Στο τέλος της τετραετίας και σε δύο δόσεις μεταφέρεται – ακόμη και αυτή – η ισχνή μείωση των ασφαλιστικών εισφορών κατά μια ποσοστιαία μονάδα, ενώ …άδηλο το μέλλον του 0,6% που εκκρεμεί και αποτελεί το υπόλοιπο «την ουρά» του προγράμματος της προηγούμενης τετραετίας (2019 – 2023).
Ο υπουργός Εργασίας κ. Αδ. Γεωργιάδης – σε χθεσινή διορθωτική δήλωσή του – υπογράμμισε ότι η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών κατά μία ποσοστιαία μονάδα την οποία εξήγγειλε προεκλογικά η Νέα Δημοκρατία θα υλοποιηθεί «σε δύο δόσεις κατά 0,50% το 2025 και κατά 0,50% το 2027, καθώς ο δημοσιονομικός χώρος δεν επιτρέπει μείωση από το 2024 ένεκα και των ιδιαίτερων συνθηκών λόγω των φυσικών καταστροφών».
Είχε προηγηθεί η αναφορά του, στο συνέδριο του Economist «The Third Thessaloniki Metropolitan Summit», που διεξάγεται στη Θεσσαλονίκη, πως «οι ασφαλιστικές εισφορές θα μειωθούν στις αρχές του επομένου έτους».
Η υπόλειπόμενη μείωση
Ωστόσο δεν έκανε καμία αναφορά στην υπολειπόμενη μείωση κατά 0,6% που αποτελεί «ουρά» του προγράμματος της προηγούμενης τετραετίας (2019 – 2023), το οποίο προέβλεπε μείωση κατά πέντε ποσοστιαίες μονάδες. Ωστόσο οι ασφαλιστικές εισφορές μειώθηκαν κατά 4,4 μονάδες και εκκρεμεί το υπόλοιπο ποσοστό της μείωσης.
Η κυβέρνηση είχε δεσμευτεί – προεκλογικά – ότι θα συνεχιστεί το πρόγραμμα μείωσης των ασφαλιστικών εισφορών, έστω και με μικρότερους ρυθμούς απ’ ότι την προηγούμενη τετραετία. Και μόνο αυτό ανέφερε ο υπουργός. Ολόκληρη η διορθωτική δήλωση αναφέρει τα εξής:
«Την περασμένη τετραετία μειώσαμε τις ασφαλιστικές εισφορές κατά 4,4 ποσοστιαίες μονάδες, γεγονός που είχε σημαντική συμβολή στην αύξηση της απασχόλησης κατά σχεδόν 300.000 άτομα και στη μείωση του ποσοστού ανεργίας από 16,9% τον Ιούλιο του 2019 σε 10,8% τον Ιούλιο του 2023. Στο πρόγραμμα της Ν.Δ. προβλέπεται μείωση μιας επιπλέον ποσοστιαίας μονάδας, κάτι που θα συνδράμει στην επιπλέον αύξηση της απασχόλησης αλλά και στην αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος των εργαζομένων, καθώς οι μειώσεις αφορούν τόσο στις εργοδοτικές όσο και στις εργατικές εισφορές. Ο προγραμματισμός περιλαμβάνει αυτό να γίνει σε δύο δόσεις κατά 0,50% το 2025 και κατά 0,50% το 2027, καθώς ο δημοσιονομικός χώρος δεν επιτρέπει μείωση από το 2024 ένεκα και των ιδιαίτερων συνθηκών λόγω των φυσικών καταστροφών».
Το κόστος των μειώσεων
Η μείωση των εισφορών αποτελεί κεντρικό αίτημα των εργοδοτικών οργανώσεων που συνδέεται με την πρόσφατη αύξηση του κατώτατου μισθού. Οι εκπρόσωποι των εργοδοτικών οργανώσεων έθεσαν το θέμα της περαιτέρω μείωσης των εισφορών κατά τη διάρκεια των διαβουλεύσεων για το νέος κατώτατο μισθό, ως αντιστάθμισμα στο υψηλό κόστος που σημαίνει για τις επιχειρήσεις οι αύξηση των αμοιβών.
Η περαιτέρω μείωση των ασφαλιστικών εισφορών από το 2025 θα και σε ποιο βαθμό μπορεί ο κρατικός προϋπολογισμός να αντέξει μία νέα μείωση εσόδων λόγω της μείωσης των εισφορών. Ασφαλώς θα ληφθεί υπόψη η πορεία των εσόδων μέσω του περιορισμού της εισφοροδιαφυγής, της μείωσης της αδήλωτης και υποδηλωμένης εργασίας χάρη στην εφαρμογή της ψηφιακής κάρτας εργασίας.
Το δημοσιονομικό κόστος για κάθε μείωση των ασφαλιστικών εισφορών κατά μια ποσοστιαία μονάδα ανέρχεται σε 300 εκατ. ευρώ.
Διαχρονικά στη χώρα μας το μη μισθολογικό κόστος είναι υψηλότερο του ευρωπαϊκό μέσου όρου, αλλά και του μέσου όρου των χωρών του ΟΟΣΑ.
Σύγκριση με Ε.Ε.
Τα τελευταία διαθέσιμα δεδομένα της Eurostat (που αφορούν το 2021), δείχνουν πως το μη μισθολογικό κόστος, ως ποσοστό του συνολικού κόστους εργασίας, ήταν στην Ελλάδα (25,5%) πάνω από το μέσο όρο των χωρών της ζώνης του Ευρώ (24,6%), ενώ παρέμεινε ψηλότερο από τα προ – κρίσης επίπεδα (23,3% το 2008).
Στις περισσότερες χώρες τις Ευρωζώνης υπήρξε άνοδος του μη μισθολογικού κόστους. Αντίθετα, στην περίπτωση της Ελλάδας το ονομαστικό μη μισθολογικό κόστος ανά ώρα εργασίας μειώθηκε σημαντικά (-6,4%), εξαιτίας των μέτρων μείωσης των εργοδοτικών εισφορών που ελήφθησαν τα τελευταία χρόνια.
Μετά τις – μέχρι τώρα – μειώσεις κατά 4,4 μονάδες οι εισφορές έχουν διαμορφωθεί ως εξής: εισφορά ασφαλισμένων 13,87%, εργοδοτών 22,29%, σύνολο 36,16%.