Η κληρονομική διαδοχή, είτε αυτή χωρεί από το νόμο (εξ’ αδιαθέτου ή νόμιμης μοίρας) είτε από διαθήκη αποτελεί παράγωγο τρόπο κτήσεως κυριότητας των κινητών και ακινήτων κληρονομιαίων πραγμάτων, η δε κυριότητα των ακινήτων της κληρονομίας, καθώς και κάθε άλλο εμπράγματο δικαίωμα επ’ αυτών, μεταβαίνει στον κληρονόμο αναδρομικά από τον θάνατο του κληρονομουμένου, εφόσον αυτός (κληρονόμος) αποδεχθεί με δημόσιο έγγραφο την κληρονομία και η αποδοχή αυτή μεταγραφεί
Περίληψη
Επειδή, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1710 παρ.1, 1846,1193,1198 και 1199 ΑΚ, προκύπτει ότι η κληρονομική διαδοχή, είτε αυτή χωρεί από το νόμο (εξ’ αδιαθέτου ή νόμιμης μοίρας) είτε από διαθήκη αποτελεί παράγωγο τρόπο κτήσεως κυριότητας των κινητών και ακινήτων κληρονομιαίων πραγμάτων, η δε κυριότητα των ακινήτων της κληρονομίας, καθώς και κάθε άλλο εμπράγματο δικαίωμα επ’ αυτών, μεταβαίνει στον κληρονόμο αναδρομικά από τον θάνατο του κληρονομουμένου, εφόσον αυτός (κληρονόμος) αποδεχθεί με δημόσιο έγγραφο την κληρονομία και η αποδοχή αυτή μεταγραφεί.
Ο τρόπος κτήσεως της κυριότητας επί ακινήτου της κληρονομιάς του άμεσου δικαιοπάροχου (κληρονομουμένου) του κληρονόμου στερείται εννόμων συνεπειών, εκτός αν ο εναγόμενος επί διεκδικητικής αγωγής, που στηρίζεται στον παράγωγο τρόπο (όπως είναι η κληρονομική διαδοχή) κτήσεως της κυριότητας του διεκδικουμένου ακινήτου, με τις προτάσεις του της πρώτης συζητήσεως ήθελε αμφισβητήσει την επί του επιδίκου κυριότητα του άμεσου δικαιοπαρόχου του ενάγοντος, οπότε ο τελευταίος υποχρεούται με τις προτάσεις του της πρώτης συζητήσεως να καθορίσει (και η σχετική απόφαση να διαλάβει) τον τρόπο κτήσεως της κυριότητας από τον άμεσο δικαιοπάροχό του και αν υπάρχει ανάγκη και των απωτέρων μέχρι πρωτοτύπου τρόπου κτήσεως κυριότητας.
Εξάλλου, όπως προκύπτει από το άρθρο 1045 ΑΚ, για την κτήση της κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία, απαιτείται άσκηση νομής επί συνεχή εικοσαετία. Νομέας δε κατά το άρθρο 974 ΑΚ είναι όποιος απέκτησε τη φυσική εξουσία του πράγματος αν ασκεί αυτήν με διάνοια κυρίου. Άσκηση της νομής επί ακινήτου αποτελούν οι υλικές, εμφανείς και συνεχείς πράξεις, που φανερώνουν τη βούληση εξουσίασης του νομέα στο πράγμα.
ΑΠ 88/2013
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Φούκα, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα), Δημήτριο Μαζαράκη, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 24 Οκτωβρίου 2012, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Τους αναιρεσείοντες:
1) Χ. Ι. του Μ. και
2) Ν. Ι. του Χ., κατοίκων …, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Κωνσταντίνο Ψαρρό.
Των αναιρεσιβλήτων:
1) Ε…………………, που δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο,
2) Τ. ………………., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Λάμπρο Μακρυγιάννη, και
3) Μ. ………………., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον ίδιο ως άνω δικηγόρο.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 8/3/2005 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Σαππών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 27/2005 του ιδίου Δικαστηρίου και 8/2010 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ροδόπης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 31/3/2010 αίτησή τους.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ελένη Διονυσοπούλου ανέγνωσε την από 11/10/2011 έκθεση του ήδη αποχωρήσαντος από την υπηρεσία Αρεοπαγίτη Χαράλαμπου Αθανασίου, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης της υπ’ αριθ. 8/2010 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ροδόπης, που δίκασε ως Εφετείο.
Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος των παραστάντων αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή, από τις διατάξεις των άρθρων 576 παρ.1-3 ΚΠολΔ προκύπτει ότι αν κατά τη συζήτηση της αίτησης για αναίρεση κάποιος από τους διαδίκους δεν εμφανισθεί ή εμφανισθεί και δεν λάβει μέρος με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, ο Άρειος Πάγος εξετάζει ποιος επισπεύδει τη συζήτηση. Αν την επισπεύδει ο διάδικος που απουσιάζει, η υπόθεση συζητείται ως εάν ήταν παρόντες οι διάδικοι. Αν όμως την επισπεύδει ο αντίδικός του, ερευνάται αν ο διάδικος που δεν εμφανίσθηκε ή αν και εμφανίσθηκε δεν έλαβε μέρος στη συζήτηση με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα από τον επισπεύδοντα τη συζήτηση. Στην περίπτωση που δεν κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα, η συζήτηση κηρύσσεται απαράδεκτη και η υπόθεση επαναφέρεται με νέα κλήτευση. Αν δε στη δίκη συμμετέχουν περισσότεροι και κάποιος από αυτούς απουσιάζει ή δεν συμμετέχει νόμιμα και δεν έχει κλητευθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα από τον επισπεύδοντα τη συζήτηση, αυτή κηρύσσεται απαράδεκτη για όλους (Ολ.ΑΠ 2/2006). Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 226 παρ.4 εδ.β’, γ’ ΚΠολΔ, που εφαρμόζεται και στην αναιρετική δίκη κατ’ άρθρο 575 εδ.β’ ΚΠολΔ, αν η συζήτηση αναβληθεί, ο γραμματέας οφείλει αμέσως, μετά το τέλος της συνεδρίασης να μεταφέρει την υπόθεση στη σειρά των υποθέσεων που πρέπει να συζητηθούν κατά τη δικάσιμο που ορίσθηκε. Κλήση του διαδίκου για εμφάνιση στη δικάσιμο αυτή δεν χρειάζεται και η αναγραφή της υποθέσεως στο πινάκιο ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων. Προϋπόθεση όμως της εγκυρότητας της κλήτευσης αυτής, λόγω αναβολής της υπόθεσης και της εγγραφής αυτής στο πινάκιο, είναι ότι ο απολειπόμενος κατά τη μετ’ αναβολή δικάσιμο διάδικος είτε είχε επισπεύσει εγκύρως τη συζήτηση ή είχε νομίμως και εμπροθέσμως κλητευθεί να παραστεί για τη δικάσιμο κατά την οποία αναβλήθηκε η υπόθεση είτε είχε παραστεί νομίμως κατά την πρώτη αυτή δικάσιμο και επομένως με τη νόμιμη παράσταση και τη μη εναντίωσή του καλύφθηκε η ακυρότητα της κλήτευσής του κατά την αρχική δικάσιμο. Αντίθετα, αν κατά την αρχική δικάσιμο ο απολειπόμενος κατά τη μετ’ αναβολή συζήτηση διάδικος δεν επέσπευσε τη συζήτηση ή δεν είχε κλητευθεί νομίμως, κατά δε την αρχική αυτή δικάσιμο δεν παραστάθηκε νομίμως και επομένως δεν καλύφθηκε η έλλειψη ή η ακυρότητα της επίσπευσης της συζήτησης ή η μη νομιμότητα ή η έλλειψη της κλήτευσής του για την αρχική δικάσιμο, η αναβολή της υπόθεσης από το πινάκιο και η εγγραφή αυτής για τη νέα μετ’ αναβολή δικάσιμο δεν ισχύει ως κλήτευσή του για τη νέα δικάσιμο και απαιτείται νόμιμη κλήτευσή του.
