Περίληψη
Στο άρθρο 41 Ν. 3659/2008 ορίζεται ότι, ‘’αν ένδικο βοήθημα απορριφθεί τελεσιδίκως για έλλειψη δικαιοδοσίας του δικαστηρίου, το αντίστοιχο ένδικο βοήθημα που προβλέπει ο νόμος, εφόσον ασκηθεί ενώπιον του κατά δικαιοδοσία αρμόδιου δικαστηρίου εντός ανατρεπτικής προθεσμίας δύο (2) μηνών από την επίδοση της τελεσίδικης απορριπτικής απόφασης στον ενδιαφερόμενο ή αφότου καταστεί τελεσίδικη η επιδοθείσα πρωτόδικη απόφαση, λογίζεται, ως προς όλες τις έννομες συνέπειες, ότι ασκήθηκε κατά το χρόνο της άσκησης εκείνου που απορρίφθηκε’’. Η ανωτέρω δίμηνη ανατρεπτική προθεσμία αφετηριάζεται, αν η απορριπτική απόφαση είναι από την έκδοσή της τελεσίδικη ή εκδόθηκε κατ’ έφεση από δικαστήριο του δεύτερου βαθμού, από την επίδοση της τελεσίδικης απορριπτικής απόφασης στον ενδιαφερόμενο. Αν όμως χωρεί κατ’ αυτής έφεση, η προθεσμία αρχίζει αφότου η πρωτόδικη απόφαση καταστεί τελεσίδικη δια της παρόδου της προς άσκηση του ένδικου μέσου προθεσμίας, υπό την προϋπόθεση ότι (η πρωτόδικη απόφαση) έχει επιδοθεί. Διατάσσεται η επανάληψη της συζήτησης, ώστε να προσκομιστεί από τον εκκαλούντα – ενάγοντα η επικαλούμενη από αυτόν επίδοση της εν λόγω απόφασης, οπότε να προκύψει αν ασκήθηκε ενώπιον του παρόντος αρμόδιου κατά δικαιοδοσία Δικαστηρίου, η ένδικη αγωγή εντός του προβλεπόμενου από τον παραπάνω νόμο διμήνου από της τελεσιδικίας της απόφασης του Διοικητικού Δικαστηρίου με την οποία απορρίφθηκε το αντίστοιχο ένδικο βοήθημα λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας.
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 600/2021
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τη Δικαστή Ελένη Σκριβάνου, Εφέτη, η οποία ορίστηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Κ.Σ.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις ………..1, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ – ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: …………, ο οποίος παραστάθηκε διά του πληρεξούσιου δικηγόρου του Κωνσταντίνου Μπαντουβέρη-Μπαντουβεράκη.
ΚΑΙ της ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ – ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Ανώνυμης εταιρείας …………. η οποία παραστάθηκε διά του πληρεξούσιου δικηγόρου της Κίμωνα Γκιουλιστάνη (με δήλωση, κατ΄άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ).
Ο ΕΝΑΓΩΝ – ΕΚΚΑΛΩΝ άσκησε, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 19-1-2018 και με αρ. εκθ. κατάθεσης (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.) ……./19-1-2018 αγωγή του κατά της εναγόμενης – εφεσίβλητης. Το ως άνω Δικαστήριο, δικάζοντας κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών (εργατικών) διαφορών (άρθρα 614,621,622 ΚΠολΔ), εξέδωσε την υπ΄αρ. 12279/2020 οριστική απόφασή του, με την οποία απέρριψε την αγωγή.
Ήδη ο ενάγων – εκκαλών προσβάλλει την απόφαση αυτή με την κρινόμενη, από 22-7-2020 έφεσή του, απευθυνόμενη στο παρόν Δικαστήριο, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς με Γενικό Αριθμό Κατάθεσης και Ειδικό Αριθμό Κατάθεσης αντίστοιχα (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.) ……../23-7-2020, αντίγραφο της οποίας κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, με Γ.Α.Κ/Ε.Α.Κ. ………./23-7-2020.
