Πραγματικές Δουλείες. Δουλεία παραθύρου. Η σύσταση πραγματικής δουλείας δύναται να πραγματοποιηθεί και με έκτακτη χρησικτησία, για την οποία εφαρμόζονται οι διατάξεις περί χρησικτησίας ακινήτων. Ο δικαιούχος δικαιώματος πραγματικής δουλείας δύναται να αμυνθεί κατά της προσβολής του ζητώντας την αναγνώριση αυτού, την άρση της προσβολής του και την παράλειψη της στο μέλλον. Απαγόρευση συστάσεως δουλειών και κατάργηση υφισταμένων, κατά τις πολεοδομικές διατάξεις. Ανοίγματα επί τοίχων που βρίσκονται επί των ορίων όμορων ακινήτων. Τα ανοίγματα αυτά, που απαγορεύονται από την πολεοδομική νομοθεσία, δεν κλείνονται με πράξη της διοίκησης αλλά διά δικαστικής αποφάσεως εκδοθείσας στα πλαίσια δίκης μεταξύ των ιδιοκτητών των όμορων ιδιοκτησιών. Η δίκη αυτή αφορά στην ενοχική αγωγή του ιδιοκτήτη όμορης ιδιοκτησίας κατά του εκάστοτε ιδιοκτήτη της έτερης γειτονικής ιδιοκτησίας στην οποία ανήκει ο τοίχος που φέρει τα ανοίγματα, με αίτημα το κλείσιμο αυτών
Αριθμός 90/2020
ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
——————-
Αποτελούμενο από τους Δικαστές Αντώνιο Πλακίδα Πρόεδρο Εφετών, Ιωάννη Αποστολόπουλο Εφέτη – Εισηγητή, Εμμανουηλία – Αλεξάνδρα Κεχαγιά Εφέτη και από τη Γραμματέα Γ.Λ..
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη έφεση, η οποία στρέφεται κατά της υπ’ αριθ. 1489/2017 οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε, κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων, επί των συνεκδικασθεισών Α)της από 26-5-2016 (υπ’ αριθ. εκθ. καταθ. ………./2016) αγωγής της ενάγουσας και ήδη εκκαλούσας κατά της εναγομένης και ήδη εφεσίβλητης και Β)της από 12-7-2016 (υπ’ αριθ. εκθ. καταθ. ………./2016) ανταγωγής της αντενάγουσας και ήδη εφεσίβλητης κατά της αντεναγομένης και ήδη εκκαλούσας, έχει ασκηθεί εμπροθέσμως, ενόψει του ότι η επίδοση της εκκαλούμενης αποφάσεως στην εκκαλούσα διενεργήθηκε στις 5-5-2017 (βλ. την υπ’ αριθ. ../5-5-2017 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Πειραιώς με έδρα στο Πρωτοδικείο Πειραιώς ………) και η έφεση ασκήθηκε στις 2-6-2017 (βλ. την υπ’ αριθ. ………./2-6-2016 έκθεση κατάθεσης ενδίκου μέσου της γραμματέως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς) και κατά τις νόμιμες διατυπώσεις, ενόψει του ότι καταβλήθηκε το ανάλογο παράβολο (άρθρα 19, 495 παρ. 1 και 4, 511, 513 παρ 1 περ. β, 516 παρ. 1, 517 και 518 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Επομένως, πρέπει η υπό κρίση έφεση να γίνει τυπικώς δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, που εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση (άρθρο 533 του ΚΠολΔ).
Η ενάγουσα (αντεναγομένη) και ήδη εκκαλούσα, με την προαναφερθείσα υπό στοιχείο Α΄ αγωγή της, εξέθεσε ότι, δυνάμει του υπ’ αριθ. …/2001 συμβολαίου γονικής παροχής της συμβολαιογράφου Ύδρας … ., σε συνδυασμό με την υπ’ αριθ. …/2015 πράξη παραίτησης από το δικαίωμα επικαρπίας του συμβολαιογράφου Ύδρας ………., νομίμως μεταγραφέντων στα οικεία βιβλία του Υποθηκοφυλακείου Ύδρας, έχει καταστεί αποκλειστική κυρία του ακινήτου (οικοπέδου), μετά της εντός αυτού οικίας, το οποίο ευρίσκεται εντός του οικισμού του Δήμου Ύδρας και ειδικότερα περιγράφεται κατά θέση, έκταση και όρια σ’ αυτήν (αγωγή), ενώ η εναγομένη, δυνάμει του υπ’ αριθ. …../1996 συμβολαίου γονικής παροχής της συμβολαιογράφου Ύδρας ……….., νομίμως μεταγραφέντος, σε συνδυασμό με τον, κατά το έτος 2006, επισυμβάντα θάνατο του παρέχοντος και παρακρατήσαντος την επικαρπία πατέρα της ………., έχει καταστεί αποκλειστική κυρία του όμορου ακινήτου (οικοπέδου) αυτής (ενάγουσας) και συγκεκριμένα του κειμένου στην ανατολική πλευρά αυτού, το οποίο επίσης περιγράφεται ειδικότερα κατά θέση, έκταση και όρια σ’ αυτήν (αγωγή). Ότι, κατά το καλοκαίρι του έτους 2015, η εναγομένη τοποθέτησε ξύλινη κατασκευή σε όλο το μήκος της δυτικής πλευράς του ανωτέρω ακινήτου της (εναγομένης), εκτεινόμενη σε 6 μέτρα περίπου και σε απόσταση 10 εκατοστών από τον, ευρισκόμενο στο όριο των δύο αυτών ακινήτων, (ανατολικό) τοίχο της οικίας της ενάγουσας, αποκλείοντας με τον τρόπο αυτό, εντελώς, τον ηλιακό φωτισμό, τον αερισμό και τη θέα του χώρου της κουζίνας της ανωτέρω οικίας της (ενάγουσας) από το εκεί ευρισκόμενο παράθυρο, το οποίο υφίσταται από το χρόνο κατασκευής της οικίας αυτής, δηλαδή, τουλάχιστον, από το έτος 1918, και το οποίο χρησιμοποιείται με καλή πίστη και διανοία δικαιούχου δουλείας παραθύρου, φωτισμού, αερισμού και θέας, συνεχώς, κατά το αντίστοιχο χρονικό διάστημα, τόσο από την ίδια (ενάγουσα), από τον ως άνω χρόνο που κατέστη κυρία του ακινήτου αυτού, όσο και από τους προηγούμενους κυρίους του σχετικού ακινήτου, δηλαδή τον άμεσο δικαιοπάροχό της …… και την απώτερη δικαιοπάροχο αυτής …………, καθώς και τους αναφερομένους απώτατους δικαιοπαρόχους της. Ότι, λόγω της ως άνω συνεχούς άσκησης φυσικής εξουσίας διανοία δικαιούχου δουλείας επί του ανωτέρω παραθύρου, κειμένου στον ανατολικό τοίχο της οικίας της, τόσο εκ μέρους αυτής (ενάγουσας), όσο και εκ μέρους των προαναφερθέντων άμεσου, απώτερης και απώτατων δικαιοπαρόχων της, οι οποίοι, σε διάφορα χρονικά διαστήματα, απέκρουσαν τις αναφερόμενες προσπάθειες των δικαιοπαρόχων της εναγομένης να κλείσουν το εν λόγω παράθυρο, με διάφορες κατασκευές, σε συνδυασμό με το ότι η ύπαρξη παραθύρων με θέα σε χώρους γειτονικών ακινήτων είναι συνήθης κατάσταση στο νησί της Ύδρας, έχει συσταθεί δουλεία παραθύρου, με επιπλέον περιεχόμενο τη χρήση για το φωτισμό, αερισμό και θέα, επ’ ωφελεία της ανωτέρω οικίας, πλήρους και αποκλειστικής κυριότητάς της, εις βάρος του όμορου ακινήτου πλήρους και αποκλειστικής κυριότητας της εναγομένης. Επίσης, βάσει των ανωτέρω εκτεθέντων, η ενάγουσα ζήτησε α)να αναγνωρισθεί ότι, λόγω έκτακτης χρησικτησίας, εν όψει και της ως άνω προσαύξησης στο χρόνο της οιονεί νομής της του χρόνου οιονεί νομής των δικαιοπαρόχων της, είναι δικαιούχος πραγματικής δουλείας, η οποία αφορά στο ανωτέρω παράθυρο, καθώς και στη διαμέσου αυτού θέα, φωτισμό και αερισμό, εις βάρος του ανωτέρω δουλεύοντος όμορου ακινήτου της κυριότητας της εναγομένης, β)να υποχρεωθεί η εναγομένη να άρει την προσβολή του ως άνω δικαιώματός της (ενάγουσας), αφαιρώντας, με δικά της έξοδα, την ανωτέρω ξύλινη κατασκευή, άλλως, να επιτραπεί τούτο στην ίδια (ενάγουσα), με δαπάνη της εναγομένης και γ)να υποχρεωθεί η εναγομένη να παραλείπει κάθε μελλοντική διατάραξη του ως άνω δικαιώματός της (ενάγουσας), απειλουμένης εις βάρος της χρηματικής ποινής ποσού 500 ευρώ, για κάθε περίπτωση τέτοιας πράξης διατάραξης.
