Αποδοχή της κληρονομίας που συνάγεται από την παραμέληση της προθεσμίας αποποιήσεώς της. Τούτη μπορεί να προσβληθεί από τον κληρονόμο λόγω πλάνης, όταν η αποδοχή που συνάγεται με τον τρόπο αυτόν κατά πλάσμα του νόμου δεν συμφωνεί με τη βούληση του κληρονόμου από ουσιώδη πλάνη, δηλαδή από άγνοια ή εσφαλμένη γνώση της καταστάσεως που διαμόρφωσε τη βούλησή του. Τέτοια συντρέχει όταν αναφέρεται σε σημείο τόσο σπουδαίο για την αποδοχή της κληρονομίας, ώστε αν ο κληρονόμος γνώριζε την αληθή κατάσταση ως προς το σημείο αυτό δεν θα άφηνε να παρέλθει άπρακτη η προθεσμία της αποποίησης. Η εσφαλμένη γνώση ή άγνοια που δημιουργεί τη διάσταση μεταξύ βουλήσεως και δηλώσεως μπορεί να οφείλεται και σε άγνοια ή εσφαλμένη γνώση των νομικών διατάξεων για την αποδοχή της κληρονομίας.
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Αριθμός Απόφασης 3865/2023
ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
(13° Τμήμα Ενοχικό)
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Κωνσταντίνα Ταμβάκη, Πρόεδρο Εφετών, Μαρία Παπαδοπούλου Εφέτη, Αναστασία Παρούση Εφέτη-Εισηγήτρια και από τον Γραμματέα Νικόλαο Χρονά.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 12 Ιανουαρίου 2023, για να δικάσει τις υποθέσεις μεταξύ :
Α) ΤΩΝ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ: 1) ., κατοίκου Καλλιθέας Αττικής, οδός . με ΑΦΜ . και 2) ., κατοίκου Χαλανδρίου Αττικής, οδό . με ΑΦΜ ., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν στο Δικαστήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ηλία Χαλιακόπουλο (ΔΣΑ 5029), ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) ., 2) ., αμφοτέρων κατοίκων Αμαρουσίου Αττικής, οδός ., οι οποίες εκπροσωπήθηκαν στο Δικαστήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Δομίνικο Αρβανίτη (ΔΣΑ 29970), ο οποίος κατέθεσε προτάσεις και 3) Ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «ΑΛΦΑ ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΕ» (ALPHA BANK AE), με έδρα την Αθήνα, οδός Σταδίου αρ.40 κι εκπροσωπείται νόμιμα, την οποία εκπροσώπησε βάσει δηλώσεως (άρθρο 242παρ.2 του ΚΠολΔ), η πληρεξούσια δικηγόρος της, Ανθή Φλωροπούλου(ΔΣΑ 23842) μέλος της δικηγορικής εταιρίας «ΑΝΘΗ ΦΛΩΡΟΠΟΥΛΟΥ ΚΑΙ ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ» (με AM 80553 ΔΣΑ και ΑΦΜ .) και προκατέθεσε προτάσεις.
Β) ΤΗΣ ΕΚΟΥΣΙΩΣ ΚΑΙ ΑΥΤΟΤΕΛΩΣ ΠΡΟΣΘΕΤΩΣ υπέρ της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «ALPHA ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» και το διακριτικό τίτλο «ALPHA BANK» ΠΑΡΕΜΒΑΙΝΟΥΣΑΣ: ανώνυμης Εταιρίας με την επωνυμία «CEPALHELLAS ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΑΠΟ ΔΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΠΙΣΤΩΣΕΙΣ» με το διακριτικό τίτλο «CEPALHELLAS», που εδρεύει στη Νέα Σμύρνη, επί της Λ. Συγγρού 209-211 κι εκπροσωπείται νόμιμα, με ΑΦΜ . και αρ. ΓΕΜΗ ., νομίμως αδειοδοτηθείσας από την Τράπεζα της Ελλάδος ως εταιρία Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις δυνάμει των διατάξεων του Ν.4354/2015 και της Πράξης 118/19.5.2017 της Εκτελεστικής Επιτροπής της Τράπεζας της Ελλάδος, όπως τροποποιήθηκε από την υπ’ αριθμ. 153/8.1.2019 Πράξη, στην οποία έχει ανατεθεί η διαχείριση των απαιτήσεων της εταιρίας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «GALAXY IV FUNDING DESIGNATED ACTIVITY COMPANY», που εδρεύει στο Δουβλίνο Ιρλανδίας, 1-2 VictoriaBuildings, HaddingtonRoad, Dublin 4, D04XN32, δικαιούχου της απαίτησης κατά τα οριζόμενα στο από 18.6.2021 ιδιωτικό συμφωνητικό διαχείρισης απαιτήσεων και σύμφωνα με την παρ. 14 του άρθρου 10 του Ν.3156/2003, όπως ισχύει, στην οποία η ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «ΑLΡΗΑ ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» και το διακριτικό τίτλο «ALPHA BANK», όπως νόμιμα εκπροσωπείται, έχει εκχωρήσει και μεταβιβάσει ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις από δάνεια και πιστώσεις, δυνάμει της από 30.4.2020 σύμβασης μεταβίβασης τιτλοποιούμενων απαιτήσεων (όπως αυτή καταχωρήθηκε νομίμως και αναγγέλθηκε στα δημόσια βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών) και σύμφωνα με το άρθρο 10 του Ν.3156/2003, την οποία εκπροσώπησε βάσει δηλώσεως (άρθρο 242παρ.2 του ΚΠολΔ), η πληρεξούσια δικηγόρος της, Ανθή Φλωροπούλου (ΔΣΑ 23842) μέλος της δικηγορικής εταιρίας «ΑΝΘΗ ΦΛΩΡΟΠΟΥΛΟΥ ΚΑΙ ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ» (με AM 80553 ΔΣΑ και ΑΦΜ .) και προκατέθεσε προτάσεις.
ΚΑΘ ΏΝ Η ΕΚΟΥΣΙΑ ΑΥΤΟΤΕΛΗΣ ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ: 1) . , κατοίκου Καλλιθέας Αττικής, οδός . με ΑΦΜ . , 2) ., κατοίκου Χαλανδρίου Αττικής, οδό . με ΑΦΜ . , αμφότεροι οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν στο Δικαστήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ηλία Χαλιακόπουλο (ΔΣΑ 5029), ο οποίος κατέθεσε προτάσεις, 3) . και 4) ., αμφοτέρων κατοίκων Αμαρουσίου Αττικής, οδός . , οι οποίες εκπροσωπήθηκαν στο Δικαστήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Δομίνικο Αρβανίτη (ΔΣΑ 29970), ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
Οι ενάγουσες . και . και ήδη πρώτη και δεύτερη των εφεσίβλητων άσκησαν σε βάρος των εναγόμενων 1) Ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «ALPHA TPAΠEZA ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» με ΑΦΜ . νομίμως εκπροσωπούμενης, ήδη τρίτης εφεσίβλητης, 2) . ήδη δεύτερου εκκαλούντος, 3) . ήδη πρώτης εκκαλούσας, 4) Ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «ΑΦΟΙ . ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΒΙΟΤΕΧΝΙΚΗ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΕΛΑΣΤΙΚΩΝ ΕΞΑΡΤΗΜΑΤΩΝ-ΜΗΧΑΝΗΜΑΤΩΝ» και 5) του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών, μη διαδίκων, την από 14-12-2018 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ./2018) αγωγή τους ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και ζήτησαν να γίνει δεκτή. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με τη με αριθμ. 1488/28.5.2021 οριστική του απόφαση, δικάζοντας ερήμην της τέταρτης και πέμπτου των εναγομένων και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία απέρριψε την αγωγή ως προς την τέταρτη και πέμπτο των εναγομένων κι έκανε δεκτή την αγωγή ως προς τους λοιπούς εναγόμενους.
