ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Αντωνία Βαρελά, Εφέτη, που ορίστηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Θεσσαλονίκης, καθώς και από τη Γραμματέα Νικολέττα Νέδα.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στις 21 Νοεμβρίου 2022, για να δικάσει την με αριθμό κατάθεσης ../19-11-2020 έφεση κατά της με αριθμό 248/2020 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κιλκίς, και μεταξύ:
ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ- ΚΥΡΙΩΣ ΠΑΡΕΜΒΑΙΝΟΝΤΟΣ: Ελληνικού Δημοσίου, που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο παραστάθηκε δια της δικαστικής πληρεξούσιας του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, Φωτεινής Σολδάτου, η οποία κατέθεσε προτάσεις.
ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ -ΚΑΘΗΣ Η ΚΥΡΙΑ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ: Της μονοπρόσωπης ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…», με ΑΦΜ …, που εκπροσωπείται νόμιμα και εδρεύει στην Αθήνα, … 106, η οποία παραστάθηκε δια δηλώσεως του άρθρου 242 παρ.2 ΚΠολΔ του πληρεξουσίου δικηγόρου της Γεωργίου Στοικού, με AM …. του ΔΣ Θεσσαλονίκης, και προκατέθεσε προτάσεις, 2) ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ-ΚΑΘΗΣ Η ΚΥΡΙΑ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ: Της εν πτώχευση τελούσας ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «… Α.Ε.», με ΑΦΜ … Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ Θεσσαλονίκης, νομίμως εκπροσωπούμενης από το σύνδικο αυτής, η οποία παραστάθηκε δια δηλώσεως του άρθρου 242 παρ.2ΚΠολΔ του πληρεξουσίου δικηγόρου της Γεωργίου Βίλυ Καπετανάκη, με AM …., και προκατέθεσε προτάσεις.
Η ενάγουσα-δεύτερη εφεσίβλητη, άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κιλκίς, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών – μισθωτικών διαφορών, εναντίον της εναγομένης-πρώτης εφεσίβλητης την με αυξ. αριθ. καταθ. …2019 αγωγή, με την οποία ζήτησε ό,τι ανέφερε σ’ αυτήν. Η εναγομένη-πρώτη εφεσίβλητη άσκησε ενώπιον του ιδίου ως άνω Δικαστηρίου, την με αυξ. αριθ. καταθ. ….2019 ανακοίνωση δίκης προς την Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ Θεσ/νίκης, με την οποία γνωστοποίησε το περιεχόμενο της αγωγής. Μετά από την παραπάνω ανακοίνωση δίκης, το Ελληνικό Δημόσιο άσκησε ενώπιον του ιδίου ως άνω Δικαστηρίου, την με αυξ. αριθ. καταθ. ….2020 κύρια παρέμβαση, με την οποία ζήτησε ό,τι ανέφερε σ’ αυτήν. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με τη με αριθμό 248/2020 απόφαση, αφού συνεκδίκασε, αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των μισθωτικών διαφορών, την αγωγή, την ανακοίνωση δίκης και την κύρια παρέμβαση, έκανε εν μέρει δεκτή την κύρια αγωγή, και απέρριψε την κύρια παρέμβαση του Ελληνικού Δημοσίου, υποχρεώνοντας αυτό στην καταβολή των δικαστικών εξόδων των καθών η κύρια παρέμβαση. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται το εκκαλούν-κυρίως παρεμβαίνον με την με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ../2020 έφεσή του, ζητώντας να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη προς το σκοπό να γίνει δεκτή η κύρια παρέμβαση του.