Με την ως άνω υπό στοιχείο Β΄ ανταγωγή, η αντενάγουσα (εναγομένη) και ήδη εφεσίβλητη εξέθεσε ότι, δυνάμει του υπ’ αριθ. ……/1996 συμβολαίου γονικής παροχής της συμβολαιογράφου Ύδρας ……………, νομίμως μεταγραφέντος στα οικεία βιβλία του Υποθηκοφυλακείου Ύδρας, σε συνδυασμό με τον επισυμβάντα θάνατο του παρέχοντος και παρακρατήσαντος την επικαρπία πατέρα της …….., έχει καταστεί αποκλειστική κυρία του ακινήτου (οικοπέδου), μετά της εντός αυτού οικίας, το οποίο ευρίσκεται εντός του οικισμού της Ύδρας και ειδικότερα περιγράφεται κατά θέση, έκταση και όρια σ’ αυτήν (ανταγωγή), ενώ, η αντεναγομένη (ενάγουσα), δυνάμει του υπ’ αριθ. …/2001 συμβολαίου γονικής παροχής της συμβολαιογράφου Ύδρας ………, σε συνδυασμό με την υπ’ αριθ. …./2015 πράξη παραίτησης από το δικαίωμα επικαρπίας του συμβολαιογράφου Ύδρας .. ., νομίμως μεταγραφέντων στα οικεία βιβλία του Υποθηκοφυλακείου Ύδρας, έχει καταστεί αποκλειστική κυρία του όμορου ακινήτου (οικοπέδου) αυτής (αντενάγουσας) και συγκεκριμένα του κειμένου στη δυτική πλευρά αυτού, το οποίο επίσης περιγράφεται ειδικότερα κατά θέση, έκταση και όρια σ’ αυτήν (ανταγωγή). Ότι η αντεναγομένη, παρά τις επανειλημμένες αντιρρήσεις της ιδίας (αντενάγουσας) και των δικαιοπαρόχων της, εν τέλει δε αποκλειστικώς με την ανοχή αυτών και για λόγους καλής γειτονίας, διατηρεί για σημαντικό χρονικό διάστημα επί του ανατολικού, ευρισκομένου σε επαφή με το όριο των ανωτέρω ακινήτων, τοίχου της οικίας της (αντεναγομένης) ένα παράθυρο, το οποίο έχει θέα στο χώρο της αυλής της ανωτέρω οικίας της (αντενάγουσας). Ότι, περί το έτος 1990, η αντεναγομένη δημιούργησε επί του ίδιου ως άνω τοίχου προς την αυλή της ανωτέρω οικίας της (αντενάγουσας), επιπλέον, δύο οπές, δηλαδή ανοίγματα μεσαίου μεγέθους, χρησιμοποιούμενες ως αεραγωγοί για τον εξαερισμό των χώρων του ισόγειου αποχωρητηρίου (WC) και της κουζίνας της ανωτέρω οικίας της (αντεναγομένης), τα οποία απέχουν από το δάπεδο της αυλής αυτής, ελάχιστα εκατοστά και ένα μέτρο, αντιστοίχως. Ότι ουδέποτε έχει συσταθεί δικαίωμα δουλείας παραθύρου και σχετικού αερισμού και φωτισμού υπέρ του ανωτέρω ακινήτου της κυριότητας της αντεναγομένης και εις βάρος του ακινήτου της κυριότητας της ιδίας (αντενάγουσας), ενώ, στην περίπτωση που έχει συσταθεί τέτοιο δικαίωμα δουλείας, αυτή έχει, αποσβεσθεί ως έχουσα πλέον καταστεί περιττή, επειδή ο σχετικός χώρος (κουζίνας) της οικίας της αντεναγομένης εξυπηρετείται επαρκώς ως προς τον φωτισμό και εξαερισμό του από τη θύρα εισόδου – εξόδου και από τα άλλα παράθυρα του εν λόγω ακινήτου, έτσι, κατά τους ισχυρισμούς της, έχει παύσει η όποια σχετική ωφέλεια του ακινήτου αυτής (αντενάγουσας) προς το ακίνητο της αντεναγομένης. Επίσης, επικουρικώς, η αντενάγουσα εξέθεσε ότι, ενόψει της προαναφερθείσας αυτάρκειας του ανωτέρω χώρου της οικίας της αντεναγομένης, σε συνδυασμό με το ότι η τελευταία έχει αιτηθεί δικαστικώς (με την ως άνω υπό στοιχείο Α΄ αγωγή) την καθαίρεση της εντός της αυλής του ακινήτου της (αντενάγουσας) τοποθετηθείσας ξύλινης κατασκευής (πέργκολας), τελώντας και σε γνώση της επί σειρά ετών εναντίωσής αυτής (αντενάγουσας) και των δικαιοπαρόχων της στη διατήρηση του εν λόγω παραθύρου, η εξακολούθηση της χρησιμοποίησής του, κατά τον ανωτέρω τρόπο, εις βάρος του ακινήτου της (αντενάγουσας), υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, άλλως, συντρέχει νόμιμη περίπτωση ακυρότητας της σχετικής δουλείας, ως αντικείμενης στις οικείες πολεοδομικές διατάξεις, γιατί, κατά τους ισχυρισμούς της, προκαλείται περιορισμός στη νόμιμη επέκταση του εντός του εν λόγω οικοπέδου της κτιρίου. Ακόμη, η αντενάγουσα εξέθεσε ότι τα ανωτέρω ανοίγματα, δηλαδή το παράθυρο και οι (δύο) οπές, ως ανοιχθέντα επί του εφαπτόμενου στο κοινό όριο των ανωτέρω ακινήτων τοίχου της οικίας της αντεναγομένης, αντίκεινται στις οικείες διατάξεις της πολεοδομικής νομοθεσίας και γι’ αυτό πρέπει να διαταχθεί δικαστικώς το κλείσιμό τους, επιπλέον ότι, με την διατήρηση αυτών ανοικτών, στοιχειοθετείται και παράνομη προσβολή της προσωπικότητάς της, αφού, κατά τους ισχυρισμούς της, υπόκειται σε οπτικές παρατηρήσεις εκφάνσεων της ιδιωτικής ζωής της διαμέσου του εν λόγω παραθύρου. Βάσει των προεκτεθέντων, με την ανωτέρω ανταγωγή, η αντενάγουσα ζήτησε Α)να αναγνωρισθεί ότι α)η αντεναγομένη, ως κυρία του ανωτέρω ακινήτου, δεν είναι δικαιούχος πραγματικής δουλείας, η οποία αφορά στο εν λόγω παράθυρο, καθώς και φωτισμού και αερισμού δια αυτού, εις βάρος του ανωτέρω όμορου ακινήτου της κυριότητάς της (αντενάγουσας), άλλως, β)ότι το δικαίωμα της δουλείας αυτής έχει αποσβεσθεί, λόγω της ως άνω επικληθείσας αυτάρκειας του σχετικού χώρου της οικίας της αντεναγομένης, σχετικώς με το φωτισμό και εξαερισμό αυτού, άλλως, γ)ότι η αντεναγομένη ασκεί καταχρηστικώς το σχετικό δικαίωμα δουλείας, άλλως, δ)ότι υφίσταται ακυρότητα ως προς τη σύσταση του δικαιώματος της εν λόγω δουλείας, λόγω παραβίασης των οικείων πολεοδομικών διατάξεων, Β)να υποχρεωθεί η αντεναγομένη να προβεί στη σφράγιση του εν λόγω παραθύρου, καθώς και των δύο άλλων ως άνω ανοιγμάτων (οπών), επιμελούμενη όλων των αναγκαίων προς τούτο ενεργειών, άλλως, σε περίπτωση άρνησής της, να επιτραπεί στην ίδια (αντενάγουσα) να πράξει τούτο με δαπάνη της αντεναγομένης και Γ)να απειληθεί κατά της αντεναγομένης προσωπική κράτηση διάρκειας δύο (2) μηνών και χρηματική ποινή ποσού 2.000 ευρώ για κάθε αντίστοιχη παραβίαση του διατακτικού της εκδοθησομένης αποφάσεως.
Με την εκκαλούμενη απόφαση, αφού συνεκδικάσθηκαν οι προαναφερθείσες αγωγή και ανταγωγή, απορρίφθηκε ως ουσιαστικώς αβάσιμη η ως άνω υπό στοιχείο Α΄ αγωγή, ενώ η ως άνω υπό στοιχείο Β΄ ανταγωγή έγινε δεκτή κατά ένα μέρος (ως προς την επιστηριζόμενη στις διατάξεις της πολεοδομικής νομοθεσίας αξίωση) και υποχρεώθηκε η αντεναγομένη (ενάγουσα) να προβεί στο κλείσιμο (οριστική σφράγιση) του παραθύρου και των δύο οπών αερισμού, που υπάρχουν στον ανατολικό τοίχο της κειμένης εντός του οικισμού της Ύδρας και στην ειδικότερη θέση «…..» οικίας της, ο οποίος (τοίχος) εφάπτεται με το κοινό όριο των ακινήτων των διαδίκων, επιμελούμενη όλων των αναγκαίων προς τούτο ενεργειών, σε περίπτωση δε άρνησής της, επιτράπηκε στην αντενάγουσα (εναγομένη) να προβεί στη σχετική ενέργεια, διενεργώντας τις αναγκαίες προς τούτο πράξεις, με δαπάνη της αντεναγομένης. Σημειωτέον ότι με την εκκαλούμενη απόφαση απορρίφθηκαν οι σωρευμένες στην ανωτέρω ανταγωγή α)αρνητική αναγνωριστική ανταγωγή (ως μη συσταθείσας) πραγματικής δουλείας παραθύρου, φωτισμού και αερισμού (ως απαράδεκτη λόγω μη προσκόμισης του σχετικού πιστοποιητικού εγγραφής της στα οικεία βιβλία του Υποθηκοφυλακείου Ύδρας), β)αρνητική αναγνωριστική ανταγωγή (ως αποσβεσθείσας) της εν λόγω πραγματικής δουλείας (ως απαράδεκτη για τον ίδιο ως άνω λόγο), γ)αναγνωριστική ανταγωγή περί καταχρηστικής άσκησης του οικείου δικαιώματος πραγματικής δουλείας (ως απαράδεκτη για τον ίδιο ως άνω λόγο), δ)αναγνωριστική ανταγωγή περί ακυρότητας της εν λόγω πραγματικής δουλείας, δηλαδή ως συσταθείσας κατά παραβίαση των οικείων πολεοδομικών διατάξεων (ως απαράδεκτη για τον ίδιο ως άνω λόγο), καθώς και ως προς την αξίωση για άρση της προσβολής της προσωπικότητας της αντενάγουσας (ως αόριστη όσον αφορά στις δύο ανωτέρω οπές και ως ουσιαστικώς αβάσιμη κατά τα λοιπά), κατά τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα στην απόφαση αυτή (εκκαλούμενη). Κατά της ως άνω αποφάσεως παραπονείται η εκκαλούσα με την κρινόμενη έφεσή της, για λόγους που στο σύνολο τους ανάγονται σε μη ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, καθώς και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί να εξαφανιστεί η προσβαλλόμενη απόφαση, ώστε η ως άνω υπό στοιχείο Α΄ αγωγή της να γίνει δεκτή, ενώ η ως άνω υπό στοιχείο Β΄ ανταγωγή να απορριφθεί στο σύνολό της, όπως ειδικότερα εκτίθεται σ’ αυτήν (έφεση). Συγκεκριμένα, με τον τελευταίο (7ο) λόγο της υπό κρίση εφέσεως, η εκκαλούσα ισχυρίζεται, μεταξύ άλλων, ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, δέχθηκε ότι η ως άνω υπό στοιχείο Β΄ ανταγωγή είναι ορισμένη ως προς την αξίωση για το κλείσιμο (σφράγιση) των δύο οπών εξαερισμού, επί του ανατολικού τοίχου της ανωτέρω οικίας της, και δεν απέρριψε αυτήν ως αόριστη, γιατί, κατά τους ισχυρισμούς της, δεν προσδιορίζονται στην ανωτέρω ανταγωγή οι ακριβείς διαστάσεις ούτε η ακριβής θέση αυτών (οπών). Ο λόγος αυτός της εφέσεως (ως προς το αντίστοιχο μέρος του), όμως, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, ενόψει του ότι η ανωτέρω ανταγωγή περιέχει όλα τα απαραίτητα εκ του νόμου (άρθρο 216 του ΚΠολΔ) στοιχεία, δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά που αποτελούν τις προϋποθέσεις εφαρμογής των νομικών διατάξεων, στις οποίες και θεμελιώνεται το ασκούμενο με αυτήν δικαίωμα. Συγκεκριμένα, όπως προεκτέθηκε, στο δικόγραφο της εν λόγω ανταγωγής αναφέρεται ότι, περί το έτος 1990, η αντεναγομένη δημιούργησε επί του ανωτέρω τοίχου προς την αυλή της προαναφερθείσας οικίας της (αντενάγουσας), επιπλέον, δύο οπές, δηλαδή ανοίγματα μεσαίου μεγέθους, χρησιμοποιούμενες ως αεραγωγοί για τον εξαερισμό των χώρων του ισόγειου αποχωρητηρίου (WC) και της κουζίνας της ανωτέρω οικίας της (αντεναγομένης), τα οποία απέχουν από το δάπεδο της αυλής αυτής, ελάχιστα εκατοστά και ένα μέτρο, αντιστοίχως. Τα στοιχεία αυτά επαρκούν για το ορισμένο της ανταγωγής αυτής, ως προς το σχετικό μέρος της, χωρίς να απαιτούνται προς τούτο κάποια άλλα. Επίσης, απορριπτέος είναι και ο τρίτος λόγος της εφέσεως περί της αοριστίας της ως άνω υπό στοιχείο Β΄ ανταγωγής, όσον αφορά στο μέρος αυτής περί αναγνωρίσεως της ακυρότητας της εν λόγω πραγματικής δουλείας (δηλαδή ως συσταθείσας κατά παραβίαση των οικείων πολεοδομικών διατάξεων), καθόσον αλυσιτελώς υποβάλλεται, ενόψει του ότι, όπως προεκτέθηκε, με την εκκαλούμενη απόφαση η ανωτέρω ανταγωγή, ως προς το αντίστοιχο μέρος της, απορρίφθηκε ως απαράδεκτη.
