Από τους όρους του Παραρτήματος B’ ερμηνευόμενους υπό το πρίσμα των διατάξεων των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, με αναζήτηση δηλαδή της αληθινής βούλησης των μερών, χωρίς προσήλωση στις λέξεις και με βάση τις αρχές της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, σαφώς συνάγεται ότι : α) η εφεσίβλητη ασφαλιστική εταιρία ανέλαβε την υποχρέωση να απαλλάσσει την εκκαλούσα – ασφαλισμένη της από τη συμβατική υποχρέωση καταβολής ασφαλίστρων σε περίπτωση εκδηλώσεως οποιασδήποτε σοβαρής ασθένειας από τις οριζόμενες στον κατάλογο του άρθρου 1 υπ’ αριθ. II. του ως άνω Παραρτήματος και β) σε περίπτωση ιάσεως της ως άνω σοβαρής ασθενείας, γεγονός το οποίο η ασφαλισμένη υποχρεούται να γνωστοποιήσει στην ασφαλιστική, ενεργοποιείται εκ νέου η υποχρέωση καταβολής ασφαλίστρων. Αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή, υπό την οποία το ένα συμβαλλόμενο μέρος και εν προκειμένω η εφεσίβλητη ασφαλιστική εταιρία βαρύνεται σε κάθε περίπτωση, δηλαδή, ακόμη και στην περίπτωση ιάσεως της σοβαρής ασθενείας με την εκπλήρωση της παροχής της, ήτοι την παροχή ασφαλιστικής καλύψεως και το έτερο μέρος απαλλάσσεται στο διηνεκές από την υποχρέωση εκπληρώσεως της αντιπαροχής του, ήτοι την καταβολή του προβλεπομένου ασφαλίστρου, δικαιούμενο σε λήψη όλων των οφειλομένων συμβατικών παροχών του αντισυμβαλλόμενου μέρους, δεν μπορεί να γίνει δεκτή, καθώς αντίκειται στο σκοπό της ερμηνευόμενης συμβάσεις, που συναρτά την καταβολή της παροχής της εκκαλούσας ασφαλισμένης σε αμφότερες τις προβλεπόμενες ασφαλιστικές περιπτώσεις, δηλαδή τόσο επέλευσης της ανικανότητας όσο και της ασθένειας, με τον διαρκή χαρακτήρα των καταστάσεων αυτών, εξαιτίας των οποίων η ασφαλισμένη περιέρχεται σε μόνιμη αδυναμία να ασκήσει απρόσκοπτα την δραστηριότητά της που θα της αποφέρει τα απαραίτητα εισοδήματα, για να τις βιοτικές της ανάγκες συμπεριλαμβανομένης της υποχρέωσής της πληρωμή των ασφαλίστρων. Στην επίδικη περίπτωση o καρκίνος βρίσκεται σε πλήρη ύφεση, καθώς έχει παρέλθει χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των πέντε ετών χωρίς υποτροπή ή μετάσταση και επομένως υπό αυτήν την μορφή, δεν υπάγεται στον καρκίνο ως ενεργή σοβαρή ασθένεια του άρθρου 1 παρ. II περ. 4 του Παραρτήματος B΄ ήτοι ως ανεξέλεγκτη ανάπτυξη και επέκταση κακοηθών κυττάρων διήθηση των ιστών που επιβεβαιώνεται από παθολογοανατομική εξέταση. Εξάλλου η υποβολή της εκκαλούσας σε τακτικούς κλινικοεργαστηριακούς ελέγχους πραγματοποιείται βάσει τους ισχύοντος διεθνώς πρωτοκόλλου και για λόγους έγκαιρης ανίχνευσης μεταστάσεων ή υποτροπών, αφού οι πιθανότητες αυτές είναι αυξημένες σε όσους έχουν διαγνωστεί ότι πάσχουν από αυτήν την κακοήθη νεοπλασματική νόσο.
ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Αριθμός Απόφασης 5/2023
ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
15° Τμήμα
Αποτελούμενο από τους Δικαστές Ευσέβεια Λιακοπούλου, Πρόεδρο Εφετών, Σπυρίδωνα Γεωργουλέα, Εφέτη, Ιωάννη Μαλλούχο, Εφέτη-Εισηγητή και από την Γραμματέα Ελένη Λιάσκου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του την 5η-5-2022 για να δικάσει την υπόθεση (αρ.πιν. .) μεταξύ:
Της εκκαλούσας: . κατοίκου . οδός . όπως έχει μετονομαστεί η οδός . , με ΑΦΜ . η οποία παρέστη στο ακροατήριο δια της πληρεξούσιας δικηγόρου της Αικατερίνης Βούλγαρη με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ..
Της εφεσίβλητης: ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΓΕΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΕΙΩΝ Η ΕΘΝΙΚΗ», η οποία εδρεύει στην Αθήνα, Λεωφόρος Συγγρού 103-105, νομίμως εκπροσωπούμενης, με ΑΦΜ ., η οποία παρέστη στο ακροατήριο δια της πληρεξούσιας δικηγόρου της Δέσποινας Γρυσμπολάκη.
Η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα ζήτησε να γίνει δεκτή η από 12-9-2017 αγωγή της κατά της εναγόμενης και ήδη εφεσίβλητης, η οποία (αγωγή) κατατέθηκε στην γραμματεία του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών με αριθμ. κατ. ΓΑΚ ./ΕΑΚ ./14-9-2017.
Το ανωτέρω πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εξέδωσε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων την υπ’ αριθμ. 1928/22-5-2019 οριστική απόφασή του (τακτική διαδικασία), με την οποία απέρριψε την αγωγή ως αβάσιμη και καταδίκασε την ενάγουσα στην καταβολή
των δικαστικών εξόδων της εναγόμενης τα οποία όρισε στο χρηματικό ποσό των 500 ευρώ.
Κατ’ αυτής της αποφάσεως, η εκκαλούσα άσκησε την από 30-7-2019 έφεση, η οποία κατατέθηκε στην γραμματεία του Πρωτοδικείου Αθηνών με αριθμ. κατ. ΓΑΚ ./ΕΑΚ ./30-7-2019 και επιμελεία της ιδίας προσδιορίσθηκε για συζήτηση στην δικάσιμο της 21ης-5-2020, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθμ. κατ. ΓΑΚ ./ΕΑΚ ./30-7-2019 έκθεση κατάθεσης δικογράφου στην γραμματεία του Εφετείου Αθηνών. Κατά την προαναφερθείσα δικάσιμο, η συζήτηση της υποθέσεως αναβλήθηκε για την δικάσιμο της 18ης-3-2021 κατά την οποία ματαιώθηκε, λόγω της αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων, στο πλαίσιο των έκτακτων μέτρων που λήφθηκαν για την προστασία της δημόσιας υγείας από την πανδημία του ιού COVID – 19. Ακολούθως, με την υπ’ αριθ. 6127/6-5-2021 Πράξη της Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Αθηνών, η οποία εκδόθηκε σύμφωνα με το άρθρο 83 παρ. 2 Ν. 4790/2021, η υπόθεση εισήχθη αυτεπαγγέλτως προς συζήτηση για την δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε. Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων κατέθεσαν εμπροθέσμως τις προτάσεις τους και παρέστησαν στο ακροατήριο με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ..
