Η διαδοχική ασφάλιση αποτελεί δικαίωμα του ασφαλισμένου. Ο ασφαλιστικός οργανισμός στον οποίο υποβλήθηκε αίτηση συνταξιοδότησης δεν μπορεί να εξετάσει αυτεπαγγέλτως αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της διαδοχικής ασφάλισης αν δεν υπάρχει ρητό αίτημα του ασφαλισμένου προς τούτο. Τα ασφαλιστικά όργανα κύριας ή επικουρικής ασφάλισης δεν έχουν υποχρέωση να ενημερώνουν τους ασφαλισμένους ότι μπορούν να συνυπολογίσουν τον χρόνο ασφάλισης που είχαν πραγματοποιήσει σε άλλον ασφαλιστικό φορέα.
Αριθμός απόφασης: Α 535/2023
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΑΤΡΩΝ
Τμήμα 4ο Τριμελές
συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 22 Μαρτίου 2023, με δικαστές τους: Χρήστο Κούλη, Πρόεδρο Πρωτοδικών Δ.Δ., Ευγενία Σκυλοδήμου και Αρχοντιά Βρέττα (εισηγήτρια), Πρωτοδίκες Δ.Δ., και γραμματέα τον Αθανάσιο Περαχωρίτη, δικαστικό υπάλληλο,
για να δικάσει την προσφυγή με αριθμό και ημερομηνία κατάθεσης ΠΡ ./14.6.2022 (Εθνικός Αριθμός Υπόθεσης: . ),
του . , κατοίκου Πατρών (οδός . αριθμ. . ), ο οποίος δεν εμφανίστηκε στο ακροατήριο, αλλά παραστάθηκε βάσει της από 17.3.2023 δήλωσης, κατ’ άρθρο 133 παρ. 2 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, του πληρεξούσιου δικηγόρου Μιχαήλ Ρίκου (Δ.Σ. Αθηνών),
κατά του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου (ν.π.δ.δ.) με την επωνυμία «ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟΣ ΕΘΝΙΚΟΣ ΦΟΡΕΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ» (e-ΕΦΚΑ), όπως μετονομάστηκε από 1.3.2020 το ν.π.δ.δ με την επωνυμία «ΕΝΙΑΙΟΣ ΦΟΡΕΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ» (ΕΦΚΑ), που, από 1.1.2017, διαδέχθηκε καθολικά, ως προς την άσκηση των ασφαλιστικών αρμοδιοτήτων, το ν.π.δ.δ. με την επωνυμία «ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΓΕΩΡΓΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ» (ΟΓΑ) [βλ. άρθρα 51, 51 Α, 53, 70 και 70Α του ν. 4387/2016, όπως ισχύουν], το οποίο εκπροσωπείται νομίμως από τον Διοικητή του και παραστάθηκε διά της πληρεξούσιας δικηγόρου Ελένης Κιέκα (Δ.Σ. Πατρών).
Κατά τη συζήτηση, ο διάδικος που παραστάθηκε στο ακροατήριο ανέπτυξε τους ισχυρισμούς του και ζήτησε όσα αναφέρονται στα πρακτικά.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση, το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη.
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
Σκέφθηκε κατά το νόμο
1. Επειδή, με την κρινόμενη προσφυγή, για την άσκηση της οποίας καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (σχετ. το με κωδικό πληρωμής . e-παράβολο και το από 21.3.2023 αποδεικτικό τραπεζικής εξόφλησης), ο προσφεύγων ζητεί παραδεκτώς την ακύρωση της υπ’ αριθμ. ./8.4.2022 απόφασης του αρμόδιου (σύμφωνα με τα άρθρα 52 παρ. 2 του ν. 4387/2016, Α’ 85, όπως ισχύει και 40 του π.δ. 78/1998, Α’ 72) για την εκδίκαση ενδικοφανών προσφυγών οργάνου του e-ΕΦΚΑ, με την οποία απορρίφθηκε ένστασή του κατά της ./2018 (και όχι ./2007, όπως εκ παραδρομής αναγράφεται στο κρινόμενο δικόγραφο) απόφασης Προϊσταμένου του Περιφερειακού Τμήματος Αγροτών Δυτικής Ελλάδας του καθ’ ου. Με την τελευταία αυτή απόφαση ορίστηκε ως χρόνος έναρξης της καταβολής στον προσφεύγοντα προσαυξημένης σύνταξης γήρατος, λόγω προσμέτρησης του χρόνου ασφάλισης του στο ΙΚΑ, η 1.7.2018 αντί της 1.7.2007.