Ι.Κατά τις διατάξεις των άρθρων 1118, 1119 και 1121 του ΑΚ, επί ακινήτου μπορεί να αποκτηθεί εμπράγματο δικαίωμα υπέρ του εκάστοτε κυρίου άλλου ακινήτου που να του παρέχει κάποια ωφέλεια, δηλαδή πραγματική δουλεία. Η σύσταση του εμπραγμάτου αυτού δικαιώματος μπορεί να γίνει και με έκτακτη χρησικτησία, ως προς την οποία εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις για την κτήση κυριότητας ακινήτων με έκτακτη χρησικτησία και προς τούτο απαιτείται άσκηση επί του δουλεύοντος, από τον κύριο του δεσπόζοντος, αντίστοιχης οιονεί νομής, δηλαδή νομής η οποία περιλαμβάνει μία ή ορισμένες μόνο χρησιμότητες του πράγματος, που αποτελούν περιεχόμενο πραγματικής δουλείας, με διάνοια δικαιούχου αντίστοιχου δικαιώματος (δουλείας), για μια συνεχή εικοσαετία. Επίσης, η διάταξη του άρθρου 1051 του ΑΚ, κατά την οποία εκείνος που απέκτησε τη νομή του πράγματος με καθολική ή ειδική διαδοχή μπορεί να συνυπολογίσει το δικό του χρόνο χρησικτησίας στον χρόνο χρησικτησίας του δικαιοπαρόχου του, εφαρμόζεται αναλόγως και στην απόκτηση πραγματικής δουλείας με χρησικτησία και συνεπώς ο επικαλούμενος τέτοια κτήση μπορεί να συνυπολογίσει στο χρόνο της οιονεί νομής του το χρόνο της αντίστοιχης οιονεί νομής των δικαιοπαρόχων του (βλ. ΑΠ 430/2017, ΑΠ 220/2017, ΑΠ 929/2012, ΑΠ 1575/2007 άπασες εις ΝΟΜΟΣ). Σημειωτέον ότι κατά το προϊσχύσαν του ΑΚ (βυζαντινορρωμαϊκό) δίκαιο (ν.8 Κωδ. [7.39] και 9 παρ.1 Πανδ. [ 50. 14]), προϋπόθεση της έκτακτης χρησικτησίας ήταν η καλόπιστη νομή επί τριάντα έτη, αλλά, όπως ορίζεται στις διαχρονικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 51, 64 και 65 του ΕισΝΑΚ, οι σχετικές διατάξεις του ΑΚ εφαρμόζονται από την εισαγωγή του (23-2-1946) και στην περίπτωση που ο χρόνος της χρησικτησίας άρχισε πριν την εφαρμογή του (ΑΚ), εφόσον δεν είχε συμπληρωθεί αυτός, έτσι πρέπει να συμπληρωθεί εικοσαετία κατά τη διάρκεια ισχύος του ΑΚ. Ωστόσο, στην περίπτωση, που ο χρόνος της χρησικτησίας του δικαίου που ίσχυε πριν από τον ΑΚ, συμπληρώνεται νωρίτερα από τον οριζόμενο στον ΑΚ, βραχύτερο, η χρησικτησία συμπληρώνεται μόλις παρέλθει ο χρόνος του δικαίου που ίσχυε πριν τον ΑΚ. Επίσης, στην περίπτωση που η έκτακτη χρησικτησία άρχισε κατά τη διάρκεια ισχύος του προγενέστερου δικαίου και συμπληρώθηκε κατά την ισχύ του ΑΚ, ο οποίος δεν απαιτεί καλή πίστη του χρησιδεσπόζοντος (άρθρο 1045 ΑΚ), απαιτείται ύπαρξη καλής πίστης για το χρόνο μέχρι την έναρξη της ισχύος του ΑΚ (βλ. ΟλΑΠ 75/1987 ΕλλΔνη 32 1438, ΑΠ 1091/2007 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 683/1985 ΝοΒ 34 547, ΑΠ 1498/1979 ΝοΒ 28 1068, Β. Βαθρακοκοίλη ΕΡΝΟΜΑΚ τ. Δ΄ αρθρ. 1045 αρ. 7-8 σελ. 496-497, Κ. Παπαδόπουλο εκδ. 1989 «Αγωγές ΕμπΔ» τ. Ι σελ. 92-93, Α. Γεωργιάδη εις ΑΚ Γεωργιάδη-Σταθόπουλου τ. V αρθρ. 1046 αρ. 16-19 σελ. 482). Περαιτέρω, προκειμένου περί των αρνητικών δουλειών, δηλαδή αυτών που έχουν ως περιεχόμενο την παράλειψη ορισμένης πράξεως από τον κύριο του δουλεύοντος, την οποία θα εδικαιούτο αυτός να επιχειρήσει από το δικαίωμα της κυριότητάς του, η έναρξη της χρησικτησίας γίνεται, κατ’ άρθρον 1123 του ΑΚ, αφότου ο κύριος του δεσπόζοντος απαγόρευσε στον κύριο του δουλεύοντος την πράξη που αποτελεί το περιεχόμενο της δουλείας, διότι απαιτείται η παράλειψη να είναι συνέπεια της βουλήσεως του δεσπόζοντος. Ειδικότερα, η αρνητική δουλεία παραθύρων (άρθρο 1120 ΑΚ), η οποία υπάρχει όταν κάποιος έχει παράθυρα επί του ιδίου αυτού τοίχου, συνίσταται στο δικαίωμα του δεσπόζοντος να έχει θέα, άποψη ή φως στο δουλεύον κατά τρόπο που να εμποδίζει τον κύριο του δουλεύοντος να οικοδομήσει ή να προβεί σε άλλες κατασκευές επί του ακινήτου αυτού, παρεμποδίζοντας την αντίστοιχη θέα ή τον φωτισμό. Έτσι, η έκτακτη χρησικτησία με την οποία αποκτάται η ανωτέρω δουλεία αρχίζει, κατά τα ως άνω, από τότε που θα παρεμποδισθεί ο κύριος του δουλεύοντος να επιχειρήσει κάποια πράξη που αντίκειται στην άσκηση της οιονεί νομής δουλείας αυτής (βλ. ΑΠ 1240/2013 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ 533/2003 ΑχαΝομ 2004 126, ΕφΑθ 7337/1987 ΕλλΔνη 90 118). Ακόμη, κατά το άρθρο 1132 του ΑΚ, αυτός που έχει δικαίωμα πραγματικής δουλείας έχει δικαίωμα, σε περίπτωση προσβολής, να απαιτήσει από τον προσβολέα την αναγνώριση της δουλείας και την άρση της προσβολής, καθώς και την παράλειψή της στο μέλλον. Ειδικότερα, ως προσβολή του εν λόγω δικαιώματος νοείται κάθε πράξη αντιτιθέμενη στην απαιτούμενη, για την άσκηση της δουλείας, πραγματική κατάσταση, δηλαδή κάθε πράξη περιέχουσα διατάραξη ή αφαίρεση της οιονεί νομής του δικαιούχου (βλ. ΑΠ 759/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 357/2003 ΕλλΔνη 2004 429). Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 281, 1118, 1119, 1120, 1124, 1125 και 1136 του ΑΚ, συνάγεται ότι η πραγματική δουλεία, αποσβήνεται αν η άσκηση αυτής γίνεται απολύτως και διαρκώς αδύνατη, από λόγους πραγματικούς ή νομικούς. Τέτοια αδυναμία υπάρχει και όταν παύει η από το δουλεύον ακίνητο παροχή ωφέλειας ή χρησιμότητας υπέρ του δεσπόζοντος ακινήτου ή, για την ταυτότητα του νομικού λόγου, όταν εκλείπει η εξυπηρετούμενη ανάγκη του δεσπόζοντος, καταρχήν έτσι όπως η σχετική ανάγκη έχει αποτελέσει στοιχείο του περιεχομένου της δουλείας κατά τη σύστασή της, η δε έκλειψη της ως άνω ανάγκης επέρχεται εξαιτίας αυτάρκειας του δεσπόζοντος, ή, κατ’ άλλη έκφραση, όταν η άσκηση της δουλείας καθίσταται περιττή και μάταιη. Πρέπει δε προς τούτο η αυτάρκεια του δεσπόζοντος να περιλαμβάνει ολόκληρο το περιεχόμενο του δικαιώματος της δουλείας, διότι, αν περιλαμβάνει μέρος εκείνου, η δουλεία, κατ’ εφαρμογή της αρχής του αδιαιρέτου των δουλειών, διατηρείται ακέραιη. Η επίκληση, όμως, του ότι το δεσπόζον έχει καταστεί αύταρκες σε μεγάλο βαθμό, σε συνδυασμό με τη συνδρομή και άλλων περιστατικών, μπορεί να καταστήσει, σύμφωνα με το άρθρο 281 του ΑΚ καταχρηστική και απαγορευμένη την άσκηση του δικαιώματος της δουλείας, λόγω του ότι η συνέχιση ασκήσεως της δουλείας υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Στην τελευταία αυτή περίπτωση ο κύριος του δουλεύοντος ακινήτου μπορεί να επιδιώξει δικαστικώς την αναγνώριση της καταχρηστικής άσκησης της δουλείας από τον κύριο του δεσπόζοντος ακινήτου και να ζητήσει την απαγόρευση της ασκήσεως της δουλείας στο μέλλον, αφού από το ανωτέρω άρθρο (281 ΑΚ) δεν γίνεται διάκριση ως προς το δικονομικό τρόπο προβολής από το θιγόμενο της καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος (βλ. ΑΠ 338/2019 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1701/2018 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 819/2014 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 972/2008 ΧρΙΔ 2009 138).
ΙΙ.Περαιτέρω, στο άρθρο 50 παρ. 3 του προϊσχύσαντος ΒΔ 9-8/30-9-1955 περί Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού (Γ.Ο.Κ.) οριζόταν ότι «Επί των κατά τα ανωτέρω ανεγειρομένων εν επαφή με το γειτονικόν όριον ή παρά τούτο (περίπτωσης αντισεισμικών κατασκευών) τοίχων, απαγορεύεται ή διαμόρφωσις οιωνδήποτε ανοιγμάτων εξαιρέσει των υπό του παρόντος ρητώς επιτρεπομένων» και στο άρθρο 75 του ίδιου νόμου οριζόταν ότι «1.Απαγορεύεται ή καθ’ οιονδήποτε τρόπον σύστασις οιασδήποτε ιδιωτικής δουλείας επί των ακινήτων, μη ρητώς προβλεπομένης υπό του παρόντος, εφ’ όσον αύτη επάγεται περιορισμόν της ανεγέρσεως ή της επεκτάσεως των οικοδομών ή εγκαταστάσεων αυτών μέχρι των μεγίστων ορίων των επιτρεπομένων εκάστοτε υπό των πολεοδομικών και οικοδομικών διατάξεων. Συμφωνίαι περί συστάσεως τοιούτων απηγορευμένων δουλειών, συναπτόμεναι μετά την ισχύν του παρόντος, είναι εξ υπαρχής άκυροι. 2.Οιαιδήποτε υφιστάμεναι και οποτεδήποτε και καθ’ οιονδήποτε τρόπον συσταθείσαι ή κτηθείσαι δουλείαι, είτε εκ των κατά την προηγουμένην παράγραφον απαγορευμένων είτε ακόμη και εκ των ρητώς υπό του παρόντος κανονισμού προβλεπομένων δουλειών, εξαιρέσει των ρητώς εν συνεχεία αναφερομένων, καταργούνται δυνάμει του παρόντος κανονισμού αφ’ ής αι εργασίαι προς ανέγερσιν ή επέκτασιν ή διαρρύθμισιν οικοδομής επί του δουλεύοντος ακινήτου, εκτελούμεναι κατά βούλησιν του κυρίου αυτού ή εντολή της Αρχής, καταστήσουν τεχνικώς αδύνατον ή μη σύννομον την άσκησιν της δουλείας, διά των προς άσκησιν αυτής εγκαταστάσεων ή κατασκευών ή περιορισμών. Ως εργασίαι όμως τοιαύται νοούνται και λαμβάνονται υπ’ όψιν προς κατάργησιν της δουλείας μόνον εργασίαι επιτρεπόμεναι υπό των πολεοδομικών και οικοδομικών διατάξεων και μόνον μετά την έκδοσιν της νομίμου οικοδομικής αδείας και δυνάμει αυτής εκτελούμεναι. Εις την επί της εφαρμογής του παρόντος Αρχήν απόκειται να κρίνη πότε καθίσταται κατά τα ανωτέρω αδύνατος ή παράνομος η άσκησις της δουλείας …». Επίσης, στο άρθρο 26 παρ. 9 του ΝΔ 8/1973 περί Γ.Ο.Κ. (που έπαυσε μεν να ισχύει μετά ένα έτος από την ισχύ του ν. 1577/1985 «Γ.Ο.Κ.», δηλαδή, από τις 18-12-1986, σύμφωνα με το άρθρο 31 παρ. 1 εδάφια α΄ και γ΄ αυτού, η ισχύς του όμως παρατάθηκε στη συνέχεια με τις υπ’ αριθ. 296/88/14-1-1987 και 233/3/4-1-1988, αντιστοίχως, αποφάσεις του Υπουργού ΠΕΧΩΔΕ, η δεύτερη από τις οποίες κυρώθηκε με το άρθρο 3 παρ. 3 του ν. 1772/1988), οριζόταν ότι «Επί τοίχων ανεγειρομένων εν επαφή προς το κοινόν όριον των ιδιοκτησιών ή επί τοίχων ανεγερθέντων εκατέρωθεν του κοινού ορίου των ιδιοκτησιών κατά τας προϊσχυσάσας διατάξεις απαγορεύεται η διάνοιξις οιωνδήποτε ανοιγμάτων. Ανοίγματα αντικείμενα προς την απαγόρευσιν αυτήν δεν κλείονται δια πράξεως της διοικήσεως αλλά κατόπιν δικαστικής αποφάσεως εκτελουμένης κατά τις διατάξεις της πολιτικής δικονομίας», ενώ στο άρθρο 100 του ΝΔ 8/1973 οριζόταν ότι «1.