Ο δεύτερος και τρίτη των εναγόμενων και ήδη δεύτερος και πρώτη των εκκαλούντων, προσβάλλουν την απόφαση αυτή με την από 21-6-2021 (αριθμός έκθεσης κατάθεσης ./24.9.2021 και αριθμός έκθεσης κατάθεσης δικογράφου και προσδιορισμού δικασίμου ενώπιον του Εφετείου Αθηνών ./28.9.2021) έφεσή τους κατά των 1) . , 2) . εναγουσών και ήδη πρώτης και δεύτερης των εφεσίβλητων και 3) Ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «ALPHA TPAΠEZA ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» νομίμως εκπροσωπούμενης, συνεναγομένης τους και ήδη τρίτης εφεσίβλητης, η οποία προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας κι εγγράφηκε στο πινάκιο με αριθμό . ζητώντας να γίνει δεκτή για τους λόγους που αναφέρονται σε αυτήν.
Η προσθέτως παρεμβαίνουσα άσκησε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου την από 6.12.2022 αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση υπέρ της τρίτης εφεσίβλητης τραπεζικής εταιρίας και κατά των εκκαλούντων και των δύο πρώτων εφεσίβλητων, η οποία κατατέθηκε στη γραμματεία του δικαστηρίου τούτου με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ./9.12.2022 και προσδιορίστηκε να συζητηθεί στην δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας με αριθμό πινακίου ..
Κατά την εκφώνηση των υποθέσεων από τη σειρά του οικείου πινακίου, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως αναφέρεται ανωτέρω και οι παριστάμενοι πληρεξούσιοι δικηγόροι των εκκαλούντων και των δύο πρώτων εφεσίβλητων αναφέρθηκαν στις προτάσεις που κατέθεσαν και ζήτησαν να γίνουν δεκτές.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου φέρονται προ συζήτηση η από 21-6-2021 (αριθμός έκθεσης κατάθεσης ./24.9.2021 και αριθμός έκθεσης κατάθεσης δικογράφου και προσδιορισμού δικασίμου ενώπιον του Εφετείου Αθηνών ./28.9.2021) έφεση και η από 6.12.2022 (αριθμός έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ./9.12.2022) αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση της αναφερόμενης στην αρχή της παρούσας ανώνυμης εταιρίας υπέρ της εκεί αναφερόμενης τραπεζικής εταιρίας-τρίτης εφεσίβλητης στην υπό κρίση έφεση, οι οποίες πρέπει να συνεκδικασθούν λόγω της πρόδηλης συνάφειάς τους (άρθρα 31 παρ.1 και 246 ΚΠολΔ).
Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 74-78 του Κ.Πολ.Δ., ομοδικία υπάρχει όταν σε μία δίκη πλείονα πρόσωπα μετέχουν στον ίδιο ρόλο διαδίκου, είτε ως ενάγοντες (ενεργητική ομοδικία) είτε ως εναγόμενοι (παθητική ομοδικία). Οι διάδικοι της ίδιας πλευράς ονομάζονται ομόδικοι. Ο νόμος διακρίνει την ομοδικία σε απλή (άρθρα 74 και 75 Κ.Πολ.Δ.) και αναγκαστική (άρθρα 76 και 77 Κ.Πολ.Δ.). Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 74, 75 παρ.1 και 2 προκύπτει ότι περίπτωση απλής ομοδικίας (υποκειμενικής σώρευσης αγωγών) υπάρχει όταν ενάγουν ή ενάγονται περισσότεροι του ενός και ενώνονται σε κοινή διαδικασία πλείονες έννομες σχέσεις δίκης, οι οποίες συνδέουν διάφορα υποκείμενα, χωρίς να επηρεάζεται η ανεξάρτητη δικονομική θέση καθενός από αυτούς έναντι των λοιπών, η δε εκδιδόμενη απόφαση, που είναι οριστική ως προς ορισμένους ομοδίκους, περατώνει τη δίκη ως προς αυτούς, καθίσταται δε οριστική αυτοτελώς και συνεπώς είναι κατά το μέρος αυτό προσβλητή με έφεση και πριν εκδοθεί απόφαση οριστική για τους λοιπούς διαδίκους (ΑΠ 244/2019). Επίσης, κατά τα άρθρα 1847 παρ. 1 εδ. α και 1850 εδ. β’ ΑΚ ο κληρονόμος μπορεί να αποποιηθεί την κληρονομιά μέσα σε προθεσμία τεσσάρων μηνών που αρχίζει από τότε που έμαθε την επαγωγή και το λόγο της. Αν περάσει η προθεσμία, η κληρονομιά θεωρείται ότι έχει γίνει αποδεκτή. Κατά το άρθρο δε 1857 εδ. β περ. α’, γ’ και δ’ του ίδιου Κώδικα, η αποδοχή της κληρονομιάς που οφείλεται σε πλάνη κρίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις για τις δικαιοπραξίες, η δε πλάνη σχετικά με το ενεργητικό ή το παθητικό της κληρονομιάς δεν θεωρείται ουσιώδης, ενώ οι διατάξεις του άρθρου αυτού εφαρμόζονται και σε αποδοχή που συνεπάγεται από την παραμέληση της προθεσμίας για αποποίηση, ενώ κατά το άρθρο 1901 εδ. α’ ΑΚ ο κληρονόμος ευθύνεται και με τη δική του περιουσία για τα χρέη της κληρονομιάς. Περαιτέρω, κατά τα άρθρα 140 και 141 ΑΚ, αν κάποιος καταρτίζει δικαιοπραξία και η δήλωσή του δεν συμφωνεί από ουσιώδη πλάνη με τη βούλησή του, έχει δικαίωμα να ζητήσει την ακύρωση όταν αναφέρεται σε σημείο τόσο σπουδαίο για την όλη δικαιοπραξία, ώστε αν το πρόσωπο γνώριζε την πραγματική κατάσταση, δεν θα επιχειρούσε τη δικαιοπραξία. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι η αποδοχή της κληρονομιάς που συνάγεται από την παραμέληση της προθεσμίας αποποίησης, μπορεί να προσβληθεί από τον κληρονόμο λόγω πλάνης, όταν με τον τρόπο αυτό η συναγόμενη κατά πλάσμα του νόμου αποδοχή δεν συμφωνεί με τη βούληση του, από ουσιώδη πλάνη, δηλαδή από άγνοια ή εσφαλμένη γνώση της κατάστασης που διαμόρφωσε τη βούληση του, όταν αυτή αναφέρεται σε σημείο τόσο σπουδαίο για την αποδοχή της κληρονομιάς, ώστε αν ο κληρονόμος γνώριζε την αληθινή κατάσταση ως προς το σημείο αυτό, δεν θα άφηνε να παρέλθει άπρακτη η προθεσμία αποποίησης. Η εσφαλμένη δε γνώση ή άγνοια, που δημιουργεί τη μεταξύ βούλησης και δήλωσης διάσταση, η οποία, όταν είναι ουσιώδης, θεμελιώνει δικαίωμα προσβολής της δήλωσης λόγω πλάνης, μπορεί να οφείλεται και σε άγνοια ή εσφαλμένη γνώση των προαναφερομένων νομικών διατάξεων για την αποδοχή της κληρονομιάς. Υπάρχει δε πλάνη περί το δίκαιο της αποδοχής της κληρονομιάς και όταν ο κληρονόμος τελεί σε άγνοια που ανάγεται α) στο σύστημα της κτήσης της κληρονομιάς κατά τον ΑΚ που επέρχεται αμέσως μετά το θάνατο του κληρονομουμένου, οπότε η προθεσμία του άρθρου 1847 ΑΚ δεν αρχίζει, γιατί η άγνοια αποκλείει την γνώση της επαγωγής της κληρονομιάς και β) σε άγνοια μόνο της ύπαρξης της προθεσμίας του άρθρου 1847 ΑΚ προς αποποίηση ή της κατά το άρθρο 1850 ΑΚ νομικής σημασίας της παρόδου της προθεσμίας αυτής άπρακτης (Ολ ΑΠ 3/1989, ΑΠ 827/2017, ΑΠ 951/2013). Η αγωγή προς ακύρωση της αποδοχής της κληρονομιάς και η αντίστοιχη ένσταση στρέφεται, σύμφωνα με τη διασταλτική ερμηνεία της διάταξης του άρθρου 155 ΑΚ και κατά του αμέσως έλκοντος έννομο κληρονομικό συμφέρον από την έκπτωση αυτού που ακυρωσίμως – δηλαδή συνεπεία πλάνης – αποδέχθηκε και που στη συνέχεια θα αποποιηθεί, δηλαδή κατ’ εκείνου, στον οποίο θα επαχθεί η κληρονομιά μετά την αποδοχή της αγωγής και την αποποίηση του ενάγοντος στην περί ακυρώσεως δίκη, καθώς επίσης και κατά του δανειστή της κληρονομιάς (ΑΠ 22/2022, ΑΠ 189/2017, ΑΠ 572/2016). Οι δε εναγόμενοι αυτής της αγωγής, συνδέονται μεταξύ τους με δεσμό απλής ομοδικίας λόγω της φύσης της διαφοράς (ΑΠ 827/2017), δεδομένου ότι η αποδοχή της αγωγής ως προς τον ένα εναγόμενο δεν επηρεάζει ούτε δεσμεύει τους άλλους (ΑΠ 33/2023 δημοσιευμένη στη ΝΟΜΟΣ).
Κατά το άρθρο 516 ΚΠολΔ δικαίωμα έφεσης έχουν, εφόσον νικήθηκαν ολικά ή εν μέρει στην πρωτόδικη δίκη, ο ενάγων, ο εναγόμενος, εκείνοι που άσκησαν κύρια ή πρόσθετη παρέμβαση, οι προσεπικληθέντες, οι καθολικοί διάδοχοί τους, οι ειδικοί διάδοχοί τους εφόσον απέκτησαν την ιδιότητα αυτή μετά την άσκηση της αγωγής και οι εισαγγελείς πρωτοδικών, αν ήταν διάδικοι, κατά δε το άρθρο 517 του ίδιου Κώδικα, η έφεση απευθύνεται κατά εκείνων που ήταν διάδικοι στην πρωτόδικη δίκη ή των καθολικών διαδόχων ή των κληροδόχων τους. Διάδικοι είναι όσοι από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι δικάσθηκαν από αυτήν ως αντίδικοι του εκκαλούντος. Αν υπάρχει αναγκαστική ομοδικία, η έφεση πρέπει να απευθύνεται κατά όλων των ομοδίκων, αλλιώς απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι ως διάδικοι στην πρωτόδικη δίκη νοούνται εκείνοι, οι οποίοι από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι δικάσθηκαν με αυτή και διετέλεσαν αντίδικοι του εκκαλούντος (ΟλΑΠ 11/1992, ΑΠ 642/2007, ΕφΔωδ 20/2007, ΕφΛαρ 152/2014 δημοσιευμένες στη ΝΟΜΟΣ). Εάν οι αντίδικοι του εκκαλούντος στην πρωτόδικη δίκη είναι περισσότεροι, αρκεί η έφεση να απευθύνεται κατά εκείνων ως προς τους οποίους επιδιώκεται η εξαφάνιση της απόφασης, εκτός αν ιδρύεται μεταξύ τους σχέση αναγκαστικής ομοδικίας (ΑΠ 1355/2004, ΕφΑΘ 1710/2008, ΕφΔωδ 245/2006 δημοσιευμένες στη ΝΟΜΟΣ). Επί απλής ομοδικίας η έφεση (ή αντέφεση) ομοδίκου στρέφεται υποχρεωτικά κατά του αντιδίκου (ή των ομοδικούντων αντιδίκων ως προς τους οποίους επιδιώκει ο εκκαλών την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, όχι όμως και κατά των ομοδίκων του, εκτός αν η απόφαση περιέχει βλαπτική για τον εκκαλούντα και ευνοϊκή διάταξη για τους ομοδίκους του ή απέρριψε αίτηση που υπέβαλε ομόδικος κατά άλλου ομοδίκου (Κυριάκος Οικονόμου «Η ΕΦΕΣΗ» άρθρο 517 ΚΠολΔ σελ. 95επ.). Αν δεν συντρέχει η άνω προϋπόθεση η έφεση που απευθύνεται κατά των ομοδίκων του εκκαλούντος είναι απαράδεκτη. Το απαράδεκτο αυτό λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, γιατί αφορά τη νομιμοποίηση (68 ΚΠολΔ) [Σαμουήλ «Η ΕΦΕΣΗ» έκδοση 2009, παρ. 338, 342 σελ. 160, 162, Βαθρακοκοίλη Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας έκδοση 1995 άρθρο 517παρ.14 σελ. 217].