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗΝ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η υπό κρίση από 30-7-2019 και με αριθμ. κατ. ΓΑΚ ./ΕΑΚ ./30-7-2019 έφεση κατά της υπ’ αριθμ. 1928/22-5-2019 οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, αρμοδίως εισάγεται προς συζήτηση στο Δικαστήριο αυτό (άρθρο 19 ΚΠολΔ) και έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως (άρθρα 495 παρ. 1 και 2, 498, 511, 513 παρ. 1 περ.β’, 516, 517 και 518 παρ. 1 του ΚΠολΔ), αφού δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης στην εκκαλούσα και δεν είχε παρέλθει η καταχρηστική προθεσμία των δύο ετών από την δημοσίευση της εκκαλούμενης αποφάσεως (22-5-2019) μέχρι την άσκηση της εφέσεως (άρθρ. 518 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.) Πρέπει, επομένως, η έφεση να γίνει τυπικώς δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω κατά το παραδεκτό, το νόμιμο και το βάσιμο των λόγων της, κατά την αυτή διαδικασία (άρθρο 533 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.), δεδομένου ότι για το παραδεκτό της προκαταβλήθηκε από την εκκαλούσα, κατά την κατάθεσή της, και το οριζόμενο στο άρθρο 495 παρ. 3 παράβολο των 150 ευρώ (το υπ’ αριθμ. ./2019 e-παράβολο ποσού 150 ευρώ, που αναγράφεται στην έκθεση καταθέσεως της εφέσεως).
Με την από 12-9-2017 και με αριθμ. κατ. ./2017 αγωγή της ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η ενάγουσα και νυν εκκαλούσα εξέθετε ότι δυνάμει της από 17η-7-2007 συμβάσεως ασφαλίσεως ζωής με ισόβια διάρκεια που κατήρτισε με την εναγόμενη, νυν εφεσίβλητη, ασφαλιστική εταιρεία και για την οποία εκδόθηκε το υπ’ αριθμ. … ασφαλιστήριο συμβόλαιο, η τελευταία ανέλαβε την υποχρέωση να της καλύπτει ισοβίως τους προσδιοριζόμενους στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο ασφαλιστικούς κινδύνους (ζωής, διαρκούς ολικής ανικανότητας, προσωπικού ατυχήματος, τροχαίου ατυχήματος, κάλυψη ιατροφαρμακευτικών εξόδων και εξόδων νοσοκομειακής περίθαλψης) αντί ετησίου ασφαλίστρου που ήταν καταβλητέο σε τέσσερις δόσεις, ήτοι την 17η Ιανουαρίου, την 17η Απριλίου, την 17η Ιουλίου και την 17η Οκτωβρίου κάθε έτους. Ότι με πρόσθετη πράξη του ως άνω συμβολαίου και συγκεκριμένα με το Παράρτημα Β’ προβλεπόταν έναντι πρόσθετου ασφαλίστρου και η απαλλαγή της ενάγουσας – ασφαλισμένης από την πληρωμή των ασφαλίστρων σε περίπτωση διαρκούς ολικής ανικανότητας ή προσβολής της από μία από τις σοβαρές ασθένειες στις οποίες περιλαμβανόταν ρητά και ο καρκίνος, με πρόβλεψη στα άρθρα 2 και 3 της ως άνω πρόσθετης πράξης ότι η διαρκής ολική ανικανότητα της ασφαλισμένης θα ελεγχόταν κατ’ έτος από την ασφαλιστική εταιρεία ώστε σε περίπτωση αποκαταστάσεώς της να επαναλαμβάνεται η υποχρέωση του ασφαλισμένου για την καταβολή των ασφαλίστρων, εν αντιθέσει με την περίπτωση της σοβαρής ασθένειας στην οποία η απαλλαγή από την καταβολή ασφαλίστρων θα ίσχυε καθ’ όλη την διάρκεια της σύμβασης και χωρίς επανέλεγχο όπως είναι ευνόητο αφού οι σοβαρές ασθένειες που προέβλεπε η σύμβαση δεν θεραπεύονται (βλ. σχετ. την 3η σελίδα της αγωγής). Ότι την 8η-1-2014 και ενώ η ασφαλιστική της σύμβαση παρέμενε εν ισχύ, η ενάγουσα υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση ολικής υστερεκτομής μετ’ αμφοτέρων των εξαρτημάτων, ριζικής επιπλεκτομής, σκωληκοειδεκτομής, με διεγχειρητικές βιοψίες δουγλασείου και λήψη ασκητικού υγρού για κυτταρολογική εξέταση. Ότι από την ως άνω χειρουργική σταδιοποίηση της νόσου αλλά και τις ιστοπαθολικές εξετάσεις που ακολούθησαν διαπιστώθηκε ότι έπασχε από ενδομητριοειδές αδενοκαρκίνωμα αριστερής ωοθήκης και ενδομητρικό αδενοκαρκίνωμα ενδομητριοειδούς τύπου, για την αντιμετώπιση των οποίων πέραν της χειρουργικής επεμβάσεως της υστεροκτομής, υποβλήθηκε και σε χημειοθεραπευτική αγωγή σε έξι κύκλους που ολοκληρώθηκαν την 20η-5-2014, με την ασθένεια κατά τον χρόνο άσκησης της αγωγής να βρίσκεται μεν σε ύφεση αλλά να μην έχει υποχωρήσει, με την ανώτατη υγειονομική επιτροπή στρατού να έχει αποφανθεί ότι εξ αιτίας αυτής της ασθένειας της η ενάγουσα θα παραμείνει εφ’ όρου ζωής σωματικά ανίκανη για εργασία σε ποσοστό 89% και την ίδια να έχει διακόψει την άσκηση του επαγγέλματός της καθώς ήταν ιατρός με ειδικότητα παθολόγου και λόγω κυρίως των χημειοθεραπειών είχε απωλέσει την κατά φύσιν αίσθηση της αφής και από τα δύο χέρια με αποτέλεσμα να μην είναι σε θέση να εξετάσει ασθενείς. Ότι αμέσως μετά την διάγνωση της ασθένειάς της και εντός του προβλεπόμενου από την σύμβαση ασφαλίσεως χρόνου, η ενάγουσα ειδοποίησε την εναγόμενη για την σοβαρή ασθένεια από την οποία έπασχε και αιτήθηκε την ενεργοποίηση της πρόσθετης πράξης ώστε να απαλλαγεί από την υποχρέωση πληρωμής των ασφαλίστρων για το εναπομείναν χρονικό διάστημα ισχύος της σύμβασης, υποβάλλοντάς της και τα ιατρικά πιστοποιητικά και δικαιολογητικά από τα οποία αποδεικνυόταν η κατάσταση της υγείας της, με την αντισυμβαλλόμενη της να αναγνωρίζει ότι είχε προσβληθεί από σοβαρή ασθένεια και να την απαλλάσσει από την υποχρέωση καταβολής των ασφαλίστρου έως και τον Δεκέμβριο του έτους 2016 που της κοινοποίησε την από 29-11-2016 επιστολή της με την οποία της καλούσε, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 3 της πρόσθετης πράξεως, να της προσκομίσει εντός χρονικού διαστήματος τεσσάρων (4) μηνών έγγραφα (γνωμάτευση ιατρού και πρόσφατες ιατρικές εξετάσεις) από τα οποία θα προέκυπτε η κατάσταση της υγείας της, προειδοποιώντας την ότι αν παρέλειπε να της αποστείλει αυτά τα έγγραφα, θα έπαυε αυτοδικαίως η απαλλαγή της από την πληρωμή των ασφαλίστρων. Ότι αν και αυτό το αίτημα της εναγόμενης ήταν μη νόμιμο καθώς στις περιπτώσεις της σοβαρής