Απαγορεύεται η καθ’ οιονδήποτε τρόπον σύστασις δουλειών επί των ακινήτων, μη ρητώς προβλεπομένων υπό του παρόντος κανονισμού, εφ’ όσον αύται συνεπάγονται περιορισμόν της ανεγέρσεως ή της επεκτάσεως των κτιρίων ή των εγκαταστάσεων αυτών, μέχρι των μεγίστων επιτρεπομένων ορίων υπό των εν ισχύ πολεοδομικών διατάξεων. Η μετά την ισχύν του παρόντος σύστασις των ως άνω απαγορευομένων δουλειών, είναι αυτοδικαίως άκυρος. Της απαγορεύσεως εξαιρείται η δουλεία διόδου, εφ’ όσον αύτη αποτελεί την μοναδικήν προς κοινόχρηστον χώρον δίοδον οικοπέδου ή κτιρίου ή αυτοτελούς δομικώς ορόφου αυτού. 2. α)Αι μέχρι της ισχύος του παρόντος νομίμως συσταθείσαι δουλείαι καταργούνται, εφ’ όσον αι βάσει νομίμου αδείας της αρχής εκτελεσθησόμεναι οικοδομικαί εργασίαι επί του δουλεύοντος ακινήτου ήθελον καταστήσει αδύνατον εν όλω ή εν μέρει την άσκησιν της δουλείας. Της καταργήσεως εξαιρούνται η δουλεία κοινού σκελετού των ομόρων κτιρίων και η δουλεία διόδου, υπό την εις το τελευταίον εδάφιον της προηγουμένης παραγράφου έννοιαν. Η κατάργησις επέρχεται μετά την προηγουμένην αποζημίωσιν του δικαιούχου, κατά τα κατωτέρω οριζόμενα …». Ακόμη, στο άρθρο 25 του (προϊσχύσαντος) ν. 1577/1985 περί Γ.Ο.Κ οριζόταν ότι «1.Απαγορεύεται η σύσταση δουλειών, οι οποίες συνεπάγονται περιορισμό της δυνατότητας ανέγερσης η επέκτασης των κτιρίων ή εγκαταστάσεων, σύμφωνα με τις ισχύουσες πολεοδομικές διατάξεις. Από την απαγόρευση αυτή εξαιρείται ή δουλεία διόδου, εφόσον αποτελεί τη μοναδική δίοδο προς κοινόχρηστο χώρο οικοπέδου ή κτιρίου ή αυτοτελούς από πλευράς δόμησης ορόφου. Δικαιοπραξίες που αντιβαίνουν στις διατάξεις της παραγράφου αυτής είναι απολύτως άκυρες. 2.Δουλείες που έχουν συσταθεί έως τη δημοσίευση του νόμου αυτού δεν παρεμποδίζουν την έκδοση οικοδομικής αδείας, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις. Οι δουλείες αυτές καταργούνται κατά τη διαδικασία των επόμενων παραγράφων, αν εκδοθεί νόμιμη οικοδομική άδεια για να γίνουν στο δουλεύον ακίνητο κατασκευές ή εγκαταστάσεις που καθιστούν αδύνατη, εν όλω ή εν μέρει, την άσκηση της δουλείας. Κατ’ εξαίρεση, δεν υπάγονται στην παράγραφο αυτή η δουλεία κοινού σκελετού και η δουλεία διόδου, όπως αυτή ορίζεται στην προηγούμενη παράγραφο. 3.Στο δικαιούχο της καταργούμενης δουλείας καταβάλλεται αποζημίωση. Ο καθορισμός του ποσού της αποζημίωσης, ανεξάρτητα από την αξία του αντικειμένου της διαφοράς, γίνεται από το ειρηνοδικείο, στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται το δουλεύον ακίνητο που δικάζει κατά τις σχετικές διατάξεις της Πολιτικής Δικονομίας, ύστερα από αίτηση του δικαιούχου της δουλείας ή εκείνου, στον οποίο έχει χορηγηθεί νόμιμη οικοδομική άδεια για την εκτέλεση εργασιών ασυμβίβαστων με την άσκηση της δουλείας. 4.Η δουλεία καταργείται με την καταβολή ή την κατάθεση στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων της αποζημίωσης. Μετά την κατάργηση επιτρέπεται να εκτελεστούν, σύμφωνα με την οικοδομική άδεια, οι εργασίες τις οποίες εμπόδιζε η δουλεία». Επιπλέον, στο άρθρο 10 παρ. 9 και 11 (όπως η τελευταία αναριθμήθηκε με το άρθρο 1 παρ. β΄ της ΥΑ 13448/2012) της υπ’ αριθ. 3046/304/30-1-1989 απόφασης του Υπουργού ΠΕΧΩΔΕ «Κτιριοδομικός Κανονισμός» (όπως αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 5 της 49977/3068 απόφασης του ίδιου Υπουργού (της 27-6/30-6-1989), που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 26 του ν. 1577/1985, ορίζεται ότι: «9.Στους μεσότοιχους και τους εξωτερικούς τοίχους του κτιρίου που ανεγείρονται σε επαφή με το κοινό όριον των ιδιοκτησιών απαγορεύεται η διάνοιξη ανοιγμάτων … 11.Ανοίγματα που προϋπήρχαν του Ν.Δ. 8/1973 και αντιβαίνουν στην απαγόρευση της προηγούμενης παραγράφου, δεν κλείνονται με πράξη της διοικήσεως, αλλά ύστερα από δικαστική απόφαση, που εκτελείται σύμφωνα με τις διατάξεις της πολιτικής δικονομίας». Τέλος, στο άρθρο 9 του ν. 4067/2012 περί του ήδη ισχύοντος Νέου Οικοδομικού Κανονισμού (Ν.Ο.Κ.) ορίζεται ότι «1.Απαγορεύεται η σύσταση δουλειών, οι οποίες συνεπάγονται περιορισμό της δυνατότητας ανέγερσης ή επέκτασης των κτιρίων ή εγκαταστάσεων, σύμφωνα με τις ισχύουσες πολεοδομικές διατάξεις. Από την απαγόρευση αυτή εξαιρείται η δουλεία διόδου… Δικαιοπραξίες που αντιβαίνουν στις διατάξεις της παραγράφου αυτής είναι απολύτως άκυρες. 2.Δουλείες που έχουν συσταθεί έως τη δημοσίευση του παρόντος νόμου δεν παρεμποδίζουν την έκδοση άδειας δόμησης, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις. Οι δουλείες αυτές καταργούνται κατά τη διαδικασία των επόμενων παραγράφων, αν εκδοθεί νόμιμη οικοδομική άδεια για να γίνουν στο δουλεύον ακίνητο κατασκευές ή εγκαταστάσεις που καθιστούν αδύνατη, εν όλω ή εν μέρει, την άσκηση της δουλείας. Κατ’ εξαίρεση δεν υπάγονται στην παράγραφο αυτή η δουλεία κοινού σκελετού και η δουλεία διόδου, όπως αυτή ορίζεται στην προηγούμενη παράγραφο… 3.Στον δικαιούχο της καταργούμενης δουλείας καταβάλλεται αποζημίωση. Ο καθορισμός του ποσού της αποζημίωσης, ανεξάρτητα από την αξία του αντικειμένου της διαφοράς, γίνεται από το ειρηνοδικείο, στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται το δουλεύον ακίνητο που δικάζει κατά τις σχετικές διατάξεις της Πολιτικής Δικονομίας, ύστερα από αίτηση του δικαιούχου της δουλείας ή εκείνου στον οποίο έχει χορηγηθεί νόμιμη άδεια δόμησης για την εκτέλεση εργασιών ασυμβίβαστων με την άσκηση της δουλείας. 4.Η δουλεία καταργείται με την καταβολή ή την κατάθεση στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων της αποζημίωσης. Μετά την κατάργηση επιτρέπεται να εκτελεστούν, σύμφωνα με την άδεια δόμησης, οι εργασίες τις οποίες εμπόδιζε η δουλεία». Οι προαναφερθείσες πολεοδομικές διατάξεις, οι οποίες περιλαμβάνουν ομοειδείς ρυθμίσεις ως προς το ζήτημα των ανοιγμάτων επί τοίχων, οι οποίοι βρίσκονται στο όριο ιδιοκτησιών, και των σχετικών δουλειών, αποβλέπουν κυρίως στην προστασία του όμορου ιδιοκτήτη, όπως προκύπτει από τη διατύπωσή τους και ιδιαίτερα από το γεγονός ότι ορίζουν ότι τα ανοίγματα κλείνονται, όχι με πράξη της Διοίκησης, αλλά με δικαστική απόφαση, η έκδοση της οποίας προϋποθέτει δίκη κατά την οποία μόνοι νομιμοποιούμενοι ως διάδικοι είναι οι κύριοι των γειτονικών ακινήτων, δηλαδή περιέχουν κανόνα γειτονικού δικαίου, αφού εισάγουν περιορισμό της κυριότητας του γείτονα, χωρίς επιβάρυνση της ιδιοκτησίας του με εμπράγματα υπέρ τρίτου δικαιώματα και παρέχουν στον κύριο του γειτονικού ακινήτου το δικαίωμα να απαιτήσει να κλείσουν τα σχετικά ανοίγματα. Το δικαίωμα αυτό συνίσταται στην αξίωση κατά του εκάστοτε ιδιοκτήτη στον οποίο και επιβάλλεται η υποχρέωση να προβεί στο κλείσιμο του κενού που αφορούν στα ανοίγματα αυτά. Ειδικότερα, θεμελιώνεται, από τις ανωτέρω διατάξεις, αγωγή ενοχικού χαρακτήρα, η οποία διαφέρει από την αρνητική αγωγή του άρθρου 1108 του ΑΚ ως προς την ιστορική βάση, τη νομιμοποίηση και το αίτημα, γιατί, ενώ η τελευταία προϋποθέτει επενέργεια στο ακίνητο του ενάγοντος διαταρακτική της κυριότητάς του, απευθύνεται εναντίον εκείνου από τον οποίο προήλθε η διατάραξη (προσβολή), ανεξάρτητα εάν αυτός συνδέεται με συγκεκριμένο ακίνητο ως κύριος, νομέας ή επικαρπωτής κ.λπ. και έχει ως αίτημα την άρση της προσβολής και την παράλειψή της στο μέλλον, η από τις ανωτέρω διατάξεις αυτοτελής ενοχική αγωγή στηρίζεται απλώς και μόνο στο γεγονός της ύπαρξης ανοιγμάτων στο μεσότοιχο ή στον τοίχο του οικοδομήματος που εφάπτεται στο όριο γειτονικού ακινήτου, έστω και εάν δεν προκαλείται κάποια βλαπτική ενέργεια (διατάραξη) από τα ανοίγματα αυτά στην ιδιοκτησία του ενάγοντος – γείτονος, στρέφεται κατά του εκάστοτε κυρίου του ως άνω οικοδομήματος, αδιαφόρως αν είναι εκείνος ο οποίος κατασκεύασε τα ανοίγματα αυτά, και το αίτημά της περιορίζεται μόνο στο κλείσιμο των εν λόγω ανοιγμάτων (βλ. ΑΠ 430/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 819/2014 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 399/2006 ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαρ 95/2016 ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ 2016 674, ΕφΠατρ 76/2008 ΑχαΝομ 2009 739, ΕφΑθ 3770/2004 ΕλλΔνη 2004 1692). Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τις μεταβατικές διατάξεις του άρθρου 81 του ΒΔ 9-8/30-9-1955 και του άρθρου 125 παρ. 2 του ΝΔ 8/1973, οι ως άνω διατάξεις των άρθρων 75 του ΒΔ 9-8/30-9-1955 και 100 του ΝΔ 8/1973 δεν ίσχυαν για τους στερούμενους εγκεκριμένου σχεδίου οικισμούς, ενώ, με τη μεταβατική διάταξη του άρθρου 28 παρ. 3 του ν. 1577/1985 ορίσθηκε ότι σε οικισμούς χωρίς εγκεκριμένο σχέδιο εφαρμόζεται και το ανωτέρω άρθρο 25 αυτού, το ίδιο δε ορίζεται και με τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 3 του ν. 4067/2012 (όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 7 παρ.1 εδ. α του ν. 4315/2014), ως προς το ανωτέρω άρθρο 9 του ισχύοντος Ν.Ο.Κ. (ν. 4067/2012). Ειδικότερα, υπό την ισχύ των προϊσχυσάντων Γ.Ο.Κ. (ΒΔ 9-8/30-9-1955 και ΝΔ 8/1973), εξακολουθούσε στους οικισμούς χωρίς εγκεκριμένο σχέδιο, αφενός να επιτρέπεται η σύσταση δουλειών επί των ακινήτων, οι οποίες παρεμπόδιζαν την εκτέλεση οικοδομικών εργασιών στο δουλεύον ακίνητο και αφετέρου να ισχύουν οι σχετικώς συσταθείσες δουλείες αυτού του είδους. Αντιθέτως, υπό τον αμέσως προϊσχύσαντα (ν. 1577/1985) και τον ήδη ισχύοντα (ν. 4067/2012) Οικοδομικό Κανονισμό, αφενός απαγορεύεται και στους οικισμούς χωρίς εγκεκριμένο σχέδιο η σύσταση δουλειών, οι οποίες συνεπάγονται περιορισμό της δυνατότητας ανέγερσης ή επέκτασης των κτιρίων ή εγκαταστάσεων και αφετέρου καταργούνται κατά τη διαδικασία, η οποία καθορίζεται στις προαναφερθείσες διατάξεις (των άρθρων 25 του ν. 1577/1985 και 9 του ν. 4067/2012), οι δουλείες που είχαν συσταθεί πριν από την έναρξη ισχύος των νόμων αυτών και των οποίων η άσκηση καθίσταται αδύνατη από την εκτέλεση κατασκευών ή εγκαταστάσεων, βάσει νόμιμης οικοδομικής άδειας στο δουλεύον ακίνητο. Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι δεν επέρχεται αυτοδίκαιη απόσβεση των συσταθεισών ως άνω δουλειών, αλλά για την κατάργηση των δουλειών αυτών, κατά τις προϊσχύουσες διατάξεις του άρθρου 25 παρ. 2 του ν. 1577/1985 και κατά τις ήδη ισχύουσες του άρθρου 9 του ν. 4067/2012, απαιτείται επιπροσθέτως: α)η έκδοση νόμιμης οικοδομικής άδειας, για να γίνουν στο δουλεύον ακίνητο κατασκευές ή εγκαταστάσεις που καθιστούν αδύνατη, εν όλω ή εν μέρει, την άσκηση της δουλείας και β)η καταβολή ή η κατάθεση στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων της αποζημίωσης στον κύριο του δεσπόζοντος ακινήτου, η οποία έχει καθορισθεί από το Ειρηνοδικείο, στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται το δουλεύον ακίνητο ύστερα από αίτηση του δικαιούχου της δουλείας, ή εκείνου, στον οποίο έχει χορηγηθεί νόμιμη οικοδομική άδεια για την εκτέλεση εργασιών ασυμβίβαστων με την άσκηση της δουλείας (βλ. ΑΠ 430/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 28/2003 ΝοΒ 2003 1618, ΑΠ 233/1998, ΝοΒ 1999,767). Ως εκ τούτου, σε περίπτωση, που, πριν την ισχύ των ως άνω διατάξεων της πολεοδομικής νομοθεσίας (ν. 1577/1985 και ν, 4067/2012), είχε, ήδη, νομίμως συσταθεί το ως άνω δικαίωμα δουλείας παραθύρου εις βάρος γειτονικού ακινήτου, η κατάργηση της δουλείας αυτής επέρχεται εφόσον τηρηθούν οι ανωτέρω προϋποθέσεις και ιδίως καταβληθεί προηγουμένως στο δικαιούχο σχετική αποζημίωση, γιατί διαφορετικά τέτοια κατάργηση χωρίς ανάλογη αποζημίωση θα ήταν αντίθετη στις περί προστασίας της ιδιοκτησίας διατάξεις του άρθρου 17 του Συντάγματος (πρβλ. ΑΠ 292/2018 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1217/1998 ΕλλΔνη 2000 76, ΑΠ 233/1998 ΝοΒ 1999 767, ΑΠ 592/1997 ΕΕΝ 1998 683). Εξάλλου, δικαιολογείται η υποχρέωση του κυρίου του δουλεύοντος ακινήτου για την καταβολή της εν λόγω αποζημιώσεως, ενόψει του ότι με την κατάργηση της ως άνω δουλείας απορρέει ωφέλεια ως προς αυτόν, αφού παύει ο σχετικός περιορισμός του δικαιώματος κυριότητάς του, αντιθέτως, ο δικαιούχος της σχετικής δουλείας επιβαρύνεται με τις δαπάνες κατασκευής άλλης εγκατάστασης για την εξυπηρέτηση των λειτουργιών του ως άνω παραθύρου, που αφορούσε σε τέτοια δουλεία. Επομένως, σε περίπτωση που δεν έχουν συντελεσθεί οι προαναφερθείσες προϋποθέσεις καταργήσεως της ως άνω, ήδη, συσταθείσας δουλείας, που αντιβαίνει στις ως άνω πολεοδομικές διατάξεις, το σχετικό δικαίωμα (δουλείας) εξακολουθεί να υφίσταται, συνακόλουθα πρέπει να τύχει έννομης προστασίας, ανεξαρτήτως της ως άνω αντίθεσης στο νόμο, γιατί διαφορετικώς το δικαίωμα αυτό θα εξομοιωνόταν με μη υφιστάμενο.
Στην προκείμενη περίπτωση, από την επανεκτίμηση όλων, ανεξαιρέτως, των εγγράφων, που διάδικοι νομίμως προσκομίζουν και επικαλούνται είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε ως δικαστικά τεκμήρια (συμπεριλαμβανομένων των φωτογραφιών, που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν, η γνησιότητα των οποίων δεν αμφισβητείται) και των υπ’ αριθ. …./27-9-2016, …/27-9-2016 και …./27-9-2016 ενόρκων βεβαιώσεων, οι οποίες συντάχθηκαν ενώπιον του συμβολαιογράφου Ύδρας ……….., με την επιμέλεια της ενάγουσας – αντεναγομένης, κατόπιν νομότυπης (κατ’ άρθρον 422 παρ. 1 του ΚΠολΔ) κλητεύσεως της εναγομένης – αντενάγουσας (βλ. την υπ’ αριθ. …/22-9-2016 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ………..), καθώς και των υπ’ αριθ. …./21-9-2016, …./22-9-2016 και …../23-9-2016 ενόρκων βεβαιώσεων, οι οποίες συντάχθηκαν ενώπιον της συμβολαιογράφου Κορώνης ……….., του συμβολαιογράφου Πειραιώς … . και της συμβολαιογράφου Ύδρας ………, αντιστοίχως, με την επιμέλεια της εναγομένης – αντενάγουσας, κατόπιν νομότυπης (κατ’ άρθρον 422 παρ. 1 του ΚΠολΔ) κλητεύσεως της ενάγουσας – αντεναγομένης (βλ. την υπ’ αριθ. …/14-9-2016 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς ……….), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει του υπ’ αριθ. …./2-3-2001 συμβολαίου γονικής παροχής της συμβολαιογράφου Ύδρας .. ., νομίμως μεταγραφέντος στα οικεία βιβλία του Υποθηκοφυλακείου Ύδρας (σε τόμο .. και αριθ. …), σε συνδυασμό με την υπ’ αριθ. 1000/8-1-2015 πράξη παραίτησης από το δικαίωμα επικαρπίας ακινήτου του συμβολαιογράφου Ύδρας ………., νομίμως μεταγραφείσα στα οικεία βιβλία του υποθηκοφυλακείου Ύδρας (σε τόμο … και αριθ. ..), η ενάγουσα – αντεναγομένη, απέκτησε (λόγω γονικής παροχής) από τον προηγούμενο κύριο ………. (πατέρα της), την πλήρη κυριότητα ενός ακινήτου, δηλαδή οικοπέδου, μετά της εντός αυτού διωρόφου οικίας (ισόγειο και πρώτος όροφος), κειμένου εντός του οικισμού του Δήμου Ύδρας και στην ειδικότερη θέση «Καμίνια», το οποίο έχει επιφάνεια, σύμφωνα με νεότερη καταμέτρηση και συγκεκριμένα σύμφωνα με το από Σεπτεμβρίου 2015 τοπογραφικό διάγραμμα του τοπογράφου μηχανικού ……….. (προσαρτηθέν στην ανωτέρω συμβολαιογραφική πράξη), 113,09 τ.μ. και το οποίο, σύμφωνα με την ίδια ανωτέρω συμβολαιογραφική πράξη (υπ’ αριθ. …/2015), συνορεύει βόρεια με πρώην ιδιοκτησία …., ανατολικά με ιδιοκτησία …………, νότια με δημοτική οδό και δυτικά με ιδιοκτησία ……… Επίσης, δυνάμει του υπ’ αριθ. …../24-12-1996 συμβολαίου γονικής παροχής της συμβολαιογράφου Ύδρας ………., νομίμως μεταγραφέντος στα οικεία βιβλία του υποθηκοφυλακείου Ύδρας (σε τόμο …. και αριθ. ….), σε συνδυασμό με τον επισυμβάντα, στις 12-4-2006, θάνατο του ……….. (ο οποίος είχε παρακρατήσει εφ’ όρου ζωής του την επικαρπία του ακολούθως αναφερόμενου ακινήτου), η εναγομένη – αντενάγουσα απέκτησε (λόγω γονικής παροχής) από τον προαναφερθέντα προηγούμενο κύριο (πατέρα της), την κυριότητα ενός ακινήτου, δηλαδή οικοπέδου, μετά της εντός αυτού οικίας, κειμένου εντός του οικισμού του Δήμου Ύδρας και στην ειδικότερη θέση «…….», το οποίο έχει επιφάνεια, κατά μεν τον ως άνω τίτλο κτήσης, 180,53 τ.μ., κατά δε νεότερη καταμέτρηση και συγκεκριμένα σύμφωνα με το από Οκτωβρίου 2014 τοπογραφικό διάγραμμα του αγρονόμου τοπογράφου μηχανικού …………., 174,20 τ.μ. και το οποίο συνορεύει, σύμφωνα με τον ίδιο ανωτέρω τίτλο κτήσης, βόρεια εν μέρει με ιδιοκτησία …….., εν μέρει με ιδιοκτησία ………. και εν μέρει με οδό, νότια με οδό, ανατολικά με οδό, δυτικά, επί πλευράς μήκους 0,50 μ., με ιδιοκτησία ……….. και, επί πλευρών μήκους 3,20 μ. και 9 μ., με ιδιοκτησία ……….. (και ήδη ενάγουσας – αντεναγομένης). Επίσης, όσον αφορά στην ανωτέρω διώροφη οικία, επιφανείας του ισογείου 103,12 τ.μ. και του πρώτου υπέρ του ισογείου ορόφου 49,90 τ.μ., η οποία ευρίσκεται εντός του προαναφερθέντος οικοπέδου της κυριότητας της ενάγουσας – αντεναγομένης, αυτή έχει κατασκευασθεί πριν το έτος 1918, και χρησιμοποιείτο από τότε, συνεχώς, από τους δικαιοπαρόχους της ενάγουσας, χωρίς, ωστόσο, να προκύπτει ο ακριβής χρόνος κατασκευής της. Ειδικότερα, το ανωτέρω οικόπεδο με την εντός αυτού οικία, δυνάμει του υπ’ αριθ. …./25-2-1918 πωλητηρίου συμβολαίου του συμβολαιογράφου Σκύρου ……….. (μεταγραφέντος σε τόμο … και αριθ. ….), πωλήθηκε από την …………. στην …………. Στη συνέχεια, η τελευταία πώλησε το εν λόγω ακίνητο στην …… ., δυνάμει του υπ’ αριθ. …../30-9-1921 πωλητηρίου συμβολαίου «οικίας» του συμβολαιογραφούντος Ειρηνοδίκη Ύδρας (μεταγραφέντος σε τόμο … και αριθ. …), το οποίο (ακίνητο), μετά το θάνατο αυτής, περιήλθε, λόγω κληρονομίας, στα τέκνα της ………….. και …………………., κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου στον καθένα, οι οποίοι το μεταβίβασαν στην ………., ……., δυνάμει του υπ’ αριθ. …/23-11-1934 πωλητηρίου συμβολαίου («πώληση οικίας») του συμβολαιογράφου Ύδρας ………. (μεταγραφέντος σε τόμο … και αριθ. …). Κατόπιν, δυνάμει του υπ’ αριθ. …./14-5-1941 πωλητηρίου συμβολαίου («πώλησις οικίας») του συμβολαιογράφου Ύδρας ……….. (μεταγραφέντος σε τόμο … αριθ. …), η τελευταία μεταβίβασε αυτό στον ………., ο οποίος, δυνάμει του υπ’ αριθ. …/24-10-1941 συμβολαίου σύστασης προίκας του ίδιου συμβολαιογράφου (μεταγραφέντος σε τόμο …. και αριθ. ….), μεταβίβασε αυτό (οικόπεδο μετά οικίας) στον ………. και στη θυγατέρα του ………., οι οποίοι, δυνάμει του υπ’ αριθ. …../16-8-1965 συμβολαίου προικοσυμφώνου της συμβολαιογράφου Ύδρας ………. (μεταγραφέντος σε τόμο …… και αριθ. …), μεταβίβασαν αυτό, κατά την επικαρπία στον ………. και κατά την ψιλή κυριότητα στην ……. ……… Τέλος, η τελευταία, έχοντας αποκτήσει την πλήρη κυριότητα του ανωτέρω ακινήτου (λόγω καταργήσεως της προίκας), πώλησε αυτό στον προαναφερθέντα δικαιοπάροχο της ενάγουσας – αντεναγομένης, ………, δυνάμει του υπ’ αριθ. …./23-10-1986 πωλητηρίου συμβολαίου της ίδιας συμβολαιογράφου (μεταγραφέντος σε τόμο … και αριθ. …). Σημειωτέον ότι η εν λόγω οικία της κυριότητας της ενάγουσας – αντεναγομένης αναφέρεται σε όλους τους προαναφερθέντες τίτλους ιδιοκτησίας των δικαιοπαρόχων αυτής, μάλιστα, στο υπ’ αριθ. …/25-2-1918 πωλητήριο συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Σκύρου ……….. ως αιτία κτήσης αυτής (οικίας), εκ μέρους της σ’ αυτό αναφερόμενης πωλήτριας … συζύγου ……… …, αναφέρεται ως «…περιελθούσαν αυτή εκ πατρικής κληρονομιάς προ του έτους 1915…», καθώς και στο υπ’ αριθ. …/14-5-1941 συμβόλαιο πώλησης οικίας του συμβολαιογράφου Ύδρας ………., αυτή αναφέρεται ήδη ως «…παλαιάν οικίαν…».
Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι επί του ανατολικού τοίχου της προαναφερθείσας οικίας της κυριότητας της ενάγουσας – αντεναγομένης, ο οποίος (τοίχος) έχει ανεγερθεί επί του κοινού ορίου του σχετικού οικοπέδου της ιδιοκτησίας της τελευταίας με το ανωτέρω οικόπεδο της κυριότητας της εναγομένης – αντενάγουσας, έχει κατασκευασθεί ένα παράθυρο, μη επακριβώς προσδιορισθέντων διαστάσεων, το οποίο βρίσκεται στο χώρο της κουζίνας της οικίας αυτής και το οποίο έχει θέα («βλέπει») προς το χώρο της αυλής της οικίας της εναγομένης – αντενάγουσας, η οποία βρίσκεται εντός του όμορου οικοπέδου της ιδιοκτησίας της. Το παράθυρο αυτό υφίσταται από το έτος 1930, όπως προκύπτει, ιδίως, από την ανωτέρω υπ’ αριθ. ……/27-9-2016 ένορκη βεβαίωση του ……….., ο οποίος έχει γεννηθεί, το έτος 1927 και κατοικεί από τότε μέχρι σήμερα στην Ύδρα και ο οποίος σχετικώς ανέφερε ότι «…και από τη δεκαετία του 1930 υπήρχαν στον ανατολικό τοίχο του σπιτιού δύο παράθυρα … δεν έχω να προσθέσω κάτι άλλο, παρά μόνο ότι το παράθυρο αυτό του πρώτου ορόφου που προσπαθεί να κλείσει τώρα η κ. ………., είναι ανοικτό και χρησιμοποιείται από το 1930 … ». Σημειωτέον ότι δεν αποδείχθηκε ότι το ανωτέρω παράθυρο υπήρχε από την αρχική κατασκευή της προαναφερθείσας οικίας της ενάγουσας, δηλαδή πριν από το 1918, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται η ενάγουσα, ενόψει του ότι ο .. … και ο ……… (σύζυγος της ενάγουσας) στις ανωτέρω υπ’ αριθ. …./27-9-2016 και …/27-9-2016 ένορκες βεβαιώσεις τους, αντιστοίχως, αναφέρουν μεν ότι το παράθυρο αυτό υπήρχε από την κατασκευή της ανωτέρω οικίας, όμως, προσθέτουν ότι η γνώση τους για το γεγονός αυτό δεν στηρίζεται σε προσωπική τους αντίληψη, αλλά στις αφηγήσεις τρίτων, μεγαλύτερων σε ηλικία, κατοίκων της Ύδρας, μεταξύ των οποίων, ο ………. μνημονεύει τον προαναφερθέντα ………., ο οποίος, όμως, όπως προαναφέρθηκε, προσδιόρισε την ύπαρξη του παραθύρου σε διαφορετικό χρόνο. Επίσης, αποδείχθηκε ότι, τόσο οι προαναφερθέντες απώτεροι και απώτατοι δικαιοπάροχοι της ενάγουσας – αντεναγομένης, όσο και η ίδια, χρησιμοποιούσαν το παράθυρο αυτό με διάνοια δικαιούχων αντίστοιχης δουλείας, δηλαδή θέας, φωτισμού και αερισμού του σχετικού χώρου της ανωτέρω οικίας, ως δεσπόζοντος ακινήτου, καθώς και με καλή πίστη, κάνοντας χρήση του παραθύρου αυτού, κατά τρόπο σταθερό και, ενεργώντας επ’ αυτού ακώλυτα και κατά βούληση, ως προς τις οικείες χρησιμότητές του, οι οποίες επιβαρύνουν, ως δουλεύον, το όμορο ακίνητο της κυριότητας της εναγομένης – αντενάγουσας. Ως εκ τούτου, σύμφωνα με τις προεκτεθείσες σκέψεις (υπό στοιχείο Ι), μετά την παρέλευση τριάντα ετών από το έτος 1930, που ως άνω τοποθετείται η έναρξη της προαναφερθείσας χρήσης του εν λόγω παραθύρου, δηλαδή, ήδη, κατά το έτος 1960, δημιουργήθηκε, δυνάμει έκτακτης χρησικτησίας, κατά τις προϊσχύουσες του ΑΚ διατάξεις, το σχετικό περιορισμένο εμπράγματο δικαίωμα της πραγματικής δουλείας παραθύρου (θέας, φωτισμού και αερισμού μέσω αυτού) υπέρ του ανωτέρω ακινήτου της ήδη κυριότητας της ενάγουσας και εις βάρος του όμορου ακινήτου της κυριότητας της εναγομένης. Μάλιστα, το εμπράγματο δικαίωμα αυτό έχει συσταθεί, για τον ίδιο λόγο (έκτακτη χρησικτησία), και κατά τις διατάξεις του ΑΚ, μετά την παρέλευση είκοσι ετών από την έναρξη ισχύος του τελευταίου (23-2-1946), δηλαδή, ήδη, κατά το έτος 1966. Σημειωτέον ότι, κατά τις δεκαετίες του 1930, του 1940 και του 1970, καθώς και κατά το έτος 1986, οι δικαιοπάροχοι της εναγομένης – αντενάγουσας είχαν προβεί σε διάφορες ενέργειες για να κλείσουν το εν λόγω παράθυρο, καρφώνοντας ξύλα επ’ αυτού, καθώς και με διάφορες ξύλινες κατασκευές. Ωστόσο, η ανωτέρω κρίση περί της συστάσεως του εν λόγω δικαιώματος δουλείας δεν αναιρείται από το γεγονός αυτό, ενόψει του ότι οι δικαιοπάροχοι της ενάγουσας – αντεναγομένης, πάντοτε, απέκρουαν όλες τις προαναφερθείσες ενέργειες των δικαιοπαρόχων της εναγομένης – αντενάγουσας, καταστρέφοντας τις σχετικές κατασκευές. Έτσι, οι δικαιοπάροχοι της ενάγουσας – αντεναγομένης ενεργούσαν με διάνοια δικαιούχου του εν λόγω δικαιώματος δουλείας και με καλή πίστη, αφού, σε περίπτωση που δεν είχαν τη βούληση αυτή, οι ανωτέρω ενέργειες παρακώλυσης της άσκησης του δικαιώματος αυτού θα είχαν ευοδωθεί και το παράθυρο, ήδη, θα είχε σφραγισθεί, όπως συνέβη με άλλο παράθυρο που ήταν στο ισόγειο της ίδιας οικίας (βλ. την προαναφερθείσα ένορκη βεβαίωση του ……..), όμως, εξακολούθησε η ανωτέρω χρήση του, έστω και αν αυτό οφειλόταν και σε σχετικές συμφωνίες των εκάστοτε ιδιοκτητών των ανωτέρω όμορων ακινήτων «χάριν και της καλής γειτονίας». Επίσης, η ανωτέρω κρίση σχετικώς με το εν λόγω δικαίωμα δουλείας δεν αναιρείται από το ότι στους τίτλους ιδιοκτησίας της ενάγουσας και των δικαιοπαρόχων της, σχετικώς με το ακίνητο αυτό, δεν υπάρχει κάποια αναφορά περί συστάσεως της ως άνω δουλείας παραθύρου υπέρ του ακινήτου της και εις βάρος του ακινήτου της εναγομένης – αντενάγουσας, ενόψει του ότι η δημιουργία του δικαιώματος αυτού, όπως προαναφέρθηκε, θεμελιώνεται σε έκτακτη χρησικτησία και όχι σε παράγωγο τρόπο ή τακτική χρησικτησία, για να απαιτείται και η ύπαρξη κάποιου αντίστοιχου τίτλου. Μάλιστα, από τη μη αναφορά του εν λόγω δικαιώματος δουλείας στους ανωτέρω τίτλους ιδιοκτησίας συνάγεται ότι το σχετικό δικαίωμα δεν αμφισβητείτο, κατά συνέπεια οι δικαιοπάροχοι της ενάγουσας δεν είχαν κάποιο λόγο να επιδιώξουν την αναφορά του σ’ αυτούς. Ακόμη, η ανωτέρω κρίση δεν αναιρείται από το ότι ο δικαιοπάροχος της εναγομένης – αντενάγουσας ……….. (πατέρας της), ο οποίος είχε καταστεί κύριος του ανωτέρω ακινήτου δυνάμει του υπ’ αριθ. …/1956 συμβολαίου πώλησης του συμβολαιογραφούντος Ειρηνοδίκη Ύδρας …………, χρησιμοποιούσε το ακίνητο αυτό ως ξυλουργείο και όχι ως οικία, αφού δεν προέκυψε ότι το γεγονός αυτό είχε κάποια επίδραση στην ανωτέρω χρήση του εν λόγω παραθύρου. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η ύπαρξη του εν λόγω παραθύρου συνεπάγεται περιορισμούς στην επέκταση της ανωτέρω οικίας, η οποία ευρίσκεται εντός του ανωτέρω οικοπέδου της κυριότητας της εναγομένης – αντενάγουσας ή στην ανέγερση άλλων κτιρίων επί του ιδίου ακινήτου, ενόψει του ότι, εξαιτίας του παραθύρου αυτού, η τελευταία θα υποχρεωθεί να οικοδομήσει πέρα από το κοινό όριο των ανωτέρω ακινήτων της κυριότητας των διαδίκων και όχι επ’ αυτού, όπως θα είχε δικαίωμα, σύμφωνα με τον Οικοδομικό Κανονισμό, ο οποίος επιβάλλει απόσταση τουλάχιστον 2,50 μέτρων από το εν λόγω παράθυρο (βλ. την από 10-10-2016 τεχνική έκθεση του πολιτικού μηχανικού …………). Επίσης, όπως προεκτέθηκε (υπό στοιχείο ΙΙ), υπό την ισχύ των προϊσχυσάντων Οικοδομικών Κανονισμών (ΒΔ 9-8/30-9-1955, ΝΔ 8/1973 και ν. 1577/1985), καθώς και του ήδη ισχύοντος (ν. 4067/2012), απαγορεύεται η σύσταση δουλειών, οι οποίες συνεπάγονται περιορισμό της δυνατότητας ανέγερσης ή επέκτασης των κτιρίων ή εγκαταστάσεων. Όμως, η προαναφερθείσα απαγόρευση στη σύσταση δουλειών, η οποία είχε θεσπισθεί με τους προϊσχύσαντες Γ.Ο.Κ., δηλαδή με το ΒΔ 9-8/30-9-1955 και το ΝΔ 8/1973, δεν αφορούσε στους οικισμούς χωρίς εγκεκριμένο σχέδιο, όπως στην προκείμενη περίπτωση είναι και αυτός στον οποίο ευρίσκονται τα ανωτέρω ακίνητα της κυριότητας των διαδίκων (στην Ύδρα στη θέση «…..»), αλλά για τους τελευταίους οικισμούς η απαγόρευση αυτή άρχισε να εφαρμόζεται από την έναρξη ισχύος του προγενέστερου Γ.Ο.Κ. του ν. 1577/1985 (δηλαδή από 18-2-1986 κατ’ άρθρον 35 του ν. 1577/1985). Ως εκ τούτου, η απαγόρευση αυτή δεν καταλαμβάνει το ως άνω δικαίωμα δουλείας, ενόψει του ότι, όπως προαναφέρθηκε, αυτή είχε, ήδη, συσταθεί πριν την έναρξη ισχύος του προγενέστερου Γ.Ο.