2. Επειδή, στο, εφαρμοστέο ως εκ του χρόνου υποβολής του ένδικου συνταξιοδοτικού αιτήματος (η οποία έλαβε χώρα στις 5.7.2018, πρβλ. Σ.τ.Ε. 2594/2017, 2272/2013, 2025/2009, 3775/2006, 4766/1998, 1305/1990 κ.ά.), άρθρο 19 του ν. 4387/2016 (Α’ 85), το οποίο, δυνάμει του άρθρου 27 παρ. 1 του ίδιου νόμου, εφαρμόζεται και στους ασφαλισμένους του ΟΓΑ, προβλέπονταν κατά τον κρίσιμο χρόνο, ήτοι πριν την τροποποίηση με το άρθρο 26 του ν. 4670/2020 (Α’ 43), τα εξής: «1. Τα πρόσωπα, τα οποία ασφαλίστηκαν διαδοχικά σε περισσότερους από έναν ασφαλιστικούς οργανισμούς που εντάσσονται στον Ε.Φ.Κ.Α., δικαιούνται σύνταξη κατόπιν αίτησης που υποβάλλεται στον Ε.Φ.Κ.Α.. Η αίτηση αυτή εξετάζεται από την αρμόδια Υπηρεσία του φορέα ή τομέα ή κλάδου ή λογαριασμού στην οποία υπάγονταν, λόγω ιδιότητας ή απασχόλησης, τα ανωτέρω πρόσωπα κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης ή του τελευταίου πριν την υποβολή της αίτησης φορέα, τομέα, κλάδο ή λογαριασμό, σύμφωνα με τη νομοθεσία του εντασσόμενου φορέα, όπως ισχύει κατά την επέλευση του ασφαλιστικού κινδύνου. Η αίτηση εξετάζεται κατ1 αναλογία, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις παραγράφους 1, 2, 3 και 4 του άρθρου 2 του Ν.δ. 4202/1961 (Α’ 175), όπως τροποποιήθηκαν με το άρθρο 9 του Ν. 1405/1983 (Α’ 180) και το άρθρο 14 του Ν. 1902/1990 (Α’ 138) και αντικαταστάθηκαν με την παρ. 1 του άρθρου 5 του Ν. 3863/2010 (Α’ 115), προκειμένου να κριθεί ο αρμόδιος για κρίση του δικαιώματος φορέας, τομέας, κλάδος ή λογαριασμός. Ως χρόνος ασφάλισης που απαιτείται για την πλήρωση των ανωτέρω προϋποθέσεων αρμοδιότητας λογίζεται ο χρόνος υποχρεωτικής ή προαιρετικής ασφάλισης. […] 2. Η Υπηρεσία του Ε.Φ.Κ.Α., που απονέμει κατά τα ανωτέρω τη σύνταξη, υπολογίζει, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 7 και 8 του παρόντος νόμου, το ποσό της σύνταξης με βάση το συνολικό χρόνο που διανύθηκε στην ασφάλιση του ίδιου και των συμμετεχόντων -εντασσόμενων φορέων, τομέων, κλάδων και λογαριασμών. Οι συμμετέχοντες -εντασσόμενοι φορείς ενημερώνουν την αρμόδια Υπηρεσία του Ε.Φ.Κ.Α. για το χρόνο ασφάλισης που έχει διανυθεί στην ασφάλιση τους, τις αποδοχές που αντιστοιχούν στο χρόνο ασφάλισης του ασφαλισμένου, καθώς και κάθε άλλο στοιχείο που απαιτείται. Ο τρόπος υπολογισμού των διατάξεων των άρθρων 7 και 8 του παρόντος νόμου ισχύει για όλα τα πρόσωπα ανεξαρτήτως χρόνου υπαγωγής στην ασφάλιση και ανεξαρτήτως χρόνου που υπήχθησαν διαδοχικά για πρώτη φορά στην ασφάλιση οποιουδήποτε φορέα, τομέα, κλάδου και λογαριασμού. Τα οριζόμενα στην παρούσα παράγραφο ισχύουν για όλα τα πρόσωπα ανεξαρτήτως χρόνου υπαγωγής στην ασφάλιση και ανεξαρτήτως χρόνου που υπήχθησαν διαδοχικά για πρώτη φορά στην ασφάλιση οποιουδήποτε φορέα. 