ασθένειας δεν προβλεπόταν επανεξέταση της κατάστασης της υγείας του ασφαλισμένου, η ενάγουσα ενόψει του κινδύνου διακοπής της ισχύος της πρόσθετης ασφάλισής της από την αντισυμβαλλόμενη της, της κατέθεσε την 13η-2-2017 αυτά τα έγγραφα, από τα οποία αποδεικνυόταν ότι έπασχε από καρκίνο πλην όμως η εναγόμενη με την από 3-3-2017 επιστολή της την ενημέρωσε ότι από τα ως άνω έγγραφα δεν προέκυπτε στο πρόσωπό της ενεργός σοβαρή ασθένεια και επομένως δεν ίσχυε πλέον η απαλλαγή της από την καταβολή ασφαλίστρων, τα οποία όφειλε εφεξής ήτοι από την 17η-4-2017 να πληρώνει ώστε να παραμείνει εν ισχύ η ασφαλιστική της σύμβαση. Ότι η ενάγουσα, παρά την προπεριγραφόμενη αντισυμβατική συμπεριφορά της εναγομένης, της κατέβαλε αχρεωστήτως και για να αποφύγει την καταγγελία της συμβάσεως, τις δόσεις ασφαλίστρων της 17ης-4-2017 και της 17ης-7-2017, συνολικού ποσού 1.110,18 ευρώ, με επιφύλαξη όμως κάθε δικαιώματός της όπως ενημέρωσε την αντίδικό της με την από 10-4-2017 επιστολή της. Επικαλούμενη λοιπόν η ενάγουσα ως νόμιμους λόγους ευθύνης της εναγόμενης: α) την από 17-7-2007 σύμβαση ασφαλίσεως και συγκεκριμένα την πρόσθετη πράξη στο Παράρτημα Β’ που προέβλεπε την απαλλαγή της από την υποχρέωση πληρωμής ασφαλίστρων σε περίπτωση προσβολής της από σοβαρή ασθένεια, ζητούσε να αναγνωρισθεί ότι έχει επέλθει η ασφαλιστική περίπτωση της πρόσθετης ασφαλιστικής κάλυψης που προέβλεπε την απαλλαγή της από την υποχρέωση καταβολής ασφαλίστρων σε περίπτωση σοβαρής ασθένειάς της και επομένως ότι η εναγόμενη έχει την υποχρέωση να της παρέχει την ασφαλιστική κάλυψη που προέβλεπε το υπ’ αριθμ. … ασφαλιστήριο συμβόλαιο χωρίς να εισπράττει ασφάλιστρα και β) την ως άνω σύμβαση ασφαλίσεως άλλως τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, ζητούσε να υποχρεωθεί η εναγόμενη να της καταβάλει το χρηματικό ποσό των 4.483,08 ευρώ που αποτελούν τα ασφάλιστρα που της κατέβαλε και θα της κατέβαλε από την 17η-4-2017 έως και την πρώτη συζήτηση της αγωγής χωρίς να έχει συμβατική υποχρέωση άλλως αχρεωστήτως με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Τέλος ζητούσε να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινώς εκτελεστή και να καταδικασθεί η αντίδικός της στην καταβολή των δικαστικών της εξόδων. Με τις νομίμως κατατεθείσες προτάσεις της, η εναγόμενη αρνήθηκε αιτιολογημένως την ιστορική βάση της αγωγής, ισχυριζόμενη ότι και στην απαλλαγή του ασφαλισμένου από την πληρωμή ασφαλίστρων λόγω σοβαρής ασθένειας του προβλεπόταν από την σύμβαση η ετήσια επανεξέτασή του ώστε σε περίπτωση ιάσεώς του, να επανέλθει η υποχρέωσή του για την πληρωμή ασφαλίστρων και ότι στην συγκεκριμένη περίπτωση από τον έλεγχο του ιατρικού φακέλου της ενάγουσας προέκυπτε ότι από τα τέλη του έτους 2016 η ασθένειά της βρισκόταν σε ύφεση και επομένως δεν έπασχε πλέον από ενεργή σοβαρή νόσο όπως οριζόταν στο άρθρο 1 παρ. 2 του Παραρτήματος Β’ στο οποίο υπήρχε η συμφωνία για την πρόσθετη ασφάλιση, όπου ειδικά για τον καρκίνο (αρ. 4) αναφέρει ότι πρέπει να υφίσταται ανεξέλεγκτη ανάπτυξη και επέκταση κακοηθών κυττάρων και διήθηση των ιστών που να επιβεβαιώνονται από παθολογοανατομική εξέταση. Για τους λόγους αυτούς, ζητούσε την απόρριψη της αγωγής και την καταδίκη της αντιδίκου της στην καταβολή των δικαστικών της εξόδων. Η ως άνω αγωγή συζητήθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κατά την δικάσιμο της 10ης-1-2019 και επ’ αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθμ’ 1928/2019 εκκαλουμένη απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου που κατ’ αρχάς έκρινε την αγωγή ως ορισμένη και νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 346, 361, 904επ ΑΚ, 1,2 επ. Ν. 2496/1997, 70 και 176, 907 και 908 του Κ.Πολ.Δ., αλλά ακολούθως την απέρριψε ως κατ’ ουσία αβάσιμη καθώς δέχθηκε ότι βάσει της από 17-7-2007 συμβάσεως ασφαλίσεως που είχαν καταρτίσει οι διάδικοι και συγκεκριμένα της ασφαλιστικής καλύψεως που προέβλεπε την απαλλαγή της ασφαλισμένης από την πληρωμή ασφαλίστρων σε περίπτωση προσβολής της από σοβαρή ασθένεια, η καταβολή των ασφαλίστρων θα επαναλαμβανόταν σε περίπτωση ιάσεώς της από την σοβαρή ασθένεια (στην ως άνω κρίση του κατέληξε το Δικαστήριο, ερμηνεύοντας την σύμβαση υπό το πρίσμα των διατάξεων των άρθρων 173 και 200 ΑΚ) και ότι τον Ιανουάριο του έτους 2014, η ενάγουσα – ασφαλισμένη διαγνώσθηκε ότι έπασχε από καρκίνο στην αριστερή ωοθήκη και στο ενδομήτριο, που αποτελεί σοβαρή ασθένεια σύμφωνα με τους όρους της σύμβασης ασφαλίσεως. Ότι για τον λόγο αυτό, η εναγόμενη – ασφαλιστική εταιρεία την απήλλαξε από την υποχρέωση καταβολής ασφαλίστρων, πλην όμως από τα προσκομιζόμενα ιατρικά πιστοποιητικά προέκυπτε ότι μετά την υποβολή της ενάγουσας σε χειρουργική επέμβαση και σε χημειοθεραπεία το έτος 2014, επήλθε ίαση της νόσου της και επομένως ορθώς η εναγόμενη ενεργοποίησε την υποχρέωση της αντισυμβαλλόμενης της για την καταβολή των ασφαλίστρων από τον Απρίλιο του έτους 2017. Με βάση τα ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε την αγωγή ως κατ’ ουσία αβάσιμη και καταδίκασε την ενάγουσα στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας τα οποία όρισε στο χρηματικό ποσό των 500 ευρώ. Κατ’ αυτής της αποφάσεως παραπονείται η εκκαλούσα με την υπό κρίση έφεσή της και με τους λόγους της, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί να γίνει δεκτή τύποις και ουσία δεκτή η έφεση της, να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη και να γίνει δεκτή η αγωγή της ως κατ’ ουσία βάσιμη. Τέλος ζητεί να καταδικασθεί η αντίδικος της στην καταβολή των δικαστικών της εξόδων για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας.