Κ. (ν. 1577/1985). Ακόμη, οι δουλείες που είχαν συσταθεί πριν από την έναρξη ισχύος των νόμων αυτών (του ν. 1577/1985 και του ν. 4067/2012) και των οποίων η άσκηση καθίσταται αδύνατη από την εκτέλεση κατασκευών ή εγκαταστάσεων, βάσει νόμιμης οικοδομικής άδειας στο δουλεύον ακίνητο, καταργούνται κατά τη διαδικασία, η οποία καθορίζεται στις προαναφερθείσες διατάξεις (των άρθρων 25 του ν. 1577/1985 και 9 του ν. 4067/2012), δηλαδή απαιτείται: α)η έκδοση νόμιμης οικοδομικής άδειας, για να γίνουν στο δουλεύον ακίνητο κατασκευές ή εγκαταστάσεις που καθιστούν αδύνατη, εν όλω ή εν μέρει, την άσκηση της δουλείας και β)η καταβολή ή η κατάθεση στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων της αποζημίωσης στον κύριο του δεσπόζοντος ακινήτου, η οποία έχει καθορισθεί από το Ειρηνοδικείο, στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται το δουλεύον ακίνητο ύστερα από αίτηση του δικαιούχου της δουλείας, ή εκείνου, στον οποίο έχει χορηγηθεί νόμιμη οικοδομική άδεια για την εκτέλεση εργασιών ασυμβίβαστων με την άσκηση της δουλείας. Στην προκείμενη περίπτωση, δεν προέκυψε από κάποιο στοιχείο ότι έχουν συντελεσθεί οι ανωτέρω προϋποθέσεις καταργήσεως της ως άνω δουλείας, έτσι, το σχετικό δικαίωμα εξακολουθεί να υφίσταται υπέρ του ανωτέρω ακινήτου της κυριότητας της ενάγουσας και εις βάρος του όμορου ακινήτου της κυριότητας της εναγομένης. Εξάλλου, δεν αποδείχθηκε ότι εξέλιπε η εξυπηρετούμενη, βάσει της εν λόγω δουλείας, ανάγκη του δεσπόζοντος ακινήτου της κυριότητας της ενάγουσας, δηλαδή αυτή της παροχής μέσω του εν λόγω παραθύρου ηλιακού φωτός, θέας και αέρα στο χώρο της κουζίνας της ανωτέρω οικίας της, λόγω της παροχής αυτών από τη θύρα του ίδιου χώρου ή από τα παράθυρα και τις θύρες των λοιπών χώρων της οικίας αυτής, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται η εναγομένη. Μάλιστα, σε διαφορετική περίπτωση, θα καθίστατο περιττή η κατασκευή παραθύρων σε χώρους οικίας, όπου θα υπήρχε αντίστοιχη θύρα, όμως, αυτό αντιβαίνει στα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής. Σημειωτέον ότι, όπως προεκτέθηκε (υπό στοιχείο Ι), για την απόσβεση της δουλείας πρέπει η σχετική αυτάρκεια του δεσπόζοντος να περιλαμβάνει ολόκληρο το περιεχόμενο του δικαιώματος της δουλείας, διότι, αν περιλαμβάνει μέρος εκείνου, η δουλεία, κατ’ εφαρμογή της αρχής του αδιαιρέτου των δουλειών, διατηρείται ακέραιη. Ως εκ τούτου, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο ισχυρισμός της εναγομένης – αντενάγουσας περί αποσβέσεως του ως άνω δικαιώματος δουλείας. Επίσης, δεν προέκυψε από κάποιο στοιχείο ότι η κατά τα ως άνω άσκηση του δικαιώματος αυτού υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, όπως αντίθετα, αλλά αβάσιμα ισχυρίζεται η εναγομένη, ενόψει του ότι το εν λόγω παράθυρο είναι το μοναδικό στο χώρο της κουζίνας της ανωτέρω οικίας της ενάγουσας, έτσι δεν υφίσταται άλλος νόμιμος τρόπος παροχής σ’ αυτόν των αναγκαίων στοιχείων του φωτός και του αέρα.
Επίσης, αποδείχθηκε ότι, κατά το καλοκαίρι του έτους 2015, η εναγομένη – αντενάγουσα τοποθέτησε στο ανωτέρω ακίνητο της ιδιοκτησίας της, στο χώρο της αυλής της σχετικής οικίας της, ξύλινη κατασκευή (πέργκολα), αποτελούμενη από 5 ξύλινους ορθοστάτες (πλάτους 0,60Χ0,06 μ. και ύψους 2,70 μ.), καθώς και από 7 οριζόντια τμήματα από σανίδες (0,08Χ0,015 μ.), που στηρίζονται στην εσωτερική και εξωτερική πλευρά των ορθοστατών. Η κατασκευή αυτή έχει ύψος 2,70 μέτρων περίπου και, σε τμήμα της, 2,00 μέτρων περίπου και έχει τοποθετηθεί σε όλο το μήκος της δυτικής πλευράς του ανωτέρω ακινήτου (της εναγομένης), εκτεινόμενη σε 6 μέτρα περίπου και σε απόσταση 10 εκατοστών από τον ευρισκόμενο στο όριο των δύο ανωτέρω ακινήτων των διαδίκων (ανατολικό) τοίχο της οικίας της ενάγουσας, αποκλείοντας με τον τρόπο αυτό τον ηλιακό φωτισμό, τον αερισμό και τη θέα του χώρου της κουζίνας της οικίας αυτής (της ενάγουσας) από το εκεί ευρισκόμενο προαναφερθέν παράθυρο (βλ. την υπ’ αριθ. …/2015 έκθεση αυτοψίας των …….. και ………, υπαλλήλων της Διεύθυνσης Υπηρεσίας Δόμησης και Γενικού Σχεδιασμού Πόλης του Δήμου Πειραιώς). Ως εκ τούτου, η τοποθέτηση της προαναφερθείσας ξύλινης κατασκευής διαταράσσει την άσκηση (οιονεί νομή) του ανωτέρω δικαιώματος δουλείας της ενάγουσας, που αφορά στο εν λόγω παράθυρο, και υφίσταται υποχρέωση της εναγομένης – αντενάγουσας να άρει την προσβολή αυτή με την αφαίρεση της κατασκευής αυτής και να παραλείπει αυτή (προσβολή) στο μέλλον. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του έκρινε ότι δεν υφίσταται το ως άνω δικαίωμα δουλείας και δεν συντρέχει περίπτωση έννομης προστασίας του, απορρίπτοντας ως ουσιαστικώς αβάσιμη την ένδικη αγωγή, ενώ δέχθηκε κατά ένα μέρος την ανωτέρω ανταγωγή και υποχρέωσε την ενάγουσα – αντεναγομένη να προβεί στο κλείσιμο (οριστική σφράγιση) του εν λόγω παραθύρου, έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων, κατά τους σχετικούς βάσιμους λόγους (1ο, 2ο και 5ο) της εφέσεως.
Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι στον ίδιο τοίχο (ανατολικό εξωτερικό) της ανωτέρω οικίας της κυριότητας της ενάγουσας – αντεναγομένης, ο οποίος ευρίσκεται επί του κοινού ορίου των προαναφερθέντων όμορων ακινήτων των διαδίκων, υπάρχουν, προς το χώρο της αυλής της ανωτέρω οικίας της ιδιοκτησίας της εναγομένης – αντενάγουσας, εκτός από το εν λόγω παράθυρο, και δύο οπές (ανοίγματα κυκλικού σχήματος), περιορισμένου μεγέθους, οι οποίες χρησιμοποιούνται από την ενάγουσα – αντεναγομένη ως αεραγωγοί για τον εξαερισμό των χώρων του ισογείου αποχωρητηρίου (WC) και της κουζίνας (έξοδος του σωλήνα του σχετικού απορροφητήρα) της ευρισκομένης εκεί οικίας της τελευταίας. Επίσης, από τα ίδια ως άνω στοιχεία, δεν προέκυψε, επακριβώς, ο χρόνος κατά τον οποίο δημιουργήθηκαν οι εν λόγω οπές, πάντως, κατά το χρόνο έναρξης ισχύος του προγενέστερου Γ.Ο.Κ. (ν. 1577/1985), δηλαδή μέχρι την 18-2-1986, δεν είχε συμπληρωθεί χρονικό διάστημα είκοσι (20) ετών από τη δημιουργία τους (βλ. την προσκομιζόμενη από την αντενάγουσα – εναγομένη έγχρωμη φωτογραφία υπ’ αριθ. σχετ. 31, στην οποία δεν απεικονίζονται οι ως άνω οπές), ώστε να έχει συσταθεί αντίστοιχο δικαίωμα δουλείας, δυνάμει έκτακτης χρησικτησίας, σε συνδυασμό με το ότι, κατά τις προαναφερθείσες διατάξεις, μετά την έναρξη ισχύος του ν. 1577/1985 απαγορεύθηκε η σύσταση τέτοιων δουλειών. Ειδικότερα, τα ανωτέρω ανοίγματα εμπίπτουν στις προεκτεθείσες (υπό στοιχείο ΙΙ) διατάξεις της υπ’ αριθ. 3046/304/30-1-1989 απόφασης του Υπουργού ΠΕΧΩΔΕ («Κτιριοδομικός Κανονισμός»), κατά τις οποίες αυτά είναι απαγορευμένα και υπόκεινται σε κλείσιμο, με δικαστική απόφαση. Σημειωτέον ότι η ενάγουσα – αντεναγομένη, αλυσιτελώς, ισχυρίζεται ότι οι εν λόγω δύο οπές δημιουργήθηκαν πριν από το έτος 1970 και για το λόγο αυτό δεν υπόκεινται στην ως άνω απαγόρευση, ενόψει του ότι, σύμφωνα και με τις προεκτεθείσες σκέψεις (υπό στοιχείο ΙΙ), στο άρθρο 10 παρ. 11 της ανωτέρω Υπουργικής Αποφάσεως (Κτιριοδομικού Κανονισμού) ορίζεται ότι το κλείσιμο των σχετικών ανοιγμάτων με δικαστική απόφαση ισχύει και για τα προϋφιστάμενα της έναρξης ισχύος του προϊσχύοντος Γ.Ο.Κ. (ΝΔ 8/1973) ανοίγματα. Εξάλλου, δεν αποδείχθηκε ότι η δημιουργία ανοιγμάτων επί τοίχων (κατοικιών), επί του κοινού ορίου ιδιοκτησιών και με θέα σε χώρους όμορων ακινήτων, στοιχειοθετεί, μετά την έναρξη ισχύος του ΑΚ (ενόψει του ότι κατά το άρθρο 1 του ΕισΝΑΚ καταργήθηκαν τα πριν την εισαγωγή του ΑΚ έθιμα), μακρά και ομοιόμορφη άσκηση συμπεριφοράς των κατοίκων της Ύδρας, συνοδευόμενη από την πεποίθηση συμμόρφωσης σε κανόνα δικαίου, δηλαδή σε έθιμο (άρθρο 1 του ΑΚ). Μάλιστα, σε κάθε περίπτωση, οι προαναφερθείσες πολεοδομικές νομοθετικές ρυθμίσεις περιέχουν διατάξεις αναγκαστικού δικαίου, οι οποίες δεν μπορούν να καταργηθούν από κανόνες του εθίμου (βλ. ΟλΑΠ 9/1995 ΕλλΔνη 1995 1520, ΑΠ 943/2000 ΕλλΔνη 2001 115). Τέλος, από την κατά το προηγούμενο χρονικό διάστημα, μη άσκηση του δικαιώματος από την αντενάγουσα – εναγομένη και τους δικαιοπαρόχους της σχετικώς με τη σφράγιση των ως άνω οπών δεν συνάγεται ότι επήλθε η αποδυνάμωση αυτού (άρθρο 281 του ΑΚ), όπως αντίθετα, αλλά αβάσιμα ισχυρίζεται η ενάγουσα – αντεναγομένη, ενόψει του ότι δεν προέκυψε η ύπαρξη περιστάσεων, οι οποίες καθιστούν επιβεβλημένη τη θυσία του σχετικού δικαιώματος, αφού η σφράγιση αυτών δεν θα επιφέρει δυσμενείς συνέπειες στη χρήση της αντίστοιχης οικίας από την ενάγουσα – αντεναγομένη (βλ. ΑΠ 16/2010 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 875/2006 ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαρ 156/2011 ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 304/2010 Αρμ 2011 771). Ειδικότερα, ο εξαερισμός των σχετικών χώρων της οικίας αυτής μπορεί ευχερώς να πραγματοποιηθεί μέσω άλλου σημείου αυτής, σε συνδυασμό με την ανωτέρω διατήρηση του προαναφερθέντος παραθύρου, αλλά και της απρόσκοπτης χρήσης της σχετικής οικίας, επί σημαντικό χρονικό διάστημα από τους δικαιοπαρόχους της, χωρίς την ύπαρξη των οπών αυτών, δηλαδή πριν από τη δημιουργία τους. Κατά συνέπεια, υφίσταται υποχρέωση της ενάγουσας – αντεναγομένης να προβεί στη σφράγιση (κλείσιμο) των ανωτέρω δύο οπών (ανοιγμάτων). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του δέχθηκε κατά ένα μέρος την ανωτέρω ανταγωγή και υποχρέωσε την ενάγουσα – αντεναγομένη να προβεί στο κλείσιμο (οριστική σφράγιση) των εν λόγω οπών, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και την εφαρμογή του νόμου, καθώς και στην εκτίμηση των αποδείξεων, κατά συνέπεια οι περί του αντιθέτου λόγοι (6ος και 7ος) της εφέσεως είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι.