3.α. Αιτήσεις συνταξιοδότησης που έχουν υποβληθεί πριν από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, εξετάζονται, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν.δ. 4202/1961, (Α’ 175), όπως ίσχυαν πριν την τροποποίηση τους με τον παρόντα νόμο. Στις περιπτώσεις που οι ανωτέρω αιτήσεις συνταξιοδότησης υποβάλλονται μετά την έναρξη λειτουργίας του Ε.Φ.Κ.Α., εξετάζονται από τις αρμόδιες υπηρεσίες του κατά τα ανωτέρω, β. Αιτήσεις συνταξιοδότησης που υποβάλλονται μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, εξετάζονται, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου. 4. Από την έναρξη λειτουργίας του Ε.Φ.Κ.Α. και την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου παύει να ισχύει κάθε αντίθετη διάταξη που αφορά στην εφαρμογή των διατάξεων διαδοχικής ασφάλισης στους φορείς/τομείς κύριας ασφάλισης. 5. […] 6. Ο ασφαλισμένος δύναται να επιλέξει το συνυπολογισμό του χρόνου διαδοχικής ασφάλισης στους εντασσόμενους στον Ε.Φ.Κ.Α. φορείς, τομείς, κλάδους και λογαριασμούς, υπό την προϋπόθεση ότι μετά την ένταξη τους στον Ε.Φ.Κ.Α., δεν συνεχίζει να ασφαλίζεται για δραστηριότητα που υπάγεται στην ασφάλιση του αντίστοιχου φορέα, τομέα, κλάδου και λογαριασμού που δεν επιθυμεί την προσμέτρηση του χρόνου του. Δεν είναι δυνατή η προσμέτρηση μόνο μέρους του χρόνου που διανύθηκε στην ασφάλιση του κάθε φορέα, τομέα, κλάδου και λογαριασμού. […]». Από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται ότι η διαδοχική ασφάλιση είναι δικαίωμα του ασφαλισμένου και ότι ο ασφαλιστικός οργανισμός, στον οποίο υποβλήθηκε αίτηση συνταξιοδότησης, δεν μπορεί να εξετάσει αυτεπαγγέλτως αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της διαδοχικής ασφάλισης, όταν δεν υπάρχει ρητό αίτημα του ασφαλισμένου προς τούτο (Σ.τ.Ε. 2272/2013, 1222/2010, 3703/2009, 170/2009, 2537/2008, 3458/2004, 3688/1991, 2803/1990, 3352/1986 κ.ά.). Εξάλλου, τα ασφαλιστικά όργανα κύριας ή επικουρικής ασφάλισης δεν έχουν υποχρέωση να ενημερώνουν τους ασφαλισμένους τους, όταν αυτοί υποβάλλουν αίτηση για να συνταξιοδοτηθούν, ότι μπορούν να συνυπολογίσουν το χρόνο ασφάλισης που είχαν πραγματοποιήσει σε άλλο ασφαλιστικό φορέα (κύριο ή επικουρικό). Ούτε, άλλωστε, συνάγεται τέτοια υποχρέωση από κάποια γενική αρχή του δικαίου της κοινωνικής ασφάλισης (Σ.τ.Ε. 3703/2009, 170/2009, 668/2008).
3. Επειδή, περαιτέρω, στο, εφαρμοστέο εν προκειμένω (πρβλ. Σ.τ.Ε. 1222/2010, 3703/2009, 170/2009, 2950/2000), άρθρο 26 παρ. 1 του Καταστατικού Ασφάλισης και Συνταξιοδότησης Αγροτών (π.δ. 78/1998, Α’ 72) ορίζεται ότι: «Για το χρόνο έναρξης καταβολής της σύνταξης γήρατος εφαρμόζονται οι διατάξεις του Ν. 4169/1961, όπως ισχύουν κάθε φορά.», στο δε άρθρο 4 παρ. 4 του ν. 4169/1961 (Α’ 81), όπως ισχύει, ορίζεται ότι: «Η καταβολή των συντάξεων άρχεται την 1ην Ιουλίου του έτους εκείνου καθ’ ό ο ησφαλισμένος συνεπλήρωσε τας διά την συνταξιοδότησιν προϋποθέσεις, άλλως η καταβολή της συντάξεως άρχεται την 1ην του έτους του επομένου εκείνου, καθ’ ο συντρέχουν όλαι αι προς συνταξιοδότησιν προϋποθέσεις. […] Υποβαλλομένης αιτήσεως υπό συνταξιούχου περί χορηγήσεως μεγαλυτέρου ποσού συντάξεως, απονεμηθείσης δι’ οριστικής αποφάσεως, το ηυξημένον ποσόν καταβάλλεται από της πρώτης του μηνός καθ’ ον υποβάλλεται η αίτησις, διαφυλασσομένης της ισχύος της διατάξεως της παραγράφου 4 του άρθρου 5 του παρόντος.».
4. Επειδή, στην προκείμενη περίπτωση, από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτουν τα εξής: Ο προσφεύγων, γεννηθείς στις 26.7.1942 και διανύσας 9 έτη ασφάλισης στον ΟΓΑ από 1.1.1998 έως 31.12.2006, υπέβαλε στον ανταποκριτή Δαφνιώτισσας Ηλείας του ΟΓΑ την υπ’ αριθμ. πρωτ. ./2.2.2007 αίτηση συνταξιοδότησης λόγω γήρατος, η οποία περιήλθε στην Περιφερειακή Υπηρεσία Δυτικής Ελλάδας του ίδιου φορέα στις 20.3.2007 και καταχωρήθηκε με αριθμ. πρωτ. ./20.3.2007. Ειδικότερα, με την εν λόγω αίτηση ο προσφεύγων δήλωσε ότι από το έτος 1963 άσκησε το επάγγελμα του αγρότη στο δημοτικό διαμέρισμα Δαφνιώτισσας Ηλείας, ότι δεν υπήρξε ασφαλισμένος άλλου ασφαλιστικού φορέα, είτε ημεδαπού είτε αλλοδαπού, καθώς και ότι δεν επιθυμούσε την προσμέτρηση τυχόν διανυθέντος στην ασφάλιση άλλου φορέα χρόνου σύμφωνα με τους κανόνες της διαδοχικής ασφάλισης. Όπως άλλωστε προκύπτει από την οπίσθια σελίδα της ανωτέρω αίτησης συνταξιοδότησης, ο ανωτέρω ανταποκριτής ΟΓΑ βεβαίωσε στις 2.2.2006 ότι ο προσφεύγων ουδέποτε άσκησε άλλο επάγγελμα πέραν του αγροτικού, με το οποίο αυτός απασχολήθηκε από την ενηλικίωση του κι έπειτα. Κατόπιν τούτου, ο Προϊστάμενος της Περιφερειακής Υπηρεσίας Δυτικής Ελλάδας του ΟΓΑ, με την υπ’ αριθμ. ./2007 απόφασή του, απένειμε στον προσφεύγοντα σύνταξη γήρατος, ύψους 294,20 ευρώ (222,20 ευρώ βασική σύνταξη + 72,00 ευρώ πρόσθετη / κύρια σύνταξη), με χρόνο έναρξης καταβολής την 1.7.2007 (βλ. το από 10.5.2007 απογραφικό δελτίο και το υπ’ αριθμ. πρωτ. ./31.5.2007 έγγραφο της Προϊσταμένης του Τμήματος Ασφάλισης και Παροχών του Περιφερειακού Υποκαταστήματος Δυτικής Ελλάδας του ΟΓΑ). Ακολούθως, στις 5.7.2018 ο προσφεύγων υπέβαλε στο, εδρεύον στην Πάτρα (επί της οδού Πανεπιστημίου αριθμ. 168), Περιφερειακό Υποκατάστημα Αγροτών Δυτικής Ελλάδας του ΕΦΚΑ την υπ’ αριθμ. πρωτ. ./5.7.2018 αίτηση, με την οποία γνωστοποίησε τον χρόνο ασφάλισης του στο ΙΚΑ και ζήτησε την προσμέτρηση αυτού στη σύνταξη του. Σε συνέχεια του εν λόγω αιτήματος, το Β’ Τοπικό Υποκατάστημα Μισθωτών Ηλείας του ΕΦΚΑ, με το υπ’ αριθμ. πρωτ. ./31.10.2018 έγγραφό του, γνωστοποίησε στο Περιφερειακό Τμήμα Αγροτών Δυτικής Ελλάδας ότι ο προσφεύγων, από τον Ιανουάριο του 1972 μέχρι και τον Δεκέμβριο του 1991, πραγματοποίησε στην ασφάλιση του ΙΚΑ 1.002 ημέρες εργασίας, εκ των οποίων οι 736 σύμφωνα με τις διατάξεις για τα βαρέα και ανθυγιεινά επαγγέλματα. Κατόπιν τούτου, ο Προϊστάμενος του Περιφερειακού Τμήματος Αγροτών Δυτικής Ελλάδας, με την ./29.11.2018 πράξη, που τιτλοφορείται «Σημείωμα για τον υπολογισμό του συμφερότερου ποσού σύνταξης λόγω διαδοχικής ασφάλισης», αφού έλαβε υπόψη τον διανυθέντα στο ΙΚΑ χρόνο ασφάλισης, επανυπολόγισε τη σύνταξη γήρατος του προσφεύγοντος, την οποία καθόρισε στο ποσό των 518,90 ευρώ (304,45 ευρώ βασική σύνταξη + 214,45 ευρώ κύρια σύνταξη, βλ. την από 14.5.2019 βεβαίωση της Ε’ Διεύθυνσης Μητρώου Συνταξιούχων του ΕΦΚΑ), ορίζοντας ως χρόνο έναρξης καταβολής αυτής την 1.7.2018. Στη συνέχεια, ο προσφεύγων άσκησε την υπ’ αριθμ. πρωτ. ./16.4.2019 ένσταση (η οποία, κατ’ ορθή εκτίμηση του περιεχομένου της, πρέπει να θεωρηθεί ότι στρέφεται κατά της ./2018 πράξης του Περιφερειακού Τμήματος Αγροτών Δυτικής Ελλάδας και όχι κατά της ./2007 απόφασης, όπως εκ παραδρομής αναγράφεται στον πρώτο στίχο αυτής), με την οποία προέβαλε ότι τα όργανα του καθ’ ου πλημμελώς και παρά το νόμο δεν προσμέτρησαν τον χρόνο ασφάλισης του στο ΙΚΑ από την 1.7.2007, οπότε έλαβε χώρα η συνταξιοδότηση του. Ισχυρίστηκε συναφώς ότι τα όργανα του καθ’ ου ήταν υποχρεωμένα να αναζητήσουν και να συνυπολογίσουν τον εν λόγω χρόνο ασφάλισης, καθώς και ότι σε ερώτηση του το έτος 2007 η ανταποκρίτρια ΟΓΑ του τόπου μόνιμης κατοικίας του είχε απαντήσει πως τα έτη διαδοχικής ασφάλισης δεν προσμετρώνται στη συνολική σύνταξη, με αποτέλεσμα από το 2007 μέχρι την αναπροσαρμογή της σύνταξης του το 2018 να απωλέσει τη σχετική διαφορά, την οποία υποστήριξε ότι δικαιούται αναδρομικά. Εξάλλου, κατά την εκδίκαση της ανωτέρω ένστασης, στις 4.3.2022, ο παραστάς για λογαριασμό του προσφεύγοντος, . (υιός αυτού), ισχυρίστηκε ότι ο ανταποκριτής του ΟΓΑ είχε ενημερώσει τον πατέρα του πως δεν μπορούσε να λάβει σύνταξη με βάση τις διατάξεις για τη διαδοχική ασφάλιση, ο τελευταίος δε από άγνοια δεν ζήτησε την εφαρμογή των συγκεκριμένων διατάξεων με την από 2.2.2007 αίτηση του (βλ. τα υπ’ αριθμ. πρωτ. ./4.3.2022 πρακτικά συνεδρίασης). Με τα δεδομένα αυτά, το αρμόδιο για την εκδίκαση ενδικοφανών προσφυγών όργανο του καθ’ ου, με την υπ’ αριθμ. ./8.4.2022 απόφασή του, απέρριψε την παραπάνω ένσταση, εμμένοντας στην άποψη ότι ορθώς ορίστηκε ως χρόνος έναρξης καταβολής της προσαυξημένης, λόγω συνυπολογισμού του χρόνου διαδοχικής ασφάλισης, σύνταξης γήρατος του προσφεύγοντος η 1.7.2018, δηλαδή η πρώτη ημέρα του μήνα εντός του οποίου διατυπώθηκε ρητώς από αυτόν το σχετικό αίτημα, και όχι η 1.7.2007.
5. Επειδή, ήδη, με την κρινόμενη προσφυγή ο προσφεύγων επιδιώκει την ακύρωση της προμνησθείσας απορριπτικής απόφασης του αρμόδιου για την εκδίκαση ενστάσεων οργάνου του καθ’ ου, προβάλλοντας κατ’ αρχάς ότι αυτή στερείται νόμιμης και επαρκούς αιτιολογίας. Διατείνεται περαιτέρω ότι τα όργανα του καθ’ ου όφειλαν να λάβουν υπόψη και να συνυπολογίσουν στη σύνταξη του από 1.7.2007 τις διανυθείσες στην ασφάλιση του ΙΚΑ ημέρες εργασίας, το γεγονός δε ότι δεν προσμέτρησαν αυτές από την ως άνω ημερομηνία αλλά από 1.7.2018 αντίκειται, κατά τους ισχυρισμούς του, στο νόμο και στις γενικές αρχές της χρηστής διοίκησης, της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της εύνοιας του ασφαλισμένου. Αντιθέτως, ο καθ’ ου, με την υπ’ αριθμ. πρωτ. ./1.12.2022 έκθεση απόψεων του Προϊσταμένου της Β’ Τοπικής Διεύθυνσης Αχαΐας και το παραδεκτώς κατατεθέν στις 21.3.2023 υπόμνημα, εμμένει στη νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης και ζητεί να απορριφθεί η κρινόμενη προσφυγή ως αβάσιμη.
6. Επειδή, κατ’ αρχάς, ο περί ελλιπούς και μη νόμιμης αιτιολογίας λόγος προσφυγής είναι απορριπτέος ως αλυσιτελώς προβαλλόμενος. Και τούτο διότι το παρόν Δικαστήριο επί προσφυγής, όπως το υπό κρίση ένδικο βοήθημα, δικάζει κατά πλήρη δικαιοδοσία και οφείλει να ερευνήσει το ίδιο αν συντρέχουν οι απαιτούμενες από το νόμο προϋποθέσεις για την έκδοση της προσβαλλόμενης ενώπιον του πράξης, συμπληρώνοντας ή αναπληρώνοντας την τυχόν εσφαλμένη ή ελλείπουσα αιτιολογία της, κρίνοντας κατ’ ουσία τη διαφορά βάσει των υπαρχόντων αποδεικτικών στοιχείων (Σ.τ.Ε. 2455/2016 σκ. 10, 1818/2015 σκ. 9, 4596/2012 σκ. 5, 4262/2011 σκ. 9 κ.ά.). Περαιτέρω, όπως σαφώς προκύπτει από τα στοιχεία της δικογραφίας, στην υπ’ αριθμ. πρωτ. ./2.2.2007 αίτηση συνταξιοδότησης του προσφεύγοντος δεν διατυπώθηκε αίτημα για την εφαρμογή των κανόνων περί διαδοχικής ασφάλισης, σύμφωνα δε με όσα προεκτέθηκαν στη δεύτερη σκέψη τα όργανα του ΟΓΑ ουδεμία υποχρέωση είχαν να ενημερώσουν αυτόν, κατά την υποβολή της εν λόγω αίτησης συνταξιοδότησης, σχετικά με τη δυνατότητα συνυπολογισμού του χρόνου που είχε διανυθεί στην ασφάλιση άλλου φορέα, ούτε και μπορούσαν, ελλείψει σχετικού αιτήματος, να προβούν τα ίδια αυτεπαγγέλτως σε τέτοια έρευνα και συνυπολογισμό. Ούτε και συνάγεται τέτοια υποχρέωση τους, άλλωστε, από τις γενικές αρχές της κοινωνικής ασφάλισης, απορριπτόμενων ως αβάσιμων των περί του αντιθέτου προβαλλόμενων. Επιπλέον, από τα στοιχεία της δικογραφίας δεν προκύπτουν θετικές ενέργειες των οργάνων του καθ’ ου από τις οποίες να δημιουργήθηκε στον προσφεύγοντα η εύλογη πεποίθηση ότι δεν απαιτείτο να υποβάλει ρητώς αίτημα προκειμένου να τύχει συνυπολογισμού ο επίμαχος χρόνος διαδοχικής ασφάλισης (πρβλ. Σ.τ.Ε. 1168/2006, 1697/2005). Αντιθέτως, το αίτημα του προσφεύγοντος για προσμέτρηση του χρόνου διαδοχικής ασφάλισης του στο ΙΚΑ διατυπώθηκε ρητώς το πρώτον με την υπ’ αριθμ. πρωτ. ./5.7.2018 αίτηση, ως εκ τούτου τα όργανα του καθ’ ου ορθώς και νομίμως καθόρισαν ως χρόνο έναρξης καταβολής της προσαυξημένης, λόγω συνυπολογισμού χρόνου διαδοχικής ασφάλισης, σύνταξης γήρατος αυτού την 1.7.2018, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο τελευταίο εδάφιο της παρ. 4 του άρθρου 4 του ν. 4169/1961, παρά τα όσα αντίθετα προβάλλονται με την κρινόμενη προσφυγή, τα οποία είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.
7. Επειδή, κατ’ ακολουθίαν, η κρινόμενη προσφυγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολο της. Τέλος, το καταβληθέν παράβολο πρέπει να καταπέσει υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου (άρθρο 277 παρ. 9 του ΚΔΔ), αλλά κατ’ εκτίμηση των περιστάσεων πρέπει να απαλλαγεί ο προσφεύγων από τα δικαστικά έξοδα του καθ’ ου (άρθρο 275 παρ. 1 ΚΔΔ).
ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ
Απορρίπτει την προσφυγή.
Διατάσσει την κατάπτωση του καταβληθέντος παραβόλου υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου.
Απαλλάσσει τον προσφεύγοντα από τα δικαστικά έξοδα του καθ’ ου.
Η διάσκεψη έγινε στην Πάτρα στις 21.6.2023 και η απόφαση δημοσιεύτηκε στον ίδιο τόπο, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου στις 30.6.2023.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΕΙΣΗΓΗΤΡΙΑ
ΧΡΗΣΤΟΣ ΚΟΥΛΗΣ ΑΡΧΟΝΤΙΑ ΒΡΕΤΤΑ
Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΠΕΡΑΧΩΡΙΤΗΣ