ΑΠΟΦΑΣH
C. κατά Ιταλίας της 31.08.2023 (προσφυγή αριθ. 47196/21)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Η προσφεύγουσα γεννήθηκε από παρένθετη μητέρα, με ωάριο άγνωστη δότριας και με το σπέρμα του βιολογικού της πατέρα, ο οποίος με την σύζυγο του ανέλαβαν την γονική της μέριμνα. Η υπόθεση αφορούσε την άρνηση των ιταλικών αρχών να αναγνωρίσουν τη νόμιμη σχέση γονέα-τέκνου και να καταχωρήσουν το ουκρανικό πιστοποιητικό γέννησης της C., ως παιδί, γεννημένο μέσω συμφωνίας παρένθετης μητρότητας στο εξωτερικό, του βιολογικού πατέρα και της μητέρας που ανέλαβαν τη μέριμνα αυτού του παιδιού. Οι προσφεύγοντες άσκησαν προσφυγή για παραβίαση της οικογενειακής ζωής.
Κατά το ΕΔΔΑ το άρθρο 8 της Σύμβασης απαιτούσε το εσωτερικό δίκαιο να παρέχει τη δυνατότητα αναγνώρισης της νομικής σχέσης μεταξύ ενός παιδιού που γεννήθηκε μέσω συμφωνίας παρένθετης μητρότητας στο εξωτερικό και του φερόμενου πατέρα όπου ήταν ο βιολογικός πατέρας. Επιπλέον, το Δικαστήριο σημείωσε ότι η έλλειψη αναγνώρισης έννομης σχέσης είχε αρνητικό αντίκτυπο σε διάφορες πτυχές του δικαιώματος του παιδιού και το έθετε σε κατάσταση ανασφάλειας δικαίου σχετικά με την ταυτότητά του στην κοινωνία. Εν προκειμένω διαπίστωσε ότι το καθ’ού κράτος δεν παρείχε κάποια άλλη εναλλακτική λύση για την αναγνώριση της νομικής κατάστασης του παιδιού και αυτό παρέμεινε σε κατάσταση αβεβαιότητας.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση της οικογενειακής ζωής (άρθρο 8 της ΕΣΔΑ).
Αντιθέτως όσον αφορά την γυναίκα που είχε αναλάβει την γονική του μέριμνα έκρινε κατά πλειοψηφία ότι το καθ’ού κράτος δεν είχε υπερβεί το περιθώριο εκτίμησής του γιατί της έδινε το δικαίωμα να αναγνωριστεί μητέρα με υιοθεσία και, ως εκ τούτου, δεν υπήρξε παραβίαση του άρθρου 8 ως προς αυτό.
Το Δικαστήριο επιδίκασε στην προσφεύγουσα 15.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 9.536 ευρώ για έξοδα.
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 8
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Ο βιολογικός πατέρας, L.B., και η μητέρα που ανέλαβε τη μέριμνα τέκνου, E.A.M., ενήργησαν για λογαριασμό της C, ανιθαγενούς που γεννήθηκε το 2019 και ζει στο C.S. Το 2018 ο L.B. και η E.A.M. συνήψαν σύμβαση παρένθετης μητρότητας κύησης στην Ουκρανία. Ένα έμβρυο που δημιουργήθηκε από το ωάριο ενός ανώνυμου δότη και το σπέρμα του L.B. εμφυτεύτηκε στη μήτρα μιας παρένθετης μητέρας. Η C. γεννήθηκε τον Αύγουστο του 2019. Το πιστοποιητικό γέννησης συντάχθηκε στην Ουκρανία. Στις 16 Σεπτεμβρίου 2019, ο L.B. και η E.A.M. ζήτησαν από το ληξιαρχείο να καταχωρίσει τα στοιχεία του ουκρανικού πιστοποιητικού γέννησης του παιδιού στο σχετικό μητρώο. Το ληξιαρχείο απέρριψε το αίτημά τους με την αιτιολογία ότι η καταχώριση αυτή ήταν αντίθετη προς τη δημόσια τάξη. Στις 14 Ιανουαρίου 2020 οι L.B. και E.A.M. κατέθεσαν Αίτηση ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου. Ζήτησαν να καταχωρηθούν τα πλήρη στοιχεία του πιστοποιητικού γέννησης ή, επικουρικά, μόνον το ονοματεπώνυμο του βιολογικού πατέρα ως γονέα. Η