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 80 ΚΠολΔ: «Αν σε δίκη που εκκρεμεί μεταξύ άλλων τρίτος έχει έννομο συμφέρον να νικήσει κάποιος διάδικος, έχει δικαίωμα, έως την έκδοση αμετάκλητης απόφασης, να ασκήσει πρόσθετη παρέμβαση, για να υποστηρίξει το διάδικο αυτόν». Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 83 ΚΠολΔ: «Αν η ισχύς της απόφασης στην κύρια δίκη εκτείνεται και στις έννομες σχέσεις εκείνου που άσκησε πρόσθετη παρέμβαση προς τον αντίδικό του εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 76 έως 78». Στο άρθρο 82 ΚΠολΔ, επίσης, ορίζεται ότι: «Όποιος προσθέτως παρεμβαίνει έχει δικαίωμα να ενεργήσει όλες τις διαδικαστικές πράξεις, που επιτρέπονται στη δίκη προς το συμφέρον εκείνου, για την υποστήριξη του οποίου ασκήθηκε η παρέμβαση και έχει την υποχρέωση να δεχθεί τη δίκη, στη θέση που βρίσκεται κατά το χρόνο της παρέμβασής του. Οι πράξεις που ενεργεί είναι ισχυρές, εφόσον δεν είναι αντίθετες προς τις πράξεις του διαδίκου, για την υποστήριξη του οποίου άσκησε την πρόσθετη παρέμβαση…». Ακόμη, κατά τη διάταξη του άρθρου 81 παρ. 1 ΚΠολΔ: «Η κύρια και η πρόσθετη παρέμβαση, ανεξάρτητα από το αν γίνεται εκούσια ή ύστερα από προσεπίκληση ή ανακοίνωση, ασκείται σύμφωνα με τις διατάξεις, που ισχύουν για την αγωγή και κοινοποιείται σε όλους τους διαδίκους …». Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων προκύπτουν τα ακόλουθα: Με την πρόσθετη παρέμβαση επιτυγχάνεται η συμμετοχή τρίτου προσώπου σε εκκρεμή μεταξύ άλλων δίκη, ασκείται δε αυτή στην τακτική διαδικασία με αυτοτελές δικόγραφο, που επιδίδεται, επί ποινή απαραδέκτου, στους διαδίκους της αρχικής, εκκρεμούς δίκης, συμπεριλαμβανομένων και των ομοδίκων (ΑΠ 564/2008 ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, ΑΠ 851/2007, ΝοΒ 2007). Μεταξύ της κύριας δίκης και της ασκούμενης πρόσθετης παρέμβασης υφίσταται σχέση κυρίου-παρεπομένου, όπως σαφώς συνάγεται τόσο από τη φύση της παρέμβασης, όσο και από τη διάταξη του άρθρου 31 παρ.1 ΚΠολΔ με την οποία καθιερώνεται η δωσιδικία της συνάφειας για δίκες, μεταξύ των οποίων υφίσταται τέτοια σχέση (κύριου-παρεπόμενου), στις οποίες ρητά μνημονεύεται και η περίπτωση της παρέμβασης σε σχέση με την κύρια δίκη. Με την παρέμβαση, άλλωστε, εκδηλώνεται η υποστήριξη από τον τρίτο κάποιου από τους κύριους διαδίκους, όπως αυτή (η υποστήριξη) αντανακλάται και στο αίτημα της παρέμβασης, με την οποία ζητείται να νικήσει στην (κύρια δίκη) ο υποστηριζόμενος από τον παρεμβαίνοντα διάδικος (ΑΠ 776/2001, ΕλλΔ/νη 2002/1419, Μ. Μαργαρίτη, Ερμηνεία ΚΠολΔ, Τ. I, υπό το άρθρο 80, παρ. 1). Ο προσθέτως παρεμβαίνων καθίσταται βοηθός του διαδίκου, υπέρ του οποίου παρενέβη (ΑΠ 18/2008, ΑΠ 1562/2006 ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ), τούτος δε ο ρόλος του, παρέχει σε αυτόν το δικαίωμα να ενεργήσει όλες τις διαδικαστικές πράξεις, που επιτρέπονται στη δίκη, προς το συμφέρον εκείνου, για την υποστήριξη του οποίου ασκήθηκε η παρέμβαση. Μπορεί, συνεπώς, μεταξύ άλλων, ο προσθέτως παρεμβαίνων να επισπεύδει τη δίκη, δηλαδή να ζητεί τον ορισμό δικασίμου, να εγγράφει την υπόθεση στο πινάκιο και να παραγγέλλει την επίδοση διαδικαστικών εγγράφων, κλητεύοντας όλους τους διαδίκους, η δε παράλειψη της κλήτευσης, οδηγεί στην κήρυξη της συζήτησης ως απαράδεκτης ως προς άπαντες, διότι άλλως παραβιάζεται η αρχή της εκατέρωθεν ακρόασης (ΑΠ 1465/2007, Δ. 2007/1122, Εφ.ΑΘ. 1595/2007, ΑρχΝ 2007/294, Νίκας, Πολιτική Δικονομία, Τ. I, σελ. 384). Όταν, περαιτέρω, κατά νόμο η ισχύς της κύριας απόφασης στην κύρια δίκη εκτείνεται και στις έννομες σχέσεις εκείνου, που άσκησε την πρόσθετη παρέμβαση προς τον αντίδικο του, εφαρμόζονται τα ισχύοντα επί αναγκαστικής ομοδικίας (άρθρα 76-78 ΚΠολΔ και η παρέμβαση χαρακτηρίζεται ως αυτοτελής (ΑΠ 1349/2007 ΝοΒ 2008/177, ΑΠ 1485/2006 Δ. 2007/235). Αποφασιστικό κριτήριο για τον χαρακτηρισμό της παρέμβασης ως αυτοτελούς είναι η επέκταση των υποκειμενικών ορίων του δεδικασμένου, της εκτελεστότητας ή της διαπλαστικής ενέργειας της απόφασης στην κύρια δίκη, στις έννομες σχέσεις του τρίτου προς τον αντίδικο του. Στην περίπτωση αυτή, ο παρεμβαίνων, χωρίς να εισάγει στη δίκη μία νέα έννομη σχέση, αντιδικεί για την ήδη εκκρεμή έννομη σχέση, η διάγνωση της οποίας επισύρει την επέκταση της ισχύος της απόφασης (ΑΠ 1485/2006 ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, ΑΠ 931/2002, ΕλλΔ/νη 2003/1354). Περίπτωση αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης συντρέχει επί άσκησης πρόσθετης παρέμβασης από τον, μετά την έναρξη της επιδικίας, καταστάντα ειδικό διάδοχο του επιδίκου δικαιώματος (άρθρο 225 παρ. 2 ΚΠολΔ, ΑΠ 331/2007, ΑΠ 127/2004 ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ). Στην περίπτωση αυτή αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης, που συνιστά λόγο επιγενόμενης αναγκαστικής ομοδικίας, οι πράξεις ενός έκαστου, ήτοι παρεμβάντος και υπερ’ ού η παρέμβαση, ωφελούν και βλάπτουν τους λοιπούς, οι δε ομόδικοι, που μετέχουν νόμιμα στη δίκη, αν δεν παραστούν, παρότι έχουν νομίμως κλητευθεί, αντιπροσωπεύονται από εκείνους που παρίστανται (βλ. Μ. Μαργαρίτη, Ερμηνεία ΚΠολΔ, Τ. I, υπό το άρθρο 83, παρ. 7-9).(ΕφΠειρ 171/2021 δημοσιευμένη στη ΝΟΜΟΣ).