Από την επανεκτίμηση των προσκομισθέντων ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου αποδεικτικών μέσων και από τα παραδεκτώς προσκομιζόμενα το πρώτον ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου κατά την διάταξη του άρθρου 529 παρ. 1 ΚΠολΔ όμοια και ειδικότερα από τη νομότυπα κατ’ άρθρο 421 επ. του Κ.Πολ.Δ. ληφθείσα υπ’ αριθμ. ./19-12-2017 ένορκη βεβαίωση της μάρτυρος της ενάγουσας – εκκαλούσας . ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθηνών . η οποία ελήφθη ύστερα από νομότυπη κλήτευση της αντιδίκου της (βλ. σχετ. την υπ’ αριθμ. ./14-12-2017 έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελητού στο Εφετείο Αθηνών .), τη νομότυπα κατ’ άρθρο 421 επ. του Κ.Πολ.Δ. ληφθείσα υπ’ αριθμ. ./18-12-2017 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα της εναγόμενης – εφεσίβλητης . ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών, η οποία ελήφθη ύστερα από νομότυπη κλήτευση της αντιδίκου της (βλ. σχετ. την υπ’ αριθμ. ./1η-12-2017 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών .), από όλα ανεξαιρέτως τα νομίμως προσκομιζόμενα μετ’ επικλήσεως από τους διαδίκους έγγραφα, είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, συμπεριλαμβανομένων των εγγράφων που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν για πρώτη φορά στην κατ’ έφεση δίκη (άρθρο 529 παρ. 1 ΚΠολΔ) και αφού ληφθούν υπόψη και τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη από το Δικαστήριο και αυτεπαγγέλτως (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ) αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει συμβάσεως ασφαλίσεως ζωής ισόβιας διάρκειας που καταρτίσθηκε στην Αθήνα την 24η-7-2007 μεταξύ των διαδίκων και για την οποία εκδόθηκε το υπ’ αριθμ. … ασφαλιστήριο συμβόλαιο, η εφεσίβλητη ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία «ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΓΕΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΕΙΩΝ Η ΕΘΝΙΚΗ» ανέλαβε την υποχρέωση να παρέχει στην εκκαλούσα από την 17η-7-2007 και εφ’ όρου ζωής τις κάτωθι ασφαλιστικές καλύψεις: α) βασική ζωής, β) απαλλαγής από την πληρωμή των ασφαλίστρων, σύμφωνα με τους όρους του Παραρτήματος Β’ της συμβάσεως, γ) σε περίπτωση διαρκούς ολικής ανικανότητας, σύμφωνα με τους όρους του Παραρτήματος Ζ’ της σύμβασης, δ) σε περίπτωση προσωπικού ατυχήματος, σύμφωνα με τους όρους του Παραρτήματος Η’ της σύμβασης, ε) σε περίπτωση τροχαίου ατυχήματος, σύμφωνα με τους όρους του Παραρτήματος Η’ της σύμβασης στ) ιατροφαρμακευτικών εξόδων, σύμφωνα με το Παράρτημα Η της σύμβασης και ζ) εξόδων νοσοκομειακής περίθαλψης, σύμφωνα με το Παράρτημα Δ’ της σύμβασης, έναντι των ετήσιων ασφαλίστρων που ορίζονταν για κάθε ασφαλιστική κάλυψη στην σύμβαση και ήταν πληρωτέα σε τέσσερις τριμηνιαίες δόσεις, ήτοι την 17η Ιανουαρίου, την 17η Απριλίου, την 17η Ιουλίου και την 17η Οκτωβρίου κάθε έτους, με το χρηματικό ποσό της κάθε δόσης να ανέρχεται για το πρώτο έτος σε 356,41 ευρώ και κατά τον χρόνο ασκήσεως της αγωγής επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλουμένη (12-9-2017) στο χρηματικό ποσό των 562 ευρώ. Ειδικά ως προς την ασφαλιστική κάλυψη της απαλλαγής της εκκαλούσας – ασφαλισμένης από την πληρωμή των ασφαλίστρων, στο Παράρτημα Β του ασφαλιστηρίου που επιγράφεται «ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΑΣΦΑΛΙΣΗ ΑΠΑΛΛΑΓΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΛΗΡΩΜΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΡΩΝ ΣΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΔΙΑΡΚΟΥΣ ΟΛΙΚΗΣ ΑΝΙΚΑΝΟΤΗΤΑΣ Ή ΣΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΣΟΒΑΡΗΣ ΑΣΘΕΝΕΙΑΣ» προβλέπεται ότι «Με αυτό το Παράρτημα, που αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του Ασφαλιστηρίου Ζωής, η ασφαλιστική εταιρεία δηλώνει τα εξής: Δέχεται την αίτηση του ασφαλισμένου με το Ασφαλιστήριο Ζωής και αναλαμβάνει την υποχρέωση να τον απαλλάξει από παραπέρα καταβολή ασφαλίστρων της βασικής ασφάλισης ζωής και των παραρτημάτων της, πλην των παραρτημάτων Ζ΄ και Κ, σε περίπτωση που ο ασφαλισμένος πάθει: α) διαρκή ολική ανικανότητα από ασθένεια ή ατύχημα ή β) μια εκ των σοβαρών ασθενειών». Στο άρθρο 1 του άνω Παραρτήματος, που περιέχονται οι ορισμοί της κάθε έννοιας για αυτήν την κάλυψη, ορίζεται ότι «I. ΔΙΑΡΚΗΣ ΟΛΙΚΗ ΑΝΙΚΑΝΟΤΗΤΑ. Διαρκής Ολική Ανικανότητα θεωρείται η για ένα (1) τουλάχιστον χρόνο από τότε που αναγγελθεί εγγράφως στην Εταιρία διαρκής και ολοκληρωτική ανικανότητα του Ασφαλισμένου, είτε από ασθένεια είτε από ατύχημα, να εκτελέσει την εργασία που έκανε, πριν πάθει την ανικανότητα ή κάθε άλλη εργασία για την οποία έχει την απαιτούμενη μόρφωση, εκπαίδευση και πείρα με την προϋπόθεση ότι το Ασφαλιστήριο Ζωής και το παρόν Παράρτημα θα βρίσκονται τότε σε πλήρη ισχύ…» και «II ΣΟΒΑΡΕΣ ΑΣΘΕΝΕΙΕΣ. Ως σοβαρές ασθένειες ορίζονται και συμφωνούνται οι εξής; «1. ΕΜΦΡΑΓΜΑ ΜΥΟΚΑΡΔΙΟΥ… 2. Η ΕΓΧΕΙΡΗΣΗ BY – PASS ΣΥΝΕΠΕΙΑ ΣΤΕΦΑΝΙΑΙΑΣ ΝΟΣΟΥ … 3. ΕΓΚΕΦΑΛΙΚΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ… 4. ΚΑΡΚΙΝΟΣ. Ορίζεται κάθε ανεξέλεγκτη ανάπτυξη και επέκταση κακοηθών όγκων και διήθηση των ιστών που επιβεβαιώνεται από παθολογοανατομική εξέταση. Ο όρος καρκίνος περιλαμβάνει και την λευχαιμία, τα λεμφώματα, τα κακοήθη μελανώματα, καθώς και τη νόσο του HODGKIN. 