Κατ’ ακολουθίαν των προεκτεθέντων, η ένδικη έφεση πρέπει να γίνει δεκτή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη και να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση, η οποία αφορά στην ως άνω υπό στοιχείο Α΄ αγωγή και στην υπό στοιχείο Β΄ ανταγωγή, αποκλειστικώς ως προς το μέρος της τελευταίας (ανταγωγής), το οποίο αφορά στην ενοχική αξίωση οριστικής σφραγίσεως (κλεισίματος) των εν λόγω παραθύρου και δύο οπών, δηλαδή ως προς αυτό που είχε γίνει δεκτή πρωτοδίκως (ως προς τις οπές για λόγους ενότητας της εκτέλεσης, βλ. ΑΠ 1279/2004 ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, ΑΠ 748/1984 ΕλλΔνη 26 642, ΕφΑθ 44/2006 ΕλλΔνη 48 1507), αφού δε η εν λόγω υπόθεση κρατηθεί προς εκδίκαση κατ’ ουσίαν στο Δικαστήριο αυτό, κατά το μέρος της που εξαφανίσθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, πρέπει η προαναφερθείσα (υπό στοιχείο Α΄) αγωγή να γίνει δεκτή ως ουσιαστικώς βάσιμη, α)να αναγνωρισθεί ότι η ενάγουσα, ως κυρία του προαναφερθέντος ακινήτου, κειμένου στην Ύδρα στη θέση «Καμίνια», είναι δικαιούχος πραγματικής δουλείας, η οποία αφορά στο παράθυρο που βρίσκεται στον ανατολικό (εξωτερικό) τοίχο της εντός του ακινήτου αυτού οικίας της, ο οποίος έχει ανεγερθεί επί του κοινού ορίου του ακινήτου της κυριότητάς της και του προαναφερθέντος όμορου ακινήτου της κυριότητας της εναγομένης, και διαμέσου αυτού (παραθύρου) των σχετικών χρήσεων φωτισμού, αερισμού και θέας, εις βάρος του όμορου ακινήτου της εναγομένης, β)να υποχρεωθεί η εναγομένη να άρει την προσβολή του ανωτέρω δικαιώματος δουλείας αφαιρώντας, με δικές της δαπάνες, την ξύλινη κατασκευή, η οποία έχει τοποθετηθεί στο ανωτέρω ακίνητο της κυριότητάς της (εναγομένης), σε όλο το μήκος της δυτικής πλευράς του, εκτεινόμενη σε έκταση 6 μέτρων περίπου και σε απόσταση 10 εκατοστών από τον ευρισκόμενο στο όριο των δύο ανωτέρω ακινήτων της κυριότητας των διαδίκων (ανατολικό) τοίχο της οικίας της ενάγουσας, έχει ύψος 2,70 μέτρων περίπου και, σε τμήμα της, 2,00 μέτρων, αποτελούμενη από 5 ξύλινους ορθοστάτες (πλάτους 0,60Χ0,06 μ. και ύψους 2,70 μ.), καθώς και από 7 οριζόντια τμήματα από σανίδες (0,08Χ0,015 μ.), που στηρίζονται στην εσωτερική και εξωτερική πλευρά των ορθοστατών, και, σε περίπτωση άρνησής της (εναγομένης), επιτρέπει στην ενάγουσα να προβεί στην αφαίρεση της ανωτέρω ξύλινης κατασκευής, με δαπάνες της εναγομένης και γ)να υποχρεωθεί η εναγομένη να παραλείπει στο μέλλον κάθε πράξη διατάραξης του ανωτέρου δικαιώματος πραγματικής δουλείας της ενάγουσας, απειλουμένης κατά της τελευταίας χρηματικής ποινής ποσού πεντακοσίων (500) ευρώ για κάθε ως άνω μελλοντική πράξη διατάραξης. Επίσης, πρέπει η προαναφερθείσα (υπό στοιχείο Β΄) ανταγωγή να γίνει κατά ένα μέρος δεκτή, ως ουσιαστικώς βάσιμη, και να υποχρεωθεί η αντεναγομένη (ενάγουσα) να προβεί στην οριστική σφράγιση (κλείσιμο) των δύο (2) οπών εξαερισμού, οι οποίες βρίσκονται στον ίδιο ως άνω (ανατολικό) τοίχο της προαναφερθείσας οικίας της κυριότητας της αντεναγομένης (ενάγουσας) και χρησιμοποιούνται από την τελευταία ως αεραγωγοί για τον εξαερισμό των χώρων του ισογείου αποχωρητηρίου (WC) και της κουζίνας της οικίας αυτής και, σε περίπτωση άρνησής της (αντεναγομένης), επιτρέπει στην αντενάγουσα (εναγομένη) να προβεί στην ανωτέρω οριστική σφράγιση των δύο (2) οπών, με δαπάνες της αντεναγομένης (ενάγουσας). Ακόμη, η δικαστική δαπάνη, και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, πρέπει να συμψηφισθεί μεταξύ των διαδίκων, λόγω του ότι η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν ήταν ιδιαιτέρως δυσχερής (άρθρα 179 και 183 του ΚΠολΔ). Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου που κατατέθηκε για την άσκηση της εφέσεως στην εκκαλούσα (άρθρο 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
Απορρίπτει όσα στο σκεπτικό κρίθηκαν ως απορριπτέα.
Δέχεται τυπικώς και κατ’ ουσίαν την έφεση.
Εξαφανίζει την εκκαλούμενη υπ’ αριθ. 1489/2017 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία αφορά στην από 26-5-2016 (υπ’ αριθ. εκθ. καταθ. …………/2016) αγωγή (ως άνω υπό στοιχείο Α΄) και στην από 12-7-2016 (υπ’ αριθ. εκθ. καταθ. ………/2016) ανταγωγή (ως άνω υπό στοιχείο Β΄), αποκλειστικώς, ως προς το μέρος της τελευταίας (ανταγωγής), το οποίο αφορά στην ενοχική αξίωση οριστικής σφραγίσεως (κλείσιμο) των εν λόγω παραθύρου και δύο οπών (δηλαδή ως προς αυτό που είχε γίνει δεκτή πρωτοδίκως).
Κρατεί και δικάζει επί της ουσίας την υπόθεση, κατά το ως άνω μέρος της που εξαφανίσθηκε η εκκαλούμενη απόφαση.
Δέχεται την ανωτέρω αγωγή (ως άνω υπό στοιχείο Α΄).
Αναγνωρίζει ότι η ενάγουσα, ως κυρία του αναφερθέντος στο σκεπτικό της παρούσας ακινήτου, κειμένου στην Ύδρα στη θέση «Καμίνια», είναι δικαιούχος πραγματικής δουλείας, η οποία αφορά στο παράθυρο που βρίσκεται στον ανατολικό (εξωτερικό) τοίχο της εντός του ακινήτου αυτού οικίας της, ο οποίος έχει ανεγερθεί επί του κοινού ορίου του ανωτέρω ακινήτου της και του αναφερθέντος στο σκεπτικό της παρούσας όμορου ακινήτου της κυριότητας της εναγομένης, και διαμέσου αυτού (παραθύρου) των σχετικών χρήσεων φωτισμού, αερισμού και θέας, εις βάρος του όμορου ακινήτου της εναγομένης.
Υποχρεώνει την εναγομένη να άρει την προσβολή του ανωτέρω δικαιώματος πραγματικής δουλείας της ενάγουσας αφαιρώντας, με δικές της δαπάνες, την ξύλινη κατασκευή, η οποία έχει τοποθετηθεί στο ανωτέρω ακίνητο της κυριότητάς της (εναγομένης), σε όλο το μήκος της δυτικής πλευράς του, εκτεινόμενη σε έκταση 6 μέτρων περίπου και σε απόσταση 10 εκατοστών από τον ευρισκόμενο στο όριο των δύο ανωτέρω ακινήτων της κυριότητας των διαδίκων (ανατολικό) τοίχο της οικίας της ενάγουσας, έχει ύψος 2,70 μέτρων περίπου και, σε τμήμα της, 2,00 μέτρων, αποτελούμενη από 5 ξύλινους ορθοστάτες (πλάτους 0,60Χ0,06 μ. και ύψους 2,70 μ.), καθώς και από 7 οριζόντια τμήματα από σανίδες (0,08Χ0,015 μ.), που στηρίζονται στην εσωτερική και εξωτερική πλευρά των ορθοστατών, και, σε περίπτωση άρνησής της (εναγομένης), επιτρέπει στην ενάγουσα να προβεί στην αφαίρεση της ανωτέρω ξύλινης κατασκευής, με δαπάνες της εναγομένης.
Υποχρεώνει την εναγομένη να παραλείπει στο μέλλον κάθε πράξη διατάραξης του ανωτέρω δικαιώματος πραγματικής δουλείας της ενάγουσας, απειλουμένης κατά της εναγομένης χρηματικής ποινής ποσού πεντακοσίων (500) ευρώ για κάθε ως άνω μελλοντική πράξη διατάραξης.
Δέχεται κατά ένα μέρος την ανωτέρω ανταγωγή (ως άνω υπό στοιχείο Β΄).
Υποχρεώνει την αντεναγομένη (ενάγουσα) να προβεί στην οριστική σφράγιση (κλείσιμο) των δύο (2) οπών εξαερισμού, οι οποίες βρίσκονται στον ίδιο ως άνω (ανατολικό) τοίχο της προαναφερθείσας οικίας της κυριότητας της αντεναγομένης (ενάγουσας) και οι οποίες χρησιμοποιούνται από την τελευταία ως αεραγωγοί για τον εξαερισμό των χώρων του ισογείου αποχωρητηρίου (WC) και της κουζίνας της οικίας αυτής και, σε περίπτωση άρνησής της (αντεναγομένης), επιτρέπει στην αντενάγουσα (εναγομένη) να προβεί στην ανωτέρω οριστική σφράγιση των δύο (2) οπών, με δαπάνες της αντεναγομένης (ενάγουσας).
Συμψηφίζει τη δικαστική δαπάνη των διαδίκων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας.
Διατάσσει την επιστροφή στην εκκαλούσα του παραβόλου (υπ’ αριθ. ……………/2017, ποσού 150 ευρώ), που κατατέθηκε για την άσκηση της εφέσεως.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά την 21η Νοεμβρίου 2019 και δημοσιεύθηκε στις 31 Ιανουαρίου 2020 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού, με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