ΑΠΟΦΑΣΗ
Vanden Kerkhof κατά Βελγίου της 05.09.2023 (αριθ.προφ. 13630/19)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Ορθή και γρήγορη απονομή της δικαιοσύνης.
Ο προσφεύγων είχε ασκήσει αγωγή στα δικαστήρια του Βελγίου για ακύρωση σύμβασης πώλησης. Η υπόθεσή του εκκρεμεί στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο και δεν έχει εκδοθεί απόφαση μετά από σχεδόν 8 έτη. Ο προσφεύγων κατέβαλε κάθε επιμέλεια υποβάλλοντας καταγγελία στο Εθνικό Συμβούλιο Δικαιοσύνης, το οποίο διαπίστωσε δυσλειτουργία του δικαστικού σώματος.
Το Στρασβούργο υπογράμμισε ότι το σύστημα προστασίας των δικαιωμάτων που εγγυάται η Σύμβαση βασίζεται στην αρχή της επικουρικότητας και ότι εναπόκειται πρωτίστως στα εθνικά δικαστήρια να διασφαλίζουν το σεβασμό των δικαιωμάτων που εγγυάται η ΕΣΔΑ. Το σύστημα αυτό δεν θα μπορούσε να λειτουργήσει σωστά εάν τα εθνικά δικαστήρια δεν απονέμουν δικαιοσύνη εντός εύλογου χρονικού διαστήματος. Οι υπερβολικές καθυστερήσεις στην απονομή δικαιοσύνης επηρεάζουν την εμπιστοσύνη του κοινού στο δικαστικό σύστημα και θέτουν σε σοβαρό κίνδυνο το κράτος δικαίου, στο οποίο βασίστηκε η Σύμβαση.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι τα προβλήματα που συνδέονται με την υπερβολική διάρκεια της διαδικασίας στη δικαστική περιφέρεια των Βρυξελλών ήταν διαρθρωτικής φύσης. Εν προκειμένω έκρινε ότι υπήρχε παραβίαση του άρθρου 6§1 της ΕΣΔΑ. Όσον αφορά τα δεσμευτικά μέτρα, λαμβάνοντας υπόψη την ελευθερία των εθνικών αρχών να επιλέγουν τον καλύτερο τρόπο εκπλήρωσης των υποχρεώσεών τους, έκρινε ότι το Βελγικό Δημόσιο έπρεπε να λάβει τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να διασφαλίσει το δικαίωμα ακρόασης εντός εύλογης προθεσμίας.
Το Δικαστήριο επιδίκασε 5.000 ευρώ για ηθική βλάβη.
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 6§1
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Ο προσφεύγων, Tom Karel Elisabeth Van den Kerkhof, είναιΒέλγος υπήκοοςπουγεννήθηκετο 1977 και ζειστο Oud-Turnhout (Βέλγιο). Το 2015 άσκησε αγωγή ενώπιον του Πρωτοδικείου των Βρυξελλών ζητώντας την ακύρωση της πώλησης ενός διαμερίσματος λόγω πλημμελούς εκπλήρωσης των συμβατικών υποχρεώσεων. Επικουρικά, ζήτησε να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να του καταβάλουν ως θετικό διαφέρον ποσό ίσο με τη διαφορά μεταξύ της τιμής πώλησης και της αντικειμενικής αξίας του ακινήτου ή να κηρυχθεί άκυρη η σύμβαση πώλησης λόγω πλάνης και να του επιστραφεί το τίμημα ή να του επιδικαστεί αποζημίωση. Ζήτησε επίσης να διοριστεί πραγματογνώμονας για να εκτιμήσει την αξία του ακινήτου και το κόστος των εργασιών που έχουν ήδη αναληφθεί και πρόκειται να εκτελεστούν. Το 2017 το δικαστήριο απέρριψε την αγωγή, αλλά διόρισε πραγματογνώμονα και επανέφερε την υπόθεση προς εκδίκαση. Οι εναγόμενοι άσκησαν έφεση κατά της απόφασης αυτής. Ο πραγματογνώμοναςυπέβαλε την έκθεσή του το επόμενο έτος.