5. ΝΕΦΡΙΚΗ ΑΝΕΠΑΡΚΕΙΑ … ». Κατά το άρθρο 2 του Παραρτήματος (υπό τον τίτλο «ΑΠΑΛΛΑΓΗ ΠΛΗΡΩΜΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΡΩΝ») «Η ασφαλιστική εταιρεία απαλλάσσει τον ασφαλισμένο από περαιτέρω καταβολή ασφαλίστρων, αν ο ασφαλισμένος πάθει Διαρκή Ολική Ανικανότητα ή κάποια από τις σοβαρές ασθένειες (άρθρο 1) και εφόσον η ασφάλεια βρίσκεται σε πλήρη ισχύ. Τα ασφάλιστρα που καταβλήθηκαν και αφορούσαν το διάστημα από την ημερομηνία αναγγελίας της ανικανότητας (άρθρο 3) μέχρι την ημερομηνία αναγνώρισης επιστρέφονται. Σε περίπτωση που έχει αποκατασταθεί η ικανότητα του Ασφαλισμένου, πρέπει να επαναληφθεί η καταβολή των ασφαλίστρων και σε αντίθετη περίπτωση εφαρμόζονται οι Γενικοί Όροι του Ασφαλιστηρίου Ζωής …». Τέλος, κατά την διάταξη του άρθρου 3 του άνω Παραρτήματος Β’ που τιτλοφορείται «ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΣΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΔΙΑΡΚΟΥΣ ΟΛΙΚΗΣ ΑΝΙΚΑΝΟΤΗΤΑΣ Ή ΣΟΒΑΡΗΣ ΑΣΘΕΝΕΙΑΣ» «Ο Ασφαλισμένος ή ο Συμβαλλόμενος, έχει την υποχρέωση εντός οκτώ (8) ημερών από τότε που έλαβε γνώση της ασφαλιστικής περίπτωσης να ειδοποιήσει εγγράφως την Εταιρεία. Υποχρεούται επίσης να δίνει όλες τις αναγκαίες πληροφορίες και να υποβάλει στοιχεία και έγγραφα που σχετίζονται με τις περιστάσεις και τις συνέπειες της επέλευσης του κινδύνου που του ζητάει η Εταιρεία. Επίσης, είναι υποχρεωμένος να προσκομίσει βεβαίωση από εντεταλμένη αρχή βάσει της οποίας θα αποδεικνύεται το συμβάν. Προς τούτο ο ασφαλισμένος με το παρόν Παράρτημα εξουσιοδοτεί την εταιρία να λαμβάνει γνώση κάθε ιατρικού εγγράφου που έχει σχέση με την υγεία του. Ο Ασφαλισμένος οφείλει επίσης, δύο (2) μήνες πριν από κάθε ετήσια επέτειο της αναγνώρισης, να παρέχει με δικά του έξοδα ιατρική έκθεση σχετική με την ανικανότητά του». Με αυτό το περιεχόμενο, οι όροι της πρόσθετης ασφαλίσεως απαλλαγής από την πληρωμή ασφαλίστρων του Παραρτήματος Β’ της επίδικης συμβάσεως ασφαλίσεως είναι σαφείς ως προς τις υποχρεώσεις των αντισυμβαλλομένων σε περίπτωση επελεύσεως του κινδύνου της διαρκούς ολικής ανικανότητας, αφού η μεν ασφαλιστική εταιρεία θα απάλλασσε την ασφαλισμένη από την καταβολή των ασφαλίστρων μέχρι να αποκατασταθεί η ικανότητα της για εργασία, επιστρέφοντάς της και τα ασφάλιστρα που έχουν καταβληθεί από την ημερομηνία αναγγελίας της ανικανότητας μέχρι την ημέρα της αναγνώρισης, η δε ασφαλισμένη όφειλε να ειδοποιήσει εγγράφως την ασφαλιστική εταιρεία εντός οκτώ (8) ημερών από τότε που έλαβε γνώση της ανικανότητάς της, να δώσει όλες τις αναγκαίες πληροφορίες και να υποβάλει τα έγγραφα που σχετίζονταν με τις περιστάσεις και τις συνέπειες της επέλευσης του κινδύνου και επιπλέον δύο μήνες πριν από κάθε ετήσια επέτειο της αναγνώρισης, να παρέχει με δικά της έξοδα ιατρική έκθεση σχετική με την ανικανότητά της. Αντιθέτως ως προς την επέλευση του κινδύνου της προσβολής της ασφαλισμένης από σοβαρή ασθένεια υφίσταται ασάφεια που χρήζει ερμηνείας από το Δικαστήριο ως προς την απαλλαγή της ασφαλισμένης και συγκεκριμένα αν η προσβολή της ασφαλισμένης από σοβαρή ασθένεια επιφέρει την απαλλαγή της από την υποχρέωση καταβολής των ασφαλίστρων για όλη τη διάρκεια ισχύος του ασφαλιστηρίου, χωρίς άλλες προϋποθέσεις και χωρίς να υποβάλλεται σε ετήσιο επανέλεγχο αφού δεν είναι δυνατή η ίαση αυτών των σοβαρών ασθενειών, όπως δηλαδή ισχυρίζεται η εκκαλούσα με τον πρώτο λόγο εφέσεως ή αν – όπως ισχύει στις περιπτώσεις της διαρκούς ολικής ανικανότητας – προβλέπεται η ενεργοποίηση της υποχρέωσης καταβολής ασφαλίστρων σε περίπτωση ιάσεως της σοβαρής ασθένειας, όπως υποστηρίζει η εφεσίβλητη και έκρινε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφαση. Η ασάφεια δε αυτή οφείλεται στην διατύπωση της τρίτης παραγράφου του άρθρου 2 στην οποία προβλέπεται η επανάληψη καταβολής των ασφαλίστρων σε περίπτωση που αποκατασταθεί η ικανότητα του ασφαλισμένου χωρίς να αναφέρεται ρητά και η περίπτωση της ιάσεως της σοβαρής ασθένειας και της τέταρτης παραγράφου του άρθρου 3 στην οποία ορίζεται ότι η ασφαλισμένη οφείλει κάθε έτος δύο (2) μήνες πριν από κάθε ετήσια επέτειο της αναγνώρισης να παρέχει με δικά της έξοδα ιατρική έκθεση σχετική με την ικανότητα της, χωρίς και πάλι να υπάρχει ρητή πρόβλεψη για υποβολή ιατρικής έκθεσης σχετικής με την πορεία της σοβαρής ασθένειας. Από τους προαναφερόμενους, λοιπόν, όρους του Παραρτήματος Β’, ερμηνευόμενους υπό το πρίσμα των διατάξεων των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, με αναζήτηση δηλαδή της αληθινής βούλησης των μερών, χωρίς προσήλωση στις λέξεις και με βάση τις αρχές της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, σαφώς συνάγεται ότι : α) η εφεσίβλητη ασφαλιστική εταιρία ανέλαβε την υποχρέωση να απαλλάσσει την εκκαλούσα – ασφαλισμένη της από τη συμβατική υποχρέωση καταβολής ασφαλίστρων σε περίπτωση εκδηλώσεως οποιασδήποτε σοβαρής ασθένειας από τις οριζόμενες στον κατάλογο του άρθρου 1 υπ’ αριθ. II. του ως άνω Παραρτήματος και β) σε περίπτωση ιάσεως της ως άνω σοβαρής ασθενείας, γεγονός το οποίο η ασφαλισμένη υποχρεούται να γνωστοποιήσει στην ασφαλιστική, ενεργοποιείται εκ νέου η υποχρέωση καταβολής ασφαλίστρων. Αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή, υπό την οποία το ένα συμβαλλόμενο μέρος και εν προκειμένω η εφεσίβλητη – ασφαλιστική εταιρία βαρύνεται σε κάθε περίπτωση, δηλαδή, ακόμη και στην περίπτωση ιάσεως της σοβαρής ασθενείας με την εκπλήρωση της παροχής της, ήτοι την παροχή ασφαλιστικής καλύψεως και το έτερο μέρος απαλλάσσεται στο διηνεκές από την υποχρέωση εκπληρώσεως της αντιπαροχής του, ήτοι την καταβολή του προβλεπομένου ασφαλίστρου, δικαιούμενο σε λήψη