Η παραπάνω έφεση προσδιορίστηκε αρχικά, για τη δικάσιμο της 4ης-3-2021, οπότε και ματαιώθηκε, εξαιτίας της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των Δικαστηρίων ένεκα του covid 19, ενώ προσδιορίστηκε εκ νέου αυτεπαγγέλτως προς συζήτηση, για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο με αρ. 29, δυνάμει της υπ΄αρ. 42/5-4-2021 Πράξης της, ορισθείσας από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς, Δικαστή Ζωής Καραχάλιου, Εφέτη και ήδη Προέδρου Εφετών, σύμφωνα με το άρθρο 21 του Ν.4786/2021.
ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ της υπόθεσης και κατά την εκφώνησή της από το πινάκιο, ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εκκαλούντος ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στην έφεση και τις προτάσεις του, ενώ ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εφεσίβλητης, ύστερα από δήλωσή του, που έγινε σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 παρ.2 ΚΠολΔ, δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, αλλά προκατέθεσε προτάσεις .
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη έφεση του εκκαλούντος – ενάγοντος, κατά της υπ΄ αρ. 2279/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία περιουσιακών (εργατικών) διαφορών (άρθρα 614, 621,622 ΚΠολΔ, όπως αυτά ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το Ν.4335/23-7-2015, ο οποίος, σύμφωνα με το άρθρο 9 παρ.2 αυτού, καταλαμβάνει τις αγωγές, που ασκήθηκαν μετά την 1-1-2016, όπως εν προκειμένω), έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 επ., 511, 513, 516 παρ.1, 518 παρ.2, 591 παρ.1 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι οι διάδικοι δεν επικαλούνται ούτε προκύπτει ότι έλαβε χώρα επίδοση της εκκαλουμένης και από τη δημοσίευση της τελευταίας μέχρι την άσκηση της έφεσης δεν έχει παρέλθει διετία. Πρέπει, επομένως, να εξετασθεί περαιτέρω από το Δικαστήριο τούτο, που είναι καθ΄ύλη και κατά τόπο αρμόδιο, κατά την ίδια διαδικασία με την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, ως προς την παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της και μέσα στα πλαίσια που καθορίζονται από αυτούς (άρθρα 19, 522, 533 παρ.1,2 ΚΠολΔ). Ο δε εκκαλών κατέθεσε το προβλεπόμενο, από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3 εδ.α του ΚΠολΔ, παράβολο, αν και στην ένδικη περίπτωση δεν απαιτείται, καθώς, σύμφωνα με το εδ.στ της παρ.3 του ως άνω άρθρου, από την υποχρέωση αυτή εξαιρούνται, μεταξύ άλλων, οι διαφορές του άρθρου 614 παρ.3 (εργατικές), όπως η προκείμενη.
Με τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 του Ν.3198/1955 ορίζεται ότι, κάθε αξίωση μισθωτού που πηγάζει από άκυρη καταγγελία της σχέσης εξαρτημένης εργασίας είναι απαράδεκτη, εφόσον η σχετική αγωγή δεν κοινοποιηθεί μέσα σε τρίμηνη ανατρεπτική προθεσμία από την λύση της σχέσης. Η προθεσμία αυτή είναι αποσβεστική, διότι, όταν παρέλθει άπρακτη, επέρχεται απόσβεση του δικαιώματος του μισθωτού προσβολής της καταγγελίας για ακυρότητα (άρθρο 279 ΑΚ). Αυτή λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο (άρθρο 280 ΑΚ), αποσκοπεί δε στην ταχεία άρση κάθε αβεβαιότητας σχετικά με το κύρος της καταγγελίας και στην εκκαθάριση εντός συντόμου χρονικού διαστήματος των αξιώσεων των εργαζομένων, που πηγάζουν από τυχόν άκυρη καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αυτών, ανεξαρτήτως του εάν αυτή είναι αορίστου ή ορισμένου χρόνου, ώστε να μην δημιουργούνται δυσβάστακτες συνέπειες για τον εργοδότη (Ολ.