Το 2018, όταν η υπόθεση ήταν έτοιμη για εκδίκαση στο Εφετείο, η Γραμματεία του Εφετείου των Βρυξελλών ενημέρωσε τον προσφεύγοντα ότι η υπόθεσή του βρισκόταν σε λίστα αναμονής και ότι δεν μπορούσε να υποσχεθεί ότι θα οριζόταν ημερομηνία πριν από τον Μάρτιο του 2026. Ο προσφεύγων επικοινώνησε με τον Πρόεδρο του Εφετείου, ζητώντας του να επανεξετάσει την ημερομηνία δικασίμου, αλλά χωρίς επιτυχία. Υπέβαλε επίσης καταγγελία στο Εθνικό Συμβούλιο Δικαιοσύνης, το οποίο διαπίστωσε ότι οι καθυστερήσεις στην υπόθεση του προσφεύγοντος αντικατοπτρίζουν μια «δυσλειτουργία του δικαστικού σώματος». Επίσης, επέδωσε εξώδικη όχληση στο Υπουργείο Δικαιοσύνης να λάβει τα αναγκαία μέτρα για τη μείωση του υπερβολικού χρόνου αναμονής. Στη συνέχεια, το 2021, το Εφετείο των Βρυξελλών εξέδωσε απόφαση με την οποία έκρινε αβάσιμη την έφεση και επικύρωσε την αρχική απόφαση που εκδόθηκε το 2017. Στη συνέχεια, ανέπεμψε την υπόθεση στο γαλλόφωνο Εφετείο των Βρυξελλών, ενώπιον του οποίου η συζήτηση είχε αρχικά προγραμματιστεί για τον Μάρτιο του 2022, αλλά στη συνέχεια αναβλήθηκε για τον Νοέμβριο του 2023, λόγω απουσίας του αρμόδιου για την υπόθεση δικαστή και έλλειψης άλλων δικαστών. Το 2022, η γραμματεία του δικαστηρίου αυτού επιβεβαίωσε ότι η δυσχερής κατάσταση που αντιμετώπιζε λόγω έλλειψης δικαστών σήμαινε ότι δεν μπορούσε πλέον να προσδιορίσει εγκαίρως τις υποθέσεις. Σύμφωνα με τα στοιχεία που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο, η διαδικασία εξακολουθούσε να εκκρεμεί.
Επικαλούμενος το άρθρο 6 (δικαίωμα σε δίκαιη δίκη εντός εύλογης προθεσμίας), ο προσφεύγων παραπονέθηκε για την υπερβολική διάρκεια της διαδικασίας ενώπιον του γαλλόφωνου πρωτοδικείου των Βρυξελλών.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Άρθρο 6
Παραδεκτό
Η κυβέρνηση υποστήριξε ότι ο προσφεύγων όφειλε να είχε ασκήσει αγωγή αποζημίωσης κατά του βελγικού κράτους βάσει του άρθρου 1382 του Αστικού Κώδικα πριν υποβάλει προσφυγή στο ΕΔΔΑ. Εντούτοις, δεν απέδειξε ενώπιον του Δικαστηρίου ότι υπήρχε ρεαλιστική προοπτική ότι μια τέτοια αξίωση θα προχωρούσε ταχύτερα από ό,τι η υπόθεση της κύριας δίκης, η οποία εξακολουθούσε να εκκρεμεί. Το Δικαστήριο σημείωσε, μεταξύ άλλων, ότι η αγωγή αποζημίωσης κατά του βελγικού κράτους θα έπρεπε να κατατεθεί στα ίδια δικαστήρια τα οποία ο προσφεύγων είχε επικρίνει στην αίτησή του ως υπερβολικά αργά. Επιπλέον, δεν μπορούσε να αποκλειστεί το ενδεχόμενο το Βελγικό Δημόσιο να είχε ασκήσει έφεση κατά οποιασδήποτε απόφασης σε βάρος του, οπότε η διαδικασία θα είχε παραταθεί περαιτέρω. Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο έκρινε ότι η κυβέρνηση δεν είχε αποδείξει ότι, στην παρούσα υπόθεση, μια αγωγή αποζημίωσης βάσει του άρθρου 1382 του Αστικού Κώδικα πληρούσε τις απαιτήσεις όσον αφορά την αποτελεσματικότηταπροκειμένου να διαμαρτυρηθεί για την υπερβολική διάρκεια της διαδικασίας που κίνησε ο προσφεύγων.