Στην προκειμένη περίπτωση, κατά την αναφερόμενη στην αρχή δικάσιμο του δικαστηρίου τούτου (24-10-2012) κατά την οποία συζητήθηκε με εκφώνησή της από τη σειρά του πινακίου η αίτηση για αναίρεση της 8/2010 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ροδόπης, που δίκασε ως Εφετείο, δεν εμφανίσθηκε ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο με δήλωση, κατά το άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, η πρώτη των αναιρεσιβλήτων. Από τα στοιχεία της δικογραφίας, προκύπτει ότι δικάσιμος για συζήτηση της αίτησης αναίρεσης ορίσθηκε η 19-10-2011, κατά την οποία όμως η συζήτηση αναβλήθηκε, ερήμην της ίδιας αναιρεσίβλητης, για την αναφερόμενη στην αρχή. Από την 5121β’/29-6-2010 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Ροδόπης Απ. Ταουκτσή, προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της ένδικης αίτησης με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήσης προς συζήτηση για την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο της 19-10-2011, κατά την οποία η συζήτηση αναβλήθηκε για την αναφερόμενη στην αρχή δικάσιμο, επιδόθηκε νομοτύπως και εμπροθέσμως στην πρώτη των αναιρεσιβλήτων. Συνεπώς, παρά την απουσία της κατά την μετ’ αναβολή δικάσιμο, πρέπει η συζήτηση της υποθέσεως να προχωρήσει ως εάν ήταν και αυτή παρούσα.
Επειδή, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1710 παρ.1, 1846,1193,1198 και 1199 ΑΚ, προκύπτει ότι η κληρονομική διαδοχή, είτε αυτή χωρεί από το νόμο (εξ’ αδιαθέτου ή νόμιμης μοίρας) είτε από διαθήκη αποτελεί παράγωγο τρόπο κτήσεως κυριότητας των κινητών και ακινήτων κληρονομιαίων πραγμάτων, η δε κυριότητα των ακινήτων της κληρονομίας, καθώς και κάθε άλλο εμπράγματο δικαίωμα επ’ αυτών, μεταβαίνει στον κληρονόμο αναδρομικά από τον θάνατο του κληρονομουμένου, εφόσον αυτός (κληρονόμος) αποδεχθεί με δημόσιο έγγραφο την κληρονομία και η αποδοχή αυτή μεταγραφεί. Ο τρόπος κτήσεως της κυριότητας επί ακινήτου της κληρονομιάς του άμεσου δικαιοπάροχου (κληρονομουμένου) του κληρονόμου στερείται εννόμων συνεπειών, εκτός αν ο εναγόμενος επί διεκδικητικής αγωγής, που στηρίζεται στον παράγωγο τρόπο (όπως είναι η κληρονομική διαδοχή) κτήσεως της κυριότητας του διεκδικουμένου ακινήτου, με τις προτάσεις του της πρώτης συζητήσεως ήθελε αμφισβητήσει την επί του επιδίκου κυριότητα του άμεσου δικαιοπαρόχου του ενάγοντος, οπότε ο τελευταίος υποχρεούται με τις προτάσεις του της πρώτης συζητήσεως να καθορίσει (και η σχετική απόφαση να διαλάβει) τον τρόπο κτήσεως της κυριότητας από τον άμεσο δικαιοπάροχό του και αν υπάρχει ανάγκη και των απωτέρων μέχρι πρωτοτύπου τρόπου κτήσεως κυριότητας.
Εξάλλου, όπως προκύπτει από το άρθρο 1045 ΑΚ, για την κτήση της κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία, απαιτείται άσκηση νομής επί συνεχή εικοσαετία. Νομέας δε κατά το άρθρο 974 ΑΚ είναι όποιος απέκτησε τη φυσική εξουσία του πράγματος αν ασκεί αυτήν με διάνοια κυρίου. Άσκηση της νομής επί ακινήτου αποτελούν οι υλικές, εμφανείς και συνεχείς πράξεις, που φανερώνουν τη βούληση εξουσίασης του νομέα στο πράγμα.
Περαιτέρω, κατά το άρθρο 560 παρ.1 ΚΠολΔ, το οποίο είναι ταυτόσημο με το άρθρο 559 αρ.1 ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης για ευθεία παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, αν αυτός δεν εφαρμόσθηκε ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αν εφαρμόσθηκε ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθινή. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ’ ουσίαν την υπόθεση η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν φανερή την παραβίαση. Τούτο συμβαίνει όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη, στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται (Ολ.ΑΠ 7/206, 4/2005, ΑΠ 741, 371, 366 και 1179/2011).