εισαγγελία ζήτησε από το δικαστήριο να κάνει δεκτό το παρεπόμενο αίτημα. Στις 16 Μαρτίου 2020 το δικαστήριο απέρριψε την αίτηση με το σκεπτικό ότι η δέουσα συνεκτίμηση του υπέρτατου συμφέροντος του παιδιού δεν θα μπορούσε να οδηγήσει σε παραβίαση της αρχής ότι οι συμφωνίες παρένθετης μητρότητας ήταν ασυμβίβαστες με τη δημόσια τάξη. Ο L.B. και η E.A.M. άσκησαν έφεση κατά της απόφασης και ζήτησαν, με ασφαλιστικά μέτρα λόγω επείγοντος στο πλαίσιο της κατ’ έφεση διαδικασίας, την μερική καταχώριση των στοιχείων του πιστοποιητικού γέννησης, ώστε να αναφέρεται ο L.B. ως πατέρας. Η εισαγγελία ζήτησε από το Εφετείο να κάνει δεκτή την αίτηση. Το Εφετείο απέρριψε την αίτησή τους, επισημαίνοντας ότι η αίτηση μερικής καταχώρησης που υποβλήθηκε με τα ασφαλιστικά μέτρα ήταν απαράδεκτη για τον λόγο ότι η αίτηση στην κύρια δίκη αφορούσε αποκλειστικά την πλήρη μεταγραφή του πιστοποιητικού γεννήσεως της C. Στις 8 Ιουνίου 2022 ο L.B. ζήτησε από το ληξιαρχείο του δήμου όπου είχε μεταφέρει τον τόπο κατοικίας του να καταχωρίσει εν μέρει τα στοιχεία γέννησης της κόρης του. Το ληξιαρχείο απέρριψε το αίτημά του με την αιτιολογία ότι η απαγόρευση της παρένθετης μητρότητας δεν μπορούσε να παρακαμφθεί.
Επικαλούμενη το άρθρο 8 (δικαίωμα σεβασμού της οικογενειακής ζωής), η προσφεύγουσα (δηλαδή το παιδί) παραπονέθηκε ότι δεν ήταν σε θέση να επιτύχει την αναγνώριση στην Ιταλία της νόμιμης σχέσης γονέα-τέκνου που δημιουργήθηκε νόμιμα ως αποτέλεσμα συμφωνίας παρένθετης μητρότητας κύησης.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Άρθρο 8
Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι ο σεβασμός της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής απαιτεί ότι ο καθένας πρέπει να είναι σε θέση να καθορίσει τις λεπτομέρειες της ταυτότητάς του, η οποία περιλαμβάνει τη νομική σχέση γονέα-παιδιού. Η προσφεύγουσα βρισκόταν σε κατάσταση νομικής αβεβαιότητας, δεδομένου ότι τα εθνικά δικαστήρια δεν είχαν αναγνωρίσει τη σχέση γονέα-παιδιού που τη συνδέει με τον βιολογικό της πατέρα και τη μητέρα της σύμφωνα με το ουκρανικό πιστοποιητικό γέννησής της και δεδομένου ότι δεν είχε ιταλική ιθαγένεια. Σχετικά με τη θεμελίωση της νόμιμης σχέσης γονέα-τέκνου μεταξύ της προσφεύγουσας και του βιολογικού πατέρα της το Δικαστήριο επανέλαβε ότι, σύμφωνα με τη νομολογία του, το άρθρο 8 της Σύμβασης απαιτούσε το εσωτερικό δίκαιο να παρέχει τη δυνατότητα αναγνώρισης της νομικής σχέσης μεταξύ ενός παιδιού που γεννήθηκε μέσω συμφωνίας παρένθετης μητρότητας στο εξωτερικό και του μελλοντικού πατέρα όπου ήταν ο βιολογικός πατέρας. Αναφερόταν κυρίως στην απόφαση Mennessonκατά Γαλλίας και Labassee κατά Γαλλίας. Επισήμανε ότι στη συμβουλευτική γνώμη με αριθ. P16-2018-001 είχε κρίνει ότι η επιλογή των μέσων με τα οποία θα επιτρεπόταν η αναγνώριση της έννομης σχέσης μεταξύ του τέκνου και του γονέα που ανέλαβε τη γονική μέριμνα αυτού ενέπιπτε στο περιθώριο εκτίμησης των κρατών. Επιπλέον, το Δικαστήριο σημείωσε ότι η έλλειψη αναγνώρισης έννομης σχέσης μεταξύ παιδιού που γεννήθηκε μέσω συμφωνίας παρένθετης