ΑΠ 1338/1985,ΑΠ 429/2016, ΑΠ 2234/2013, ΑΠ 705/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η μη κοινοποίηση δηλαδή της αγωγής περί της ακυρότητας της καταγγελίας στον εργοδότη μέσα στην παραπάνω τρίμηνη αποσβεστική προθεσμία καθιερώνει απαράδεκτο, το οποίο κατά κύριο λόγο πλήττει το δικαίωμα της επίκλησης και προσβολής της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας ως άκυρης και κατ` ανάγκη τις συνεχόμενες με αυτήν ουσιαστικές αξιώσεις, όπως την αξίωση καταβολής αποδοχών υπερημερίας ή απασχόλησης του μισθωτού. Ως εκ τούτου, αν παρέλθει άπρακτη η παραπάνω προθεσμία, η καταγγελία καθίσταται έγκυρη (του εργαζομένου δικαιουμένου να ζητήσει μόνο την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης) και η σχετική εκ της ακυρότητας αγωγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη (ΑΠ 113/2019, ΑΠ1387/2015, ΑΠ 705/2013, ΑΠ 1619/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Αφετηρία για την έναρξη της προθεσμίας αυτής αποτελεί η ημέρα κατά την οποία έλαβε χώρα η λύση της εργασιακής σχέσης.Εξάλλου, κατά το άρθρο 6 παρ. 2 του Ν. 3198/1955, κάθε αξίωση του μισθωτού για καταβολή ή συμπλήρωση της οφειλόμενης αποζημίωσης από απόλυσή του είναι απαράδεκτη αν η σχετική αγωγή δεν κοινοποιηθεί μέσα σε προθεσμία έξι (6) μηνών, αφότου η αξίωση κατέστη απαιτητή (ΑΠ 177/2013, ΑΠ 200/2011, ΑΠ 1284/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Αφετηρία για την έναρξη της εξάμηνης προθεσμίας αποτελεί η ημέρα κατά την οποία η αξίωση κατέστη απαιτητή και σε περίπτωση απροειδοποίητης καταγγελίας, η ημέρα αυτή συμπίπτει με την ημέρα κατά την οποία έλαβε χώρα η καταγγελία. Έτσι στην περίπτωση της απροειδοποίητης καταγγελίας της εργασιακής σύμβασης αόριστου χρόνου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 241 εδ. α ΑΚ, η οποία ισχύει και για την τρίμηνη προθεσμία του άρθρου 6 παρ. 1 του Ν. 3198/1955, αλλά και για την εξάμηνη προθεσμία του άρθρου 6 παρ. 2 του ίδιου νόμου, η προθεσμία αυτή αρχίζει από την επόμενη της ημέρας που έλαβε χώρα το γεγονός της καταγγελίας και λήγει, σύμφωνα με το άρθρο 243 ΑΚ, με την παρέλευση ολόκληρης της ημέρας του τελευταίου μήνα, η οποία αντιστοιχεί σε αριθμό με την ημέρα που άρχισε (ΑΠ 404/2008 ΕΕργΔ 2009.176, Εφ.Λαρ. 5/2014 ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ 2014.550). Οι ως άνω προθεσμίες (ήτοι τόσο η τρίμηνη της παρ.1 του άρθρου 6 του Ν. 3198/1955 όσο και η εξάμηνη της παρ.2 του ίδιου άρθρου του νόμου αυτού), είναι αποσβεστικές και, όπως συνάγεται από τα άρθρα 219, 280 και 261 του ΑΚ, αφενός μεν, σε αντίθεση με την παραγραφή, λαμβάνονται αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο, αφετέρου δε, διακόπτονται με την άσκηση της αγωγής (ΑΠ 1284/2010, ΑΠ 1247/2008, ΑΠ 1938/2007, ΑΠ 44/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Όταν παρέλθουν άπρακτες οι εν λόγω αποκλειστικές προθεσμίες, επέρχεται απόσβεση των ως άνω δικαιωμάτων, αντίστοιχα. Η παραγραφή που διακόπηκε, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 261 ΑΚ, η οποία εφαρμόζεται και στην αποσβεστική προθεσμία (άρθρο 279 ΑΚ)με την άσκηση αγωγής, λογίζεται, κατά το άρθρο 263 ΑΚ, ως να μη διακόπηκε, αν ο ενάγων παραιτηθεί από την αγωγή ή απορριφθεί αυτή τελεσίδικα για λόγους μη ουσιαστικούς, εκτός