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, το Πολυμελές Πρωτοδικείο, που δίκασε ως Εφετείο, δέχθηκε κατά την ανέλεγκτη επί της ουσίας κρίση του, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά: “… Στις 16-12-1997 απεβίωσε στην … Ν. Ροδόπης ο Ι. Ο. Ι. του Ο., σύζυγος της πρώτης και πατέρας της δεύτερης και του τρίτου των εναγόντων, χωρίς να αφήσει διαθήκη και κατέλειπε πλησιέστερους συγγενείς και εξ αδιαθέτου κληρονόμους του, τους ενάγοντες και τον άλλο υιό του Ο. Ι. Ο. (ο οποίος δεν είναι διάδικος) κατά ποσοστό 1/4 εξ αδιαιρέτου έκαστο εξ αυτών. Την παραπάνω κληρονομιά αποδέχθηκαν οι ενάγοντες με την υπ’ αριθ. …/10-5-2002 δήλωση αποδοχής κληρονομιάς που συντάχθηκε ενώπιον της συμβολαιογράφου Σαπών Γεωργίας Αγαλιανού-Παναγιωτίδου και μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαπών στον τόμο … με αύξοντα αριθμό 40. Μεταξύ των ακινήτων που κληρονόμησαν οι ενάγοντες είναι και ένα οικόπεδο εμβαδού … . Το οικόπεδο αυτό περιήλθε στην κατοχή του κληρονομούμενου κατά το έτος 1960 με άτυπη δωρεά από τον πατέρα του Ο. Ι., οπότε από το χρόνο εκείνο μέχρι το θάνατό του (16-12-1997) ο Ι. Ο. Ι. νεμόταν αυτό και ειδικότερα κατοικούσε με την οικογένειά του στην υπάρχουσα εντός του οικοπέδου ισόγεια οικία και εκμεταλλευόταν τους λοιπούς χώρους, χωρίς ποτέ να ενοχληθεί από κανέναν και έτσι κατέστη κύριος αυτού με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας. Στο ανωτέρω οικόπεδο περιλαμβάνεται τμήμα εμβαδού 65 τ.μ. … . Στο τμήμα αυτό του οικοπέδου των εναγόντων, ο δικαιοπάροχός τους εναπόθετε από το έτος 1960 μέχρι το Θάνατό του (16-12-1997) διάφορα γεωργικά μηχανήματα και άλλα αντικείμενα και μετά το θάνατο του Ι. Ο. Ι. του Ο., στο ίδιο μέρος, στάθμευε το τρακτέρ του και εναπόθετε τα γεωργικά του μηχανήματα ο τρίτος των εναγόντων. Μετά το θάνατο του δικαιοπαρόχου των εναγόντων και συγκεκριμένα το έτος 1998, οι εναγόμενοι κατασκεύασαν στον τοίχο της οικίας τους που συνορεύει με την επίδικη έκταση παράθυρο και τοποθέτησαν έξω από την οικία τους -εντός της επίδικης έκτασης- ένα σωλήνα αποχέτευσης. Ακολούθως, το έτος 2002, οι εναγόμενοι κατέλαβαν την επίδικη έκταση, αφού εναπόθεσαν στο μέρος αυτό διάφορα γεωργικά μηχανήματα και άλλα αντικείμενα, δυσχεραίνοντας έτσι την πρόσβαση των εναγόντων στην αποθήκη τους, η είσοδος της οποίας βρίσκεται δίπλα από την επίδικη έκταση … . Μέχρι το χρόνο συζήτησης της αγωγής ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, την έκταση αυτή εξακολουθούσαν να κατέχουν οι εναγόμενοι.
Δεν αποδεικνύεται ο ισχυρισμός των τελευταίων ότι η επίδικη έκταση εμβαδού 65 τ.μ. συμπεριλαμβάνεται στην ιδιοκτησία του πρώτου εναγομένου … .