Η υπό κρίση έφεση κατά της με αριθμό 1488/2021 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία εκδόθηκε ερήμην της τέταρτης και πέμπτου των εναγόμενων – μη διαδίκων στην παρούσα δίκη – και αντιμωλία των λοιπών κατά την τακτική διαδικασία, όσον αφορά την πρώτη και τη δεύτερη των εφεσίβλητων έχει ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και εμπρόθεσμα, αφού από τα στοιχεία του φακέλου της δικογραφίας δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται τέτοια επίδοση και δεν έχει παρέλθει διετία από την δημοσίευση της εκκαλουμένης απόφασης στις 28.5.2021 έως την κατάθεση του δικογράφου τόσο της υπό κρίση έφεσης ενώπιον του Γραμματέα του αρμοδίου Πρωτοδικείου Αθηνών στις 26.9.2021 (άρθρα 495 παρ. 1, 499, 511, 513 παρ. 1β, 516, 517 και 518 παρ. 2 ΚΠολΔ), ενώ για το παραδεκτό της προκαταβλήθηκε από τους εκκαλούντες, κατά την κατάθεσή τους, το οριζόμενο από το άρθρο 495 παρ. 3, εδ. Α.γ ΚΠολΔ, παράβολο (βλ. το με αριθμό . ηλεκτρονικό παράβολο και την ηλεκτρονική απόδειξη πληρωμής του). Ωστόσο, η υπό κρίση έφεση όσον αφορά την τρίτη εφεσίβλητη-εναγόμενη τραπεζική εταιρία, η οποία, λόγω της φύσης της διαφοράς, ήταν απλή ομόδικος με τις εκκαλούσες-εναγόμενες στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και μάλιστα αντίδικος των εναγουσών που νίκησαν, η δε προσβαλλόμενη απόφαση δεν περιέχει βλαπτική για τους εκκαλούντες και ευνοϊκή για την ομόδικό τους διάταξη – ούτε προβάλλεται λόγος έφεσης ως προς αυτή – πρέπει σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας να απορριφθεί ως απαράδεκτη, αφού αυτή δεν ήταν νικήσασα διάδικος στη δίκη επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση (πβλ. ΑΠ 827/2017, ΑΠ 572/2016, ΕφΠειρ 171/2023 δημοσιευμένες στη ΝΟΜΟΣ). Ακολούθως όσον αφορά την από 6.12.2022 εκούσια αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση, η οποία ασκήθηκε μετά την άσκηση της έφεσης και πριν τη συζήτηση αυτής κι επιδόθηκε νομίμως κι εμπροθέσμως στους καθ’ ων αλλά και στην υπέρ ης η πρόσθετη παρέμβαση (βλ. τις υπ’ αριθμ. ./12.12.2022, .Γ/12.12.2022, .Γ/12.12.2022, .Γ/12.12.2022 και .Γ/12.12.2022 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών . αντίστοιχα), δεδομένου του παρεπόμενου χαρακτήρα αυτής, σε σχέση με την κύρια δίκη, μετά την απόρριψη της έφεσης ως προς την υπέρ ης η πρόσθετη παρέμβαση τρίτη εφεσίβλητη, παρέλκει η εξέτασή της. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι, ως προς αυτή (πρόσθετη παρέμβαση) δεν θα περιληφθεί διάταξη στο διατακτικό, καθόσον ως διαμορφωτική διαδικαστική πράξη, δεν διευρύνει τα υποκειμενικά όρια της δίκης, αλλά την έννομη σχέση αυτής και δεν διατυπώνει ίδιο αίτημα, το οποίο θα έπρεπε να δεχθεί ή να απορρίψει, έστω και σιωπηρά το δικαστήριο (ΑΠ 666/ 2015 δημοσιευμένη στην ιστοσελίδα areiospagos.gr,, ΑΠ 715/1998, ΕλλΔ/νη 40.630, ΕφΑΘ 854/2021 αδημοσίευτη στο νομικό τύπο, ΕφΠατρ 58/2021, ΕφΠειρ 111/2016 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΑΘ 5722/2011 ΕλλΔ/νη 53.822).
Στην από 14/12/2018 αγωγή τους οι ενάγουσες εξέθεταν ότι στις 25/12/2010 αποβίωσε στην Αθήνα, χωρίς να αφήσει διαθήκη, η ., γιαγιά τους εκ πατρικής γραμμής, η κληρονομιά της οποίας περιήλθε, λόγω προαποβιώσεως των τέκνων της . – πατέρα των εναγουσών – στις 30/3/2001 και . – πατέρα του δεύτερου και τρίτης των εναγόμενων – στις 15/7/2009, κατά ποσοστό 25% σε καθεμία των εναγουσών καθώς και στο δεύτερο και τρίτη των εναγομένων κατά το ίδιο ως άνω ποσοστό. Ότι κατά το χρόνο του θανάτου της οι ενάγουσες αγνοούσαν αφενός ότι υπάρχει ενεργητικό κληρονομιάς και για το λόγο αυτό πίστευαν ότι δεν χρειάζεται να προβούν σε αποποίηση αυτής και αφετέρου αγνοούσαν ότι υπήρχε νόμιμη προθεσμία προς αποποίηση, καθώς και τη νομική σημασία της παρόδου της προθεσμίας αυτής άπρακτης κατά τα αναλυτικώς εκτιθέμενα στην αγωγή. Ότι η άγνοια αυτή συνεχίστηκε μέχρι τις 24/9/2018, οπότε η πρώτη εναγόμενη τραπεζική εταιρία κοινοποίησε σε αυτές εξώδικες επιστολές, με τις οποίες τους ζητούσε, υπό την ιδιότητα τους ως κληρονόμων να καταβάλουν την οφειλή της κληρονομούμενης γιαγιάς τους, που απέρρεε από σύμβαση δανείου ύψους 2.898.763,86 ευρώ, την οποία είχε καταρτίσει η τέταρτη εναγόμενη εταιρία «ΑΦΟΙ . ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΒΙΟΤΕΧΝΙΚΗ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΕΛΑΣΤΙΚΩΝ ΕΞΑΡΤΗΜΑΤΩΝ-ΜΗΧΑΝΗΜΑΤΩΝ» με την τράπεζα, την οποία η αποβιώσασα είχε υπογράψει ως εγγυήτρια. Ότι σε απάντηση, οι ενάγουσες και η μητέρα τους . (μη διάδικος) απέστειλαν τις από 30/10/2018 και από 17/10/2018 εξώδικες δηλώσεις, το περιεχόμενο των οποίων παρατίθεται αυτούσιο στην αγωγή. Με βάση το ιστορικό αυτό, οι ενάγουσες επικαλούμενες ότι η πλάνη τους περί το δίκαιο ήταν ουσιώδης και ότι η πρώτη εναγόμενη είναι δανείστρια της κληρονομιάς, ο δεύτερος και τρίτη των εναγόμενων αποτελούν τα πρόσωπα που θα κληθούν ως κληρονόμοι μετά την αποποίηση της κληρονομιάς, η τέταρτη εναγόμενη εταιρία είναι η συμβληθείσα υπό την ιδιότητα της οφειλέτριας στη δανειακή σύμβαση με την πρώτη εναγόμενη και ο πέμπτος εναγόμενος Εισαγγελέας Πρωτοδικών Αθηνών ζητούσαν με απόφαση προσωρινά εκτελεστή να ακυρωθεί η εκ μέρους τους αποδοχή της κληρονομιάς, η οποία κατά πλάσμα του νόμου θεωρήθηκε ότι έγινε λόγω παρέλευσης άπρακτης της προθεσμίας αποποίησης αυτής και να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στα δικαστικά τους έξοδα. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφαση δικάζοντας ερήμην της τέταρτης και πέμπτου των εναγόμενων και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, απέρριψε την αγωγή ως απαράδεκτη όσον αφορά την τέταρτη και πέμπτο των εναγόμενων και αφού απέρριψε ως μη νόμιμο το αίτημα περί προσωρινής εκτελεστότητας της απόφασης διότι πρόκειται για διαπλαστική απόφαση, έκανε δεκτή την αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη ως προς τους λοιπούς εναγόμενους και ακύρωσε την εκ μέρους των εναγουσών πλασματική αποδοχή της ένδικης κληρονομιάς. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται ο δεύτερος και τρίτη των εναγόμενων, ήδη δεύτερος και πρώτη των εκκαλούντων με την υπό κρίση έφεσή τους για λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση ώστε να απορριφθεί η αγωγή και να καταδικαστούν οι εφεσίβλητες στη δικαστική τους δαπάνη.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 529 παρ. 1 εδ. α του ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε με εκείνη του άρθρου 16 παρ. 5 του Ν. 2915/2001 (η οποία δεν τροποποιήθηκε με το Ν. 4335/2015), στην κατ’ έφεση δίκη επιτρέπεται να γίνει επίκληση και προσαγωγή νέων αποδεικτικών μέσων, κατά δε τη διάταξη της παρ. 2 του ίδιου πιο πάνω άρθρου, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο μπορεί να αποκρούσει τα αποδεικτικά μέσα που προσάγονται πρώτη φορά σε αυτό ως απαράδεκτα, αν κατά την κρίση του ο διάδικος δεν τα είχε προσκομίσει στην πρωτόδικη δίκη από πρόθεση στρεψοδικίας ή από βαριά αμέλεια. Ως νέα αποδεικτικά μέσα, κατά την έννοια της αμέσως πιο πάνω διάταξης, θεωρούνται είτε αυτά που δεν υποβλήθηκαν καθόλου πρωτοδίκως, είτε αυτά που υποβλήθηκαν μεν πρωτοδίκως, αλλά ήταν απαράδεκτα, όπως λ.χ. εκπρόθεσμα ή χωρίς επίκληση ή χωρίς νόμιμη σήμανση κ.λπ., είναι δε αδιάφορο αν το πρωτοβάθμιο δικαστήριο αποφάνθηκε ρητά για το απαράδεκτο των εν λόγω αποδεικτικών μέσων ή αντιπαρήλθε σιωπηρά το τελευταίο. Η διάταξη, εξάλλου, του άρθρου 529 παρ. 1 εδάφιο α’ ΚΠολΔ είναι γενική και, έτσι, περιλαμβάνει χωρίς διακρίσεις όλα τα αποδεικτικά μέσα που επιτρέπονται από το νόμο, δηλαδή τόσο τα αποδεικτικά, που απόκεινται στην πρωτοβουλία των διαδίκων (όπως έγγραφα, ένορκες βεβαιώσεις) ή παρέχουν άμεση ή έμμεση απόδειξη (δικαστικά τεκμήρια), όσο και εκείνα, η απόδειξη των οποίων μπορεί να διαταχθεί ανεξάρτητα από τη συμπεριφορά των διαδίκων (λ.χ. αυτοψία, πραγματογνωμοσύνη) (ΑΠ 484/2019, ΑΠ 1621/2009, ΑΠ 1107/2008, ΑΠ 221/1993).
Από την επανεκτίμηση της υπ’ αριθμ. ./2.4.2019 ένορκης βεβαίωσης της μάρτυρα ., που δόθηκε με επιμέλεια των εναγουσών ενώπιον του συμβολαιογράφου Αθηνών μετά από νομότυπη κι εμπρόθεσμη κλήτευση των εναγομένων (βλ. τις υπ’ αριθμ. ., ., ., ., ./21.3.2019 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών .), την υπ’ αριθμ. ./19.4.2019 ένορκη βεβαίωση της μάρτυρα . χήρας ., που δόθηκε με επιμέλεια του δεύτερου και τρίτης των εναγόμενων, ενώπιον της Ειρηνοδίκη Αθηνών μετά από νομότυπη κι εμπρόθεσμη κλήτευση των εναγόντων (βλ. τις υπ’ αριθμ. . , ./16.4. 2019 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών .), η οποία νόμιμα λαμβάνεται υπόψη ως νέο αποδεικτικό στοιχείο, ενώπιον του παρόντος δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου έστω και εάν ήταν απαράδεκτη, ως εκπροθέσμως προσκομισθείσα μετά την παρέλευση της προθεσμίας του άρθρου 237 παρ.1 ΚΠολΔ, ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που προσκομίζονται με επίκληση από τους διαδίκους, τα οποία το Δικαστήριο λαμβάνει υπ’ όψιν του, είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθ. 339 σε συνδ. με άρθ. 395 ΚΠολΔ), για μερικά από τα οποία γίνεται ειδική αναφορά παρακάτω, χωρίς όμως να έχει παραλειφθεί κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της παρούσας διαφοράς, σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, που λαμβάνει αυτεπαγγέλτως υπόψη του το Δικαστήριο (ΚΠολΔ 336§4), αποδεικνύονται τα ακόλουθα:
Στις 06.12.2012 αποβίωσε στην Αθήνα χωρίς να αφήσει διαθήκη η γιαγιά των εναγουσών . χήρα ., το γένος ., η οποία κατέλειπε ως εγγύτερους συγγενείς και εξ αδιαθέτου κληρονόμους της τα τέσσερα εγγόνια της κατά ποσοστό 25% ο καθένας, ήτοι τις δύο ενάγουσες, τέκνα του προαποβιώσαντος την 30/1/2001 υιού της . και τον δεύτερο και τρίτη των εναγομένων, τέκνα του προαποβιώσαντος την 15/7/2009 υιού της . . Οι ενάγουσες κατά το χρόνο θανάτου της γιαγιάς τους ήταν η πρώτη 26 ετών (γεννηθείσα το έτος 1984) και η δεύτερη 22 ετών (γεννηθείσα το έτος 1988) και η μεν πρώτη ετοιμαζόταν να μεταβεί στη γενέτειρα της Ελβετία, προκειμένου να παρακολουθήσει μαθήματα στο μεταπτυχιακό πρόγραμμα στο πανεπιστήμιο Μέννεντοφ με αντικείμενο τη γερμανική ως ξένη γλώσσα κατά το εαρινό εξάμηνο του έτους 2011, ενώ η δεύτερη διέμενε ήδη στην Ελβετία καθώς φοιτούσε στο πανεπιστήμιο της Ζυρίχης και συγκεκριμένα στο τμήμα ψυχολογίας (βλ. τις αντίστοιχες βεβαιώσεις των αλλοδαπών πανεπιστημίων), ενώ αμφότερες μέχρι τότε δεν είχαν ασκήσει οιαδήποτε επαγγελματική δραστηριότητα. Επομένως, αμφότερες δεν είχαν νομικές γνώσεις και ως εκ τούτου αγνοούσαν την ύπαρξη της προβλεπόμενης από το νόμο τετράμηνης για την πρώτη και ετήσιας για τη δεύτερη προθεσμίας προς αποποίηση της επαχθείσας σε αυτές κληρονομιάς της αποβιώσασας