όλων των οφειλομένων συμβατικών παροχών του αντισυμβαλλόμενου μέρους, δεν μπορεί να γίνει δεκτή, καθώς αντίκειται στο σκοπό της ερμηνευόμενης συμβάσεως, που συναρτά την καταβολή της παροχής της εκκαλούσας – ασφαλισμένης σε αμφότερες τις προβλεπόμενες ασφαλιστικές περιπτώσεις, δηλαδή τόσο επέλευσης της ανικανότητας όσο και της ασθένειας, με τον διαρκή χαρακτήρα των καταστάσεων αυτών, εξαιτίας των οποίων η ασφαλισμένη περιέρχεται σε μόνιμη αδυναμία να ασκήσει απρόσκοπτα την δραστηριότητά της που θα της αποφέρει τα απαραίτητα εισοδήματα, για να καλύψει τις βιοτικές της ανάγκες συμπεριλαμβανομένης της υποχρέωσής της για πληρωμή των ασφαλίστρων. Αντίθετο συμπέρασμα δεν μπορεί να εξαχθεί από την γραμματική διατύπωση της τρίτης παραγράφου του άρθρου 2 και της τέταρτης παραγράφου του άρθρου 3, στις οποίες, όπως προαναφέρθηκε, δεν έχει τεθεί και η περίπτωση της σοβαρής ασθένειας αλλά μόνον της ανικανότητας για την ενεργοποίηση εκ νέου της υποχρέωσης καταβολής ασφαλίστρων από την ασφαλισμένη (άρθρο 2 παρ. 3) και του ετήσιου επανελέγχου της ασφαλισμένης από την ασφαλιστική ώστε να διαπιστωθεί αν εξακολουθεί να συντρέχει ο λόγος απαλλαγής της από την πληρωμή των ασφαλίστρων (άρθρο 3 παρ. 4), καθώς: α) ως προς την τρίτη παράγραφο του άρθρου 2, η σοβαρή ασθένεια έχει παραλειφθεί και στην δεύτερη παράγραφο του ίδιου άρθρου που προβλέπει την επιστροφή των καταβληθέντων ασφαλίστρων του χρονικού διαστήματος από την ημερομηνία αναγγελίας στην ασφαλιστική μέχρι την ημερομηνία της αναγνώρισης της από αυτήν, η οποία (επιστροφή) όπως συνάγεται από την αληθινή βούληση των μερών και τις αρχές της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, ισχύει και για την περίπτωση της σοβαρής ασθένειας, παρότι γίνεται αναφορά μόνον σε αναγγελία της ανικανότητας και β) ως προς την τελευταία παράγραφο του άρθρου 3, η υποχρέωση της ασφαλισμένης καθιερώνεται και στην περίπτωση της σοβαρής της ασθένειας, όπως προκύπτει ευθέως από τον τίτλο» που φέρει το άρθρο, ήτοι «Υποχρεώσεις σε περίπτωση διαρκούς ολικής ανικανότητας ή σοβαρής ασθένειας». Αλλωστε αν αρκούσε η προσβολή του ασφαλισμένου από κάποια από τις οριζόμενες στην σύμβαση σοβαρές ασθένειες για να απαλλαγεί εις το διηνεκές από την υποχρέωση πληρωμής ασφαλίστρων, δεν θα υπήρχε κανένας λόγος να περιληφθεί και η περίπτωση της σοβαρής ασθένειας στον τίτλο του άρθρου 3 του Παραρτήματος «ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΣΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΔΙΑΡΚΟΥΣ ΟΛΙΚΗΣ ΑΝΙΚΑΝΟΤΗΤΑΣ Ή ΣΟΒΑΡΗΣ ΑΣΘΕΝΕΙΑΣ», αφού αν ευσταθούσε αυτή η εκδοχή, ο ασφαλισμένος δεν θα είχε καμία υποχρέωση έναντι της ασφαλιστικής σε περίπτωση νοσήσεώς του από σοβαρή ασθένεια (ΕφΑθ 2686/2022, 2690/2022, 18/2021, 7048/2020, 6518/2020, 2814/2020, 1546/2020, Α’ Δημ. ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 1800/2021, 4145/2019, 1435/2019, Α’ Δημ. Τραπ.Νομ.Πληρ. ΔΣΑ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ). Συνεπώς το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που ερμηνεύοντας τους ως άνω όρους δέχθηκε ότι σε περίπτωση ιάσεως της σοβαρής ασθένειας της ασφαλισμένης, γεγονός το οποίο η ασφαλισμένη όφειλε να γνωστοποιήσει στην ασφαλιστική εταιρεία μέσω της προσκομιδής σχετικής ιατρικής έκθεσης, θα ενεργοποιείτο εκ νέου η υποχρέωση καταβολής των ασφαλίστρων ορθώς ερμήνευσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις, απορριπτόμενου ως αβάσιμου του πρώτου λόγου εφέσεως. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι κατόπιν διαδοχικών ιατρικών εξετάσεων τα αποτελέσματα ήταν αρνητικά και των συμβουλών των θεραπόντων ιατρών της, η εκκαλούσα, την 8η-1 -2014, υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση ολικής υστερεκτομής μετ’ αμφοτέρων των εξαρτημάτων, ριζικής επιπλεκτομής και σκωληκοειδεκτομής, με διεγχειρητικές βιοψίες δουγλασσείου και διεγχειρητική λήψη ασκιτικού υγρού (ελεύθερου υγρού δουγλασσείου χώρου) για κυτταρολογική εξέταση. Από την χειρουργική σταδιοποίηση της νόσου και την μικροσκοπική ιστοπαθολογική εξέταση που ακολούθησε, ταυτοποιήθηκε ενδομητριοειδές αδενοκαρκίνωμα αριστερής ωοθήκης, μέτριας διαφοροποίησης, χωρίς εξωκαψική επέκταση, καθώς και εστία ενδοβλεννογονικού ενδομητρικού αδενοκαρκινώματος ενδομητριοειδούς τύπου, ανώτερης διαφοροποίησης, επί εδάφους σύνθετης άτυπης υπερπλασίας. Το Ογκολογικό Συμβούλιο που συγκροτήθηκε, χαρακτήρισε τη νόσο ως σταδίου II και βαθμού διαφοροποίησης 2 προς 3 και βάσει των στοιχείων αυτών αλλά και των μετεγχειρητικών επιπέδων του νεοπλασματικού δείκτη CA – 125 αποφασίσθηκε η ασθενής να υποβληθεί στο Τμήμα Βραχείας Νοσηλείας του Γενικού Ογκολογικού Νοσοκομείου … σε επικουρική χημειοθεραπεία έξι κύκλων ανά 21 ημέρες του συνδυαστικού χημειοθεραπευτικού σχήματος πακλιταξέλης και καρβοπλατίνας με ημερομηνία έναρξης και πραγματοποίησης του πρώτου κύκλου του σχήματος την 4η-2-2014 και ολοκληρώσεως του τελευταίου την 20η-5-2014. Κατά την διάρκεια της χημειοθεραπείας, η εκκαλούσα εμφάνισε πολύ σοβαρή αιματολογική τοξικότητα με λευκοπενία και πολύ σοβαρή ουδετεροπενία, αλλά και αλωπεκία με καθολική απώλεια των τριχών της κεφαλής (βαθμός III) και νευροτοξικότητα που αφορούσε τα περιφερικά νεύρα με εκδήλωση παραισθησιών, αιμωδιών και μυρμηκιάσεων σε αμφότερα τα άνω και κάτω) άκρα (περιφερική νευροπάθεια). Έκτοτε και έως την άσκηση της υπό κρίση αγωγής, η εκκαλούσα παρακολουθείτο τακτικά από την Β’ Παθολογική Ογκολογική Κλινική του ως άνω νοσοκομείου, σύμφωνα