μητρότητας που πραγματοποιήθηκε στο εξωτερικό και του γονέα που ανέλαβε τη γονική μέριμνα τέκνου είχε αρνητικό αντίκτυπο σε διάφορες πτυχές του δικαιώματος του παιδιού αυτού στον σεβασμό της ιδιωτικής του ζωής και ήταν δυσμενής για το παιδί, καθώς το έθετε σε κατάσταση ανασφάλειας δικαίου σχετικά με την ταυτότητά του στην κοινωνία. Επομένως, ήταν προς το συμφέρον του τέκνου η αβεβαιότητα που περιβάλλει τη νόμιμη συγγένειά του να είναι όσο το δυνατόν σύντομη. Συναφώς, το Δικαστήριο επισήμανε ότι υφίσταται υποχρέωση επίδειξης εξαιρετικής επιμέλειας όταν διακυβεύεται η σχέση ενός προσώπου με το τέκνο του, δεδομένου ότι η πάροδος του χρόνου θα μπορούσε να οδηγήσει σε de facto επίλυση του ζητήματος. Εν προκειμένω, οι L.B. και E.A.M. ζήτησαν από το δικαστήριο να μεταγραφεί πλήρως το πιστοποιητικό γέννησης στο μητρώο ή, επικουρικά, με γονέα μόνον τον βιολογικό πατέρα. Παρά τη θετική γνωμοδότηση της εισαγγελίας, η οποία είχε ζητήσει να χορηγηθεί μερική αναγνώριση, το δικαστήριο απέρριψε την αίτηση με το σκεπτικό ότι η δέουσα συνεκτίμηση του υπέρτατου συμφέροντος του παιδιού δεν μπορούσε να οδηγήσει σε παραβίαση της αρχής ότι οι συμφωνίες παρένθετης μητρότητας ήταν ασυμβίβαστες με τη δημόσια τάξη. Δεν δόθηκε ιδιαίτερη απάντηση ως προς το παρεπόμενο αίτημα. Ο L.B. και η E.A.M. είχαν ασκήσει έφεση κατά της απόφασης αυτής και, με ασφαλιστικά μέτρα, είχαν ζητήσει τη μερική καταχώριση των στοιχείων γεννήσεως προκειμένου να περιληφθούν εκείνα του L.B. Η εισαγγελία είχε εκφράσει και πάλι θετική γνώμη. Το Εφετείο απέρριψε την αίτηση, κηρύσσοντας απαράδεκτη την αίτηση μερικής μεταγραφής για τυπικούς λόγους, δεδομένου ότι η αρχική αίτηση αφορούσε αποκλειστικά την πλήρη μεταγραφή του πιστοποιητικού γέννησης της C., κάτι που θα ήταν αντίθετο με τη δημόσια τάξη. Στη συνέχεια, ο L.B. ζήτησε από τον ληξίαρχο να μεταγράψει εν μέρει το πιστοποιητικό γεννήσεως, αίτημα το οποίο επίσης απορρίφθηκε. Σαφώς, τα εθνικά δικαστήρια είχαν απορρίψει τα σχετικά αιτήματαχωρίς να σταθμίσουν τα διαφορετικά συμφέροντα που διακυβεύονταν και, το σημαντικότερο, χωρίς να λάβουν υπόψη τις ισχύουσες απαιτήσεις ταχύτητας και αποτελεσματικότητας. Υπήρχε λόγος να συναχθεί το συμπέρασμα ότι, στην παρούσα υπόθεση, τα εθνικά δικαστήρια δεν ήταν σε θέση να λάβουν ταχεία απόφαση για την προστασία του συμφέροντος της προσφεύγουσας να αποδειχθεί η βιολογική καταγωγή της και δεν φαινόταν να είχαν εξετάσει εναλλακτική λύση. Η προσφεύγουσα, ηλικίας τεσσάρων ετών, κρατήθηκε από τη γέννησή της σε κατάσταση παρατεταμένης αβεβαιότητας ως προς την προσωπική της ταυτότητα. Ειδικότερα, δεδομένου ότι δεν είχε νόμιμη καταγωγή, θεωρήθηκε ανιθαγενής στην Ιταλία. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο έκρινε ότι, παρά το περιθώριο εκτίμησης που δόθηκε στο κράτος, οι ιταλικές αρχές δεν εκπλήρωσαν τη θετική υποχρέωσή τους να διασφαλίσουν το δικαίωμα της προσφεύγουσας στο σεβασμό της ιδιωτικής της ζωής βάσει της Σύμβασης.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 8 της Σύμβασης ως προς αυτό.
