εκμισθώτρια κατά την ως άνω ημερομηνία για την παραλαβή του μισθίου, το εναγόμενο απέστειλε την από 27-9-2017 εξώδική δήλωσή του με ενσωματωμένο το Πρωτόκολλο παράδοσης, που συντάχθηκε, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο προαναφερθέν ιδιωτικό συμφωνητικό μίσθωσης, από τη διμελή επιτροπή των ορισθέντων υπαλλήλων του, με την παρουσία του αστυφύλακα του Α.Τ Νικαίας Αλεξίου Κουρή, προσφέροντας ταυτόχρονα τα κλειδιά του μισθίου διά του δικαστικού επιμελητή, με την αναφορά ότι, ότι σε περίπτωση άρνησης παραλαβής τους, θα βρίσκονται στην Οικονομική Υπηρεσία του ΔΥΠΕ Πειραιώς και Αιγαίου, από όπου θα μπορούν να παραληφθούν κατά τις εργάσιμες ώρες και ημέρες. Η εκκαλούσα – ενάγουσα παρέλαβε δε, όπως προκύπτει από το σχετικό έγγραφο, αλλά και η ίδια συνομολογεί, τα κλειδιά του μισθίου στις 29-9-2017,διά του δικαστικού επιμελητή ………., με επιφύλαξη των νομίμων δικαιωμάτων της. Βάσει των ανωτέρω, η καταγγελία της επίδικης σύμβασης μίσθωσης είναι έγκυρη, επήλθε δε η λύση της σύμβασης αυτής στο τέλος του ημερολογιακού μήνα, μετά την πάροδο της προθεσμίας των δεκαπέντε ημερών που προβλέπεται από το άρθρο 609 ΑΚ, ήτοι του Οκτωβρίου του έτους 2017. Οπότε, όπως κρίθηκε και από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, οφείλεται από το εναγόμενο – εφεσίβλητο στην ενάγουσα – εκκαλούσα μόνο το μίσθωμα του μήνα αυτού, ποσού 5.904,37 ευρώ, ως προς την καταβολή του οποίου πρέπει να γίνει δεκτή η αγωγή κι ως ουσιαστικά βάσιμη. Αντίθετα, δεν υφίσταται αξίωση εις βάρος του εναγόμενου – μισθωτή καταβολής μισθωμάτων για περαιτέρω διάστημα, απορριπτομένου του σχετικού αγωγικού αιτήματος ως ουσιαστικά αβάσιμου, κατά το οποίο είχε λυθεί η μίσθωση, με την ως άνω καταγγελία, το δε εναγόμενο είχε αποχωρήσει από το μίσθιο και είχαν παραδοθεί προσηκόντως τα κλειδιά αυτού.
Η ενάγουσα -εκκαλούσα, παραπονείται, με τον μοναδικό ουσιαστικά λόγο της έφεσής της, ότι, κακώς το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δέχθηκε ότι οι αρχικοί συνεκμισθωτές γονείς της, ενεργούσαν τόσο ατομικά όσο και ως πληρεξούσιοι (άμεσοι αντιπρόσωποι) αυτής, στους οποίους είχε αναθέσει τη διαχείριση του μισθίου ακινήτου, συγκυριότητας και των τριών, καθώς, όπως υποστηρίζει από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει το ως άνω γεγονός. Το ότι καταβαλλόταν το 50% του μισθώματος στην ίδια από κάποιο χρονικό σημείο και μετά, δεν δεικνύει, σύμφωνα πάντα με τους ισχυρισμούς της εκκαλούσας, κάτι τέτοιο, ενώ μετά το θάνατο του πατέρα της – αρχικού συνεκμισθωτή στις 8-4-2016 και την επαγωγή του μεριδίου του στη μητέρα της -έτερη των συνεκμισθωτών, υπήρξε κοινωνία δικαιώματος μεταξύ αυτής και της μητέρας της, ως έχουσες το 50% έκαστη του μισθίου, πράγμα που γνώριζε και αποδέχτηκε το εναγόμενο. Υποστηρίζει, λοιπόν, η εκκαλούσα, ότι το τελευταίο έπρεπε να κοινοποιήσει την καταγγελία της σύμβασης μίσθωσης και στις δύο (στην ίδια και στη μητέρα της), αφού καμία εκ των δύο δεν λειτουργούσε ως εντολοδόχος ή αντιπρόσωπος της άλλης, αλλά η κάθε μία αυτοτελώς. Οπότε, συνεχίζει η εκκαλούσα, η κοινοποίηση της καταγγελίας στην μητέρα της αρχική πρώτη ενάγουσα, έστω στη διεύθυνση στην Ηλιούπολη, όπου δεν διέμενε πλέον, καθώς είχε μετακομίσει στην Πεντέλη, δεν επιφέρει αποτελέσματα στο πρόσωπό της, καθώς επίσης η παραλαβή των κλειδιών του μισθίου από την ίδια την εκκαλούσα – δεύτερη αρχική ενάγουσα και ήδη μοναδική ενάγουσα, δεν δεσμεύει την συνεκμισθώτρια μητέρα της. Ως εκ τούτων καταλήγει (η εκκαλούσα) ότι, η εκκαλουμένη απόφαση εσφαλμένα δεν δέχθηκε τον αγωγικό ισχυρισμό περί ακυρότητας της καταγγελίας της ένδικης σύμβασης και συνέχισης αυτής.