αν ο δικαιούχος επανεγείρει την αγωγή εντός έξι (6) μηνών, οπότε η αποσβεστική προθεσμία λογίζεται ότι έχει διακοπεί με την προηγούμενη αγωγή(ΑΠ 210/2009, ΑΠ 2074/2007ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ακόμη, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 215, 221, 226, 229, 233, 271 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι η άσκηση της αγωγής απαιτεί διαδικασία που ολοκληρώνεται με την κατάθεση του σχετικού δικογράφου στη γραμματεία του δικαστηρίου, στο οποίο απευθύνεται και την επίδοση αντιγράφου του δικογράφου τούτου στον εναγόμενο.Η κατάθεση συνεπάγεται τις δικονομικές συνέπειες της αγωγής (εκκρεμοδικία, αμετάβλητο της δικαιοδοσίας κλπ.), η δε επίδοση τα αποτελέσματα που προβλέπονται από το ουσιαστικό δίκαιο ότι επέρχονται από την έγερσή της (ΑΠ 572/2018, ΑΠ 1521/2013, Εφ.Αιγ. 81/2020, Εφ.Δωδ. 21/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 9 παρ. 4 του Ν. 1649/1986, αν ένδικο βοήθημα απορριφθεί τελεσίδικα για έλλειψηδικαιοδοσίας του δικαστηρίου, το αντίστοιχο ένδικο βοήθημα που προβλέπει ο νόμος, εφόσον ασκηθεί ενώπιον του κατά δικαιοδοσία αρμόδιου δικαστηρίου μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία δύο μηνών από την επίδοση της τελεσίδικης απορριπτικής απόφασης στον ενδιαφερόμενο, λογίζεται ως προς όλες τις έννομες συνέπειες ότι ασκήθηκε κατά το χρόνο της άσκησης εκείνου που απορρίφθηκε (ΑΠ 53/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Το δίμηνο δε από την επίδοση της απορριπτικής απόφασης τίθεται ως το απώτατο χρονικό όριο πέραν του οποίου δεν επιτρέπεται η άσκηση ενδίκου βοηθήματος κατ’ επίκληση της ανωτέρω διάταξης και με τα εξ αυτής πλεονεκτήματα. Ακολούθως, το ζήτημα αυτό ρυθμίσθηκε με το άρθρο 41 Ν. 3659/2008, το οποίο ορίζει ότι, ‘’αν ένδικο βοήθημα απορριφθεί τελεσιδίκως για έλλειψη δικαιοδοσίας του δικαστηρίου, το αντίστοιχο ένδικο βοήθημα που προβλέπει ο νόμος, εφόσον ασκηθεί ενώπιον του κατά δικαιοδοσία αρμόδιου δικαστηρίου εντός ανατρεπτικής προθεσμίας δύο (2) μηνών από την επίδοση της τελεσίδικης απορριπτικής απόφασης στον ενδιαφερόμενο ή αφότου καταστεί τελεσίδικη η επιδοθείσα πρωτόδικη απόφαση, λογίζεται, ως προς όλες τις έννομες συνέπειες, ότι ασκήθηκε κατά το χρόνο της άσκησης εκείνου που απορρίφθηκε’’. Σύμφωνα λοιπόν με τη νεότερη αυτή διάταξη, η ανωτέρω δίμηνη ανατρεπτική προθεσμία αφετηριάζεται, αν η απορριπτική απόφαση είναι από την έκδοσή της τελεσίδικη ή εκδόθηκε κατ’ έφεση από δικαστήριο του δεύτερου βαθμού, από την επίδοση της τελεσίδικης απορριπτικής απόφασης στον ενδιαφερόμενο. Αν όμως χωρεί κατ’ αυτής έφεση, η προθεσμία αρχίζει αφότου η πρωτόδικη απόφαση καταστεί τελεσίδικη δια της παρόδου της προς άσκηση του ένδικου μέσου προθεσμίας, υπό την προϋπόθεση ότι (η πρωτόδικη απόφαση) έχει επιδοθεί. Η ίδια ως άνω διάταξη περιλαμβάνει μεταβατική ρύθμιση, για την περίπτωση που η νέα αγωγή ασκείται μεν υπό την ισχύ της αλλά η απορριπτική απόφαση είχε επιδοθεί ή είχε καταστεί τελεσίδικη πριν από τη δημοσίευση του νόμου αυτού (7-5-2008) και η δίμηνη προθεσμία δεν είχε ακόμη συμπληρωθεί. Συγκεκριμένα προβλέπονται τα εξής: ‘’Αν η απορριπτική απόφαση είχε επιδοθεί ή είχε καταστεί τελεσίδικη πριν από τη δημοσίευση του νόμου αυτού, η παραπάνω προθεσμία αρχίζει από τη δημοσίευση του νόμου’’ (ΑΠ 1039/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 53/2012 ο.π).