με τα διεθνώς ισχύοντα πρωτόκολλα παρακολούθησης (follow – up) των ογκολογικών ασθενών με καρκίνο ωοθηκών, με προσδιορισμό των επιπέδων του νεοπλασματικού δείκτη CA – 125 και διενέργεια αξονικών και μαγνητικών τομογραφιών άνω – κάτω κοιλίας – οπισθοπεριτοναϊκού χώρου και θώρακος κάθε τρεις με τέσσερις μήνες. Ακολούθως, ο επανέλεγχος θα πρέπει να διενεργείται ανά εξάμηνο δια βίου ως ενδείκνυται για κάθε ογκολογική ασθενή με καρκίνο ωοθηκών και υπαρκτό το ενδεχόμενο υποτροπής της νόσου. Από τους επανέλεγχους όμως που είχαν διενεργηθεί στην εκκαλούσα έως και τον μήνα Δεκεμβρίου του έτους 2017 διαπιστώθηκε κλινική ύφεση της κακοήθειας χωρίς ενδείξεις εμφανούς υποτροπής, ενώ από την αντικειμενική εξέτασή της διαπιστώθηκε περιφερική αισθητική νευροπάθεια σε αμφότερα τα άνω και κάτω άκρα, που αποτελεί παρενέργεια της χημειοθεραπείας και για την οποία λαμβάνει φαρμακευτική αγωγή (βλ. σχετ. το από 4-12-2017 ιατρικό ενημερωτικό σημείωμα του θεράποντος ιατρού της εκκαλούσας . παθολόγου – ογκολόγου, Συντονιστή Διευθυντή της Β’ Παθολογικής Ογκολογικής Κλινικής του … και την υπ’ αριθμ. πρωτ. ./14-12-2017 βεβαίωση της ιατρού . Διευθύντριας ΕΣΥ του Ογκολογικού Τμήματος του Γ.Ν.Α. …, ενώ ειδικά για την περιφερική νευροπάθεια βλ. σχετ. την υπ’ αριθμ. ./2017 ένορκη βεβαίωση της μάρτυρος της εκκαλούσας στην οποία αναφέρει «…οι σημαντικές επιπλοκές της χημειοθεραπείας, δηλαδή η μυελοτοξικότητα με ουδετεροπενία και η νευροτοξικότητα για την οποία λαμβάνει θεραπεία»). Μετά την εκδήλωση της ασθένειάς της, την χειρουργική της επέμβαση και την έναρξη των χημειοθεραπειών, η εκκαλούσα απευθύνθηκε στον ασφαλιστικό της οργανισμό που ήταν ο ΟΠΑΔ για την αναγνώριση ποσοστού αναπηρίας και με την από 10-7-2014 απόφαση της Πρωτοβάθμιας Υγειονομικής Επιτροπής του ΚΕΠΑ της τοπικής μονάδας υγείας Αμαρουσίου του ΙΚΑ – ΕΤΑΜ της αναγνωρίσθηκε για το ενδομητριοειδές αδενοκαρκίνωμα της αριστερής ωοθήκης και το ενδομητρικό αδενοκαρκίνωμα ενδομητριοειδούς τύπου ποσοστό αναπηρίας 80% για το χρονικό διάστημα από 11 -6-2014 έως 30-6-2016, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στον ισχύοντα τότε Ενιαίο Πίνακα Προσδιορισμού Ποσοστού Αναπηρίας (ΥΑ11321/ οικ. 10219/688/2012, ΦΕΚ 1506/Β΄/4-5-2012, σελ. 23394-23396), που ορίζονται τα ποσοστά αναπηρίας για τις παθήσεις γεννητικών οργάνων του θήλεος και τις διαταραχές του φύλου και συγκεκριμένα για τους κακοήθεις όγκους των ωοθηκών σταδίου I και II, όπως δηλαδή της εκκαλούσας, σε ποσοστό 67% με επανεκτίμηση μετά από δύο έτη). Επίσης ως πολιτική συνταξιούχος (δικαιούχος συντάξεως του αποβιώσαντος πατρός της) βάσει των διατάξεων του άρθρου 9 του Ν. 3865/2010 υπέβαλε αίτηση στο Γενικό Λογιστήριο του Κράτους για την αναγνώριση του ποσοστού αναπηρίας της και της χρονικής διάρκειας αυτής και μετά την εξέτασή της από την Ανωτάτη Στρατού Υγειονομική Επιτροπή εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. ./24-3-2015 γνωμάτευση της ως άνω Επιτροπής με την οποία κρίθηκε ότι η εκκαλούσα από τις προπεριγραφείσες σοβαρές ασθένειές της ήταν σωματικά ανίκανη για εργασία σε ποσοστό 89% και εφ’ όρου ζωής. Παράλληλα κατ’ εφαρμογή των όρων του Παραρτήματος Β’ της επίδικης συμβάσεως ασφαλίσεως, όπως αναλύθηκαν ανωτέρω, η εκκαλούσα ειδοποίησε εγκαίρως την εφεσίβλητη για την επέλευση της ασφαλιστικής περιπτώσεως της προσβολής της από σοβαρή ασθένεια και δη καρκίνο και αφού η τελευταία έλεγξε τον ιατρικό της φάκελο την απήλλαξε από την υποχρέωση καταβολής ασφαλίστρων έως και την 17η-1-2016, οπότε και θα προέβαινε σε επανέλεγχο βάσει των δικαιολογητικών που όφειλε να της προσκομίσει τότε η εκκαλούσα για την εξέλιξη της υγείας της (βλ. σχετ. την επιστολή της εφεσίβλητης προς την εκκαλούσα που αποτελεί το υπό στοιχ 5 Α’ σχετικό της εκκαλούσας). Η απαλλαγή αυτή παρατάθηκε έως και την 17η-1-2017 (βλ. σχετ. την υπ’ αριθμ. ./2017 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρος της εφεσίβλητης) και ενόψει της συμπληρώσεως και αυτού του χρονικού διαστήματος της απαλλαγής, την 29η-11-2016, η εφεσίβλητη με επιστολή της προς την εκκαλούσα την καλούσε, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 3 του Παραρτήματος Β’ της πρόσθετης ασφάλισης, να της προσκομίσει εντός τεσσάρων μηνών από την παραλαβή της επιστολής: α) πλήρως αιτιολογημένη και εμπεριστατωμένη ιατρική έκθεση και β) πρόσφατες ιατρικές εξετάσεις της από τις οποίες θα προέκυπτε η κατάσταση της υγείας της όπως και απόφαση συνταξιοδότησης αν υπάρχει ή γνωμάτευση ΚΕΠΑ, προειδοποιώντας την ότι σε περίπτωση μη συμμόρφωσης θα ενεργοποιείτο εκ νέου η υποχρέωση καταβολής ασφαλίστρων από την 17η-4-2017, ήτοι θα ήταν καταβλητέα η πρώτη δόση μετά την συμπλήρωση της τετράμηνης προθεσμίας που είχε ξεκινήσει την 29η-11-2016. Η εκκαλούσα απέστειλε τα έγγραφα του ιατρικού της φακέλου στην εφεσίβλητη, η οποία αφού τα έλεγξε, έκρινε ότι η εκκαλούσα δεν έπασχε πλέον από σοβαρή ασθένεια («δεν υφίσταται στο πρόσωπό σας ενεργός σοβαρή ασθένεια») και με την από 3-3-2017 επιστολή της, την ενημέρωσε ότι σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 3 του Παραρτήματος Β’, όφειλε να καταβάλει κανονικά την δόση της 17ης-4-2017 για να παραμείνει σε ισχύ η σύμβαση ασφαλίσεώς της και να μην λυθεί λόγω καταγγελίας της από την εφεσίβλητη, σύμφωνα με τον υπ’ αριθμ. 