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο και την εκφώνησή της από την οικεία σειρά του πινακίου, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι παραστάθηκαν στο ακροατήριο, όπως ανωτέρω αναφέρεται και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη έφεση του ανακόπτοντος Ελληνικού Δημοσίου, η οποία στρέφεται κατά της με αριθμό 248/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κιλκίς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων της κατά την ειδική διαδικασία των μισθωτικών διαφορών, επί της με αριθμό κατάθεσης …/….2019 αγωγής, της με αριθμό κατάθεσης ….2019 ανακοίνωσης δίκης, καθώς και της με αριθμό κατάθεσης …/…2020 κύριας παρέμβασης, έχει ασκηθεί νομότυπα ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 19 του ΚΠολΔ), αλλά και εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 495 παρ.1, 496, 498, 511, 513 παρ.1, 516 παρ.1, 517, 518 παρ.1 του ΚΠολΔ. Ειδικότερα ως προς το εμπρόθεσμό της, η εκκαλουμένη απόφαση επιδόθηκε στο εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο στις 22-10-2020, όπως προκύπτει από τη σχετική επισημείωση επί του σώματος της εκκαλουμένης, του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Θεσσαλονίκης, ….., η δε έφεσή κατατέθηκε στη Γραμματεία του εκδόσαντος την προσβαλλομένη απόφαση δικαστηρίου, την 19-11-2020 (βλ. την ίδιας ημερομηνίας με αριθμό …. 2020 πράξη καταθέσεως του αρμόδιου γραμματέα κάτω από το δικόγραφο της εφέσεως), οπότε, μέχρι την κατάθεσή της, δεν παρήλθε η προβλεπόμενη από την παράγραφο 1 του άρθρου 518 ΚΠολΔ, προθεσμία. Αφού σημειωθεί ότι ενόψει της ιδιότητας του εκκαλούντος και κατ’ εφαρμογή του άρθρου 28 παρ. 4 του Ν 2579/1998, δεν απαιτείται, για το παραδεκτό της έφεσης, η κατάθεση του χρηματικού παράβολου που προβλέπεται από το εδάφιο της παρ. 3 του άρθρου 495 του ΚΠολΔ, πρέπει η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, κατά την αυτή ειδική διαδικασία των μισθωτικών διαφορών (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).
Σύμφωνα με το άρθρο 1 του κανονιστικού διατάγματος της 26ης Ιουνίου – 10ης Ιουλίου 1944 «Περί κώδικος των νόμων περί δικών του Δημοσίου» (ΦΕΚ 139 Α’), «1. Η ενώπιον των Δικαστηρίων εκπροσώπησις του Δημοσίου γίνεται δια του Υπουργού των Οικονομικών». Εξάλλου, στον κυρωθέντα με το ν. 2717/1999 (Α’ 979) Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας ορίζεται, στο άρθρο 25, ότι «1. Το Δημόσιο εκπροσωπείται στη δίκη από τον Υπουργό Οικονομικών. Κατ’ εξαίρεση, τούτο εκπροσωπείται κατά την εκδίκαση : α) των φορολογικών εν γένει διαφορών, από την αρχή που εξέδωσε τη σχετική πράξη ή που παρά το νόμο παρέλειψε την έκδοσή της …». Η ανωτέρω διάταξη του άρθρου 25 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας αναφέρεται στην, κατ’ εξαίρεση, επί των φορολογικών εν γένει διαφορών, εκπροσώπηση του Δημοσίου από την αρχή που εξέδωσε τη σχετική πράξη ή που, παρά το νόμο, παρέλειψε την έκδοσή της·
Με τη με αριθμό κατάθεσης …/…..2019 αγωγή, η ενάγουσα εν πτώχευση τελούσα ανώνυμη εταιρεία, με την επωνυμία «… Α.Ε.», εξέθετε ότι, δυνάμει του από 02.11.1998 ιδιωτικού συμφωνητικού επαγγελματικής μίσθωσης, εκμίσθωσε στην εναγομένη «…», αδόμητη έκταση κείμενη στη βιομηχανική περιοχή … Κιλκίς, αντί καταβαλλομένου, την 01.09.2016, μηνιαίου μισθώματος 888,88 ευρώ. Ότι στις 05.09.2016 κατήγγειλε τη σύμβαση μίσθωσης αορίστου χρόνου, αλλά μέχρι και τον χρόνο συζήτησης της αγωγής η εναγομένη παρέμενε χωρίς δικαίωμα εγκατεστημένη στο μίσθιο, ποιούμενη ακώλυτη και ανενόχλητη χρήση του, οφείλουσα εκ της αιτίας αυτής ισόποση με το καταβαλλόμενο μίσθωμα αποζημίωση χρήσης (ανερχόμενη στο ποσόν των 888,88 ευρώ μηνιαίως) για το χρονικό