Στην προκειμένη περίπτωση, ο ενάγων – εκκαλών, εξέθετε στην ως άνω από 19-1-2018 και με Ε.Α.Κ. ……/2018 αγωγή του, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ότι, μετά από δοκιμαστική περίοδο 7 μηνών,εργάστηκε ως μόνιμος υπάλληλος, με την ειδικότητα του λιμενεργάτη, στην εναγόμενη ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία ‘………….’’από 10-12-2007 έως 19-1-2016. Ότι, με την υπ΄αρ. 190/29-10-2015 απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της τελευταίας (…………), η οποία του κοινοποιήθηκε, δυνάμει της υπ΄αρ.πρωτ……/13-1-2016 έγγραφης γνωστοποίησης, στις 19-1-2016, ανακλήθηκε η πρόσληψή του, κατόπιν ελέγχου νομιμότητας του τίτλου σπουδών που προσκόμισε γι αυτήν. Ζητούσε δε ο ενάγων, για τους αναφερόμενους στην αγωγή λόγους, την ακύρωση της ανωτέρω ανακλητικής του διορισμού του απόφασης, να αναγνωριστεί η ακυρότητα της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του, που έλαβε χώρα με την κοινοποίηση της απόφασης αυτής και να υποχρεωθεί η εναγόμενη να του καταβάλει το ποσό των 48.222,25 ευρώ, ως οφειλόμενους μισθούς υπερημερίας για το χρονικό διάστημα από 19-1-2016 έως 18-1-2018, άλλως, επικουρικά, το ποσό των 3.577,70 ευρώ ως νόμιμη αποζημίωσή του, καθώς και το ποσό των 167.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη από τη μείωση της προσωπικότητάς του, λόγω της άκυρης απόλυσής του, όλα τα παραπάνω ποσά με το νόμιμο τόκο, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην αγωγή.
Με την υπ’αρ. 2279/2020 οριστική απόφαση το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, απέρριψε την αγωγή τόσο ως προς την κύρια βάση της περί καταβολής μισθών υπερημερίας ένεκα της ακυρότητας της καταγγελίας της σύμβασης, όσο και ως προς την επικουρική αυτής περί καταβολής της νόμιμης αποζημίωσης, ως απαράδεκτη, λόγω της άσκησής της μετά το πέρας της τρίμηνης και εξάμηνης, αντίστοιχα, αποσβεστικής προθεσμίας, που τάσσει ο Ν.3198/1955 (άρθρο 6 παρ.1 και 2) για την άσκηση των αξιώσεων αυτών, ενώ απέρριψε επίσης το αίτημά της περί καταβολής χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης ως νομικά αβάσιμο, σύμφωνα με την αναφερόμενη στην ανωτέρω απόφαση αιτιολογία.
Ήδη κατά της παραπάνω απόφασης, παραπονείται ο ενάγων – εκκαλών με την κρινόμενη έφεσή του, για τους λόγους που εκθέτει σ΄ αυτήν και ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου, ζητεί δε την εξαφάνισή της, ώστε να γίνει δεκτή η ως άνω αγωγή του.