γιαγιάς τους, καθώς επίσης και το ότι η άπρακτη παρέλευση της προθεσμίας αυτής θα είχε ως συνέπεια να θεωρείται ότι η κληρονομιά της είχε γίνει αποδεκτές από αυτές. Πέραν τούτου οι ενάγουσες πίστευαν ότι η αποβιώσασα γιαγιά τους δεν είχε περιουσιακά στοιχεία κι επομένως δεν υφίστατο ζήτημα κληρονομιάς, δεδομένου ότι η τελευταία δεν είχε ιδιαίτερες γραμματικές γνώσεις, ασχολείτο μόνο με τα οικιακά και δεν είχε ποτέ κάποια επαγγελματική ενασχόληση. Κατά αυτό τον τρόπο παρήλθε άπρακτη για τις ενάγουσες η τετράμηνη και ετήσια αντίστοιχα προθεσμία αποποίησης της κληρονομιάς της γιαγιάς τους και αυτή (κληρονομιά) έγινε αποδεκτή από τις ενάγουσες, κατά ποσοστό 25% σε καθεμία κατά πλάσμα δικαίου. Η άγνοια αυτή των εναγουσών συνεχίσθηκε μέχρι και τις 24/9/2018, οπότε τους κοινοποιήθηκαν εξώδικες δηλώσεις-καταγγελίες και προσκλήσεις της τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «ALPHA ΤΡΑΠΕΖΑ», με τις οποίες το πρώτον πληροφορήθηκαν ότι η γιαγιά τους . ευθυνόταν ως εγγυήτρια σε ομολογιακό δάνειο που είχε λάβει η πρωτοφειλέτρια εταιρία «ΑΦΟΙ . ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΒΙΟΤΕΧΝΙΚΗ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΕΛΑΣΤΙΚΩΝ ΕΞΑΡΤΗΜΑΤΩΝ-ΜΗΧΑΝΗΜΑΤΩΝ» συνολικού ύψους 2.898.763,86 ευρώ και ότι σε βάρος της είχε εκδοθεί κατόπιν αίτησης της ανωτέρω τραπεζικής εταιρίας, η υπ’ αριθμ. ./2011 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών με την οποία επιτάσσονταν οι καθ’ ων (πρωτοφειλέτρια εταιρία και εγγυήτρια) να της καταβάλουν, εις ολόκληρον η καθεμία, το ποσό των 2.121.265,26 ευρώ με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από 4/12/2009 καθώς και δικαστική δαπάνη ποσού 36.062 ευρώ. Κατόπιν των ανωτέρω εξώδικων, οι ενάγουσες αναζήτησαν δικηγόρο και τότε για πρώτη φορά πληροφορήθηκαν από το νομικό τους παραστάτη τις προαναφερόμενες νομικές διατάξεις σχετικά με την ύπαρξη προθεσμίας αποποίησης και την λόγω της παραμέλησης αυτής επιβάρυνση των ιδίων με τα χρέη της κληρονομούμενης γιαγιάς τους, ως εξ αδιαθέτου κληρονόμων αυτής και εν συνεχεία άσκησαν την υπό κρίση αγωγή. Από τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά προκύπτει ότι η εκ μέρους των εναγουσών μη αποποίηση της κληρονομιάς της γιαγιάς τους εντός της προβλεπόμενης εκ του άρθρου 1847 ΑΚ τετράμηνης κι ετήσιας προθεσμίας αντίστοιχα, που είχε ως αφετήριο γεγονός τη γνώση του θανάτου της κληρονομούμενης γιαγιάς τους (ΑΚ 1813 παρ.2) οφείλεται στο ότι αυτές αγνοούσαν την ύπαρξη κληρονομιάς, καθώς και την ύπαρξη νόμιμης προθεσμίας αποποιήσεως και ιδίως τις έννομες συνέπειες που απορρέουν από την άπρακτη παρέλευση της. Ευλόγως δε οι ενάγουσες πίστευαν ότι δεν υπάρχει κληρονομιαία περιουσία, αφού η αποβιώσασα γιαγιά τους δεν διέθετε περιουσιακά στοιχεία, ούτε ήταν δυνατό να γνωρίζουν την ύπαρξη των χρεών της κληρονομιάς, αφού αγνοούσαν παντελώς ότι η γιαγιά τους είχε συμβληθεί με την προαναφερόμενη τραπεζική εταιρία, ως εγγυήτρια, παραιτούμενη μάλιστα από την ένσταση διζήσεως και από κάθε δικαίωμα των άρθρων 853, 862-863, 866 ΑΚ υπέρ της πρωτοφειλέτριας εταιρίας με την επωνυμία «ΑΦΟΙ . ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΒΙΟΤΕΧΝΙΚΗ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΕΛΑΣΤΙΚΩΝ ΕΞΑΡΤΗΜΑΤΩΝ-ΜΗΧΑΝΗΜΑΤΩΝ» για την εξόφληση των οφειλών που απέρρεαν από την από 8-5-2008 σύμβαση ομολογιακού δανείου, που είχε καταρτίσει η ανωτέρω εταιρία με τη δανείστρια τράπεζα. Έτσι οι ενάγουσες, έχοντας την πεποίθηση ότι δεν υπάρχει κληρονομιά, πίστευαν ότι δεν χρειάζεται να προβούν οι ίδιες σε κάποια ενέργεια και συγκεκριμένα σε δήλωση αποποίησης, αφού, ως νομικά αδαείς, αγνοούσαν την ύπαρξη τετράμηνης προς αποποίηση προθεσμίας και τη σημασία της παραμέλησης της προθεσμίας αυτής και ως εκ τούτου ότι οι ίδιες είχαν νομική υποχρέωση αποποίησης. Είναι ενδεικτικό ότι οι ενάγουσες δεν προέβησαν σε ουδεμία πράξη ή παράλειψη που να περιέχει το στοιχείο της ανάμειξης στην κληρονομιά κατά το διαμεσολαβούν χρονικό διάστημα από της επαγωγής μέχρι και την άσκηση της υπό κρίση αγωγής. Εξάλλου, εάν οι ενάγουσες γνώριζαν τα χρέη της κληρονομούμενης γιαγιάς τους και είχαν γνώση της προβλεπόμενης από το νόμο προθεσμίας αποποίησης και ιδίως των εννόμων συνεπειών από την άπρακτη παρέλευση της, είναι απολύτως βέβαιο ότι θα προέβαιναν σε άμεση αποποίηση της επαχθείσας κληρονομιάς υποβάλλοντας αδάπανη σχετική δήλωση στο γραμματέα του δικαστηρίου της κληρονομιάς. Επισημαίνεται ότι ούτε στο οικογενειακό περιβάλλον τους υπήρχαν πρόσωπα από τα οποία θα μπορούσαν να έχουν ενημερωθεί, διότι η μητέρα τους . είναι ελβετικής υπηκοότητας ασχολούμενη με τα οικιακά, ενώ η θέση της στο ΔΣ της οφειλέτριας εταιρίας «ΑΦΟΙ . ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΒΙΟΤΕΧΝΙΚΗ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΕΛΑΣΤΙΚΩΝ ΕΞΑΡΤΗΜΑΤΩΝ-ΜΗΧΑΝΗΜΑΤΩΝ» ήταν τυπική, λόγω του θανάτου του συζύγου της, πατέρα των εναγουσών. Επιπροσθέτως, ο δεύτερος και τρίτη των εναγόμενων (πρώτοι εξάδελφοι των εναγουσών), αν και είχαν ενεργή συμμετοχή στην ως άνω εταιρία ως πρώην πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος ο πρώτος και ενεργό μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου η δεύτερη και ήταν σε θέση να γνωρίζουν τις επίδικες συμβάσεις και την εξ αυτών απορρέουσα ευθύνη της γιαγιάς τους ως εγγυήτριας, δεν μερίμνησαν ώστε να ενημερώσουν τις ενάγουσες. Τα ανωτέρω δεν αναιρούνται από το γεγονός ότι η μητέρα των εναγουσών ως ασκούσα την επιμέλεια τους, λόγω της τότε ανηλικότητας τους, αποδέχθηκε για λογαριασμό τους την κληρονομιά του αποβιώσαντος πατέρα τους, αλλά αντιθέτως καταδεικνύουν ότι οι ενάγουσες ουδεμία προηγούμενη εμπειρία και γνώση είχαν για την προθεσμία αποδοχής ή αποποίησης της κληρονομιάς. Επίσης τέτοια γνώση δεν συνάγεται από το γεγονός ότι οι ενάγουσες μετά το θάνατο του πατέρα τους μεταβίβασαν τις μετοχές, που τους αναλογούσαν από την κληρονομιά του πατέρα τους, στον πατέρα των εναγομένων. Εξάλλου, αλυσιτελώς προβάλλεται ο ισχυρισμός των τελευταίων ότι μετά το θάνατο του ., ο πατέρας τους ., αδελφός του αποβιώσαντος από ηθική υποχρέωση πλήρωσε ο ίδιος το φόρο κληρονομιάς για τις ενάγουσες και τη μητέρα τους, όπως επίσης και ο παντελώς αόριστος ισχυρισμός τους ότι η αποβιώσασα . παραχώρησε προσημείωση σε κληρονομιαία ακίνητα της υπέρ των εναγουσών, δεδομένου μάλιστα ότι ουδεμία ακίνητη περιουσία είχε η αποβιώσασα.
Από τα ανωτέρω, αποδεικνύεται ότι η συναγόμενη από την άπρακτη πάροδο της προθεσμίας για αποποίηση (σιωπηρή) πλασματική εκ μέρους των εναγουσών αποδοχή της ένδικης κληρονομιάς δεν ενείχε βούληση αποδοχής αυτής, αφού αυτές αγνοούσαν ανυπαίτια ότι είχαν νομική υποχρέωση αποποιήσεως, η πλάνη τους δε αυτή ήταν ουσιώδης, διότι αναφερόταν σε σημείο τόσο σπουδαίο για την αποδοχή, λόγω των εννόμων συνεπειών που συνεπαγόταν αυτή, δηλαδή να βαρύνονται με τα χρέη της κληρονομιάς, ώστε, εάν γνώριζαν την αληθινή κατάσταση, όπως προσδιορίζεται από το νόμο, θα αποποιούνταν εμπρόθεσμα την κληρονομιά. Ο ισχυρισμός των εναγόμενων, τον οποίο επαναφέρουν με λόγο της έφεσής τους ότι οι ενάγουσες επικαλούνται τόσο νομική πλάνη όσο και πραγματική πλάνη, που αφορούσε μόνο το παθητικό της κληρονομιάς κι ως εκ τούτου δεν θεωρείται ουσιώδης σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1857 παρ. 3 ΑΚ δεν αποδείχθηκε βάσιμος αφού, σύμφωνα με το περιεχόμενο της αγωγής, όπως προεκτέθηκε, η ουσιώδης πλάνη των εναγουσών αφορούσε τις νομικές διατάξεις (ΑΚ 1847, 1850, την ύπαρξη προθεσμίας προς αποποίηση και το αποτέλεσμα της άπρακτης παρόδου αυτής) και τα πραγματικά γεγονότα (ανυπαρξία ενεργητικού της κληρονομιάς) που προαναφέρθηκαν. Ως προς τα τελευταία, ειδικότερα, σημειώνεται ότι οι ενάγουσες πίστευαν πεπλανημένα ότι δεν υφίσταται καν κληρονομιά ελλείψει περιουσιακών στοιχείων της αποβιώσασας γιαγιάς τους, το ότι η πλάνη τους δε αυτή δεν αναφερόταν στο ενεργητικό ή παθητικό της κληρονομιάς αποδεικνύεται από το ότι σε ουδεμία πράξη ή παράλειψη που να περιέχει το στοιχείο της ανάμειξης στην κληρονομιά προέβησαν κατά το διαμεσολαβούν χρονικό διάστημα από της επαγωγής μέχρι και την άσκηση της υπό κρίση αγωγής, όπως προαναφέρθηκε.
Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, εφόσον αποδείχθηκε η συνδρομή ουσιώδους πλάνης στο πρόσωπο των εναγουσών, η συναγόμενη από την παραμέληση της προθεσμίας αποποίησης πλασματική αποδοχή της κληρονομιάς της αποβιώσασας στις 25.12.2010 γιαγιάς τους . τυγχάνει ακυρωτέα. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με την εκκαλούμενη απόφασή του, με τις ίδιες κατά βάση κρίσεις και αιτιολογίες, κατέληξε στο ίδιο συμπέρασμα και, αφού απέρριψε τους προαναφερόμενους ισχυρισμούς του δεύτερου και τρίτης των εναγόμενου, ήδη εκκαλούντων, δέχθηκε την αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη και ακύρωσε την επίμαχη πλασματική αποδοχή κληρονομιάς, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις προαναφερόμενες νομικές διατάξεις και εκτίμησε τις αποδείξεις που προσκομίσθηκαν και οι σχετικοί λόγοι της έφεσης που υποστηρίζουν τα αντίθετα κρίνονται απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Κατά συνέπεια και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς διερεύνηση πρέπει η έφεση στο σύνολο της να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη. Τέλος τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας απάντων των διαδίκων πρέπει να συμψηφιστούν στο σύνολο τους διότι η ερμηνεία του κανόνα δικαίου που εφαρμόστηκε ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (179, 183 ΚΠολΔ) και να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος για την έφεση αυτή παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει αντιμωλία των διαδίκων την από 21-6-2021 (αριθμός έκθεσης κατάθεσης ./24.9.2021 και αριθμός έκθεσης κατάθεσης δικογράφου και προσδιορισμού δικασίμου ενώπιον του Εφετείου Αθηνών ./28.9.2021) έφεση και την από 6.12.2022 (αριθμός έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ./9.12.2022) αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση.
Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την από 21-6-2021 έφεση κατά της υπ’ αριθμ. 1488/20211 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.
Συμψηφίζει στο σύνολο τους τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας.
Διατάσσει την κατάπτωση του κατατεθέντος από τους εκκαλούντες παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 24 Ιουλίου 2023 και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του στον ίδιο τόπο στις 3/8/23 απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους με την παρουσία του Γραμματέως της έδρας.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