διάστημα από 05.10.2016 έως και 26.02.2020 (χρόνος συζήτησης της αγωγής), νομιμοτόκως κατά τις αναφερόμενες στην αγωγή διακρίσεις. Τέλος ζητούσε να καταδικαστεί η εναγομένη στην πληρωμή των δικαστικών της εξόδων. Η εναγομένη με την με αριθμό κατάθεσης δικογράφου …/….2019 ανακοίνωση δίκης, ανακοίνωσε τη ανοιγείσα, με την ως άνω κύρια αγωγή, δίκη, στο Ελληνικό Δημόσιο, το οποίο με την με αριθμό κατάθεσης δικογράφου …/09.01.2020 παρέμβασή του, άσκησε παραδεκτά παρέμβαση, και επικαλούμενο άμεσο έννομο συμφέρον, ένεκα του ότι επέβαλε στα χέρια της εναγομένης της κύριας αγωγής «… ….», ως τρίτης, κατάσχεση των μισθωμάτων από τη μισθωτική σχέση των διαδίκων της κύριας αγωγής, παρενέβη στη μεταξύ των διαδίκων εκκρεμούς δίκης και προβάλλοντας ιδιαίτερη και αυτοτελή αξίωση και επιδιώκοντας να αναγνωριστεί δικαίωμά του κατά των αντιδίκων του/αρχικών διαδίκων ζήτησε αφού γίνει δεκτή η αμέσως προαναφερομένη κύρια αγωγή, να αναγνωριστεί ότι η εναγομένη της κύριας δίκης «… ….», ως τρίτη, λόγω του ότι εις χείρας της επιβλήθηκε η αναφερόμενη στο δικόγραφο της παρέμβασης κατάσχεση των μισθωμάτων, είναι υποχρεωμένη να καταβάλλει, άλλως να αποδίδει στο παρεμβαίνον το ποσόν των 888,88 ευρώ μηνιαίως ως αποζημίωση χρήσης του επίδικου μισθίου ακίνητου, καθώς και να αποδώσει στο Ελληνικό Δημόσιο και το συνολικό αιτούμενο με την κύρια αγωγή χρηματικό ποσό. Επί των ανωτέρω δικογράφων, ήτοι της κύριας αγωγής, της ανακοίνωσης δίκης και της κύριας παρέμβασης, εκδόθηκε η εκκαλουμένη με αριθμό 248/2020 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κιλκίς, η οποία δέχθηκε εν μέρει την αγωγή, απέρριψε την κύρια παρέμβαση και καταδίκασε το κυρίως παρεμβαίνον στα δικαστικά έξοδα των καθών. Την απόφαση, εκκαλεί με την έφεσή του το Ελληνικό Δημόσιο, νόμιμα εκπροσωπούμενο από τον Υπουργό των Οικονομικών, παρά τους αντίθετους ισχυρισμούς της δεύτερης εφεσίβλητης, καθώς εν προκειμένω δεν πρόκειται για φορολογική υπόθεση, ούτε δίκη του ΚΕΔΕ, στην οποία το Ελληνικό Δημόσιο εκπροσωπείται από τον Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε., και ζητά να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη μέσα στα όρια που καθορίζονται με την έφεση του, ώστε να γίνει δεκτή η κύρια παρέμβαση του.
Α. Κατά το άρθρο 79 παρ. 1 του ΚΠολΔ, αν τρίτος αντιποιείται ολόκληρο ή ένα μέρος από το αντικείμενο της δίκης που εκκρεμεί ανάμεσα σε άλλους, έχει δικαίωμα να παρέμβει κυρίως στον πρώτον βαθμό. Από την παραπάνω διάταξη προκύπτει ότι εκείνος που παρεμβαίνει κυρίως στη δίκη που εκκρεμεί μεταξύ άλλων διαδίκων, εφ’ όσον καθίσταται αντίδικος και των δύο αυτών διαδίκων, και επιδιώκει την έκβαση της δίκης υπέρ αυτού, δεν μπορεί να ζητεί με την παρέμβασή του την επιδίκαση σε αυτόν αντικειμένου διαφορετικού ή επιπλέον από εκείνο, για το οποίον ερίζουν οι αρχικοί διάδικοι. Σε περίπτωση, δε, κατά την οποία ο παρεμβαίνων αντιποιείται άλλο πράγμα ή δικαίωμα ή πλέον του αντικειμένου της δίκης, η παρέμβασή του τυγχάνει απαράδεκτη (ΑΠ 1379/2002 ΝοΒ 2003. 466, ΑΠ 715/1998 ΕλλΔνη 40. 630). Η κύρια παρέμβαση πρέπει να στηρίζεται στο ίδιο δικαίωμα και στην ίδια έννομη σχέση ως προς όλους τους κύριους διαδίκους, το επικαλούμενο δε δικαίωμα να είναι τέτοιο, που να μπορεί να στραφεί εναντίον όλων των αρχικών διαδίκων, χωρίς να απαιτείται να στηρίζεται η αξίωση του παρεμβαίνοντος στην ίδια ιστορική και νομική αιτία, που στηρίζεται η αγωγή του κυρίου διαδίκου.