Όσον αφορά τη δημιουργία της νόμιμης σχέσης γονέα-τέκνου μεταξύ της προσφεύγουσας και της μητέρας της, το Δικαστήριο σημείωσε ότι η E.A.M. θα μπορούσε να ζητήσει να υιοθετήσει την προσφεύγουσα σύμφωνα με το άρθρο 44 (δ) του νόμου αριθ. 184 του 1983. Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο επισήμανε ότι το ίδιο το Συνταγματικό Δικαστήριο είχε κηρύξει αντισυνταγματικές τις διατάξεις σχετικά με την υιοθεσία «σε ειδικές περιπτώσεις» στο βαθμό που είχαν αποκλείσει τη δημιουργία των ίδιων οικογενειακών δεσμών μεταξύ του υιοθετούμενου και των συγγενών του υιοθετούντος με εκείνους που καθιερώθηκαν από άλλους τύπους υιοθεσίας. Τον Νοέμβριο του 2022 το Ακυρωτικό Δικαστήριο, συνεδριάζοντας σεΟλομέλεια, ενώ επανέλαβε ότι απαγορεύεται, ως αντίθετη προς τη δημόσια τάξη, η μεταγραφή του πιστοποιητικού γέννησης παιδιού που γεννήθηκε μέσω συμφωνίας παρένθετης μητρότητας στο εξωτερικό όσον αφορά τον γονέα που ανέλαβε τη γονική μέριμνα τέκνου, είχε διαπιστώσει ότι η υιοθεσία είναι το μέσο με το οποίο είναι δυνατή η νομική αναγνώριση – απονέμοντας σε ένα τέτοιο παιδί την ιδιότητα του γιου ή της κόρης σε σχέση με τον θετό γονέα – της de facto σχέσης μεταξύ του εν λόγω παιδιού και του προσώπου που συμμετείχε στο πρόγραμμα αναπαραγωγής με τον βιολογικό γονέα και συνέβαλε στη φροντίδα του παιδιού από τη γέννησή του.
Το Δικαστήριο επισήμανε, μεταξύ άλλων, ότι, μολονότι τα κράτη διέθεταν περιορισμένο περιθώριο εκτίμησης όταν επρόκειτο για την ίδια την αρχή της διαπίστωσης ή της αναγνώρισης της γονικής σχέσης, το περιθώριο αυτό ήταν ευρύτερο όσον αφορά τα μέσα που έπρεπε να χρησιμοποιηθούν προς τούτο. Μολονότι το ιταλικό δίκαιο δεν επέτρεπε την καταχώριση των στοιχείων του πιστοποιητικού γέννησης σχετικά με τη μητέρα που ανέλαβε τη γονική μέριμνα, εντούτοις της παρείχε τη δυνατότητα να αναγνωρίσει νομίμως το παιδί μέσω υιοθεσίας. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι δεν ήταν γενικά και απολύτως αδύνατο να αναγνωριστεί σχέση γονέα-τέκνου μεταξύ της προσφεύγουσας και της μητέρας που ανέλαβε τη μέριμνα του παιδιού. Αρνούμενο να καταχωρίσει τα στοιχεία του ουκρανικού πιστοποιητικού γέννησης της προσφεύγουσας στο σχετικό ιταλικό ληξιαρχείο, στο μέτρο που όριζε την E.A.M. ως μητέρα της, το εναγόμενο κράτος δεν υπερέβη το περιθώριο εκτίμησής του. Επομένως, δεν υπήρξε παραβίαση του άρθρου 8 της Σύμβασης ως προς αυτό.
Δίκαιη ικανοποίηση (άρθρο 41). Το Δικαστήριο έκρινε ότι η Ιταλία έπρεπε να καταβάλει στην προσφεύγουσα 15.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 9.536 ευρώ για έξοδα και δαπάνες.
Ξεχωριστή γνώμη. Ο δικαστής Wojtyczek εξέφρασε ξεχωριστή γνώμη. Η παρούσα γνωμοδότηση επισυνάπτεται στην απόφαση (επιμέλεια echrcaselaw.com).