Ειδικότερα, δεν αποδεικνύεται ο ισχυρισμός των εναγομένων ότι την επίδικη έκταση εμβαδού 65 τ.μ. νεμόταν από το έτος 1930 έως το θάνατό του (27-11-1987) ο αρχικός δικαιοπάροχός τους Ι. Ο. Μ., πατέρας του δεύτερου και παππούς του πρώτου εξ’ αυτών, καθώς και ότι, κατόπιν, την επίδικη έκταση νεμόταν ο δεύτερος εναγόμενος για λογαριασμό και των αδελφών του (Ε. Μ. του Μ. και Ε. Α. Ο. του Μ., που διέμεναν στην Τουρκία …”. Με βάση τις παραδοχές αυτές, το Πολυμελές Πρωτοδικείο δέχθηκε κατ’ ουσίαν την έφεση των εναγόντων και ήδη αναιρεσιβλήτων κατά της απόφασης του Ειρηνοδικείου Σαπών, που είχε απορρίψει ως ουσιαστικά αβάσιμη την αγωγή τους, διεκδικητική κυριότητας ακινήτου, που στηριζόταν στον παράγωγο τρόπο κτήσης της κυριότητάς τους στο επίδικο ακίνητο (κληρονομική διαδοχή) και στον πρωτότυπο τρόπο (έκτακτη χρησικτησία), με την προσμέτρηση στη νομή τους, της νομής του κληρονομούμενου δικαιοπαρόχου τους, που είχε καταστεί κύριος τούτου με έκτακτη χρησικτησία, εξαφάνισε την απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και δέχθηκε κατ’ ουσίαν την αγωγή, αναγνώρισε τους ενάγοντες συγκύριους του επιδίκου ακινήτου και υποχρέωσε τους εναγόμενους και ήδη αναιρεσείοντες να τους αποδώσουν τούτο. Με το μοναδικό λόγο της αίτησης αναίρεσης, οι αναιρεσείοντες αποδίδουν στην προσβαλλόμενη απόφαση αιτίαση από το άρθρο 560 παρ.1 ΚΠολΔ για ευθεία παραβίαση των ουσιαστικού δικαίου διατάξεων των άρθρων 1045 και 974 ΑΚ, τις οποίες εσφαλμένα εφάρμοσε το Πολυμελές Πρωτοδικείο κατά την υπαγωγή των ανελέγκτως γενομένων δεκτών πραγματικών περιστατικών, ως προς την κρίση του για την κτήση της κυριότητας του επιδίκου ακινήτου από τους ενάγοντες – αναιρεσίβλητους, τη στηριζόμενη στην έκτακτη χρησικτησία. Ο λόγος αυτός της αναίρεσης είναι απαράδεκτος, καθ’ όσον στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση, αφού το Πολυμελές Πρωτοδικείο δέχθηκε κατ’ ουσίαν την αγωγή ως προς τη βάση αυτής, που στηρίζεται στον παράγωγο τρόπο κτήσης της κυριότητας του επιδίκου, στην κληρονομική διαδοχή, δεχόμενο ειδικότερα ότι οι ενάγοντες κατέστησαν συγκύριοι του επιδίκου κατά ποσοστό 1/4 ο καθένας, ως εξ’ αδιαθέτου κληρονόμοι του Ι. Ο. Ι., που πέθανε το 1997, την κληρονομία του οποίου αποδέχθηκαν με σχετική συμβολαιογραφική πράξη, που μεταγράφηκε νομοτύπως και ο οποίος είχε καταστεί κατά το θάνατό του κύριος αυτού με έκτακτη χρησικτησία, καθ’ όσον νεμόταν τούτο πλέον των είκοσι ετών με τις διαδοχικές πράξεις που φανερώνουν τη βούλησή του να το εξουσιάζει και όχι και ως προς τη βάση της (αγωγής) από την έκτακτη χρησικτησία. Ο ίδιος λόγος κατά το μέρος του που περιέχει αιτιάσεις που ανάγονται στην εκτίμηση και αξιολόγηση των αποδείξεων, η σχετικά με τις οποίες κρίση του δικαστηρίου της ουσίας είναι αναιρετικώς ανέλεγκτη (άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔ), είναι απαράδεκτος. Συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως. Οι αναιρεσείοντες, ως ηττώμενοι διάδικοι, πρέπει να καταδικασθούν στη δικαστική δαπάνη των παραστάντων αναιρεσιβλήτων (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ :
Απορρίπτει την από 31-3-2010 αίτηση των Ι. Ν. του Χ. και Ι. Χ. του Μ. περί αναιρέσεως της 8/2010 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ροδόπης.
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη των παραστάντων αναιρεσιβλήτων, την οποία ορίζει στο ποσόν των δύο χιλιάδων επτακοσίων ευρώ (2.700) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 8 Ιανουαρίου 2013.
Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 23 Ιανουαρίου 2013.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