Ειδικότερα, με τον πρώτο λόγο της έφεσης, παραπονείται ότι κακώς το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε ως απαράδεκτη την αγωγή του, ως προς τα προαναφερθέντα αιτήματά της, με την αιτιολογία ότι αυτή ασκήθηκε μετά την πάροδο της αποσβεστικής προθεσμίας που θέτει η διάταξη του άρθρου 6 παρ.1 και 2 Ν.3198/1955. Κι αυτό διότι, όπως ισχυρίστηκε καθ΄υποφορά και πρωτοδίκως, ισχυρισμό στον οποίο δεν απάντησε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο αλλά τον απέρριψε σιγή, η αποσβεστική αυτή προθεσμία είχε διακοπεί με την άσκηση, εκ μέρους του,αίτησης ακύρωσης ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς, με την οποία ζητούσε την ακύρωση της ως άνω ανακλητικής του διορισμού του απόφασης του Δ.Σ της εναγόμενης. Κατόπιν δε της απόρριψης της εν λόγω αίτησης, με την υπ΄αρ. Α545/2017 απόφαση του ως άνω Διοικητικού Δικαστηρίου, λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας, άσκησε την ένδικη αγωγή, εντός διμήνου από την ημερομηνία που κατέστη η ανωτέρω απόφαση τελεσίδικη, οπότε θεωρείται, κατά τα προβλεπόμενα από τους προαναφερθέντες νόμους, ότι ασκήθηκε κατά το χρόνο της άσκησης της αίτησης ακύρωσης που απορρίφθηκε.
Από τα προαποδεικτικώς επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από του διαδίκους έγγραφα, προκύπτουν τα εξής: Η καταγγελία της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος έλαβε χώρα με την επίδοση σε αυτόν στις 19-1-2016 της υπ΄αρ. …./29-10-2015 απόφασης του Διοικητικού Συμβουλίου της εναγόμενης ‘………..’’, περί ανάκλησης της από 10-12-2007 προσληψής του .Ο ενάγων άσκησε ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς την υπ΄αρ.κατάθεσης ……./15-2-2016 αίτηση ακύρωσης, με την οποία ζητούσε να ακυρωθεί η ως άνω ανακλητική απόφαση. Επί της αίτησης ακύρωσης, που συζητήθηκε στις 16-3-2017, εκδόθηκε η υπ΄αρ. Α545/2017 απόφαση του Α΄ Ακυρωτικού Τμήματος του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς, η οποία απέρριψε την αίτηση ως απαράδεκτη λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας, κρίνοντας ότι, εφόσον η εναγόμενη – τότε καθ’ής, είναι ανώνυμη εταιρεία, πρόκειται για ιδιωτική διαφορά για την οποία δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων.Η απόφαση αυτή, η οποία δημοσιεύθηκε στις 16-6-2017 και θεωρήθηκε στις 24-8-2017, επιδόθηκε στον ενάγοντα, όπως ο ίδιος αναφέρει, από την αντίδικό του, στις 4-10-2017. Επομένως, κατά τους ισχυρισμούς του, η παραπάνω απόφαση κατέστη τελεσίδικη στις 4-12-2017, ήτοι μετά τη πάροδο της προθεσμίας των 60 ημερών, που τάσσει ο νόμος για την άσκηση ένδικου μέσου από την επικαλούμενη από τον ενάγοντα ως άνω επίδοσή της (άρθρο 58 παρ.1,3 Π.Δ 18/89). Περαιτέρω προέκυψε ότι,ο ενάγων άσκησε την ένδικη αγωγή, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 19-1-2018 και επιδόθηκεστην εναγόμενη στις 24-1-2018 (όπως προκύπτει από την υπ΄αρ. …./24-1-2018 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών …….), οπότε ολοκληρώθηκε η άσκησή της. Παρότι, όμως, ο ενάγων –εκκαλών ισχυρίζεται, όπως προεκτέθηκε, ότι του επιδόθηκε η υπ΄αρ. Α 545/2017 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου στις 4-10-2017, επικαλείται δε στην έφεσή του, αντίγραφο της τελευταίας με σχετική επισημείωση του δικαστικού επιμελητή, εντούτοις στο προσκομιζόμενο από αυτόν αντίγραφοτης ως άνω απόφασης, δεν υπάρχει τέτοια σημείωση από την οποία να προκύπτει η επίδοσή της, ούτε προσκομίζει κάποιο άλλο έγγραφο που να την αποδεικνύει. Σημειωτέον δε ότι, ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εκκαλούντος κλήθηκε τηλεφωνικά, από τη Δικαστή του Δικαστηρίου τούτου, να προσκομίσει αποδεικτικό επίδοσης της ανωτέρω απόφασης, όπως προκύπτει από τη σχετική σημείωση της Γραμματέα στο εσωτερικό του φακέλου της δικογραφίας.