Β. Το κατασχετήριο, ως δικόγραφο, πρέπει, κατά τις διατάξεις του ΚΕΔΕ όπως και κατά τη διάταξη του άρθρ. 983 παρ. 1, να περιέχει τα κατ’ άρθρ. 118 ΚΠολΔ, οριζόμενα για κάθε δικόγραφο στοιχεία, δηλαδή εκτός του τίτλου στον οποίο στηρίζεται, την οφειλόμενη από τον τρίτο προς τον οφειλέτη του Δημοσίου ποσότητα και την έννομη σχέση από την οποία προέρχεται, που πρέπει να αναφέρεται συνοπτικά, αλλά κατά τρόπο σαφή και ορισμένο (άρθρο 118 αρ. 4) κατά τα ουσιώδη της στοιχεία (όχι τα παραγωγικά γεγονότα). Αν πρόκειται δε για κατάσχεση μελλοντικής απαίτησης, με το κατασχετήριο πρέπει να προσδιορίζεται η έννομη σχέση (π.χ. εντολή, μίσθωση κ.τ.λ.), που συνδέει τον καθ’ ου η κατάσχεση και τον τρίτο, η οποία και αποτελεί τη δικαιοπαραγωγική αιτία της οφειλής του τρίτου (βλ. ΕφΑΘ 6239/2010 ΝΟΜΟΣ), διότι διαφορετικά σε αντίθετη περίπτωση καθίσταται δυσχερής η δήλωση του τρίτου και ο προσδιορισμός της απαίτησης της οποίας επιδιώκεται η κατάσχεση, και ειδικότερα γιατί ο τρίτος, ο οποίος καθίσταται έτσι οφειλέτης του Δημοσίου με βάση το τεκμήριο που καθιερώνεται από τη διάταξη του άρθρου 33 ΚΕΔΕ (αμάχητο παλαιότερα και ήδη μαχητό μετά την τροποποίηση του άρθρου 33), όχι μόνο θα λάβει ακριβή γνώση των κατασχομένων και δεν θα προβεί σε διάθεση αυτών, αλλά και θα μπορέσει να προβεί σε δήλωση σαφή και ορισμένη κατά το άρθρο 32 ΚΕΔΕ (βλ. και τις ΑΠ 139/2018, ΑΠ 1941/2017 και ΕφΑΘ 6325/2008 όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, για τους ίδιους λόγους, γίνεται δεκτό ότι, παρότι οι διατάξεις του άρθρου 983 παρ. ΚΠολΔικ και άρθρου 30 προισχύσαντος ΚΕΔΕ (όπως άλλωστε και του άρθρου 30 του νέου ν. 4978/2022), πέρα από την αναγραφή του ποσού μέχρι του οποίου περιορίζεται η κατάσχεση, δεν απαιτούν άλλο στοιχείο προσδιορισμού της κατασχετέας απαίτησης, η στο κατασχετήριο μνεία ότι κατάσχεται κάθε απαίτηση ή κάθε κινητό από οποιαδήποτε αιτία που οφείλονται από τον τρίτο στον οφειλέτη του κατασχόντος είναι αόριστη και συνεπώς, με τη συνδρομή του στοιχείου της βλάβης άκυρη, καθόσον καθίσταται δυσχερής η δήλωση του τρίτου και ο προσδιορισμός της απαίτησης, της οποίας η κατάσχεση επιδιώκεται. Από τα ανωτέρω όμως, και με δεδομένο ότι το κατασχετήριο αποτελεί το συστατικό έγγραφο της διαδικασίας της κατασχέσεως εις χείρας τρίτου, συνάγεται επίσης σαφώς πως το αντικείμενο της κατασχέσεως, οριοθετείται από το περιεχόμενο του κατασχετηρίου και – συνεπώς – «δεν είναι δυνατή η επέκταση της κατάσχεσης σε απαίτηση ή έννομη σχέση που δεν περιέχεται στο κατασχετήριο» (ΑΕΔ 1/2019 σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Δηλαδή, δεν είναι δυνατόν το αντικείμενο της κατάσχεσης, όπως προσδιορίζεται συγκεκριμένα με το κατασχετήριο, να θεωρηθεί ότι επεκτείνεται και σε άλλα αντικείμενα ή καταλαμβάνει και άλλες οφειλές, που απορρέουν από την ίδια, πολύ δε περισσότερο από άλλη, έννομη σχέση.