Ο ισχυρισμός, όμως, αυτός, της εκκαλούσας και συνεπώς κι ο λόγος της έφεσης, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Ειδικότερα, όπως αναλυτικότερα αναφέρθηκε παραπάνω, μόνη εκμισθώτρια του εν λόγω ακινήτου, μετά το θάνατο του αρχικού συνεκμισθωτή συζύγου της, ήταν η …………….., οπότε νομίμως και προσηκόντως, κατ΄άρθρα 608 εδ.β και 609 εδ.δ ΑΚ, επιδόθηκε σε αυτήν η ανωτέρω καταγγελία της μισθωτικής σύμβασης από το εναγόμενο – μισθωτή, στη διεύθυνσή της που αναφερόταν στο μισθωτήριο και δεν ήταν απαραίτητο για την εγκυρότητά της (καταγγελίας) να επιδοθεί και στην ενάγουσα – εκκαλούσα. Το γεγονός ότι η τελευταία ήταν συγκυρία του ως άνω ακινήτου και της καταβαλλόταν μέρος του μισθώματος, αντίστοιχο με το ποσοστό συνιδιοκτησίας της σε αυτό, δεν την καθιστά εκμισθώτρια αυτού,καθώς ο εκμισθωτής δεν είναι απαραίτητο να ταυτίζεται με τους συνιδιοκτήτες του μισθίου. Περαιτέρω, συνάγεται ότι οι γονείς της ενάγουσας -εκμισθωτές, εκτός από ατομικά, ενεργούσαν ως εντολοδόχοι κι αντιπρόσωποι αυτής ως συγκοινωνού, κυρίως διότι, όπως κι η ίδια αναφέρει στην αγωγή της, υπήρχε συναίνεσή της ως προς τη μίσθωση, αλλά και επειδή της καταβαλλόταν μέρος του μισθώματος. Σε κάθε περίπτωση, η εκκαλούσα παρέλαβε τα κλειδιά του μίσθιου ακινήτου, αν και κάτι τέτοιο δεν ήταν καν απαραίτητο,με βάση τα ανωτέρω συμφωνηθέντα στο μισθωτήριο, για να συντελεσθεί η παράδοσή του, εφόσον, όπως πολλάκις προαναφέρθηκε, είχε προσηκόντως γίνει επίδοση της καταγγελίας της μίσθωσης εκ μέρους του εναγόμενου, στην μοναδική πλέον εκμισθώτρια ………… Εξάλλου, ο κύριος του ακινήτου, εφόσον δεν είναι εκμισθωτής αυτού, δεν δικαιούται να ασκήσει τις αγωγές από τη μίσθωση (ΑΠ 518/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Κατόπιν τούτων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλουμένη απόφαση του κατέληξε στην ίδια κρίση με το παρόν, έστω με εν μέρει διαφορετική αιτιολογία, την οποία το παρόν Δικαστήριο παραδεκτά αντικαθιστά (άρθρο 534 ΚΠολΔ), δεν έσφαλε και ορθώς εφάρμοσε τον νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις. Επομένως, η κρινόμενη έφεση, πρέπει ν΄ απορριφθεί στο σύνολό της, κατά τα προαναφερθέντα ως ουσιαστικά αβάσιμη. Η δε δικαστική δαπάνη του εφεσίβλητου, για τον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, πρέπει, κατόπιν σχετικού αιτήματός του, να επιβληθεί εις βάρος της εκκαλούσας (άρθρα 176,183 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό οριζόμενα. Τέλος, θα διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος από την εκκαλούσα παραβόλου της έφεσης, στο Δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 παρ.3 εδ.ε ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δέχεται τυπικά την έφεση.
Απορρίπτει την έφεση στην ουσία.
Επιβάλλει εις βάρος της εκκαλούσας τη δικαστική δαπάνη του εφεσίβλητου, την οποία ορίζει, για τον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.
Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο ταμείο του, κατατεθέντος από την εκκαλούσα, παραβόλου της έφεσης (e-παράβολο με αρ. …………./2020, ποσού 100 ευρώ).
KPIΘHKE, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση στις 13Δεκεμβρίου2021, απόντων των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓPAMMATEAΣ