Σύμβαση παροχής επενδυτικών συμβουλών. Μη εκπλήρωση εκ μέρους της τράπεζας και των προστηθέντων της, της υποχρεώσεως για σαφή, ακριβή, πλήρη και κατάλληλη ενημέρωση του επενδυτή σχετικά με τη φύση και τη λειτουργία του υποδειχθέντος επενδυτικού προϊόντος, την εγγυήτρια και εκδότρια αυτού, καθώς και για τον κίνδυνο απώλειας του κεφαλαίου του. Μη ενημέρωση περί της επισφάλειας της επένδυσης και διαβεβαίωση περί του αντιθέτου. Αδικοπραξία. Απόρριψη ισχυρισμού περί συνυπαιτιότητας. Στοιχεία ορισμένου της οικείας Αγωγής. Παραβίαση ευθέως και εκ πλαγίου διατάξεων του ουσιαστικού δικαίου. Προϋποθέσεις παραδεκτού χαρακτήρα οψιγενών ισχυρισμών και προσκομιδής νέων αποδεικτικών μέσων στον β’ βαθμό δικαιοδοσίας. Εν προκειμένω δεν συντρέχει περίπτωση συνυπολογισμού ζημίας και κέρδους, καθόσον προϋπόθεση για αυτόν είναι να προήλθε το κέρδος και η ζημία από το ίδιο επιζήμιο γεγονός.
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Αριθμός απόφασης: 1704/2023
(αριθμός κατάθεσης προσδιορισμού έφεσης: ./2021)
ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΙΕ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Μαρία Μαλτέζου, Πρόεδρο.. Εφετών, Αικατερίνη Σπηλιωτοπούλου, Εφέτη, Αρίστη-Ελένη Χαμπεροπούλου Εφέτη-Εισηγήτρια και τη γραμματέα Ελένη Λιάσκου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στην Αθήνα την 5η Μαΐου 2022 για να δικάσει την έφεση κατά της με αριθμό 785/2020 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών μεταξύ των :
Εκκαλούσας: ., κατοίκου Ελευθερίου Κορδελιού Θεσσαλονίκης επί της οδού . με ΑΦΜ . Δ.Ο.Υ. Ιωνίας Θεσσαλονίκης που παραστάθηκε με δήλωση του αρθ. 242 παρ.2 ΚΠολΔ του πληρεξουσίου της δικηγόρου Δημητρίου Κουτσούκη (ΑΜΔΣΑ 30388), που κατέθεσε προτάσεις.
Εφεσίβλητων : (1) Ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «ΑΛΦΑ ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» και το διακριτικό τίτλο «ΑΙΡΗΑ ΒΑΝΚ» που εδρεύει στην Αθήνα επί της οδού Σταδίου 40 και εκπροσωπείται νομίμως και (2) Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «ALPHA ASSET MANAGEMENT ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΜΟΙΒΑΙΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΩΝ» και το διακριτικό τίτλο «ALPHA ASSET MANAGEMENT Α.Ε.Δ.Α.Κ», που εδρεύει στην Αθήνα επί της οδού Πεσμαζόγλου 14 και εκπροσωπείται νομίμως, ως καθολικής διαδόχου λόγω συγχωνεύσεως με απορρόφηση της εταιρείας με την επωνυμία «ΑΛΦΑ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΠΑΡΟΧΗΣ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ», που εδρεύει στην Αθήνα επί της οδού Πεσμαζόγλου 12-14, που παραστάθηκαν δια δηλώσεως του αρθ. 242 παρ.2 ΚΠολΔ του πληρεξουσίου τους δικηγόρου Νικολάου Κανέλλια (ΑΜΔΣΑ 11528) που κατέθεσε προτάσεις.
Η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την από 12-6-2013 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ./2013 αγωγή της κατά των εναγομένων και ήδη εφεσίβλητων ανωνύμων εταιριών. Επ’αυτής εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων η με αριθμό 4476/2017 απόφαση του προαναφερόμενου Δικαστηρίου που έκρινε εαυτό αναρμόδιο και παρέπεμψε την αγωγή προς εκδίκαση ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Ενώπιον αυτού η αγωγή εισήχθη προς συζήτηση δυνάμει της με αριθμ. κατάθεσης ./2017 κλήσης, επί της αγωγής δε εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων με την τακτική διαδικασία η με αριθμό 785/2020 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία η αγωγή απορρίφθηκε.
Κατά της απόφασης αυτής ασκήθηκε από την ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα η από 1-4-2021 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Αθηνών ./2021 έφεση που προσδιορίσθηκε για συζήτηση στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε κατά τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την από 12-6-2013 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ./2013 αγωγή της κατά των εναγομένων και ήδη εφεσίβλητων ανωνύμων εταιριών. Επ’ αυτής εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων η με αριθμό 4476/2017 απόφαση του προαναφερόμενου Δικαστηρίου που έκρινε εαυτό αναρμόδιο και παρέπεμψε την αγωγή προς εκδίκαση ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Ενώπιον αυτού η αγωγή εισήχθη προς συζήτηση δυνάμει της με αριθμ. κατάθεσης ./2017 κλήσης, επί της αγωγής δε εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων με την τακτική διαδικασία η με αριθμό 785/2020 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία η αγωγή απορρίφθηκε. Κατ’ αυτής η ηττηθείσα ενάγουσα άσκησε την με αριθμό έκθεσης κατάθεσης στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Αθηνών ./2021 έφεσή της. Η τελευταία ασκήθηκε νομότυπα (άρθρο 495 του ΚΠολΔ) και εμπρόθεσμα, ήτοι εντός της καταχρηστικής προθεσμίας των 2 ετών που ορίζει η διάταξη του άρθρου 518 παρ.2 ΚΠολΔ αφού η εκκαλουμένη απόφαση δημοσιεύθηκε την 5-3-2020 η δε υπό κρίση έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Αθηνών την 7-4-2021. Επομένως, δεδομένου ότι για το παραδεκτό της συζήτησης αυτής έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο, πρέπει, η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ).
Με την με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ./2013 αγωγή της η ενάγουσα, ως αυτή παραδεκτώς εξειδίκευσε και περιόρισε το αίτημα της από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό με τις προτάσεις της (αρ. 223 και 224 ΚΠολΔ), εκθέτει ότι την 10-6-2003 καταρτίστηκε εγγράφως μεταξύ αυτής, της πρώτης εναγομένης και της εταιρίας με την επωνυμία ««ΑΛΦΑ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΠΑΡΟΧΗΣ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ» η οποία συγχωνεύθηκε δι’ απορροφήσεως από τη δεύτερη εναγόμενη, το έτος 2009 σύμβαση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών που εν τοις πράγμασι λειτούργησε ως σύμβαση παροχής επενδυτικών συμβουλών. Ότι στα πλαίσια της ανωτέρω συμβάσεως οι προστηθέντες υπάλληλοι αυτών της συνέστησαν τηλεφωνικώς να επενδύσει στο ομόλογο της τράπεζας με την επωνυμία «CYPROUS POPULAR ΒΑΝΚ» εκδόσεως την 26-5-2006 με ημερομηνία λήξεως την 26-05-2016 και με κωδικό ISIN XS… ονομαστικής αξίας 63.000€ με τιμή κόστους 100,50 €, με απόδοση τόκων 750Ε/τρίμηνο. Ότι οι τελευταίοι όλως παραπλανητικώς και προς όφελος των εναγομένων τής εξέθεσαν ότι το ως άνω ομόλογο, έννοια την οποία δεν της εξήγησαν, ήταν 100% εγγυημένο με μηδενικό ρίσκο, με δυνατότητα διάθεσης κι επιστροφής του κεφαλαίου οποτεδήποτε και με μεγαλύτερο από τις συνήθεις προθεσμιακές καταθέσεις τόκους, δίχως να την ενημερώσουν αναλυτικά για τα χαρακτηριστικά αυτού αλλά αντιθέτως αποκρύπτοντας το αληθινό ρίσκο που ελάμβανε με την ως άνω επένδυση. Ότι πεισθείσα από τις ανωτέρω απατηλές βεβαιώσεις των προστηθέντων υπαλλήλων των εναγομένων έδωσε εντολή αγοράς αυτού καταβάλλοντος το ποσό των 63.315,00€, ενώ αν γνώριζε τα πραγματικά χαρακτηριστικά της ως άνω επένδυσης δεν θα προχωρούσε στην ως άνω επένδυση. Ότι εν συνεχεία την 24-5-2012 πληροφορήθηκε τηλεφωνικά από τους ανωτέρω για την πρόταση της εκδότριας του ομολόγου τράπεζας για προσφορά/ανταλλαγή του ως άνω ομολόγου που θα της επέφερε ζημία ύψους περίπου 30.000 ευρώ την οποία δεν αποδέχθηκε. Ότι εξαιτίας της ενδοσυμβατικής αλλά και αδικοπρακτικής συμπεριφοράς των προστηθέντων υπαλλήλων των εναγόμενων, την οποία η ίδια πληροφορήθηκε το πρώτον την 24-5-2012 όταν ενημερώθηκε περί πρότασης της CYPRUS POPULAR BANK LTD προσφοράς/ανταλλαγής του επίδικου ομολόγου, η ίδια ζημιώθηκε κατά το ποσό των 63.315 € που κατέβαλε για την αγορά του τελευταίου, καθώς και κατά το ποσό των 2.250€ από την απώλεια των τόκων που θα εισέπραττε από αυτό κατά τα λεγόμενα των προστηθέντων υπαλλήλων των εναγομένων και που θα πιστωνόταν κατά 750 ευρώ κάθε φορά στο λογαριασμό της την 26-11-2012, 26-2-2013 και 26-5-2013, ήτοι συνολικά ζημιώθηκε κατά το ποσό των 65.565,00€ ενώ υπέστη ηθική βλάβη για την οποία δικαιούται χρηματικής ικανοποίησης ύψους 9.453,25 ευρώ, επιφυλασσόμενη να διεκδικήσει το επιπλέον ποσό των 44 ευρώ ενώπιον των ποινικών Δικαστηρίων. Με βάση αυτά αιτήθηκε, κατ’ ορθή εκτίμηση του δικογράφου της αγωγής, να ακυρωθεί η συναφθείσα μεταξύ των διαδίκων σύμβαση εντολής αγοράς του ομολόγου λόγω απάτης και να αναγνωρισθεί η υποχρέωση των εναγομένων να της καταβάλλουν εις ολόκληρον εκάστη το ποσό των 75.018,25 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, να κηρυχθεί η εκδοθείσα απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστούν οι εναγόμενες στα δικαστικά της έξοδα. Επί της αγωγής εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων η με αριθμό 785/2020 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Δυνάμει αυτής (ι) το πρώτο αίτημα της αγωγής περί ακυρώσεως της συμβάσεως απορρίφθηκε ως αόριστο με την αιτιολογία ότι στην αγωγή δεν εξειδικεύεται, για τη θεμελίωση του απαιτούμενου δόλου των προστηθέντων υπαλλήλων των εναγομένων αν και πως ήξεραν οι τελευταίοι ότι το ομόλογο θα έχανε την αξία του και δη σε σύντομο χρονικό διάστημα ενώ δεν γίνεται ούτε αναφορά σε περιστατικά από τα οποία να γίνεται σαφής η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της δόλιας απάτης και της μέσω αυτής προκληθείσας δήλωσης της βούλησης της ενάγουσας. (ιι) Το αποζημιωτικό αίτημα της αγωγής ως μη νόμιμο με την αιτιολογία ότι η ενάγουσα επικαλείται την κατοχή εκ μέρους της του ομολόγου των εναγομένων μέχρι την άσκηση της αγωγής και τούτο διότι τυχόν μεταβολή και μόνο της χρηματιστηριακής τιμής του ομολόγου δεν αποτελεί ζημία κατά την έννοια των αρθ. 297 και 298 ΑΚ, ενώ η ενάγουσα ουδεμία αναφορά κάνει σε μεταγενέστερη εκποίηση του ομολόγου της ώστε να στοιχειοθετηθεί πραγματική και επελθούσα ενεστώσα ζημία της αφού και αληθή υποτιθέμενη η αναφερόμενη πτώση της πραγματικής αξίας του επίδικου ομολόγου η διαφορά που προκύπτει δεν αποτελεί πραγματική ζημία αλλά πρόβλεψη μελλοντικής ζημίας στην περίπτωση που η ενάγουσα πωλήσει στο μέλλον το ομόλογο σε τιμή ίση με την αναφερόμενη στην αγωγή της με συνέπεια να μη θεμελιώνεται δικαίωμα για επιδίκαση αποζημίωσης. Επίσης όλα τα συνεχόμενα με την αδικοπρακτική βάση της αγωγής αιτήματα απορρίφθηκαν ως μη νόμιμα με την αιτιολογία ότι η ενάγουσα, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην εκκαλουμένη απόφαση, επικαλείται ως ζημιογόνο γεγονός την διακύμανση της πραγματικής αξίας του επίδικου ομολόγου ενώ ως γενεσιουργό λόγο της ευθύνης των προστηθέντων υπαλλήλων των εναγομένων την περιγραφόμενη στην αγωγή συμπεριφορά τους η οποία και αληθής υποτιθέμενη δεν συνδέεται αιτιωδώς με την πτώση της αξίας του επίδικου ομολόγου. (ιιι) Τέλος το αίτημα περί των τόκων ύψους 2.250 ευρώ κρίθηκε απορριπτέο ως απαράδεκτο με την αιτιολογία ότι η ζημία από τη μη καταβολή τόκων προς αποκατάσταση της οποίας ζητείται αποζημίωση δεν δύναται να αποκατασταθεί ως διαφέρον εκπλήρωσης στην περίπτωση κατά την οποία ο φερόμενος ως απατηθείς επιλέξει να ζητήσει, όπως στην προκείμενη περίπτωση, την ακύρωση της δικαιοπραξίας.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 149 εδ. α και β του ΑΚ εκείνος που απατήθηκε έχει δικαίωμα είτε να ζητήσει την ακύρωση της δικαιοπραξίας και την ανόρθωση κάθε άλλης ζημίας, είτε να αποδεχθεί τη δικαιοπραξία και να ζητήσει μόνο την ανόρθωση της ζημίας. Από την προαναφερθείσα διάταξη η απάτη αντιμετωπίζεται υπό δύο έννοιες, ήτοι α) ως λόγος που καθιστά ελαττωματική τη βούληση του απατηθέντος, εξαιτίας της οποίας δικαιούται να ζητήσει την ακύρωση της δηλώσεως του και β) ως αδικοπρακτική συμπεριφορά του απατήσαντος, η οποία γεννά σε βάρος του υποχρέωση αποζημιώσεως κατά το άρθρο 914 ΑΚ. Και στις δύο περιπτώσεις απάτη είναι η δόλια χρήση μέσων ή τεχνασμάτων που κατατείνει στην πρόκληση ή διατήρηση πεπλανημένης αντιλήψεως. Η πεπλανημένη αυτή αντίληψη, κατά τις διατάξεις των άρθρων 147 εδ. β ΑΚ και 386 παρ. 1 ΠΚ, είναι δυνατό να αφορά και τρίτο, που κατά καθήκον και αρμοδιότητα εμπλέκεται στην κατάρτιση της απατηλής δικαιοπραξίας, όταν με την παράσταση ψευδών γεγονότων ή την απόκρυψη αληθινών, παρέχει την αναγκαία κατά νόμον συνδρομή του για την κατάρτιση της δικαιοπραξίας, την οποία (συνδρομή), χωρίς την παραπλανητική συμπεριφορά, δεν θα παρείχε. Και ως λόγος μεν η απάτη, που καθιστά ελαττωματική τη βούληση, αποκτά σημασία μόνο στο πλαίσιο της δικαιοπραξίας, αφού αποτελεί αρνητική προϋπόθεση του κύρους της και θεμελιώνει, ανάλογα προς το αν ο απατηθείς επιδιώκει την ακύρωση της δικαιοπραξίας ή την αποδέχεται παρά το ελάττωμα της, παράλληλες αξιώσεις, αντίστοιχα, από αδικοπραξία για αρνητικό διαφέρον στην πρώτη που μπορεί να περιλαμβάνει και περαιτέρω θετική ζημία σαν αποτέλεσμα της καταρτίσεως της απατηλής δικαιοπραξίας και για θετικό διαφέρον στη δεύτερη. Ως αδικοπρακτική συμπεριφορά ιδρύει αυτοτελή και πρωτογενή υποχρέωση αποζημιώσεως, εφόσον συντρέχουν και οι λοιποί όροι αυτής, ήτοι ζημία και αιτιώδης συνάφεια μεταξύ αυτής και της απατηλής συμπεριφοράς του υπαιτίου. Αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς και της προκληθείσας ζημίας υπάρχει, όταν η ανωτέρω συμπεριφορά, κατά την κοινή πείρα και τη συνήθη πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις, κατατείνει αντικειμενικά στην παραγωγή της ζημίας. Κατ’ άρθρο 157 ΑΚ δε, όταν περάσουν δύο χρόνια από τη δικαιοπραξία επέρχεται απόσβεση του δικαιώματος, αν όμως η πλάνη ή απάτη ή η απειλή εξακολούθησαν και μετά τη δικαιοπραξία, η διετία αρχίζει από τότε που πέρασε η κατάσταση αυτή. Περαιτέρω από τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 330 και 914 ΑΚ προκύπτει ότι η πρόκληση βλάβης στην περιουσία ορισμένου προσώπου, η οποία συνδέεται προς τις παρεχόμενες από την τράπεζα επενδυτικές υπηρεσίες, συνιστά όρο θεμελίωσης της αστικής ευθύνης της τελευταίας σε καταβολή αποζημίωσης λόγω αδικοπραξίας, εφόσον επιπλέον υφίστανται και οι υπόλοιπες προϋποθέσεις υπαγωγής της συγκεκριμένης βιοτικής σχέσης στους κανόνες των ως άνω διατάξεων. Οι προϋποθέσεις θεμελίωσης της ανωτέρω μορφής ευθύνης απαιτούν την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ των παρεχόμενων υπηρεσιών με το επελθόν ζημιογόνο αποτέλεσμα, καθώς και υπαίτια εκδήλωση παράνομης συμπεριφοράς εκ μέρους της τράπεζας, που παρέχει τις υπηρεσίες, μέσω της οποίας παραβιάζονται οι συναλλακτικές της υποχρεώσεις, όπως το ειδικότερο περιεχόμενο αυτών στην συγκεκριμένη περίπτωση, προσδιορίζεται σύμφωνα με τους κανόνες των άρθρων 281 και 288 ΑΚ. Ειδικότερη μορφή παραβίασης των κανόνων αυτών αποτελεί η εκ μέρους της τράπεζας παράλειψη εκπληρώσεως των υποχρεώσεων εκτίμησης των συμφερόντων του πελάτη, διαφώτισης, παροχής συμβουλευτικής καθοδήγησης και προειδοποίησης αυτού. Υπό την έννοια αυτή, οι συγκεκριμένες συναλλακτικές υποχρεώσεις παραβιάζονται, μεταξύ άλλων, και στις περιπτώσεις που παραλείπεται η παροχή όσων πληροφοριών είναι απαραίτητες στον συγκεκριμένο αποδέκτη των επενδυτικών υπηρεσιών, προκειμένου αυτός να είναι σε Θέση να αντιληφθεί την μορφή της προτεινόμενης σε αυτόν τοποθέτησης των κεφαλαίων του και κυρίως να κατανοήσει όσους κινδύνους συνδέονται με την ζημιογόνο για τον ίδιο εξέλιξη αυτής, ώστε, έχοντας ενημερωθεί σχετικώς, ακολούθως να αξιολογήσει ο ίδιος τις επιβλαβείς συνέπειες της συγκεκριμένης επενδυτικής επιλογής και ο ίδιος επίσης να αποφασίσει, εάν θα την επιχειρήσει, παρέχοντας την σχετική εντολή στην αντισυμβαλλόμενη αυτού τράπεζα. Οι ως άνω προϋποθέσεις, στις οποίες θεμελιώνεται αστική ευθύνη σε αποζημίωση λόγω αδικοπραξίας, δεν διαφέρουν από εκείνες, η συνδρομή των οποίων επάγεται την εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 8 ν. 2251/1994, ο οποίος, μεταξύ άλλων, ρυθμίζει και τις περιπτώσεις ευθύνης λόγω παροχής τραπεζικών επενδυτικών υπηρεσιών, εφόσον ο αντισυμβαλλόμενος της τράπεζας χαρακτηρίζεται ως καταναλωτής, σύμφωνα με τη ρύθμιση του άρθρου 1 παρ. 3 ν. 2251/1994, όπως δεν αμφισβητείται ότι συμβαίνει, με το πρόσωπο που μετέχει στην συγκεκριμένη σχέση ως αποδέκτης των υπηρεσιών, χωρίς να διαθέτει οποιοσδήποτε είδους εξειδίκευση, επιχειρώντας να καλύψει προεχόντως ανάγκες ασφαλούς τοποθέτησης του κεφαλαίου του. Συγκεκριμένα, από τις διατάξεις του άρθρου 8 παρ. 1, 2, 3, 4 του ν. 2251/1994 κατά τις οποίες: «1. Ο παρέχων υπηρεσίες ευθύνεται για κάθε περιουσιακή ζημία ή ηθική βλάβη που προκάλεσε παράνομα και υπαίτια, με πράξη ή παράλειψη του, κατά την παροχή αυτών στον καταναλωτή. Ως παρέχων υπηρεσίες νοείται όποιος, στο πλαίσιο της άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας, παρέχει υπηρεσία, κατά τρόπο ανεξάρτητο. 2. Δεν είναι υπηρεσία, με την έννοια αυτού του άρθρου, παροχή η οποία έχει ως άμεσο και αποκλειστικό αντικείμενο την κατασκευή προϊόντων τη μεταβίβαση εμπραγμάτων δικαιωμάτων ή δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας. Ως παρέχων υπηρεσίες θεωρείται όποιος παρέχει κατά τρόπο ανεξάρτητο υπηρεσία στο πλαίσιο άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας. 3. Ο ζημιωθείς υποχρεούται να αποδείξει τη ζημία και την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της παροχής της υπηρεσίας και της ζημίας. 4. Ο παρέχων τις υπηρεσίες φέρει το βάρος της απόδειξης της έλλειψης υπαιτιότητας. Για την εκτίμηση της έλλειψης υπαιτιότητας λαμβάνονται υπόψη η ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια και το σύνολο των ειδικών συνθηκών και ιδίως: α) η φύση και το αντικείμενο της υπηρεσίας, ιδίως σε σχέση με το βαθμό επικινδυνότητας της, β) η παρουσίαση και ο τρόπος παροχής της, γ) ο χρόνος παροχής της υπηρεσίας, δ) η αξία της παρεχόμενης υπηρεσίας, ε) η ελευθερία δράσης, που καταλείπεται στον ζημιωθέντα στο πλαίσιο της υπηρεσίας, στ) αν ο ζημιωθείς ανήκει σε κατηγορία μειονεκτούντων ή ευπρόσβλητων προσώπων και ζ) αν η παρεχόμενη υπηρεσία αποτείνει εθελοντική Προσφορά του παρέχοντος αυτήν», σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 288 ΑΚ, κατά την οποία «Ο οφειλέτης έχει υποχρέωση να εκπληρώσει την παροχή, όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη», συνάγεται ότι προϋποθέσεις θεμελίωσης ευθύνης του παρέχοντος υπηρεσίες, η οποία μπορεί να είναι ενδοσυμβατική ή αδικοπρακτική ανεξαρτήτως προϋφιστάμενης ενοχικής σχέσης μεταξύ παρέχοντος τις υπηρεσίες και ζημιωθέντος, είναι: (α) η παροχή ανεξάρτητων υπηρεσιών στα πλαίσια άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας, (β) η υπαιτιότητα του παρέχοντος υπηρεσίες κατά την παροχή υπηρεσίας, η οποία τεκμαίρεται και ο παρέχων τις υπηρεσίες έχει το βάρος της απόδειξης της έλλειψης της, λαμβάνονται δε σχετικά υπ’ όψιν ως κριτήρια η ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια και ειδικότερα οι συναλλακτικές υποχρεώσεις πρόνοιας και ασφάλειας, τις οποίες επιβάλλουν οι κανόνες της επιστήμης ή της τέχνης του παρέχοντος τις υπηρεσίες και το σύνολο των ειδικών συνθηκών, (γ) το παράνομο της συμπεριφοράς του παρέχοντος τις υπηρεσίες, εφόσον δεν ανταποκρίνεται στην ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια, (δ) η ζημία και (ε) η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παροχής της υπηρεσίας και της ζημίας (βλ. ΑΠ 589/2001, ΕφΠειρ 862/2005). Υφίσταται δε αιτιώδης συνάφεια μεταξύ ζημιογόνου πράξης ή παράλειψης και ζημίας, όταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, το φερόμενο ως ζημιογόνο γεγονός, κατά την συνήθη και κανονική πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης, ήταν πρόσφορο να επιφέρει και πράγματι επέφερε το επιζήμιο αποτέλεσμα (βλ. ΑΠ 394/2002, ΑΠ 274/1999). Στην έννοια των παρεχόντων υπηρεσίες κατά την προαναφερθείσα διάταξη εμπίπτουν και οι τράπεζες, οι οποίες, συνεπώς, υπέχουν έναντι του καταναλωτικού κοινού συναλλακτικές υποχρεώσεις πρόνοιας και ασφάλειας, η παραβίαση των οποίων συνιστά, εκτός της αθέτησης της σύμβασης, και αδικοπραξία (βλ. ΑΠ 589/2001, ΕφΑΘ 2556/2010, ΕφΠειρ 826/2005, ΕφΘεσ 147/2005, ΕφΑΘ 2214/2001). Εξάλλου, με τις πρώτη, τρίτη, τέταρτη και έβδομη αρχές του Κώδικα Δεοντολογίας των Ε.Π.Ε.Υ., που κυρώθηκε με το άρθρο μόνο της υπ’ αριθ. 12263/β.500/11-4-1997 απόφασης του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας (ΦΕΚ Β/340/24-4-1997), που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθ. 7 παρ.1 του Ν. 2396/1996, (τα άρθρα 1-31 του οποίου καταργήθηκαν ήδη από 1-11-2007, με το άρθρο 85 του Ν. 3606/2007), ορίσθηκαν τα ακόλουθα: Πρώτη αρχή: “Οι εταιρείες και τα καλυπτόμενα πρόσωπα θα λαμβάνουν κάθε ενδεικνυόμενο μέτρο και θα ενεργούν, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, έτσι ώστε να προστατεύονται τα συμφέροντα των πελατών τους και να διασφαλίζεται η εύρυθμη λειτουργία της αγοράς.”… Τρίτη αρχή: “Οι εταιρείες που κατά το νόμο παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες και τα απασχολούμενα από αυτές φυσικά και νομικά πρόσωπα οφείλουν να ενημερώνονται σχετικά με την οικονομική κατάσταση, τους στόχους και την εμπειρία των πελατών τους στον τομέα των επενδύσεων, ούτως ώστε να παρέχουν τις κατάλληλες επενδυτικές συμβουλές”. Τέταρτη αρχή: “Οι εταιρείες και τα απασχολούμενα από αυτές φυσικά και νομικά πρόσωπα θα γνωστοποιούν στους πελάτες τους όλες τις απαραίτητες και χρήσιμες πληροφορίες στα πλαίσια των διαπραγματεύσεων τους με αυτούς.” …Έβδομη αρχή: “Οι εταιρείες και τα απασχολούμενα από αυτές φυσικά και νομικά πρόσωπα οφείλουν να λειτουργούν μέσα στα πλαίσια της νομοθεσίας που ρυθμίζει την άσκηση των δραστηριοτήτων τους, έτσι ώστε να προστατεύονται τα συμφέροντα των πελατών τους και να εξασφαλίζεται η ομαλή λειτουργία της αγοράς”. Σύμφωνα, επομένως, με τις διατάξεις του καταργηθέντος, σήμερα, Κανονισμού αυτού Δεοντολογίας των Εταιριών Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών (ΚΔΕΠΕΥ), ο οποίος τύγχανε εφαρμοστέος, κατά τον χρόνο συνομολόγησης της επίδικης σύμβασης, κύρια υποχρέωση της τράπεζας, κατά την παροχή επενδυτικών συμβουλών, είναι, (εκτός των όσων προελέχθηκαν), κατ’ αρχήν, η παροχή ορθών και πλήρων συμβουλών. Η ενημέρωση του καταναλωτή θα πρέπει να γίνεται με τρόπο εύλογα κατανοητό και με τη μέγιστη δυνατή σαφήνεια, πράγμα που σημαίνει ότι η τράπεζα οφείλει να λαμβάνει υπόψη της, την οικονομική κατάσταση, τους στόχους, τη μόρφωση, τις γνώσεις και την εμπειρία του επενδυτή, για το αντικείμενο της επενδύσεως (άρθρο 6 ΚΔΕΠΕΥ). Επίσης, οι συμβουλές θα πρέπει να είναι προσαρμοσμένες τόσο στο πρόσωπο του πελάτη όσο και στο αντικείμενο της επένδυσης (άρθρο 6. 1 ΚΔΕΠΕΥ). Σύμφωνα με την αρχή της καταλληλότητας, η τράπεζα οφείλει να παρέχει προσαρμοσμένες στο πρόσωπο του πελάτη (κατάλληλες) συμβουλές. Η έκταση του καθήκοντος παροχής συμβουλών συμπροσδιορίζεται και από τα προσωπικά στοιχεία του πελάτη, ώστε θα πρέπει, στο πλαίσιο της παροχής της συμβουλής, να ληφθούν υπόψη το επίπεδο γνώσης, η ηλικία, το επάγγελμα, η οικογενειακή, οικονομική και περιουσιακή κατάσταση, η επενδυτική του εμπειρία, ο επενδυτικός στόχος και η προθυμία διακινδύνευσης (άρθρο 6. 2 ΚΔΕΠΕΥ). Ο δεύτερος πόλος, στον οποίο οφείλει να προσαρμόζεται η διαδικασία της επενδυτικής συμβουλής, είναι το αντικείμενο της επένδυσης. Εδώ, εντάσσονται πληροφορίες, που αφορούν, γενικά, την αγορά, πληροφορίες για το αντικείμενο της επένδυσης, για την οικονομική κατάσταση και την φερεγγυότητα του εκδότη των προτεινομένων τίτλων. Οι συμβουλές του παρέχοντος επενδυτικές υπηρεσίες θα πρέπει να είναι θεμελιωμένες σε επιμελή έρευνα. Η τράπεζα και κάθε ΕΠΕΥ οφείλει να προμηθεύεται τις πλέον επίκαιρες πληροφορίες για την απόδοση, τη ρευστότητα και την ασφάλεια της προτεινόμενης επένδυσης. Ιδιαίτερα, αυξημένο είναι το καθήκον της Τράπεζας ή της ΕΠΕΥ για έρευνα ή ενημέρωση στις περιπτώσεις, ιδιαίτερα, επικίνδυνων ή πολύπλοκων επενδύσεων. Αυτό δεν σημαίνει ότι η Τράπεζα πρέπει να αποτρέψει τον επενδυτή από μία επικίνδυνη επένδυση, αλλά οφείλει να καταστήσει, σε αυτόν, συνειδητό τον κίνδυνο, στον οποίο εκτίθεται. Στόχος των εν λόγω υποχρεώσεων, που βαραίνουν τις Τράπεζες ή τις ΕΠΕΥ, δεν είναι η επιτυχία της επένδυσης, αλλά η εκ μέρους τους καταβολή κάθε δυνατής επιμέλειας, για την εκπλήρωση της υποχρέωσης ενημέρωσης, διαφώτισης, έρευνας και παροχής κατάλληλης συμβουλής. Με βάση, επομένως, τις διατάξεις του εν λόγω νόμου, δημιουργούνται, ενδεικτικά, ζητήματα ευθύνης μιας Τράπεζας, αν δεν εφιστά εγγράφως την προσοχή του επενδυτή στους κινδύνους συγκεκριμένων επενδυτικών επιλογών του, αν δεν πραγματοποιεί, με την κατάλληλη υποστήριξη των εξειδικευμένων συμβούλων της, τεχνική ανάλυση της μελλοντικής κίνησης των κινητών αξιών, που περιλαμβάνει στο προτεινόμενο επενδυτικά πρόγραμμα, αν δεν ενημερώνει με, απολύτως σαφή, τρόπο τον επενδυτή, ως προς τις αποδόσεις των προτεινομένων για επένδυση τίτλων (άρθρο 6 ΚΔΕΠΕΥ). Η παράβαση των προβλεπομένων στις διατάξεις του εν λόγω Κανονισμού Δεοντολογίας ΕΠΕΥ συνιστά παρανομία, υπό την έννοια της διάταξης του άρθρου 914 ΑΚ. Εφόσον, επομένως, η εν λόγω παρανομία, διαπραχθείσα με υπαιτιότητα, επιφέρει αιτιωδώς ζημία στον επενδυτή, υποχρεώνει την παρανομούσα Τράπεζα σε αποζημίωση. Άλλωστε, συναφές περιεχόμενο έχει και ο μεταγενέστερα εκδοθείς Ν. 3606/2007, όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 3756/2009, με τον οποίο μεταφέρθηκε στο ελληνικό νομικό σύστημα η κοινοτική Οδηγία 2004/39/ΕΚ, γνωστή ως MIFID, η οποία αντικατέστησε την Οδηγία 93/22/ΕΟΚ (ΑΠ 128/2019,ΑΠ 1350/2018, ΑΠ 1028/2015,ΑΠ 1738/2013).
Στην προκειμένη περίπτωση η υπό κρίση αγωγή περιέχει όλα τα απαιτούμενα από το νόμο στοιχεία για το ορισμένο και νόμω βάσιμο των αιτημάτων αυτής, ως βασίμως ισχυρίζεται η εκκαλούσα με την υπό κρίση έφεση της, σύμφωνα και με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη ανωτέρω, πλην του αιτήματος να αναγνωρισθεί η υποχρέωση των εναγομένων να καταβάλουν στην ενάγουσα ως αποζημίωση το ποσό των 2.250 ευρώ το οποίο είναι μη νόμιμο καθόσον σε περίπτωση αποζημίωσης λόγω αδικοπραξίας καλύπτεται η θετική και αποθετική ζημία όχι όμως και το διαφέρον εκπλήρωσης κι επομένως ορθώς απορρίφθηκε από το Πρωτόδικο Δικαστήριο απορριπτόμενου του σχετικού λόγου έφεσης ως ουσία αβασίμου. Ειδικότερα η ενάγουσα επικαλείται ότι οι εναγόμενες δια των προστηθέντων υπαλλήλων της όχι μόνο παρέλειψαν σκοπίμως να την πληροφορήσουν για το χαρακτήρα του επίδικου επενδυτικού προϊόντος προκειμένου αυτή να αντιληφθεί την μορφή της προτεινόμενης σε αυτήν τοποθέτησης των κεφαλαίων της και κυρίως να κατανοήσει όσους κινδύνους συνδέονται με την ζημιογόνο για την ίδια εξέλιξη αυτής, αλλά αντιθέτως της δήλωσαν ότι επρόκειτο για ένα προϊόν το οποίο θα της εξασφάλιζε 100% το επενδυμένο κεφάλαιο της και ότι θα εδύνατο να το ρευστοποιήσει οποτεδήποτε, γεγονός που ως αποδείχτηκε εν συνεχεία ήταν ψευδές, με αποτέλεσμα η ίδια να υποστεί την αναφερόμενη στο δικόγραφο ζημία της που ανέρχεται στο ποσό των 63.315€ που επένδυσε σε αυτό. Επομένως εκθέτει ότι προέβη στην εντολή αγοράς του ομολόγου κατόπιν της αναφερόμενης στο δικόγραφο απατηλής συμπεριφοράς των προστηθέντων υπαλλήλων, την πρόκληση βλάβης στην περιουσία της, η οποία συνδέεται προς τις παρεχόμενες από τις εναγόμενες επενδυτικές συμβουλές και παραινέσεις που συνιστούν όρο θεμελίωσης της αστικής ευθύνης των τελευταίων σε καταβολή αποζημίωσης λόγω αδικοπραξίας, την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ των παρεχόμενων υπηρεσιών με το επελθόν ζημιογόνο αποτέλεσμα, ήτοι ότι δεν θα επένδυε και δεν θα ζημιωνόταν εάν γνώριζε την πραγματική κατάσταση καθώς και την υπαίτια εκδήλωση της παράνομης συμπεριφοράς εκ μέρους των προστηθέντων υπαλλήλων των εναγομένων, που παρείχαν τις υπηρεσίες τους σε αυτήν, μέσω της οποίας παραβιάστηκαν οι συναλλακτικές τους υποχρεώσεις, οι οποίες αν αποδειχθούν συνιστούν, εκτός από παράβαση της μεταξύ των διαδίκων μερών συμβάσεως, λόγους ακύρωσης της σύμβασης εντολής και αδικοπραξία κατά την έννοια των άρθρων 914 επ. ΑΚ, με συνέπεια τη γένεση δικαιώματος υπέρ της εκκαλούσας προς αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι στην προκειμένη περίπτωση η επίκληση πλειόνων νομικών βάσεων της υπό κρίση αγωγής δεν επάγεται αοριστία αυτής αφού στο αγωγικό δικόγραφο πρέπει – και αρκεί – να διαλαμβάνονται όλα εκείνα τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία απαιτούνται από τον εφαρμοστέο στην εκάστοτε συγκεκριμένη περίπτωση κανόνα δικαίου, ώστε να παραχθεί η επικαλούμενη από τον ενάγοντα έννομη συνέπεια (θεωρία του “συγκεκριμένου ή ουσιαστικού προσδιορισμού» υπό τη σύγχρονη εκδοχή της «λειτουργίας του κανόνος δικαίωμα», ΑΠ 1966/2008 ΕΠολΔ 2009 625, ΑΠ 1192/2007 ΝοΒ 56.641), ενώ δεν απαιτείται λεπτομερής αναφορά και ανάλυση των χαρακτηριστικών εκάστης νομικής έννοιας αλλά αρκεί η παράθεση εκείνων των βασικών περιστατικών, τα οποία επιτρέπουν στο μεν Δικαστήριο να ελέγξει εάν πληρούται το πραγματικό του κανόνος (η νομική έννοια), στον δε εναγόμενο να αμυνθεί αποτελεσματικώς (ΑΠ 1966/2008 όπ. π.). Πράγματι, ο κανόνας «Jura novit curia» («Ο Δικαστής γνωρίζει το δίκαιο») ή, κατ’ άλλη έκφραση, «Da mi facta et dabo tibi jus» («Δώσε μου γεγονότα και θα σου παράσχω δίκαιο») απαλλάσσει τον διάδικο από την υποχρέωση αναφοράς στην αγωγή των νομικών κανόνων, επί των οποίων αυτή ερείδεται (ΑΠ 1958/2009 ΝοΒ 56.911, ΑΠ 157/2004 ΕλλΔνη 45.1642), περαιτέρω δε ο διάδικος δεν υποχρεούται να προβεί σε νομικό χαρακτηρισμό της συνδέουσας αυτόν σχέσεως με τον αντίδικο του (ΕφΑΘ 3048/2003 ΕλλΔνη 44.1272), εάν δε πράξει τούτο, ο γενόμενος από αυτόν χαρακτηρισμός των γεγονότων δεν δεσμεύει το Δικαστήριο, το οποίο οφείλει αυτεπαγγέλτως να προβεί στην ορθή νομική υπαγωγή, λαμβάνοντας υπόψη την ιστορική βάση και το αγωγικό αίτημα (ΑΠ 488/2010 ΝοΒ 58.2056, ΑΠ 1468/2005 ΕλλΔνη 47.90, ΑΠ 431/2005 ΕλλΔνη 45.1058). Κατά συνέπεια, προκειμένου το Δικαστήριο να αχθεί σε κρίση περί αοριστίας της αγωγής, οφείλει προηγουμένως να προβεί σε όλες τις δυνατές νομικές υπαγωγές (ΕφΑΘ 6071/2002, ΕλλΔνη 44/197). Επίσης στο αγωγικό δικόγραφο προσδιορίζεται πλήρως η ζημία της ενάγουσας η οποία συνίσταται στην ολική, κατά τους ισχυρισμούς της, απώλεια των χρημάτων που επένδυσε στο επίδικο ομόλογο. Επομένως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε το πρώτο αίτημα της αγωγής ως αόριστο και το δεύτερο αίτημα αυτής περί αποζημιώσεως ένεκα της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς των εναγομένων ως νόμω αβάσιμο έσφαλλε και επομένως, αφού γίνουν δεκτοί οι σχετικοί λόγοι έφεσης η εκκαλουμένη ως προς τα κεφάλαια αυτά πρέπει να εξαφανισθεί και η αγωγή αφού κρατηθεί κριθεί ορισμένη και νόμιμη σύμφωνα με τις αναφερόμενες στη μείζονα πρόταση διατάξεις πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσία.
Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων που εξετάσθηκαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, όπου αρχικώς εισήχθη η αγωγή και Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και περιλαμβάνονται στα με αριθμό ./2017 και ./2020 αντίστοιχα πρακτικά, όλα τα έγγραφα που νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι αλλά και τις ομολογίες αυτών αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η πρώτη εναγόμενη είναι ανώνυμη τραπεζική εταιρία και μαζί με τη δεύτερη εναγόμενη, η οποία είναι θυγατρική της και καθολική διάδοχος της εταιρίας με την επωνυμία «ΑΛΦΑ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΙΑ ΠΑΡΟΧΗΣ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ» λόγω συγχώνευσης με απορρόφηση, παρέχουν, μέσω του τμήματος της τράπεζας με την ονομασία ALPHA PRIVATE BANK, υπηρεσίες ιδιωτικής τραπεζικής (Private Banking), προσφέροντας στους πελάτες της τράπεζας με οικονομική επιφάνεια, μέσω εξειδικευμένων υπαλλήλων, προτάσεις αξιοποίησης των χρημάτων τους, είτε παρουσιάζοντας απλώς επενδυτικά προϊόντα που είναι κάθε φορά διαθέσιμα στην αγορά είτε παρέχοντας επιπλέον και συμβουλευτικές υπηρεσίες είτε ακόμη αναλαμβάνοντας και την όλη διαχείριση του χαρτοφυλακίου του πελάτη. Η ενάγουσα, έχει γεννηθεί το έτος 1955, είναι δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και υπάλληλος της ΔΕΗ. Την 10-6-2003 μεταξύ των ανωτέρω και των λοιπών μελών της οικογένειας της ενάγουσας, ήτοι του συζύγου της . , και των θυγατέρων τους . και . , καταρτίσθηκε η με την ίδια ημεροχρονολογία τιτλοφορούμενη ως «Σύμβαση παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών» σύμβαση για την καλύτερη εξυπηρέτηση των επενδυτικών στόχων της ίδιας και της οικογένειας της, εκτιμώντας, με βάση και την παρουσίαση που της έγινε από τους προστηθέντες υπαλλήλους της τράπεζας αναφορικά με τις από μέρους τους προσφερόμενες σχετικές υπηρεσίες και το υψηλό επίπεδο αυτών, ότι, αξιοποιώντας τις εξειδικευμένες γνώσεις αλλά και την εμπειρία των υπαλλήλων του συγκεκριμένου τμήματος, θα μπορέσει να επιτύχει τη βέλτιστη απόδοση του κοινού χαρτοφυλακίου τους, ανάλογα και προς το επενδυτικό τους προφίλ. Με την έναρξη της συνεργασίας των διαδίκων παραδόθηκε στις εναγόμενες το χαρτοφυλάκιο που κατείχε ο σύζυγος της ενάγουσας, το οποίο αποτελείτο από 782,909 μερίδια «ALPHA Α/Κ ΟΜΟΛΟΓΙΑΚΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟΥ», 273,96 μερίδια «ALPHA BLUE CHIPS ΜΕΤΟΧΙΚΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟΥ» και 2.344,046 μερίδια «ALPHA ΜΕΤΟΧΙΚΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΥ», συνολικής αξίας επένδυσης 79.381,91 ευρώ, ποσό που είχε αποκτηθεί από την εργασία του ζεύγους και αποτελούσε μέρος των οικονομιών αυτών, το οποίο αποτέλεσε το αρχικό στοιχείο του ενεργητικού του χαρτοφυλακίου που δημιουργήθηκε στο πλαίσιο της ένδικης σύμβασης με κωδικό χαρτοφυλακίου Ρ… . Με βάση την παραπάνω σύμβαση η οποία περιέχει σειρά μονομερώς προδιατυπωμένων από τις εναγόμενες όρων, οι οποίοι δεν κατέστησαν αντικείμενο διαπραγματεύσεως μεταξύ των διαδίκων μερών, προβλέφθηκε μεταξύ άλλων ότι οι εναγόμενες ανέλαβαν την υποχρέωση να παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες στην εκκαλούσα και στην οικογένεια της και ειδικότερα να καταρτίζουν επί του χαρτοφυλακίου τους συναλλαγές σύμφωνα με τις εντολές που θα λαμβάνουν από αυτούς, επί όλων των χρηματοπιστωτικών μέσων του άρθρου 2 παρ. Ια (I) Ν. 2396/1996 -πλην παραγώγων, οι συναλλαγές επί των οποίων ορίστηκε ότι θα διενεργούνται μόνον κατόπιν υπογραφής μεταξύ τους ειδικής σύμβασης προς τούτο – οι δε εντολές ορίστηκε ότι θα δίνονται από την εκκαλούσα και τους λοιπούς συνδικαιούχους του χαρτοφυλακίου εγγράφως, τηλεφωνικώς, με τηλεομοιοτυπία, τηλέτυπο (fax) ή με κάθε ηλεκτρονικό μέσο (όρος 6.1.). Στους όρους 8.1 και 8.2. της ανωτέρω σύμβασης ρητά αναφέρθηκε ότι «λόγω των μη προβλέψιμων στην επενδυτική αγορά διακυμάνσεων, οι εταιρίες δεν εγγυώνται οποιοδήποτε αποτέλεσμα της επενδυτικής εντολής του επενδυτή, δεν ευθύνονται για οποιαδήποτε συναφή ζημία του επενδυτή» και «δεν αναλαμβάνουν οποιαδήποτε ευθύνη για την πιθανή ζημία που τυχόν υποστεί ο επενδυτής από συναλλαγή που καταρτίσθηκε ως αποτέλεσμα εκτελέσεως εντολής του», «ο δε επενδυτής ρητά δηλώνει ότι οποιαδήποτε εντολή που δίνεται προς τις εταιρίες είναι απόρροια ελεύθερης επιλογής του χωρίς να εξαρτάται από επενδυτικές συστάσεις ή συμβουλές των εταιριών». Μαζί με τη σύμβαση υπογράφηκε από τους διαδίκους και το Παράρτημα Α αυτής, για τους επενδυτικούς κινδύνους που αναλαμβάνει ο επενδυτής, ενώ με τη σύμβαση συμφωνήθηκε επίσης ότι οι εναγόμενες δικαιούνται αμοιβής για την παροχή των επενδυτικών υπηρεσιών τους, η οποία θα ορίζεται εκάστοτε από τις ίδιες και θα εξαρτάται από το είδος της υπηρεσίας την οποία παρείχαν, σύμφωνα με το εκάστοτε ισχύον τιμολόγιο αμοιβών και προμηθειών (όρος 10.1.), όπως επίσης ότι οι εναγόμενες υποχρεούνται μία φορά το μήνα να αποστέλλουν αντίγραφο λογαριασμού με τη διάρθρωση και τις κινήσεις του χαρτοφυλακίου (όρος 14). Η ενάγουσα δεν είχε τις αναγκαίες γνώσεις ούτε τέτοια επενδυτική εμπειρία, ώστε να μπορεί να αξιολογήσει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της εκάστοτε επένδυσης χωρίς ειδική συμβουλή και να καταλήγει εάν αυτή είναι πράγματι η καταλληλότερη για την ίδια. Στους δε προστηθέντες υπαλλήλους των εναγομένων του τμήματος Private Banking στο κατάστημα Θεσσαλονίκης, με τους οποίους άρχισε τόσο αυτή όσο και τα λοιπά μέρη της οικογένειας της να συνεργάζονται μετά την υπογραφή της ένδικης σύμβασης, ήταν εμφανές ότι η ενάγουσα και ο σύζυγος της στήριζαν τις επενδυτικές επιλογές τους στην πληροφόρηση και τις συμβουλές που παρείχαν σε αυτούς οι τελευταίοι, έχοντας άλλωστε και οι ίδιοι παρουσιαστεί, στο πλαίσιο της προώθησης των επενδυτικών υπηρεσιών τους, προκειμένου να συναφθεί η ένδικη σύμβαση, ότι διαθέτουν μεγάλη εμπειρία και εξειδικευμένες γνώσεις για τα χρηματοπιστωτικά μέσα. Το γεγονός δε, ότι υπήρχε προγενέστερα χαρτοφυλάκιο στο όνομα του συζύγου της ενάγουσας, αλλά και η μετέπειτα κίνηση του χαρτοφυλακίου που διατηρούσε η τελευταία και τα λοιπά μέλη της οικογένειας της στις εναγόμενες δεν μπορεί να οδηγήσει στο αντίθετο συμπέρασμα, ενόσω δεν αποδεικνύεται ότι τη διαχείριση του χαρτοφυλακίου στο πλαίσιο της ανωτέρω συνεργασίας την είχε η ίδια η ενάγουσα, λαμβάνοντας μόνη της τις σχετικές αποφάσεις για τις εκάστοτε επενδυτικές της κινήσεις χωρίς συμβουλευτική καθοδήγηση από στελέχη των εναγομένων. Επομένως αποδεικνύεται ότι η ενάγουσα, προκειμένου να προβεί στην εκάστοτε επιλογή επενδυτικού προϊόντος όπως και του επίδικου, εξ αντικειμένου είχε ανάγκη της αποφασιστικής συνδρομής των ως άνω υπαλλήλων των εναγομένων οι οποίοι διέθεταν ειδικές γνώσεις και εμπειρία επί των χρηματοοικονομικών ζητημάτων, καθ’ όσον η ίδια μόνη της σαφώς δεν ήταν σε θέση να κατανοήσει, να συνδυάσει και να αξιολογήσει το σύνολο των ειδικών και συνθέτων πληροφοριών, οι οποίες αφορούσαν τα εκάστοτε επενδυτικά προϊόντα, και ως εκ τούτου αυτή εξ αντικειμένου αδυνατούσε να αντιληφθεί και προσδιορίσει τον κίνδυνο, τον οποίο εγκυμονούσε η επιλογή αυτών. Κατά συνέπεια, η ανωτέρω σύμβαση παρότι τιτλοφορείται ως σύμβαση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, στην ουσία αποτελούσε και λειτούργησε ως σύμβαση παροχής επενδυτικών συμβουλών μεταξύ των διαδίκων που είχε καταρτισθεί σιωπηρώς. Στα πλαίσια αυτής οι προστηθέντες υπάλληλοι των εναγομένων σε τηλεφωνική συνομιλία που είχαν με την ενάγουσα το Φεβρουάριο του 2007 της παρουσίασαν ως επενδυτικό προϊόν που ανταποκρίνεται στις προσδοκίες της, αναφέροντας χαρακτηριστικά ότι το κεφάλαιο που θα επενδυόταν για την αγορά αυτού ήταν εξασφαλισμένο 100%, με δυνατότητα εξαγοράς αυτού εντός 5ετίας και ότι η εν λόγω επένδυση είχε μηδενικό ρίσκο, το εκδοθέν από την τράπεζα “CYPRUS POPULAR BANK”, ομόλογο έκδοσης 26-5-2006, λήξης 26-5-2016 με ISIN XS… Η ενάγουσα πεισθείσα από τις ανωτέρω διαβεβαιώσεις των προστηθέντων υπαλλήλων των εναγομένων για τα χαρακτηριστικά της ανωτέρω επένδυσης, έδωσε την εντολή αγοράς του επίδικου ομολόγου. Στο αποδεικτικό δε εντολής συναλλαγής, που δεν φέρει υπογραφές, αναγράφεται ως εντολέας αγοράς η ενάγουσα, υπό την ένδειξη εκδότης η “CYPRUS POPULAR BANK”, υπό την ένδειξη ομόλογο «”CYPRUS POPULAR BANK 26/5/2016 EUR”, υπό την ένδειξη τρέχον κουπόνι «4,368», υπό την ένδειξη valeur «13/2/2007», υπό την ένδειξη ονομαστική αξία «63.000,0000», υπό την ένδειξη καθαρή τιμή «100,5000» και υπό την ένδειξη ποσό διακανονισμού «63.911,2300». Εν συνεχεία το 2011 η ενάγουσα ζήτησε την επιστροφή του ομολόγου στην εκδότρια εταιρία προς τον σκοπό είσπραξης της ονομαστικής του αξίας και τότε το πρώτον ενημερώθηκε ότι η διάρκεια του ομολόγου ήταν δεκαετής, ενώ την 14-5-2012 με δελτίο τύπου, η εκδότρια του ομολόγου εταιρία πρότεινε στους κατόχους ομολόγων της, μεταξύ των οποίων και η ενάγουσα, είτε τη ρευστοποίηση των τίτλων στο 55% της αρχικής ονομαστικής τους αξίας είτε την αντικατάσταση τους με νέα ομόλογα υψηλής εξασφάλισης, αυξημένου τοκομεριδίου 8%, πληρωτέου κατ’ έτος, λήξης 1-6-2016, με ονομαστική αξία μειωθείσα κατά ποσοστό 72,5% σε σχέση με αυτή των προς ανταλλαγή χρεογράφων, πρόταση για την οποία η ενάγουσα ενημερώθηκε από τις εναγόμενες, χωρίς περαιτέρω πληροφόρηση. Τότε η ενάγουσα έλαβε γνώση του πραγματικού χαρακτήρα του ως άνω επενδυτικού της προϊόντος και του ρίσκου που είχε αναλάβει με την επένδυση σε αυτόν. Ειδικότερα ως αποδείχθηκε ο ως άνω τίτλος ήταν ομόλογο δεκαετούς διάρκειας, με ονομαστικό επιτόκιο τρίμηνο EURIBOR + 1,75% (προ της ημερομηνίας ανακλήσεως τρίμηνο EURIBOR + 0,75%), με συχνότητα πληρωμής τοκομεριδίου ανά τρίμηνο και ελάχιστη ονομαστική αξία συναλλαγών πενήντα χιλιάδες ΕΥΡΩ (50.000 €), εισηγμένο στη χρηματιστηριακή αγορά του Λουξεμβούργου. Εκδότρια του ομολόγου αυτού είναι η εδρεύουσα στην Κύπρο τραπεζική εταιρία υπό την επωνυμία «CYPRUS POPULAR ΒΑΝΚ» σκοπός δε της εκδόσεως του συγκεκριμένου ομολογιακού δανείου, ονομαστικής αξίας τετρακοσίων πενήντα εκατομμυρίων ΕΥΡΩ (450.000.000 €), ήταν αποκλειστικά η άντληση κεφαλαίων από τις διεθνείς κεφαλαιαγορές και η διοχέτευση τους στην ως άνω κυπριακή τραπεζική εταιρία για την ενίσχυση του δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας αυτής. Περαιτέρω, η διαβάθμιση του ομολόγου, με την οποία αξιολογείται ο επενδυτικός κίνδυνος, τον οποίο αυτό περιέχει και απορρέει από την πιστοληπτική ικανότητα της εκδότριας του ομολογιακού δανείου τραπεζικής εταιρίας, ήταν την 4.4.2007 κατά τον διεθνή οίκο αξιολογήσεως « MOODY’S», στην κατηγορία Βαα1, στην οποία κατατάσσονται ομόλογα, τα οποία θεωρούνται μειωμένης εξασφάλισης, καθ’ όσον ναι μεν οι πληρωμές κεφαλαίου και τόκων θεωρούνται αμέσως καταβλητέες, πλην όμως ενέχουν πολύ σημαντικό πιστωτικό κίνδυνο. Σημειωτέον ότι στο από 5.5.2006 «Ενημερωτικό Δελτίο» (“Prospectus dated 5 May 2006”) και το από 24.5.2006 όμοιο συμπληρωματικό (“Final Terms dated 24 May 2007”), οι οποίες προσκομίζονται σε νόμιμη μετάφραση στην ελληνική γλώσσα κατά τα ουσιώδη σημεία τους και απευθύνονται από την εκδότρια του ομολογιακού δανείου εταιρία προς τους αναδόχους – διανομείς (dealers) αυτού, στους οποίους καταλέγεται η πρώτη εναγόμενη ανώνυμος τραπεζική εταιρία, σαφώς συνάγεται ότι η συγκεκριμένη επένδυση απευθύνεται σε έμπειρους επενδυτές και ενέχει υψηλό βαθμό κινδύνου, για τον οποίο οι τελευταίοι έπρεπε να είναι πλήρως ενημερωμένοι. Ειδικότερα, στο από 5.5.2006 «Ενημερωτικό Δελτίο» σαφώς αναφέρεται (σ. 7) ότι «Η Τράπεζα εκτιμά ότι οι ακόλουθοι παράγοντες ενδέχεται να επηρεάσουν την ικανότητα της να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της έναντι Ομολογιών που έχουν εκδοθεί μέσω του Προγράμματος. Όλοι αυτοί οι παράγοντες αποτελούν ενδεχόμενα τα οποία μπορεί να συμβούν ή όχι και η Τράπεζα δεν είναι σε θέση να εκφέρει άποψη σχετικά με την πιθανότητα έλευσης οιουδήποτε τέτοιου ενδεχομένου. Οι παράγοντες οι οποίοι η Τράπεζα εκτιμά ότι μπορεί να είναι ουσιώδους σημασίας για την εκτίμηση των κινδύνων της αγοράς ως προς ομολογίες που έχουν εκδοθεί μέσω του προγράμματος, περιγράφονται στη συνέχεια. Η Τράπεζα εκτιμά ότι οι παράγοντες που περιγράφονται στη συνέχεια αντιπροσωπεύουν τους βασικούς κινδύνους που εμπεριέχει η επένδυση σε Ομολογίες που εκδίδονται μέσω του Προγράμματος, όμως η Τράπεζα ενδέχεται να μην είναι σε θέση να καταβάλει τόκους, κεφάλαιο ή άλλα ποσά επί οιωνδήποτε Ομολογιών ή σε σχέση με αυτές για άλλους λόγους. Η Τράπεζα δεν ισχυρίζεται ότι οι κατωτέρω δηλώσεις που αφορούν τους κινδύνους κατοχής οιωνδήποτε Ομολογιών είναι πλήρεις. Οι υποψήφιοι Επενδυτές πρέπει επίσης να μελετήσουν τις λεπτομερείς πληροφορίες που παρατίθενται στο παρόν Ενημερωτικό Δελτίο (Prospectus) (περιλαμβανομένων οιωνδήποτε εγγράφων θεωρείται ότι ενσωματώνονται στο παρόν μέσω παραπομπής) και να σχηματίσουν ιδία άποψη πριν λάβουν οιαδήποτε επενδυτική απόφαση», παρατίθενται δε συγκεκριμένοι επενδυτικοί κίνδυνοι (Πιστωτικός Κίνδυνος, Κίνδυνος Αγοράς, Λειτουργικός Κίνδυνος, Κίνδυνος Ρευστότητας, Κίνδυνος Αλλαγής Κανονιστικού Πλαισίου), ενώ περαιτέρω ρητώς διευκρινίζεται (σ. 8 ότι «Οι ομολογίες ενδέχεται να μην αποτελούν κατάλληλη επένδυση για όλους τους Επενδυτές. Κάθε υποψήφιος επενδυτής σε οιεσδήποτε Ομολογίες πρέπει να αποφασίσει κατά πόσον η συγκεκριμένη επένδυση είναι κατάλληλη για τις δικές του περιστάσεις. Ειδικότερα, κάθε υποψήφιος επενδυτής πρέπει: ( α ) να διαθέτει επαρκή γνώση και εμπειρία για να πραγματοποιήσει ουσιαστική αποτίμηση των σχετικών Ομολογιών, των πλεονεκτημάτων και των κινδύνων της επένδυσης στις σχετικές Ομολογίες και των πληροφοριών, που περιέχονται η ενσωματώνονται μέσω παραπομπής στο παρόν Ενημερωτικό Δελτίο, στους εφαρμοστέους Τελική Όρους ή σε οιοδήποτε εφαρμοστέο παράρτημα. ( β ) Να διαθέτει πρόσβαση και να γνωρίζει τη χρήση κατάλληλων αναλυτικών εργαλείων για να αξιολογήσει, στο πλαίσιο της συγκεκριμένης χρηματοοικονομικής του κατάστασης, την επένδυση στις σχετικές Ομολογίες και τον αντίκτυπο που Θα έχει μια τέτοια επένδυση στο συνολικό επενδυτικό του χαρτοφυλάκιο. ( γ ) Να διαθέτει επαρκείς οικονομικούς πόρους και ρευστότητα για να αναλάβει όλους τους κινδύνους μιας επένδυσης στις σχετικές Ομολογίες, περιλαμβανομένης της περίπτωσης κατά την οποία το κεφαλαίο ή οι τόκοι είναι πληρωτέα σε ένα ή περισσότερα νομίσματα, ή της περίπτωσης κατά την οποία το νόμισμα πληρωμής του κεφαλαίου ή των τόκων είναι διαφορετικό από το νόμισμα, στο οποίο κυρίως εκφράζονται τέτοιες χρηματοοικονομικές δραστηριότητες του επενδυτή. ( δ ) Να κατανοεί σε βάθος τους όρους των σχετικών Ομολογιών και να είναι εξοικειωμένος με τη συμπεριφορά οιωνδήποτε σχετικών δεικτών και χρηματαγορών, και ( ε ) Να είναι σε θέση να αξιολογεί ( είτε μόνος του είτε με τη βοήθεια χρηματοοικονομικού συμβούλου ) πιθανά σενάρια διακύμανσης επιτοκίων, οικονομικών ή άλλων παραγόντων που θα μπορούσαν να επηρεάσουν την επένδυση του και τη δυνατότητα του να αναλάβει τους αντίστοιχους κινδύνους. Ορισμένες Ομολογίες αποτελούν σύνθετα χρηματοπιστωτικά μέσα και αυτού του είδους τα μέσα μπορούν να αγοραστούν με σκοπό τον περιορισμό του κινδύνου ή την αύξηση της απόδοσης, με συνειδητή, προσεκτική και κατάλληλη προσθήκη κινδύνου στο σύνολο του χαρτοφυλακίου. Ο υποψήφιος επενδυτής δεν πρέπει να επενδύσει σε Ομολογίες, οι οποίες αποτελούν σύνθετα χρηματοπιστωτικά μέσα, εκτός και εάν διαθέτει τις γνώσεις (είτε μόνος του είτε με τη βοήθεια χρηματοοικονομικού συμβούλου) για να αξιολογήσει την απόδοση των Ομολογιών σε μεταβαλλόμενες συνθήκες, τις συνεπακόλουθες επιπτώσεις στην αξία αυτών των Ομολογιών και τον αντίκτυπο που θα έχει η επένδυση αυτή στο συνολικό επενδυτικό χαρτοφυλάκιο του υποψήφιου επενδυτή», καθ’ όσον δε αφορά στη διάθεση του συγκεκριμένου ομολόγου στην ελληνική επενδυτική αγορά ρητώς ορίζεται ότι (σ. 98) «Εντός της Ελληνικής δικαιοδοσίας, οι Ομολογίες θα προσφέρονται ή θα πωλούνται μόνο σε έμπειρους [ειδήμονες] επενδυτές και θεσμικούς επενδυτές. Επιπλέον, κανένας κάτοικος Ελλάδος δεν θα επιτρέπεται να αγοράζει Ομολογίες εκτός αν το τίμημα κτήσης τους υπερβαίνει τα € 50.000». Δηλαδή, το συγκεκριμένο ομόλογο δεν επιτρέπεται (ανεξαρτήτως του επενδυόμενου κατά περίπτωση ποσού) να διατίθεται σε «ερασιτέχνες» επενδυτές (αποταμιευτές κ.λπ.), αλλά μόνο σε «εξειδικευμένους» (sophisticated) ή «θεσμικούς» (institutional) επενδυτές, δηλαδή σε επενδυτές, οι οποίοι έχουν ειδικές γνώσεις και αυξημένη εμπειρία περί τις συναλλαγές με αντικείμενο ομόλογα του είδους αυτού. Περαιτέρω, πρόκειται – με κριτήριο τη διαβάθμιση εξασφαλίσεως – για ομόλογο «μειωμένης εξασφαλίσεως» (Subordinated Debt Instrument), υπό την έννοια ότι οι κάτοχοι του ομολόγου δεν απολαύουν οιασδήποτε εξασφαλίσεως του κεφαλαίου τους και η θέση τους σε περίπτωση πτωχεύσεως του εκδότη ή του εγγυητή η υπαγωγή αυτών σε εκκαθάριση είναι ασθενέστερη και εκείνης των απλών ανεγγύων πιστωτών, δηλαδή στην πραγματικότητα τυγχάνουν ανασφάλιστοι πιστωτές, ως εκ τούτου δε και στην περίπτωση αυτή δεν πρόκειται περί απλού ομολόγου «ΣΤΑΘΕΡΟΥ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ», ενώ με κριτήριο την οικονομική λειτουργία του δύναται να χαρακτηρισθεί ως «σύνθετο» ομόλογο (Structured Bond), καθ’ όσον η απόδοση ή/και η επιστροφή κεφαλαίου κατά τη λήξη του δεν συνιστούν προκαθορισμένα μεγέθη, αλλά εξαρτώνται από κάποια ή κάποιες υποκείμενες αξίες, δείκτες ή άλλους παράγοντες (εν προκειμένω τον μεταβλητό δείκτη «EURIBOR»). Μετά ταύτα, αποδεικνύεται ότι οι προστηθέντες υπάλληλοι των εναγομένων οι οποίοι παρουσίασαν το ως άνω ομόλογο στην ενάγουσα ως ασφαλή τοποθέτηση μηδενικού κινδύνου και με 100% εξασφαλισμένη την απόδοση του κεφαλαίου του, και μάλιστα με δυνατότητα παράδοσης-επιστροφής του ομολόγου στην εκδότρια εταιρία προς τον σκοπό είσπραξης της ονομαστικής του αξίας μετά την λήξη 5ετίας, με πρόθεση δημιούργησαν σε αυτήν πεπλανημένη εντύπωση για το είδος και την ασφάλεια της επένδυσης της. Η πλάνη δε της ενάγουσας πρέπει να θεωρηθεί, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, δικαιολογημένη, λόγω του μέσου μορφωτικού επιπέδου της, αλλά και του επιπέδου της εργασίας της σε κλάδο ο οποίος ουδεμία σχέση έχει με τη διαχείριση επενδυτικών προϊόντων. Συνεπεία δε της πλάνης αυτής η ενάγουσα, που είχε επιδείξει απόλυτη εμπιστοσύνη στα προαναφερόμενα εξειδικευμένα και έμπειρα στελέχη των εναγομένων – η πρώτη εκ των οποίων αποτελούσε, κατά τον επίδικο χρόνο, ένα από τα μεγαλύτερα πιστωτικά ιδρύματα στην Ελλάδα – και που την είχαν πείσει απατηλώς πριν την κατάρτιση της επίδικης σύμβασης εντολής αγοράς ότι εκπλήρωναν πλήρως τις υποχρεώσεις εκτίμησης των συμφερόντων της, διαφώτισης, παροχής συμβουλευτικής καθοδήγησης αι προειδοποίησης αυτής για πιθανούς κινδύνους επί των προτεινόμενων σε αυτήν επίδικου ομολόγου, προέβη στην εντολή αγοράς αυτού. Επομένως, η ως άνω λεπτομερώς περιγραφόμενη συμπεριφορά των υπαλλήλων των εναγομένων συνιστά σαφή αθέτηση του καθήκοντος διαφωτίσεως, ορθής παροχής συμβουλευτικής καθοδηγήσεως και προειδοποιήσεως της ενάγουσας κυρίως, προς την ασφάλεια του κεφαλαίου της το οποίο, κατόπιν προτροπών των ως άνω υπαλλήλων, αυτή επέλεξε να τοποθετήσει σε επισφαλές επενδυτικό προϊόν, ήτοι στο επίδικο ομόλογο το οποίο στην πραγματικότητα παρουσίαζε εντελώς διαφορετική συμπεριφορά εκείνης της οποίας είχαν παρουσιάσει εν γνώσει τους ψευδώς οι προστηθέντες υπάλληλοι των εναγομένων. Ακόμα αποδείχθηκε ότι την 25-3-2013 η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου έθεσε την “CYPRUS POPULAR BANK” σε καθεστώς εκκαθάρισης με συνέπεια την παντελή απομείωση της αξίας του επίδικου ομολόγου, έκτοτε δε έπαυσε και η καταβολή των αναλογούντων τοκομεριδίων, με αποτέλεσμα η ενάγουσα η οποία δεν είχε αποδεχθεί, ως συνομολογείται, την πρόταση της εκδότριας εταιρίας προς τους κατόχους των ομολόγων της για επαναγορά των ομολόγων σε προκαθορισμένη τιμή ανερχόμενη στο 55% της ονομαστικής του αξίας, να υποστεί ζημία ίση με το ποσό που είχε καταβάλλει για την αγορά αυτού και δη ζημία ύψους 63.315,00 ευρώ. Η ως άνω συμπεριφορά των εναγομένων συνιστά το πραγματικό της αδικοπραξίας του άρθρου 914 ΑΚ λόγω υπαίτιας παραβάσεως των άρθρων 281 και 288 ΑΚ, ως και των διατάξεων της υπ’ αριθ. 12263/Β.500/11.4.1997 Αποφάσεως ΥΠ.ΕΘ.Ο. (Φ.Ε.Κ. 340/24.4.1997 «Κώδικας Δεοντολογίας Επιχειρήσεων Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών ΕΠΕΥ)», κατά τα αναλυτικώς εκτιθέμενα ανωτέρω στη μείζονα σκέψη, καθόσον οι εναγόμενες ευθύνονται αντικειμενικώς για την αδικοπρακτική συμπεριφορά των προστηθέντων από αυτές υπαλλήλων τους (άρθρο 922 ΑΚ), καθ’ όσον υφίσταται εσωτερική συνάφεια μεταξύ των ζημιογόνων πράξεων και παραλείψεων αυτών και της ανατεθείσας σε αυτούς υπηρεσίας, περαιτέρω δε, αποδείχθηκε ότι η παράνομη συμπεριφορά των εναγομένων ανωνύμων εταιριών, όπως διαμορφώθηκε από τις πράξεις και παραλείψεις των ως άνω υπαλλήλων, συνδέεται αιτιωδώς με την τελική ζημία της ενάγουσας διότι τα χρήματα αυτής δεσμεύθηκαν εξ αρχής σε ένα ομόλογο επιθετικού-κερδοσκοπικού χαρακτήρα, απευθυνόμενο σε έμπειρους και εξειδικευμένους επενδυτές που ενείχε σημαντικό κίνδυνο απώλειας του επενδυόμενου κεφαλαίου. Ειδικότερα ως αποδείχθηκε η ενάγουσα αγόρασε τον επίδικο ομολογιακό τίτλο σύμφωνα με σχετική συμβουλή των προστηθέντων υπαλλήλων του τμήματος Private Banking των εναγομένων, στο πλαίσιο καταρτισθείσας μεταξύ τους σιωπηρώς σύμβασης παροχής επενδυτικών συμβουλών, χωρίς όμως να έχει ενημερωθεί προηγουμένως από εκείνους με ακρίβεια, σαφήνεια και επάρκεια για τα ειδικότερα χαρακτηριστικά της συγκεκριμένης επένδυσης, καθόσον η ίδια, δεν είχε ούτε τις εξειδικευμένες γνώσεις ούτε την εμπειρία να κατανοήσει τα χαρακτηριστικά και την καταλληλότητα της συγκεκριμένης επένδυσης από μόνη της γεγονός που ήταν γνωστό στους άνω υπαλλήλους, και, σε κάθε δε περίπτωση, εμφανές σε αυτούς ήδη από την έναρξη της συνεργασίας τους. Επιπλέον η ενημέρωση της ενάγουσας από αυτούς, έγινε κατά τέτοιο τρόπο που εκτός από ανεπαρκής ήταν και απατηλός, διότι παραλείφθηκαν σκοπίμως πληροφορίες τόσο ουσιώδεις που αν ήταν γνωστές στην ενάγουσα, θα την είχαν οδηγήσει σε διαφορετική απόφαση. Δηλαδή, οι προστηθέντες υπάλληλοι των εναγομένων οδήγησαν την ενάγουσα στη λήψη μιας απόφασης, εστιάζοντας στα σημεία που μπορούσε αυτή να καταλάβει (υψηλή απόδοση ομολόγου, εγγυημένη επιστροφή του κεφαλαίου), παραλείποντας σκοπίμως τις πληροφορίες των οποίων η γνώση θα την είχε αποτρέψει από τη λήψη της συγκεκριμένης απόφασης (μειωμένης εξασφάλισης ομόλογο, κίνδυνοι με βάση και τις αξιολογήσεις των διεθνών οίκων), ενώ δεν αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα θα λάμβανε την ίδια απόφαση ακόμη και αν οι εναγόμενες είχαν τηρήσει απέναντι της μέσω των προστηθέντων υπαλλήλων τους την υποχρέωση διαφώτισης και πληροφόρησης. Η ως άνω υποχρέωση τους για πλήρη ενημέρωση της ενάγουσας δεν αναιρείται από το ότι, όπως ισχυρίζονται οι εναγόμενες, η από 10-6-2003 εγγράφως καταρτισθείσα μεταξύ αυτών και της ενάγουσας σύμβαση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών συνιστά σύμβαση λήψης, διαβίβασης και εκτέλεσης των εντολών του πελάτη και περιέχει απαλλακτικές της ευθύνης των εναγομένων ρήτρες, διότι, ανεξαρτήτως της εγκυρότητας ή μη των εν λόγω ρητρών, αποδείχθηκε ότι, τουλάχιστον στην προκειμένη περίπτωση, οι εναγόμενες δεν περιορίστηκαν στην απλή εκτέλεση της εντολής για την αγορά του επίδικου τίτλου από την ενάγουσα, αλλά προηγουμένως, δια των προστηθέντων υπαλλήλων τους, γνωρίζοντας ότι η τελευταία προσέβλεπε στις εξειδικευμένες γνώσεις τους, τις οποίες η ίδια δεν διέθετε, υπέδειξαν τη συγκεκριμένη επένδυση σε αυτή ως κατάλληλη για την ίδια, πείθοντας την, λόγω και της εμπιστοσύνης που είχε η ενάγουσα ότι θα λάβει μια υπεύθυνη πληροφόρηση από τις εναγόμενες, να την επιλέξει. Επομένως, αποδείχθηκε πλήρως η συνδρομή των προϋποθέσεων του άρθρ. 149 εδ. α και β του ΑΚ με αποτέλεσμα η επίδικη δικαιοπραξία να δύναται να ακυρωθεί, καθώς και η συνδρομή του στοιχείου της υπαιτιότητας των προστηθέντων υπαλλήλων των εναγομένων ανωνύμων εταιριών, το οποίο είναι αναγκαίο για τη θεμελίωση ευθύνης των τελευταίων τόσο κατά τη διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ (υποκειμενική ευθύνη), όσο και κατά τη διάταξη του άρθρου 8 Ν. 2251/1994 (νόθος αντικειμενική ευθύνη), κατά τα αναλυτικώς εκτιθέμενα ανωτέρω στη μείζονα σκέψη αλλά και η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς των προστηθέντων υπαλλήλων των εναγομένων και της ζημίας της ενάγουσας. Και τούτο διότι η ζημία που προκλήθηκε στην ενάγουσα οφείλεται στην απατηλή συμπεριφορά των υπαλλήλων των εναγομένων και όχι σε γεγονότα που επηρέασαν το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα και επέφεραν παγκόσμια οικονομική κρίση, απορριπτόμενου του αντίθετου ισχυρισμού των εναγομένων ο οποίος συνίσταται στο ότι δεν συντρέχει η απαιτούμενη αιτιώδης συνάφεια καθόσον ακόμα κι αν είναι αληθή τα αναφερόμενα στην αγωγή πραγματικά περιστατικά αναφορικά με τη συμπεριφορά των προστηθέντων υπαλλήλων τους, γεγονός που αρνούνται, η επέλευση της ζημίας της ενάγουσας δεν επήλθε από τη συμπεριφορά αυτή αλλά είναι απόρροια της τότε διεθνούς πρωτοφανούς οικονομικής κρίσης που έπληξε τον τραπεζικό κόσμο και προκάλεσε τα ως άνω αρνητικά πιστωτικά γεγονότα. Περαιτέρω οι εναγόμενες επαναφέρουν την ένσταση απόσβεσης του δικαιώματος ακύρωσης της επίδικης σύμβασης καθόσον αυτή συνήφθη την 13-2-2007, η δε άσκηση της υπό κρίση αγωγής ολοκληρώθηκε με την επίδοση της την 4-7-2013. Πλην όμως ο ισχυρισμός αυτός, που είναι νόμω βάσιμος στηριζόμενος στο άρθρο 157 εδ. α ΑΚ, κρίνεται απορριπτέος ως ουσία αβάσιμος, δεκτής γενομένης ως ουσία βάσιμης της καθ’ υποφορά στο δικόγραφο της αγωγής αντένστασης του εδαφίου β του ιδίου ως άνω άρθρου, καθόσον ως αποδείχθηκε, και ανωτέρω αναφέρεται, η απατηλή συμπεριφορά των προστηθέντων υπαλλήλων των εναγομένων συνεχίστηκε και μετά την κατάρτιση της επίδικης σύμβασης, η ενάγουσα δε έλαβε γνώση αυτής το Μάιο του 2012. Οπότε μέχρι την άσκηση της αγωγής δεν παρήλθε το χρονικό διάστημα 2 ετών από τότε που πέρασε η κατάσταση αυτή (απατηλή συμπεριφορά). Ακόμα οι εναγόμενες επαναφέρουν την πρωτοδίκως προβαλλόμενη ένσταση συνυπολογισμού οφέλους – ζημίας, ισχυριζόμενες ότι σε περίπτωση που γίνει δεκτή η αγωγή, θα πρέπει να αφαιρεθούν από την επικαλούμενη ζημία, τα ποσά που η ενάγουσα έχει εισπράξει από τις διανομές της εκδότριας του επιδίκου ομολόγου, το ύψος των οποίων ανέρχεται σε 8.697,42 ευρώ, διαφορετικά η ενάγουσα θα καταστεί πλουσιότερη. Ωστόσο, η ένσταση αυτή τυγχάνει απορριπτέα ως μη νόμιμη, διότι οι αποδόσεις αυτές δεν συνιστούν κέρδος της ενάγουσας από τη ζημία της αλλά καρπούς της επένδυσης της, από την παραχώρηση αυτού στην εκδότρια εταιρία, η οποία το εκμεταλλεύτηκε με τον προσφορότερο τρόπο, αποδίδοντας τους συμφωνημένους καρπούς (ΑΠ 1350/2018, ΑΠ 244/2016 ΝΟΜΟΣ). Επιπλέον οι εναγόμενες επαναφέρουν νομίμως ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου την ένσταση συνυπαιτιότητας της ενάγουσας στην πρόκληση, άλλως στη μη αποτροπή της ζημίας της, λόγω της μη εκ μέρους της ρευστοποίησης του ένδικου ομολόγου, τόσο κατά τη χρονικό διάστημα που από τη μηνιαία έγγραφη ενημέρωση της προέκυπτε η πτωτική πορεία αυτού όσο και μετά την προσφορά της εκδότριας τράπεζας για εξαγορά του. Η ένσταση, όμως, αυτή, αν και νόμιμη (άρθρο 300 ΑΚ), πρέπει να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη. Ειδικότερα, όπως αποδείχθηκε και προεκτέθηκε, ακόμη και κατά την πτωτική πορεία της τιμής του ομολόγου η ενάγουσα, δεν μπορούσε να γνωρίζει ως εκ της έλλειψης ειδικών γνώσεων και εξειδικευμένης εμπειρίας περί των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών, ότι ήταν πιθανή η απώλεια του κεφαλαίου της, περιστατικό για το οποίο δεν την ενημέρωσαν οι εναγόμενες. Αντίθετα, οι προστηθέντες υπάλληλοι των τελευταίων, στους οποίους απευθύνθηκε η ενάγουσα το έτος 2011 επιθυμώντας να λάβει το επενδυμένο κεφαλαίο της, της γνωστοποίησαν μεν ότι δεν δύναται να προβεί στην επιθυμητή ενέργεια λόγω της δεκαετούς διάρκειας αυτού, δεν την ενημέρωσαν όμως για τον κίνδυνο της επένδυσης και την πιθανότητα της μη επιστροφής πλήρους του κεφαλαίου κατά την λήξη του ομολόγου, ενώ επιπροσθέτως ουδόλως αποδείχθηκε ότι οι εναγόμενες της εξήγησαν πλήρως την πρόταση περί εξαγοράς του ομολόγου, ώστε να γίνει σαφές και κατανοητό από την- τελευταία ο ως άνω ορατός πλέον κίνδυνος πλήρης απώλειας του κεφαλαίου της. Τέλος οι εναγόμενες επαναφέρουν τον ισχυρισμό τους περί ελλείψεως εννόμου συμφέροντος εκ μέρους της ενάγουσας άλλως καταχρηστικής άσκησης της αγωγής εκθέτοντας ότι στα πλαίσια μεταπτώσεων όλων των συμβάσεων του δικτύου τους στις συμβάσεις με όρους σύμφωνους και με την οδηγία MiFID η ενάγουσα υπέγραψε με αυτές την 9-6-2010 την με αριθμό Ρ… σύμβαση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών με τις πρόσθετες πράξεις και τα παραρτήματα αυτής, στο προοίμιο της οποίας η ενάγουσα ρητώς αναγνωρίζει όλες τις συναλλαγές που πραγματοποίησε μέχρι τότε στα πλαίσια της αρχικής σύμβασης του 2003 και παραιτείται από κάθε δικαίωμα προσβολής οποιασδήποτε αντιρρήσεως κατ’ αυτών. Επομένως, γνωρίζοντας η ενάγουσα την πτωτική πορεία του ομολόγου της, η δήλωση της περί απαλλαγής της ευθύνης τους είναι δεσμευτική και η υπό κρίση αγωγή ασκείται χωρίς έννομο συμφέρον άλλως καταχρηστικά. Ο ανωτέρω ισχυρισμός πρέπει να απορριφθεί κατά το πρώτο σκέλος του ως νόμω αβάσιμος καθόσον η παραίτηση από ένα δικαίωμα είναι ισχυρή όταν ο παραιτηθείς γνωρίζει το δικαίωμα από το οποίο παραιτείται, στην προκειμένη δε περίπτωση η ενάγουσα πληροφορήθηκε για την απατηλή εις βάρος της συμπεριφορά εκ μέρους των προστηθέντων υπαλλήλων των εναγομένων σε χρόνο μεταγενέστερο από την 9-6-2010 και δη το Μάιο του 2012. Επιπλέον στην προκειμένη περίπτωση ουδόλως αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα ακόμα κι αν αναγίγνωσκε τα ενημερωτικά έντυπα των εναγομένων θα ήταν σε θέση, δίχως την επεξήγηση οποιουδήποτε χαρακτηριστικού του επίδικου τίτλου από τους προστηθέντες υπαλλήλους αυτών, στους οποίους έτρεφε αμέριστη εμπιστοσύνη, να καταλάβει τι σήμαινε η πτώση της αξίας του ομολόγου και κυρίως να συνειδητοποιήσει την πιθανή απώλεια του κεφαλαίου της, για την εξασφάλιση του οποίου ρητά την είχαν διαβεβαιώσει. Επομένως ουδεμία καταχρηστικότητα υφίσταται στην άσκηση των αγωγικών της δικαιωμάτων. Τέλος, αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα υπέστη από την ως άνω παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά των εναγομένων που είχε ως αποτέλεσμα την απώλεια του μεγαλύτερου μέρους των οικογενειακών αποταμιεύσεων της, ηθική βλάβη, για την αποκατάσταση της οποίας δικαιούται χρηματική ικανοποίηση. Το ποσό αυτής πρέπει να οριστεί σε 3.000,00 ευρώ, στο οποίο δεν συμπεριλαμβάνεται το ποσό των 44€ που επιφυλάχθηκε να διεκδικήσει ενώπιον των ποινικών δικαστηρίων, το οποίο κρίνεται δίκαιο και εύλογο, λαμβανομένων υπόψη του βαθμού πταίσματος των εναγομένων, την έλλειψη υπαιτιότητας εκ μέρους της ενάγουσας καθώς και της κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης των μερών, εκ των οποίων οι εναγόμενες βρίσκονται σαφώς σε υπερέχουσα θέση. Συνοψίζοντας τα ανωτέρω η κρινόμενη έφεση πρέπει να γίνει δεκτή εν μέρει ως βάσιμη κατ’ ουσίαν και εν συνεχεία, αφού εξαφανισθεί η υπ’ αριθ. 785/2020 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κατά το μέρος που με αυτήν απορρίφτηκε το αίτημα περί ακυρώσεως της από 13-2-2007 σύμβασης εντολής και το αίτημα να αναγνωρισθεί η υποχρέωση των εναγομένων να καταβάλουν στην ενάγουσα ως αποζημίωση λόγω αδικοπραξίας το ποσό των 63.315,00 ευρώ καθώς και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, η αγωγή πρέπει να κρατηθεί και δικασθεί από το Δικαστήριο τούτο κατά τα ανωτέρω αιτήματα και να γίνει αυτή δεκτή ως βάσιμη κατ’ ουσίαν εν μέρει έχοντας ήδη κριθεί ορισμένη και νόμω βάσιμη κατά τα ανωτέρω αναφερόμενα. Ειδικότερα πρέπει να ακυρωθεί η καταρτισθείσα μεταξύ των διαδίκων από 13-2-2007 σύμβαση εντολής αγοράς του ομολόγου της “CYPRUS POPULAR BANK”, έκδοσης 26-5-2006, λήξης 26-5-2016 με ISIN XS… με ποσό διακανονισμού 63.911,2300 και να αναγνωρισθεί η υποχρέωση των εναγόμενων να καταβάλουν στην ενάγουσα, ευθυνόμενες εις ολόκληρον, το συνολικό ποσό των (63.315,00 + 3.000=) 66.315,00€ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής έως την πλήρη εξόφληση. Τα δικαστικά έξοδα των μεταξύ των διαδίκων πρέπει να συμψηφιστούν για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας επειδή η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν ήταν ιδιαιτέρως δυσχερής. Τέλος, λόγω του ότι η έφεση έγινε δεκτή κατ’ ουσίαν πρέπει να διαταχθεί, κατ’ άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ, η επιστροφή στην εκκαλούσα του παράβολου της έφεσης, που προκαταβλήθηκε από αυτήν, κατά την κατάθεση της, όπως όλα τα ανωτέρω ορίζονται ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΟΝΤΑΣ αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ’ ουσία την έφεση.
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλουμένη με αριθμό 785/2020 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κατά τα αναφερόμενα στο σκεπτικό της παρούσας μέρη αυτής.
ΚΡΑΤΕΙ και δικάζει την από 12-6-2013 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ./2013 αγωγή κατά τα αναφερόμενα στο σκεπτικό της παρούσας αιτήματα της.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει αυτή.
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ την ακυρότητα της από 13-2-2007 σύμβασης εντολής αγοράς του ομολόγου της “CYPRUS POPULAR BANK”, έκδοσης 26-5-2006, λήξης 26-5-2016 με ISIN XS… με ποσό διακανονισμού 63.911,2300 που καταρτίσθηκε μεταξύ των διαδίκων.
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ την υποχρέωση των εναγόμενων να καταβάλουν στην ενάγουσα, ευθυνόμενες εις ολόκληρον, το συνολικό ποσό των εξήντα έξι χιλιάδων τριακοσίων δέκα πέντε ευρώ (63.315,00 + 3.000=66.315,00€) με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής έως την πλήρη εξόφληση.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του παραβόλου της έφεσης στην εκκαλούσα.
ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τη δικαστική δαπάνη για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας μεταξύ των διαδίκων.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 24 Φεβρουάριου 2023.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Και τούτου αποχωρήσαντος της
υπηρεσίας του Εφετείου Αθηνών
υπογράφεται από τον άλλο
δικαστή της συνθέσεως
κα. Σπηλιωτοπούλου
Και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, μετεχόντων στη σύνθεση για τη δημοσίευση, ως Προέδρου της Προέδρου Εφετών, Μαρίας Μαλτέζου, και ως μελών των εφετών, Αικατερίνης Σπηλιωτοπούλου, και Καλλιόπης Βενιού, (λόγω μετάθεσης της Εφέτη-Εισηγήτριας Αρίστης-Ελένης Χαμπεροπούλου) και με την παρουσία της Γραμματέως Ελένης Λιάσκου στις 31 Μαρτίου 2023 χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι τους δικηγόροι.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Και τούτου αποχωρήσαντος της ΛΙΑΣΚΟΥ ΕΛΕΝΗ
υπηρεσίας του Εφετείου Αθηνών
υπογράφεται από τον άλλο
δικαστή της συνθέσεως
κα. Σπηλιωτοπούλου