Η επίδοση, όμως, της εν λόγω απόφασης, που απορρίπτει την ασκηθείσα από τον ενάγοντα αίτηση ακύρωσης λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας των διοικητικών δικαστηρίων και η ημερομηνία που αυτή (επίδοση) έλαβε χώρα, είναι κρίσιμο στοιχείο για τη διάγνωση της διαφοράς. Κι αυτό διότι, εξ αυτού θα προκύψει, αν ο ενάγων άσκησε την ένδικη αγωγή του, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, εντός της δίμηνης ανατρεπτικής προθεσμίας που θέτει ο Ν. 3659/2008 (άρθρο 41), από την τελεσιδικία της παραπάνω απόφασης, πράγμα που εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, ώστε με την άσκηση αυτή να λογίζεται, ως προς όλες τις έννομες συνέπειες, ότι ασκήθηκε κατά το χρόνο της άσκησης του ένδικου βοηθήματος που απορρίφθηκε, κατά τα προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη, τουλάχιστον ως προς το πρώτο αίτημα της αγωγής, που αφορά στην ακύρωση της ως άνω ανακλητικής του διορισμού του (ενάγοντος) απόφασης και αποτελούσε και το αίτημα της απορριφθείσας αίτησης ακύρωσης. Κατόπιν των ανωτέρω, πρέπει, κατ΄εφαρμογή του άρθρου 254 ΚΠολΔ, πριν από την περαιτέρω έρευνα της επίδικης υπόθεσης και χωρίς την εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης, να διαταχθεί η επανάληψη της συζήτησής της, που έχει κηρυχθεί περατωμένη, προκειμένου να προσκομισθεί από τον εκκαλούντα – ενάγοντα έκθεση επίδοσης προς αυτόν της προαναφερθείσας απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς, ή αντίγραφο της απόφασης αυτής με σχετική επισημείωση του δικαστικού επιμελητή από την οποία να αποδεικνύεται η επίδοσή της και η ημερομηνία που έλαβε χώρα, κατά τα ως άνω εκτεθέντα. Το Δικαστήριο επιφυλάσσεται να εκδώσει την οριστική απόφασή του, ως προς τη βασιμότητα των λόγων της έφεσης και τα λοιπά ζητήματα, μετά την κατ΄επανάληψη συζήτηση, κατά τα ειδικότερα επίσης εκτιθέμενα στο διατακτικό.Τέλος, δεν θα περιληφθεί στην παρούσα απόφαση διάταξη περί δικαστικών εξόδων, διότι αυτή δεν είναι οριστική. Θα διαταχθεί, ωστόσο, η απόδοση του, αναφερόμενου στο διατακτικό, παραβόλου της έφεσης στον καταθέσαντα αυτό εκκαλούντα, καθώς, όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, η κατάθεσή του δεν απαιτείται στις εργατικές διαφορές, όπως η ένδικη.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει κατ` αντιμωλίαν των διαδίκων την έφεση.
Δέχεται τυπικά αυτήν.
Διατάσσει την επιστροφή του παραβόλου της έφεσης (e – παράβολο με αρ. ……../2020, ποσού 100 ευρώ), στον καταθέσαντα αυτό εκκαλούντα.
Αναβάλλει την έκδοση οριστικής απόφασης.
Διατάσσει την επανάληψη της συζήτησης της υπόθεσης προκειμένου να προσκομιστεί με επιμέλεια του ενάγοντος – εκκαλούντος, έκθεση επίδοσης προς αυτόν της υπ΄αρ. Α545/2017 απόφασης του Α Ακυρωτικού Τμήματος του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς ή αντίγραφο της τελευταίας (απόφασης) με σημείωση δικαστικού επιμελητή περί επίδοσης αυτής και της ημερομηνίας που έλαβε χώρα, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στο σκεπτικό της παρούσας απόφασης.
KPIΘHKE, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση στις 14 Δεκεμβρίου 2021, απόντων των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ H ΓPAMMATEAΣ