Με το ανωτέρω περιεχόμενο, η κύρια παρέμβαση, είναι απαράδεκτη σύμφωνα και με τα εκτιθέμενα στην υπό στοιχείο Α νομική σκέψη, διότι το κυρίως παρεμβαίνον αξιώνει αντικείμενο διαφορετικό από εκείνο, για το οποίον ερίζουν οι αρχικοί διάδικοι και ειδικότερα, ενώ οι αρχικοί διάδικοι ερίζουν για καταβολή της οφειλόμενης αποζημίωσης χρήσης, η κύρια παρέμβαση στηρίζεται στην αξίωση καταβολής μισθωμάτων λόγω της κατάσχεσης αυτών εις χείρας τρίτου. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από το κείμενο της με αριθμό …/2015 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης που επέβαλε το Ελληνικό Δημόσιο εις χείρας της «… ….», ως τρίτης, το παρεμβαίνον, κατέσχεσε μισθώματα («… κατάσχω αναγκαστικά στα χέρια σας ως τρίτου όσα οφείλετε ή μέλλετε να οφείλετε ενοίκια ως ενοικιαστής»), ενώ όπως ήδη εκτέθηκε αντικείμενο της κύριας δίκης που έχει ανοιχθεί μεταξύ των αρχικών διαδίκων (αρχικής εκμισθώτριας και αρχικής μισθώτριας) ήταν μόνον η αποζημίωση χρήσης, σημειουμένου ότι η αξίωση για αποζημίωση χρήσης είναι διαφορετική από την αξίωση πληρωμής μισθωμάτων, αφού ο γενεσιουργός λόγος της είναι η παράβαση της υποχρέωσης του μισθωτή να αποδώσει το μίσθιο κατά τη λήξη της έγκυρης σύμβασης μίσθωσης και η από την παράβαση αυτήν προκύπτουσα υποχρέωση αποζημίωσης κατά τα άρθρα 599, 601, 297, 298 του ΑΚ, ενώ γενεσιουργός λόγος της οφειλής των μισθωμάτων είναι η σύμβαση μίσθωσης σύμφωνα με το άρθρο 574 του ΑΚ, της ως άνω αποζημίωσης χρήσης μη έχουσας χαρακτήρα μισθώματος (ΑΠ 329/2019 ΧΡΙΔ 2019. 670, ΑΠ 565/1996 ΕλλΔνη 1997. 107, ΕφΑΘ 156/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Από δε τον ισχυρισμό του εκκαλούντος ότι έσφαλε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο «διότι ναι μεν το μίσθωμα δεν ταυτίζεται με την αποζημίωση χρήσης, που οφείλει ο μισθωτής, μετά την καταγγελία της μισθωτικής σχέσης, πλην όμως η επιβληθείσα κατάσχεση δεν νοείται να περιορίζεται αποκλειστικά και μόνο στα τυχόν οφειλόμενα μισθώματα προς τον εκμισθωτή και οφειλέτη του επιβάλλοντος την κατάσχεση, αλλά περιλαμβάνει κάθε απαίτηση που οφείλεται στον τελευταίο με αφορμή τη μισθωτική σχέση, την τυχόν λήξη της οποίας δεν δύναται εκ των πραγμάτων να γνωρίζει ο επιβάλλων την κατάσχεση δανειστής, ο οποίος σε διαφορετική περίπτωση θα παρέμενε χωρίς προστασία», επιβεβαιώνεται και από το ίδιο το εκκαλούν το γεγονός ότι πρόκειται για διαφορετικό αντικείμενο δίκης μεταξύ της κύριας αγωγής και της παρέμβασης, αφού το μίσθωμα δεν ταυτίζεται με την αποζημίωση χρήσης, σε κάθε περίπτωση όμως, ο ως άνω ισχυρισμός είναι απορριπτέος καθώς εφόσον με το υπ’ αρ. …/2015 κατασχετήριο του, κατάσχεσε αναγκαστικά στα χέρια «…», ως