Επί της ουσίας
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι είχαν ήδη παρέλθει επτά έτη και οκτώ μήνες για δύο βαθμούς δικαιοδοσίας και ότι, σύμφωνα με τις πληροφορίες που υπέβαλαν οι διάδικοι, η διαδικασία εξακολουθούσε να εκκρεμεί. Η Κυβέρνηση δεν έδωσε εξηγήσεις για αυτές τις καθυστερήσεις. Σημείωσε επίσης ότι ο προσφεύγων είχε ήδη υποβάλει καταγγελία στο Εθνικό Συμβούλιο Δικαιοσύνης το 2018 λόγω του υπερβολικά αργού ρυθμού με τον οποίο γίνονταν οι διαδικαστικές ενέργειες στην υπόθεσή του. Το Συμβούλιο είχε κηρύξει βάσιμη την καταγγελία του τον Ιανουάριο του 2019, διαπιστώνοντας ότι οι καθυστερήσεις αυτές αντανακλούσαν μια «δυσλειτουργία του δικαστικού συστήματος».
Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο επιβεβαίωσε τη σημασία της απονομής της δικαιοσύνης χωρίς καθυστερήσεις που θα μπορούσαν να θέσουν σε κίνδυνο την αποτελεσματικότητα και την αξιοπιστία της. Οι υπερβολικές καθυστερήσεις στην απονομή δικαιοσύνης επηρέασαν την εμπιστοσύνη του κοινού στο δικαστικό σύστημα και έθεσαν σε σοβαρό κίνδυνο το κράτος δικαίου στο οποίο βασίστηκε η Σύμβαση. Τέλος, το Δικαστήριο υπενθύμισε ότι το σύστημα προστασίας των δικαιωμάτων που εγγυάται η Σύμβαση βασίζεται στην αρχή της επικουρικότητας και ότι, σύμφωνα με την αρχή αυτή, εναπόκειται πρωτίστως στα εθνικά δικαστήρια να διασφαλίσουν το σεβασμό των δικαιωμάτων που εγγυάται η Σύμβαση. Το σύστημα αυτό δεν θα μπορούσε να λειτουργήσει σωστά εάν τα εθνικά δικαστήρια δεν απονέμουν δικαιοσύνη εντός εύλογου χρονικού διαστήματος για τους σκοπούς του άρθρου 6§1.
Το Δικαστήριο έκρινε ότι η υπόθεση του προσφεύγοντος δεν είχε εκδικαστεί εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος και διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 6§1.
Άρθρο 46 (δεσμευτική ισχύς και εκτέλεση αποφάσεων)
Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι τα προβλήματα σε σχέση με την υπερβολική διάρκεια των διαδικασιών στη δικαστική περιφέρεια των Βρυξελλών ήταν διαρθρωτικής φύσης και δεν περιορίζονταν αποκλειστικά στην προσωπική κατάσταση του προσφεύγοντος. Συναφώς, στηρίχθηκε, μεταξύ άλλων, στις σχετικές διαπιστώσεις του Εθνικού Συμβουλίου Δικαιοσύνης στο πλαίσιο του ελέγχου που διενήργησε τον Ιούνιο του 2022 στο Εφετείο των Βρυξελλών. Έλαβε επίσης υπόψη τις ανησυχίες που εξέφρασε η Επιτροπή Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης. Επανέλαβε ότι, σύμφωνα με τη σύμβαση, τα συμβαλλόμενα κράτη ευθύνονται για τις καθυστερήσεις που οφείλονται στα νομικά τους συστήματα. Ως εκ τούτου, και λαμβάνοντας υπόψη την ελευθερία των εθνικών αρχών να επιλέγουν τον καλύτερο τρόπο εκπλήρωσης των υποχρεώσεών τους βάσει της Σύμβασης, το Δικαστήριο έκρινε ότι εναπόκειται στο εναγόμενο κράτος να λάβει τα αναγκαία μέτρα για να διασφαλίσει το δικαίωμα ακρόασης εντός εύλογου χρονικού διαστήματος στη δικαστική περιφέρεια των Βρυξελλών.
Δίκαιη ικανοποίηση (άρθρο 41). Το Δικαστήριο έκρινε ότι το Βέλγιο έπρεπε να καταβάλει στον προσφεύγοντα 5.000 ευρώ για ηθική βλάβη
(επιμέλεια echrcaselaw.com).