6 όρο των Γενικών Όρων του Ασφαλιστηρίου Ζωής. Προκειμένου λοιπόν η εκκαλούσα να αποφύγει την καταγγελία της συμβάσεώς της, προέβη στην πληρωμή της δόσης της 17ης-4-2017 ύψους 548,03 ευρώ όπως και της επομένης της 17ης-7-2017, μέχρι την άσκηση της υπό κρίση αγωγής, παρότι δεν συμφωνούσε με την εκτίμηση της εφεσίβλητης ότι είχε ενεργοποιηθεί εκ νέου η υποχρέωση της για καταβολή ασφαλίστρων, καθώς θεωρούσε ότι: α) εφόσον είχε ασθενήσει από καρκίνο, η απαλλαγή της από την πληρωμή ασφαλίστρων ίσχυε για όλη την διάρκεια της συμβάσεως, χωρίς να χρειάζεται να υποβάλλεται στον ετήσιο επανέλεγχο (η θέση της αυτή έχει ήδη κριθεί ως αβάσιμη κατά την έρευνα του πρώτου λόγου εφέσεως) και β) σε κάθε περίπτωση, το κακόηθες νεοπλασματικό νόσημα από το οποίο έπασχε, δεν είχε ιαθεί αλλά απλώς βρισκόταν σε ύφεση με κίνδυνο υποτροπής. Ως προς το υπό στοιχ. β’ ζήτημα που αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας δίκης μετά την απόρριψη του πρώτου λόγου εφέσεως, το Δικαστήριο κρίνει ότι κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα και συγκεκριμένα από την 3η-3-2017 που η εφεσίβλητη κάλεσε την εκκαλούσα να καταβάλει την δόση ασφαλίστρων της 17ης-4-2017 (για το προγενέστερο χρονικό διάστημα δεν τίθεται ζήτημα καθώς η εφεσίβλητη είχε εγκρίνει την απαλλαγή της από τα ασφάλιστρα), δεν εντοπίζονταν πλέον ύποπτα ευρήματα κακοήθειας στην περιοχή της αριστερής ωοθήκης ή του ενδομητρίου, ούτε εμφανή στοιχεία υποτροπής ή μεταστάσεως (τα αποτελέσματα όλων των αιματολογικών και απεικονιστικών εξετάσεων της εκκαλούσας είναι εντός των φυσιολογικών ορίων), ούτε η λήψη από την εκκαλούσα φαρμακευτικής αγωγής για την αντιμετώπιση της ασθένειάς της, ενώ η υποβολή της σε τακτικούς κλινικοεργαστηριακούς ελέγχους πραγματοποιείται βάσει του ισχύοντος διεθνώς πρωτοκόλλου και για λόγους έγκαιρης ανίχνευσης μεταστάσεων ή υποτροπών, αφού οι πιθανότητες αυτές είναι αυξημένες σε όσους έχουν διαγνωστεί ότι πάσχουν από αυτήν την κακοήθη νεοπλασματική νόσο. Με βάση τα ανωτέρω, ο καρκίνος από τον οποίο πάσχει η εκκαλούσα βρίσκεται ήδη από το έτος 2017 σε πλήρη ύφεση, καθώς έχει παρέλθει χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των πέντε χωρίς υποτροπή ή μετάσταση και επομένως υπό αυτήν την μορφή, δεν υπάγεται στον καρκίνο ως ενεργή σοβαρή ασθένεια του άρθρου 1 παρ. II περ. 4 του Παραρτήματος Β’ ήτοι ως ανεξέλεγκτη ανάπτυξη και επέκταση κακοηθών κυττάρων και διήθηση των ιστών που επιβεβαιώνεται από παθολογοανατομική εξέταση (βλ. σχετ. την υπ’ αριθμ. ./2017 ένορκη βεβαίωση της μάρτυρος της εκκαλούσας, η οποία αναφέρει ότι η εκκαλούσα βρίσκεται σε περίοδο κλινικής υφέσεως, με κίνδυνο λανθάνουσας υποτροπής της νόσου), χωρίς να μπορεί να συναχθεί το αντίθετο από το γεγονός ότι επιβιώσαντες του καρκίνου όπως η εκκαλούσα, δεν μπορούν να γίνουν δωρητές οργάνων, μυελού των οστών ή αίματος, όπως αβάσιμα υποστηρίζει η εκκαλούσα. Επίσης, όπως έχει ήδη αποδειχθεί, η περιφερική αισθητική νευροπάθεια σε αμφότερα τα άνω και κάτω άκρα για την οποία η εκκαλούσα εξακολουθεί να λαμβάνει φαρμακευτική αγωγή, αποτελεί παρενέργεια των χημειοθεραπειών στις οποίες υποβλήθηκε και όχι εκδήλωση της νόσου του καρκίνου και επομένως ούτε αυτή η ασθένεια από την οποία πράγματι πάσχει, υπάγεται σε κάποια από τις προβλεπόμενες στο άρθρο I ώστε επικαλούμενη αυτήν, να αξιώσει την απαλλαγή της από την πληρωμή των ασφαλίστρων. Με βάση επομένως τα ανωτέρω, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα ήτοι από την 17η-4-2017 και εντεύθεν, η εκκαλούσα δεν έπασχε από κάποια σοβαρή ασθένεια κατά την έννοια του άρθρου 1 περ. II του Παραρτήματος Β’ της επίδικης σύμβασης ασφάλισης και επομένως δεν δικαιούνταν την απαλλαγή από την πληρωμή των ασφαλίστρων, όπως ορθώς έκρινε και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έστω και με διαφορετική εν μέρει αιτιολογία που παραδεκτώς συμπληρώνεται από τις αιτιολογίες της παρούσας (άρθρο 534 του Κ.Πολ.Δ.), απορριπτόμενου ως αβάσιμου του δεύτερου λόγου εφέσεως. Τέλος ως αβάσιμος πρέπει να απορριφθεί και ο τρίτος λόγος εφέσεως καθώς κατ’ ορθή ερμηνεία του νόμου και δη των άρθρων 176, 189 και 191 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο επέβαλε εις βάρος της νυν εκκαλούσας τα δικαστικά έξοδα της νυν εφεσίβλητης καθώς απέρριψε την αγωγή της πρώτης ως κατ’ ουσία αβάσιμη.
Κατόπιν τούτων και μετά την έρευνα και απόρριψη όλων των λόγων εφέσεως, η υπό κρίση έφεση πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη, να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο (άρθρο 495 παρ. 4 εδ. ε’ του Κ.Πολ.Δ. όπως η παρ. 4 προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 Ν. 4055/2012) και να υποχρεωθεί η εκκαλούσα στην καταβολή της δικαστικής δαπάνης της αντιδίκου της για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, λόγω της ήττας της (άρθρα 183, 176 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), σύμφωνα με τα αναλυτικώς οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων την από 30-7-2019 και με αριθμ. κατ. ΓΑΚ ./ ΕΑΚ ./30-7-2019 έφεση.
Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσία την έφεση.
Διατάσσει την εισαγωγή του κατατεθέντος υπ’ αριθμ. ./2019 ηλεκτρονικού παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο.
Καταδικάζει την εκκαλούσα στην καταβολή της δικαστικής δαπάνης της εφεσίβλητης για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, την οποία ορίζει στο ποσόν των επτακοσίων (700 ) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα την 15η-12-2022 και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση την 3η-1-2023, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