τρίτης όσα οφείλει ή πρόκειται να οφείλει στην ενάγουσα της κύριας αγωγής με τη ρητή αναφορά «ενοίκια ως ενοικιαστής» δεν μπορεί, ούτε επιτρέπεται να εννοηθεί, σύμφωνα και με όσα σχετικά εκτέθηκαν στη υπό στοιχείο Β νομική σκέψη σχετικά με το περιεχόμενο του κατασχετηρίου, ότι το Ελληνικό Δημόσιο κατέσχεσε κάθε απαίτηση που οφείλεται στον εκμισθωτή με αφορμή τη μισθωτική σχέση. Η δε αναγραφή της λέξης «ενοίκια» στο κατασχετήριο έγγραφο προσδιορίζει σαφώς το αντικείμενο της κατάσχεσης που επέβαλλε αποκλειστικά και μόνο στα οφειλόμενα εκ μέρους της «… …», προς την ενάγουσα – οφειλέτρια του Δημοσίου μισθώματα, κατ’ επιλογή του ίδιου του Ελληνικού Δημοσίου, παρά τους αντίθετους αβάσιμους ισχυρισμούς του. Συνεπώς ορθώς έκρινε η εκκαλουμένη ότι η κύρια παρέμβαση είναι απαράδεκτη, καθ’ όσον το αντίδικο κυρίως παρεμβαίνον αξιώνει αντικείμενο διαφορετικό από εκείνο, για το οποίον ερίζουν οι αρχικοί διάδικοι και, ειδικότερα, ενώ οι αρχικοί διάδικοι ερίζουν για καταβολή της οφειλόμενης αποζημίωσης χρήσης, η παρέμβαση αναφέρεται σε διαφορετικό αντικείμενο, και ειδικότερα στην αξίωση πληρωμής μισθωμάτων. Κατόπιν της ανωτέρω παραδοχής το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με την εκκαλούμενη απόφασή του, κατέληξε στην ίδια κρίση, εφάρμοσε ορθά το νόμο παρά τα αντιθέτως υποστηριζόμενα με το σχετικό λόγο της έφεσης. Συνεπώς μη υπάρχοντος άλλου λόγου προς έρευνα πρέπει η έφεση ν’απορριφθεί στο σύνολό της. Τέλος, πρέπει σε αποδοχή του σχετικού αιτήματος των εφεσιβλήτων, να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, σε βάρος του ηττηθέντος εκκαλούντος (άρθρα 176,183,189,191 παρ.2 του ΚΠολΔ) μειωμένων, όμως, κατά τα άρθρα 22 παρ. 1 Ν.3693/1957 (που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 52 αριθμ. 18 ΕισΝΚΠολΔ), σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 5 παρ. 12 Ν. 1738/1987 και αριθμ. 2 της 134423 οικ/8-12-1992 κοινής απόφασης των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης (ΦΕΚ 11/Β/20-1-1993), όπως ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ κατ’ουσίαν την με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ../19-11-2020 έφεση, κατά της υπ’ αριθμ. 8248/2020 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κιλκίς.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του εκκαλούντος, τα δικαστικά έξοδα των εφεσιβλήτων, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων πενήντα (350,00) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στη Θεσσαλονίκη, στο ακροατήριο του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση, στις 18/1/2023, χωρίς την παρουσία των διαδίκων ή των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